ADS

click to open

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Erotic Mythoplassia II.. (Part.. 7)

 «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part: 7»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....Βρισκόμαστε πλέον στην εποχή του Φθινοπώρου.  Στην εποχή κατά την οποία ο γαλανός ουρανός, οι ηλιόλουστες μέρες και οι δροσερές νύχτες προσθέτουν σταδιακά εκατοντάδες κίτρινες, πορτοκαλί και κόκκινες πινελιές στους δασοσκέπαστους λόφους  Έχουν περάσει τρεις γεμάτες εβδομάδες που τελείωσαν οι διακοπές του καλοκαιριού για τις οικογένειες τους.  Η «θερινή ραστώνη» η δύναμη που τα ισοπεδώνει όλα, ή η «καλοκαιρινή ραστώνη» που εύκολα χρησιμοποιεί όποιος θέλει να χαρακτηρίσει την πλήρη αδράνεια, τη χαλαρότητα που επικρατεί το καλοκαίρι και ειδικότερα τον Αύγουστο κάτω από έναν ήλιο που στέκει αγέρωχος εκεί ψηλά και δίνει ώθηση στα ενδόμυχα όνειρα και τις επιθυμίες μας, να ζούμε πιο έντονα, να σκεφτόμαστε θετικά πράγματα, να χαράσσουμε το μέλλον μας και ο,τι μπορεί να συμβεί να μετατίθεται σε μέλλοντα χρόνο. Στις μέρες μας όπου το άγχος και οι ρυθμοί της καθημερινότητας μας είναι αυξημένοι, οι διακοπές και οι μικρές αποδράσεις μπορούν να μας δώσουν μια ανάσα ξεκούρασης, η όποια έχει πολύ ευεργετικές επιπτώσεις και στην μετέπειτα ζωή μας. Απελευθερωνόμαστε, ηρεμούμε για να ξεφύγουμε από πίεση, άγχος και απαιτήσεις και θέλουμε να τα ξεχάσουμε όλα. Αυτές λοιπόν οι ανέμελες στιγμές που έζησαν οι οικογένειες τους έχουν μείνει εκεί στις ακρογιαλιές του πανέμορφου κόλπου. στη θάλασσα όπου το νερό ξέπλενε τις αισθήσεις τους και το αλάτι επούλωνε τις πληγές τους. Οι διακοπές φαντάζουν πλέον ανάμνηση και το κάθε μέλος της ευρύτερης οικογένειας βρίσκεται σήμερα και πάλι ενεργό στα εργασιακά και οικογενειακά τους καθήκοντα. Για πολλούς, είναι η επιστροφή στη δουλειά ή το σχολείο μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, κάτι που δίνει μια αίσθηση ανανέωσης και οργανωτικότητας. Είναι η στιγμή που βάζουμε νέους στόχους και οργανώνουμε τις υποχρεώσεις μας, με μια αίσθηση φρεσκάδας και νέας ενέργειας. Ο Σεπτέμβριος είναι ένας μήνας γεμάτος μεταβατικές στιγμές και αντιθέσεις, που τον καθιστούν μοναδικό και ίσως τον καλύτερο μήνα του χρόνου. Από τη μία πλευρά, το καλοκαίρι αποχαιρετά, με τη ζέστη να υποχωρεί σιγά σιγά, και από την άλλη, το φθινόπωρο αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του, με την ατμόσφαιρα να γίνεται πιο δροσερή και γλυκιά. Αυτός ο μήνας φέρνει μαζί του και την εποχική μετάβαση στη φύση. Τα φύλλα των δέντρων αρχίζουν να αλλάζουν χρώμα, με τα ζωντανά πράσινα να δίνουν τη θέση τους σε χρυσοκίτρινες και κόκκινες αποχρώσεις. Η φύση προετοιμάζεται για τον ερχομό του χειμώνα, και αυτή η αλλαγή δημιουργεί μια μοναδική αίσθηση γαλήνης και ομορφιάς.
.....Η Εριφύλη πέρα από τις οικογενειακές καθημερινές υποχρεώσεις της σαν μητέρα δυο μικρών παιδιών που μεριμνά για την σωστή ανατροφή τους και την άρτια σχολική εκπαίδευση τους, με προσμονή και έντονο ενδιαφέρον ανέμενε την έναρξη των μαθημάτων στο Εργαστήρι Βυζαντινής Αγιογραφίας όπου έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής και βυζαντινής αγιογραφίας. Συνέχισε να πηγαίνει τους μικρούς γιους της  κολυμβητήριο το χειμώνα – ή για την ακρίβεια, και το χειμώνα! Δεν το θεωρούσε καθόλου κακή ιδέα διότι πιστεύει πως η κολύμβηση όπως και κάθε σωματική άσκηση δυναμώνει το ανοσοποιητικό τους σύστημα και το κολύμπι είναι μια πολύ υγιεινή άσκηση για όλο το σώμα, που γυμνάζει χωρίς να επιβαρύνει, δεν προκαλεί τραυματισμούς και δυναμώνει τους πνεύμονες. 
Ταυτόχρονα ξεκίνησε και πάλι το γυμναστήριο που είχε διακόψει τους καλοκαιρινούς μήνες και απλώς αφιέρωνε λίγο χρόνο στον εαυτό της κάνοντας γυμναστική στην ύπαιθρο. Πηγαίνει στο ίδιο γυμναστήριο εδώ και τρία χρόνια, όμως τη νέα σαιζόν, ο καινούργιος γυμναστής είναι πολύ όμορφος με όλα αυτά τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός σέξι γυμναστή (κοιλιακοί, μούσκουλα, αρρενωπότητα).  Εκεί, ο γυμναστής έδειξε αμέσως το ενδιαφέρον του για εκείνη και μετά το δεύτερο κιόλας μάθημα την περίμενε απ’ έξω, της έπιασε κουβέντα και στο τέλος της ζήτησε να πάνε για ποτό. Καθόλου δεν το εκτίμησε το ενδιαφέρον του η Εριφύλη απεναντίας της θύμισε τον γείτονα της τον ταξιτζή, (Αυτόν τον Λιγούρη που το μάτι του διαθέτει ραντάρ, το οποίο πιάνει ό,τι σε θηλυκό κινείται εντός του οπτικού του πεδίου. Αυτός πιστεύει ότι όλες γυναίκες γράφουν «γάμησε με» στο κούτελο και στο δικό του έχει πάρει ανεξίτηλο μαρκαδόρο και έχει γράψει «θέλω να σε πηδήξω.») οπότε είπε ευγενικά όχι και αποχώρησε. Ωστόσο, στα μαθήματα συνέχισε να ασχολείται κυρίως μαζί της και να προσπαθει κάθε φορά να την ακουμπήσει για να τη διορθώσει. Μέχρι που του έθεσε ξεκάθαρα τα όρια της για να νιώθει άνετη και ελεύθερη, να γυμναστεί όπως θέλει, χωρίς να νιώθει την απειλή ότι κάποιος θα έρθει να της πιάσει την κουβέντα σφίγγοντας επιδεικτικά τα μπράτσα του. Και αν πρέπει να της δείξει μια άσκηση, να τη ρωτήσει πρώτα αν μπορεί να την αγγίξει.
Στην απορία της φιλενάδας της, της Ελπινίκης γιατί δεν αλλάζει γυμναστήριο και κάθεται και ανέχεται τον κάθε γλοιώδη. Η Εριφύλη αντέδρασε. «Γιατί αν είναι να αλλάζουμε γυμναστήρια και χώρους δραστηριοποίησης γενικά κάθε φορά που μας παρενοχλούν, δεν θα μπορούμε να πάμε πουθενά στο τέλος. Δεν είναι το θέμα να φεύγουμε εμείς σαν κυνηγημένες, το θέμα είναι να μαζευτούν οι σάλιαγκες. Που μου σταυροκοπιέσαι με απορία κιόλας…»
Η Άλκηστις αποφάσισε να πάρει στα σοβαρά τα πτυχιακά της μαθήματα. Για να πάρει πτυχίο χρωστά ένα μάθημα και τη πτυχιακή της εργασία και είναι απλά θέμα χρόνου να περάσει τον πρώτο από τους δυο σκοπέλους. Τον δεύτερο όσο και καλή διάθεση και αν έχει απαιτεί διάβασμα, και δε θέλει να πάει και άλλο μακριά η βαλίτσα του πτυχίου της. Ταυτόχρονα απασχολείται part time στη ρεσεψιόν πολυτελούς ξενοδοχείου στην πολιτεία καταγωγής και διαμονής της. Με την Εριφύλη έχουν σχεδόν καθημερινή επαφή μέσα από τα sosial media. Όταν ο χρόνος της το επιτρέπει  η Άλκηστις κατεβαίνει στην Αθήνα στην ξαδέλφη της και σε κάθε ευκαιρία απολαμβάνουν την συνάντηση τους και ξεδίνουν στη ρευστή γυναικεία σεξουαλικότητα κάνοντας υπέροχο σεξ και απολαμβάνοντας όλες τις απολαύσεις της σάρκας τους. Τις δύο γυναίκες η ερωτική τους χημεία της ένωσε! Γνωρίζουν τι τις ικανοποιεί και τι τους αρέσει στο σεξ ώστε απολαμβάνουν να περιποιούνται η μία την άλλη, με αποτέλεσμα να απολάμβαναν το σεξ και να έχουν υπέροχους οργασμούς. Γνωρίζουν και ξέρουν ακριβώς τι είναι αυτό που θα τις ανάψει, που θα τις φέρει σε οργασμό. Έχουν αποφασίσει πως φτάνει πια με τις ενοχές και πως το κρεββάτι του καθένα είναι δικό του και μόνο δικό του. Το πώς τη βρίσκει ένας άνθρωπος είναι δική του επιλογή και δε χρήζει λογοκρισίας. Το σεξ είναι ευχαρίστηση, είναι ηδονή, είναι υγεία., δε χωράνε ούτε ταμπού ούτε ντροπές. Ντροπή είναι να νιώθουν ντροπή για τις φυσιολογικές ανάγκες τους. Έχουν βγάλει, λοιπόν, τις παρωπίδες τους και αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα.
Η Νεφέλη τις ήμερες εκείνες ο Νικηφόρος έμαθε πως βρίσκεται  καθ΄ οδόν προς την Ολλανδία κάνοντας το συνοδηγό σε έναν δεύτερο-ξάδελφο της που έκανε επαγγελματικά ταξίδια με την νταλίκα του στην Ευρώπη και ταυτόχρονα απολάμβανε τον ταξιδιωτικό τουρισμό. Επικοινωνιακή, καλοσυνάτη και αισιόδοξη η Νεφέλη είναι ιδιαίτερα χαρούμενος άνθρωπος απολαμβάνει τις στιγμές της ζωής της και φροντίζει να τις κάνει ξεχωριστές! Ο ξάδερφος της ήταν ένας τριανταπεντάρης κούκλος νταλικέρης που εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος με τα ταξίδια και την νταλίκα του και που κατά τη διάρκεια της μεγάλης διαδρομής στο ταξίδι τους προς την Ολλανδία και επιστροφή καβαλούσε εκτός από το θηρίο τη νταλίκα, και αυτό το τρυφερό πλασματάκι τη Νεφέλη. Τη λέει «μουνίτσα» του και αυτή του λέει ότι είναι ο καβαλάρης νταλικέρης της. Άλλωστε η νταλίκα διέθετε χώρο για γαμήσι διαρκείας.
Ο Νικηφόρος τους φαντάζεται σε πλήρη σεξουαλική δράση. Τη Νεφέλη, ξαπλωμένη στην κουκέτα της Νταλίκας. Εκείνη κοιμόταν και ο νταλικέρης δεν έπαιρνε το βλέμμα του από τα στρογγυλά της κωλομέρια, και του άρεσε αυτό το θέαμα, το οποίο του ανέβαζε την ηδονή.  Όταν όμως άγγιξε με το πουττσοκέφαλο του τα μουνόχειλα της η Νεφέλη τεντώθηκε ελαφρά, στριφογύρισε τη μέση της, και μ' αυτό τον τρόπο ο κώλος της κόλλησε στη κοιλιά του κι ο πούτσος του μπήκε στο μουνί της. Έμεινε για λίγο ακίνητος, απολαμβάνοντας το φιλήδονο άγγιγμα της κεφαλής του πούτσου του στον κόλπο της όταν ξαφνικά ένιωσε στο καυλί του τους βιαστικούς σπασμούς που είχε το μουνάκι της ... Η Νεφέλη τεντώθηκε κι άλλο, κούνησε ξανά τη μέση της κι άρχισε να ξυπνά παραδομένη σε μια έντονη καύλα.
«Θέλεις;» της ψιθύρισε.
«Θέλω.»
Έμειναν να αγγίζονται μόνο με τα ερωτικά τους όργανα ... Οι αισθήσεις τους βίωσαν τη μεγαλύτερη, μέχρι τότε, ένταση. Το καυλί του ήταν σκληρό σαν κούτσουρο. Τα μουνόχειλα της πρήστηκαν, μεγάλωσαν, τεντώθηκαν κι το άρπαξαν σφιχτά. Ο νταλικέρης τραβήχτηκε προς τα πίσω, άρχισε τις κινήσεις, τεντώνοντας τη μέση του, προσπαθώντας παράλληλα να μην αγγίζει το κορμί της με κανένα άλλο μέρος του σώματός μου εκτός από το καυλί του.
Η καμπίνα του αυτοκινήτου γέμισε με ήχους, ιδιαίτερα δυνατούς κατά τη στιγμή που το καυλί του έμπαινε βαθιά μέσα της. Με το χέρι του σήκωσε το δεξί της πόδι ψηλά, σχεδόν κάθετα. Οι υγροί ήχοι δυνάμωναν. 
«Καυλώνεις;»
«Καυλώνω γαμιά μου!»
«Θέλω να σε πάρω στα τέσσερα». Της ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα, πιέζοντας δυνατά τη μήτρα της.
«Ωχ.. ωχ.»"
Τη βοήθησε να στηθεί στα τέσσερα στο κρεβάτι. Ή Νεφέλη γονάτισε κι ακούμπησε τους αγκώνες της στα μαξιλάρια, κι ο κώλος της τουρλώθηκε, ενώ το υγρό της μουνάκι ξεπρόβαλε ανάμεσα απ' τα πόδια της. Ο νταλικέρης έσκυψε κι έγλειψε τα χείλη του μουνιού της. Εκείνη ξαφνιάστηκε, κουνήθηκε λίγο, αλλά στάση δεν άλλαξε. Με τη γλώσσα του άγγιξε τη χοντρή και πολύ σκληρή κλειτορίδα της, την άρπαξε με τα χείλη του τη κλειτορίδα της κι άρχισε με πάθος να τη γλείφει ...
«Ααχ ... Ααχ ... Ααχ ...» . Τα αχ γινόταν όλο και πιο παθιασμένα , πιο ερωτικά και χώνει τη γλώσσα του μέσα στο μουνί της. Τίναξε το κορμί της και το αχ αυτή τη φορά ακούστηκε πολύ δυνατά! Της το έγλυφε και έκαιγε, κι από τη πίεση των λαγόνων της, κατάλαβε ότι πλησιάζει ο οργασμός της. Τράβηξε τα χείλη του από το μουνάκι της κι έχωσε το καυλί του γονατιστός από πίσω της.
Η πούτσα του μπαινόβγαινε σαν έμβολο και κάθε φορά που έμπαινε, έσπρωχνε τη λεκάνη του δυνατά, ώστε η Νεφέλη να νιώθει το γαμήσι πιο έντονα που παραληρούσε από τον ερεθισμό της.
«Αχχχ» φώναζε, «τι γαμήσι είναι αυτό που μου κάνεις! Γαμιά μου. Θέλω μόλις ξεκινήσει ο οργασμός μου, να αφήσεις κι εσύ το σπέρμα σου μέσα μου».
«Μα δεν έβαλα προφυλακτικό» της επισήμανε ο νταλικέρης.
«Μπορείς να με γεμίσεις μια και παίρνω χάπι». και συνέχισαν σε ακόμα πιο έντονο ρυθμό. Γαμιόνταν σαν ερωτευμένο ζευγάρι που τα έχει πρωτοφτιάξει. Ξαφνικά ένιωσε το μουνί της να τον ρουφάει παραπάνω.
«Χύνω γαμιά μου! Χύνω άντρα μου!»
Κι ο νταλικέρης, όμως, ένιωθε και αυτός ότι δεν αντέχει. Πίεσε το καυλί του στη μήτρα της, περιμένοντας τη κορύφωση του οργασμού της. Η Νεφέλη τεντώθηκε ολόκληρη, τα κωλομέρια της άνοιξαν κι άλλο, εντελώς, αποκαλύπτοντας τη πανέμορφη καστανή τρυπούλα της πίσω εισόδου της, ενώ από κάτω της ήταν τα μουνόχειλα της, που έσφιγγαν το καυλί του σαν να το ρουφούσαν…
Βογκώντας, στριφογυρίζοντας και τεντώνοντας το κορμί της, έχυσε, μουσκεύοντας το καυλί του. «Αχχ τι καύλα είναι αυτή! Ααχ θα χάσω το μυαλό μου!» του λέει.
«Χύνω πουτάνα μου! Αδειάζω μέσα σου, καυλιάρικο γυναικάκι!! Αχχ ναι, έτσι πάρτα όλα μέσα!»
«Ναι-ναι τα θέλω μέσα μου εκεί. Μη βγεις, μη βγεις.» 
Ο νταλικέρης αρχίζει να σφίγγεται και η Νεφέλη νιώθει το πέος του να πάλλεται και τα ζεστά υγρά του να την πλημμυρίζουν. Συνεχίζει για λίγο να κουνιέται μέχρι να αδειάσει τελείως και βγαίνει. Νιώθει τόσο άδεια μα και τόσο γεμάτη! Γυρίζει και τον κοιτάει με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά.
Μείνανε έτσι για κάμποση ώρα, αγκαλιασμένοι, να χαϊδεύονται. Χαμογελούσαν, γιατί ήξεραν πως θα υπάρξει κι επόμενη φορά....
..... Ο Αδαμάντιος είναι μόνιμος κάτοικος πλέον στην Αγγλία απασχολούμενος στην οικογενειακή τους εταιρεία. Έστειλε μήνυμα με ιδιαίτερο νόημα στο Νικηφόρο πως αδημονεί πότε θα συναντηθούν και πάλι οι δυο τους όταν οι συνθήκες του το επιτρέπουν.
Η γιαγιά Πανωραία αποφάσισε να αφήσει το σπίτι στο χωριό και να μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα κοντά στην κόρη της την Αντιγόνη. Ενοικίασαν μια μικρή μονοκατοικία με κήπο κοντά τους την επίπλωσαν με όλα τα απαραίτητα με την αμέριστη βοήθεια και της Εριφύλης.
Το σπίτι στο χωριό αποφάσισαν να το ενοικιάσουν σε μια οικογένεια μεταναστών, εργάτες γης που εργάζονταν στις φυτείες της περιοχής. Ο Νικηφόρος που οσονούπω θα ετοιμάζει τις βαλίτσες για το επόμενο του μπάρκο του σε ποντοπόρο πλοίο, ανέλαβε τώρα που έχει ελεύθερο χρόνο να πάει στο χωριό να τακτοποιήσει το θέμα του ενοικιαστηρίου. Του έχουν κάνει το απαραίτητο πληρεξούσιο ώστε να μεριμνήσει για τις δέουσες συμφωνίες. 
Αφού ο Νικηφόρος θα έφευγε για ένα τριήμερο, η Εριφύλη του, είχε βαλθεί να τον φροντίσει όσο πιο καλά μπορούσε, ώστε να μην χρειαστεί να λοξοκοιτάξει άλλη γυναίκα τις ημέρες που θα ήταν στο χωριό. Παραμονή της αναχώρησης η ένταση της επιθυμίας, ο ίλιγγος των αισθήσεων, η έκσταση του έρωτα αναστάτωνε τις αισθήσεις τους. Όταν τον φίλησε στο κρεβάτι θα μπορούσε να μείνει έτσι να τη φιλάει ώρες ολόκληρες. Τα χείλια της μύριζαν άνοιξη, το σώμα της αναριγούσε στα μπράτσα του. η καυτή της ανάσα περνούσε απ' το στόμα της στο στόμα του κι ήταν τέτοια η ανταπόκρισή της στο φιλί του που για λίγα λεπτά ξέχασε τα πάντα, απολύτως τα πάντα, πέρα απ' την γυναίκα του την Εριφύλη που έτρεμε στην αγκαλιά του, και το τι του έκανε με το σώμα της. Η Εριφύλη του ήταν στ’ αλήθεια όμορφη. Όμορφη κι αισθησιακή σαν τροπικό λουλούδι. Τα μαλλιά της είχαν στεγνώσει από το βραδινό της μπάνιο εντελώς, κι έπεφταν σαν βαρύς, βελούδινος χείμαρρος στην πλάτη της, πλαισιώνοντας το υπέροχο πρόσωπό της, κι αναδεικνύοντας μαγευτικά τη στιλπνότητα της επιδερμίδας της και το έντονο χρώμα των ματιών της. Το δέρμα της θύμιζε ώριμο στάχυ και τα ρόδινα χείλια της μισανοιγόταν σαν μπουμπούκι τριαντάφυλλου. Η φωνή της ήταν σαν χάδι. Απαλή, ευχάριστη, σχεδόν τραγουδιστή. Πριν ο Νικηφόρος προλάβει ν' αντιδράσει, είχε τυλίξει τα μπράτσα της γύρω απ’ το λαιμό του, το απαλό, ζεστό της σώμα ήρθε και κόλλησε στο σώμα του, και τα χείλια της άγγιξαν καυτά τα δικά του. Μ ’ ένα κοφτό βογκητό πάθους, την έκλεισε στα μπράτσα του, και πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι έκανε, τα χείλια του άρπαξαν πεινασμένα τα χείλια της, η γλώσσα του χώθηκε βαθιά στο στόμα της, κι αφέθηκε να βυθιστεί σε μια καυτερή, αστραφτερή, απόλυτα βασανιστική θάλασσα ασυγκράτητης επιθυμίας. Στο ημίφως, οι μαστοί της ήταν ρόδινοι, στητοί, στρογγυλοί και γεμάτοι - ένα ποίημα ομορφιάς, όπως κι όλο το υπόλοιπο σώμα της. Η θέα τους λειτούργησε σαν ηλεκτροσόκ πάνω του.
Η Εριφύλη ένιωθε πολύ περήφανη για τις βυζάρες της και ειδικά το ευχαριστιόταν όταν παρατηρούσε ότι οι άντρες ξετρελαίνονταν γι’ αυτά τα βυζιά της που ήταν ήταν το αντικείμενο προσοχής και ένα σεξουαλικό κάλεσμα όλων των αντρών και όχι μόνο! «Κοιτάξτε τι βυζάρες έχω». Το ευχαριστιόταν όταν της το έδειχναν και της το έλεγαν με κάθε τρόπο. Πρώτα από όλους ο άνδρας της ο Νικηφόρος μετά ο σπασίκλας κουμπάρος της ο Μενέλαος που δεν ξεκολλούσε το βλέμμα του από πάνω τους, στη συνέχεια αυτός ο υπέροχος άνδρας ο αρχιτέκτονας και τέλος ο ερωτομανής παπάς της ενορίας τους που δεν άφηνε θηλυκό για θηλυκό χωρίς να το σαγηνεύσει. Κυκλοφορούσαν φήμες πως ο παπάς έχει δεκάδες ερωμένες παντρεμένες κι ανύπαντρες γυναίκες.
 Ο Νικηφόρος έγλειφε το βυζί της γυναίκας του και η Εριφύλη ένιωθε καυτή την γλώσσα του να της ζεματάει την καυλωμένη της σάρκα. Μ ’ ένα βαθύ βογκητό, την τράβηξε στα μπράτσα του, και σκύβοντας, πήρε βίαια τα χείλια της στα δικά του, καταβροχθίζοντας τα σε μια έκρηξη πάθους. Ο αντρισμός του έκαιγε ανάμεσα στα πόδια του, και την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του, για να νιώσει την επαφή της απαλής της σάρκας πάνω στο ερεθισμένο του όργανο. Ο γοφός της πίεσε το υπερευαίσθητο σημείο, και του ξέφυγε ένα ακόμα βογκητό απόλαυσης. Ρίγη συντάραξαν το σώμα του, και την έσφιξε ακόμα περισσότερο, κι ακόμα περισσότερο, σαν να ήθελε να τη λιώσει πάνω του. Τα μπράτσα της είχαν τυλιχτεί γύρω απ’ το λαιμό του, το σώμα της έκαιγε κι έτρεμε στην αγκαλιά του, τα χείλια της ρουφούσαν αχόρταγα το φιλί του, η γλώσσα της χώθηκε πεινασμένα στο στόμα του, υποχωρώντας πάλι το ίδιο πρόθυμα για ν’ αφήσει χώρο για τη δική του. Βογκώντας πνιχτά, άφησε τα χείλια της, πήρε το στήθος της στις παλάμες του, και βάλθηκε να της φιλάει ρουφηχτά τις θηλές της. Κοφτοί λυγμοί πόθου της ξέφευγαν, και το σώμα της συστρεφόταν σπασμωδικά στο κρεβάτι. Έβαλε τις παλάμες της στα μαλλιά του, σπρώχνοντας το κεφάλι του ακόμα περισσότερο πάνω στο στήθος της, σαν να περίμενε απ’ αυτόν να ρουφήξει ολόκληρο τον μαστό της στο στόμα του. Η ανάσα της έβγαινε σπασμένη, σαν τη δική του, το δέρμα της ριγούσε, το σώμα της ερχόταν σπασμωδικά να κολλήσει στο δικό του, πιέζοντας τον αντρισμό του σε κάθε του κίνηση. Τα κορμιά τους έσμιξαν απ’ άκρη σ’ άκρη, καυτά και πεινασμένα, τα πόδια της μπλέχτηκαν με τα δικά του, κι οι παλάμες της βάλθηκαν να σέρνονται παθιασμένα πάνω στους σκληρούς μυώνες του κορμιού του. Όταν η παλάμη της χώθηκε ανάμεσά τους και τον χάιδεψε στο καυτό του καυλί, το σώμα του συσπάστηκε βίαια, και του ξέφυγε μια βραχνή κραυγή αγωνίας. Τα χείλια του έπνιξαν το πρόσωπό της στα φιλιά, ρούφηξαν τις πνιχτές κραυγές απ’ τα χείλια της, κατέβηκαν στο λαιμό και στους ώμους της, χάιδεψαν το στήθος της και της ρούφηξαν γι’ άλλη μια φορά τις θηλές της. Τα μάτια του καρφωνόταν πάνω στο cameltoe μουνάκι της και στα πρησμένα μουνόχειλα της που αναδύονταν ανάμεσα στις μεταξένιες μουνότριχες της. «Είσαι τόσο όμορφη και ελκυστική! Υπάρχει τόσο σεξαπίλ μέσα σου, με ελκύει και σε κάνει απίστευτα θηλυκή! Είσαι ο σέξι θησαυρός που είχα την μεγάλη τύχη να γίνεις γυναίκα μου!» 
O Νικηφόρος στηρίχτηκε στα γόνατά του και άπλωσε τα χέρια του στα μαλλιά της Εριφύλης. Της χάιδεψε τις μπούκλες των μαλλιών της και μετά κατέβασε τα χέρια του στις υπέροχες βυζάρες της. Τις χούφτωσε και άρχισε να της χαϊδεύει δυνατά. Την κρατούσε σταθερά απ’ τους γοφούς, κι άφησε το στόμα του να πλανηθεί στο στομάχι και στην κοιλιά της, κι από κει στο εβένινο τρίγωνο ανάμεσα στα πόδια της. Μ ’ ένα βαθύ βογκητό αχόρταγου πάθους, έχωσε τη γλώσσα του ανάμεσα στο απαλό, μετάξινο τρίχωμα, κι αφέθηκε ν’ ανακαλύψει λαίμαργα τη γεύση της γυναικείας της φύσης. Τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω απ’ τη μέση του, το κορμί της σπαρτάρισε, ξετρελαμένο. Κάτω απ’ τη γλώσσα του, περνούσαν απανωτά ρίγη απόλαυσης. Ήταν μουσκεμένη, και μύριζε άνοιξη και βατόμουρο. Θα ’θελε να τη φάει, να την καταπιεί ολόκληρη, να κρατήσει τη γεύση της μέσα του για πάντα.  Η Εριφύλη του γρατζουνούσε τώρα με τα νύχια της την πλάτη, κουνούσε τους γοφούς της και σήκωνε το μουνί της προς το μέρος του για να τον προκαλέσει. O Νικηφόρος κατέβασε το καστανόχρωμο κεφάλι του στις σγουρές πυκνές μουνότριχες της Εριφύλης. Είχε καυλώσει και αυτός και δεν άργησε η στιγμή που έχωσε την γλώσσα του μέσα στο μουσκεμένο μουνάκι της και στα πρησμένα μουνόχειλα.
Άρχισε να της γλείφει και να της ρουφάει τις μουνότριχες. Ξέρει ότι πίσω από κάθε μουνότριχα κρυβόταν υπερευαίσθητα νεύρα που έφεραν την Εριφύλη στο χείλος της λιποθυμίας από τον ερεθισμό που της χάριζε. Μέσα της νιώθει μια φωτιά να ανάβει. Υγραίνεται. Τον ποθεί. Και βογκάει από έντονη επιθυμία και πόθο.  
Τα πνιχτά της βογγητά τον ερέθιζαν ακόμα περισσότερο τόσο πολύ, που σε κάθε δέκατο δευτερολέπτου φοβόταν ότι δε θα άντεχε ούτε ένα δέκατο δευτερολέπτου παραπάνω. Οι ρυθμικές κινήσεις της λεκάνης της πρόδιδαν ότι ήταν πια πολύ κοντά στην τελειωτική ηδονή. Την κράτησε σφιχτά καρφωμένη στο κρεβάτι, κι άφησε τη γλώσσα του να παίξει μ' όλες τις κρυφές πτυχές του κορμιού της, βαθιά, κι ακόμα πιο βαθιά, και μετά πιο ψηλά, γύρω-γύρω, στο πλάι, από πάνω... Έκλεισε τα χείλια του γύρω απ’ το ευαίσθητο της σημείο, και το ρούφηξε απαλά, ρυθμικά, τρέμοντας ολόκληρος απ’ τη διέγερση, παρακαλώντας ν’ αντέξει λίγο ακόμα, ίσα για να νιώσει την απόλαυσή της κάτω απ’ τα χείλια του. Η Εριφύλη κόντευε να ουρλιάξει από την ηδονή που ένιωθε. Τότε ο άνδρας της  άφησε την καυτή γλώσσα του να γλιστρήσει κάτω και να χωθεί ανάμεσα στα παχιά της μουνόχειλα. Η μαλακή σάρκα του μουνιού της χώρισε στα δυο και η ροδαλή επιδερμίδα φάνηκε. Ο  Νικηφόρος έγλειψε το μουνί της από κάτω μέχρι πάνω με το πλάτος της γλώσσας του. Τα ζουμιά της γυναίκας έτρεχαν τώρα σαν σιντριβάνι! Η γλώσσα του ένιωσε τα ρίγη να μεταβάλλονται σε σπασμούς, το σώμα της τινάχτηκε βίαια από κάτω του, και της ξέφυγε μια πνιχτή, αργόσυρτη κραυγή πάθους, μια σειρά κοφτοί λυγμοί, δυνατά ρίγη που διαπερνούσαν το κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη, και μετά η κοφτή, σπασμένη της ανάσα, ένας ερεθιστικός επίλογος σ' αυτή την πρώτη φάση. Η Εριφύλη έφερε στη μνήμη της. αυτή τη χαρά και την ηδονή του γλειφομουνιού ότι της την είχε διδάξει πρώτη η μεγαλύτερη ξαδέρφη της η Κωνσταντίνα εκεί στα χρόνια της εφηβεία της! Στη συνέχεια ανέλαβε δράση ο άνδρας της ο Νικηφόρος. Στο ενδιάμεσο τον τελευταίο χρόνο που ο Νικηφόρος απουσίαζε  ο όμορφος αρχιτέκτονας, τρελαινόταν να  της γλείφει το μουνί. Έχωνε όλη τη γλώσσα του στο πλημμυρισμένο μουνί της! Το τελευταίο καλοκαίρι στις διακοπές γεύτηκε πλουσιοπάροχα αυτή την ηδονή κάνοντας γλυφομούνι η μια στην άλλη με την ξαδέλφη της την Άλκηστις, ενώ τώρα τελευταία τη γυροφέρνει ερωτικά και της έχει δηλώσει πως όταν με το καλό μπαρκάρει ο Νικηφόρος και μείνει στις ερωτικές μοναξιές θα της το γλείψει σε πρώτη ευκαιρια το μουνί της μεχρι να βγάλει λέπια, ο ερωτικά πεινασμένος μαζί της, ο κουμπάρος τους ο Μενέλαος.
 Ο Νικηφόρος ανασηκώθηκε, σύρθηκε προς το μέρος της, και την κοίταξε στα μάτια. Του αντιγύρισε το βλέμμα ξεροκαταπίνοντας, ύστερα άπλωσε τα μπράτσα για να τον τραβήξει πάνω της. Το δυνατό του σώμα βρέθηκε να γέρνει στο δικό της, ο φαλλός του άγγιξε καυτός την κοιλιά της, τα χείλια του βρήκαν και ρούφηξαν γι' άλλη μια φορά τα χείλια της. Σαν να μην είχε νιώσει μόλις πριν λίγο την απόλαυση, του ανταπόδωσε το φιλί με απίστευτο πάθος, με τα πόδια σφιχτά δεμένα γύρω απ’ τη μέση του, και τα χέρια να ψάχνουν πυρετικά για τον αντρισμό του. Τον άγγιξε, τον χάιδεψε, προσπαθώντας να τον φέρει προς το μέρος της, βογκώντας συνέχεια με μια αγωνιώδη επιθυμία. 
«Αν ήξερες πόσο σε θέλω», της είπε  «Αν μόνο μπορούσες να φανταστείς...» 
«Κι εγώ», του αποκρίθηκε πνιχτά. «Δεν έπαψα στιγμή να σε θέλω.» Την έσφιξε παράφορα στην αγκαλιά του, συνθλίβοντας τα χείλια της με τα χείλια του, και το σώμα της με το βάρος του δικού του. 
«Είσαι τόσο όμορφη, τόσο επιθυμητή... Τι θα σου κάνω τώρα; Ξέρεις;» 
«Ω, ναι, ναι, ναι... Έλα τώρα...» 
«Πες μου πόσο το θέλεις». 
«Τρελά. Μη με βασανίζεις άλλο...» 
«Δε σου έφτασε το προηγούμενο;» 
«Όχι», του αποκρίθηκε μ’ έναν κοφτό λυγμό. «Θέλω να σε νιώσω μέσα μου... Έλα...» 
«Τώρα», της είπε βραχνά. «Τώρα... Μπαίνω». Γλίστρησε επιτέλους μέσα της, κι οι καυτοί της μυώνες έκλεισαν γύρω απ' τον σκληρό του φαλλό σαν γλυκιά παγίδα. Μ ’ ένα αργόσυρτο βογκητό έκστασης, χώθηκε βαθιά στη σκοτεινιά των σπλάχνων της, απολαμβάνοντας κάθε χιλιοστό της ηδονικής του πορείας. 
«Βαθιά», του μουρμούρισε βαριανασαίνοντας. 
«Βαθιά-βαθιά... Έτσι. Το νιώθεις τώρα; Σ’ αρέσει;» 
«Ναι... ω, ναι...» 
«Πες μου τι σου κάνω...» Της είπε. 
Με την ανάσα να βγαίνει σαν λυγμός, συνέχισε να του λέει όλα τα υπέροχα, ερεθιστικά πράγματα που ήθελε πάντα ν’ ακούει από τη γυναίκα του την Εριφύλη. Πόσο σκληρός ήταν, και πόσο το απολάμβανε, και πόσο τη γέμιζε μέχρι την πιο βαθιά γωνιά του κορμιού της. Και της είπε κι αυτός άλλα τόσα, σπρώχνοντας ρυθμικά και δυνατά το καυλί του μέσα της, σ’ ένα κρεσέντο ηδονής που ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο ψηλά, μέχρι το αποκορύφωμα. Αχόρταγα, βίαια φιλιά, πνιχτές κραυγές απόλαυσης, οι δυνατοί σπασμοί της ηδονής, τα σώματά τους ιδρωμένα, ξαναμμένα, να παλεύουν να μαζέψουν και την τελευταία σταγόνα ευχαρίστησης. Μετά, την κοίταξε με κάτι σαν έκπληξη, έτσι που χαλάρωνε στην αγκαλιά του, και σκέφτηκε, για δες, ακόμα μου φαίνεται πανέμορφη κι επιθυμητή σαν αμαρτία.
Τον ξάφνιασε αυτή η διαπίστωση. Την κράτησε μαλακά στα μπράτσα του, με το κεφάλι της γερμένο στο στήθος του, με την ανάσα της να ξαναπαίρνει το φυσιολογικό ρυθμό της. Τα χείλια του άγγιξαν σαν από μόνα τους τα μαλλιά της, κι αυτή χαμογέλασε αχνά. Τη ρώτησε ψιθυριστά: «Πώς αισθάνεσαι;» 
Τον κοίταζε σαν υπνωτισμένη, βαριανασαίνοντας. Μην μπορώντας να συγκρατήσει τον εαυτό της, γονάτισε ανάμεσα στα πόδια του και τύλιξε τα δάχτυλα γύρω από το καυλί του και χωρίς κανένα δισταγμό το πιάνει και ακουμπάει στην κεφαλή του τα χείλη της.
«Θεέ μου», βόγκηξε ο Νικηφόρος, ξεροκαταπίνοντας. Μια ανεξέλεγκτη φουρτούνα είχε ξεσηκωθεί μέσα του,! Γι' άλλη μια φορά, τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της, κι η ένταση ανάμεσά τους φούντωσε κι έγινε αφόρητη. 
Άρχισε απαλά με τον πούτσο του να παίζει, να γλείφει κυκλικά το κεφάλι της ψωλής, όλη από πάνω μέχρι τ’ αρχίδια και μέσα σε ελάχιστο χρόνο τον σήκωσε σ' όλο του το μεγαλείο. Στη συνέχεια τον βάζει αργά – αργά στο στόμα της, ακούγοντας το μουρμουρητό ευχαρίστησης του, που γινόταν δυνατότερο καθώς τον έπαιρνε όλο και πιο βαθιά μέχρι το λαιμό της και τον ρουφά αχόρταγα σα να 'χε πετιμέζι. Ο Νικηφόρος τρέμει ολόκληρος, αφήνει ένα βογκητό και το κορμί του τεντώνεται μόλις νιώθει να τον εγκλωβίζει μέσα στο στόμα της. Πιάνει μια τούφα από τα μαλλιά της και τα κρατάει λες και θέλει από κάπου να πιαστεί. 
Η Εριφύλη ξέρει το μονοπάτι που οδηγεί σ' εκείνη την ξεχωριστή αίσθηση ρίγους, εκείνη την ανατριχίλα που ερεθίζει το μυαλό και που απλώνεται στο κορμί του. Κινεί ρυθμικά τη γλώσσα της στην κάτω πλευρά του φαλλού του, αποτραβιέται λίγο, γλείφει την κεφαλή και μετά τον ξαναπαίρνει ολόκληρο μέσα στο στόμα της. Νιώθει τις πρώτες σταγόνες σπέρματος να κυλούν στη γλώσσα της. Τις καταπίνει λαίμαργα και αρχίζει να κινεί ρυθμικά το στόμα της. Τον ρουφάει δυνατά και τον βάζει όσο πιο βαθιά μπορεί μέσα της.
«Μωρό μου, είσαι καταπληκτική. Ξέρεις να ρουφάς και να γλείφεις τον πούτσο μου τέλεια. Όπως πάντα! » Ευχαριστημένη που κατάφερε να του χαρίζει ηδονή, πιάνει γερά το μηρό του, τον τραβάει προς το μέρος της και προσπαθεί να πάρει ακόμα πιο βαθιά μέσα της το πέος του. Ο Νικηφόρος μουγκρίζει από ηδονή. Πιάνει το κεφάλι της, μπήγει τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της κι αρχίζει να κάνει ρυθμικές κινήσεις μέσα έξω στο στόμα της. «Ομορφιά μου, με τρελαίνεις! Πρέπει να σταματήσουμε όμως γιατί αλλιώς θα τελειώσω! Προσπαθεί να αποτραβηχτεί και να βγάλει το πέος του από το στόμα της. Η Εριφύλη σηκώνει το βλέμμα της και τον κοιτάζει. Ο Νικηφόρος κουνάει αρνητικά το κεφάλι του και της χαϊδεύει τα μαλλιά και ύστερα το μάγουλο. 
«Σειρά σου…», του λέει τη στιγμή που οι πρώτες σταγόνες από σπέρμα έκαναν την εμφάνιση τους. «Και μην τολμήσεις να χύσεις προτού σου πω εγώ!» 
«Με θέλεις και πάλι μέσα σου;» ρωτάει σιγανά, στέλνοντας απαλές δονήσεις στο καυτό σημείο της.
«Ναι... ναι,» λέει με πνιχτή φωνή. «Ναι, έλα. πάρε με! Έλα, τι περιμένεις; Μπες! Ξέσκισε με! Το θέλω πολύ! Το θέλω!»
Ο πούτσος του Νικηφόρου πλησίασε και το πουτσοκέφαλο του και έψαξε την τρύπα της. Όταν τη βρήκε έσπρωξε το τεράστιο όργανό του μέσα.
Μπήκε με τη μια, μέσα. Η Εριφύλη τον δέχτηκε και πάλι χωρίς καν να φωνάξει. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Αυτός άρχισε να τη γαμάει με αργό αλλά πολύ δυνατό ρυθμό. Η Εριφύλη κρατούσε αντίσταση για να δέχεται όλο το όργανο μέσα της. 
Ξανάρχισαν το γαμήσι με την Εριφύλη τώρα από κάτω να πλέει στον έβδομο ουρανό με το καυλί του Νικηφόρου χωμένο όλο μέσα της. Έμπλεξε τα πόδια της πίσω απ’ την πλάτη του γαμιά της, τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ τον λαιμό του και γαντζωμένη έτσι πάνω του τον τράβηξε όσο πιο κοντά της μπορούσε.  και αυτός χώθηκε όσο πιο βαθιά μέσα της μπορούσε και άρχισαν να κουνιούνται ξέφρενα.
«Κι άλλο! Πιο δυνατά! Έτσι! Χώσε την ψωλάρα σου όσο πιο βαθιά μπορείς στη μουνάρα μου!,» φώναζε ενώ τα καστανοκόκκινα  μαλλιά της κυμάτιζαν αφού το κεφάλι της ανεβοκατέβαινε στο ρυθμό τους.
«Ωοο! Καύλα μου είμαι όλος μέσα σου! Τι μουνάρα είσαι συ!»
«Έτσι παίδαρε μου! Αυτό είναι γαμήσι!  Κάνε με να λιώσω από καύλα! Με παλουκώνεις. Τι πούτσος! Το γαμήσι για να το ευχαριστηθείς θέλει εργαλείο! Αυτός είναι πούτσος! Με ξεσκίζει! Με ανοίγει! και είναι τόσο ωραίο! Καύλωσα μωρό μου! Κάνε με να χύσω. Γάμα με! Είμαι δικιά σου. Το ερεθισμένο μουνάκι μου θέλει γαμήσι!»
Και όσο εκείνος, με ορμή έμπαινε μέσα της και τη σφυροκοπούσε, η Εριφύλη το απολαμβάνει, μουγκρίζοντας σαν πορνοστάρ σε τσόντα όταν ένιωθε να της ανοίγει το μουνί και να μπαίνει βαθιά μέσα της. Ο πούτσος του εμφανιζόταν τώρα υγρός και γυαλιστερός και στη συνέχεια τον κατάπινε πάλι το μουνί της που καιγόταν από καύλα όπως της τον χτυπούσε βαθιά μέσα της.
Το γυμνασμένο κορμί του Νικηφόρου ανεβοκατέβαινε πάνω στο κορμί της Εριφύλης. Είχαν ιδρώσει και οι δύο από τον ξέφρενο ρυθμό τους. Το μουνί της γυναίκας του είχε ανοίξει διάπλατα καθώς η μακριά σκληρή ψωλή του την ξέσκιζε με φόρα.
Η Εριφύλη είχε βγει πλέον εκτός εαυτού μούγκριζε από ευχαρίστηση και κουνούσε τους γοφούς της προσπαθώντας να συντονιστεί με το κούνημα του άνδρα της συμμετέχοντας ενεργά στο γαμήσι της. Η ψωλή του έκανε διάφορους ήχους καθώς, μπαινόβγαινε με φόρα στο μουσκεμένο μουνί της  που ρουφούσε σαν βεντούζα την αντρική ψωλή ενώ ο κώλος της παλλόταν με ρυθμό, καθώς την γαμούσε πλέον με πιο γρήγορο ρυθμό και η Εριφύλη κόντευε να λιποθυμήσει από την καύλα και την ηδονή. Πλέον δεν μιλούσε καθόλου, μόνο αναστέναζε καυλωμένη!
Ο Νικηφόρος δεν άντεχε άλλο. Δεν μπορούσε να κρατηθεί περισσότερο τον έβαλε όσο πιο βαθιά μπορούσε και έμεινε εκεί. Την είχε κυριολεκτικά παλουκωμένη! Το παλαμάρι του ήταν χωμένο βαθιά μέσα της κι αυτή έχυνε. Έχυνε, ουρλιάζοντας! Έχυνε και έτρεμε ταυτόχρονα και σε κατάσταση παροξυσμού η Εριφύλη ένιωσε τον πούτσο του να χάνεται μέσα στα χύσια της. Τράβηξε την ψωλή του και την έφερε μπροστά στο πρόσωπό της:
«Τώρα αγάπη μου μπορείς να χύσεις…», του είπε πουτανιάρικα και πήρε την ψωλή του στο στόμα της.
Δεν άργησε! Στο τρίτο τράβηγμα που έκανε το καυλί του συσπάστηκε και ένιωσε το σπέρμα του να ανεβαίνει με ορμή. Δεν μπόρεσε να το κοντρολάρει καλά και αρκετά από τα χύσια του κατέληξαν στο στομάχι της.
«Πάλι τα κατάφερες!», του είπε. «Μαλάκα άνδρα ξέρεις ότι δεν θέλω να τα καταπίνω…»
«Καλά μωράκι μου…», της αποκρίθηκε. «Την επόμενη φορά θα προσέχω περισσότερο…»
Και οι δύο ήξεραν πως και την επόμενη φορά πάλι στο στόμα θα την έχυνε! 
Πέμπτη πρωί ο Νικηφόρος έκανε μπάνιο, ντύθηκε και κατέβασε τα πράγματα στο αμάξι. Ανεβαίνοντας να φιλήσει την Εριφύλη του τη βρήκε να μιλάει στο τηλέφωνο. Της έκανε νεύμα για να μάθει ποιος είναι και κατάλαβε πως μιλούσε με την πεθερά του. Καλά λέει. Τώρα μπλέξαμε. Μέχρι να το κλείσει το τηλέφωνο εγώ έχω πάει στο χωριό και γυρίζω κιόλας! Και όμως αυτή τη φορά δεν έγινε έτσι.
«Αγάπη μου; θέλει να έλθει και η μαμά μαζί για να πάρει ορισμένα πράγματα από το σπίτι!»
«Άντε να έλθει και η μαμά!», είπε ο Νικηφόρος με μια δόση δήθεν βαρεμάρας. Μονό μην καθυστερήσουμε και μας πάρει μεσημέρι!
«Μην γκρινιάζεις  μωρό μου! Δεν θα σε καθυστερήσει. Είναι έτοιμη και σε περιμένει.»
«Ναι, ναι…ξέρω!», απάντησε. «Να ρωτήσω; Μήπως η μάνα σου θα τσοντάρει στην βενζίνα;»
Αυτό το τελευταίο ακούστηκε μέχρι το τηλέφωνο και οι συνέπειες ήταν άμεσες. Η πεθερά του τα πήρε στο κρανίο και άρχισε να του τα σούρνει κανονικά στο τηλέφωνο. Δεν τον ενοχλεί όμως! Γιατί γνώριζε πως εικονικό ήταν το ξέσπασμα της για την τιμή των όπλων. Αυτό το ταξίδι στο χωριό να πάνε παρέα οι δυο τους τον είχαν συνωμοτήσει από προηγουμένως. Το σχέδιο τους να αναζητούν τρόπο βρεθούν μόνοι οι δυο τους σε ασφαλές μέρος κάπου μακρυά από το σπίτι ξεκίνησε από μια οικογενειακή γιορτή γενεθλίων στενών συγγενών τους. Εκεί στο γιορτινό τραπέζι ο Νικηφόρος ένιωσε φαινομενικά αθώα το πόδι της Αντιγόνης να αγγίζει δήθεν τυχαία κάτω από το τραπέζι το δικό του και να τρίβεται απαλά στη γάμπα του. Σηκώνει βλέμμα του και θέλει να τσεκάρει αν αυτή η αθώα κίνηση είναι όντως αθώα ή όχι. Βλέπει δυο πονηρά μάτια να τον κοιτάνε με λαγνεία. Όσο περνά ο χρόνος και είναι αναγκασμένος να παραμείνει στην παρέα τόσο οι δονήσεις του πηγαινοέρχονται. Σίγουρα, κανείς απ’ τους δυο τους δεν παρακολουθεί την κουβέντα στο τραπέζι. Δεν δίνουν σημασία σε αυτά που λέγονται. Το μυαλό του Νικηφόρου είναι αλλού έχει κολλήσει και σκέφτεται συνεχώς την επόμενη αφοπλιστική κίνηση. Η ερωτική ένταση είχε φτάσει στα ύψη μετά από ένα «τυχαίο» άγγιγμα. Ανυπομονεί για την ώρα που θα βρεθούν αγκαλιά με την πεθερά του που εκείνες τις ώρες λαμποκοπούσε από ομορφιά. Ήδη ετοιμάζονταν να  αναχωρήσει όλη η οικογένεια από το γιορτινό τραπέζι! Από μια στιγμιαία απροσεξία χύθηκε η καράφα με το κόκκινο κρασί στη blue sky φούστα της Αντιγόνης. 
Μάλλον τους το έγραφε η τύχης τους! Ο Νικηφόρος βασιζόμενος στην ελληνική μυθολογία το θεώρησε καλό οιωνό που τους προμήνυε θετικές εξελίξεις για το ερωτικό τους μέλλον, η Θεά του Σεξ και της Απόλαυσης. Του ζήτησε να αναχωρήσουν εσπευσμένα οι δυο τους, η υπόλοιπη οικογένεια έμεινε να χαιρετίσει.
«Είσαι καλά;» Της λέει.
«Ναι, τι έχω;»
«Φαίνεσαι χαμένη στις σκέψεις σου.»
«Ναι… ίσως… αυτό που είπες για τον καλό οιωνό.»
«Έτσι έλεγαν οι παλιοί! Κάτι θα ήξεραν.»
«Σωστά! Τι άλλο λέει ο καλός οιωνός;»
«Να αρχίσεις να διασκεδάζεις περισσότερο. Να περνάς καλά. Να φέρεις στην επιφάνεια την Αντιγόνη και να της δώσεις την κατάλληλη προσοχή.»
«Νομίζεις ότι με έχω παραμελήσει; Τόσο χάλια είμαι;»
«Είσαι τόσο όμορφη, για σαράντα-πεντάρα, που απορώ πως δε βλέπεις πως σε κοιτάνε οι άνδρες. Αλήθεια δεν το καταλαβαίνεις;
«Κόψε την πλάκα...»
«Αλήθεια λέω. Δεν το αντιλαμβάνεσαι;»
«Δεν με κοιτάζει κανείς. Εε! και αν συμβαίνει αυτό, συμβαίνει σπάνια.»
«Αν με εμπιστεύεσαι, πρέπει να με πιστέψεις. Μπορώ να σου πω τουλάχιστον πόσοι στην ενορία μας γαμάνε τη γυναίκας του και σκέφτονται  εσένα. Είσαι πανέμορφη και πρέπει να αρχίσεις να το νιώθεις και εσύ.»
«Δεν είπα ότι είμαι κακάσχημη, αλλά όχι και όπως το παρουσιάζεις.»
 Σύντομα βρέθηκαν στη σκάλα που οδηγούσε από το ισόγειο στον όροφο. Είχαν έλθει νωρίτερα από την υπόλοιπη οικογένεια στο σπίτι μετά από τη γιορτή χαρούμενοι, κεφάτοι. Πριν η Αντιγόνη προλάβει να κάνει δυο βήματα, χωρίς να διστάσει ο Νικηφόρος στο κεφαλόσκαλο την άρπαξε και τη κόλλησε στον τοίχο. Η Αντιγόνη βρέθηκε προ εκπλήξεως, και πριν προλάβει να αντιδράσει, ένιωσε το χέρι του του γαμπρού της ανάμεσα στα μπούτια της. Είχε προλάβει να βάλει το μεσαίο του δάχτυλο, κάτω από την φούστα της και να βρει το κενό ανάμεσα στα μουνόχειλα της. Ένωσε το κορμί του με το δικό της και χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Έσκυψε κεφάλι του στο λαιμό της και πήρε γερές τζούρες από το άρωμα της. Το δεξί του χέρι χούφτωσε το μεγάλο της στήθος ψηλαφίζοντας τη θηλή της. Την είχε φέρει εκεί που ήθελε. Της έτριβε το μουνί, της φίλαγε το λαιμό και της χούφτωνε το στήθος.
«Μην αντιστέκεσαι αφέσου και απόλαυσε το.»
Η Αντιγόνη είχε μουδιάσει. Δεν ήθελε να αντιδράσει. Απλά έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στα χέρια και στο στόμα του Νικηφόρου. Σήκωσε το αριστερό της πόδι και το πέρασε, σχεδόν γύρω από την μέση της γαμπρού της. Τα χέρια της, είχαν γραπώσει το περβάζι της σκάλας, στο πλάι της. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στην αίσθηση του τριψίματος της θηλής της, να πυροδοτεί μικρούς οργασμούς μέσα της. Ένιωσε το δάχτυλο του, να τρίβει τα μουνόχειλα της, κάνοντας μικρές στάσεις στην κλειτορίδα της.
»Θέλω να χύσεις τώρα. Για μένα.»
Πήρε το χέρι του από το στήθος της πεθεράς του, και της έκλεισε το στόμα ερμητικά. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια της και τα βλέμματα τους ενώθηκαν. Το βλέμμα της Αντιγόνης ήταν γεμάτο έκπληξη, από την αίσθηση των «ζουμιών» της να ρέουν από το μουνί της, σε λιγότερο από δυο λεπτά από την στιγμή που στριμώχτηκε. Το βλέμμα του Νικηφόρου ήταν γεμάτο περιέργεια. Έτρωγε με τα μάτια του, την κάθε αντίδραση της παρτενέρ της. Γι' άλλη μια φορά, τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της, κι η ένταση ανάμεσά τους φούντωσε κι έγινε αφόρητη. Είχε το απόλυτο κουμάντο στους οργασμούς της και το απολάμβανε. Μόλις ένιωσε την λεκάνη της Αντιγόνης να κάνει σπασμούς σε πιο αργό ρυθμό, κατάλαβε ότι την είχε «τελειώσει». Ξεκόλλησε από πάνω της, έκανε δύο βήματα προς τα πίσω, τσέκαρε μήπως κάποιος έρχεται και ξαναγύρισε το πρόσωπο του προς την πεθερά του. Έφερε στην μύτη του το υγρό, από την υγρασία του μουνιού της,  δάχτυλο του και το μύρισε. Το έβαλε στο στόμα του και το έγλειψε, κοιτάζοντας την προκλητικά. Η Αντιγόνη, αποσβολωμένη από το τι την είχε βρει, τον κοίταζε γεμάτη απορία. «Πως τόλμησε και μου το έκανε αυτό; Γιατί έχυσα όταν μου το ζήτησε; Τι ήταν όλο αυτό; Είμαι πουτάνα;»
Έξω στην αυλή του σπιτιού ακούστηκε να καταφθάνει η Εριφύλη με τα παιδιά. Μαζεύτηκαν βιαστικά και ανέβηκαν γρήγορα στον όροφο! «Έχω κανονίσει να πάμε φέρουμε τα πράγματα της Πανωραίας από το σπίτι στο χωριό.»  Του είπε κοφτά ενώ την είχε πλημμυρίσει ένα αίσθημα πανικού. Σαν να είχαν έρθει τα πάνω κάτω στη ζωή της. «Δε μπορεί! Τώρα κοντά στα πενήντα μου θα πατήσω το στεφάνι μου;» Δε μπορούσε να δώσει μία λογική εξήγηση, για το τι της συνέβη. Από την άλλη, εκνευριζόταν με το θράσος της γαμπρού της. Ενώ είχαν περάσει δέκα χρόνια γάμου με την κόρη της, και δεν την είχε πιέσει ποτέ για να συμμετάσχει σε ερωτική της επαφή μαζί του, απόψε ήταν απόλυτα επιθετικός. Αφοπλιστικά επιθετικός. Την είχε στριμώξει στην εσωτερική σκάλα του σπιτιού και την βομβάρδιζε στα αδύναμα της σημεία. Στο λαιμό, στο στήθος, στο μουνί. Την τελείωσε, με συνοπτικές διαδικασίες.
Ο Νικηφόρος αναστέναξε ικανοποιημένος!  Ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Ήξερε τι είχε ανάγκη η Αντιγόνη, παρόλο που η Αντιγόνη δεν το αντιλαμβανόταν. Αλλά αυτός την αντιλαμβανόταν πως η καύλα της είχε φουντώσει σταδιακά από το τελευταίο καλοκαίρι στις διακοπές τους. Υπήρξε μία περίοδο αναμονής μέχρι να την περιμένει να το αποφασίσει. Και όταν το ένιωσε εκεί στο γιορτινό τραπέζι ότι τον ήθελε και εκείνη και η καύλα της είχε χτυπήσει ταβάνι, ο Νικηφόρος, το είδε αυτό. Και επιτέθηκε. Σαν αρπακτικό. Επιτελούς ύστερα από δέκα και χρόνια ήταν πλέον τελεσίδικο γεγονός. Οι πεταλούδες στην κοιλιά του, τα καρδιοχτύπια, οι αισθήσεις σε υπερδιέγερση και η απογείωση΄ όλα αυτά και πολλά ακόμη ήταν αισθήσεις που περιγράφουν την κατάσταση του ερωτικού του πάθους του για την Αντιγόνη το απόλυτο αντικείμενο του πάθους του. Η πεθερά του ασκούσε μια ακατανίκητη επίδραση επάνω του και έφτασε η στιγμή να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου!,
....Ήταν δέκα παρά δέκα. Ο Νικηφόρος βρισκόταν ήδη μπροστά στη αυτοκίνητο, που το είχε πλύνει την προηγούμενη μέρα και έλαμπε κάτω από το πρωινό ήλιο. Έκανε ένα έλεγχο κοιτάζοντας το γύρω-γύρω και μετά άνοιξε το πορτ μπαγκάζ, έβαλε μέσα το σακίδιο του και ώ του θαύματος! Λες και η Αντιγόνη περίμενε πίσω από την πόρτα, εμφανίστηκε στην είσοδο της κατοικίας κρατώντας μια τσάντα και ένα σακβουαγιάζ. Ο Νικηφόρος έσπευσε να την βοηθήσει μα η Αντιγόνη δήθεν συνοφρυωμένη δεν του είπε τίποτα. Άνοιξε μόνη της το πορτ μπαγκάζ και έβαλε το σακίδιο της μέσα. Έπειτα γύρισε μπήκε στο αυτοκίνητο και τον κοίταξε καλά – καλά.
«Απορώ τι σου βρήκε η κόρη μου!», είπε και η σκληρή της έκφραση έσπασε ελαφρά στην άκρη των χειλιών της αντιλαμβανόμενη ότι η κόρη της τους παρακολουθεί από το μπαλκόνι..
Σημάδι ότι διασκέδαζε κατά βάθος την πλάκα που της έκανε με τη βενζίνη. Βολεύτηκε στη θέση του συνοδηγού τράβηξε πουτανιάρικα την πουκαμίσα της αφού φόρεσε την ζώνη της και οι βυζάρες της τονίστηκαν ακόμα περισσότερο. Μάλιστα τώρα οι δύο ρώγες της άρχισαν να διαγράφονται ευκρινώς κάτω από το λευκό πουκάμισο. Το μάτι του στιγμιαία καρφώθηκε ηδονικά επάνω τους αλλά ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του.
«Τι μου βρήκε η κόρη σου; Την μεγάλη μου καρδιά!», γυρίζει και της λέει κλείνοντας το μάτι ενώ ταυτόχρονα έβαλε μπροστά το αμάξι.
Κατάλαβε το υπονοούμενο γύρισε το βλέμμα χαμηλά ανάμεσα στα πόδια του και φτιάχνοντας τα μαλλιά της του είπε:
«Ελπίζω τώρα που θα οδηγείς να σκέφτεσαι με το επάνω κεφάλι και όχι με το κάτω…» του είπε με φωνή τελείως αλλαγμένη και καυλιάρικη αυτή τη φορά.
«Θα προσέχω κυρία μου», της είπε!
Ξεκίνησαν περάσαν τα τα διόδια της Κορίνθου και ο Νικηφόρος πράγμα ασυνήθιστα γι αυτόν οδηγούσε ήρεμος και προσεχτικός στη κίνηση του δρόμου χωρίς να βιάζεται. Η Αντιγόνη το πρόσεξε και με αφορμή αυτό, δεν άργησε να τον ρωτήσει.
«Καλά πως και δεν βιάζεσαι; Έτσι που πηγαίνεις δεν πρόκειται να είμαστε πριν το μεσημέρι στο χωριό.»
Έλεγαν διάφορα, όταν στο ξαφνικό κάποια στιγμή τον ρώτησε. «Εκείνη τη συνταγή για την πρωκτική αλοιφή με τα αυγά την θυμάσαι αν την χρειαστούμε;»
Ηλεκτρικό ρεύμα κτύπησε τον Νικηφόρο ενθυμούμενος την τελευταία τους συζήτηση στο δρόμο του εξοχικού τους το καλοκαίρι.
«Υπονοείς κάτι με πλάγιο και έμμεσο τρόπο.» 
Αντί άλλης απάντησης, η Αντιγόνη σύρθηκε κοντά του ναζιάρικα , και τον φίλησε στον αυχένα του. Ήτανε βέβαιο πια, πως ο σκοπός του ταξιδιού τους είχε κύριο πιάτο την ερωτική επαφή τους που τόσο πολύ επιθυμούσαν αμφότεροι μετά το τελευταίο καλοκαίρι τους. Μέσα στις υποχρεώσεις του Νικηφόρου λοιπόν εκτός από τις μεσιτικές ασχολίες για το ενοικιαστήριο του σπιτιού του είχε προστεθεί και η σεξουαλική  φροντίδα της Αντιγόνης, που τώρα τον τύλιγε και τον μεθούσε η ζέστα του κορμιού της και αυτό τον αναστάτωνε. Τον έζωνε και τον έκαιγε η ίδια φλόγα που είχε νιώσει να τον καίει και με την κόρη της. Τούτη η φλόγα όμως ήτανε πιο απειλητική γιατί του ήταν ακόμη καινούργια και άγνωστη, όταν ο γαμπρός καταλήγει να υποκύπτει στον πόθο και στην επιθυμία να κάνει σεξ με την πεθερά του. 
«Φτάνουμε!», της λέει καθώς η μεγάλη ευθεία του αυτοκινητόδρομου ετοιμάζεται να κάνει την δεξιά στροφή και να περάσει μπροστά από το χωριό.
Άφησε τον αυτοκινητόδρομο και φτάνοντας στο σπίτι του ζήτησε να κατεβάσει και το σακίδιο της.
Στο χωριό η Αττική λιακάδα είχε πάει περίπατο. Ο ουρανός ήταν γκρίζος μα δε φαινόταν να το πάει για βροχή, ο Οκτώβριος όμως, είναι τόσο απρόβλεπτος με τις θερμοκρασίες του.
«Ζέστη! Θες να σου φτιάξω καφέ να ξεκουραστείς λίγο αγόρι μου;», του είπε με φωνή τελείως αλλαγμένη και καυλιάρικη αυτή τη φορά.
«Ναι!», της είπε και ένιωσε το καυλί του να θεριεύει μέσα στο παντελόνι του.
Πήγε στην κουζίνα και ο Νικηφόρος αναπαύθηκε στον καναπέ του σαλονιού. Γύρισε μετά από λίγο με τον καφέ και δροσερό νερό και προς μεγάλη του έκπληξη είχε λύσει τα μαλλιά της ενώ είχε βγάλει το σουτιέν της. Είχε αφήσει και δύο κουμπιά της πουκαμίσας της ξεκούμπωτα και πλέον οι βυζάρες της διαγράφονταν πελώριες κάτω από το διάφανο ύφασμα. Το θέαμα τον είχε καυλώσει.
Ήθελε να τη γαμήσει την καυλιάρα πεθερά του που είχε μπροστά του όσο τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή. Ίδρωσε και σκουπίστηκε με το χέρι. Παρατήρησε τον ιδρώτα του και του είπε: «Ίδρωσες μανάρι μου; Να σε σκουπίσω…» Και έβγαλε την πουκαμίσα της και άρχισε να τον σκουπίζει. Τα βυζιά της κρέμονταν μπροστά του και οι θηλές της ήταν τεράστιες σε σχέση με τις θηλές της Εριφύλης. Τα είδα όλα!
«Λοιπόν καυλιάρη, θα μου δείξεις τώρα τι σου βρήκε η κόρη μου;»
Γυρίζει, της πιάνει τα χέρια, την κοιτάζει στα μάτια και συνεχίζει: «Σε θέλουμε στη ζωή μας, σε θέλω στη ζωή μου,» λέγοντας αργά την τελευταία του πρόταση.
Σκύβει και τη φιλάει απαλά στα χείλη. Έμεινε ακίνητη, τα χέρια της όμως έσφιξαν τα δικά του. Τη φιλούσε απαλά πάνω στα χείλη της, τρυφερά χωρίς ίχνος βιασύνης. Πίεσε με τη γλώσσα του σιγά-σιγά να της ανοίξει τα χείλη, τα άνοιξε δειλά, η γλώσσα της ακούμπησε την δίκη του και άρχισαν να μπλέκονται μεταξύ τους στην αρχή αργά αισθησιακά. Με τα χέρια του της έπιασε το πρόσωπο και της χάιδευε τα μαλλιά, χωρίς να σταματήσουν να φιλιούνται, η Αντιγόνη άπλωσε τα χέρια της και τα πέρασε γύρω από το λαιμό του.
Η ερωτική αγωνία είναι έκδηλη και στους δύο! Ο Νικηφόρος δεν της άφησε χρόνο να σκεφτεί, θέλει να της αποδείξει ότι έχει πάντα ερωτική επιθυμία για εκείνη και ταυτόχρονα είναι ακούραστος και πάντα έτοιμος για σεξ, και γνωρίζει τους τρόπους να την ικανοποιήσει με σκοπό να μοιραστεί απλόχερα μαζί της την σεξουαλική ηδονή! Η ικανότητα του και η εμπειρία του να παρασύρει την ερωτική παρτενέρ να αφήνεται σε αυτό το χορό των αισθήσεων αποτελεί βασικό στοιχείο στην αναζήτηση της ηδονής και παράλληλα προσπαθεί να βοηθήσει την σύντροφο του να εκφράσει ελεύθερα την δική της σεξουαλικότητα, χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις ώστε να συμβάλλει θετικά στο ερωτικό τους παιχνίδι. Τα χέρια του της χάιδευαν την πλάτη ενώ άρχισε να την φιλάει στον λαιμό. Βογκούσε ελαφρά, ήθελε να την πάει σιγά-σιγά, για να μην αντιδράσει. Τη σήκωσε και της πέρασε τα πόδια της αριστερά και δεξιά του και την κάθισε στα πόδια του. Η φούστα της είχε σηκωθεί ψηλά στα μπούτια της. Το λευκό κιλοτάκι της ακουμπούσε τον καβάλο του που ήταν πρησμένος. Με την επαφή τους έβγαλε ένα «ααχ…» από τα φιλήδονα χείλη της. Έβαλε τα χέρια του μέσα από το σουτιέν στα στήθη της και τα έβγαλε έξω ένα-ένα, ενώ τα συγκρατούσε από κάτω το σουτιέν. Μπροστά στα μάτια του είχε τα μεγάλα στήθη της πεθεράς του. Του άρεσε που είχε αρκετά μεγάλες θηλές, πιο μεγάλες από της Εριφύλης, ενώ ήταν πρησμένες και σκληρές.
Τα χάιδεψε απαλά ενώ της έτριψε της θηλές με τα δάχτυλα του, καθώς το φιλί τους δεν είχε τελειωμό. Τα χέρια της ήταν μπλεγμένα στα μαλλιά του. Της άφησε τα χείλη και κατέβηκε να τη φιλάει κάτω στο λαιμό και να κατευθύνεται προς τα κάτω. Πέρασε τη γλώσσα του έως ανάμεσα στα στήθη της, ενώ ένιωθε την ανάσα της να γίνεται πιο γρήγορη. Τα χέρια της ήταν στην πλάτη του και τον χάιδευαν. Στη συνέχεια τα χέρια του ήταν το ένα πίσω από το λαιμό της πιάνοντας τον κοντοκουρεμένο σβέρκο της, ενώ το άλλο κατευθύνθηκε και πέρασε μέσα από τη φούστα και το κιλοτάκι της χαϊδεύοντας τα κωλομέρια της. Ένα τίναγμα της λεκάνης της την ώρα που ακούμπησε το κωλαράκι της, έφερε πιο κοντά το μουνάκι της πάνω στο καυλί του, κάνοντας τη να νιώσει πόσο σκληρός ήταν.
Κατευθύνθηκε στα στήθη της και, άρχισε να περιστρέφει την γλώσσα του γύρω από τη μεγάλη καφετιά θηλή της. Της Αντιγόνης οι παλμοί της καρδιάς της αυξήθηκαν, η αναπνοή, είχε γίνει πιο βαριά, κόφτη και γρήγορη λόγω της έντονης σωματικής και συναισθηματικής διέγερσης και της σεξουαλικής ευχαρίστησης που απολαμβάνει. Mε το που της δάγκωσε απαλά τη θηλή της ένιωσε ένα δυνατό πόνο στην πλάτη του από τα νύχια της που είχαν βυθιστεί στη σάρκα του, ενώ ταυτόχρονα έριξε το κεφάλι της πίσω με το βλέμμα της ζαβλακωμένο μουρμουρίζοντας ξέπνοα ότι τελείωσε.
Τα πόδια της είχαν σφιχτεί γύρω από τα δικά του και την ένιωσε να έχει δυνατούς σπασμούς. Έκοψε λίγο ρυθμό αλλά συνέχισε να της γλείφει τις θηλές και να τις δαγκώνει ελαφρά, ενώ με το χέρι συνέχισε να της χαϊδεύει το κωλαράκι.
Τη σήκωσε και την ξάπλωσε στον καναπέ πέφτοντας επάνω της και φιλώντας την και πάλι. H φούστα της είχε διπλώσει γύρω από τη μέση της. Ο Νικηφόρος με το ένα του χέρι ξεκούμπωσε το παντελόνι του και το κατέβασε μαζί με το μποξεράκι του, μένοντας γυμνός. Στηριζόμενος ξάπλωσε πάνω της, και ακούμπησε το καυλί του πάνω στο κιλοτάκι της και ένιωσε την υγρασία από το προηγούμενο χύσιμο της. Άρχισε να τρίβεται πάνω της φιλώντας τη συνέχεια. Η Αντιγόνη είχε κλειστά τα μάτια της και με τα χέρια της του χάιδευε την πλάτη. Τα πόδια της είχαν τυλιχτεί γύρω από τη μέση του κλειδώνοντας τον πάνω της. Την ένιωθε πάλι να ανεβάζει ρυθμούς στην αναπνοή της, σημάδι ότι ακόμα ένας οργασμός ερχόταν.
«Χύσε για μένα καύλα μου,» της ψιθύρισε στο αυτί «χύσε καυλιάρα μου.»
Ένα αχ βγήκε από τα χείλη της. «Τελειώνω πάλι, αγόρι μου, τελειώνω για σένα…» και γέμισε κι αλλά υγρά το εσώρουχο της ενώ είχε τεντώσει τα πόδια της. Την άφησε να ηρεμήσει λίγο και να ξαναβρεί την αναπνοή της.
Κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια της και της έβγαλε το εσώρουχο χαϊδεύοντας και φιλώντας τα σε όλη τη διαδρομή προς τα κάτω, μπούτια, γόνατα, γάμπες, δαχτυλάκια με το υπέροχο κόκκινο χρώμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια της.
Ένα «Ααχ» ακούστηκε από τα χείλη της. Σα να μην περίμενε ότι θα της κάνει κάτι τέτοιο, ενστικτωδώς έκλεισε τα πόδια της εγκλωβίζοντας το κεφάλι του. Άρχισε να γεύεται το μουνάκι της περνώντας τη γλώσσα του απαλά στην αρχή από πάνω του.
«Αχ τι μου κανείς αγόρι μου, δε μου το έχουν ξανακάνει αυτό..»
«Γεύομαι το λαχταριστό μουνάκι σου καύλα μου! Και είναι τόσο καυτό! Δεν το χορταίνω ομορφιά μου.»
«Είναι υπέροχο, δεν έχω ξανανιώσει έτσι, ναι, ναι, εκεί…» του λέει, καθώς η γλώσσα του μια γλείφει εσωτερικά τα μουνόχειλα της, μια περιστρέφεται στην κλειτορίδα της. Με τα δάχτυλα του της τα ανοίγει και με τη γλώσσα του τη γαμάει κανονικά, προσπαθώντας να τη βάλει όσο πιο βαθιά μπορούσε. Έμεινε αρκετή ώρα γλείφοντας και γαμώντας τη με τη γλώσσα του, ενώ η πεθερά του βογκούσε από καύλα, και με το χέρι της πίεζε το κεφάλι του πάνω της και με το άλλο δειλά χάιδευε το στήθος της.
«Ναι αγόρι μου, γλείψε με, τη θέλω τη γλώσσα σου μέσα μου βαθιά. Συνέχισε θα ξανατελειώσω, τι μου κανείς σήμερα;»
«Θα χύσεις καύλα μου; Θέλω να σε ακούσω να το λες. Μη ντρέπεσαι, άσε τον εαυτό σου.»
«Ναι, θα σε χύσω άντρα μου, θα σου δώσω τα υγρά μου να τα πιεις, εσύ μου τα έφτιαξες, δικά σου είναι.»
«Έτσι σε θέλω καυλιάρα μου πεθερούλα, να γίνεσαι πουτάνα στα χέρια του γαμπρού σου.»
«Πουτάνα θα γίνω γαμπρούλη μου πουτάνα. Θα κάνω ότι μου ζητήσεις, θέλω να ευχαριστηθείς και να με ευχαριστήσεις!»
«Δώστα μου μωρό χύσε να σε ακούσω να το φωνάζεις.»
«Παρ’ τα άντρα μου, χύνω η γυναίκα, χύνω όπως δεν έχω χύσει πάλι, πιες τα χύσια της πεθερούλας σου γαμπρούλη μου…» και σφίγγει δυνατά με τα πόδια της το κεφάλι του, κολλώντας το πάνω στο μουνί της που έβγαζε πάλι μια μεγάλη ποσότητα υγρών. Τα έγλειφε με μεγάλη ευχαρίστηση παίρνοντας τα όλα στο στόμα μου. Είχε λυθεί και είχε αφήσει ελεύθερο το σώμα της στον καναπέ χαλαρώνοντας το σφίξιμο που του είχε κάνει. Ο Νικηφόρος σηκώθηκε και πήγε προς τα πάνω, άρχισε να τη φιλάει.
«Πάρε τα χύσια σου καύλα μου, δοκίμασε τα υγρά σου.»
«Τι μου κανείς αγόρι μου; Με έχεις τρελάνει!»
Είχαν χαθεί στην ηδονή και δε σκεφτόταν τίποτα. Η Αντιγόνη ήταν ακόμα με τη φούστα μαζεμένη στην μέση της και το σουτιέν της από κάτω από τα βυζιά της, ενώ ο Νικηφόρος μόνο με ένα μπλουζάκι. Σηκώθηκε και έβγαλε το μπλουζάκι του. Στεκόταν όρθιος μπροστά της. Τότε την είδε να κοιτά το καυλί του, που ήταν κατακόκκινο από την καύλα.
«Για σένα έχει γίνει έτσι καύλα μου, πιασ’ το της λέει και σκύβει να της ξεκουμπώσει το σουτιέν πίσω από την πλάτη ελευθερώνοντας τα στήθη της. Απλώνει δειλά το χέρι της και τον αγγίζει απαλά. Τα κόκκινα νύχια της πάνω στο πρησμένο καυλί του στέλνουν μηνύματα αφόρητης καύλας στον εγκέφαλο του. Απλώνει το άλλο της χέρι και του χαϊδεύει τα αρχίδια, που κρέμονται γεμάτα χύσια.
«Είναι τόσο απαλά, είναι υπέροχα!» Τύλιξε το χέρι της γύρω από το καυλί του και άρχισε να το παίζει ελαφρά, ενώ το άλλο μάλαζε τα αρχίδια του.
«Δώστου ένα γλυκό φιλάκι με τα χειλάκια σου στο κεφαλάκι του ομορφιά μου.»
«Γνωρίζω πως το κάνουν αγόρι αλλά εγώ δεν το έχω ξανακάνει, τίποτα από όσα έχω κάνει σήμερα δεν τα έχω ξανακάνει και είναι όλα τόσο ωραία, δε χορταίνω την ηδονή που μου προσφέρεις καυλιάρη γαμπρέ μου.»
«Για όλα υπάρχει μια αρχή, και τι καλύτερη ευκαιρία από την καύλα που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή;»
Σκύβει δειλά και ακουμπά τα χείλη της πάνω στο πουτσοκέφαλο σαν να του δίνει ένα φιλί.
«Άνοιξε το στοματάκι σου αγάπη μου και παρ’ τον μέσα να τον γλυκάνεις.»
Η Αντιγόνη άνοιξε λίγο το στοματάκι της και πήρε το μισό πουτσοκέφαλο μέσα της.
«Άσε λίγο σάλιο πάνω του καύλα μου.»
Ο Νικηφόρος ένιωσε τη γλώσσα της να του απλώνει σάλιο, ενώ το είχε πάρει όλο το κεφαλάκι μέσα στο στόμα της.
«Έτσι μπράβο αγάπη μου το κανείς υπέροχα.»
Σιγά-σιγά προσπάθησε να πάρει κι άλλο καυλί μέσα της. Με το χέρι της κράταγε τον πούτσο του και τάιζε το στοματάκι της.
«Καύλα μου το κανείς υπέροχα, είσαι γεννημένη για να παίρνεις τσιμπούκι.»
Έβγαλε το καυλί μου από το στόμα της, άφησε λίγο σάλιο πάνω του και ξανά το έβαλε μέσα της, αυτή τη φορά περισσότερο. Το βγάζει πάλι και το ξαναφτύνει, αυτή την φορά με περισσότερο σάλιο, που άρχισε να κυλά έως τα αρχίδια του. Πέρασε τη γλώσσα της κατά μήκος της πούτσας του και κατευθύνθηκε στα αρχίδια του. Πέρασε παιχνιδιάρικα τη γλώσσα της πάνω τους και άρχισε να τα μπουκώνει στο στόμα της.
«Το κανείς υπέροχα μωρό μου, που τα έμαθες εσύ αυτά αφού μου λες πως δεν τα έχεις ξανακάνει;»
«Τρία χρόνια χωρίς γαμήσι, έχω τρελαθεί στην τσόντα και στο δάχτυλο καυλιάρη μου, έχω δει τόσα πολλά και θέλω να τα ζήσω, έχω στερηθεί το γαμήσι και τώρα που το βρήκα δε θέλω να χαθεί καμία ευκαιρία.»
Ξανά έβαλε το καυλί του στο στόμα της και άρχισε να το βάζει και να το βγάζει, κοιτώντας τον στα μάτια. ο Νικηφόρος δεν το πίστευε αυτό που ζούσε! Είχε την καυτή πεθερά του στα γόνατα μπροστά του και του έπαιρνε ένα καυτό τσιμπούκι με πάθος. Ένιωθε το τέλος να έρχεται.
«Θα χύσω μωρό μου που τα θες;»
Χωρίς να του απαντήσει τον ξαναβάζει στο στόμα της ενώ με τα χέρια της τον χουφτώνει από τα κωλομέρια μπήγοντας τα νύχια της μέσα του. Άρχισε να της γαμάει δυνατά το στόμα, με το καυλί του γεμάτο σάλια και προσπερματικά υγρά.
«Χύνω καύλα μου, παρ’ τα όλα δικά σου.»
Ένα Μμ… ακούστηκε και άρχισε να καταπίνει όλα τα χύσια του.
Τα κατάπιε όλα και δεν άφησε το καυλί του παρά μόνο όταν είχε τελειώσει και δεν είχε άλλο σπέρμα. Σηκώθηκε και τον φίλησε στο στόμα.
«Για πρώτη φορά καλά τα πήγα ε;»
«Για αρχή καλά τα πηγές αλλά έχεις πολλά να μάθεις», της είπε δίνοντας της ένα απαλό χαστούκι στο κωλομέρι της.
«Αυτό θα είναι το μυστικό μας πια», μου απαντά.
«Είναι μόνο η αρχή Αντιγόνη μου. Πάμε τώρα στην πολεοδομία του δημαρχείου να κανονίσουμε να πάρουμε τα απαραίτητα πιστοποιητικά για να συντάξουμε αύριο το ενοικιαστήριο.»
Στο Δημαρχείο περίεργα δεν καθυστέρησαν καθόλου! Η αρμόδια υπάλληλος ήταν αρκούντως ευγενική και εξυπηρετική. Σύντομα πρωτοκόλλησαν την αίτηση τους και τους έδωσαν ραντεβού να παραλάβουν τα αιτούμενα έγγραφα την επόμενη πρωινές ώρες.
«Έχουμε αρκετό ελεύθερο χρόνο στη διάθεση μας! Τι θα έλεγες να πηγαίναμε μια βόλτα στη φύση, στη λίμνη Καΐάφα»
«Ότι θες εσύ αγόρι μου.»
Τελικά αποδείχτηκε όχι και η καλύτερη ιδέα που είχε. Σε μια μάλλον άγονη περιοχή, μια λίμνη γλυκού νερού είναι ένα ευχάριστο θέαμα. Η λίμνη είναι φυσική ήταν όμως όλα παρατημένα και σκουριασμένα  αλλά ήταν μια πολύ χαλαρωτική εμπειρία. Το μόνο που άξιζε ήταν η πανίδα της περιοχής καθώς είδαν καβούρια, χελώνες, ψάρια και διάφορα είδη πουλιών.
Ηταν ήδη απόγευμα μια δροσερή φθινοπωρινή ήμερα όταν επέστρεψαν στο χωριό που προμήνυε βροχές! Το χωριό μόλις δύο ώρες από την Αθήνα, στην δυτική Πελοπόννησο, είναι ένας από τους κορυφαίους προορισμούς για τους λάτρεις του φθινοπωρινού δάσους. Τα δάση είναι γεμάτα πεύκα. Ελαιώνες και οπωρώνες µε αχλαδιές και μηλιές καλύπτουν τις χαμηλότερες πλαγιές, πλατάνια μεγαλώνουν στα πολλά φαράγγια και στις ρεματιές γύρω από το χωριό, και γίνονται ένας πίνακας ζωγραφικής με τα κίτρινα, καφέ και κόκκινα χρώματα στα κλαδιά τους, που ανακατεύονται με το βαθυπράσινο χρώμα των μαυρόπευκων. Τα μονοπάτια γύρω από το χωριό περιβάλλονται από µοβ ρείκια, άγριους θάμνους και κουμαριές µε ώριμα κόκκινα κούμαρα και ευαίσθητα λευκά λουλούδια. Τα κυκλάμινα ανθίζουν σε ανοιχτό ροζ και πορφυρό μέσα στους ελαιώνες. Τα πλατάνια που αναπτύσσονται στα ρέματα χάνουν σιγά-σιγά τα φύλλα τους, τα οποία συσσωρεύονται πάνω στα παλιά καλντερίμια, που έχουν συχνά βρύα. Τα χρώματα, η βροχή, ακόμα και η μυρωδιά του χώματος είναι εκεί για να μας θυμίζουν πως η επαφή με τη φύση μπορεί να λειτουργήσει ως διαφυγή από τις σκοτούρες των δύσκολων καιρών που ζούμε. 
Γύρισαν στο σπίτι αφού απόλαυσαν ένα ελαφρύ γρήγορο γεύμα στο παραδοσιακό εστιατόριο του χωριού. Μόλις μπήκαν στο σαλόνι αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν να φιλιούνται με μανία. Κάνανε σαν δέκα εξάχρονα μαθητούδια, αλλά η έξαψη τους ήταν έντονη κι ο πόθος τους μόλις είχε φουντώσει. Ο Νικηφόρος ένιωθε πάλι την πούτσα του έτοιμη για νέο γύρο αλλά και η Αντιγόνη φαινόταν ότι δεν είχε χορτάσει σεξ.
«Σε θέλω πολύ γυναικάρα μου. Σε θέλω παθιασμένα! Δώδεκα χρόνια τώρα ονειρευόμουν αυτές τις στιγμές μας. Να σε γαμάω και να μην σε αφήνω να πάρεις ανάσα.» της είπε.
«Κι εγώ σε θέλω αγόρι μου! Το μουνάκι μου αναζητά την πούτσα σου να το ικανοποιήσει, όμως... όμως πρέπει να προσέχουμε.»
Στο μυαλό του χιλιάδες σκέψεις, που όλες έσβηναν μπροστά στον πόθο του για εκείνη τη γυναίκα. Χάιδευε το κορμί της πάνω από το φόρεμα και τη φιλούσε συνέχεια, χωρίς να μιλάει.
«Απόψε εδώ! Μαζί σου! Αυτή η νύχτα θα είναι δική μας! Εσύ θέλεις να χαρούμε μια νύχτα γεμάτη έρωτα;»
«Φυσικά και το θέλω.»
«Ε, πήγαινε κάνε ένα μπάνιο κι άσε με να κανονίσω εγώ τα υπόλοιπα.»
«Αμέσως παίρνει τηλέφωνο την Εριφύλη! Της εξήγησε πως τα γραφειοκρατικά απαιτούν χρόνο! Τι να της έλεγε; Ότι θα μείνει όσο μπορεί περισσότερο στο χωριό να γαμάει τη μάνα της; «Κρίμα αγάπη μου, που θα μείνεις μόνος με τη μάνα μου. Ελπίζω να μη βαρεθείς». Και να ήξερε! 
Κατέβηκε, ασφάλισε το αυτοκίνητο, κλείδωσε την εξώπορτα της αυλής και γυρνώντας κλείδωσε και την πόρτα του σπιτιού. Άκουγε το νερό να τρέχει και φτιαχνόταν. Σκεφτόταν αυτό το κορμί που δροσίζεται τώρα σε λίγο θα γίνει δικό του, σκεφτόταν και την Εριφύλη που θα την κεράτωνε και με ποια, σκεφτόταν πόσο τρελό ήταν όλο αυτό αλλά όχι και τόσο ξαφνικό, άκουγε το νερό να τρέχει και μετά να σταματάει κι αμέσως σταμάτησαν όλες οι σκέψεις του.
«Έλα να κάνεις κι εσύ ένα ντουζάκι. Έχει πολύ νερό, ακούστηκε η ναζιάρικη φωνή της Αντιγόνης.
«Μπαίνει στο μπάνιο, τη βλέπει τυλιγμένη στην πετσέτα και θέλει να την πάρει επιτόπου. Της δίνει ένα μικρό χαστούκι στο κωλαράκι και της λέει:
«Τι μουνάρα είσαι εσύ; Τι θεά; Σε ποθώ τρελά, όμως θέλω να γίνω κι εγώ καθαρός για να σε ικανοποιήσω όπως σου αξίζει. Μόνο ένα ορεκτικό θα πάρω τώρα, και σκύβει και της φιλάει στη θηλή.
«Ανατρίχιασα αγάπη μου! Πάω στη κουζίνα να σε περιμένω και να φτιάξω και κάτι πρόχειρο να φάμε.»
«Μπήκε, έκανε ένα ντους στα γρήγορα κι όταν ετοιμάστηκε πήγε και αυτός στην κουζίνα. Η Αντιγόνη είχε φορέσει ένα μοβ ανάλαφρο νυχτικό με τιραντάκια και δαντέλα, λίγο κοντό, τα βυζιά της χύμα από μέσα και ένα μικρό δαντελένιο μαύρο κιλοτάκι από κάτω. Έλαμπε όλη καθώς πήγε και κόλλησε δίπλα του ναζιάρικα.
«Τι έχεις στο μυαλό σου άτακτο αγόρι;» αστειεύτηκε.
«Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι η πουτάνα μου από δω και πέρα.»
«Ναι άντρα μου! Στο υπόσχομαι! Θα είμαι! Όταν δεν σου κάθεται η κόρη μου θα έρχεσαι να ξεδίνεις τις καύλες σου μαζί μου». Ήταν τόση η καύλα στην ατμόσφαιρα που δεν καθίσαν καν στο τραπέζι.
«Πάμε στο κρεβάτι τώρα!» Και τον τράβηξε απ' το χέρι. Την άρπαξε και την σήκωσε στην αγκαλιά του δίπλωσε το πόδια της γύρω από τη μέση του χωρίς να σταματήσουν να φιλιoύνται! Ένιωσε τη στύση του μέσα από τα εσώρουχα τους, έτοιμος σκληρός σαν μανιάτικο λιθάρι και της ξέφυγε ένα ελαφρύ βογγητό.  Δεν μπορούσε να ελέγξει το πόσο τον ήθελε μέσα της.
Μπήκαν αγκαλιασμένοι στην κρεβατοκάμαρα κι αμέσως χωρίς να χάσουν χρόνο την ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι.
«Έλα αγόρι μου! Είμαι δική σου! Ολόκληρη! Η πουτάνα σου είμαι.Κάνε με ό,τι θες. »
Μεμιάς πέφτει μπρούμυτα και της ανοίγει τα πόδια, τραβάει το μαύρο δαντελένιο κιλοτάκι, το βγάζει γρήγορα κι αρχίζει ένα γλειφομούνι, σαν διψασμένος στην έρημο. Παχουλό μουνί, με αρκετές τρίχες, μαυριδερές, πρησμένα μουνόχειλα, μοσχομύριζε από το μπάνιο, μουσκεμένο από την καύλα. Ο Νικηφόρος είχε βουτήξει στον Παράδεισο! Της Αντιγόνης ένα κύμα ηδονής διέσχισε το κορμί της, βόγκαγε τιναζόταν και σπαρταρούσε σαν καμακωμένη ζαργάνα.
«Αχ με τρελαίνεις αγόρι μου! Πόσα χρόνια είχα να το ευχαριστηθώ να με γλύφουν εκεί κάτω! Ο πεθερός σου βαριόταν να μου το κάνει κι ας ήξερε πόσο μου άρεσε. Μόνο να μου τον βάζει στα γρήγορα για να ξεκαυλώνει εκείνος ήθελε. Να 'σαι καλά. Ξαναζωντανεύει το μουνί μου. Εκεί! Εκεί! Γλείψε με κι άλλο! Έτσι! Μη σταματάς! Κι άλλο αγορίνα μου.»
Την έγλειφε αρκετή ώρα και το απολάμβανε. Ρουφούσε τα υγρά της και η Αντιγόνη μούγκριζε ακατάληπτα λόγια. Την ένιωθε σαν ένα άγριο ζώο που ξυπνάει από λήθαργο. Σιγά-σιγά η γλώσσα του γλιστρούσε προς το κωλαράκι της, ώσπου έφτασε στην πίσω τρύπα της. Εκεί άλλη αποκάλυψη!
« Αυτό ναι!. Αχ αυτό! Πόσο με τρελαίνει να μου γλύφουν αυτή την τρυπούλα μου!. Αστέρι μου, όλα τα ξέρεις εσύ! Έχεις σπουδάσει με τις πουτάνες στα λιμάνια! Διδακτορικό έχεις κάνει γαμιά μου!»
Το κορμί της πηγαινοερχόταν δεξιά αριστερά όσο η γλώσσα του έπαιζε με την κωλοτρυπίδα της. Γύρω-γύρω και λίγο μέσα. Ο Νικηφόρος είχε γίνει τούρμπο από την καύλα του. Με γρήγορες κινήσεις της βγάζει το νυχτικό, το πετάει, πετάει και το μποξεράκι  του κι ορμάει πάνω της. Τα γυμνά τους κορμιά ενώθηκαν. Φανταστική αίσθηση αφράτου, διαθέσιμου σώματος. Όπως είναι με τα μουνοχύματα στο στόμα, ορμάει και τη φιλάει. Βγάζει τη γλώσσα της και τον γλείφει.
«Μμ… τι γεύση!»
«Σ αρέσει η γεύση απ' τη μουνάρα σου, χαρά μου;»
«Με φτιάχνει άγρια! Τώρα κατάλαβα γιατί ήσουν τόση ώρα εκεί κάτω. Ήρθε όμως κι η σειρά σου. Άσε με να σε φροντίσω…» και στρίβει προς τα κάτω, ανοίγοντας του τα πόδια από πάνω του. Αρχίζουν ένα φανταστικό εξήντα ενιά. Τον έγλειφε με τέχνη, χάιδευε τ' αρχίδια του, τα ρουφούσε και τα πιπίλαγε από όλες τις πλευρές.
«Τι ψωλάρα έχεις αγόρι μου; Γι' αυτό χαίρεται και έχει ευτυχισμένο χαμόγελο η κόρη μου με σένα! Θα μου τη δίνεις όμως και μένα κάπου-κάπου; Τη θέλει και η καυλιάρα πεθερούλα σου.»
Μόνο που δεν την έχυσε εκείνη τη στιγμή. Τραβήχτηκε λίγο, πήρε μια ανάσα, κι της έβαλε κωλοδάχτυλο! Μουνοχύματα, ανακατεμένα με τα σάλια του, ήταν το καλύτερο λιπαντικό.
«Ααχ Αγόρι μου! Πόσο μ΄ αρέσει!»
«Είπαμε, από σήμερα εσύ είσαι η τσούλα μου!»
«Αχ…Ναι! Εσύ είσαι ο γαμιάς μου και εγώ η σκλάβα σου. Η σκλάβα της πούτσας σου!»
«Έλα τώρα να σε γαμήσω κανονικά, να το ευχαριστηθούμε.»
Γυρίζει ανάσκελα και της τον βάζει στο μουνί της. Τα χέρια της του σφίγγουν τη μέση και δίνει ρυθμό. Τα πόδια της διάπλατα ανοιχτά κι ο Νικηφόρος βυθίζεται και ξαναβγαίνει. Νιώθει τα μουνόχειλα της σα βεντούζα να του τυλίγουν το καυλί. Απίστευτο! Πηδάει την πεθερά του δεύτερη φορά σε μια μέρα! Πριν λίγες ώρες φαινόταν τρελό και τώρα είναι το πιο φυσικό γαμήσι δυο εραστών. Στο βάθος ακούει το κινητό του να χτυπάει. Άστο, λέει μέσα του, μεχρι που σταμάτησε. Τη γυρίζει στο πλάι τώρα, το ένα πόδι της στην πλάτη του και της μαλάζει και τις βυζάρες της. Ξαφνικά ακούγεται το δικό της κινητό στο κομοδίνο.
Παίρνει βαθιά ανάσα και του λέει.«Είναι η Εριφύλη. Πρέπει να το σηκώσω.»
Ο Νικηφόρος μένει ακίνητος, καρφωμένος μέσα της.
«Ναι…!» με μία μπάσα βραχνιασμένη από την καύλα φωνή της. 
«Ωχ μαμά, κοιμόσουν και σε ξύπνησα; Συγνώμη. Έπαιρνα το Νικηφόρο να δω πώς είναι αλλά δεν το σήκωνε.»
«Δεν πειράζει παιδί μου δεν κοιμόμουν είναι πολύ νωρίς ακόμη. Ο Νικηφόρος έχει βγει στον κήπο και περιποιείται τις λεμονιές. Να τον φωνάξω;»
«Όχι! όχι μην τον φωνάζεις δεν είναι ανάγκη! Απλώς να μιλήσουμε να τον ακούσω καθώς μας έλειψε, και ήθελε και ο κουμπάρο μας ο Μενέλαος να του πει μια καλησπέρα. Είναι εδώ μαζί μου και πίνουμε καφεδάκι παρέα!
«Δώσε και την δίκη μου την καλησπέρα μου στον κουμπάρο σας τον Μενέλαο. Τα παιδιά πως είναι;.»
«Τα παιδιά είναι στη συνηθισμένη βόλτα στην παιδική χαρά με τον παππού! Όπου να ναι γυρίζουν.»
Μετά την πρώτη σιωπηλή ανακοπή ο Νικηφόρος αρχίζει να κουνιέται και πάλι μέσα της σιωπηλός, αργά-αργά. και σκεφτόταν πως η πουτάνα η πεθερά του, το ευχαριστιέται και συνεχίζει την κουβέντα. Ταυτόχρονα σκεφτόταν και τον κουμπάρο του τον Μενέλαο με την Εριφύλη που υποτίθεται πως πίνουν καφέ και ένα εκατομμύριο συναρπαστικές σκέψεις περνούσαν τώρα από το μυαλό του καθώς η φαντασίωση του ταξίδευε σε νοερές εικόνες. Φανταζόταν πως ο Μενέλαος είχε ξαπλώσει ανάσκελα την Εριφύλη στον καναπέ και τη γαμούσε με δύναμη. Πότε έβαζε ένα πόδι της στον ώμο του πότε και τα δύο, πότε τη γυρνούσε στο πλάι και το μόνο που δεν έκανε ήταν να κόψει ρυθμό. Η πούτσα του μπαινόβγαινε στο μουνί της Εριφύλης σαν έμβολο χτυπώντας στη μήτρα της δίνοντας της απανωτούς οργασμούς. Σε μια φάση ο Νικηφόρος φαντάζεται τον κουμπάρο να της ανοίγει τέρμα τα πόδια και να της λέει:
«Χύνω πουτάνα κουμπάρα μου, χύνω μέσα στο καυτό σου μουνί.»
Η Αντιγόνη στο τηλέφωνο συνέχισε να δικαιολογεί το Νικηφόρο στην κόρη της. «Ο γαμπρούλης μου ήταν πολύ ταλαιπωρημένος όλη την ημέρα και τώρα ξένοιαστος είναι μέσα στον καταπράσινο περιβόλι και το απολαμβάνει σαν μικρο παιδί! Μην ανησυχείς κόρη μου τον φροντίζω και εγώ να είναι ευχαριστημένος. Είναι και δίκη μου ευχαρίστηση να τον περιποιούμαι γιατί και αυτός όπως το ξέρεις δεν με αφήνει να έχω παράπονα μαζί του.» Και ανασηκώνει τη λεκάνη της να πάρει ποιο βαθιά τον πούτσο του μέσα της.
Όλη αυτή την ώρα που η Αντιγόνη συνομιλούσε με την Εριφύλη το Νικηφόρο η όλη φάση τον ερέθιζε πολύ.Tο αίσθημα να έχει το πούτσο στο μουνί της πεθερας του και αυτη να συνομιλει με την κορη της και γυναίκα του στο τηλέφωνο δεν περιγράφεται. Η Αντιγόνη δάγκωνε τα χείλια της για να μην αναστενάξει όταν της μιλούσε η Εριφύλη. Κάνει αυτό που ήθελε πάντα να τη γαμάει ο γαμπρος της που τον γουστάρει και δε νοιώθει ενοχές! Και ο Νικηφόρος είχε καυλώσει με το όλο σκηνικό του τηλεφώνου, και ταυτόχρονα το μυαλό του έχει γεμίσει εικόνες με τη φαντασίωση του πως ο Μενέλαος την ίδια στιγμή παλουκώνει την Εριφύλη στον καναπέ του σπιτιού τους με έντονο ρυθμό. Μ' αυτές του τις σκέψεις τρελαινόταν περισσότερο και της τον κάρφωνε της Αντιγόνης ποιο έντονα, και ποιο βαθιά.
Μια μικρή κραυγή ξεφεύγει της Αντιγόνης.
«Τι έπαθες μαμά;» τη ρωτάει ανήσυχη η Εριφύλη.
«Τίποτα κόρη μου. Απρόσεχτα κτύπησα το μικρο μου δάκτυλο του ποδιού στο τραπέζι της κουζίνας και πόνεσα.»
«Εντάξει μαμά, περαστικά σου να σ' αφήσω να ξεκουρασθείς κι εσύ. Για σου μαμά τα φιλιά μου στο Νικηφόρο. Τα λέμε το πρωί.»
«Για σου κόρη μου. Πάω να συνεχίσω αυτό που διέκοψα εγώ και σεις να πιείτε με την ησυχία σας και σεμνά τον καφε με τον κουμπάρο σου!» 
«Μαμά ντροπή σου! Και πρόσεχε τις γωνίες στο τραπέζι! Πονάει το άτιμο το δαχτυλάκι εάν το συμβάν γίνει απρόσεκτα! »
«Την καριόλα την Αντιγόνη. Σεμνά τον καφέ! Κτύπησα το δαχτυλάκι μου!» σκέφτεται ο Νικηφόρος! Την έφτιαχναν τα υπονοούμενα. Σφίγγεται πάνω του κι ο Νικηφόρος αρχίζει να τη δαγκώνει όπου βρίσκει και να τη χτυπάει στα κωλομέρια.
«Τελικά είσαι μεγάλη πουτάνα κυρία Αντιγόνη. Πολύ καριόλα!»
«Ε κάτι ξέρουμε κι εμείς Νικηφόρε.»
«Ξέρεις τι σκεφτόμουν;»
«Τι;»
«Την ώρα που μιλούσες στο τηλέφωνο και είχες τον πούτσο μου μέσα στο μουνί σου στην άλλη άκρη όσο μιλούσατε ο κουμπάρος ο Μενέλαος φαντάζομαι πως είχε την ευκαιρία και όργωνε το μουνί της Εριφύλης με το καυλί του.»
«Σοβαρά το λες; Δεν το πιστεύω» είπε κεραυνοβολημένη από την έκπληξη!
«Τι δεν Πιστεύεις; Ότι η Εριφύλη μου με κερατώνει;»
«Εε! είσαι σίγουρος!»
«Βέβαια τα φίδια με ζώνουν και τους φαντάζομαι αλλά δεν έχω καμιά απόδειξη.» 
«Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι πολύ να το πιστέψω αυτό που λες Νικηφόρε! Από τα χρόνια ακόμα των γιαγιάδων μας και ακόμη παλαιότερα, το κέρατο ήταν μία καθαρά αντρική υπόθεση! Όχι ότι δεν υπήρχαν και οι εξαιρέσεις!»
«Μπορεί να λέμε ότι ο άντρας δεν μπορεί χωρίς sex, Αντιγόνη μου αλλά υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις που λόγω κάποιων εξωτερικών παραγόντων, όπως το έχει να κάνει με τη δουλειά του, και ο άνδρας μάλιστα απουσιάζει για μεγάλο χρονικό διάστημα τότε τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή! Τώρα θα μου πεις, μα καλά, εσύ ταξιδεύεις στις θάλασσές να μην τους λείπει τίποτα και αυτή σε κάνει τάρανδο; Η αλήθεια είναι ότι ένα ζευγάρι θα πρέπει να είναι μαζί και στα καλά και στα κακά, αλλά όταν το σεξ απουσιάζει και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα τότε της δίνουμε και ένα δίκιο της Εριφύλης μας Αντιγόνη μου.» 
«Η αλήθεια είναι πως η σχέση από απόσταση είναι δύσκολη. Και τι απόσταση, ξηρά και θάλασσα! Είναι φυσικό η σχέση σας και ο έρωτας σας να παλεύουν με τα κύματα. Εσύ να ταξιδεύεις τόσους μήνες μέσα σ’ ένα καράβι και αυτή να περιμένει καρτερικά να σε δει, είναι δύσκολο κι επίπονο. Όση υπομονή κι όσες αντοχές κι αν έχει κάποια στιγμή τελειώνουν. Είναι δύσκολο να έχει σύζυγο που εργάζεται στη θάλασσα! Όχι ακατόρθωτο, μα δύσκολο. Είναι δύσκολο να κοιμάται τα βράδια, να της λείπεις αφόρητα και να μην μπορεί να σου φωνάξει να έρθεις να την πάρεις αγκαλιά και να ηρεμήσεις τους φόβους της, τις καύλες της. Είναι ψυχοφθόρο να σε επιθυμεί για εξαιρετικά μεγάλα, χρονικά διαστήματα. Και Νικηφόρε μου με την γυναίκα πειρασμό που είναι γκομενάρα σαν την Εριφύλη που έχεις για σύντροφο σου μόλις εσύ φύγεις πάλι μακριά στα ξένα η μοναξιά έχει πολλές παγίδες! Πολλοί μνηστήρες και γαμπροί την αναμένουν στη γωνία και τη σειρά του ο καθείς προσμένει μ’ αγωνία να την καταφέρει να τη γαμήσει! Λυπάμαι που στο λέω αλλά έχεις κι εσύ τεράστιο μερίδιο ευθύνης που όταν έρχεσαι την καλομαθαίνεις που βρέθηκες να ’σαι πουτσαράς και το γλυκό της το μουνί το γαμούσες με λύσσα μεχρι να το κάνεις λιώμα. Και όταν εσύ φεύγεις αυτά είναι σκέφτεται με καύλα και με πάθος πως ολημερίς κι ολονυχτίς γευόταν μαζί σου το γαμήσι! Ετούτο μόνο θα σου πω θερμά και λυπημένα, αν όντως ισχύει αυτό που φαντασιώνεσαι, πως η Εριφύλη μας γαμιέται και τώρα πια το κέρατο τ' ανδρός της δε μετριέται!  Κουράγιο κάνε, βάσταξε, όσο και αν σε θίγει γιατί και αυτή η δύστυχη ζητάει τη χαρά και λίγο χάδι.»
«Αντιγόνη της Εριφύλης είναι στη φύση της: Είναι μερικά θηλυκά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με κάποιους άντρες που απλά είναι στη φύση τους να μην μπορούν να μείνουν χωρίς σεξ. Οι γυναίκες αυτές, απατούν συνήθως με τη δικαιολογία ότι έτσι κρατάνε τη σχέση τους ζωντανή, κάτι που όντως συμβαίνει αρκετά συχνά. Δεν είναι κακές, απλά έχουν ένα συγκεκριμένο θέμα με το σεξ.»
Στη συνέχεια οι δυο τους ξεχάσαν Εριφύλη μνηστήρες και λοιπούς συγγενείς, το ερωτικό τους ξέσπασμα είχε πάρει το δρόμο του. Τα κορμιά τους είχαν ανάψει και πάλι. Μάλιστα, όταν ο Νικηφόρος σούβλιζε το υγρό μουνί της πέρα ως πέρα με τις καρφωτές ψωλιές του σαν πεινασμένος ναυτικός γαμήκουλας που ήταν αποφασισμένος να της ρίξει καυλί που να καεί το πελεκούδι, η Αντιγόνη τον άρπαξε απ’ τα οπίσθια του και τον τράβηξε ακόμα πιο κοντά της, ποθώντας ανεξέλεγκτα να τον νιώσει να της ξηλώνει κυριολεκτικά τη μήτρα, ενώ ξεστόμιζε ασύλληπτες προστυχιές!»
«Ναι αγόρι μου. Έλα δώστα μου όλα μέσα μου, να ξανανιώσω.» Το μουνί της είχε υγρανθεί και το καυλί του μπαινόβγαινε μέσα της χωρίς το παραμικρό ζόρι. Η Αντιγόνη είχε καυλώσει και η ηδονή  της ανέβαινε ολοένα σε ψηλότερες περιοχές.
«Ναι, έτσι ψωλαρά μου. Γάμα τη μουνάρα μου. Γάμα τη! Σκίσε με γαμιά μου! Τι μου κάνεις πουτσαρά μου; Ναι! Ναι! Ααχ! Τι γαμήσι είναι αυτό!»  του φώναζε ενώ στο χώρο δονούσε το συντονισμένο το τρίξιμο των ελατηρίων του κρεβατιού.
«Ναι... ναι, Σε παρακαλώ, μη σταματάς» η Αντιγόνη τον παρακαλούσε να συνεχίσει να την πηδάει.
«Σε ποιον ανήκει αυτό το στενό μουνάκι που στάζει;»
«Μωρό μου... είναι δικό σου Νικηφόρε μου! Είναι δικό σου να το γαμάς όποτε το επιθυμείς!»
«Και βέβαια είναι! Αυτό το παραμελημένο μουνί δε θα μπορεί να ζήσει πια χωρίς τον  πούτσο μου μέσα του. Έτσι δεν είναι;»
«Όχι... γαμιά μου, είναι τόσο ωραία, ξέσκισε με, πουτσαρά μου. Αχ ναι... νιώθω τα αρχίδια σου να χτυπούν στον κώλο μου, είναι τόσο ωραία».
«Θα χύσεις πάλι πάνω στην ψωλάρα μου, καυλάκι μου;»
«Ναι, ναι... έχεις τόσο μεγάλο πούτσο!»
«Έτσι, πεθερούλα μου χύσε πάνω μου μωρό μου! Λατρεύω τα χύσια σου πάνω στη ψωλή μου.»
«Μ' αρέσει όταν μου μιλάς έτσι γαμπρούλη μου,  ωχ... θεέ μου! Σε παρακαλώ μη σταματάς! Πάλι τελειώνω... πάλι τελειώνω! Τι γαμιά γαμπρό έχω εγώ!»
Το χτύπημα του κρεβατιού στον τοίχο εντάθηκε σε συνδυασμό με τα απελπισμένα βογκητά ηδονής της Αντιγόνης. Ο Νικηφόρος άρπαξε τον κώλο της και γλίστρησε το μουνί της σε όλη τη διαδρομή πάνω στον άξονά του, μέχρι που το χοντρό πουτσοκέφαλο του δε μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Περίμενε μέχρι να νιώσει την είσοδό της να σφίγγεται στο καυλί του και τράβηξε το κεφάλι του πούτσου του έξω και ξανά δυνατά μέσα, ξεχειλώνοντας την πύλη της, ενώ ο οργασμός της συνεχιζόταν ακάθεκτος, με εκείνη σε ένα σχεδόν σεξουαλικό παραλήρημα.
 Η Αντιγόνη λάτρευε αυτό που ένιωθε, μπορούσε να νιώσει καθαρά τον σφυγμό του. Το κεφάλι του πούτσου του σχεδόν παλλόταν στο υγρό μουνί της. Ήξερε ότι δεν ήταν παρθένα, αλλά ένιωθε σαν παρθένα μετά από τόσα χρόνια ξηρασίας.  
«Θεέ μου... είναι τέλειο...» εξέπνευσε τελικά αργά, καθώς ένιωθε τον πούτσο του να τεντώνει το μουνί της όπως τίποτα άλλο. Το αιδοίο της ήταν μούσκεμα για τον πούτσο του. Ποτέ δε θυμόταν να έχει ανάψει τόσο πολύ. Είχε το όλο το μήκος του μέσα της και ένιωθε κάθε εκατοστό μέσα της. Ένιωθε σαν να ήταν πιο γεμάτη από ό,τι ήταν ποτέ και θα μπορούσε ποτέ να είναι. Αλληθώριζε από την έντονη ηδονή! Ένιωσε τον πούτσο του μέσα της να αρχίζει να αναπηδάει πιο γρήγορα και δυνατά, ενεργοποιώντας κάθε νεύρο στο μουνί της.  
 Ο Νικηφόρος  ένιωθε να τρέμει και να κρατιέται με το ζόρι να μην χύσει. ήθελε να απολαύσει το γλυκό μουνάκι της όσο πιο πολύ μπορούσε. Όμως καταλαβαίνει πως δε μπορεί να κρατηθεί άλλο. Θέλει να χύσει μέσα στη πεθερούλα του και να της γεμίσει το μουνί.
 «Θεέ μου, ναι...» φώναζε καθώς τον ένιωθε να τη γαμάει, με τον πούτσο του να βυθίζεται μέσα της ξανά και ξανά, ανακαλύπτοντας νέα ανεξερεύνητα εδάφη. Η Αντιγόνη είχε παραδοθεί άνευ όρων. Ο Νικηφόρος απλώς συνέχισε να κινείται μέσα της, σπρώχνοντας ολόκληρο το σώμα της με κάθε ώθηση και τραβώντας την πίσω με τα χέρια του κάθε φορά, αυξάνοντας σιγά σιγά τη δύναμη και την ταχύτητα. Οι πατούσες της κυμάτιζαν τώρα άγρια προς το ταβάνι και η ίδια πνιγόταν στον πόθο της. Λίγες στιγμές αργότερα εξερράγησαν μαζί. Η Αντιγόνη συνέχισε τις αγωνιώδεις κραυγές της, ενώ από τα χείλη του Νικηφόρου έβγαιναν χαμηλοί βρυχηθμοί. «Χύνω το μουνάκι το γλυκό...» και βυθίστηκε όλος μέσα της ακουμπώντας στους αγκώνες του δεξιά αριστερά του στήθους της, κουνώντας αργά τη λεκάνη του μόνο, με το φουσκωμένο του όργανο ως τη ρίζα μέσα στην πεθερά του την Αντιγόνη. Τον ένιωσε να συσπάται μέσα της καθώς την γέμισε με το καυτό σπέρμα του. Ήταν σίγουρη ότι τα υγρά του μουνιού της έσταζαν πάνω του.  Σήκωσε τα ποδαράκια της και τα έκανε δαχτυλίδι στη μέση του.
 Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι με την ψωλή του να μικραίνει μέσα στο μουνάκι της.
«Σου άρεσε μωρό μου;» Της είπε...
«Πολύ αγόρι μου» Του απάντησε.  Δεν έχω ξανανιώσει τόσο όμορφα.»
«Το μουνάκι σου με τρέλανε..» Της απάντησε και τη φίλησε γλυκά.
Έμεινε μέσα της αρκετά λεπτά μετά ο Νικηφόρος βγήκε από μέσα της και ξάπλωσε δίπλα της αφήνοντας μια μουνότρυπα που έχασκε, και πηχτά λευκά υγρά να τρέχουνε πάνω στα σεντόνια , αλλάζοντας το χρώμα τους σε μπεζ ανοιχτό.
.... Ισχυρές βροχές και καταιγίδα μετέτρεψαν σε ποτάμια τους δρόμους του χωριού ξημερώματα της Παρασκευής. Η Αντιγόνη ξύπνησε πρώτη έβαλε τον καφέ να γίνεται και πήρε τηλέφωνο στο δημαρχείο να διαπιστώσει εάν οι υπηρεσίες του λειτουργούν κανονικά. Μετά από αρκετή αναμονή στο τηλέφωνο η αρμόδια υπάλληλος του δήμου την ενημέρωσε πως το προγραμματισμένο ραντεβού τους για την έκδοση των απαραίτητων εγγράφων που ζητούσαν ματαιώθηκε για την Δευτέρα. Ο λόγος φυσικά ήταν οι κακές καιρικές συνθήκες και η δυνατή βροχή που ξεκίνησε περίπου τις μεταμεσονύχτιες ώρες είχε αποτέλεσμα να πάθει βλάβη το ηλεκτρονικό δίκτυο του τμήματος εγγράφων του δήμου.
Οι σκέψεις της τριγύριζαν στη νύχτα που πέρασε. Σκεφτόταν το Νικηφόρο που την έκανε να νιώθει ξεχωριστή, σαν να ήταν η μοναδική γυναίκα στον κόσμο. Η ερωτική τους σχέση εξελίχθηκε γρήγορα. Έπεσε με τα μούτρα στο σεξ μαζί του παρόλο που ήξερε ότι αυτό ήταν λάθος, αλλά και δεν σκόπευε να το σταματήσει. Επιτέλους μετά από δώδεκα χρόνια που τον γνώρισε και έγινε γαμπρός της κοιμήθηκε μαζί του, την έγδυσε, την χάιδεψε, την ξάπλωσε στο στρώμα κι από την καύλα την πολλή την γαμούσε όλη τη νύχτα. Ήταν τρυφερός και βάρβαρος μαζί της, ήταν το όνειρο της που γινόταν πραγματικότητα. Τα αρχίδια του χτυπούσαν πάνω της και καύλωνε μόνο με τον ήχο τους. Τη γαμούσε υπέροχα, τι ιεραποστολικό, τι στα τέσσερα, τι κουταλάκι, τι αμαζόνα, όλες τις στάσεις κάνανε και σε όλες δε σταμάτησε να φωνάζει ότι είναι ο γαμιάς της. Για πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωθε και πάλι σεξουαλικά γυναίκα. Το μουνί της είχε πάρει κυριολεκτικά φωτιά.
Ο Νικηφόρος ξύπνησε από τη μυρωδιά του τσιγαρισμένου μπέικον που έμπαινε στο μεγάλο υπνοδωμάτιο. Μετατόπισε τον γυμνό κορμό του προς τα δεξιά και παρατήρησε πως η Αντιγόνη έλειπε από το κρεβάτι και ήταν αυτή που προκαλούσε την απολαυστική μυρωδιά που αναδυόταν από την κουζίνα. Γλίστρησε αθόρυβα από το κρεβάτι και εντόπισε το μποξεράκι του. Το τράβηξε στα μυώδη πόδια του φροντίζοντας να το περάσει πάνω από το κρεμασμένο όσχεο του και να βάλει τον μακρύ και χαλαρό πούτσο του μέσα στο τεντωμένο ύφασμα. Κατευθύνθηκε στην τουαλέτα και αφού άδειασε σχεδόν ένα λίτρο κάτουρο, βγήκε έξω και πήγε προς την κουζίνα όπου βρήκε την Αντιγόνη, να εργάζεται επιμελώς στην κουζίνα.
«Μωρό μου, αυτό μυρίζει πολύ ωραία!»
Η Αντιγόνη παραλίγο να καεί καθώς ξαφνιάστηκε από τη βαθιά φωνή πίσω της. Γύρισε για να δει τον μυώδη άντρα να στέκεται κοντά της μόνο με το εσώρουχό του. Ένα χαρούμενο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.
«Σκέφτηκα ότι θα εκτιμούσες ένα πλούσιο γεύμα μετά από αυτή τη νυχτερινή καταπόνηση!»
«Ναι, έχεις δίκιο, Μωρό μου, με ξετίναξες το χθεσινό βράδυ,» γέλασε ο Νικηφόρος
Αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Αντιγόνης να γελάσει. Το να πει κανείς ότι ήταν αυτή που έδινε το ρυθμό ήταν ένας αστείος ισχυρισμός. Ο κερατάς ήξερε ότι το να υπονοήσει κανείς οτιδήποτε άλλο εκτός από το γεγονός ότι η Αντιγόνη γαμιόταν με έναν ολοκληρωτικό τρόπο, ήταν καθαρό ψέμα. 
«Νικηφόρε, δεν είμαι πραγματικά σίγουρη ότι αυτή είναι μια ακριβής εκτίμηση των όσα έζησα τη νύχτα! Θέλω να πω, πως σχεδόν κόντεψα να λιποθυμήσω από την ευχαρίστηση τουλάχιστον δύο φορές!» Το στήθος του Νικηφόρου φούσκωσε από περηφάνια.
Το πρόσωπό της Αντιγόνης ήταν ξαναμμένο, αλαφρό κόκκινο χρώμα έβαφε τα χλωμά της μάγουλα, τα μεγάλα μαύρα μάτια της σπίθιζαν
«Κοριτσάκι μου πως είσαι σήμερα; Κοιμήθηκες καλά;»
Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα. Ήτανε το πρώτο τους πρωινό φιλί που έγινε όμως αυθόρμητα και ένιωσε τη γλύκα του φιλιού της όμορφης πεθεράς του που ξέχασε τελείως την κόρη της την Εριφύλη. Είχαν λιώσει τελείως οι πάγοι μετά την πρόσφατη σεξουαλική επαφής τους. Ήθελε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, να τον εμπιστευτεί και να την κάνει να αναζητά μαζί του στο κρεβάτι, ότι δεν πρόφθασαν να να κάνουν στη χτεσινή νύχτα.
Η Αντιγόνη φάνηκε πως το πήρε το μήνυμα και μάλιστα πάρα πολύ σύντομα. Πριν προλάβει να σηκωθεί ο Νικηφόρος, του έπιασε το κεφάλι και τον κράτησε κάτω, συνεχίζοντας να τον φιλά τώρα αυτή, άγρια, παθιασμένα και σε βαθμό που δεν περίμενε ο Νικηφόρος.
Όταν αποσπάσθηκε από την λαβή της, της είπε. «Με το μαλακό Αντιγόνη μου, με το μαλακό κοριτσάκι μου. Εδώ είμαστε, δεν φύγαμε.»
«Αχ! Τι είναι αυτό που έχω πάθει μαζί σου.»
«Κορίτσι μου η μυρωδιά του φρεσκοψημένου κρουασάν μου ενισχύει το επίπεδο της ευτυχίας που νιώθω. Και το μπέικον μυρίζει υπέροχα και νιώθω πως πεινάω σαν λύκος. Δεν φτιάχνεις και εκείνα τα αυγά που είναι στη φρουτιέρα πάνω στο πάγκο.» 
«Τα αυγά δεν είπαμε ότι τα χρειαζόμαστε για λιπαντικό;» Του λέει μ΄ ένα μελιστάλαχτο χαμόγελο πλαισιωμένο με πουτανίστικο ύφος.
«Ελα βρε κορίτσι μου που πιστεύεις τα γιατροσόφια! Αστειευόμουν. Καλά, είναι δυνατόν να πιστεύεις πως το εννοούσα στα σοβαρά αυτό;»
«Αα ώστε αστειευόσουν. Και εγώ που το πήρα στα σοβαρά!»
«Μη μου αγχώνεσαι! Έχω μεριμνήσει και έχουμε καλύτερη επιλογή για το πρωκτικό σεξ. Λιπαντικό τελευταίας τεχνολογίας που η χρήση του κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής, κάνει το σεξ πιο ευχάριστο και πιο απολαυστικό και διευκολύνει και τον οργασμό..» 
Η Αντιγόνη έκανε πως δεν άκουσε! Ταυτόχρονα τον πληροφορεί τα υπέροχα νέα. «Τηλεφώνησα στο Δημαρχείο και με ενημέρωσαν πως το δημοτολόγιο τους δεν λειτουργεί σήμερα και το ραντεβού μας αναβλήθηκε για τη Δευτέρα.» 
«Μάλιστα! Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση.» Σκέφτηκε ο Νικηφόρος. Η ξαφνική νεροποντή είχε κατορθώσει να μετατρέψει απρόσμενα της το σπίτι στο χωριό από διήμερη σε πενθήμερη ερωτική φωλιά του ερωτευμένου ζευγαριού, ώστε να επιτρέψουν στον εαυτό τους να απολαύσουν με άνεση τον παράνομο έρωτα τους..
 «Να πάρω τηλέφωνο την Εριφύλη να την ενημερώσω για να μην ανησυχεί η επιστροφή μας στην Αθήνα μετατίθεται για την επόμενη εβδομάδα.! »
Στην άλλη άκρη του τηλεφώνου η Εριφύλη μαθαίνοντας τα τελευταία νέα του λέει πως λυπάται που τον έβαλε σε τέτοια ταλαιπωρία και τον παρακαλεί θερμά να είναι υπομονετικός, ευγενικός και με κατανόηση με τη μαμά της τώρα που έχει την ανάγκη του. Τον ενημέρωσε πως χθες πέρασε ο κουμπάρος ο Μενέλαος και της ζήτησε τη βοήθεια της στον προεκλογικό του αγώνα γιατί βάζει υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος. Του υποσχέθηκε ότι θα τον συνδράμει με πολύ μεγάλη της χαρά. «Θα τον συνδράμει ψυχή και σώματι!» Το σκέφτηκε ο Νικηφόρος αλλά δεν τόλμησε να το πει.
 Επίσης αύριο Σάββατο οι κουμπάροι τους ο Μενέλαος με την Ερμιόνη θα πάνε οικογενειακώς με τον μικρό γιο τους το βαπτηστήρι τους στο αεροδρόμιο στο Τατόι. Η Ανεμολέσχη Αθηνών θα διοργανώσει μία ανεμοπορική εκδήλωση από κατά τη διάρκεια της οποίας οι παρευρισκόμενοι θα μπορέσουν να απολαύσουν έναν ανεμοπορικό αγώνα και να πετάξουν με τα ανεμόπτερα και μοτοανεμόπτερα της λέσχης. Ο Κουμπάρος έχει ανοιχτή πρόσκληση σαν φίλος, της αερολέσχης και λάτρης της πτήσης και είναι καλεσμένη να πάει και αυτή μαζί τους με τα παιδιά μας ώστε να χαρούν και να διασκεδάσουν στο ευχάριστο περιβάλλον του αεροδρομίου  για να γιορτάσουν γνωρίζοντας από κοντά τον συναρπαστικό κόσμο της ανεμοπορίας στο Τατόι .
Η Ερμιόνη η κουμπάρα τους είναι μια καστανόξανθη ομορφιά μια πολύ γλυκιά γυναίκα με ωραίο σώμα. Λίγο χλομή και σαν κουρασμένη, αλλά πολύ όμορφη. Γυναίκα ιδανική που δημιουργεί ένα πολύ θετικό κλίμα και μια οικογενειακή θαλπωρή σύμφωνα με τα γούστα του Νικηφόρου. Ο Μενέλαος, ήταν ένας ψηλός εύσωμος καστανόξανθος τριανταπεντάρης που δεν περνούσε απαρατήρητος με τα φωτεινά γαλανά του μάτια. Γενικά τα ζευγάρια έχουν μια άψογη σχέση, κάνουν καλή παρέα όλοι μαζί, έχουν πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Βρίσκονται συχνά, έχουν πάει διακοπές μαζί, γενικά υπάρχει μεγάλη οικειότητα σε σημείο που να συζητάνε τα πάντα, ακόμα και τα προβλήματα της δουλειάς τους. Η σχέση τους έγινε ακόμα πιο στενή όταν έγιναν κουμπάροι, λόγω βάφτισης. Επισκέπτονται πλέον ο ένας τον άλλο πιο συχνά, μοιράζονται τις ανησυχίες τους για τη ζωή, έχουν εν τέλει πολύ καλή «χημεία».
Όσο ο Νικηφόρος απουσιάζει στο εξωτερικό για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν το λες ότι η Εριφύλη περνούσε και τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στο γάμο της λόγω της απουσίας του. Η Εριφύλη στα είκοσι οκτώ της χρόνια και στα ντουζένια έχοντας να γαμηθεί μήνες οι καύλες της χτυπάνε κόκκινο. Ειδικά μόλις άρχιζε το γαργαλητό ανάμεσα στα πόδια της και ένιωθε το στήθος της έτοιμο να εκραγεί, οι θηλές της να έχουν σκληρύνει τόσο που την πονάνε και μια ύπουλη υγρασία ν' απλώνεται στο εσώρουχό της; Είναι τόσο ερεθισμένη, και τόσο ανίκανη να συγκρατήσει τον εαυτό της ώστε αναζητάει έναν πούτσο να της πάρει αυτό το γαργαλητό. Τι ποιο λογικό να ικανοποιεί τις καύλες της, ο κολλητός φίλος όπως έχει την υποχρέωση σαν κουμπάρος τους όταν η Εριφύλη νιώθει την ανάγκη για ένα ξένο καυλί! Υποθέτει νοερά ο Νικηφόρος. 
.... Όση ώρα ο Νικηφόρος μιλούσε στο τηλέφωνο η Αντιγόνη μάζεψε το τραπέζι και ασχολήθηκε στο νεροχύτη να πλύνει τα πιάτα και τα τηγάνια. Κάποια λεπτή αχτίδα του ήλιου που είχε κάνει δειλά την παρουσία του μετά την μεγάλη νεροποντή έμπαινε από το παράθυρο έπεφτε νωχελικά στο τρυφερό της πρόσωπο που είχε πάρει ένα ρόδινο χρώμα που την έκανε να μοιάζει με λουλούδι που παίρνει τα πρώτα χρώματα της άνοιξης. Καθόταν ήρεμος και την κοιτούσε και τον κυρίευε μια άγρια χαρά. Την πήρε μια τρυφερή αγκαλιά από πίσω και της έδωσε ένα φιλί στο λαιμό ψιθυρίζοντας της: «Τώρα πια είσαι στα δίχτυα μου», της ψιθύρισε απαλά, καθώς την χάζευε. «Ένα κομμάτι του εαυτού σου θα είναι πάντα δικό μου» της ψιθύρισε καθώς συνέχισε να την χαϊδεύει τρυφερά.
Εκείνη φώλιασε πάνω του, σχεδόν γλαρωμένη και νικημένη, σε μια στιγμή ανακωχής. Η φωνή της ακούστηκε σχεδόν παιδική.
«Τι θέλεις;» Του ψιθύρισε σχεδόν ναζιάρικα.
«Σε θέλω πολύ γλυκιά μου. Σε θέλω κάθε στιγμή, κι εσύ με θέλεις.» Την ένιωσε να αποτραβιέται στιγμιαία και την ξανατράβηξε πάνω του.
«Παραδέξου το μωρό μου. Κανένας άλλος δεν σε έχει κάνει να νιώσεις έτσι. Είχες μάθει να αντιστέκεσαι στον πόθο σου, όμως τώρα δεν μπορείς να κάνεις πίσω.» και της χάιδεψε απαλά τον λαιμό. Τα χέρια του ταξίδεψαν στο στομάχι της και στην κοιλιά της και άρχισε να την χαϊδεύει κυκλικά. Την ένιωσε να ανατριχιάζει και να βογκάει αδύναμα. Το κορμί της ασυναίσθητα κόλλησε πάνω στο δικό του. 
Το χέρι του συνέχισε να χαϊδεύει κυκλικά την μέση της και την κοιλιά της και που και που περνούσε φευγαλέα από το μουνάκι της. 
«Πάρε με..πάρε με» …του φώναξε.
Το χέρι του πήγε στο συνηθισμένο και αγαπημένο του σημείο. Στην κωλότρυπα. Απότομα η Αντιγόνη ηρέμησε και του είπε:
«Θέλεις να γαμήσεις κώλο ψωλαρά μου;»
«Ναι!», είπε και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
«Γιατί, σου λείπει;», τον ρώτησε ναζιάρικα. «Δεν σου κάθεται η πουτανίτσα η κόρη μου;», είπε και ταυτόχρονα πήρε την ψωλή του στο χέρι της.
«Δεν μου κάθεται!», της  απάντησε αλλά της έλεγε ψέματα! «Αλλά τώρα θα επανορθώσεις εσύ!», της είπε και την πήρε στην αγκαλιά του. Την σήκωσε και την μετέφερε στην κρεβατοκαμαρα. Την έγλυφε και την χάιδευε και κείνη ένιωθε τον κόσμο να λιώνει γύρω της. Δεν το πίστευε ότι της άρεσε τόσο πολύ. Δεν το πίστευε ότι ξαφνικά ο γαμπρός της είχε γίνει ο πιο αισθησιακός άντρας που είχε γνωρίσει. Άρχισε να τον αναζητά με το κορμί της, να κολλάει πάνω του, να βογκάει και να περιμένει τα φιλιά του.
«Τι θές!» Της κράτησε σταθερά στο κεφάλι και την κοίταξε βαθιά στα μάτια..
«Να μου κάνεις και πάλι έρωτα.» του απάντησε ξέπνοα, βυθισμένη στο κύμα του πόθου.
Ο Νικηφόρος τραβήχτηκε λίγο πίσω και έφερε το κεφάλι του λίγα εκατοστά από την ευαίσθητη περιοχή της.
«Θέλω να γευτώ αυτό το παραμελημένο μουνάκι, κυρία μου». της είπε και το πρόσωπο του είχε ένα άτακτο χαμόγελο, πιάνοντας τη με τα δύο χέρια από τους γοφούς. Σήκωσε το τέλειο σώμα της, τραβώντας το εύκολα πάνω του, με τους γοφούς και τα πόδια της να αιωρούνται μπροστά από το πρόσωπό του. Ένιωσε την καυτή του ανάσα στο μουνί της και ένιωσε την υγρή του γλώσσα να αρχίζει να χτυπάει την κλειτορίδα της. Ήξερε ότι δεν υπήρχε τίποτα πιο ξεδιάντροπο αλλά ένιωθε ξαφνικά τόσο ωραία, ποτέ δεν είχε αγγίξει γλώσσα το αιδοίο της και ήταν σα μία έκρηξη να συνέβη στον εγκέφαλο της. Ο  Νικηφόρος συνέχισε να την πειράζει μόνο με την άκρη της γλώσσας του και δε χρειάστηκαν παρά λίγες ανάσες για να ευχηθεί η Αντιγόνη να τη γλείψει περισσότερο. Ένιωθε κάθε αργό αλλά ηλεκτρικό άγγιγμα στην κλειτορίδα της. Ο Νικηφόρος σταύρωσε τα χέρια του γύρω από τα οπίσθια της και έσφιγγε δυνατά κάθε κωλομέρι της. Εκείνη για πρώτη φορά άρχισε ασυναίσθητα να κουνάει λίγο τους γοφούς της και ο Νικηφόρος χαμογέλασε καθώς έβλεπε να σπρώχνει το μουνί της αργά προς το πρόσωπό του.
Τράβηξε αργά κι άλλο τα κωλομάγουλα της και στη συνέχεια έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω, επιτρέποντας στο μεγαλύτερο μέρος της γλώσσας του να την αγγίξει ακόμα περισσότερο. Έγλειφε αργά τη σχισμή της, σπρώχνοντας την γλώσσα του ανάμεσα στα χείλη της και εξερευνώντας το άνοιγμα στο εσωτερικό της με την άκρη της γλώσσας του.
Την άκουσε να βογκάει και ανταποκρίθηκε με περισσότερη γλώσσα. Η Αντιγόνη βρισκόταν στα πρόθυρα μιας έκστασης που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, νιώθοντας τη γλώσσα του γαμπρού της να πειράζει την είσοδό της. Ένιωθε το μουνί της να την αγκαλιάζει και συνειδητοποίησε ότι σχεδόν έσφιγγε το μουνί της στο πρόσωπό του.
Εκείνη τη στιγμή ο  Νικηφόρος έσπρωξε τη γλώσσα του στο άνοιγμά της και διεισδύοντας όσο πιο βαθιά μπορούσε να φτάσει. Ένιωσε ολόκληρο το σώμα της να τρέμει μια, δύο και μετά μια τρίτη φορά, καθώς το μουνί της έσφιγγε τη γλώσσα του.
Η Αντιγόνη έχυσε αμέσως, σχεδόν πνιγόταν από το ένα κύμα ηδονής μετά το άλλο που την κατέκλυζε. Χωρίς να το σκεφτεί, της ξέφυγαν απαράδεκτα για εκείνη λόγια καθώς ένιωθε κάθε χιλιοστό της καυτής γλώσσας του μέσα της. Παραλίγο να λιποθυμήσει από το έντονα αυτό νέο συναίσθημα, αλλά μετά τον ένιωσε να την αφήνει ξανά κάτω.
Ο Νικηφόρος έσκυψε ανάμεσα στη γλυκιά χαράδρα των οπισθίων της Αντιγόνης και έθαψε το πρόσωπο του ανάμεσα τους. Η γλώσσα του άρχισε να της γαργαλάει την σφιχτή απαγορευμένη τρυπούλα του πρωκτού της και η Αντιγόνη βογκούσε από το δυνατό ρούφηγμα του. Της ρουφούσε την κωλότρυπα και της έχωνε τη γλώσσα του μέσα της στριφογυρίζοντας ενώ η ψωλή του και τα αρχίδια του κρεμόταν προς τα κάτω ανάμεσα στα σκέλια του όπως είχε σκύψει και της ρουφούσε όλες τις τρύπες της. Ένιωθε πως ήταν ακμαίος και θα την γαμούσε πάλι. Έβαζε το δάκτυλο του στον πρωκτό της Αντιγόνης για να της χαλαρώσει το σφιγκτήρα κι εκείνη ζοριζόταν. Σηκώθηκε στα γόνατα του, και έβαλε το χέρι του πάνω στη μέση της Αντιγόνης. Στο κομοδίνο διπλά του είχε αποθέσει το σωληνάριο με το πρωκτικό λιπαντικό που μπορεί να μετατρέψει μια απλή πρωκτική διείσδυση σε ιδιαίτερα απολαυστική διαδικασία και να δώσει την καλύτερη δυνατή αίσθηση κατά τη διάρκεια του πρωκτικού σεξ. Έβαλε άφθονο λιπαντικό στα δάχτυλα του πασαλείβοντας την έξω από την δουλεμένη της κωλοτρυπίδα της Αντιγόνης. Έβαλε ξανά στα δάχτυλα του έχωσε το ένα αρχικά και μετά δυο δάχτυλα στο ορθό έντερο της Αντιγόνης κάνοντας την να τιναχτεί! Ξαναπήρε πάλι λιπαντικό και άλειψε εξίσου άφθονο στο θηρίο ανάμεσα στα πόδια του. Η λεκάνη του άρχισε να κινείται αργά επάνω καθώς άνοιγε τους μηρούς του ώστε να βρεθεί επάνω ακριβώς από τα ανοιχτά κωλομάγουλα της Αντιγόνης, με την ψωλή του να δείχνει το στόχο. Πλέον είχε καθηλώσει την Αντιγόνη ενώ το κωλαράκι της παρέμενε ελαφρά ανασηκωμένο και οι μηροί της ορθάνοιχτοι. Το μουνάκι της εκτεθειμένο με τα χείλη ορθάνοιχτα από το γλείψιμο έτρεχε διάφανα υγρά και γυάλιζε. Ο Νικηφόρος ακούμπησε τη βάλανο του σιγά στην πίσω είσοδο της πεθεράς του που μούγκρισε απαλά.
«Να με προσέξεις, ε γαμπρούλη μου; Σιγά-σιγά μωρό μου... τι μεγάλο που είναι το καυλί σου, με ανοίγει, Αααχ…» καθώς έμπαινε το πρησμένο από την ανείπωτη καύλα πουτσοκέφαλο του στο κωλαράκι της διαστέλλοντας της το σφιγκτήρα. Έβλεπε πλέον ότι της είχε βάλει τη βάλανο του μέσα της αλλά είχε σταματήσει περιμένοντας την να χαλαρώσει όσο γινόταν να χαλαρώσει ένα στενό κωλαράκι που τον είχε πάρει πρωκτικά μόνο στα νεανικά της χρόνια. Το θέαμα ήταν απίστευτα καυλωτικό. 
«Νικηφόρε μου πονάω, πονάω πολύ, είναι τεράστιο, Ααα…,» είπε η Αντιγόνη.
«Χαλάρωσε», της ψιθύρισε. «Είναι αρχή ακόμα γι αυτό πόνεσε...δε βιαζόμαστε. Μη σφίγγεσαι καθόλου.. Πάρε βαθιά ανάσα γλυκιά μου, ηρέμησε μωρό μου.» είπε ο Νικηφόρος καθώς κουνήθηκε ελαφρά βάζοντας μισό πόντο μέσα-έξω.
Η σιγουριά του την καθησύχασε αρκετά, προσπάθησε να ηρεμήσει και να χαλαρώσει το κορμί της. Βέβαια, είχε σχετικά θορυβηθεί...αν πόνεσε μόνο το κεφάλι, τότε πού θα πήγαινε ο υπόλοιπος πούτσος; Έβγαλε όμως αυτή τη σκέψη από το μυαλό της τον κοίταξε στα μάτια με εμπιστοσύνη και αφέθηκε στην εμπειρία του. Μετά από λίγο, η κωλοτρυπίδα της είχε αρχίσει να συνηθίζει την αίσθηση της διάτασης και ο πούτσος του Νικηφόρου γλίστρησε λίγο πιο βαθιά. Τινάχτηκε πάλι, αλλά προσπάθησε να χαλαρώσει ξανά. 
«Θα ανοίξει άμα στο ζεστάνω λίγο,» της είπε κι άρχισε να βάζει και να βγάζει ελάχιστα το παλούκι μέσα της. Η Αντιγόνη πάσχιζε να πάρει ανάσα. Σε λίγο πράγματι ο κώλος της είχε ανοίξει διάπλατα και με τη βοήθεια και του λιπαντικού, ο Νικηφόρος έβαζε κι έβγαζε τη μισή του ψωλή άνετα μέσα της. Η Αντιγόνη είχε αρχίσει να καυλώνει και σιγά σιγά να το απολαμβάνει. Ταυτόχρονα, ο Νικηφόρος άρχισε να της χαϊδεύει το μουνάκι, να παίζει την κλειτορίδα της, να τσιμπάει απαλά τα χειλάκια, να χώνει δάχτυλα μέσα στην υγρή της μουνότρυπα, αυτό το τελευταίο ειδικά, ήταν τρελή καύλα! Να της παραβιάζει και τις δυο της τρύπες ταυτόχρονα, τη μια με τον πούτσο και την άλλη με το δάχτυλο. Ένιωθε να ανοίγει, να της αγγίζει τα σπλάχνα, ένιωθε πουτάνα πρόστυχη που γαμιόταν από παντού!.!.
«Έλα άντρα μου βαθιά, σε νιώθω. Έλα ξέσκισε μου το κωλί, Αα… πονάει αλλά είμαι η πουτάνα σου, μου αρέσει, βαλ’ τον όλον μέσα σάτυρε, Ααα… το θέλω όλο.» 
Ο Νικηφόρος παίρνοντας θάρρος τη γαμούσε όλο και πιο βαθιά. Η κωλότρυπα της είχε ανοίξει και την έκαιγε αλλά είχε κατακαυλώσει με το θηρίο μέσα της. Ο Νικηφόρος είχε χώσει πλέον τα τρία τέταρτα της ψωλής του στη πεθερά του και τη γαμούσε βαθιά αλλά απαλά. Τώρα πλέον το ζευγάρι, απολάμβανε τον πρωκτικό έρωτα και ήταν σε άλλα πελάγη. Ο Νικηφόρος έχωνε με άνεση το καυλί του μέσα της σχεδόν ως τη ρίζα του, λίγο έμενε, βογκώντας από ευχαρίστηση και καύλα, ενώ η  Αντιγόνη μουρμούριζε ακατάληπτα, από καύλα. Με το χεράκι της ξεκίνησε να τρίβει έντονα την κλειτορίδα της πλέον, ενώ την εμβόλιζε σταθερά και βαθιά ο Νικηφόρος.
«Ω… ναι, ναι, ναι άντρα μου, πάρε με όλη βαθιά, χύσε, χύσε, χύσε αγάπη μου την πουτανίτσα σου, ξεκώλιασε με πουτσαρά μου, χώσ’ τον μου όλο το καυλί σου, βαρβάτε μου γαμπρούλη έλα…» του βογκούσε ενώ ο Νικηφόρος της όργωνε τη σούφρα της κανονικά. Η Αντιγόνη πλέον ανταποκρινόταν κι όσο μπορούσε τούρλωνε το κωλαράκι της επάνω για να διευκολύνει το έμβολο του να τη διαπεράσει. Όλα άρχισαν να παίρνουν πιο γρήγορο ρυθμό. Ο Νικηφόρος μούγκριζε κι επιτάχυνε, ήθελε να τη χύσει πλέον, και η Αντιγόνη φώναζε, έσκουζε όλο και πιο πρόστυχα…
«Είμαι το πουτανάκι σου, θέλω τη ψωλάρα σου όλο-δική μου, γάμα με πουτσαρά, έτσι καυλώνω, χύσ’ τα μου όλα, μέσα στη κοιλιά μου, τα θέλω δικά μου τα χύσια σου, έλα, έλα ξέσκισε με , ξεκώλιασε με πούστη γαμπρέ!» Το χύσιμο του ήτανε τρομερό, ίσως από το σφίξιμο της σούφρας του κώλου της.
«Χύνω το κωλί σου πουτάνα, ομορφιά, καύλα μου.» έλεγε και με αργές ψωλιές εκτόξευε στο κωλάντερο της πηχτές καυτές ριπές σπέρματος. Το κωλαράκι της τεντωνόταν αχόρταγο να πιει το καυτό σπέρμα του Νικηφόρου, μέχρι που αυτός άρχισε να τραβιέται μαλακωμένος και στραγγισμένος από χύσια με το πέος του να βγαίνει από μια ξεχειλωμένη οπή, εκεί που ήταν άλλοτε η κλειστή καστανή της απαλή κωλότρυπα. Την είχε ξεσκίσει, ήταν μια ξεκωλιασμένη πουτανίτσα πια. Ο Νικηφόρος ξάπλωσε δίπλα της. Η Αντιγόνη έμεινε μπρούμυτα. Οι συσπάσεις του εντέρου της, έκαναν τα χύσια του να ξεχειλίζουν και να βγαίνουν από την ξεχειλωμένη της κωλοτρυπίδα που σιγά-σιγά προσπαθούσε να πάρει σχήμα.
«Πως αισθάνεσαι;» τη ρωτάει.
« Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα έκανα κάτι τέτοιο. Ίσως για αυτό το θεωρούσα παράλογο.»
«Το θεωρείς ακόμη;»
«Όχι τόσο.»
«Ωραία. Εγώ έμαθα ότι ήθελα και είμαι πολύ ικανοποιημένος! Σειρά σου! Δεν μου είπες τώρα πως αισθάνεσαι!
«Περίμενα ότι θα πονέσω περισσότερο αλλά τελικά δεν κατάλαβα πως μπήκε όλος μέσα. Είναι φοβερή αίσθηση να είναι μέσα στον κώλο σου όλος αυτός ο πούτσος.».. του απαντάει χωρίς ανάσα.
 «Βοήθησε η λιπαντική. Αυτή τη δουλειά κάνει. Βοηθάει να μπαίνει ο πούτσος πιο εύκολα είτε στο μουνί, είτε στον κώλο.»
....Ξημέρωσε το Σαββάτο μ' έναν μουντό βροχερό καιρό. Η Αντιγόνη σηκώθηκε, νωρίς, χωρίς να ανταλλάξει κουβέντα με τον Νικηφόρο. Εκείνος, αν και ξύπνησε για λίγο, ξαναγύρισε για ύπνο. Έφτιαξε ένα ελαφρύ πρωινό και άραξε στο σαλόνι, με ένα φλιτζάνι καφέ. «Μάλλον, δεν αντέχω τέτοιο ξεσάλωμα. Γέρασες Αντιγόνη!» ήταν η πρώτη της σκέψη όταν ένιωσε το μούδιασμα στο κορμί της . Δε θυμόταν πότε, για τελευταία φορά, είχε περάσει ένα τέτοιο καυλωτικό βράδυ και κοιμήθηκε για τόσο λίγες ώρες. «Αλλά ήταν τόσο συναρπαστικό γαμώτο…»
Χαζεύοντας τη θέα στον τεράστιο κήπο με τα δέντρα από την μεγάλη μπαλκονόπορτα που είχε τραβήξει τις κουρτίνες, θυμήθηκε πόσο έντονα έκανε τον Νικηφόρο να τελειώσει. Πόσο ανάγκη είχε και αυτή να νιώσει τον πούτσο του μέσα της για να τελειώσει όπως της άξιζε. Χαμογέλασε όταν έφερε στην μνήμη της τα ουρλιαχτά τους τις στιγμές που έχυναν. «Τελικά, το έχεις ακόμη Αντιγόνη». Είχε ήδη ερεθιστεί ελαφρώς, με τις σκέψεις της. Προσπαθούσε να κρατήσει μακριά την εικόνα από το μυαλό της. Ένιωθε ότι αν το επέτρεπε, η καύλα της θα μεγάλωνε και δεν ήθελε να νιώθει υγρή τόσο νωρίς το πρωί! Δεν ήταν συνηθισμένη έτσι. Έπιασε το κινητό της και χάζεψε αλλά το μυαλό της γύρισε πίσω, στα νυχτερινά! Μέχρι πρότινος, στα σαράντα επτά της χρόνια το μόνο που είχε στο μυαλό της ήταν η καθημερινότητα της, τα παιδιά της, ο άντρας της και τα μικρά εγγόνια της. Τίποτα άλλο. Και από το καλοκαίρι μέχρι και εκείνη τη στιγμή, το μόνο που σκεφτόταν ήταν το σεξ και τον γαμπρό της που κοιμόταν στην κρεβατοκαμαρα. Και αυτή η αίσθηση, την έκανε να χαμογελάσει. Ένιωθε τη θερμοκρασία του κορμιού της να ανεβαίνει. Έπιασε τα μάγουλα της και τα ένιωσε σαν να είχε πυρετό. 
Αναρωτιόταν τι έκανε. Πως έφτασε σε αυτό το σημείο; Να κάνει τρελό έρωτα με το γαμπρό της και για πρώτη φορά στην ζωή της να βάζει τον πούτσο του στο μουνί τη ένας άλλος άνδρας. Μήπως την είχε παρασύρει ο Νικηφόρος; Μήπως όλο αυτό ήταν ένα καλοσχεδιασμένο σχέδιο του ερωτιάρη γαμπρού της; Αλλά ακόμη και αν ήταν, όλες οι επιλογές ήταν δικές της και εκείνη πήρε την απόφαση να γαμηθεί μαζί του. «Πως θα αντικρίσω την κόρη μου και τον άνδρα μου τώρα; Γιατί το απόλαυσα τόσο;. Γιατί… γιατί… γιατί.» Το μυαλό της πήγαινε να σκάσει από τις απορίες. Είχε ανακαλύψει και πάλι τη σεξουαλικότητας της, αλλά σε αυτή την ηλικία και σε αυτή φάση της ζωής της, της ήταν τρομερά δύσκολο να το επεξεργαστεί. Αλλά ο ερεθισμός της δεν είχε περάσει.
«Σύνελθε Αντιγόνη» ήταν η σκέψη που την επανέφερε στην πραγματικότητα.
 Άφησε κάτω το κινητό και πήρε μία μεγάλη τζούρα καφέ. Ένιωθε ήδη τον ερεθισμό στο στήθος της και μία ελαφριά υγρασία στο μουνί της. Σηκώθηκε, πήγε στην κρεβατοκάμαρα, ο Νικηφόρος κοιμόταν ακόμη! Αποφάσισε να πεταχτεί μεχρι τον φούρνο στην πλατεία του χωριού να πάρει φρέσκα κρουασάν και ζεστό καφε  εσπρέσο που άρεσαν στο Νικηφόρο. Έβγαλε το νυχτικό της και διάλεξε ένα σετ από μαύρα εσώρουχα από το σακβουαγιάζ της. Φόρεσε το κιλοτάκι και ένιωσε ένα σφίξιμο όταν φορούσε το σουτιέν. «Μάλλον είναι πρησμένο, δε θα την παλέψω. Κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέφτη. «Δε μου βγήκε σε κακό που δεν το φορούσα χθες.»  Χαμογέλασε στον εαυτό της και απλά άφησε το σουτιέν πάνω στην καρέκλα. Φόρεσε τη άνετη παντελόνα της. «Τι φοράμε από πάνω; Πουκάμισο;». Και θυμήθηκε πόσο βολικό της ήταν χθες στον εκδρομικό τους περίπατο στη λίμνη Καΐάφα. Τη στιγμή που φορούσε το πουκάμισο της, της ήρθε η εικόνα του Νικηφόρου να θηλάζει τις θηλές της. Να της ρουφάει απαλά το στήθος και να τη φέρνει στα όρια της. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη, με το ξεκούμπωτο πουκάμισο και σταμάτησε το βλέμμα της στο κομμάτι του στήθους της που ήταν εκτεθειμένο. Αυτό το λίγο που φαινόταν, το εσωτερικό κομμάτι του κάθε στήθους, ήταν πολύ καυλωτικό. Έκλεισε τα παντζούρια με προσοχή μην ξυπνήσει το Νικηφόρο, τον άφησε να κοιμάται ήρεμος στη μισοσκότεινη κρεβατοκαμαρα και αναχώρησε σιωπηλά.
Όταν επέστρεψε ήταν ξύπνιος όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο, με τα μάτια της σκοτεινά και τα χείλια σφιγμένα. Ανασηκώθηκε στον αγκώνα του κι έμεινε να την κοιτάζει. Η καρδιά του έκανε τούμπες στο στήθος του. Το δωμάτιο γέμισε ασφυχτικά απ’ την παρουσία της, σαν να το πλημμύριζε μια αόρατη ακτινοβολία. Η Αντιγόνη πλησίασε στο κρεβάτι, και στάθηκε όρθια να τον κοιτάζει.
«Μωρό μου που ήσουν;»
«Εγώ είμαι το μωρό σου και όχι η κόρη μου;»
«Μωρό μου είσαι εσύ, μωρό μου και η κόρη σου. Ποια η διαφορά;»
«Πρόσεχε τι μου λες! Θα το μεταφέρω!»
«Μην ακούω βλακείες. Έλα εδώ. Πως είχες πάει πρωί-πρωί;»
«Στο φούρνο για φρέσκα κρουασάν και εσπρέσο για χάρη σου»
«Το ξέρεις ότι σε λατρεύω! Σε βλέπω στην τρίχα ντυμένη και λαμποκοπάς ομορφιά να μην σε ματιάσω! Τι έγινε; Στην έπεσε κανένας πιτσιρικάς;»
«Πολλοί κοίταζαν, κανείς δεν πλησίασε. Μην ανησυχείς;»
Ανασηκώθηκε στον αγκώνα του κι έμεινε να την κοιτάζει. Η καρδιά του έκανε τούμπες στο στήθος του. Το δωμάτιο γέμισε ασφυχτικά απ’ την παρουσία της, σαν να το πλημμύριζε μια αόρατη ακτινοβολία. Η Αντιγόνη πλησίασε στο κρεβάτι, και στάθηκε όρθια να τον κοιτάζει. Ο Νικηφόρος μ’ ένα πνιγμένο βογκητό, την άρπαξε απ’ τα μπράτσα και την τράβηξε βίαια στην αγκαλιά του. «Σε θέλω, Αντιγόνη, σε θέλω. Σε θέλω πάλι...»
Μ ’ ένα πνιχτό λυγμό, τύλιξε τα μπράτσα της γύρω του, και του πρόσφερε τα χείλια της. «Ω, Νικηφόρε», μουρμούρισε με κόπο, αλλά το φιλί του έπνιξε τα λόγια της. Η γλώσσα του ταξίδεψε βαθιά στο στόμα της, το γέμισε ολόκληρο με την πληρότητά της. 
«Τι μου έχεις κάνει; Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι τη νύχτα. Δε θα σε χορτάσω ποτέ. Τι μου συμβαίνει;» Οι παλάμες του πηγαινοέρχονταν το ίδιο αχόρταγα στο κορμί της, χουφτιάζοντας λαίμαργα, χαϊδεύοντας, τραβώντας τη σάρκα της προς το μέρος του. Η λεκάνη της άγγιξε το σκληρό, τεράστιο φαλλό του. Κυλίστηκαν στο κρεβάτι, με μιαν ορμή που θα δικαιολογιόταν αν ήταν αυτή η πρώτη φορά. Τώρα δα, έκανε σαν να μην την είχε αγγίξει ποτέ του. Η ανάσα του έβγαινε κομμένη, οι δυνατοί μυώνες τρεμούλιαζαν, το σώμα του ερχόταν να κολλήσει με απαιτητικό ρυθμό στο δικό της, ο πούτσος του έκαιγε ανάμεσα στις παλάμες τη και τον φίλησε αχόρταγα, ρουφώντας τον σαν να ήταν φτιαγμένος απ’ το πιο γλυκόπιοτο κρασί, νιώθοντας τα ρίγη του στο στόμα της, πίνοντας αχόρταγα τη γεύση και τη μυρωδιά του. Ο Νικηφόρος βογκούσε, κρατώντας της το κεφάλι κολλημένο πάνω του. Η γλώσσα της έπαιζε με τη μεταξένια σάρκα του, καλύπτοντας όλο του το μήκος, προκαλώντας του ασυγκράτητα ρίγη απόλαυσης. Την έκοψε κάπου στα μισά, την τράβηξε πάνω του, και την ανάγκασε να μείνει ακίνητη για λίγα δευτερόλεπτα.
 «Μισό λεπτό», της είπε ξέπνοα. «Περίμενε λίγο...» Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της. Ένα πνιχτό βογκητό του ξέφυγε, κι είπε σβησμένα: «Κάτσε πάνω μου... Πάρτο μέσα σου. Τώρα...» Το πρόσωπό του συσπάστηκε όταν ο πούτσος του συνάντησε την είσοδο του κορμιού της. Μ ε μια πνιχτή κραυγή απόλαυσης, η Αντιγόνη άφησε την το σκληρό καυλί του του να γλιστρήσει όσο πιο βαθιά γινόταν μέσα της. Τον πήρε ολόκληρο, παρά το μέγεθός του, κι αυτόματα, οι μυώνες σφίχτηκαν ηδονικά γύρω του, σ’ ένα ρυθμικό, καυτό χάδι που φάνηκε να τον ξετρελαίνει ολότελα.
«Συνέχισε», της είπε ξεροκαταπίνοντας. 
«Κάν’ το πάλι... Θεέ μου, πόσο το ήθελα... Έτσι, έτσι, ναι... Αντιγόνη, δεν έχω ιδέα τι μου συμβαίνει.» 
«Ούτε εγώ»,είπε η Αντιγόνη βαριανασαίνοντας. 
«Είμαι τρελή για σένα... Θεέ μου, είναι υπέροχο. Δεν ήξερα πως θα ήταν έτσι...» 
Την τράβηξε προς το μέρος του, και τη φίλησε δαγκώνοντας της άγρια τα χείλια. Οι παλάμες του έσφιξαν τους γοφούς της, αναγκάζοντάς την να πάρει έναν πιο γρήγορο ρυθμό. Ύστερα γλίστρησαν ως ψηλά στο στήθος της, και το στόμα του άρπαξε με λαχτάρα τη μια της θηλή. 
«Είσαι υπέροχη», της ψιθύριζε καθώς τα χείλια του έπαιζαν παθιασμένα απ' τον ένα μαστό στον άλλο. 
«Τόσο όμορφη... Σε θέλω σαν κολασμένος.  Συνέχισε, μωρό μου, μη σταματάς... Είναι πολύ κοντά τώρα... Αλλά πρώτα εσύ, πρώτα εσύ...» 
«Δε θ’ αργήσω», έκανε πνιγμένα η Αντιγόνη. Δε γινόταν, και νά 'θελε, ν’ αργήσει. Δεν μπορούσε να το καθυστερήσει άλλο, παρόλο που της είχε αφήσει όλη την πρωτοβουλία. Το σώμα της κάλπαζε ακάθεκτο προς το αποκορύφωμα, και καθώς τα δόντια του μπήγονταν απαλά στην τρυφερή περιοχή γύρω απ' τις θηλές της, κάτι σαν αστραπή άστραψε στο μυαλό της, κι οι πρώτοι βαθιοί σπασμοί δόνησαν τα σωθικά της. «Μαζί - τώρα», βόγκηξε ο Νικηφόρος και την ξαναδάγκωσε. Το κορμί του σπαρτάρισε στα βάθη του δικού της, πολλαπλασιάζοντας τα έντονα ρίγη της ηδονής. Μπήκε και βγήκε μ’ όλη του τη δύναμη στο καυτό της μουνί, ξανά, ξανά και ξανά, φτάνοντας τόσο βαθιά, που σχεδόν την πονούσε, και μια αργόσυρτη κραυγή του ξέφυγε κι έσμιξε με τους κοφτά βογκητά που έβγαιναν απ’ το στόμα της. Ύστερα η έκσταση καταλάγιασε σιγά-σιγά, τα τελευταία ρίγη έσβησαν, αφήνοντας μέσα της μια ζέστη που έσταζε ηδονή, και βρέθηκε να ξαπλώνει σ’ όλο το μήκος του κορμιού του, σφιχτά κλεισμένη στα μπράτσα του. Η ανάσα του έφτανε ακόμα επίπεδη, σπασμένη στ’ αυτιά της. Μ ’ ένα στεναγμό, ο Νικηφόρος έπεσε βαρύς στο κρεβάτι δίπλα της. Η Αντιγόνη έγειρε πίσω κι έκλεισε τα μάτια. Την κοίταξε αμίλητος. Τα δάχτυλά του έπαιζαν με τη θηλή της, στριφογυρίζοντας την ανάμεσά τους, σαν να ψαχούλευαν μηχανικά μια χάντρα. Ύστερα τη ρώτησε πνιχτά: «Με θέλεις στ’ αλήθεια; Κι εσύ το ίδιο;» Του κούνησε αχνά το κεφάλι. «Τι θα κάνουμε, Αντιγόνη;» την ξαναρώτησε σιγανά, σαν αφηρημένα. «Έχεις ιδέα πώς μπλέξαμε απόψε;»  «Δε θέλω να Γυρίσουμε. Θέλω να μείνουμε εδώ και να σου κάνω έρωτα. Τώρα, το μεσημέρι, το βράδυ πάλι... Αν περνούσε απ’ το χέρι μου, θα σε κλείδωνα σ’ αυτό το δωμάτιο, και θα ερχόμουν κάθε μισή ώρα να σου κάνω έρωτα μ' όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους...
«Θέλω να σε ξαναπάρω. Το θέλεις κι εσύ, δεν είναι έτσι;» 
«Το ξέρεις πως το θέλω».
 «Είσαι υπέροχη», της μουρμούρισε κοντανασαίνοντας, κι αφέθηκε στο απαλό χάδι των χειλιών της πάνω στο πούτσο του. Οι παλάμες του σφίγγονταν σπασμωδικά γύρω απ’ τα σεντόνια καθώς,  ο χαλαρός πούτσος άρχισε πάλι ν’ ανταποκρίνεται στο φιλί της, να σκληραίνει και να πάλλεται κατακτητικά. Όταν αυτός ανασηκώθηκε και την τράβηξε κοντά του, ήταν κι οι δυο τους ξαναμμένοι όσο και πριν τρεις ώρες. 
«Είδες πώς μ’ έκανες πάλι;». Τη φίλησε με λάγνο πάθος, ύστερα την ανάγκασε να γονατίσει στο κρεβάτι, στάθηκε πίσω της, και την πήρε με απρόσμενη βιαιότητα. Καθώς ο πούτσος του μπηγόταν κτητικά μέσα της, η Αντιγόνη έβγαλε μιαν αθέλητη κραυγή πόνου, που όμως δε φάνηκε να τον συγκινεί ιδιαίτερα. Συνέχισε να χώνεται με δύναμη μέσα της, συνταράζοντας τα σπλάχνα της, μέχρι που ο πόνος και η ηδονή μπλέχτηκαν κι έγιναν ένα. Τα χέρια του χούφτωναν τους μαστούς της, τα δόντια του μπήγονταν στον ώμο της. Ο ρυθμός του επιταχύνθηκε, το σώμα της σπαρτάρισε απ’ την ηδονή, και τελικά, μ’ ένα αργόσυρτο βογκητό απόλαυσης, τέλειωσε κι εκείνος γι’ άλλη μια φορά, τραβώντας την σπασμωδικά πάνω του, σαν να μην του έφτανε τόσο βαθιά που βρισκόταν μέσα της, σαν να προσπαθούσε ν’ ανοίξει κάποιον καινούριο, δικό του δρόμο στα σωθικά της. 
Την κοίταξε μετά θολά, σαστίζοντας κι ο ίδιος με τις επιδόσεις του. Ήξερε πως θα μπορούσε άνετα να καταταχτεί στους θερμούς άντρες, αλλά όσο θυμόταν, κάτι τέτοιο δεν του είχε ξανασυμβεί, σε τόσο μικρή απόσταση μεταξύ τους, και με τέτοια ένταση.
«Δεν μπορώ να σε χορτάσω. Όσο το κάνουμε, τόσο περισσότερο το θέλω...» 
«Κι εγώ, Νικηφόρε, κι εγώ...» 
«Το ξέρω». Της χαμογέλασε, χαϊδεύοντας με τα χείλια του το πρόσωπό της. Αν το ήξερε; Δεν υπήρχε τίποτα που να το ήξερε καλύτερα απ’ αυτό. Το σώμα της έλιωνε στο κάθε άγγιγμα του. Ποτέ πριν δεν είχε ξανανιώσει τέτοια ένταση πόθου σε γυναίκα. Και δεν υπήρχε τίποτε πιο αφροδισιακό, απ' το να ξέρει πως μια γυναίκα τον ήθελε με τέτοιο πάθος. Θα έπρεπε να νιώθει κορεσμένος, μπουχτισμένος από σεξ. τρεις μέρες τώρα, και σ' αυτές τις τρεις μέρες, του φαινόταν πως το είχε κάνει περισσότερες φορές απ’ όσο συνολικά σε ένα χρόνο του γάμου του. Κι αντί να νιώθει χορτασμένος, ένιωθε όλο και πιο αχόρταγος. 
Ήταν μέσα της, κι αργοσάλευε κοιτώντας την στα μάτια. Υπήρχε μια τέτοια φωτιά πόθου στα βάθη τους, που δε χρειαζόταν να του κάνει τίποτα άλλο για να φτάσει η διέγερσή του σε αφόρητα ύψη. 
«Όπου νά ΄ναι», της είπε βραχνά. 
«Όπου νά ’ναι τώρα... Θα τελειώσουμε μαζί;» . 
«Έλα... έλα, μωρό μου, πιο γρήγορα τώρα...» Πιο γρήγορα, και πιο γρήγορα, με τις πνιχτές της φωνούλες στ’ αυτιά του... Μέσα της, βαθιά μέσα της, κι ακόμα πιο βαθιά, όσο δε γινόταν άλλο. Κι η έκρηξη της ηδονής, κάθε φορά με την ίδια ένταση και την ίδια πληρότητα... Και μετά, τα κεφάλια τους δίπλα-δίπλα στο μαξιλάρι, η ανάσα της στο αυτί του, το μπράτσο του γύρω απ’ τη μέση της... «Στο τέλος θα πέσουμε ξεροί και θα μας μαζεύουν», σκέφτηκε εξουθενωμένος, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα του.
Δευτέρα απόγευμα έχουν τελειώσει με όλες τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις βρίσκονται στο σαλόνι του σπιτιού και αναμένουν τον ενοικιαστή να παραδώσουν το σπίτι και είναι έτοιμοι να αναχωρήσουν.
Τη φίλησε πάλι αχόρταγα στο στόμα, στέλνοντας τη γλώσσα του όσο πιο βαθιά γινόταν μέσα της, χαϊδεύοντας συγχρόνως και με τα δυο χέρια τους γλουτούς της.
«Ω, Νικηφόρε», μουρμούρισε η Αντιγόνη, ξεροκαταπίνοντας. 
«Πώς γίνεται να σε θέλω τόσο πολύ;» τη ρώτησε βραχνά. «Κάθε μέρα και περισσότερο;» 
«Κι εγώ το ίδιο...» 
«Έχεις καμιά ιδέα τι συμβαίνει;» 
«Όχι», του ψιθύρισε, φιλώντας τον στο λαιμό, απόλυτα παραδομένη στη φουρτούνα που ξεσήκωνε μέσα της το κάθε άγγιγμα του. «Όχι; Καμιά ιδέα; Τίποτε απολύτως;»
«Όχι...» Τα φιλιά του της έφερναν κυριολεκτικά σκοτοδίνη.
Της φιλούσε τώρα το λαιμό, της ξεγύμνωνε τους ώμους. 
«Σε θέλω... Βλέπεις πόσο;» 
«Ναι», του είπε βραχνά, και τρίφτηκε ηδονικά πάνω του. 
«Πιάσε με... Δες πώς μ’ έκανες... Θέλω να σε πάρω. τώρα, εδώ..., Αντιγόνη, αχ, Αντιγόνη.» Της είχε σηκώσει την μπλούζα, της είχε ξεγυμνώσει το στήθος, και τώρα το χάιδευε με τις παλάμες του. 
«Δε χορταίνω να σε κοιτάζω...» 
«Ούτ' εγώ, Νικηφόρε..» 
«Θεέ μου, πόσο σε θέλω...» «Δεν μπορώ να κρατηθώ λεπτό μαζί σου...» Της φίλαγε τις θηλές πιπιλώντας τις σαν να ήταν καραμέλες. «Είναι μαρτύριο να πρέπει να σε φαντάζομαι...» Κατέβασε το φερμουάρ του, και τη βοήθησε να χώσει το χέρι της στο άνοιγμα.
Μ ’ ένα βογκητό απόλαυσης, γλίστρησε πιο κάτω στον καναπέ, τραβώντας την από πάνω του. Κυλίστηκαν στον καναπέ βαριανασαίνοντας και βογκώντας, ρουφώντας ο ένας τα χείλια του άλλου, και ψαχουλεύοντας αχόρταγα μέσα απ’ τα ρούχα. «Δε θ’ αντέξω άλλο», της είπε πνιχτά. 
«Δε βαστιέμαι. Ούτε λεπτό παραπάνω». «Έλα», του είπε ξέπνοα. «Έλα...» Βρισκόταν τώρα από πάνω της, παλεύοντας πυρετικά με το παντελόνι του, το παντελόνι της, τα εσώρουχά τους που έμπαιναν συνέχεια στη μέση. 
«Θα σε πάρω έτσι», της είπε κοντανασαίνοντας. «Έτσι...» Της τράβηξε το παντελόνι, και το άφησε να κρέμεται απ’ το ένα μπατζάκι. Της τράβηξε και το κιλοτάκι με τον ίδιο τρόπο. Έσκυψε και τη φίλησε ανάμεσα στα πόδια, περνώντας ξαναμμένος τη γλώσσα του πάνω απ' το πιο ευαίσθητο της σημείο. Αλλά ήταν πολύ αναμμένος για να ασχοληθεί στα σοβαρά με τα παιχνιδάκια. Της σήκωσε ψηλά το ένα πόδι, και μ’ ένα βαθύ βογκητό, χώθηκε μέσα της. Βάλθηκε να πηγαινοέρχεται μ’ ορμή μέσα της, στον ίδιο βίαιο ρυθμό που την ξετρέλαινε κάθε φορά, κι η λεκάνη της ακολουθούσε πιστά τις κινήσεις του, ανεβαίνοντας για να συναντήσει και να κολλήσει στο σώμα του. Πνιχτοί ήχοι έρωτα και ηδονής γέμισαν το δωμάτιο, κι ανάμεσά τους, ψιθυριστά λόγια πάθους. 
«Πώς το νιώθεις;»
«Τέλειο... Τέλειο... Συνέχισε, αγάπη μου, συνέχισε...» 
«Σε θέλω, μωρό μου, σε θέλω... Θα τελειώσουμε μαζί;» 
«Ναι, αγάπη μου, ω, ναι, ναι, ναι...» 
«Πες μου πότε... Αγάπη μου, μωρό μου, ομορφιά μου... Τι θα κάνουμε; Χριστέ μου, τι θα κάνω εγώ μ’ εσένα; Είμαι τρελός, τρελός, τρελός για σένα...» Και με κάθε λέξη, ο πούτσος του να μπήγεται βαθιά στα σωθικά της. Οι μυώνες της κοιλιάς της έκλειναν με δύναμη γύρω του, σαν να ήθελαν να τον ρουφήξουν ολοκληρωτικά στα βάθη τους. Η ηδονή ερχόταν ασυγκράτητη. «Τώρα, Νικηφόρε, τώρα...» 
«Μωρό μου... ναι, τώρα. Τώρα... Έλα - μαζί μου... Ω, Θεέ μου, τώρα...» Τα κορμιά τους ενώθηκαν στους σπασμούς της απόλαυσης, τα χείλια τους ενώθηκαν, τα βογγητά τους πνίγηκαν στο βαθύ φιλί τους. Η ένταση υποχώρησε σιγά-σιγά, ο Νικηφόρος ανασήκωσε το κεφάλι, και χωρίς να βγει από μέσα της, της χαμογέλασε αχνά. 
«Εντάξει; Πρόλαβες;» Του κούνησε αδύναμα το κεφάλι. Τη φίλησε γι' άλλη μια φορά, παθιασμένα με την Αντιγόνη, μισόγυμνη, με το στήθος όλο έξω και το παντελόνι της να κρέμεται απ’ το ένα πόδι, κι από πάνω της ο Νικηφόρος, χωμένος ακόμα μέσα της, με τα μαλλιά αναστατωμένα, το μέτωπο ιδρωμένο, και το παντελόνι του στα γόνατα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πίσω από την κυρία πόρτα άκουσαν ήχο. Πριν ακόμα καταφέρει να τραβήξει ψηλά το κιλοτάκι της, ο Νικηφόρος είχε βγει απ' το σαλόνι. Φόρεσε και την μπλούζα της, και χρειάστηκε να μαζέψει όλες της τις δυνάμεις για να αποφασίσει να σηκωθεί. Έφτασε η ώρα να αναχωρήσουν.
..... Δεν πρόλαβαν να γυρίσουν στην Αθήνα ο Νικηφόρος με την Αντιγόνη και ο Νικηφόρος στη βδομάδα επάνω βρέθηκε στο αεροδρόμιο με προορισμό το Άμστερνταμ. Μπαρκάριζε σε ένα μεγάλο τελευταίας τεχνολογίας δεξαμενόπλοιο που ξεφόρτωνε στο Ρότερνταμ. Είναι πικρή του ναυτικού η μοίρα το λέει και το τραγούδι.
«Βάρα λοστρόμε την μπουρού
κι εσύ μηχανικέ ντουγρού
φουλαριστά οι μηχανές, πάλι να τρέχουν
Κι αν κλαίνε αγάπες στη στεριά
σφίχτε λεβέντες την καρδιά
οι ναυτικοί στον χωρισμό πρέπει ν' αντέχουν
Είναι πικρή του ναυτικού η μοίρα
να καταπίνει την αλμύρα
απ' το κύμα κι απ' το δάκρυ
στης θάλασσας την κάθε άκρη.»
Κάθε μπάρκο και μια περιπέτεια, κάθε λιμάνι και μια διαφορετική εμπειρία, τρικυμισμένες ή γαλήνιες θάλασσες, τόποι διαφορετικοί, άλλες φορές μαγευτικοί άλλες απωθητικοί. Eνα ταξίδι της ζωής, η καθημερινότητα του ναυτικού, πολλές οι χαρές, αρκετές και οι πίκρες και πάντα ο νους και η καρδιά να ταξιδεύει πιο γρήγορα από τις μηχανές το πλοίου στην οικογένεια πίσω στην πατρίδα, σε πρόσωπα αγαπημένα, σε παιδιά που τα αναζητεί και τον αναζητούν.
Βρισκόμαστε στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας που κυκλοφόρησε το Skype μια επαναστατική και πρωτοποριακή και δημοφιλής εφαρμογή τηλεφωνικών κλήσεων εκείνη την εποχή μέσω Διαδικτύου στον κόσμο. Το Skype, το οποίο κυκλοφόρησε το 2003, υποσχόταν στους χρήστες του μια άνευ προηγουμένου ιδιωτικότητα, με κλήσεις «πολύ ασφαλείς με κρυπτογράφηση end-to-end» κάτι που θεωρητικά καθιστούσε αδύνατο για τους hacker ή τους κατασκόπους να διαβάσουν τις συνομιλίες και να ακούσουν κλήσεις από το Διαδίκτυο. Οι κλήσεις του Skype είχαν εξαιρετική ποιότητα ήχου και ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς.
Το ναυτικό επάγγελμα είναι από τα ποιο δύσκολα και σκληρά επαγγέλματα που υπάρχουν στον κόσμο. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ο ναυτικός, η ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος και η απομόνωση μέσα στο καράβι μακριά από τους δικούς του ανθρώπους είναι μόνο κάποιες από τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει. Η ευγνωμοσύνη και ο σεβασμός που θα πρέπει να δείχνουμε σε αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι εργάζονται κάτω από αντίξοες συνθήκες με σκοπό να επιβιώσουν αυτοί και οι οικογένειες τους , είναι το λιγότερο.
Ένα αντιθέσει με ότι πιστεύουν πολλοί άνθρωποι στην στεριά, ο ναυτικός του εικοστού πρώτου αιώνα δεν βγαίνει στα λιμάνια. Βλέποντας αξιοθέατα και γλεντώντας. Η μονοτονία του να εργάζεσαι και να ζεις στο ίδιο περιβάλλον για πολλούς μήνες τον χρόνο είναι τεράστια και μεγάλο πρόβλημα για την ψυχολογία ενός ναυτικού. Ένα ίσως από τα δυσκολότερα κομμάτια στο επάγγελμα του ναυτικού είναι ότι αποχωρίζονται την οικογένεια του και τους φίλους του. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα να αποχωρίζεσαι την οικογένεια σου για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πραγματικά ένα τεράστιο ψυχολογικό βάρος που δεν αντιμετωπίζεται με τίποτα.
Σήμερα λοιπόν οι ναυτικοί έχουν κερδίσει το δικαίωμα υποχρεωτικής πρόσβασης στο διαδίκτυο ενώ βρίσκονται στη θάλασσα, στο πλαίσιο της επικαιροποίησης της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας  που συμφωνήθηκε το 2006 (MLC) και οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω τις έλευσης του Ίντερνετ στα καράβια αλλά και την μεγάλη μείωση του κόστους της τηλεφωνικής επικοινωνίας.
Η ανοιχτή και τακτική επικοινωνία είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση ισχυρών οικογενειακών δεσμών. Με τη σύγχρονη τεχνολογία, οι ναυτικοί μπορούν να παραμένουν σε επαφή με τις οικογένειές τους μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, βιντεοκλήσεων και μηνυμάτων μέσω των social media. Οι συχνές συζητήσεις βοηθούν στη διατήρηση της συναισθηματικής σύνδεσης και εξασφαλίζουν ότι όλοι είναι ενήμεροι για τις καθημερινές δραστηριότητες και τα σημαντικά γεγονότα ώστε να μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και να απολαύσουν μια πλήρη και ισορροπημένη ζωή.
Το έμαθε και ο Αδαμάντιος ότι το πλοίο διέθετε ιντερνετική σύνδεση και του έστειλε μήνυμα του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος ξαφνιάστηκε λίγο καθώς δεν το περίμενε από τον Αδαμάντιο να εκδηλώσει τέτοιο έντονο ενδιαφέρον για επαφές τους. Ένα χαμόγελο γέμισε το πρόσωπο του. Ενδιάμεσα σχόλια τον σύντομο χρόνο και τις λίγες στιγμές που είχαν βρεθεί μόνοι κάποιες από αυτές ο Νικηφόρος έμενε με μια αίσθηση πως ο Αδαμάντιος αναζητούσε πολύ διακριτικά να κάνουν παιχνίδι μεταξύ τους.
...Τις επόμενες ημέρες σε μια από της τακτικές τηλεφωνικές επαφές τους η Εριφύλη πληροφορεί τον Νικηφόρο πως την ερχόμενη Κυριακή θα πάει με τα παιδιά μια βόλτα στη Μαρίνα του Φλοίσβου παρέα με τους κουμπάρους την Ερμιόνη τον Μενέλαο και το μικρο γιο τους.
Στη Μαρίνα Φλοίσβου σαν επισκέπτες θα περάσουν χαλαρωτικά την ημέρα με τις οικογένεια τους, απολαμβάνοντας ένα πρόγραμμα δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων που απευθύνονται σε όλες τις κατηγορίες επισκεπτών, από αθλητικούς αγώνες στίβου και ποδηλατοδρομίες, μέχρι εκθέσεις αυτοκινήτων, συναυλίες, σεμινάρια και εταιρικά events. Τι κρίμα που δεν είναι και αυτός μαζί τους.
Η Εριφύλη και η Ερμιόνη γνωρίζονται από τα παιδικά τους χρόνια. Ήταν φίλες από μικρές, γνωρίστηκαν στο σχολείο όταν ήταν δώδεκα χρονών και συνεχίζουν να είναι στενές φίλες μέχρι και σήμερα με αποτέλεσμα δε θα μπορούσαν παρά να «κουμπαριάσουν».
Γενικά τα δύο ζευγάρια έχουν μια άψογη σχέση, κάνουν καλή παρέα όλοι μαζί, έχουν πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Βρίσκονται συχνά, έχουν πάει διακοπές μαζί, γενικά υπάρχει μεγάλη οικειότητα σε σημείο που να συζητάνε τα πάντα, τα προβλήματα της δουλειάς τους ακόμα και τις σεξουαλικές τους  στιγμές. Έχουν εν τέλει πολύ καλή «χημεία» μεταξύ τους.
Οι δυο γυναίκες πηγαίνουν παρέα και στο κοντινό σύγχρονο γυμναστήριο που διαθέτει και στούντιο αισθητικής το οποίο επισκέπτονται συχνά για να περιποιούνται τον εαυτό τους. Η ανάγκη για αισθητική περιποίηση γίνεται ολοένα και πιο απαραίτητη για τις δυο κυρίες, στους σύγχρονους ρυθμούς της καθημερινότητας παρέχοντας τους ομορφιά, ηρεμία και καλαισθησία, βασικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν τις ισορροπημένες προσωπικότητες τους. Δύο όμορφες ελκυστικές γυναίκες με μια εικόνα σέξι και εντυπωσιακή που μαγνητίζει και κάνουν έναν άντρα να γυρίσει το κεφάλι του να τις κοιτάξει. Πράγματι έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, τόσο εξωτερικά, όσο και στην προσωπικότητα τους, που κάνουν τους άντρες να μην «ξεκολλάν» τα μάτια τους από πάνω τους. Είναι η αύρα τους που τους τραβά σαν μαγνήτης.
...Με το πέρασμα του χρόνου ο Μενέλαος όχι μόνο δεν το αρνείται αλλά έχει αρχίσει και δεν το κρύβει ότι και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί να γαμήσει την κουμπάρα του την Εριφύλη είναι κάτι που τον φτιάχνει τρελά, τον καυλώνει! Όμορφη γυναίκα! Δηλαδή τι όμορφη, μουνάρα είναι που το ξέρει και θέλει να το δείχνει. Την έχει σταμπάρει τον τελευταίο καιρό που το ντύσιμό της, από συντηρητικό, έγινε αρκετά σέξι, έως τολμηρό και του μιλούσε χαριτωμένα και φιλάρεσκα και όλο νάζια, κάθε φορά που συναντιόντουσαν και όποτε έβρισκε ευκαιρία τον άφηνε να παίρνει μάτι το βρακάκι της όταν καθόταν σταυροπόδι απέναντι του. Αυτός την έβλεπε και τρελαινόταν. Του έκανε τον πούτσο του πύραυλο και την έχει άχτι να ξεθυμάνει όλη του την καύλα πάνω της!  Αρκετές φορές είχε περάσει φευγαλέα απ’ το μυαλό του πως θα ήταν στο κρεβάτι μαζί της. Δεν έκανε βέβαια κάποια κίνηση, ούτε άφηνε υπονοούμενα ή κάτι τέτοιο. Αν ήξερε ο κουμπάρος του πόσο καιρό τώρα θέλει να του γαμήσει την κουμπάρα! Είναι που είναι όμορφη και όσο περνά ο καιρός του φαίνεται πως γίνεται όλο και πιο όμορφη και σέξι. Όσο μεγαλώνει τόσο ομορφαίνει η πουτάνα! Τυχερός ο κουμπάρος μόνο που ο μαλάκας τον περισσότερο καιρό βρίσκεται στους ωκεανούς και αφήνει τέτοιο μουνί να κοιμάται μόνο του. Δεν ξέρει πώς θα γινόταν να της το πει γιατί η κουμπάρα του δεν είναι από τα άτομα που ανοίγονται εύκολα, καθώς οι πολύ στενές επαφές και οι σχέσεις εμπιστοσύνης είναι περισσότερο με τη κουμπάρα της την Ερμιόνη και όχι με τον ίδιο προσωπικά. Το εντυπωσιακό είναι ότι πολλές φορές έχει έλθει σε γνώση του στις φιλικές κουβέντες τους και έχει πέσει στην αντίληψη του πως η Εριφύλη παραπονιέται στη Ερμιόνη πως το πρόβλημα και το αγκάθι στο γάμο της με το Νικηφόρο είναι η μακροχρόνια απουσία του με επακόλουθο να υποφέρει από την έλλειψη του σεξ. Λογικά μια τέτοια γυναίκα, όμορφη, εντυπωσιακή και σέξι, δεν την αφήνεις χωρίς σεξ. Τώρα που το σκέφτεται, νομίζει πως ναι αξίζει να ρισκάρει και να προσπαθήσει να γαμήσει την κουμπάρα αυτό το απίστευτο μουνί..
Και όντως η Εριφύλη εκείνη την ήμερα ήταν καυτή ύπαρξη! Και στο ντύσιμό της! Γυναίκα με φινέτσα, γεμάτη ερωτισμό με διακριτική συμπεριφορά. Ήταν αυτό που λέμε εξαιρετικά γοητευτική που ότι κι αν φορέσει, μιλάει απάνω της!  
Να  σήμερα που τη βλέπει εκεί στην προβλήτα της Μαρίνας να συζητάει ανέμελα και χαλαρή με την γυναίκα του τη Ερμιόνη φτιάχνεται και καυλώνει πολύ έντονα, ενοχλητικά. 
Κάποια στιγμή μένουν οι δυο τους! Η Ερμιόνη με τα παιδιά πηγαίνουν στον παιδότοπο της Μαρίνας. Στην προβλήτα ο Μενέλαος μένει με την Εριφύλη που σκεφτική ατενίζει εμπρός τους ένα πολυτελές Luxury Mega Yachts και αυτός ατενίζει την Εριφύλη. Τα μαλλιά της με την κλασική, πατροπαράδοτη γαλλική πλεξούδα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, επιλογή που τόνιζε το δροσερό, νεανικό και όμορφο πρόσωπο της και κέρδιζε όλα τα βλέμματα κλέβοντας τις εντυπώσεις γιατί η παρουσία της τραβούσε σαν μαγνήτης το αντρικό κοινό. «Είναι όμορφη –πολύ όμορφη.» Σκέφτεται.
Με ένα κορμί τι να λέμε τώρα! Φωτιά στα τόπια! Απίστευτο, όλο καμπύλες, χωρίς καμιά ευθεία, με καπούλια που προκαλούσαν σύγκρυο και τα στήθη της πεταχτά που κόλαζαν άγιο και την Εριφύλη ν' απολαμβάνει τα ηδονικά βλέμματα των ανδρών, που την κοιτάνε και λένε «άι στο διάβολό ώρα που είναι!» αλλά που η φράση δεν κρύβει κακία, αλλά αγάπη και σεβασμό στο κάλλος.
«Τι σε απασχολεί κουμπάρε;»
«Να ψάχνω ευκαιρία και αφορμή για να σε ξεμοναχιάσω, μα από την άλλη φοβάμαι να μην ξεπεράσω τα όρια και τα κάνω μαντάρα.» 
Η Εριφύλη αιφνιδιάστηκε με την απρόσμενη ερωτική επίθεση του Μενέλαου όπως κοιτούσε το κότερο αφηρημένη, σε μονοπάτια της σκέψης τα σκιασμένα από έντονα συναισθήματα. «Δηλαδή θέλεις να πεις ότι;» Έμεινε μετέωρη η ερώτηση της Εριφύλης! 
«Ναι, ρε κουμπάρα, αυτό θέλω να σου πω! Γιατί, το βρίσκεις αδιανόητο;.» 
«Μα τι είναι αυτά που λες κουμπάρε μου; Τι κουβέντες είναι αυτές, με έχεις κάνει ν ανησυχώ…»
«Έλα που με κοιτάς αμήχανη προσπαθώντας να μη φανεί πόσο με καυλώνεις κουμπάρα μου και θέλω να σε πηδήξω.»
«Κουμπάρε μου! Πανάθεμα σε ώρες-ώρες κυριολεκτικά δεν παίζεσαι!.»
Στο σεξ κουμπάρα μου δεν πρέπει να υπάρχουν ταμπού και μισόλογα στις επιθυμίες μας. Πρέπει να αισθάνεσαι ελεύθερος να εκφραστείς και να ζητήσεις ακριβώς αυτό που θέλεις!»
Η Εριφύλη του χαμογελάει φιλάρεσκα και κατεβάζει το βλέμμα της αργά. Έχουν περάσει δυο μήνες που ο Νικηφόρος μπαρκάρισε και τα βραδυα κοιμάται μονάχη με τις επιθυμίες της να την τριβελίζουν. Σαρώνει τον κουμπάρο ίσαμε κάτω στους αστραγάλους του, το αίμα κοκκινίζει το πρόσωπο της, τα μάγουλά της. Τον χαζεύει! περιεργάσθηκε με νέο ενδιαφέρον τον Μενέλαο. Διάβολε ήταν αρκούντως ελκυστικός! Για μια στιγμή  μυρμηγκίασε εξαιτίας του, αισθάνθηκε ένα περίεργο κύμα ανατριχίλας να διατρέχει το κορμί της. «Γιατί όχι» σκέφτηκε! Ο κουμπάρος είναι ο ιδανικός εραστής που χρειάζεται για να την ικανοποιήσει σεξουαλικά και που στην αγκαλιά του θα την κάνει να ξεχάσει ότι της λείπει η αγκαλιά του Νικηφόρου της.
«Ναι κουμπάρε μου καλά τα λες όλα αυτά, αλλά αυτές οι παράνομες ερωτικές επαφές το ξέρεις έχουν τις δυσκολίες τους να καμουφλάρεις την απιστία σου, και να μην σε πάρουν είδηση και γίνουμε βούκινο στο κόσμο. Τι γίνεται αν συνειδητοποιήσεις ξαφνικά ότι, σε πιάσανε στα πράσα;»
«Ρε κουμπάρα ρε κουμπάρα! Σε αυτήν την περίπτωση, μπορείς να καμουφλάρεις την απιστία μας, ώστε να μη γίνει ποτέ αντιληπτή στενό περίγυρο. Πώς; Έξυπνος άνθρωπος είσαι μπορείς να γίνεις ιδιαίτερα εφευρετική προκειμένου να διαφυλάξεις το μυστικό σε μια σχέσης μας.
Δόξα τω Θεό ένα σωρό μαραφέτια έχει το σπιτικό σας, ψυγεία, πλυντήρια τηλεοράσεις, βίντεο, δορυφορικές κεραίες που χρειάζονται τακτική συντήρηση και τις δέουσες επισκευές. Ανελλιπώς ζητάς τη βοήθεια μου να δουλεύουν όλα τα εργαλεία σωστά. Τι είναι αυτό δεν καταλαβαινεις. Σε θέλω, με θέλεις να σε γαμήσω, να σου προσφέρω και να μου προσφέρεις οργασμό ξανά και ξανά. Τότε δεν υπολογίζεις κανέναν και τίποτα εκείνη τη στιγμή! Δεν υπάρχουν ενοχές κι τύψεις εκείνη την πολυπόθητη στιγμή. Δεν υπάρχει καμία ερμηνεία του καλού και του κακού, του ηθικού και του ανήθικου. Είμαστε μόνο εσύ και η εγώ και όλα αυτά που θέλουμε να ζήσουμε και να απολαύσουμε μαζί στο κρεβάτι.» 
«Και εντάξει τον κόσμο δεν τον ενδιαφέρει αν εξυπηρετούσες τις σεξουαλικές ανάγκες της κουμπάρας σου, σκέφτεσαι όμως το ενδεχόμενο να το πάρει χαμπάρι η Ερμιόνη σου ότι συμβαίνουν πράγματα περίεργα μέρα μεσημέρι, κάτω από τη μύτη της τι θα γινόταν; Τότε αλίμονο μας. Κουμπάρε μου ο Νικηφόρος έχει  κατανόηση στο παράνομο, όμως η επίσημη σχέση για τη Ερμιόνη γνωρίζω ότι είναι πάνω και πέρα απ’ όλα.»
Η Εριφύλη τον ακούει να της ψιθυρίζει μέσα από τα δόντια του «Έτοιμη για πήδημα είσαι καριόλα!»
Τελικά τα μπινελίκια του όχι μόνο της άρεσαν, αλλά και ο τρόπος που της μιλούσε την καύλωναν ακόμη πιο πολύ. Και τώρα που της έλεγε αυτά τα λόγια, καθόλου δεν της κακοφάνηκε!
Με τον Μενέλαο να συνεχίζει απτόητος. «Πω πω ρε Εριφύλη, για τον κώλο σου και τι δεν θα έδινα! Και τι δεν θα έδινα! για να στον γαμήσω!»
«Τι είναι αυτά που λες Μενέλαε; Δεν ντρέπεσαι; Τον ρώτησε δήθεν προσβεβλημένη.
«Ε, τι κάνω;»
«Αα, δεν ξέρω.» 
«Μωρό μου είμαι έτοιμος για όλα μαζί σου.» 
«Δηλαδή;»
«Θέλω να κάνουμε τα πάντα!»
«Κουμπάρε αυτό εδώ (το κούτελο) το έχουμε καθαρό.»
«Και καθαρό θα το κρατήσουμε, αλλού έχω το μυαλό μου εγώ.»
«Αμ δεν ξέρω; Αυτά είναι ντροπής πράματα που σκέφτεσαι.»
Εκείνη την ώρα κατέφθασαν και η Ερμιόνη με τους τρεις μικρούς μπόμπιρες.  Ο Μενέλαος απομακρύνθηκε και για να ανακουφίσει τις καύλες του παίρνει τα παιδιά να πάνε μια βαρκάδα και αφήνει τις δυο γυναίκες να πάνε για καφέ και να πουν και τα δικά τους.
«Κουμπάρα σε νιώθω κάπως. Τρέχει κάτι;» Ξεκινάει την κουβέντα η Ερμιόνη όταν έμειναν οι δυο τους στο καφέ-μπαρ.
«Όχι μωρέ: Όχι δεν νομίζω.»
«Δε σε νιώθω νομίζεις; Δεν βλέπω; Τι!  Όχι δεν νομίζεις; Η τρέχει κάτι;.»
«Κουμπάρα μου γλυκιά θα σου μιλήσω με ειλικρίνεια. Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο γυρνούσε στο μυαλό μου η επιθυμία να δοκιμάσω να πάω με άλλον άντρα. Είχα αρχίσει να μπαίνω στο ίντερνετ και να κοιτάζω καυτούς άντρες και να βασανίζω το μουνάκι μου βλέποντας τσόντες. Αλλά ως εκεί. Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια, σου λέω! Έχω βαρεθεί να λείπει τόσο μεγάλο διάστημα ο Νικηφόρος.»
«Να που μας λέει πως η ζωή της έχει ρουτινιάσει αφάνταστα και μας βγήκε βιτσιόζα σεξουαλικά η κοπέλα αναζητώντας νέες σεξουαλικές εμπειρίες για να  ικανοποιήσει τις πιο φιλήδονες φαντασιώσεις της η «Εμμανουέλα μας». Αμ! καλά το παρατήρησα εγώ ότι τελευταία φροντίζεις όταν πάμε στο γυμναστήριο να είσαι στα καλύτερα σου, μοσχοβολιστή και έξτρα σέξι ντυμένη τονίζοντας ιδιαίτερα το μπούστο και τους γλουτούς σου και όλο ζητάς συμβουλές και την «πέφτεις» στον κούκλο γυμναστή και αυτός να σε μπαλαμουτιάζει.»
«Αχ Ερμιόνη μου μου. Έχει ένα απίστευτο χαμόγελο με μία οδοντοστοιχία που αστράφτει όταν γελάει ενώ τα μάτια του είναι υπέροχα. Πραγματικός άντρακλας. Όσο για το κορμί του, τα λόγια είναι λίγα, ωραίος τύπος, μελαχρινός, ψηλός, με μπράτσα και με έξυπνο χιούμορ. Που να ήξερες όταν με βοηθούσε με το πρόγραμμα στις διατάσεις ο γυμναστής με τα χέρια μες στα μούσκουλα με άγγιζε μου άνοιγε τα πόδια μου λύγιζε ελαφρώς τα γόνατα μου και με κρατούσε με τις παλάμες μέσα από το εσωτερικό των μηρών μου για να έχω ισορροπία και με χάιδευε όλο και πιο τολμηρά. Η λίμπιντο χτυπούσε κόκκινο, η υγρασία μου έβγαινε στη φόρμα και την αισθανόταν στα δάκτυλα του. Κάθε φορά έφευγα από το γυμναστήριο ξαναμμένη.»
«Μωρή σκρόφα! Μη μου πεις πως ξεκίνησες να νταραβερίζεσαι με το γυμναστή σου!»
«Η συνέχεια γράφτηκε εκείνος να με «παίρνει» πάνω στα μηχανήματα και ακουμπισμένη στους τοίχους του γυμναστηρίου και εγώ εκείνη τη μέρα έφυγα από το γυμναστήριο πιο ανανεωμένη από ποτέ.»
«Ρε γαμιέσαι με το γυμναστή; Σοβαρά τώρα;»
«Όπως ξέρεις συνεχίζω να γυμνάζομαι εκεί σαν να μην τρέχει τίποτε και μάλιστα μετά από λίγο καιρό ξεκίνησα και personal training μαζί του και περνάμε ακόμα πιο πολύ χρόνο μαζί και επαναλαμβάνουμε τις καυτές μας επαφές. Δεν ξέρω που θα μας πάει όλο αυτό, αλλά το μόνο που ξέρω είναι πως «με ένα σμπάρο πέτυχα δυο τρυγόνια». Και γυμνάζομαι και πετυχαίνω πολλαπλούς οργασμούς. Τι καλύτερο;»
«Άστο-διάολο φιλενάδα! Έχεις ξεφύγει. Πας να με τρελάνεις. Νομίζω ότι με δουλεύεις ψιλό γαζί. Εμένα βρήκες να δουλέψεις; Άστα αυτά....πες την αλήθεια. Και εμείς φιλενάδα είμαστε αρκετά ξαναμμένες άλλα δεν κάνουμε παιχνίδι.»
«Αφού μπορώ να σε δουλέψω. Και σου αρέσει να τις ακούς τις γαμάτες ιστορίες μου. Η μυθοπλασία αγάπη μου είναι ψέματα ή αλήθειες ειπωμένες με «λοξό» τρόπο! Τίποτα δεν είναι ψέμα γιατί τίποτα δεν είναι αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι δεν το 'χουμε κάνει ακόμη, αλλά οσονούπω σκέφτομαι να το κάνουμε. Δεν αντέχω άλλο να φεύγω από το γυμναστήριο αγάμητη. Λοιπόν εγώ το παραδέχομαι πως είμαι βιτσιόζα. Για πες εσύ! Τον κουμπάρο τον βλέπω αγριεμένο. Πως έτσι; Νηστικό τον έχεις;»
«Θα σου εξηγήσω μια άλλη φορά! Πάμε βλέπω γύρισε η βάρκα τους.»
Μια εβδομάδα αργότερα.
Η Εριφύλη στην τηλεφωνική σύνδεση ενημερώνει τον Νικηφόρο! «Αγάπη μου μας ειδοποίησαν από την εταιρία με τα συστήματα ασφαλείας στο εξοχικό μας πως μπλοκάρει τελευταία το δίκτυο του συναγερμού και το πιο πιθανώς χρειάζεται τεχνικός να τα συντηρήσει και να ρυθμίσει και τις δυσλειτουργίες τους. Πρέπει να ψάξω για τεχνικό στο χωριό.»
«Μωρό μου ο κουμπάρος ο Μενέλαος είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να τα συντηρήσει αυτά τα ηλεκτρονικά συστήματα. Θα τον πάρω τηλέφωνο πότε έχει ελεύθερο χρόνο να πάτε ένα Σαββατοκύριακο μαζί στο εξοχικό δεν πιστεύω να το αρνηθεί!»
Ο Μενέλαος όταν το έμαθε δεν ολιγώρησε ούτε στιγμή για να αρπάξει την ευκαιρία.
«Αυτό τον καιρό είμαι αραχτός και έχω ελεύθερο χρόνο και πάμε με την Εριφύλη όποτε θέλετε να τα διορθώσουμε. Μην αγχώνεστε. Και τον συναγερμό να συντηρήσω και την δορυφορική να ρυθμίσω και να δείξω της Εριφύλης ότι θελήσει. Απλά περιμένω αυτές τις ήμερες κάτι αξιόπιστα υλικά αναβάθμισης. υλικά που απογειώνουν τα συστήματα, και μόλις τα παραλάβω φύγαμε. Υλικά που εγγυώνται επιθυμητό αποτέλεσμα και αυξάνουν στο έπακρο τις επιδόσεις για να δουλεύεις σωστά;»
«Εε! Ναι τα είπαμε! Αυτές οι εργασίες πρέπει να εκτελούνται από εξειδικευμένο τεχνικό, ώστε ο χρήστης να απολαμβάνει τη σωστή λειτουργία. Εσύ είσαι ο γκουρού σ' αυτά τα θέματα κουμπάρε! Τι να πω εγώ σε σένα; Απλά ίσως να χρειαστεί να κάνεις και μερικές έχτρα δοκιμές για να είμαστε σίγουροι ότι όλα λειτουργούν σωστά και θα αφήσεις πλήρως ικανοποιημένη την κουμπάρα σου ότι τις πρόσφερες με ζήλο και ευχαρίστηση τις υπηρεσίες σου.»
«Κουμπάρε είμαι πλήρως ελεύθερος από τις υποχρεώσεις του γραφείου αυτή την εποχή εάν λοιπόν συμφωνείται και εσείς πηγαίνουμε με την Εριφύλη το Σαββατοκύριακο να τακτοποιήσουμε τις εκκρεμότητες που σας βασανίζουν.»
«Ναι! Τη βρίσκω ενδιαφέρουσα την βοήθεια σου εάν συμφωνεί και η Εριφύλη μου.»
«Μωρό μου δεν διαφωνώ. Συμφωνώ να πάω με τον Μενέλαο στο εξοχικό κι επειδή το έχουμε παραμελήσει, να το συμμαζέψω και λίγο.»
Ταυτόχρονα ο Μενέλαος έχει αρχίσει να γεμίζει ιδέες και να πλάθει σχέδια και όνειρα στο μυαλό του. «Με λίγα λόγια, έχω καταλάβει πως η κουμπάρα είναι από τις άτακτες γυναίκες που απολαμβάνουν το σκληρό γαμήσι! Που τους αρέσει το άγριο σεξ και δε θα 'λεγε όχι σε πειραματισμούς και πιο σκληρά παιχνίδια, αρκεί να της το σερβίρεις κι εσύ ωραία.»
Δύο εβδομάδες αργότερα το ζευγάρι αναχώρησε για το εξοχικό σπίτι στον ερημικό ακόμη αυτή την εποχή οικισμό της μαγευτικής παραλίας για το Σαββατοκύριακο.
Βρίσκονται στο ενδιάμεσο της διαδρομής όταν ο Μενέλαος απευθύνεται στην Εριφύλη. «Περιμένω συγκεκριμένες ιδέες και προτάσεις για το που μπορεί να καθίσουμε και να απολαύσουμε ένα καλό γεύμα.» Της λέει
«Αν δεν έχεις αντίρρησιν  προτείνω μια γνωστή μας οικογενειακή ψαροταβέρνα που βρίσκεται πάνω στο κύμα. Μια απλή αλλά φροντισμένη ταβέρνα σε μια ήσυχη και μαγευτική ακροθαλασσιά λίγο πριν το τέλος της διαδρομής... Τα φρέσκα της ψάρια έρχονται καθημερινά από το Αιγαίο. Την επόμενη ώρα έτρωγαν και έπιναν με συντροφιά την καλή τους διάθεση. 
Ξεκίνησαν προς το  χώρο στάθμευσης για το αυτοκίνητο. Φθάνοντας και μένοντας στην απογευματινή σκιά των δέντρων, μια ωραία θαμπάδα από το απογευματινό φως έλουζε το χώρο. Ερημιά γύρω τους. Ο Μενέλαος σε ευθυμία βρήκε την ευκαιρία και την πλησίασε, σαν λύκος που μυρίστηκε φρέσκο αίμα.Η όσφρηση του πράγματι τον οδηγούσε σωστά εκείνη τη μέρα. Η Εριφύλη ξαφνικά αισθάνεται το χέρι του να πασπατεύει τον κώλο της. Ο Μενέλαος  αποθρασύνθηκε εντελώς. Χούφτωνε τον κώλο της, και με αστραπιαία κίνηση, χώνει το χέρι του κάτω από το φόρεμα της, και πάνω από την κιλότα της πιάνει το μουνί της που είχε αρχίσει να μουσκεύει. Η Εριφύλη με μία απότομη κίνηση προς τα πίσω, τον απώθησε και του έδωσε να καταλάβει πως για την ώρα υπερέβαινε τα όρια, όχι με πολύ αποφασιστικότητα είναι η αλήθεια!
«Τι κάνεις παιδάκι μου; Είσαι τρελός; Τι κάνεις; Θα μας δουν και θα ξεφτιλιστούμε. Φέρσου σαν κύριος και μπες στο αυτοκίνητο να φύγουμε! »
Με τον Μενέλαο να συνεχίζει απτόητος καθώς σκέφτεται ότι η κουμπάρα του παριστάνει τη δύσκολή όμως ήταν έτοιμη να του καθίσει σε πρώτη ευκαιρία. Το ένιωθε πως οι επιθυμίες τους είναι ίδιες.
«Είναι δυνατόν να είναι κάποιος τζέντλεμαν όταν του είναι σηκωμένη; Ήθελα να δω αν και εσύ είσαι καυλωμένη. Κι απ’ ότι είδα είσαι.»
«Σαχλαμάρες ιδέα σου είναι.»
Τότε ο Μενέλαος με θράσος απάντησε… «Αφού με γουστάρεις κι εσύ μωρό μου! Σου αρέσει να με ακούς έτσι. Βλέπω την ικανοποίηση στο βλέμμα σου. Είσαι έτοιμη να με δεχτείς μέσα σου από όποια τρύπα σου αρέσει!  Θα σε ξεκωλιάσω πουτάνα. Αφού ο μαλάκας ο κουμπάρος μου δεν είναι στην Ελλάδα να σε γαμάει καλά, θα σε ξεσκίσω εγώ.»
Η αλληλεπίδραση τους προχωρά και υπάρχει ανταπόκριση, τότε τα υπονοούμενα γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρα.Οι αντιστάσεις της Αλέκας είχαν ήδη καμφθεί,  αποφάσισε να ενδώσει στην επίμονη πολιορκία του Μενέλαου. «Δεν πάει να γαμηθεί» σκέφτεται, «αφού θα πηδηχτούμε που θα πηδηχτούμε, μην χάνω χρόνο με γελοίες τσιριμόνιες.»
«Ο κουμπάρος είθισται να  καλύπτει τις ανάγκες της κουμπάρας και η νούμερο ένα υποχρέωση του κουμπάρου είναι να καλύπτει τις καύλες της κουμπάρας! Συμφωνείς;.»  Τον ρώτησε κοιτώντας συνωμοτικά γύρω τους μην τους βλέπει κανείς.... αλλά γύρω τους δεν υπήρχε ψυχή... του χαμογέλασε πονηρά  σημάδι ότι της άρεσε το ερωτικό παιγνίδι.
«Για να μιλάμε χύμα, όπως λες κι εσύ, με καυλώνεις. Σε θέλω. Με το ζόρι κρατιέμαι κουμπάρα μου.»
«Σοβαρά σε καυλώνω τόσο πολύ;»
«Πιάσε να δεις…» Πιάνει και οδηγεί το χέρι της πάνω στο τζιν του.
Μμμμ! έκανε η Εριφύλη, καθώς το χέρι της έτριβε απαλά το φούσκωμα στο παντελόνι του .
«Πως σου φάνηκε λοιπόν;»
«Το κατάρτι σου το βλέπω όρθιο έτοιμο για σεξ. Καλό σημάδι  Δραστήριος είναι ο μικρός μας! Δεν κρατιέται με τις ορμές του.»
«Μικρός στο μάτι αγάπη μου… στο κρεββάτι θα σε ξεπατώσει...»
Η Εριφύλη άρχισε να νιώθει έλξη και διέγερση σε υψηλά επίπεδα. Αποφάσισε να κλιμακώσει την επαφή και να τα παίξει όλα για όλα…  «χμ….» έγνεψε πονηρά και πήρε σκεπτικό ύφος.
«Με λίγα λόγια με θέλεις πολύ; Που θα κάνεις ό,τι σου ζητήσω σα γυναίκα να ζήσουμε το σεξ με πάθος και φαντασία;» 
«Ρωτάς;. Ρωτάς ρε μωρό μου, κάποιον που σε γουστάρει τρελά; Θα σε κάνω να περάσεις αξέχαστα στο κρεβάτι με άφθονο σεξ!» της ψιθυρίζει θολωμένος κι ένα βογκητό ξεφεύγει από τα χείλη του. «Δε βλέπω την ώρα να βρεθούμε στο κρεβάτι» της λέει τη στιγμή που δυο παρέες έκαναν την εμφάνιση τους και πλησίαζαν στο πάρκινγκ. Οι διαχυτικές και τολμηρά αδιάκριτες ερωτοτροπίες τους διακόπηκαν απότομα!
Από εκεί και πέρα, χωρίς να κολλήσουν στα πρώτα στάδια, έχει δημιουργηθεί ισχυρή έλξη και όλα πήραν το δρόμο τους με κεκτημένη ταχύτητα ή όπως λέμε, «το νερό μπήκε στο αυλάκι» για την Εριφύλη και τον κουμπάρο. Έχει κορμάρα που θα τον στείλει αδιάβαστο. Οι δυο τους θα ζήσουν μια αξέχαστη απολαυστική εμπειρία με σεξ ασταμάτητο την οποία θα θέλουν να ζήσουν ξανά και ξανά. 
.... Ήταν νωρίς το απόγευμα που αναχώρησαν από τη ταβέρνα για το εξοχικό τους, δεν τους έμενε παρά μισή ώρα δρόμος ακόμη. Το υπόλοιπο ταξίδι κύλησε ευχάριστα. Ο Μενέλαος από τη στιγμή που η Εριφύλη τον απώθησε μετά το χούφτωμα έφυγε από κοντά της και δεν την ενόχλησε άλλο, σ’ όλο το υπόλοιπο ταξίδι.
Της Εριφύλης η σκέψη της είχε κολλήσει στα τελευταία λόγια του Μενέλαου την στιγμή που τον απώθησε πανικόβλητη στο πάρκινγκ. «Πουτάνα, θα με παρακαλάς να σε γαμάω όταν φτάσουμε με το καλό…. μέσα στο ίδιο σου το σπίτι! Στο κρεβάτι σας» Της είχε πει.
«Λες; Λες Εριφύλη, να τολμήσει κάτι τέτοιο απόψε στο σπίτι μου και στο συζυγικό κρεβάτι;»
Τελικά είναι μεγάλο καθίκι ο κουμπάρος.  Άνδρας με αυτοπεποίθηση, καθαρόαιμο αρσενικό που με έχει ανάψει πολύ ο καριόλης και με καυλώνει ολοένα και περισσότερο και σκέφτομαι πως με αυτόν θα γαμιόμαστε υπέροχα; Αυτό παθαίνω τελευταία μαζί του. Κάθε φορά που τον βλέπω, μου βγαίνουν εικόνες από άγρια γαμήσια μεταξύ μας! Μα αν νομίζει ο γαμημένος ότι θα τη βγάλει καθαρή μαζί μου κάνει μεγάλο λάθος! Θα του στραγγίσω τον πούτσο για τα καλά! Δεν θα του αφήσω σταγόνα για την κουμπάρα.
Ηταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος που έφτασαν στο εξοχικό καθώς ο ήλιος κατεβαίνει πίσω από τη βουνοκορφή της Όθρυς και ο ουρανός γεμίζει με χρώματα. Ήταν ένα φωτεινό απόγευμα με τον ήλιο πάνω από την μαγική κορυφή του βουνού και από το ανοιχτό πράσινο της κοιλάδας. Συναρπαστική εικόνα της περιοχής. Αφού τακτοποίησαν τις αποσκευές τους η Εριφύλη έκανε ένα γρήγορο χλιαρό ντους έβαλε ένα καυλιάρικο κομπινεζόν με σατέν ύφανση και δαντέλα δεν φορούσε καθόλου εσώρουχα και κατέβηκε στο σαλόνι για να αρχίσει το συγύρισμα του σπιτιού.  Έβαλε και μια μικροσκοπική ποδιά που βρήκε στον πάγκο της κουζίνας και αυτό την έκανε ακόμη πιο καύλα. Ο Μενέλαος μόλις την είδε τα έχασε.
Βλέπει μια Εριφύλη, να φορά ένα ριχτό, πολύ κοντό, ημιδιάφανο και αφοδράριστο, νυχτικό που κρατιόταν μόνο από τον λαιμό της, και αναδείκνυε το υπέροχο στήθος της, αφήνοντας τις θηλές ακάλυπτες…. Ήταν υπεροχή! Πλησίασε και της είπε:
«Εσύ είσαι η Εριφύλη και όχι κάποια θεά;»
«Ναι Μενέλαε μου, εγώ είμαι!»
«Η Εριφύλη η κουμπάρα μου; Η γυναίκα του Νικηφόρου; επέμεινε. ο Μενέλαος.
«Ναι…ναι. Η Εριφύλη είναι αυτό που βλέπεις. Δεν σου αρέσει;»
«Αυτό που βλέπω Εριφύλη μου είναι η κόλαση η ίδια...!» Είχε μόνο την αμυδρά απορία αν φορούσε από κάτω εσώρουχο, σουτιέν σίγουρα δεν φορούσε.
Η Εριφύλη έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της, αποκαλύπτοντας στιγμιαία τα μακρυά της ποδιά, μέχρι ψηλά τον υπέροχο κώλο της! Τελικά ούτε το κάτω εσώρουχο φορούσε.
«Τι θα γίνει κουμπάρε, θα κάθεσαι να κοιτάζεις ή θα με βοηθήσεις.»
«Κουμπάρα είσαι τρέλα. Ποσό θα ήθελα να μην ήσουν κουμπάρα μου αλλά η γυναίκα μου.»
«Έλα βρε Μενέλαε, αφού ξέρεις εγώ είμαι ανοιχτή σ’ αυτά.»
«Εσύ είσαι ανοιχτή, αλλά την παροιμία με την κουμπάρα και τον κουμπάρο δεν την έχουμε κάνει πράξη…»
Η Εριφύλη δεν έχασε χρόνο και του απάντησε γελώντας:
«Εθιμοτυπικά είναι κοινώς παραδεκτό ότι ο κουμπάρος απαιτείται να ικανοποιεί σεξουαλικά τρεις φορές την εβδομάδα. Το αποδέχεσαι και είσαι έτοιμος για μια τέτοια δέσμευση;.»
«Μετά χαράς και με μεγάλη ευχαρίστηση, δεσμεύομαι.  Πάω να κλείσω την εξωτερική πόρτα κι έρχομαι. Έχω τρελαθεί στην καύλα.
Εκείνη την ώρα παίρνει τηλέφωνο ο Νικηφόρος από την μακρινή Βραζιλία. Είπαν πολλά οικογενειακά τους και στο τέλος η Εριφύλη για να ψυχολογήσει την κατάσταση, του λέει του Νικηφόρου παίρνοντας το πιο γλυκό της ύφος και με φωνή απαλή σαν μελωδία πόσο της λείπει. Ένιωθε όμως πως τον κορόιδευε γιατί το μουνάκι της είχε άλλη γνώμη. Ουσιαστικά πετούσε από τη χαρά της. Δύο ολόκληρα βράδια οι δυο τους με τον κουμπάρο. Ήταν ήδη μούσκεμα από την καύλα.
«Όλα καλά, λοιπόν! Εσύ εντάξει με τον κουμπάρο;» ρωτάει την Εριφύλη»
«Όλα καλά και εμείς. Ο κουμπάρος ξέρει να κρατάει συντροφιά σε μια γυναίκα…»
Ο Μενέλαος είναι πίσω της την έχει αγκαλιάσει και την φιλά στο λαιμό. Εδώ η Εριφύλη κάνει μια παύση και συμπληρώνει ερωτιάρικα. «Αγάπη μου μην αργήσεις να γυρίσεις γιατί μου λείπεις πολύ» του είπε αρχίζοντας να ανασαίνει πιο βαριά. Ο Μενέλαος πίσω της είχε αρχίσει να βάζει πιο πολύ πάθος στα φιλιά του με την Εριφύλη να βγάζει τους πρώτους ηδονικούς αναστεναγμούς. Ο Νικηφόρος ακούγοντας τη, τη ρώτησε αν έγινε κάτι.
«Δεν έγινε τίποτα. Ωραία όλα καλά αγαπούλα μου! Να μου προσέχεις του είπε κοφτά και τον αποχαιρετά μ' ένα πεταχτό φιλί.
«Καλά αγαπούλα μου, σε αφήνω και πες στον κουμπάρο ότι όταν με το καλό το πρωί τα πούμε θέλω να μου πεις τα αποτελέσματα του προϊόντος που θα χρησιμοποιήσεις. Εγώ κατέληξα ότι όντως είναι αξιόπιστο! (Ο Μενέλαος είχε προτείνει το πρωκτικό λιπαντικό στο Νικηφόρο όταν πήγε στο χωριό με την Αντιγόνη)
«Δεν καταλαβαίνω τι μου λες! Να πάρε τον ίδιο να του το μεταφέρεις.» 
Είπαν τα δικά τους εν συντομία οι δυο άνδρες και στο τίλος ο Νικηφόρος του λέει του Μενέλαου. «Να προσέχεις την κουμπάρα σου είναι ευαίσθητη και έχει ανάγκη μια ζεστή αγκαλιά. Αν και εσύ είσαι ψυχοπονιάρης. (Το βλέπω εγώ να της γλείφεις το μουνί μέχρι το ξημέρωμα.) Ε, τώρα τα θέλει και αυτής ο κώλος της! 
Ο Νικηφόρος κλείνοντας το τηλέφωνο ήταν πλέον σίγουρος, για τα γαμήσια που θα έχει να φάει απόψε η Εριφύλη του από τον κουμπάρο. Έτσι το τηλέφωνο έκλεισε και με το που τελείωσε η κλήση η Εριφύλη γυρνώντας στον Μενέλαο έβγαλε ένα βαρύ βογκητό ανακούφισης.
«Είσαι πολύ μαλάκας. Το ξέρεις;»
«Ναι αλλά σου αρέσει ε;…» Της είπε και η Εριφύλη για έγκριση έβγαλε ένα μουγκρητό. Λείπει ο άντρας της και έχει τρελαθεί στην καύλα! Όμως δε τον άφησε να συνεχίσει.
«Άκου να προσέχεις την κουμπάρα!  Αμάν ρε παιδί μου! Άλλο πράγμα αυτός ο Νικηφόρος μου! Εσύ θα με άφηνες μαζί του αν ήσουν στη θέση του;» ρωτάει τον Μενέλαο.
«Ειδικά με αυτό το ντύσιμο που έχεις απόψε; Εγώ θα ήμουν κολλημένος συνέχεια δίπλα σου! Ποιος θα τολμούσε να σε αγγίξει.
«Εκείνος χάνει. Εμείς σίγουρα όχι..»
«Εμείς σίγουρα όχι γυναικάρα μου. Εμείς απόψε γουστάρουμε ο ένας τον άλλο.»
«Έλα! Τέλος τώρα, πρέπει να συγυρίσουμε σιγά-σιγά…» και δήθεν τον απομάκρυνε από κοντά της με πρόσχημα ότι χρειάζεται να κάνει μερικές τακτοποιήσεις και απομακρύνθηκε κουνώντας τον πισινό της. Ο Μενέλαος συμφώνησε προς στιγμή χωρίς να είναι καθόλου πειστικός για τις προθέσεις του.
Η Εριφύλη καθώς επιχειρούσε να τελειώσει την τακτοποίηση στα πράγματα τους είδε τον Αλέξανδρο να χαζεύει τον κώλο της. Του είπε τότε περιπαικτικά:
«Καλά, συνέχεια τον κώλο μου κοιτάς; Δεν έχεις ξαναδεί κώλο κουμπάρε;»
Ο Μενέλαος έκανε δήθεν σα να ντράπηκε, μα απάντησε πως αυτό είναι που μου λείπει περισσότερο!
«Γιατί η Ερμιόνη δεν στον δίνει;» Έκανε την ανήξερη, γιατί γνώριζε το πρόβλημα τους
«Ντροπή σου να παίζεις με τον πόνο μου!  Θα το 'χεις βάρος στη συνείδηση σου! Η Ερμιόνη δεν θέλει από πίσω και μου έχει πέσει το ηθικό. Τι άλλο να μη σου πω. Μα και εσύ σαν καλή και αγαπημένη κουμπάρα δεν βοηθάς κι εγώ τρελαίνομαι!»
«Εγώ;!, Ρώτησε δήθεν έκπληκτη. Και τι μπορεί να κάνει η κουμπάρα;» Και του ρίχνει ένα πουτανίστικο γεμάτο καύλα βλέμμα.
«Τι μπορεί να κάνει η κουμπάρα; Πολλά μπορεί. Περίμενε να σου δείξω. Πήγε πάλι κοντά της, κι ένιωσε τα πόδια της να λιώνουν από την καύλα. Την έπιασε από τη μέση και τη φίλησε παθιάρικα. Αυτό ήταν. Κατάλαβε ότι όντως ο κουμπάρος τη γούσταρε πολύ. Είχε μουσκέψει όσο δεν πήγαινε άλλο. Ήθελε να γαμηθεί μαζί του εδώ και τώρα. Τον έσπρωξε και το έριξε στον καναπέ. Του κατέβασε τη βερμούδα και του έπιασε το παλαμάρι, δεν ήταν μεγαλύτερο από του Νικηφόρου αλλά ήταν χοντρό. Αμέσως τον πήρε στο στόμα της. Άρχισε ένα υπέροχο τσιμπούκι. Έγλειφε, ρουφούσε και πιπιλούσε το χοντρό παλαμάρι του Μενέλαου που έγειρε το κεφάλι του πίσω και αφέθηκε στην ηδονή που του πρόσφερε βγάζοντας κάθε τόσο μικρούς αναστεναγμούς απολαμβάνοντας το τσιμπούκι της κουμπάρας του. «Ωωωχχχ!... βόγκηξε... Γουστάρω τις χειλάρες σου μάτια μου! Πω πω τι φανταστικές χειλάρες είναι αυτές! Έτσι μωρό μου! Ρούφα τον!»
Πέρασε τη γλώσσα της πάνω στο κεφάλι της ψωλής του Μενέλαου στέλνοντας ρίγη ηδονής σ’ όλο το γεροδεμένο κορμί του. Μετά έκλεισε απαλά τα δόντια της και  δάγκωσε τις φλεβίτσες και τα νευρά που εξείχαν στην απαλή επιδερμίδα του καυλιού του. Ο Μενέλαος κόντεψε να πηδήξει στο ταβάνι από την αφόρητη καύλα που ένοιωθε. Βογκούσε και η αναπνοή του είχε γίνει βαριά και άστατη νιώθοντας τα αρχίδια του βαριά γεμάτα σπέρμα που κόχλαζε έτοιμο να εκτιναχτεί σαν λάβα ηφαιστείου
«Αμάν! Δεν το πιστεύω αυτό! Η κουμπάρα θα ρουφήξει και τα αρχίδια μου στη στοματάρα της. Πω πω! τι ψωλοαρπάχτρα είναι αυτή!»
Η Εριφύλη ένιωσε την ψωλή του να τρέμει άγρια μέσα στο στόμα της και κατάλαβε ότι ο Μενέλαος κόντευε να εκραγεί! Επιτάχυνε τις κινήσεις του κεφαλιού της ενώ έσφιξε ακόμα πιο πολύ τα χείλια της πάνω του. Το κεφάλι της τώρα κουνιόταν ρυθμικά και γρήγορα μπρος πίσω πάνω στην καυτή ψωλή του εξαφανίζοντας την ολόκληρη μέσα στην στοματάρα της.
Ο Μενέλαος σπαρταρούσε από την καύλα. Ξαφνικά ένας σπασμός συντάραξε το κορμί του. Έπιασε με τα δυο του χέρια το κεφάλι της Εριφύλης και το κόλλησε πάνω του. Ο πούτσος του έφτασε βαθιά στο λαρύγγι της και τότε άρχισε να εκτοξεύει πηχτά άσπρα καυτά χύσια μέσα στο στόμα της μουγκρίζοντας.
«Ααχχχ!!!! Έρχομαι! Ναι! Τώρα!!! Χύνωωωωω!! Πάρ’ ταααα! Ναι! Όλαααα!»
Της Εριφύλης χύσια γέμισε το στόμα της και άρχισαν να κυλάνε έξω από τα χείλια της. Η ψωλή του Μενέλαου σπαρτάραγε στις χειλάρες της αδειάζοντας το καυτό φορτίο των αρχιδιών του με χύσια στο στόμα της τα οποία τα πιο πολλά είχαν τρέξει πάνω στο σαγόνι της στο λαιμό της και στο νυχτικό της. Της ζήτησε να μη τα  σκουπίσει επειδή του αρέσει να τη βλέπει έτσι, τον προκαλεί, και τον καυλώνει πολύ.
«Σ’ αρέσουν αυτά που σου κάνω καυλιάρη μου;»
«Τι καύλα γυναίκα είσαι εσύ κουμπαρούλα μου! Πολύ καυλιάρα, ξέρεις να γαμιέσαι.»
«Που να δεις τι ρεπερτόριο θα σου κάνω στην κρεβατοκάμαρα.»
Της Εριφύλης μετά από μερικές στιγμές, που της φάνηκαν ατελείωτες, ένιωθε το μουνί της να στάζει σχεδόν μέσα της. Το αισθανόταν να πάλλεται ανάμεσα στα πόδια της μία κάψα που δε μπορούσε να σβήσει, δε μπορούσε να ησυχάσει. Όλο το κορμί της έδειχνε ότι λυτρωτικά περίμενε να νοιώσει την πούτσα του μέσα στο μουνί της. Ανέβηκε τις σκάλες πηγαίνοντας στην κρεβατοκάμαρά της. Ο Μενέλαος την ακολούθησε πίσω της και με τα χέρια του της σήκωνε μέχρι πάνω το νυχτικό θαυμάζοντας τα υπέροχα ολοστρόγγυλα κωλομάγουλα της.
«Στο δήλωσα καριόλα κουμπάρα ότι θα σε γαμήσω μέσα στο σπίτι σου.»
«Ναι γαμιά μου. Το 'πες και θα το 'κάνεις. Θα με γαμήσεις μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.»
«Είμαι έτοιμος μωρό μου. Πάμε στην κρεβατοκάμαρα. Θέλω να σε γαμήσω εκεί που κοιμάστε στο κρεβάτι σας.»
«Που ‘σαι να το ακούσεις μαλάκα Νικηφόρε. Θα με γαμήσει στο κρεβάτι μας. Που είσαι να πάρεις μάτι και να τον παίξεις! Σε αυτό τουλάχιστον είσαι πολύ καλός!»
«Πουτάνα. Θα σε γαμήσω έτσι που ποτέ δεν το έχει κάνει ο κουμπάρος!»
«Έτσι θέλω! Να με γαμήσεις με σαν πουτάνα. Να με κάνεις να νιώσω πουτάνα γυναίκα. Απόψε έχω διάθεση για τρελά ερωτικά παιγνίδια. Για αμαρτίες ατέλειωτες κουμπάρε.»
Μπήκαν στο υπνοδωμάτιο όπου την έτρωγε με τα μάτια και δεν άργησε να κάνει την κίνηση του. Την αγκάλιασε και άρχισαν να φιλιούνται άγρια, σαν τρελοί. Την ήθελε πολύ, τον ήθελε και αυτή αλλιώς δεν θα του άνοιγε την πόρτα του σπιτιού της και της κρεβατοκάμαρας της. Την έπιασε από τα μαλλιά και την έβαλε να ακουμπήσει μπροστά σ έναν ολόσωμο καθρέφτη τοίχου. Τη φιλούσε με μανία στο λαιμό και στην πλάτη τραβώντας ελαφρά τα μαλλιά της και βγάζοντας το νυχτικό της όπου αντίκρισε το υπέροχο σφιχτό κωλαράκι της. Έσκυψε ενώ η Εριφύλη τον είχε πλάτη όρθια και ανοίγοντας τον κώλο της έβαλε τη γλώσσα του και τις έγλειφε και τις δύο τρύπες της βάζοντας της δάχτυλο εναλλάξ. Παντού. Έβαλε τα δύο του δάχτυλα όσο πιο βαθιά μπορούσε στο μουνάκι της και τα άφησε να κολυμπάνε στα υγρά της. Όχι για πολύ όμως καθώς δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Έβγαλε τα δάχτυλα του από τη φωλιά τους και πριν προλάβει να κάνει κάτι άλλο, η Εριφύλη του αρπάζει το χέρι και αρχίζει να γλύφει τα υγρά της από τα δάχτυλά του.
«Πουτσαρά μου ήρθε η ώρα που περίμενες! Να γαμήσεις την πουτάνα την κουμπάρα σου! Έλα καυλιάρη μου το μουνάκι μου δεν μπορεί να περιμένει άλλο..»
Ο Μενέλαος τρελάθηκε. «Είσαι μεγάλο πουτανάκι! Απόψε θα σε ξεσκίσω στο γαμήσι.»
«Ναι άνδρα μου, εσύ με έκανες να νοιώθω και να γίνομαι πουτάνα. Δεν αντέχω να περιμένω, έλα γάμησε με, μη με βασανίζεις.» Και όλο το κορμί της έδειχνε ότι λυτρωτικά περίμενε να νοιώσει την πούτσα του μέσα στο μουνί της.
«Μωρό μου θα σε γαμήσω και δεν με νοιάζει να φωνάξεις και να μας ακούσει όλος ο οικισμός. Θα σε σκίσω σαν πουτάνα!»
«Αχ… μωράκι μου τι είναι αυτά που μου κάνεις; Θα με μάθεις να γαμιέμαι εσύ μωρό μου. Ο Νικηφόρος μου φεύγει στα καράβια ξεχνάει να γυρίσει ο μαλάκας και το μουνάκι μου δεν αντέχει να στερηθεί το γαμήσι. Το έχει τόσο ανάγκη.»
«Μαλακία του κουμπάρου. Εσύ μωρό μου στάζεις καύλα. Άμα σε είχα εγώ γυναίκα θα σε είχα ξεσκίσει στον πούτσο. Δεν θα σε άφηνα σε χλωρό κλαρί. Θα του δείξω εγώ του κουμπάρου του ναυτικού πως γαμάνε τέτοια καυλιάρα γυναίκα. Με τέτοιο μουνί, εγώ δεν θα σηκωνόμουν από το κρεβάτι.»
«Ναι! Δείξε στο μαλάκα πως γαμάνε τη γυναίκα του… έλα δεν μπορώ να περιμένω άλλο.»!
«Ναι Μωρό μου! Ώρα είναι να σου δείξω πως θα γαμήσω τη καυλιάρα κουμπάρα μου.»
«Μ' έχεις τρελάνει μωρό μου… Την προσκυνάω σαν πουτάνα την πούτσα σου!»
Την τράβηξε και τη σήκωσε όρθια πάλι. Την έβαλε πάλι μπροστά στον καθρέφτη στα τέσσερα και της είπε να τον κοιτάει στον καθρέπτη ενώ θα την καρφώνει με τον πούτσο του στο μουνάκι της.
«Αχ… ναι μωρό μου… θα με γαμήσεις επιτέλους.»
«Σ’ αρέσει το καυλί μου πουτανάκι; Αυτός ο πούτσος θα σε σκίζει από εδώ και πέρα όταν φεύγει στα καράβια ο κουμπάρος.»
Η Εριφύλη κουνιόταν και προσπαθούσε να τον βάλει μέσα της. Την παίδευε λίγο ώσπου του λέει ότι δεν αντέχει άλλο. «Σε παρακαλώ γάμησε με, θέλω τον πούτσο σου μέσα μου μην με ταλαιπωρείς άλλο την πουτάνα.»
Ο Μενέλαος αφού την σκαμπιλίζει πάνω στα κωλομάγουλα με μια απότομη κίνηση της τον χώνει απότομα και γεμίζει το μουνί της με το σκληρό του εργαλείο. Τα βογκητά της τον καύλωναν πιο πολύ και συνέχιζε να την γαμάει πιο άγρια.
«Αααχ… μ’ έχεις ξεσκίσει θα χύσω πάλι.»
«Χύσε μωρό μου. Θα σταματήσω να σε γαμάω μόλις λιποθυμήσεις. Σήμερα είναι η μέρα μας, και θα σου σκίσω και τον κώλο.»
«Ότι θέλεις κάνε, δικός σου είναι. Είμαι η σκλάβα του πούτσου σου πλέον.»
«Το ξέρω πουτανάκι μου. Γι αυτό θα κάνεις ότι σου λέω για τιμωρία που τόσα χρόνια με σνομπάριζες και δεν μου έδινες καμία σημασία.»
«Μαλακίες έλεγα γιατί δεν ήξερα ότι είσαι τέτοιος γαμιάς. Σκίσε με… αχ… λιώνω. Μην τολμήσεις να σταματήσεις, σκίσε με. Γάμα με ρε καργιόλη. Δυνατά. Μη σταματάς. Δώσε μου το μουνί στα χέρια. Μόνο τόσο μπορείς; Αχ… τι είναι αυτό ρε γαμιόλη; Τι παλούκι είναι αυτό που έχεις;. Ξεφτίλισε με την πόρνη. Σκίσε το μουνί μου. Ναι! Ναι! Ναι! Έτσι, ναι! Χύνω η πουτάνα! Πάλι χύνω η πουτάνα… χύνω… μωρό μου, πως γαμάς έτσι;… είσαι απίστευτος.»
Η Εριφύλης τον είχε γεμίσει με τα χύσια της κάτι που τον καύλωνε απίστευτα. Ο Μενέλαος πήγαινε σαν κομπρεσέρ και της ξέσκιζε στην κυριολεξία το μουνί. Το σφυροκόπημα συνεχίστηκε και αφού τελείωσε εκείνη. Αυτός ήθελε ακόμα λίγο καθώς εκείνη είχε παραδοθεί στον οργασμό της. Την άρπαξε από το μαλλί και την έβαλε στα γόνατα μπροστά στο καυλί του να κοιτάει καυλωμένη μιας και δεν της συμπεριφερόταν ο Νικηφόρος με λίγη παραπάνω βία που τόσο επιθυμούσε. Χωρίς προειδοποίηση την έλουσε με σπέρμα στο πρόσωπο, στα μαλλιά στο στόμα, ενώ
έτρεξε μέχρι κάτω στα βυζιά της. Η χαρά της δεν περιγράφεται. Τα μάζεψε με το χέρι του και της τα έδωσε να τα καθαρίσει όπως και το καυλί μου. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι και κούρνιασε στην αγκαλιά μου.
Η Εριφύλη νιώθει την ανάγκη να πάει στην τουαλέτα.
«Πήγαινε καύλα μου και σε περιμένω να ΄ρθεις να περιποιηθώ το κωλαράκι σου.»
«Ναι άντρα μου ότι θέλεις. Ναι μωρό μου, ναι ότι θέλεις. Να μου τον βάλεις και από πίσω.»
Ο Μενέλαος σύντομα κατάλαβε ότι θα του έκανε τα πάντα και καύλωνε απίστευτα. Απορούσε με τον Νικηφόρο πως γίνεται να έχεις τέτοια μουνάρα γυναίκα και να την αφήνεις πίσω σου μονάχη της και εσύ ναυτικός να ταξιδεύεις τους ωκεανούς ξεδίνοντας στη μαλακία σκεπτόμενος πως άλλοι στη γαμούνε. Μέσα του όμως χαιρόταν γιατί εξαιτίας αυτού θα γαμούσε μια τέτοια καύλα γυναίκα σε λίγο από παντού.
......Πίσω στο πλοίο μεσάνυχτα και ο Νικηφόρος έχει ξαπλώσει στο άνετο κρεβάτι του. Η ρουτίνα της ημέρας ήταν ήσυχη το πλοίο είχε αναχωρήσει την προηγούμενη ημέρα από τη Βραζιλία με προορισμό λιμένες της Ευρώπης. Η σκέψη γυρίζει στην τελευταία τηλεφωνική  επαφή με την Εριφύλη του. Σκέφτηκε την Εριφύλη του στην αγκαλιά του κουμπάρου του... Υπό κανονικές συνθήκες ηθικής ο κουμπάρος δεν επιτρέπεται να κάνει κάτι μαζί της ακόμη κι αν ήταν κλεισμένοι σε ένα κελί με το ζόρι. Δεν υπάρχει αυτή η γυναίκα για εκείνον. «Αλλά τελικά στη ζωή μας έχουν διδάξει ότι όλα είναι πιθανά!» μονολόγησε ο Νικηφόρος. Θες η λαχτάρα του επειδή τους σκεφτόταν αγκαλιά να κάνουν έρωτα, θες το απαλό αεράκι μπαινόβγαινε απ’ το φινιστρίνι της κρεβατοκάμαρας του, θες και το ερωτικό blues μόλις ακουγόταν αμυδρά στο στερεοφωνικό του, όλα αυτά συνέβαλλαν ώστε ο Νικηφόρος να οδηγείται σε νυχτερινές φαντασιώσεις γεμάτες παρεκτροπές. Υπάρχουν γυναίκες, για τις οποίες δεν ισχύουν ανώφελες δικαιολογίες τύπου «δεν μπόρεσα να ελέγξω τα συναισθήματά μου» και «η έλξη ήταν αμοιβαία» γυναίκες που του προκαλούν ερωτική έλξη για να αναζητήσει τον έρωτα. Μια τέτοια γυναίκα είναι η Μάνα της γυναίκας του. Και ο Νικηφόρος είναι στην κλασική ονειροπόλα φάση που πιστεύει πως ό,τι διαδραματίζεται σε μια τηλεοπτική σειρά ή σε μια ταινία, μπορεί κάλλιστα να συμβεί και στην πραγματική ζωή. Υπάρχουν εκατοντάδες άνθρωποι που θα τον λοξοκοιτάξουν για αυτή του την επιλογή και ένας που θα προσπαθήσει να τον σκοτώσει με ό,τι βρει μπροστά του. Η Εριφύλη του.
Το σαράκι που τον τρώει τελευταία έχει εισβάλλει ακάλεστο σε μια σχέση, όμως, παραμένει θέμα ταμπού και που δεν θα το συζητήσει ούτε με τους κολλητούς του.
Για τον Νικηφόρο η αυτοϊκανοποίηση είναι μια συνήθεια. Στο μυαλό του η σχέση του άντρα με το πέος του είναι μια σχέση ζωής. Για εκείνον είναι το κέντρο του κόσμου.  Μέσα του δε ντρέπεται καθόλου αφού το θεωρεί απαραίτητο και φυσιολογικό. Ποίες γυναίκες όμως σκέφτεται όταν αυνανίζεται; Είναι απολύτως ειλικρινής! Σκέφτεται το απωθημένο του. Μια γυναίκα που του είναι πολύ γνωστή και του έχει κινήσει το σεξουαλικό ενδιαφέρον και την κάνει εικόνα του όταν αυνανίζεται και μάλιστα μέχρι πρόσφατα αποτελούσε ονείρωξη του όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά και μάλιστα σε όνειρο που ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά.
 Όχι δεν είναι απαραίτητα πιο όμορφη από τη γυναίκα του την Εριφύλη. Ηταν όμως ένα απόρθητο κάστρο για τον Νικηφόρο και του αρέσουν αυτά. Το χειρότερο απ’ όλα, ήταν ότι συνέχιζε έτσι κι αλλιώς να την ονειρεύεται με τον ίδιο τρόπο, να φαντάζεται ότι αυτή ερχόταν μες στη νύχτα να ξαπλώσει δίπλα του, κι από κει ν’ αφήνεται σ' ένα τρελό παιχνίδι φαντασίας και καταπιεσμένων επιθυμιών. Δεν υπήρχε τίποτα να μην το κάνουν στις φαντασιώσεις του. Κι αν μη τι άλλο, αυτές οι φαντασιώσεις έκαναν την επιθυμία του για εκείνη να φουντώνει σαν πυρκαγιά. Στη ζωή του ολόκληρη, δε θυμόταν να είχε νιώσει τίποτα που να πλησίαζε έστω αυτό το σεξουαλικό αμόκ. Μπορεί να την «κατάκτησε» στη μυθοπλασία του αλλά απλά και πάλι είναι το σεξουαλικό του καταφύγιο όταν πρέπει κάτι να σκεφτεί για να ερεθιστεί. Μάλιστα τη σκέφτεται σε μια ορισμένη στάση, την αγαπημένη τους, η οποία του έχει αποτυπωθεί από μια προσωπική τους στιγμή και την αναπαράγει στο μυαλό του για να ερεθιστεί και νιώθει τόσο ωραία όταν σκέφτεται την Αντιγόνη που του είναι τόσο οικεία. Εκτιμούσε και σεβόταν την προσωπικότητά της Εριφύλης του, τη δύναμη του χαρακτήρα της, το κοφτερό, αντρίκιο μυαλό της, τις απεριόριστες ικανότητές της. Υπήρχε μια βαθιά πνευματική και ψυχική επαφή ανάμεσά τους, που τίποτε δεν μπορούσε να την κλονίσει, ούτε οι επιδόσεις της στο κρεβάτι, ούτε οι δικές του, ανεξέλεγκτες αντιδράσεις απέναντι στην μητέρα της. Αν και τα τελευταία χρόνια , είχε αρχίσει ν’ αμφιβάλλει σοβαρά γι' αυτό το τελευταίο. Δεν μπορούσε να ξεφύγει απ' την επιθυμία του για την Αντιγόνη. Ότι κι αν έκανε, όσο κι αν την απέφευγε, όσα κρύα ντους κι αν έκανε πριν πέσει στο κρεβάτι, η εικόνα της θα 'ρχόταν επίμονα και πιεστικά στο μυαλό του, και το σώμα του θα άναβε και θα σκλήρυνε άθελά του. Την ποθούσε, κι ο χρόνος δεν έκανε τίποτε για να αμβλύνει τον πόθο του. Είχε φτάσει στο σημείο να κάνει έρωτα με τη γυναίκα του, και να σκέφτεται την Αντιγόνη ένοχος και ενοχλημένος, με τον εαυτό του. Είχε παντρευτεί μια ξεχωριστή γυναίκα, και μες στη μέση, η Αντιγόνη, προσωποποίηση του αισθησιασμού και του ερωτισμού, μια συνεχής πρόκληση στις ξαναμμένες του αισθήσεις. 
Τρεις ώρες αργότερα από την τηλεφωνική συνομιλία του με την Εριφύλη στο εξοχικό τους με την πεθερά του σπίτι ο Νικηφόρος πήρε τηλέφωνο στην Αθήνα στο σπίτι τους να μιλήσει με την πεθερά του τα μικρά παιδιά τους. Το σήκωσε η Αντιγόνη.
Από την αναγνώριση κλήσεων η Αντιγόνη βλέπει ότι είναι ο Νικηφόρος!
«Παρακαλώ.»
«Αντιγόνη μου καλησπέρα...»
«Καλησπέρα γαμπρούλη μου.»
«Τα παιδιά.;»
«Τα έχω βάλει για ύπνο και κάλο είναι να μην τα ξεσηκώσουμε απόψε! Θα μιλήσετε αύριο!»
«Ο πεθερός μου;»
«Ηταν δίπλα με τα παιδιά, αλλά όταν τα πήρε ο ύπνος κατέβηκε κάτω στο σπίτι να μην είναι άδειο.»
«Εσύ θα κοιμηθείς στο κρεβάτι μας απόψε!»
«Απόψε και αύριο αν δεν έχει γυρίσει η προκομμένη η κόρη μου.»
«Από ότι κατάλαβα τη Δευτέρα αργά θα γυρίσει. Έχουν μπλέξει τα καλώδια λέει ο κουμπάρος και χρειάζονται σχολαστική επιθεώρηση!»
«Μάλιστα σχολαστική επιθεώρηση! Δεν το σχολιάζω!»
«Άστους αυτούς. Εσύ για πες μου στο κρεβάτι μας μόνη σου τη νύχτα τι θα σκέφτεσαι να κάνεις με το μυαλό και το κορμί ; Αντιγόνη μου, μου λείπεις πολύ Μωρό μου! Κάθε βράδυ κλείνω τα μάτια μου και σ’ αισθάνομαι μέσα στα χέρια μου να σπαρταράς από ηδονή, και να μου λες το τι μου λες, κοριτσάρα μου! Μαζί σου νοιώθω όπως με καμιά άλλη. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένοιωσα τέτοια καύλα και τόση καψούρα όση μαζί σου! Πάω να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου, να κλείσω τα μάτια μου, και ν’ αρχίσω να σε σκέφτομαι! Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, Μωρό μου!»
«Γαμπρέ μου με ξεσηκώνεις! Στην κόλαση θα πάμε!»
«Εν προκειμένω, σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη, το να κερδίσει η ψυχή σου τον παράδεισο στην άλλη ζωή πρέπει να στερηθείς τις ηδονές αυτής της ζωής, δεν γίνεται να τα έχεις όλα.»
«Δεν γίνεται εε;  Με το μυαλό, που έχουμε εκεί θα πάμε.»
«Δεν γίνεται Μωρό μου! Και την πούτσα στο μουνί και την ψυχή στον παράδεισο.» 
«Είσαι μεγάλος μαλάκας και καθίκι αλλά είσαι και καλό παιδί! Με έχεις τρελάνει απίστευτα. Σε σκέφτομαι συνέχεια και είμαι διαρκώς καυλωμένη. Τι θα κάνω γι’ αυτό;»
«Ότι θα κάνω και εγώ.»
«Για λέγε μου τι θα κάνεις εσύ.»
«Δεν θα σου πω τι θα κάνω τώρα, όμως θα σου πω τι έχω κάνει στο παρελθόν όταν είχα τη μουνάρα σου στο μυαλό μου που έλιωνα τον πούτσο μου στην μαλακία.»
«Καλά το λέω εγώ πως μας περιμένει η κόλαση. Μαζί σου που έμπλεξα εκεί θα καταλήξουμε. »
«Μωρό μου! Αν βασιστούμε στις θεωρίες των θεολόγων, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Θεός έπλασε τους ανθρώπους με μοναδικό σκοπό να γεμίσει με κόσμο την κόλαση. Όλοι στην κόλαση θα πάμε, κανείς δεν είναι αναμάρτητος, γι’ αυτό και ο παράδεισος θα είναι μια ζωή ακατοίκητος.»
Κλείνοντας το τηλέφωνο και πίνοντας την τελευταία γουλιά από το κεχριμπαρένιο και απολαυστικό λικέρ mandarine napoleon με άρωμα μανταρινιού/πορτοκαλιού ξάπλωσε στο κρεβάτι του με μια μανιασμένη στύση στο παντελόνι της πιτζάμας του. Ένα εκατομμύριο συναρπαστικές σκέψεις περνούσαν τώρα από το μυαλό του καθώς σκεφτόταν πώς είχε φτάσει με την Αντιγόνη σε αυτό το σημείο. Αρχικά η Αντιγόνη ήταν πολύ αρνητική έπρεπε να περάσουν δώδεκα χρόνια, για να πειστεί. Τελικά όμως είχαν πάει όλα κατ’ ευχήν το τελευταίο καλοκαίρι και το ότι ανταποκρίθηκε ήταν πέρα από τις πιο τρελές του φαντασιώσεις και απόψε με τη φαντασία του στην εικόνα της Αντιγόνης αλλά και της Εριφύλης ξεκινάει έναν έντονα θορυβώδη αυνανισμό, όπου ο μαλάκας βροντάει την πούτσα του προκαλώντας μετεωρολογικά φαινόμενα λες και είναι ένας Δίας που δεν γαμάει αλλά μαλακίζεται.
Φαντάζεται την Αντιγόνη σκυμμένη στα τέσσερα με το μαύρο Babydoll σατέν με δαντέλα χωρίς το βρακάκι της σκέτη καύλα να τον περιμένει ανυπόμονα να μπει μέσα της, με τα μουνόχειλα της πρησμένα και μες στην υγρασία. Έτσι ο Νικηφόρος δεν ήθελε και πολύ ακόμη για να αδειάσει το ψωλόχυμα του απ’ τ’ αρχίδια του. Αρχίζει να χύνει πάνω του σαν τρελός με τα πόδια του τεντωμένα και ανοιχτά. Μετά και τις τελευταίες χυσιές, ο Νικηφόρος κρατώντας την ψωλάρα του να αράξει στα χύσια της  κρατώντας την με το χέρι της μαλακίας, ενώ το άλλο το έβαλε πίσω απ’ το κεφάλι του για να χαλαρώσει. 
Αρκετά πιο αργά το ίδιο βράδυ, όταν ήταν έτοιμος για ύπνο, του στέλνει μήνυμα η Αντιγόνη και του λέει: «Ο πεθερός σου κοιμάται κάτω κι εγώ σκέφτομαι τι μου έκανες στο χωριό. Είμαι στο μπάνιο, χαϊδεύομαι και χύνω μόνη μου όσο τα θυμάμαι και τρελαίνομαι. Πανάθεμα σε, θέλω να τα κάνω και πάλι όλα μαζί σου, αληταρά! Σε λατρεύω!»
Την ιδία ώρα που η Αντιγόνη έστελνε μήνυμα στο Νικηφόρο επάνω στην κρεβατοκάμαρα στο εξοχικό σπίτι η Εριφύλη αφού τελείωσε το ντους γύρισε μ’ όλο νάζι στο κρεβάτι.
«Να 'μαι πάλι. Ήρθα να με ξαναγαμήσεις άντρα μου.»
«Μπράβο το κορίτσι μου. Σκύψε και ξεκίνα να με φιλάς μέχρι να φτάσεις στο καυλί μου.»
Ο Μενέλαος είχε τρελαθεί που αυτή η μουνάρα η κουμπάρα του έκανε ότι της έλεγε. «Το ξέρεις ότι θα σου γαμήσω τον κώλο;»
«Το ξέρω και αφού το θέλει ο άντρας μου θα το έχει. Ότι θέλεις μωρό μου, ότι θέλεις θα το έχεις μανάρι μου! Βάλτον μου στο κωλαράκι μου που διψάει. Ο μαλάκας ο Νικηφόρος λείπει και το γουστάρω πολύ..»
«Νομίζω ότι για αφέντη ψάχνεις καύλα μου κι αν είσαι κάλο κορίτσι θα έχεις εμένα.»
«Μάλιστα αφέντη. Απλά σε παρακαλώ σιγά-σιγά γιατί τον έχεις χοντρό.»
Ο Μενέλαος με την Εριφύλη συνεχίζουν την δράση τους. Η Εριφύλη είχε ήδη χύσει αρκετές φορές και ποτάμια κύλαγαν ανάμεσα στα πόδια της.
«Με ξέσκισες κουμπάρε μου! Με ξέσκισες! Τι πούτσα είναι αυτή που έχεις! Το μουνί μου έχει πάρει φωτιά ....  Για αρκετό καιρό έψαχνα να βρω κάποιον πραγματικό γαμιά να μπει επιτέλους σ’ αυτό το κρεβάτι πουτσαρά μου, γιατί είμαι συνεχώς μονάχη μου. Ο κουμπάρος σου λείπει στα για καιρό στα καράβια. Ώρα ήταν να μπει επιτέλους ένας πραγματικός γαμιάς σ’ αυτό το κρεβάτι πουτσαρά μου…»
Ο Μενέλαος κουρασμένος από την διάρκεια έπεσε στο κρεβάτι δίπλα της και άρχισαν τα γλωσσόφιλα. Εκείνη τον ρούφαγε με τη γλώσσα της λέγοντας του. «Αχ! Ήταν τρομερό γαμιά μου! Είχα καιρό να νιώσω έτσι. Το καλύτερο γαμήσι της ζωής μου! Και  δεν το χόρτασα νιώθω ακόμη συνέχεια καυλωμένη.»
Και συνέχισαν τα φιλιά έτσι ξαπλωμένοι, κουρασμένοι με την Εριφύλη στην αγκαλιά του.
«Αχ… ήταν τέλειο! Σε ευχαριστώ καρδιά μου!» Ο Μενέλαος τώρα που ηρέμησε έχει γένει γλυκός και τρυφερός μαζί της. Ταυτόχρονα κάνει την κίνηση να γυρίσει πλευρό σαν να τελείωσαν εδώ.
«Δεν κατάλαβες καλά, γιατρέ μου, … Ακολουθώ τη συνταγή που μου πρωτογράψατε εσείς στο σαλόνι και ξέρεις πολύ καλά πως η συνταγή σου μ' ανάβει!» Του μουρμουρίζει, τρίβεται πάνω του και χαϊδεύει τα σημεία στο σώμα του που τον αφοπλίζουν και μόνο αυτή ξέρει να τα αιχμαλωτίζει με την πρώτη κίνηση. Και καθώς τον βουτάει αναμμένη, περνάει από το μυαλό του η γυναίκα του η Ερμιόνη, που σεξουαλικά δεν συγκρίνεται με το ηφαίστειο την Εριφύλη.
«Αα! Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Έχουμε όλο το υπόλοιπο βράδυ και το πρωινό μπροστά μας για να σε ξεζουμίσω καρδιά μου…»
Του λέει μελιστάλαχτα!. Ανοίγει τα μπούτια της, πέφτει πάλι στα τέσσερα,γυρνάει τον κοιτάει με ένα βλέμμα όλο καύλα και του λέει
«Σκίσε με!!!»
Τη γαμάει με λύσσα. Τα υγρά της να τρέχουν στα μπούτια της και πάνω στα αρχίδια του που σφυροκοπάν την κλειτορίδα της. Χαστουκίζει το κωλομέρι της, και αρχίζει να βογκάει δυνατά, και να φωνάζει
«Σκίσε με . . σκίσε με . . Κι άλλο. . έτσι έτσι πιο δυνατά! Γάμησε με τη πουτάνα! Αχ τι μου κανείς γαμιά μου, με έχει σκίσει η πούτσα σου, σκίσε με! Στα πρώτα λεπτά χύνει και ο Μενέλαος απτόητος συνεχίζει το σκληρό γαμήσι. Την έχει ανοίξει στα δυο τη καριόλα και το μουνί της τώρα με τα τόσα υγρά που έβγαζε το ένιωθε πηγάδι!
Ρε τη γαμιόλα είναι πολυοργασμική, με το που τελειώνει ο ένας οργασμός της ξεκινάει ο άλλος και πάντα πιο δυνατός από τον προηγούμενο. Η πούτσα μου από της τόση ώρα καύλας και στύση έχει συγκαεί και παρόλο που νιώθω το σπέρμα ότι θα μου βγει από τα μάτια να μην χύνω με τίποτα! Ανεβαίνει μια τρύπα παραπάνω. χώνει λίγο την άκρη από το κεφαλάκι μέσα στη χαλαρωμένη πια κωλότρυπα της . .
«Σπρώχνε λίγο απαλά προς τα πίσω μωρό μου.... της λέει γλυκά. »
Η Εριφύλη σπρώχνει και ο Μενέλαος στη θέση που είναι, το καυλί του ακόμη σκληρό, αρχίζει να σπρώχνει προς τα μέσα.Τα χύσια του, σε συνδυασμό με τα δικά της από προηγούμενους οργασμούς το καλύτερο λιπαντικό, του άνοιγαν το δρόμο με ευκολία. Της τον έμπηξε όλο και δεν πήρε χαμπάρι η πουτάνα, μόνο τα μπαλάκια του φρενάρισαν πάνω στο πρησμένο της μουνί. Άμα μπορούσε θα τα έχωνε και αυτά μέσα. Την ανασήκωσε και έφερε την πλάτη της στο στήθος του. Η Εριφύλη πέρασε τα χέρια της πίσω, τον έπιασε από τους μηρούς και του έδινε το ρυθμό του γαμησιού του κώλου της. Την έπαιρνε αργά.  Της χούφτωσε το στήθος, με το ένα χέρι, έπαιζε με τις ρόγες της ενώ το άλλο του χέρι κατέβηκε και άρχισε να παίζει με το ασυνήθιστα μεγάλο μπιζέλι της. Έχυσε για άλλη μια φορά στο χέρι του απάνω. Της τα άπλωσε στη κοιλιά και στα βυζιά της. Μετά από λίγο έχυσε και ο Μενέλαος μέσα στον πάτο της.
Βγήκε και ξάπλωσε πάλι εξουθενωμένος. Η Εριφύλη όμως στον κόσμο της νόμιζε ότι απλώς άλλαζε θέση. Γυρνάει σε σε στάση εξήντα ενιά, χώνει το μουνί της στο στόμα του και αρχίζει να του παίρνει πίπα.
«Ρε μωρό μου. Έλεος έχω πεθάνει.»
Προχωρημένη νύχτα κατάλαβαν ότι έπρεπε να κάνουν διάλειμμα να κοιμηθούν. Όταν χαράζει, το πρώτο φως και δηλώνει μια καινούρια μέρα εκείνο τα ξημέρωμα βρίσκει τους κουμπάρους,- ένα ζευγάρι παράνομων εραστών που βιώνουν ένα σεξουαλικό κρεσέντο πρωτόγνωρο στους ίδιους και να συνειδητοποιήσουν πως ο ήλιος έγινε μάρτυρας των στιγμών τους και η νύχτα τελείωσε, επισφραγίζοντας το φινάλε της με τις πιο έντονες σεξουαλικές στιγμές τους. Η μέρα έμοιαζε ανοιξιάτικη: λαμπερή και διαυγής, σχεδόν ήμερη. Μέρα να την πιεις στο ποτήρι, σαν κρύο νερό μετά από πεζοπορία που σου μουδιάζει τα σαγόνια και σου συστέλλει απότομα τα δόντια. 
Ανοίγοντας τα μάτια της η Εριφύλη, αισθάνεται ακόμη έντονη σεξουαλική διάθεση, έπιασε τον πούτσο του Μενέλαου και ξεκίνησε να χαϊδεύει τη σάρκα του με τα νύχια της. Μετά από κάνα λεπτό σταμάτησε, χώθηκε στην αγκαλιά του αρχίζοντας να τον χαϊδεύει και να τον φιλάει παντού.
Ο Μενέλαος αποκαμωμένος χαμογέλασε με κατανόηση και μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.
«Να μην την αδικήσω τη κουμπάρα! Είναι ένας ευγενικός ζεστός και πρόσχαρος άνθρωπος που σε κάνει να αισθάνεσαι άνετα μαζί της σε φάση που νιώθεις ότι είναι η αγαπημένη αδελφή σου. Άλλα στο κρεβάτι η κουμπάρα είναι διχασμένη προσωπικότητα! Από την στιγμή που θα αρχίσει τα βαθιά γλωσσόφιλα, λες και γυρνάει ο διακόπτης και μεταμορφώνεται σε λυσσασμένη αχόρταγη πουτάνα. Στην κυριολεξία αυτή με βίασε και εγώ ασέλγησα στο «αθώο» κορμάκι της. Φιλιά γλειψίματα γαμήσι μπινελίκια, όλα σε δυνατούς και έντονους ρυθμούς με την κουμπάρα να μην χορταίνει και να του ζητάει να γαμάει το όμορφο υγρό και ερεθισμένο μουνάκι και κωλαράκι της με την καυλωμένη σκληρή πούτσα του.
.................... Η Άλκηστις όταν έφυγε από την Αθήνα δεσμεύθηκε να διατηρεί τακτικές επαφές με την Εριφύλη, ώστε να συζητούν τα θέματα τους και να επιδιώκουν λύσεις στα προσωπικά τους με αδελφική συμπαράσταση η μια γυναίκα στην άλλη. Τον πρώτο καιρό η'Άλκηστις είχε πληροφορήσει την Εριφύλη πως είχε συνάψει ερωτική σχέση με έναν νεαρό εμπορικό αντιπρόσωπό που προωθούσε προϊόντα στο ξενοδοχείο που εργαζόταν. Στο τελευταίο τηλεφώνημα οι δύο νέες γυναίκες συζητούν ευδιάθετα μεταξύ τους για όλα εκείνα τα γυναικεία θέματα που τις προβληματίζουν και στο τέλος μοιράζονται τις καθημερινές τους εμπειρίες στο σεξ.
«Για πες μου τώρα, πως τα περνάς με το τελευταίο σου γκομενάκι;» τη ρωτάει η Εριφύλη.
«Τίποτα σπουδαίο, και μας κουνιότανε για γαμιάς αλλά τα έφτυνε στο δεκάλεπτο. Τότε τον έβαζα που λες εγώ από κάτω, καρφωνόμουν πάνω του και πάρε να 'χεις... Τα έβλεπε όλα το παλικαράκι, τέτοια γαμήσια δε νομίζω να του 'χει ρίξει άλλη! Ασε να πάνε όλοι τους ξαδερφούλα μου! Τον σχόλασα σύντομα! Εσύ για πες μου τώρα που ο Νικηφόρος είναι μακρυά! Έμαθα πως πήγες με τον κουμπάρο στο εξοχικό ένα τριήμερο! Ένα πουλάκι μου κελάηδησε πως στη διαδρομή όταν πηγαίνατε έπαιζε σε λούπα το MP3 στο τραγούδι «Έχει μέλι έχει μέλι του κουμπάρου το κουνέλι! Τελικά είχε μέλι;» 
«Αν αναρωτιέσαι και για να μη σε κρατάω σε αγωνία τα ίδια πάνω-κάτω με τον γκόμενο σου! Μου κόμπαζε, και καυχιόταν με παχιά λόγια πως γαμάει και δέρνει, στο κρεβάτι ο κουμπάρος! Πολύ γρήγορα διαψεύσθηκε! Τίποτα σπουδαίο, και μου κουνιόταν για μεγάλος γαμιάς αλλά τα έφτυνε γρήγορα. Στο τέλος έλεγε δικαιολογίες πως τον είχε ξεζουμίσει η Ερμιόνη η γυναίκα του. Εντάξει... Γαμώτο! Νικηφόρος ένας είναι.» Αυτό το τελευταίο περισσότερο μιλούσε στον εαυτό της δαγκώνοντας πρόστυχα τα χείλη της καθώς η Άλκηστις συνέχισε να ρωτάει.
Λέγε-λέγε γρήγορα βρέθηκαν και οι δύο να θυμηθούν τα καλοκαιρινά ερωτικά τους παιγνίδια. Τότε που η πόρτα του Παράδεισου τους είχε ανοίξει διάπλατα για τις δυο γυναίκες. 
«Ξαδέρφη αυτά θυμάμαι και δεν κρατιέμαι! Τετάρτη πρωί δίνω αίμα στο σχολείο και παίρνω διήμερη άδεια για αιμοδοσία! Κατεβαίνω Αθήνα με το πρώτο λεωφορείο και γυρίζω Κυριακή βράδυ. Παίρνω δυο μέρες άδεια συν το σαββατοκυριακο σύνολο τέσσερις ημέρες και νύχτες! Αυτή τη φορά όλες δικές μας. Μόνο εμείς οι δυο χωρίς άνδρες! Συμφωνείς;!»
«Καυλιάρικο μωρό μου! Στήνομαι στο σταθμό και σε περιμένω. Μόνο που μας φαντάζομαι τι θα κάνουμε μπιμπίκιασα ολόκληρη και μούσκεψε το βρακί μου.»
«Εσύ και εγώ οι δυο μας γυμνές στο κρεβάτι πες μου τι φαντασιώνεσαι;» τη ρωτάει η Άλκηστις.
«Εσύ τι φαντασιώνεσαι;» 
«Α όχι ερώτηση στην ερώτηση! Απάντησε μου.»
«Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με βρήκε μαζί σου! Περιμένω με αδημονία την Τετάρτη το βράδυ μωρό μου! Ξαδερφούλα μου ήδη το μουνί μου διογκώνεται, και αρχίζει να «μυρμηγκιάζει».
«Και σου έχω και μια ξεχωριστή έκπληξη.» Της λέει η Άλκηστις
«Άλκηστις, σε όλους αρέσουν οι εκπλήξεις αλλά πες μου τι είναι μη με αφήνεις σε αγωνία.»
«Υπομονή ξαδερφούλα μου! μεχρι την Τετάρτη το βράδυ!»
Τετάρτη βράδυ η Άλκηστις αφιχθείς στην Αθήνα η Εριφύλη την περίμενε στο σταθμό!
Αφού έδωσε δυο κουτιά με παιδικά παιγνίδια, δώρα στα δυο μικρά ανίψια της ο περίεργος και μεγαλύτερος ανιψιός της ο πεντάχρονος την ρωτάει! «Θεία Άλκηστις αυτό το μαύρο κουτί στο σάκο σου τι έχει:»
«Αυτό είναι ένα πολύ ειδικό ηλεκτρονικό μαραφέτι απαραίτητο εργαλείο για τη μεταπτυχιακή μου εργασία ματάκια μου! Το πήρα μαζί μου να με βοηθάει και η μαμά σου τα βραδυα μας στη μεταπτυχιακή μου εργασία!» 
«Στη μεταπτυχιακή ευχαρίστως να σε βοηθήσω εάν είναι κάτι που μπορώ να κάνω. Την έκπληξη περιμένω να δω με αδημονία!»
«Αα μη βιάζεσαι! Τα ωραία πράγματα θέλουν υπομονή! Πρέπει να έχεις υπομονή. Η υπομονή είναι αρετή και μάλιστα σημαντική.»
«Και ποια είναι αυτά τα ωραία πράγματα που θέλουν υπομονή;»
Η Άλκηστις της δίνει στα μουλωχτά να μην καταλάβουν τα μικρά παιδιά της Εριφύλης ένα μικρό φυλλάδιο με τις οδηγίες της «μεταπτυχιακής συσκευασίας!»  Η Εριφύλη τότε πήρε το φυλλάδιο που αναφερόταν στο περιεχόμενο της συσκευασίας του μαύρου κουτιού και στις οδηγίες λειτουργίας του!
.....Α)Ρεαλιστικός δονητής Dildo με διπλό άκρο 
Περιγραφή
Αυτός ο δονητής έχει σχεδιαστεί με μήκος: 38,00 cm διάμετρο: 4,00cm και 2 κινητήρες που είναι ένα ιδανικό σεξουαλικό παιχνίδι για να φέρει οργασμό και στα δύο μέρη. Το παιχνίδι είναι κατασκευασμένο από εύκαμπτη σιλικόνη ώστε να είναι εύκαμπτο για διέγερση του σημείου g από καλύτερη γωνία.
Αυτό το κολπικό dildo έχει 7 διαφορετικές λειτουργίες δόνησης, ώστε να μπορείτε να έχετε διάφορες επιλογές σεξουαλικών εμπειριών. Από ανεπαίσθητους παλμούς μέχρι εντυπωσιακή έντονη κολπική διέγερση, σίγουρα μπορείτε να βρείτε τη μοναδική λειτουργία που θα μπορούσε να χτυπήσει το σπίτι.
Αυτός ο δονητής με σημείο g φορτίζεται εύκολα με το καλώδιο usb που περιλαμβάνεται.
Αυτό το γυναικείο dildo συνοδεύεται από ένα ασύρματο τηλεχειριστήριο που σας επιτρέπει να ελέγχετε τη δόνηση κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού σας. Αυτό είναι εξαιρετικά βολικό είτε για σόλο αυνανισμό είτε για διαδραστικό παιχνίδι μεταξύ εραστών.
Πλήρως καλυμμένος με μαλακή σιλικόνη που είναι ασφαλής για το σώμα, αυτή ο δονούμενος δονητής είναι 100% αδιάβροχος και θα είναι ο καλύτερος σύντροφος για να διασκεδάσετε στην μπανιέρα ή στο ντους.
Β)Strap on διπλής διείσδυσης με δόνηση
Αναβαθμίστε τις εμπειρίες σας με αυτήν την πρωτοποριακή ζώνη στραπόν που διαθέτει μωβ διπλό δονητή. Φτιαγμένο για όσους αναζητούν μεγαλύτερη ευχαρίστηση κατά τη διείσδυση. Tι είναι καλύτερο απο την ικανοποίηση της μιας εκ των δυο παρτενέρ σε ένα ξέφρενο λεσβιακό αλισβερίσι; Μα, ασφαλώς, η ταυτόχρονη περιποίηση και των δυο! Η ευκολοφόρετη ζώνη που περιέχει η συσκευασία είναι ιδιαίτερα ανατομική για τη μέση σας. Tο διπλό ομοίωμα είναι επιμελημένο από μαλακό υλικό jelly τύπου, το οποίο είναι υποαλλεργικό και πολύ γλιστερής υφής για άνετη διείσδυση σε διπλό ταμπλό! Φορέστε μέσα σας το μικρό ομοίωμα και προσφέρετε το μεγαλύτερο στην αγαπημένη σας σύντροφο, για να της αποδείξετε ότι δεν θέλετε την απόλαυση όλη δική σας! Ενεργοποιείστε το χειριστήριο και ετοιμαστείτε για πυραυλοκίνητες συχνότητες παλμικών δονήσεων να διαπερνούν δυο σώματα! Μόλις, ανακαλύψατε έναν καινούριο πλανήτη... παράλληλων διεισδύσεων, όπου πυρήνας του είναι ο ερωτισμός δυο γυναικών! Strap on διπλής διείσδυσης με δόνηση και για τα 2 μέρη και διαστάσεις. Για το εξωτερικό : 18cm μήκος και 3,50cm διάμετρος και για το εσωτερικό : 10,00cm μήκος και 4,00cm διάμετρος!»
Τα μάτια της Εριφύλης άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη βλέποντας ότι το περιεχόμενο του κουτιού ήταν άκρως ερωτικό. «Χριστέ μου το κορίτσι δεν έχει θεό μέσα της. Πέφτω από τα σύννεφα! Τι σκαρφίστηκε η αθεόφοβη! »
«Δηλαδη δεν συμφωνείς;»
Βέβαια αυτά τα σεξουαλικά βοηθήματα τα είχε ήδη δει η Εριφύλη να χρησιμοποιούνται μέσα στα πορνό βίντεο που έβλεπε κάποιες μοναχικές νύχτες αλλά και κάποια άλλα μέσα από σελίδες περιοδικών που τα διαφήμιζαν προς πώληση.
«Χμ! Δεν λέω όχι! Αφού τα βρήκαμε στη θεωρία καιρός είναι να προχωρήσουμε και στην πράξη!»
«Η τέχνη του σεξ κλέβεται δεν διδάσκεται ξαδερφούλα μου!»
«Απλά έχω μια μικρή ένσταση όσο αναφορά το βοήθημα της μεταπτυχιακής σου.»
«Για λεγε να την ακούσω. Που διαφωνείς;»
«Δεν διαφωνώ! Αλλά βρε κορίτσι μου χάθηκε να είναι ένα XL μέγεθος ο εξωτερικός στο δεύτερο μαραφέτι; Πολύ συντηρητική επιλογή για μεταπτυχιακή εργασία!»
«Τώρα έχε χάρη που είναι τα παιδιά μαζί μας και κωλύομαι να σου απαντήσω δεόντως! Το ξέρω πως το μέγεθος έχει σημασία. Αλλά δεν είναι πάντα το μεγαλύτερο καλύτερο.»
«Θεία! Τι είναι αυτό το «XL» που λέει ότι θελει η μαμά;» ρωτάει πάλι ο περίεργος μικρός!»
«Μωρό μου ένα ειδικό εργαλείο είναι! Να σαν κάποιο απ'  αυτά που έχει ο μπαμπά σας φυλαγμένα στην εργαλειοθήκη του!»
«Στην εργαλειοθήκη που έχει στο γκαράζ ο μπαμπάς; Που τα χρησιμοποιεί για το αυτοκίνητο;»
«Ναι αγόρι μου τα έχει φυλαγμένα στην εργαλειοθήκη του όταν τα χρειάζεται για το αυτοκίνητο του!»
«Άμα το αυτοκίνητο πάθει κάτι και το εργαλείο το χρειάζεται η μαμά; Μαμά το ξέρεις που είναι;» 
«Αν το αυτοκίνητο πάθει κάτι Μωρό μου και χρειάζεται service η μαμά όταν λείπει ο μπαμπάς το πηγαίνει στο συνεργείο του Κυρ Αλέκου όπου εκεί έχουν και εκείνοι τα κατάλληλα εργαλεία. Ειδικά ο νέγρος μάστορας που είναι από την Αγκόλα μεχρι υπερωρίες κάνει με τα εργαλεία του για να μένει ευχαριστημένη η μαμά σου.
«Δηλαδή εκείνος ο νεαρός ψηλός μαύρος  μάστορας από την Αφρική στο συνεργείο που πάει το αμάξι η μαμά, δουλεύει με καλύτερα εργαλεία από τα εργαλεία του μπαμπά στο γκαράζ;» 
«Μμ! Έτσι λένε! Η μαμά σας για να μένει ευχαριστημένη θα ξέρει.»
«Αλήθεια μαμά;»
«Σε κοροϊδεύει ψυχή μου η θεία! Αχ αυτή η άτιμη θεία όλο περίεργες ιστορίες έχει στο μυαλό της.»
Περασμενα μεσάνυχτα τα κορμιά τους σμίξανε, γίνανε ένα σε στάσεις του σεξ που απογείωσαν τον οργασμό και στις δύο! Τρίβονται μεταξύ τους και πειραματίζονται με το ποιες διαφορετικές αισθήσεις αισθάνονται καλά. Τα φιλιά ασταμάτητα, οι γλώσσες τους άγγιζαν η μια την άλλη. Νύχτα χωνεμένη, είχε πάει σχεδόν δύο μετά τα μεσάνυχτα που το ζευγάρι αναλωνόταν σε ερωτικές περιπτύξεις. Χαλαρωμένες και οι δύο, επαναφέρουν σιγά - σιγά τις αναπνοές τους στις φυσιολογικές συνθήκες. Ξαπλωμένες στο πλάι ανάμεσα στα απαλά χαντάκια τους και τα τρυφερά τους χάδια, ανάμεσα στα γλυκόλογα ευγνωμοσύνης που αντάλλασσαν, η Εριφύλη ρώτησε την ξαδέλφη της.
«Τώρα που ηρεμήσαμε πες μου αργά και καθαρά, σου άρεσε; Επιθυμείς να το συνεχίσουμε;.»
Ένα μικρό βογκητό απόλαυσης ξέφυγε από την Άλκηστις καθώς χορτασμένη απ' την ηδονή αφέθηκε στην αγκαλιά επάνω στο γυμνό κορμί της Εριφύλης.
«Μωρό μου! Νιώθω παράξενα όμορφα, σαν ζαλισμένη, ένα παράξενο μείγμα ενοχής και ένα ζεστό κύμα ηδονής με διαπερνά ολόκληρη». Της απάντησε ναζιάρικα η Άλκηστις.
Η Εριφύλη χαμογέλασε, και με γλυκό ύφος είπε: «Απολαύσετο απόψε που έχουμε χρόνο».
«Ναι αλλά εσύ προτιμούσες την ηδονική γεύση της φίλης μας με το σοκολατένιο κορμί και τα κυματιστά μαλλιά. Για πες μου! Το Μουνί της ήταν πιο γλυκό από το δικό μου!»
Είναι γυμνές ξαπλωμένες, πρόσωπο με πρόσωπο. Μιλάνε ψιθυριστά, η Εριφύλη έχει καρφωμένα τα μάτια στα μάτια της Άλκηστις, η οποία στα λίγα εκατοστά απόσταση από το πρόσωπο της Εριφύλης, αποφεύγει να διασταυρώσει το βλέμμα της. Ένα χάδι στο μάγουλο της Άλκηστις.
«Τι ήταν αυτό που σε αναστατώνει;»
«Δυσκολεύομαι να το πω.»
«Δεν πιστεύω να είναι τόσο, ακατάλληλο για ενήλικους,» βάζει χρώμα συνωμοσίας στη μεταξύ τους συνομιλία η Εριφύλη.
Συνομιλούν μουρμουριστά, προσπαθούν μην τους ακούσουν τα παιδιά που κοιμούνται λίγο μακρύτερα στο παιδικό δωμάτιο. Οι λέξεις υποφέρουν από υψηλή θερμοκρασία, αχνίζουν. Η Άλκηστις δεν προσπαθεί να κρύψει αυτό που έχει αρχίσει να την αναστατώνει. Ζεστό, παραλυτικό κύμα απλώνεται στο κορμί της, επενεργεί μεθυστικά επάνω της. Νοιώθει πάνω στο στρώμα την απελευθερωμένη αύρα από στο σώμα της Εριφύλης. Είναι νύχτα, είναι μόνες στην κρεβατοκάμαρα. Με δυσκολία βγαίνει η κάθε λέξη από το στόμα τους, που έχει στεγνώσει, κι ένας γλυκός πυρετός ανεβαίνει στο κεφάλι τους όταν φιλιούνται ξανά στο στόμα. Το αριστερό πόδι της Εριφύλης χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της Άλκηστις και δίχως εντολή τρίβεται στο πιο ευαίσθητο σημείο της.  
«Πες μου τι θες;» Της είπε ψιθυριστά της Άλκηστις η Εριφύλη.
«Εσένα! Μα πάνω από όλα, θέλω να με θέλεις εσύ.» της απάντησε, με τα μάτια της κλειστά.
«Τι θες;» Την ξαναρώτησε επιτακτικά, έχοντας πλέον αφήσει το χέρι της να περιπλανιέται και να την χαϊδεύει με τις άκρες των δαχτύλων της στους μηρούς.
«Να με πνίξεις στην αγκαλιά σου,» της είπε! Πως θέλει να τρίψει το μουνί της στη μουνάκι της βαριανασαίνοντας και ανοίγοντας κι άλλο τα πόδια της. Η Άλκηστις είχε ξεφύγει, η Εριφύλη ποτέ δεν περίμενε ότι θα δει το προσωπάκι της τόσο παραδομένο στην καύλα.
Τα χέρια τους ταξίδευαν επάνω τους, πότε στα βυζιά τους, πότε στην κλειτορίδα τους, πότε στα κωλομέρια τους, ενώ το στόμα τους δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τα μουνιά τους και να τους προκαλούν συσπάσεις υπέρτατης καύλας. Τα χείλη τους ενώθηκαν διψασμένα για νέες ηδονές. Γρήγορα η Εριφύλη βρέθηκε ξαπλωμένη ανάσκελα να απολαμβάνει την γλώσσα και τα χείλη της Άλκηστις καθώς και τα χάδια της πάνω στα βυζιά και τις θηλές της. Η Άλκηστις γύρισε λίγο και τώρα τα δύο κορίτσια απολάμβαναν να γλείφουν και να ρουφούν τα βυζιά και τις θηλές τους. Τα δάχτυλα της Άλκηστις γλίστρησαν πάνω στο στομάχι της Εριφύλης, πέρασαν στην κοιλιά της χαϊδεύοντας την σάρκα της και κατέληξαν να αγκαλιάσουν το μουνί της, χωρίς να σταματήσει να βασανίζει τις καυλωμένες θηλές της με τα χείλη τη γλώσσα και τα δοντάκια της που της τραγάνιζαν απαλά. Η Εριφύλη βόγκηξε δυνατά ρουφώντας λαίμαργα τη μία Θηλή της Άλκηστις καθώς η Άλκηστις ξεκίνησε να γαμάει το μουνί της Εριφύλης με δυο της δάχτυλα πιέζοντας την παλάμη της πάνω στην κλειτορίδα. Οι κινήσεις της Άλκηστις ήταν αργές αλλά έντονες ήθελε απλά να την καυλώσει στο φουλ χωρίς να την κάνει να χύσει. Η Εριφύλη ένιωσε να δονείται όλο της κορμί καθώς η Άλκηστις όχι μόνο έτριβε με τα δάχτυλα της την κλειτορίδα της Εριφύλης αλλά εναλλάξ τα έχωνε βαθιά μέσα στην μουνότρυπα της. Ο οργασμός της ήταν αναπάντεχος. Δεν τον περίμενε να συγκεντρωθεί και να ξεσπάσει τόσο γρήγορα, τόσο απότομα.
«Αααχχχχ… Βρωμοθήλυκο. Χύνωωω καύλα μου! Ναι μωρό ναι Ναι… Ναι!!»
Η Άλκηστις για λίγο έτριψε με το δάχτυλο την κλειτορίδα της Εριφύλης διατηρώντας τις καύλες της.
Ξαφνικά η Εριφύλη την αναποδογύρισε και αμέσως κόλλησε τα χείλη της πάνω στα ζουμερά μουνόχειλα της Άλκηστις. Η Άλκηστις βόγκηξε από την καύλα και αφέθηκε στις περιποιήσεις της Εριφύλης. καθώς πότε γαμούσε το μουνάκι της Άλκηστις με την γλώσσα της και πότε έλιωνε την κλειτορίδα της ρουφώντας την με τα χείλη. Πλέον κάρφωνε τα δάκτυλα της πολύ γρήγορα μέσα στο μουνί της Άλκηστις ενώ πιπιλούσε με μανία την κλειτορίδα της. Σε λίγα δευτερόλεπτα το κορμί της Άλκηστις λύγισε και... «Ααχχ… Χύνωω. Βρώμα! Χύνω για σένα ξανά!»
Η Εριφύλη συνέχισε για λίγο να γαμάει με τα δάκτυλα το μουνί της Άλκηστις χωρίς να σταματήσει να φιλάει και να γλείφει την κλειτορίδα της, περιμένοντας να ολοκληρωθεί ο οργασμικός της κύκλος και ξάπλωσε δίπλα της χαϊδεύοντας απαλά το στήθος της που ανεβοκατέβαινε λαχανιασμένο. 
Καθώς χαλάρωναν και μιλούσαν η Άλκηστις έβγαλε από το κουτί τον δονητή που είχε δυο άκρες.
«Πώς λειτουργεί αυτό;», ρώτησε δήθεν πονηρά η Εριφύλη. 
Αν και η ίδια ήξερε την πολύ καλά τη χρήση του, απλά καύλωνε να ακούει την Άλκηστις να της περιγράφει την χρήση και την λειτουργία του. Η Άλκηστις  την φίλησε απαλά στα χείλη και της είπε σχεδόν ψιθυριστά με λάγνα φωνή.
 «Άσε με να σου δείξω…»
«Αναρωτιέμαι, τέτοια κόλπα! Που τα ‘μαθες όλα αυτά;;»
«Ξαδερφούλα μου πέντε χρόνια φοιτήτρια στην Αθήνα δεν είχα μαθησιακές δυσκολίες στο σεξ. Και στους φοιτητικούς κοιτώνες υπάρχουν πολλά κόλπα που μπορούν να σου μάθουν ειδικοί δάσκαλοι/ες.»
Πάλι τα δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν. Φιλιά λαίμαργα, γλώσσες πρόθυμες να δώσουν καύλα, δάχτυλα απαιτητικά, μέσα σε δυο - τρία λεπτά τα δυο κορίτσια βογκούσαν και στέναζαν από την καύλα. Η Άλκηστις  τότε πήρε τον διπλό δονητή και έχωσε το ένα του άκρο στο μουνί της. Μετά δείχνοντας την Εριφύλη πως να στήθη μισοξαπλωμένη απέναντι της, τοποθετήθηκε και αυτή σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, έτσι τώρα μπορούσαν η μια να τρίβει το μουνί της πάνω στο μουνί της άλλης. Η Άλκηστις οδήγησε προσεχτικά το άλλο άκρο του διπλού δονητή μέσα στο μουνί της Εριφύλης. Στη συνέχεια βρέθηκε να τρίβει το μουνί της πάνω στο μουνί της Εριφύλης με τον διπλό δονητή θαμμένο μέσα στα καυλωμένα μουνάκια και των δύο. Η Εριφύλη ήδη είχε καυλώσει πολύ από το γαμήσι που της πρόσφερε ο «άψυχος» ακόμα δονητής σε συνδυασμό με το τρίψιμο της κλειτορίδας της πάνω στο μουνί της Άλκηστις. Η Άλκηστις έβγαλε από το κουτί ένα τηλεκοντρόλ και κοίταξε βαθιά στα μάτια την Εριφύλη. «Έτοιμη;», την ρώτησε με λιγωμένη φωνή. 
«Ναι. Ναι ! Που τα ΄μαθες ολα αυτά ρε Μωρο μου; Μου είχες υποσχεθεί μια αξέχαστη βραδιά με ατελείωτη σεξουαλικη ενέργεια και το έκανες πραγματικότητα!» της απάντησε ψιθυριστά η Εριφύλη  έχοντας όλο της το είναι συγκεντρωμένο στην αίσθηση του δονητή μέσα της.
«Η εμπειρία στο σεξ είναι μια συνεχής διαδικασία μάθησης Εριφύλη μου που ταυτίζεται με την σεξουαλική ωριμότητα και κατακτάται, όταν το σεξ γίνεται μέσο έκφρασης της επιθυμίας, της ικανοποίησης και της απόλαυσης.» της λέει η Άλκηστις και πάτησε το μοναδικό κουμπί που είχε το κοντρόλ και αμέσως ο διπλός δονητής «ζωντάνεψε» μέσα στα μουνάκια των δύο ερωμένων. Παρόλο που η δόνηση ήταν πολύ απαλή η Εριφύλη κόντεψε να φθάσει σε οργασμό. Δάγκωσε τα χείλη της βογκώντας από την καύλα και άρπαξε το ένα πόδι της Άλκηστις. Έτσι μπορούσε να τρίβει το μουνί της πάνω στο μουνί της Άλκηστις με περισσότερη δύναμη. Η Άλκηστις μεθοδικά γύρισε το κουμπί του κοντρόλ στο μέγιστο. Πριν ο δονητής φθάσει να δονείται με την μάξιμουμ ένταση η Εριφύλη εγκατέλειψε την προσπάθεια να κρατήσει τον οργασμό της. Αφέθηκε να να παρασυρθεί σε αυτό το χορό των αισθήσεων και στη μοναδική ερωτική εμπειρία.
«Χύνω!... Καριόλα ξαδέλφη!… Τι καύλα είναι αυτή!». φώναξε η Εριφύλη ενώ οι σπασμοί του οργασμού της τράνταξαν το κορμί της.
Η Άλκηστις κρατήθηκε για να μην χύσει ακόμα. Είχε άλλο σχέδιο στο μυαλό της για να φθάσει σε οργασμό. Συνέχισε να τρίβει το μουνί της πάνω στο μουνί της Εριφύλης μέχρι που η Εριφύλη κάτω από το δονούμενο γαμήσι του διπλού δονητή μέσα στο μουνί της, έχυσε άγρια για μια ακόμα φορά. Πριν καταλαγιάσει ο οργασμός της, χωρίς να μειωθεί η καύλα εξαιτίας του ασταμάτητου δονισμού η Άλκηστις της είπε: «Θέλω να βάλουμε στο παιγνίδι το Strap on διπλής διείσδυσης με δόνηση να γαμηθούμε από εμπρός και πίσω.»
Η Εριφύλη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. «Το ξέρεις ότι είναι τρεις το πρωί και σε λίγο θα ξημερώσει; Αρκετά γι αυτή τη βραδιά! Με το Strap on, δεν συμφωνώ ούτε και αύριο με τα παιδιά στο σπίτι! Καλό που ψάχνουμε τρόπους να κάνουμε το sex πιο απολαυστικό αλλά μην το παρακάνουμε κιόλας. Φαντάζεσαι να ξυπνησει κάποιο παιδί και να τρέχουμε να κρυφτούμε με το Strap on και το δονητή ανάμεσα στα σκέλια ξαδερφούλα μου! Ούτε ο Νιαγάρας δεν θα ξεπλένει τις ντροπές μας, με τα καμώματα μας και τα μυαλά μας! »
«Το μυαλό γεννά, οδηγεί, και μετά κάνει πράξη αυτά που θέλει ξαδερφούλα μου! Μην μπερδεύεις τον έρωτα με το σεξ! Το να κάνεις έρωτα με κάποιον που τον αγαπάς και σε αγαπάει είναι τέλειο. Συμφωνώ ότι ο έρωτας σου με τον Νικηφόρο σου μπορεί να είναι το αποκορύφωμα, το επίνειο της σχέσης σας. Ταυτόχρονα όμως το σεξ μπορεί να είναι και μια διασκέδαση. Μια πράξη απλά και καθαρά για την απόλαυση όσων συμμετέχουν σε αυτή, είτε είναι δυο, είτε όσοι είναι. Όταν είναι ξεκαθαρισμένα τα πράγματα και όλοι ξέρουν που στέκουν τότε γιατί να υπάρχει πρόβλημα;»  
«Κανένα πρόβλημα, το αντελήφθην. Ο έρωτας είναι το επίνειο μιας σχέσης όπως ο Πειραιάς είναι το επίνειο της Αθήνας. Το σεξ τώρα, είναι κάτι σαν τη Βουλιαγμένη. Πας, ρίχνεις ένα μπανάκι και μέσω Πειραιά, γυρίζεις στην Αθήνα.»
«Ξαδερφούλα αν και από επαρχία θέλω να στο επισημάνω γεωγραφικά. Από τη Βουλιαγμένη γυρνάς στην Αθήνα μέσω της Λεωφ.Βουλιαγμένης. Αν δεν ξέρεις από την περιοχή και πας από την παραλιακή μπορείς να πάρεις την Λεωφ.Συγγρού. Στην δεύτερη περίπτωση αν κάνεις λάθος τις ταμπέλες, θα καταλήξεις στον Πειραιά! Εκεί πιες κι ένα φραπέ στο Πασαλιμάνι ή τάισε με ψίχουλα τα μελανούρια στο Μικρολίμανο. Είναι ανάγκη να γυρίσεις νωρίς στην Αθήνα; Γιατί τόση βιασύνη; Στο θέμα μας, το Strap on θα το χρειαστούμε; Που μου ήθελες και XL βερσιόν!»
«Ναι! Μεθαύριο Παρασκευή, έχω κανονίσει να πάμε θέατρο, θα αργήσουμε να γυρίσουμε και τα παιδιά θα μείνουν με τον παππού και τη γιαγιά. Το Σαββάτο ξυπνάνε αργά! Οπότε έχουμε όλη την υπόλοιπη νύχτα δίκη μας να κάνουμε παιχνίδι με το Strap on με σχετική ασφάλεια.»
Χαλαρωμένες και οι δύο, ξαπλωμένες στο πλάι ανάμεσα στα απαλά χαντάκια τους και τα τρυφερά τους χάδια, ανάμεσα στα γλυκόλογα ευγνωμοσύνης που αντάλλασσαν, η Εριφύλη είπε στην  Άλκηστις:
«Σε ευχαριστώ μωράκι μου. Κράτησες την υπόσχεση σου για την έκπληξη. Θα μου μείνει αξέχαστη αυτή η τετραήμερη άδεια σου εδώ μαζί μου!»
Η Άλκηστις της απάντησε: «Έχουμε τρεις ήμερες ακόμα μέχρι να φύγω.»
«Τέλεια!», απάντησε η Εριφύλη. 
.....Στο πλοίο ο Νικηφόρος ανά τακτά διαστήματα λάμβανε άκρως φιλικά μηνύματα οικειότητας από τον Αδάμαντα και του απαντούσε ανάλογα! Μέσα του υπέβοσκε μια ερώτηση! Τι του ζητούσε ο Αδαμάντιος «Φιλία ή ;» Είναι όντως φιλικά τα μηνύματά του ή μήπως κρύβεται μια ερωτική έλξη από πίσω; Και πού μπαίνουν, όμως, τα όρια σε αυτές τις φιλίες; Υπάρχει περίπτωση εκτροχιασμού προς κάτι ερωτικό; Τον παραξενεύει αυτό το συναίσθημα, καθώς με το συγκεκριμένο άτομο είχε (ή νόμιζε ότι είχε) μία φιλική οικειότητα. Και περνάει ο χρόνος που του πετάει υπονοούμενα στα μηνύματα, κι επίτηδες δίνει σημάδια τα οποία μπορεί να ερμηνεύσει ο Νικηφόρος με τον τρόπο που ο Αδαμάντιος επιθυμεί. Τα τελευταία μηνύματα εκπέμπουν πιο έντονα σημάδια έλξης, και ο Νικηφόρος πιάνει τον εαυτό του να αναρωτιέται αν το φιλαράκι του είναι ερωτευμένο μαζί του και αυτός απλώς δεν το είχε καταλάβει. Και φτάνει η μέρα που όλη αυτή η ανεξήγητη έλξη που προκαλεί ο Νικηφόρος στον Αδάμαντα  βρίσκει τρόπο να εκτονωθεί. Μ' ένα  Email.....
Το Email που έστειλε ο Αδαμάντιος στο Νικηφόρο
My dear Nikiforos
I hope you have a good day and good health.
Αγαπητέ μου Νικηφόρε! Φεύγοντας από την Ελλάδα στο γυρισμό μου στην Αγγλία στη διαδρομή στο αεροπλάνο ένιωθα απογοητευμένος μ' ένα πολύ οδυνηρό παράπονο να βασανίζει τα σωθικά μου! Ήμουν εντελώς μπερδεμένος για αυτό που επιθυμούσα! Καταλαβαίνεις γιατί μιλάω. Μιλάω για αυτά που θέλω να κάνω απολαμβάνοντας με τον εαυτό μου τις λίγες πολύτιμες στιγμές μοναξιάς που έχω. Ταξιδεύοντας με τη φαντασία μου στα πιο βρώμικα κομμάτια του μυαλού μου. Εκεί που ταμπού δε χωράνε στον  κρυφό μου πόθο. Στο απωθημένο μου. 
Γενικότερα καλό είναι στο σεξ να δοκιμάσεις τα πάντα. Αλλά, αν όχι τα πάντα, τουλάχιστον όσα φαντασιώνεσαι. Όσα σου χαρίζουν κρυφούς οργασμούς που κανείς άλλος δεν ξέρει. Γιατί αυτή η απόλαυση να μείνει ένα όνειρο;
Θα μου πεις διάφορες δικαιολογίες του τύπου: «Ντρέπομαι», «τι θα γίνει αν μαθευτεί»», «δε θέλω να ξεφτιλιστώ»,
Αλήθεια; Χωράει ντροπή στο σεξ; Είναι ντροπή το σεξ;
Σκέψου, πως με το να ντρέπεσαι το σεξ σε κάθε μορφή του, δίνεις δικαιολογία στον κάθε σεξιστή να σε ισοπεδώσει. Αν φοβάσαι πως θα μαθευτεί ένα έχω να πω. Ε και; Το γούσταρες, το έκανες. Αν σου άρεσε ξανακάν’το. Αν δε σου άρεσε τουλάχιστον τώρα ξέρεις. Αυτούς που θα σε κράξουν άστους βυθισμένους στον πουριτανισμό τους.
Εξάλλου, ρόδα είναι και γυρίζει. Μπορεί κάποτε αυτοί να βρεθούν στη θέση σου και μάλιστα σε ακατάλληλη στιγμή της ζωής τους. Κακός σύμβουλος τα απωθημένα και λειτουργούν σαν ηφαίστειο. Σκάνε εκεί που δε το περιμένεις.
Εγώ όμως μάντεψε. Δεν έχω να φοβάμαι. Το έκανα. Πάει το απωθημένο που με βασάνιζε ως φαντασίωση στο μυαλό μου.
Αν το φαντασιώνεσαι και εσύ κάν’το κιόλας.
Μην ξεχνάς πως υπάρχει και η περίπτωση να μην πετύχει και να μην σ’αρέσει. Δεν είναι για όλους κάποια πράγματα. Το είδες σε κάποια ταινία, σε κάποια τσόντα, στο εκμυστηρεύθηκε κάποιος κοντινός σου άνθρωπος και το φαντασιώνεσαι. Δε σημαίνει πως θα σου αρέσει και στην πραγματικότητα.
Αλλά αν δεν το κάνεις πως θα μάθεις.
... Δεν ξέρω γιατί, αλλά και μόνο η σκέψη σου με κάνει πάντα να καυλώνω. Νομίζω δε θα μπορούσα να σου πω όχι σε τίποτα. Στο μυαλό μου οι σκέψεις μου κάνουνε όργια αλλά μεχρι χθες δεν αποφάσιζα να στο πω γιατί είχα έναν ενδοιασμό για το μετά. Δεν είχα αρκετή αυτοπεποίθηση για να στο ζητήσω. Όποτε σκέφτομαι τα  καταπληκτικά σου χέρια, με τα μακριά δάχτυλα, φαντάζομαι να με χαϊδεύουν, να παίζουν με τις θηλές μου, να μου τα χώνεις στο στόμα η να μου βάζεις κωλοδάχτυλο και εκείνες τις στιγμές ο πούτσος μου σηκώνεται και η τρύπα μου χαλαρώνει και σε ζητάει. Δεν μπορούσα πια να κρατήσω τις σεξουαλικές μου ορμές και το αίσθημα αυτό με έκανε να ξεπεράσω κάθε ντροπή και είπα πως θα το ρισκάρω. Ούτε μπορώ να σου περιγράψω τώρα που στα γράφω τι σκέφτομαι. Φαντάζομαι ότι είμαστε οι δυο μας εκεί στο μεγάλο κρεβάτι του ξενώνα στο εξοχικό σας. Να φιλιόμαστε με πάθος να μου βγάζεις τα ρούχα, να με ξαπλώνεις με προσοχή στο κρεβάτι να συνεχίζεις να με φιλάς στο στόμα με γλωσσόφιλα. Να κατεβαίνεις στο στήθος μου και να φιλάς τα βυζιά μου, πιπιλώντας τις θηλές μου που είχαν πρηστεί από την καύλα, για πολύ ώρα. Εγώ να κατεβαίνω στο καυλωμένο καυλί σου, και χωρίς να χάσω χρόνο τον βάζω στο στόμα. Κόλλησα τα χείλη μου στο πουτσοκέφαλο σου και έπαιξα με τη γλώσσα πάνω στην τρυπούλα του για να καταλάβω επιτέλους τη γεύση του και να σου δείξω ότι πόσο πολύ αυτό το υπέροχο καυλί το ήθελα να γεμίζει την τρύπα μου. Έριξα το βλέμμα μου προς τα πάνω και σε είδα με κλειστά μάτια και με χείλη μισάνοιχτα να προσπαθείς να συγκεντρωθείς στην αναπνοή σου! Όσο σου τον γλείφω, τόσο αυτός διογκώνεται και σκληραίνει. Χωρίς να σταματήσω καθόλου τον βάζω όλο και πιο βαθιά στο στόμα μου, κατάφερα να φτάσω τα χείλη μου ως τις πουτσότριχες σου και να σε  απογειώσω στη καύλα. Σάλια δικά μου και τα πρώτα υγρά από την καύλα που έβγαζες συνεχώς, έκαναν το τσιμπούκι πιο εύκολο, ενώ τα αρχίδια σου άρχιζαν να γεμίζουν. Μου άρεσε τόσο πολύ που δεν ξέρω πόση ώρα στο έκανα. Είχα χάσει το χρόνο να παίρνω τσιμπούκι τον πούτσο σου. Ο πούτσος σου ήταν κάγκελο, τον έβλεπα και σκεφτόμουν πως θα  καταφέρω να πάρω αυτό το παλούκι μέσα μου. Θα μου ξέσκιζε τον κώλο, αλλά τον ήθελα, και θα τον έπαιρνα.  Πόσο ήθελα εκείνες τις στιγμές να νιώσω τον καυλωμένο πούτσο σου μέσα μου! Nα με γαμήσεις! Δεν ξέρω αν κάποτε θα μου δόσεις μια τέτοια ευχαρίστηση, αλλά πάντα ελπίζω σε αυτή την ευκαιρία.
Φαντάζομαι να με γυρίζεις ανάποδα και άρχισες να μου φιλάς τον αυχένα, τους ώμους, να  μου δαγκώνεις την πλάτη να κατεβαίνεις στη «ραχοκοκαλιά» μου γλείφοντας! Μου κρατούσες τα χέρια ακίνητα στο πλάι, ανοιχτά και ανέβαινες ξανά στο λαιμό μου. Με φιλούσες στο πλάι, μου δάγκωνες το αυτί, τους ώμους και πάλι την πλάτη ενώ εγώ είχα χαθεί πια στην καύλα, βογκούσα, φώναζα, σου έλεγα πόσο μου αρέσει. Μου ανοίγεις τα κωλομάγουλα και αρχίζεις να μου γλείφεις την κωλοτρυπίδα. Τα έχασα από τη γλύκα και ήθελα να μη σταματήσεις ποτέ. Μετά από ώρα σε νιώθω ότι έρχεσαι από πάνω μου με καβαλάς και ανάμεσα στα κωλομέρια μου νιώθω το σκληρό καυλί σου. Με ανασηκώνεις και μου βάζεις ένα διπλό μαξιλάρι κάτω από την κοιλιά μου ώστε να έχεις την κωλότρυπα μου ψηλά έτοιμη για να την πολιορκήσεις με τον πολιορκητικό κριό σου τον εξοπλισμένο με το πυροβόλο κανόνι σου να διαρρήξει τις πύλες και τα τείχη της κωλοτρυπίδας μου! Ο κώλος μου υψώθηκε και τα «στρογγυλά» μου κωλομέρια έμοιαζαν με μικρά  βουνά που σε περίμεναν να τα εξερευνήσεις και να εισβάλλεις ορμητικά στη χαράδρα μου. Τα άνοιξες και έχωσες τι γλώσσα σου μέσα. Η γλώσσα σου με έκαιγε, γλιστρούσε γύρο-γύρο και μου σάλιωνε την τρύπα, χωνόταν μέσα και με γαμούσε, την ένοιωθα σαν μικρό καυλί να χώνεται σκληρή μέσα μου. Αφού την σάλιωσες καλά και άρχισες να μου βάζεις δάχτυλο σιγά σιγά. Το δάχτυλό σου βυθιζόταν μέσα στην καυτή μου τρύπα κι αυτή χαλάρωνε, δεύτερο δάχτυλο. Τα  γλιστρούσες μέσα, τα άφηνες να συνηθίσω την αίσθηση και μετά τα έβαζες και τα έβγαζες σιγά σιγά, Η τρύπα μου άνοιγε όλο και περισσότερο. Η τρυπά μου δε κρατιόταν άλλο, ήταν έτοιμη και ανυπόμονη να δεχθεί τον πούτσο σου που τον αναζητούσε να την ανακουφίσει από τις καύλες της! Να νιώσω το παλούκι σου μέσα στην κωλότρυπα να την οργώνει ηδονικά και τα χέρια σου να χαϊδεύουν τα βυζιά μου. Ο πούτσος σου ήταν έτοιμος. Τον είχα σαλιώσει πολύ καλά όταν τον είχα πάρει βαθιά στο στόμα μου και τον ένοιωθα να μου γεμίζει το λαρύγγι μου. Κάποια στιγμή νιώθω το καυλί σου να ψάχνει τη κωλοτρυπίδα μου, ενώ απολαμβάνω τα χάδια σου και τα φιλιά σου. Μου ακουμπάς την τρύπα με το καυλί σου και θέλω να σου φωνάξω να μου τον βάλεις μέσα. Δεν προχωράς ακόμη ενώ εγώ καίγομαι. Η κωλοτρυπίδα μου έχει πάρει φωτιά και περιμένω σαν μάνικα της πυροσβεστικής την πούτσα σου να με σβήσει. «Τι έγινε; Δε με θέλει;» Αναρωτιέμαι! 
Δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό αλλά εμένα μου φαίνεται για ώρες. Είναι που δε μου μιλάς κιόλας και η αγωνία μου χτυπάει κόκκινο ότι ίσως να το μετάνοιωσες. Με ανακούφιση το νιώθω να μου την σαλιώνεις περιμετρικά, να την ανοίγεις με το πουτσοκέφαλο και να μπαίνεις μέσα της σιγά – σιγά. Δεν βιάζεσαι και καταλαβαίνω με ικανοποίηση πως έχεις εμπειρία από πρωκτικό γαμήσι. 
 Νιώθω τη κωλοτρυπίδα μου να ανοίγει και το πουτσοκέφαλο να βρίσκει το δρόμο του μέσα της αργά-αργά, ηδονικά. Ανασηκώνω τους γλουτούς μου και παίρνω θέση για να απολαύσω την αίσθηση του να μπαίνει μέσα μου. Μου τον βάζεις βασανιστικά αργά και ανυπομονώ να τον απολαύσω ολόκληρο. Ένοιωθα ένα μικρό τσούξιμο αλλά ταυτόχρονα και μια γλύκα, τόση που δεν ήθελα να τελειώσει. Πλέον το σκληρό καυλί σου ήταν μέσα μου σχεδόν ως τη ρίζα του. Επιτέλους είναι όλος μέσα μου. Μόλις το καυλί σου μπήκε όλο μέσα ξαπλώνεις πάνω μου και αρχίζεις να με φιλάς στο λαιμό και στα αυτιά να μου χαϊδεύεις τα βυζιά με δύναμη αλλά ταυτόχρονα και τόσο τρυφερά, αυτό με καυλώνει περισσότερο.
Ενώ με εμβόλιζες σταθερά και βαθιά εγώ ανταποκρινόταν κι όσο μπορούσα τούρλωνα το κωλαράκι σου επάνω σου για να διευκολύνω το έμβολο σου να με διαπεράσει. Όλα άρχισαν να παίρνουν πιο γρήγορο ρυθμό και εγώ είχα αφεθεί και απολάμβανα όλο αυτό που μου συνέβαινε και νομίζω ότι τότε κατάλαβα ότι αυτό ήταν που ήθελα να κάνω στο κρεβάτι μαζί σου από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα.. Συνεχίζεις να με γαμάς αρκετή ώρα πότε δυνατά και πότε πιο σιγά. Όλα μου αρέσουν. Δε μιλάω καθόλου ούτε διαμαρτύρομαι. Σκέφτομαι ότι επιτέλους έχω το καυλί σου στο κώλο μου και το απολαμβάνω. Νιώθω τη κωλοτρυπίδα μου να σου ρουφάει το πούτσο και σφίγγει να τον κλείσει μέσα όλον. Με γαμούσες πάρα πολύ ώρα και δεν ήθελα να τελειώσεις.  
« Δεν θέλω μωρό μου να τελειώσεις με τίποτα. Θέλω να με γαμάς μέχρι να ξημερώσει.» σου λέω.
«Τόσο λίγο;…»  μου λες, «σε λίγο ξημερώνει.» 
« Θέλω να με γαμάς συνέχεια,» σου λέω φωνάζοντας δυνατά. «Το άκουσες Μωρό μου θέλω να είσαι συνέχεια μέσα μου.»
 Τραβηχτικές εντελώς, και γύρισες ανάσκελα. Ο πούτσος σου ήταν κάγκελο, τον χούφτωσα και άρχισα να σου τον παίζω, να σκληρύνει ακόμα πιο πολύ. Τον έβλεπα και σκεφτόμουν πως κατάφερα να πάρω αυτό το παλούκι μέσα μου Τον κράτησα όρθιο και κάθισα πάνω του βάζοντας τον στην ευθεία της τρύπας μου. Προσπαθώ με τη κωλοτρυπίδα μου να βρω τον πούτσο σου και τον χώσω μέσα. Κατεβαίνω με την ορθάνοικτη κωλοτρυπίδα μου πάνω στο καυλί σου. Μόλις το ακουμπάω νιώθω να με ανοίγει. Έχω καρφωθεί πάνω του και ρουφάω με τη τρύπα μου το καυλί σου. Μόλις μπαίνει λίγο νιώθω τα χέρια σου να με κρατάνε από τα κωλομέρια. Με αφήνεις να κατέβω αργά. Ο πόνος όσο χώνετε ο πούτσος σου στο κώλο μου γίνετε καύλα. Θέλω κι άλλο. Μπαίνεις αργά, όμορφα και γλυκά!. Δεν ξέρω πόσος έχει μπει αλλά μου φαίνεται ατελείωτος. Συνεχίζεις να μπαίνεις και νιώθω ένα τεράστιο παλούκι να μπαίνει μέσα μου. Δε θέλω να τελειώσει. Θέλω να με ξεσκίσει. Νιώθω τα χέρια σου να με αφήνουν και ο κώλος μου ακουμπάει πάνω σου. Τελείωσε; θέλω κι άλλο τόσο. Παρ’ όλα αυτά τον νιώθω τεράστιο, χοντρό όπως δεν τον έχω νιώσει με άλλον γαμιά ποτέ. Με πιάνεις από τη μέση και με τα μαγικά σου χέρια μου ζητάς να αρχίσω να ανεβοκατεβαίνω πάνω σου. Αρχίζω να ανεβοκατεβαίνω και η απόλαυση είναι τεράστια. Κάθε φορά που κατεβαίνω μου φαίνεται τεράστιος. Τι καύλα είναι αυτή. Όταν ανεβαίνω νιώθω κενό αλλά όχι άδειο, η αίσθηση του παλουκιού του είναι εκεί μέχρι να τον ξαναβάλω. Όταν κατεβαίνω νιώθω να γεμίζει το κενό με πούτσο τη μία φορά, με παλούκι την άλλη δεν ξέρω την επόμενη. Χαλάρωσα και αφέθηκα εντελώς καθώς τον πήρα όλο μέσα και ένιωθα απέραντη καύλα. Εσύ μου έτριβες τις θηλές μου και με χάιδευες. Κρατώντας τον μέσα μου γύρισα έχοντας τον πούτσο σου σαν άξονα και βρέθηκα με την πλάτη γυρισμένη σε σε 'σενα.  Έσκυψα λίγο μπροστά, στηρίχθηκα στα μπούτια σου και συνέχισα να ανεβοκατεβαίνω στη θέση αυτή για να μπορεί να βλέπεις όπως ήσουν ξαπλωμένος τον πούτσο σου να με γαμάει. Σηκώθηκες εντελώς και με έστησες στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι, όρθιος πίσω μου, χαμήλωσες, ακούμπησες την τρύπα του και μου τον «ξανάχωσες». Συνέχισες να με γαμάς έτσι, δυναμώνοντας την ένταση. Με κρατούσες από την μέση και με κάρφωνες με το  κοντάρι του, τραβιόσουν εντελώς και τον «ξανακάρφωνες» με δύναμη. Το σώμα σου χτυπούσε με δύναμη πάνω στον κώλο μου και ο πούτσος σου χανόταν μέσα μου. Γαμούσες όμορφα το ένιωθα να βγαίνεις και να μπαίνεις μέσα μου και πέθαινα από  καύλα. Νόμιζα ότι δε μπορούσες να ξεκολλήσεις από πίσω μου όταν ένιωσα να σταματάς να μπαινοβγαίνεις και μόνο να σπρώχνεις με μεγαλύτερη πίεση να μπεις πιο βαθιά μέσα μου. Είχα καυλώσει τόσο που βογκούσα από ηδονή και καύλα.. Βρισκόμουν σε απόλυτη έκσταση. Βρισκόμουν σε τρελή καύλα. Το απολαμβάνω μέχρι τέλους.  
«Χύνω το κωλί σου, καύλα μου!» μου έλεγες και με αργές ψωλιές εκτόξευες στο κωλάντερο μου πηχτές καυτές ριπές σπέρματος και σε νιώθω να χύνεις σχεδόν ασταμάτητα. Η καύλα μου χτυπάει κόκκινο, το κωλαράκι μου τεντωνόταν αχόρταγο να ρουφήξει το καυτό σπέρμα σου. Δεν ξέρω εάν υπάρχει ομορφότερη αίσθηση από αυτή. Χωρίς να το περιμένω ο πούτσος μου αρχίζει να χύνει και η ηδονή μου είναι απίστευτη. Η απόλυτη ηδονή. Ένας  πούτσος στον κώλο μου να χύνει για μένα και ένα χύσιμο από εμένα μετά από τόση καύλα να γεμίζει τα σεντόνια.
 Η κωλοτρυπίδα μου γέμισε με τα καυτά χύσια. Τρομερή αίσθηση. Τελειώνεις αλλά δεν τον βγάζεις έξω. Στέκεσαι για λίγο έτσι μέσα μου. Σου έχει πέσει. Τον νιώθω να βγαίνει σιγά σιγά και οι συσπάσεις του εντέρου μου, βοηθούσαν την ξεχειλωμένη κωλοτρυπίδα μου, που σιγά-σιγά προσπαθούσε να πάρει σχήμα. Ξαπλώνεις δίπλα μου. Με χαϊδεύεις στο μάγουλο και λιώνω. Παραμένω ξαπλωμένος μπρούμυτα γυμνός με το χαμόγελο της ευτυχίας ζωγραφισμένο στα χείλια μου ενώ από την κωλοτρυπίδα μου έβγαιναν τα ψωλοχύματα που λίγα λεπτά πριν είχες αφήσει μέσα της. Εσύ δίπλα μου ιδρωμένος, αφού με είχες γαμήσει με πάθος απλά με χάιδευες σε όλη την πλάτη και τα κωλομάγουλα μου.
«Σ’ ευχαριστώ!» σου λέω, «ήταν ότι πιο όμορφο και καυλωτικό έχω κάνει μέχρι σήμερα»,
Μένουμε λίγο αγκαλιά χωρίς να μιλάμε, και ετοιμάζεσαι να σηκωθείς! 
«Είναι ώρα να φεύγουμε» μου λες.
Εγώ όμως σε θέλω πάλι. Τώρα, αργότερα, αύριο, πάντως σε θέλω πάλι.
Και να που αγκαλιαζόμαστε πάλι και φιλιόμαστε συνέχεια. Κάποια στιγμή να ξαπλώνω ανάσκελα, να χαλαρώσω εντελώς και να σε νιώθω να με πιάνεις απαλά από τα πόδια να τα βάζεις στους ώμους σου και να νιώθω το καυτό καυλί μου, να ζωντανεύει και πάλι μέσα στη ζεστή κωλότρυπα μου!  Συνεχίζω να τον παίρνω ενώ χωρίς να το καταλάβω έχω αρχίσει να παίζω με το δικό μου καυλί. Μπαινοβγαίνεις μέσα μου και τον παίζω μαλακία. Τι έγινε και μου αρέσει τόσο αυτό; Βάζω όλο τον πούτσο μέσα μου και εσύ μου διπλώνεις τα πόδια στου ώμους μου σκύβεις στο αυτί μου, το γλείφεις.
«Συνέχισε να τον παίζεις,» μου ψιθυρίζεις.
Αυτό με τρελαίνει περισσότερο. Νιώθω να κάνεις κινήσεις, μέσα έξω. Συνεχίζω να τον παίζω. Όλο και πιο γρήγορα. Συνεχίζεις να γλείφεις το λοβό του αυτιού μου και με ρωτάς ψιθυριστά:
«Τι είμαι εγώ για σένα;»
«Ο άντρας μου και γαμιάς μου…» Σου απαντάω δυνατά χωρίς καθόλου σκέψη.
Η καύλα στο πούτσο μου ξανάρχεται. Η απόλυτη ηδονή είναι εδώ. Ένας τεράστιος πούτσος μέσα μου και τα χύσια μου να έρχονται με φόρα. Τα νιώθω να κυριεύουν το πούτσο μου. Δεν έχει σκληρύνει καθόλου αλλά είναι έτοιμος να χύσει για δεύτερη φορά σήμερα. Εσύ ο απόλυτος γαμιάς μου κουνιέται όπως ξέρεις μόνο εσύ. Αργά και καυλωτικά. Είμαι έτοιμος να χύσω. Τον παίζω γρήγορα και αρχίζω να χύνω. Έχυσα για δεύτερη φορά σήμερα όχι πολλά χύσια. Τρελή ηδονή. Τι ατελείωτη καύλα! Παίρνω τα χύσια μου και ασυναίσθητα τα απλώνω πάνω στα βυζιά μου.
«Θέλεις και τα δικά μου,» Μου λες πάλι ψιθυριστά.
«Σαν τρελός…» σου απαντάω.
Συνεχίζεις να κουνιέσαι μέσα μου. Με σηκώνεις από πάνω σου ενώ ο πούτσος σου είναι καρφωμένος μέσα μου. Άλλη αίσθηση μόλις κάθισα πάνω σου. Δεν θέλω να βγει από μέσα μου. Αρχίζω πάλι να ανεβοκατεβαίνω με δύναμη. Όταν είναι όλος μέσα μου με τρελαίνει. Θέλω να με γαμάς όλο το βράδυ. Αρχίζεις να σφίγγεσαι και νιώθω το καυλί σου να πάλλεται και τα ζεστά υγρά του να με πλημμυρίζουν. Συνεχίζεις για λίγο να κουνιέσαι μέχρι να αδειάσεις τελείως. Με σπρώχνεις απαλά και βγαίνεις από μέσα μου. Η κωλοτρυπίδα μου αδειάζει. Είναι κενή και αυτό δε μου αρέσει καθόλου.
Ο Νικηφόρος: Respond directly to the content of the email! ·
My dear Adamantios
I hope you have a good day and good health.
Όταν ένας άνδρας αρχίζει να νιώθει φυσιολογική τη φαντασίωση του, εξοικειώνεται όλο και περισσότερο με την ιδέα της πραγματοποίησής της. Mε ερεθίζει το συγκεκριμένο είδος φαντασίωσης που δεν είναι κάτι καινούργιο, όμως ποια είναι, τα όρια του φυσιολογικού; Όταν οι φαντασιώσεις μετατραπούν σε έντονες πράξεις; Κι όταν η σεξουαλική συνεύρεση φτάσει στο τέλος της, τι θα αφήσει πίσω της; Και πώς θα είναι η σχέση μετά; Η δύναμη του σεξ εκφράζεται πάντα με την αποδοχή και συμμετοχή των ερωτικών συντρόφων, οι οποίοι ως πρωταγωνιστές έχουν το δικαίωμα να παίξουν τον δικό τους ρόλο, φτάνοντας μέχρι εκεί που αυτοί ξέρουν. 
Παρότι το θέμα είναι πολύ παλιό, έχει ακόμη απαντήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι γαργαλάει! Ενήλικες συναινούντες, μη πάσχοντες από ψυχιατρική νόσο, και κάνουν επί της κλίνης τους οτιδήποτε αρκεί να μην εμπίπτει στις διατάξεις των νόμων, το θεωρώ αποδεκτό. Κάποιο βαθμό κριτικής θα ασκήσω εις αυτούς που χρησιμοποιούν το σεξ για κοινωνική και επαγγελματικη άνοδο.
Στα καθ΄ ημάς! Πόσο πιο αθώος είναι άραγε ο αγρότης που ουδέποτε μοίχευσε, αλλά καλλιεργεί φράουλες με τεράστιες ποσότητες τοξικών; Ο κτηνοτρόφος που ταΐζει τα ζώα του με εγκληματικά φυράματα; Ο δάσκαλος η ο καθηγητής που δεν διδάσκει στο σχολείο, για να τα εισπράξει στα ιδιαίτερα; Απλώς έχουμε μάθει να δείχνουμε με το δάκτυλο τη σεξουαλική παρεκτροπή ως σπάνιο δέντρο, αγνοούντες το δάσος της διαφθοράς που μας περιβάλλει. Βασικός κανόνας λοιπόν αυτού του παιχνιδιού είναι η συναίνεση, με αυστηρή προϋπόθεση «τα εν οίκω μη εν δήμω»...
......Το Εμαιλ του Αδαμάντιου με το περιεχόμενο του, του Νικηφόρου του ξύπνησε μνήμες: Ήταν στην εφηβεία του, στην αφέλεια του και στην αθωότητα όπως τουλάχιστον ένιωθε σε εκείνη την ηλικία που σήμερα δεν το θεωρεί ανεξήγητο. Είχε μεγαλώσει σε μια πολύ φτωχική συντηρητική οικογένεια από ένα μικρο χωριό του νότου, και ποτέ δεν τα είχαν συζητήσει αυτά τα θέματα και έτσι είχε φτάσει στην ενηλικίωση  με σχετική άγνοια σχετικά με το σεξ. Οκ, είχε κάνει τις φάσεις του με τρυφερές συνομήλικες γειτονοπούλες του, φιλιά, μπαλαμούτια, αλλά μέχρι εκεί. Ανατομικά ήξερε στο περίπου τι παιζόταν, αλλά προχωρημένη επαφή ούτε είχε πάρει ούτε είχε δώσει. Μπουρδέλο μια δυο φορές που το επισκέφτηκε, δεν τον ικανοποίησε, δεν το γούσταρε να είναι έτσι. Όσο για τσόντες, μόνο κλασσικά εικονογραφημένα! Ο αυνανισμός ήταν το αποκούμπι του όταν μάλιστα συνειδητοποίησε όσο προχωρούσε η εφηβεία, ότι ούτε «κουφαίνει», ούτε επηρεάζει αρνητικά την όραση, όπως τον προειδοποιούσαν οι δικοί του, και τον είχε κάνει λάστιχο.
Ο Νικηφόρος σήμερα θυμάται τα γεγονότα που συνέβησαν όταν ήταν δέκα επτά ετών μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή ημέρα. Ήταν στις 17 Ιουλίου, ημέρα της οποίας εορτάζεται η μνήμη της Μεγαλομάρτυς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Αγίας Μαρίνας. 
Εργαζόταν περιστασιακά τις ήμερες εκείνες σε κατάστημα στην κεντρική αγορά της πόλις, υπάλληλος αποθήκης με μερική απασχόληση, για διεκπεραίωση των εργασιών της αποθήκης, όπως παραλαβές, παραγγελίες, ταξινόμηση και αποθήκευση εμπορευμάτων, και λοιπές βοηθητικές εργασίες στο πλαίσιο λειτουργίας της αποθήκης.
Στο απέναντι κατάστημα ο έμπορος είχε μια δεκαεφτάχρονη κόρη που τους καλοκαιρινούς μήνες απασχολείτο στην οικογενειακή επιχείρηση. Ο Νικηφόρος έβλεπε ένα πανέμορφο, έξυπνο και ταλαντούχο μελαχρινό κορίτσι που δεν περνούσε απαρατήρητο με σώμα που θα ζήλευαν πολλές τις εκπληκτικές αναλογίες και το χαμόγελό της. Μέσα σε όλο αυτό το λεφούσι της κεντρικής αγοράς ξεχώριζε για τους γύρω, αλλά και ανάμεσά τους. Ο Νικηφόρος την έβλεπε σαν παγωτό τον Αύγουστο και η κοπέλα είχε καταλάβει την ελκυστικότητα που του προκαλούσε! Όλα ξεκίνησαν με δική του πρωτοβουλία και βγήκαν για έναν σύντομο καφέ μετά τη δουλειά τους στον οποίο περάσαν πολύ ωραία. Δεν της ζήτησε κάτι, ούτε έκανε κάποια παραπάνω κίνηση. Η επαφή τους συνεχίστηκε με χαμόγελα, ματιές και χαζοκουβέντα άλλα τίποτα το ουσιαστικό. Κάποια στιγμή αποφάσισε και εκδήλωσε πιο ξεκάθαρα πλέον ενδιαφέρον του! Του υποσχέθηκε να κανονίσει να βγούμε παρέα την επόμενη ημέρα, αργία της Αγίας Μαρίνας, να συναντηθούν στη γέφυρα να κάνουν το μπάνιο τους στη θάλασσα και να περάσουν τη μέρα μαζί. 
Αισθάνθηκε την καρδιά του να πεταρίζει στην πρόταση της: «Άφησέ με να ΄ρθω μαζί σου. Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της σιδερένιας γέφυρας της Αγίας Μαρίνας, ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα του πανωφοριού σου…»
(Γ. Ρίτσος, H Σονάτα του Σεληνόφωτος)
 Η Αγία Μαρίνα ένα γραφικό παραλιακό χωριουδάκι ένας μικρός παράδεισος. Πρόκειται για ένα ψαροχώρι που προσφέρεται για κολύμπι, ψάρεμα, τοπικούς περιπάτους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και εντυπωσιακή είναι η ιστορία της γέφυρας, που δεσπόζει παραλιακά της Αγίας Μαρίνας. Είναι πως υπάρχει στενή συγγένεια με τον πύργο του Άιφελ. Για την ακρίβεια, η κατασκευαστική BATIGNOLLES, συνεργάτης της οποίας ήταν και ο Άιφελ, είναι η εταιρεία η οποία ξεκίνησε το έργο κατασκευής της προβλήτας το 1892. Την ίδια περίοδο, δουλευόταν παράλληλα και το μεγάλο έργο στη Γαλλική πρωτεύουσα. Οι πληροφορίες θέλουν τον Άιφελ να είναι υπεύθυνος και για το σχεδιασμό της γέφυρας στην Αγία Μαρίνα, τόσο οι εκπληκτικές ομοιότητες στο σκελετό και τη δομή των δύο έργων, όσο και παλιά σχέδια με την υπογραφή του γραφείου του, κάνουν σχεδόν βέβαιη την ανάμειξη του. Την ημέρα της εορτής ακολούθησε πάνδημη Ιερά Λιτανεία της Αγίας Εικόνας στους παραθαλάσσιους δρόμους του χωριού».
Την περίμενε δεν φάνηκε! Αφήνοντας τον να τρώει τη δεύτερη χυλοπίτα από κοπέλα που του έκατσε και πιο βάρια από την προηγούμενη! «Mην το σκέφτεσαι.» Λέει στον εαυτό του. Ήταν μια από αυτές τις ημέρες του Ιούλη, όπου ο ήλιος λάμπει ζεστός και ο αέρας φυσάει μελτέμι δροσερό. Όπου είναι καλοκαίρι στο φως και άνοιξη δροσερή στη σκιά. Στεκόταν με υπομονή στην αρχή της γέφυρας, ο ήλιος που έλαμπε ζέσταινε το πρόσωπό του. Μα δεν τον ένοιαζε να κουνηθεί για να τον αποφύγει. Δεν ήταν πως ήταν πληγωμένος εξαιτίας της χυλόπιτας, μα θύμωνε και ένιωθε τόσο χαζός που νόμισε ότι η κοπέλα ενδιαφέρεται ενώ δεν ενδιαφερόταν που πλέον αμφέβαλλε τόσο πολύ για την κρίση του και φοβάται ότι ερμήνευσε μια φιλική συμπεριφορά της ως φλερτ!  Η ερώτηση είναι: Πως το ξεπερνάει όταν την επόμενη ήμερα θα την ξαναδεί και θα του θυμίζει πόσο πολύ νιώθει ότι έχει εξευτελιστεί;. Σε κάθε περίπτωση, δεν αφήνει περιθώρια στον εαυτό του για περισσότερα, οπότε θα το πάρει απόφαση ότι δεν υπάρχει παρακάτω και θα σταματήσει να ασχολείται με το τι θέλει, εφόσον η κοπέλα δεν θέλει αυτό που θέλει αυτός. «Νικηφόρε πάντα είχες πολύ καλή σχέση με την πραγματικότητα, δεν νομίζω να κινδυνεύεις από αυταπάτες και ονειροφαντασίες που τόλμησες να της πεις ότι σου αρέσει. Θέλει δύναμη να το δείξεις, μιας και το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ σίγουρο. Όσοι δεν το κάνουν είναι γιατί φοβούνται την απόρριψη, την έκθεση. Τα χαμογελάκια και κλεισίματα ματιών, είναι η δική της ανάγκη για επιβεβαίωση. Δε θέλει εσένα, αλλά τη βρίσκει που τη γουστάρεις. Αγνόησέ την και προστάτευσε τον εαυτό σου. Όταν λοιπόν μαζέψεις και με την ηλεκτρική σκούπα αυτά τα νόστιμα  ψίχουλα ενδιαφέροντος που σου ρίχνει, θα έρθει και η οριστική διαγραφή. Μην αμφισβητείς τον εαυτό σου. Δεν είσαι τρελός όταν σου κλείνει το μάτι. Άστη να πάει στο καλό και πάμε γι’ άλλα. Οπότε στη συνέχεια πάμε με αέρα!.... είμαι ένας cool, ελεύθερος, ωραίος νεαρός, που φλέρταρε και ε, τι να κάνουμε που δεν πέτυχε, τώρα έχουμε άλλα πράγματα να ασχοληθούμε,.... κι άσ΄ την αυτήν να βλεφαρίζει μόνη της πια, σα να ΄χει πάθει επιπεφυκίτιδα!  Η πραγματικότητα είναι πως ναι, θα ήταν πάρα πολύ ωραίο, αλλά δεν έγινε. Η ζωή προχωρά, μη χάνεις το χρόνο σου μένοντας κολλημένος  και ο χρόνος όλα τα διορθώνει, αρκεί να τον αφήνουμε να κάνει τη δουλειά του χωρίς ψευδαισθήσεις.» Συνομιλούσε ο Νικηφόρος με τον εαυτό του.
Μπροστά του είναι σιδηροδρομικός σταθμός που εξυπηρετείται από τα τοπικά τρένα ανάμεσα στο Λειανοκλάδι και τη Στυλίδα.  Σημαντικό ρόλο έπαιξε το τρένο που με τα δρομολόγια που μετέφερε πολύ κόσμο στην πλησιέστερη, λαϊκή παραλία της πόλης. Μία αμμουδερή παραλία και μια πολυσύχναστη ακτή με ψιλή άμμο που την προτιμούσε ιδιαίτερα ο νεαρόκοσμος. Η Αγία Μαρίνα Στυλίδας από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά και μεταπολεμικά ήταν την περίοδο του καλοκαιριού «το Φάληρο» της Λαμίας. Εκεί κάθε καλοκαίρι γίνονταν τα μπάνια του λαού. Σ’ αυτό βοηθούσε το τραίνο με δύο δρομολόγια, που έφερνε πολύν κόσμο στην πλησιέστερη λαϊκή παραλία. Στα μεταπολεμικά χρόνια δεκαετίες 1950 και 1960 με το «μουτζούρη», δηλαδή με μια ατμομηχανή και πίσω βαγόνια επιβατικά και φορτηγά, οι κάτοικοι της Λαμίας και των άλλων κοινοτήτων, σε δύο
δρομολόγια ημερησίως, πήγαιναν στην Αγία Μαρίνα και τη Βασιλική Στυλίδας για θαλάσσια μπάνια.
Απορροφημένος στις σκέψεις του δείχνει αφηρημένα αδέξιος και πολλές απορίες τον απασχολούν, απορίες που διογκώνονται και τον επηρεάζουν. Απορίες που είναι κοινές στα μετά-εφηβικά χρόνια των αγοριών και αφορούν κυρίως τα ερωτικά και σεξουαλικά θέματα. Τα επόμενα λεπτά κύλησαν γρήγορα και τον έβγαλαν από την ομίχλη των σκέψεων του. Μπροστά του στη βάση της σιδερένιας γέφυρας μια δεμένη παρέα φίλων του που σχεδόν όλοι συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους τον καλούν να απολαύσει τις κοινές τους δραστηριότητες. Η θάλασσα, το νερό, η φύση γενικά έχει την απόλυτη δύναμη, δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς, και ο νεανικός αυθορμητισμός, δημιουργούν νέες παρέες και σε βοηθούν να κάνεις νέους φίλους, ενώ ανακαλύπτεις τις δεξιότητες σου, και όχι μόνο. Περνώντας η ώρα η παρέα τους την είδε να μεγαλώνει και να απλώνεται στα βότσαλα της παράλιας. Την ημέρα εκείνη της γιορτής της Αγίας αποθεώθηκε από μια λαοθάλασσα νεαρόκοσμου, η δημοφιλής παραλία...
Ανάμεσα στην παρέα τους ξεχώριζε ο Φίλιππος! Εντελώς αμερόληπτα ο Φίλιππος ήταν, ευγενικός, έξυπνος, και φυσικά ένας νεαρός όμορφος άντρας στα είκοσι τρία του χρόνια. Περνώντας τα χρόνια όταν τον θυμάται καμιά φορά ο Νικηφόρος του θυμίζει τον Hugh Jackman τον ηθοποιό που τρελαίνονταν μαζί του, το γυναικείο κοινό.
Ο Νικηφόρος τον είχε δει πρόσφατα στο δρόμο τη γειτονιάς του μια δυο φορές. Είχε μάθει πως είχε απολυθεί από το στρατό τελευταία έμενε στην Αθήνα, αλλά ερχόταν τακτικά στην πόλη τους στους γονείς του. Στην γειτονιά που έμενε ο Νικηφόρος είχε μια ωραία μονοκατοικία ένας Λαμιώτης μεγαλέμπορας! Η οικογένεια του μεγαλέμπορα είχε μια εικοσάχρονη κόρη ίδια η Κλαούντια Καρντινάλε σε ομορφιά. Μάλιστα μια γειτόνισά τους με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη όταν αναφερόταν στην κοπελιά σαν κάποια γυναίκα πολύ θελκτική, έλεγε. «Σαν τα κρύα τα νερά! Την κοιτάνε σαν ξερολούκουμο. Σαν του Χατζή-Μπεκηρ λουκούμι ο κάτασπρος λαιμός της και μαλεμπί καζάντιμπι ο αναστεναγμός της.»
(Χατζή-Μπεκηρ διάσημο ζαχαροπλαστείο για τα λουκούμια του.)
Ο Φίλιππος ήταν γνωστό ότι είχε επαφές με την οικογένεια και μάλιστα είχε γνωστοποιηθεί πως προοριζόταν για επίσημος μνηστήρας της «Κλαούντια Καρντινάλε»
Και ο Νικηφόρος ήδη βρισκόταν στη ζώνη των δέκα οκτώ του χρόνων ήταν ένας κομψός  νεαρός άνδρας ψηλός μα όχι άχαρος με πλούσιο μαλλί, καστανομελιά μάτια, γεμάτα πάθος για ζωή.  
Όλα ξεκίνησαν όταν κάποια στιγμή ο Φίλιππος αστειευόμενος προκάλεσε το Νικηφόρο σε μια αναμέτρηση, έναν αγώνα κολύμβησης οι δυο τους μεχρι το τέλος της σιδερένιας γέφυρας.
«Συμφωνώ! Και τι μεγάλο έπαθλο περιμένει τον νικητή;» ρώτησε ο Νικηφόρος απευθυνόμενος στον Φίλιππο, προσπαθώντας να  φαίνεται αθώος και αφελής και ότι δεν κάνει υπόδειξη!
«Τι προτείνεις;» 
«Χμ!»
«Λοιπόν έχω να προτείνω εγώ κάποιο καλό καφέ- ρεστοράν το απόγευμα για ένα ποτό η καφε εάν συμφωνείς! Στο λόφο του Αγίου Λουκά! Πάνω από την γειτονιά σου!»
«Ενδιαφέρον μου ακούγεται ...! Όμορφο μέρος για καφε και ποτό!»
Ο αναμέτρηση για τον Νικηφόρο ήταν φιάσκο. Ο Φίλιππος ήταν δεινός κολυμβητής! Ο Νικηφόρος στο τέλος της αναμέτρησης διαπίστωσε πως ο Φίλιππος κατείχε σε βάθος τις τεχνικές κολύμβησης! 
«Το ξέρεις ότι κολυμπάς λάθος στο νερό;» Του δήλωσε ο Φίλιππος.
«Καταλαβαίνω ότι κολυμπάω λάθος αλλά δεν ξέρω από που να αρχίσω και τι να πρωτοδιορθώσω!»
«Λοιπόν, θα σε βοηθήσω να το διορθώσουμε. Κατ΄ αρχήν ας το αναλύσουμε! Το νερό είναι οκτακόσιες φορές πιο πυκνό από τον αέρα, πράγμα που σημαίνει ότι η κακή τεχνική σε επιβραδύνει και σε κουράζει πολύ γρήγορα και επομένως είναι δύσκολο να κολυμπήσεις πολύ μακριά.» Πηγαίνει δίπλα του και τον πιάνει από τη μέση για να του δείξει τη σωστή θέση μέσα στο νερό. 
«Είναι σαφές ότι αυτό που θέλουμε να πετύχουμε είναι να μειώσουμε τις αντιστάσεις του σώματός μας μέσα στο νερό. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να μένεις ψηλά στο νερό και όσο το δυνατό πιο ευθυγραμμισμένος. Τα δυνατά πόδια σου μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση. Η σωστή θέση στο κεφάλι σου βοηθά να μένουν τα πόδια ψηλά μέσα στο νερό.» 
Ο Φίλιππος όταν βοήθησε το Νικηφόρο να οριζοντιώσει το κορμί του στο νερό του έδινε συμβουλές που θα τον βοηθήσουν να βελτιώσει την τεχνική του. Του εξηγεί υπομονετικά. Αποφεύγει τις τεχνικές λεπτομέρειες. Ο Νικηφόρος σε αυτή τη θέση ένιωθε τον φαλλό και τα «καρύδια» του να κρέμονται χαλαρά μέσα στο ζεστό νερό όταν ξαφνικά ένιωσε το χέρι του Φίλιππα πάνω από το μαγιό του να χαιδευει με μαεστρία τις μπάλες του. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Δεν έχει καν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι γίνεται. Εάν το θέλει ή όχι. Εάν του αρέσει ή όχι. Σαφέστατα ο πούτσος του είχε άλλη γνώμη. Έγινε σκληρός σαν πέτρα. Ο Νικηφόρος έκπληκτος διαπιστωνει το σύστημα του «μου αρέσει» έχει ηδονική επίδραση επάνω του και το  φαινόμενο της αυθόρμητη στύσης, επιτυγχάνεται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα που του προκαλεί «μυρμήγκιασμα» στα γεννητικά όργανα, σαν να προδίδει κάπως το σώμα το μυαλό του και τα συναισθήματά του! Αναρωτιέται πως του συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί δεν είχε καμιά επιθυμία για ερωτική επαφή εκείνη τη στιγμή. Αμήχανα και μηχανικά αφέθηκε στο χάδι του. Σιγά - σιγά άρχισε να καυλώνει συνειδητά. 
Αργότερα μεστωμένος ενήλικας κάπου διάβασε το παράδειγμα  το σύστημα της «εκμάθησης» του σώματος, (learning system) που μαθαίνουμε να προσδοκούμε κάτι από έναν ερεθισμό όπως τα σκυλιά του Pavlov. Ο Pavlov τους έμαθε ότι κάθε φορά που χτυπάει το κουδούνι θα εμφανιστεί το φαγητό τους, ώσπου τα σκυλιά άκουγαν το κουδούνι και είχαν σάλια χωρίς να εμφανιστεί φαγητό. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα σκυλιά ήθελαν να φάνε το κουδούνι! Σημαίνει ότι έμαθαν ότι το κουδούνι ήταν ερέθισμα που σχετίζεται με το φαγητό. Έτσι και ο Νικηφόρος δεν σκεφτόταν το σεξ με τον Φίλιππο αλλά το σώμα του είχε μάθει ότι να του χαϊδεύουν την «οικογένεια» ήταν ερέθισμα που σχετιζόταν με το σεξ και είναι μια αυτόματη σωματική αντίδραση που συχνά δε μπορούσε να την ελέγξει. Αμήχανα και μηχανικά αφέθηκε στο χάδι του Φίλιππα. Σιγά - σιγά άρχισε να καυλώνει συνειδητά με το χέρι του Φίλιππα πλέον να τον χουφτώνει πάνω από το μαγιό, καθώς έσκυψε και του είπε σιγά στο αυτί! «Φιλαράκο μου το μαγιό σου έχει φουσκώσει τόσο πολύ που νομίζω ότι έχει χωθεί ανακόντα μέσα. Το είχα καταλάβει πως έχεις προσόντα.»
Ο Νικηφόρος ξερόβηξε λίγο αμήχανα και του λέει! «Χμμμ! Νομίζω ότι έχει δημιουργηθεί πρόβλημα μήπως να βγούμε από το νερό να ηρεμήσουμε;»
Η επόμενες στιγμές βρήκαν το Νικηφόρο ιδρωμένο έξω από τη θάλασσα με τον ήλιο από πάνω του να καίει. Είχε βγει πρώτος έξω και με πέντε βήματα βρέθηκε στην αμμουδιά. Μετά από λίγο βγήκε και ο Φίλιππος και χωρίς δεύτερη σκέψη άραξε δίπλα στο Νικηφόρο.
«Μην βλέπεις το χαμένο ποντάρισμα της αναμέτρησης σαν αποτυχία.» του λέει.
«Ο ποιητής λέει πως σαν χαμένος έχω ελπίδες.» Του λέει ο Νικηφόρος.
«Για πες μου τι λέει ο ποιητής.»
«Αναμετρήθηκαν για τα μάτια της Ελένης, όμως εκείνη προτίμησε τον Νικηφόρο κι ας ήταν αυτός που κατέληξε στο νοσοκομείο.» 
«Λοιπόν ώρα να τα μαζεύουμε έρχεται το τραίνο! Στον Άγιο Λουκά κερνάω το φαγητό πληρώνεις τα ποτά που έχασες!»
Απόγευμα ήδη βρίσκονται στη δροσιά που προσφέρει το δημοτικό περίπτερο του λόφου. Η σκηνή στη θάλασσα έχει ξεχαστεί. Ο Νικηφόρος το εξέλαβε ως ένα παιχνίδι, μια ακραία προχωρημένη χειρονομία μεταξύ φίλων χωρίς συνέχεια.
Ο λόφος του Αγίου Λουκά είναι ένας κατάφυτος λόφος της Λαμίας, που βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Πλατεία Διάκου, με εύκολη πρόσβαση από εκεί. Εκεί ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει έναν ευχάριστο περίπατο, φαγητό, καφέ ή ποτό στο δημοτικό περίπτερο με τη μαγευτική θέα στην Οίτη, την Κοιλάδα του Σπερχειού και το Μαλιακό Κόλπο. Μέσα στο καταπράσινο δασύλλιο υπάρχει το εκκλησάκι του Αγίου Λουκά, πολιούχου της πόλης της Λαμίας, ένας μικρός ναός σταυροειδής χωρίς τρούλο που χτίστηκε ως ξωκλήσι το 1910. Έχει ιστορικό ενδιαφέρον για τις μνήμες των κατοίκων λόγω της σύνδεσής του με σημαντικά ιστορικά γεγονότα, ενώ έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Το πυκνό δάσος προς την δυτική του πλευρά γειτνίαζε με βοσκοτόπια και το πανέμορφο αυτό δασύλλιο της δυτικής πλευράς ήταν τόπος ερωτικής συνεύρεσης, συνήθως κρυφής! Ήταν η γαμηστρώνα της περιοχής! Ο Νικηφόρος θυμάται μια ιστορία που τους έλεγε μια ανέραστη καθηγητρια των θρησκευτικών. Τους είχε πει ότι έβλεπε σκιές, κακά πνεύματα δηλαδή, σε αυτό το δάσος, γιατί έλεγε πως πηγαίνουν οι νέοι και κάνουν σεξ πριν τον γάμο. Επίσης τους έλεγε άμα έχουν κάνει σεξ πριν τον γάμο θα πάνε κόλαση.
Είχαν τελειώσει το φαγητό τους και απολάμβαναν τον απογευματινό καφε τους. Οι λάτρεις του καφέ και της μοναξιάς θα υπερασπιστούν αυτήν τη πρωινή τελετουργία, λέγοντας πως λίγος ποιοτικός χρόνος με τον εαυτό μας και μια κούπα καλού καφέ, αξίζει πολλά περισσότερα.» Ο Νικηφόρος δεν θα διαφωνήσει, όμως ως γνήσιος λάτρης της επαφής και της κοινωνικότητας αντιπαρέρχεται και λέει πως σαν τον απογευματινό καφέ δεν έχει. Ο απογευματινός καφές είναι ο βασικός λόγος συνάντησης με φίλους. Η έκφραση «πάμε για καφέ» είναι πια ατάκα-ορόσημο που ενώνει την παρέα, σήμα κατατεθέν χαλάρωσης και χαβαλέ. Αυτές τις στιγμές απολαμβάνουν οι δυο φίλοι μας.
«Ώρα να φύγουμε» προτείνει ο Νικηφόρος! Όπου να 'ναι θα δύσει ο ήλιος πίσω απ' τις κορφές στα απέναντι βουνά της Οίτης και της Γκιώνας και θα χαθεί. Κατηφόρισαν το δρόμο από το δεξιό πυκνό αλσύλλιο. Καθώς, ο ήλιος έγειρε και ο ίσκιος τους μεγάλωνε περπατούσαν αμίλητοι την επιστροφή προς την πόλη οι απέναντι πλαγιές του λόφου παίρνουν το θαμπό χρώμα στο απογευματινό σούρουπο.
Στο δρόμο ο Νικηφόρος νιώθει την ανάγκη ότι θελει να ουρήσει. Ζητάει συγνώμη από τον Φίλιππο και μπαίνει μέσα στο δασύλλιο «στη γαμηστρώνα» για την ανάγκη του. Ο Φίλιππος τον ακολουθεί και αυτός μέσα στο δάσος.» Μπροστά στα πόδια τους σέρνεται μια χελώνα με μαύρο κρασπεδωτό καβούκι.
«Μια αρχαία παροιμία λέει πως αν σε κατουρήσει χελώνα είναι γούρι.» του λέει γελώντας ο Παύλος του Νικηφόρου.
Αδειάζει την κύστη του ο Νικηφόρος και ετοιμάζεται να συμμαζευτεί. Ο Παύλος απλώνει το χέρι να του πιάσει και πάλι τον πούτσο.
«Θέλω να τον δω,» Του λέει! Τον πιάνει με το χέρι του και του τον παίζει λίγο ανάποδα. Κάνει να γονατίσει.
Ο Νικηφόρος τον πιάνει όμως από τον ώμο και τον κολλάει πισωκολλητά στο κορμό του δέντρου, τον κοιτάζει στα μάτια και του λέει: «Τι είναι αυτό που ζητάς;»
«Ξέρεις τι θέλω!»
«Φίλε μου αυτό ξεχασέτο δεν θα γίνει»
«Κρίμα,» λέει αμήχανα.
«Πάρε το χέρι σου μόνο, πριν μας δουν!»
«Έχεις δίκιο, παρασύρθηκα! Ίσως κάποια μέρα ξανασυναντηθούμε, ίσως και πάλι να μην ξαναβρεθούμε ποτέ.»
Θέλεις η μοίρα, θέλεις ο χρόνος που όλα τα ισοπεδώνει στη διάβα του δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά!
Του Νικηφόρου ο ανδρικός πισινός στο μυαλό του φάνταζε ένα Φυσικό απόρθητο φρούριο που δεν επιδεχόταν κυριαρχίας ! Τα όρια της απαγόρευσης εγκατάλειψης του οχυρού είχαν καθοριστεί με εξονυχιστική ακρίβεια στο «πρακτικό» που είχε συνταχθεί στο μυαλό του..
...........Σήμερα που έλαβε το Εμαιλ από τον Αδαμάντιο διαφορετικά φαντάζεται τη συνέχεια της ιστορίας πως θα είχε συμβεί. Όταν Φίλιππος του έπιασε τον πούτσο τον είδε να ξεροκαταπίνει και να κοιτά την πούτσα του με κρυφή λαχτάρα. Τότε λοιπόν ξεκίνησε αυτό που δεν το είχε σκεφτεί ποτέ μέχρι τότε ο Νικηφόρος. Τις πρώτες στιγμές που του τον έπαιζε ένιωσε λίγο άβολα, αλλά αφού το συνέχισε το ξεπέρασε και του άρεσε ιδιαίτερα. Έγειρε προς τα πίσω, ο Φίλιππος του τον έβγαλε όλο έξω το παντελόνι του και  συνέχισε να του τον παίζει πιο έντονα και του προκάλεσε μια μικρή έκρηξη αισθήσεων. Το πέος του έγινε ακόμα πιο σκληρό και τον έπιασε να χαμογελάει. Η καύλα του Νικηφόρου ήταν ήδη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, είχε μπει σε τέτοια διαδικασία πλέον που δεν έλεγε όχι και ο Φίλιππος άρχισε να του χαϊδεύει και τ' αρχίδια. 
Στη συνέχεια ο Φίλιππος βρέθηκε γονατιστός στο μαλακό χαλί από τις πευκοβελόνες των δέντρων να του παίζει τον πούτσο και να του χαϊδεύει τα δυο μεγάλα αρχίδια του κρεμόντουσαν μπροστά του. Το πρόσωπό του είχε πλησιάσει τον πούτσο τόσο κοντά που του έρχονταν η μυρουδιά της καύλας του Νικηφόρου. Ο πούτσος του Νικηφόρου ήταν αρκετά μεγάλος και χοντρός για την ηλικία του. 
«Αγορίνα μου τι εργαλείο είναι αυτό. Θησαυρό κρύβει το παντελόνι σου!» Το παρατηρεί με θαυμασμό και με κάποια ευχάριστη έκπληξη ο Φίλιππος.
«Δηλαδή τι το ιδιαίτερο έχει και είναι θησαυρός;» τον ρωτάει ο Νικηφόρος  
«Τι έχει; Όπως το φαντάστηκα! Όχι μόνο πανέμορφος, αλλά και προικισμένος! Τον έχεις μεγάλο αγόρι μου!» μονολόγησε.
«Εντάξει, μην υπερβάλλεις.»
«Δεν υπερβάλλω! Εσύ μάλλον είσαι χαμηλών τόνων και μετριόφρων, αλλά το κανόνι σου μανάρι μου δεν κρύβεται! Από που το κληρονόμησες;»
«Είναι μια πολύ παλιά ιστορία που λέγεται στην οικογένεια μας! Αφορά έναν Σαρακηνό γαμβρό από την Αβησσυνία!» 
«Δηλαδή;»
«Αιωρείται από γενιά σε γενιά μια ομιχλώδης πληροφορία ότι πριν από πάρα πολλά χρόνια κάποια γυναίκα της οικογένειας παντρεύτηκε έναν άνδρα από την Αβησσυνία σύμφωνα με τον τότε βυζαντινό θεσμό του «Σαρακηνού γαμβρού». Ο θεσμός αυτός ήταν μια διαδικασία πολιτογράφησης (naturalization) και αφομοίωσης των μουσουλμάνων Αράβων που ήταν διατεθειμένοι ν΄απαρνηθούν τη θρησκεία τους, να βαπτιστούν χριστιανοί και να ζήσουν στη Ρωμανία.  
«Μάλιστα Σαρακηνός γαμβρός. Έτσι εξηγείται τούτο το κοντάρι.»
Στη συνέχεια ο Φίλιππος χωρίς να χάσει άλλο χρόνο με τα δυο χέρια του του μάλαζε αργά την πούτσα καθώς του φιλούσε το πρησμένο σα μανιτάρι πουτσοκέφαλο ενώ η γλώσσα το χάιδευε απαλά. Σιγά - σιγά έβαλε το κοντάρι στο στόμα του και άρχισε να του παίρνει πίπα κανονικά σαν τις γκόμενες που ο Νικηφόρος έβλεπε σε πορνό περιοδικά!  Αφέθηκε στα χέρια του Φίλιππα που τον πίπωνε με μαεστρία λες και το ‘κανε κάθε μέρα. Ο Νικηφόρος σε έκσταση από την καύλα, έτσι απροσδόκητα έπιασε το κεφάλι του Φίλιππα και το πίεσε να του τον πάρει πιο βαθιά. Ένιωσε τον πούτσο του να φουσκώνει και κατάλαβε ότι σε λίγο θα έχυνε και δεν ήθελε να του χύσει στο στόμα. Του το είπε κι Φίλιππος τον έβγαλε από το στόμα του λέγοντας:
«Θέλεις να πάμε πίσω από τα δέντρα και να μου τον ακουμπήσεις λίγο στον κώλο μου ίσα - ίσα να νιώσω την καύλα του στην τρύπα μου να σε ξαλαφρώσω και να χύσω και εγώ;»
Ο Νικηφόρος τον κοίταξε με απορία, έχει προσωρινά σαστίσει.
«Δε θες να...» τον ρώτησε ο Φίλιππος;.
Ήταν δύσκολη στιγμή για το Νικηφόρο. «Κοίτα Φίλιππε, η αλήθεια είναι.»
«Ναι…» Τον διέκοψε ο Φίλιππος κοιτώντας τον παθιασμένα και σχεδόν πεινασμένα.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο!»
«Δηλαδή τι λες;»
«Λέω ότι δεν έχω κάνει σεξ ποτέ με το ίδιο φύλλο.»
Ο Φίλιππος τον κοιταξε με απορία.
«Μου λες ότι στο γυμνάσιο και στο λύκειο δεν έκανες ποτέ μια τέτοια σχέση;» 
«Ήμουν μάλλον μοναχικός τύπος.»
«Με αυτό το εργαλείο παίδαρε μου! Μοναχικός τύπος; »
«Φίλιππε! Ελπίζω να μη σου χάλασα τη διάθεση. Πραγματικά δεν έχω ιδέα τι θέλω να κάνω αυτή τη στιγμή!».
« Άσε εμένα να σου δείξω τι πραγματικά θελει αυτό το καυλί που κρατάω στα χέρια μου.» Το καυλί του ήταν σε πλήρη στύση και ο Φίλιππος του το βασάνιζε με τα χάδια του.
Ο Νικηφόρος σκέφτηκε για λίγο τη γιαγιά του που του  έλεγε, «Το πέος σε στύση, δεν έχει συνείδηση, αγόρι μου». Ήταν δύσκολη στιγμή! Αυτά κι άλλα σκεφτόταν και του 'τανε δύσκολο πολύ να τ’ αποφύγει και τελικά συμφώνησε να του τον ακουμπήσει. Ξαφνικά άκουσαν θόρυβο και φοβήθηκαν! Του Νικηφόρου του κόπηκαν οι καύλες. Ο Φίλιππος τον κοιτάει στα μάτια και πιάνοντας τον απ’ το χέρι τον τραβάει μαζί του. Μπαίνουν πιο βαθιά στο δάσος και πάνε πιο κάτω όπου οδηγούσε σε κάτι πυκνές συστάδες από σκίνα. Ανάμεσα σε δυο θεόρατα πεύκα και στα πυκνά σκίνα είχε ένα μικρό πλάτωμα, και κάτω στο έδαφος μια παλιά ξεχασμένη κουρελού από κάποιο ζευγαράκι. Έτσι μέσα στο καλυμμένο χώρο, ο Φίλιππος απλώνει το χέρι του και βάζοντας το στην μέση του Νικηφόρου τον τραβάει ελαφρά και τον κολλάει πάνω του και τον γλωσσοφιλάει με πάθος. Η γλώσσα του βίαια μπαίνει στο στόμα του μιας και όταν ακούμπησε τα χείλια του με του Νικηφόρου αυτός δεν τα άνοιξε και χώνεται μέσα μου. Το δε χέρι του, από την μέση μου έχει κατέβει πάλι στον πούτσο του Νικηφόρου που συνεχίζει να κρέμεται έξω από το παντελόνι του που έγινε και πάλι σκληρός. Ο Νικηφόρος αμήχανα και μηχανικά ανταποκρινόταν στο φιλί του. 
Ο Φίλιππος χωρίς να χάσει χρόνο κατέβασε το παντελόνι του στα γόνατα, γύρισε την πλάτη του έσκυψε και έπεσε με τα γόνατα επάνω στην κουρελού. Γύρεψε και έφερε πάλι τον πούτσο του Νικηφόρου στο στόμα του για να τον σαλιώσει καλά. Τα υγρά του πούτσου και τα σάλια του μεταφέρθηκαν και άλειψαν την τρύπα του, και ο Νικηφόρος καταλάβαινε ότι η καύλα του Φίλιππα ήταν μεγάλη και ανυπομονούσε να πάρει τον πούτσο μέσα του. Πριν ολοκληρώσει τη σκέψη του, του το ζήτησε ο Φίλιππος και ο Νικηφόρος άρχισε να τον πιέζει από πίσω με τον πούτσο του. Προσπαθούσε να του τον βάλει μέσα στην κωλότρυπα αλλά δεν τα κατάφερνε δυσκολευόταν. Σηκώθηκε και σάλιωσε και πάλι τον πούτσο του και την τρύπα στον κώλο του Φίλιππα που είχα ξαπλώσει εντελώς μπρούμυτα και ο Νικηφόρος από πάνω του προσπαθούσε να κεντράρει τον πούτσο του στην κωλότρυπα του Φίλιππα και σιγά - σιγά κατάφερε να του βάλει τη πρησμένη από τις καύλες βάλανο του. Τον πήγαινε σιγά - σιγά χωρίς να τον βγάζει από τον κώλο του μεχρι που άρχισε να χαλαρώνει ο σφιγκτήρας και να τον συνηθίζει. Κάποια στιγμή ο Φίλιππος του ζήτησε να μπει πιο βαθιά, άλλο που δεν ήθελε ο Νικηφόρος. Ένιωσε τον κώλο να χαλαρώνει και έφτασε σε ένα σημείο ο Νικηφόρος να μπαινοβγαίνει άνετα πλέον και του Φίλιππα να του αρέσει. Ο πούτσος του Νικηφόρου είχε γίνει παλούκι! Είχε πέσει όλος πάνω στο Φίλιππα και του γαμάει παθιασμένα τον κώλο λες και ήταν η γκόμενα του. Κάποια στιγμή ένιωσε πως έγινε η ανάσα του βαριά και ο πούτσος του να φουσκώνει στον κώλο του Φίλιππα ενώ καρφώθηκε κυριολεκτικά μέσα του. Τον κάρφωνε και τον φιλούσε στο σβέρκο.
«Σου αρέσει;…» τον ρωτάει.
«Τρελαίνομαι,» του λέει παραδομένος.
Η κίνηση της πούτσας του ήταν γρήγορη, δυνατή και χωρίς τέχνη. Τον γέμιζε τόσο ωραία όμως. Ήταν τόσο ωμή η στιγμή, με τόσο πάθος. Δεν ήξεραν αν γαμιόνταν ή αν έκαναν έρωτα όμως δεν είχε σημασία. Ο Νικηφόρος πάλι τον δάγκωνε ελαφρά και του πιπιλούσε τα αφτί του ψιθυρίζοντας του βωμολοχίες, κι ο Φίλιππος τον αποκαλούσε:
«Γαμιά μου. Άντρα μου! Πουτσαρά μου!»
Ο Φίλιππος είχε καυλώσει πολύ και η πούτσα του ήταν σκληρή  σαν πέτρα. Ο Νικηφόρος τον κρατούσε απ’ τα κωλομέρια και τον τρέλαινε. Τα δάχτυλα του τον ερέθιζαν όπως τα ένιωθε να τον κρατάνε σφιχτά και να τον καρφώνει πάνω στην ψωλή του.  Ήθελε τόσο πολύ να του τα χαστουκίσει, να του τα κοκκινίσει! Τρελαινόταν με την ψωλή που χωνόταν ρυθμικά μέσα του χτυπώντας τον προστάτη του και χωρίς να αγγίξει το καυλί του, άρχισε να χύνει. 
«Θα χύσω Γαμιά μου! Με ξεκωλιάζεις υπέροχα!  Χριστέ μου! Το κωλαράκι μου σου άνοιξε. Σκίστε το! Μην σταματάς, σε παρακαλώ »
«Χύσε πουστάκι μου! Χύσε μωρό μου. Χύσε ξεκωλιάρικο αντράκι μου. Μη φωνάζεις όμως! Ουε κι αλίμονο και μας ακούσουν!»»
Σε κάθε κάρφωμα του Νικηφόρου, γουλιές σπέρματος πετάγονταν από την ψωλή του Φίλιππα. Ο οργασμός του δεν ήταν ολοκληρωμένος, ήταν συνεχής, αλλά όχι ολοκληρωμένος. Ήθελε τόσο πολύ να μαλακιστεί αλλά δεν μπορούσε να φτάσει το καυλί του. Μούγγριζε σαν τρελός. Οι οργασμοί του ήταν πρωτόγνωροι. Του άρεσε. Του άρεσε. Αυτός ο ψημένος έφηβος, ο πούτσος του, ο τρόπος που τον πηδούσε. Άλλοτε βίαια, κι άλλοτε ερωτικά και τρυφερά.
Όταν ήρθε η ώρα, απότομα, πιάνοντας τον απ’ το σβέρκο, ο Νικηφόρος  χώθηκε μέσα του με δύναμη.. Με την πρώτη ριπή το σπέρμα ήταν ζεστό, καυτό, κολλώδη και πηχτό. Ο Φίλιππος ένιωθε το κωλάντερο του να γεμίζει! Ο Νικηφόρος έκανε εμπρός και πίσω κι ακολούθησαν κι άλλα.. κι άλλα, κι άλλα. Κάθε φορά που μπαινόβγαινε στο κωλάντερο του, γαμώντας το, εκσπερμάτωνε.\
Η σχέση τους δεν συνέχισε όχι επειδή δεν τους άρεσε εκείνη την ημέρα, αλλά επειδή κυριολεκτικά την επομένη χώρισαν οι δρόμοι τους και ο Νικηφόρος ποτέ του δεν ένιωσε την ανάγκη να αναζητήσει σε άλλον μια τέτοια σχέση και να που σήμερα μετά από δέκα πέντε χρόνια εμφανίζεται απρόσμενα επιθετικά στην ήρεμη οικογενειακή ζωή του ο Αδαμάντιος να ταράξει τα ήσυχα νερά του.
...Μετά από μια δύσκολη και κοπιαστική ημέρα έχοντας διασχίσει την ταραγμένη θάλασσα, ο Νικηφόρος μ' ένα βαθύ στεναγμό, εξουθενωμένος, τεντώθηκε ηδονικά, σήκωσε το κεφάλι κι άφησε το σπίρτο του βλέμματός του να πλανηθεί έξω απ' το μεγάλο φινιστρίνι του γραφείου του. Στο βάθος του ορίζοντα, οι τελευταίες αχτίδες από το φως της μέρας έκαναν τον χώρο να μοιάζει βυθισμένος στις σκούρες μπλε και μαβιές σκιές του δειλινού, του ωκεάνιου δειλινού που ποτέ δεν προλάβαινε να τις χαρεί, γιατί είναι τόσο σύντομες. 
Κατέβασε μια γουλιά απ’ το παλιό κονιάκ με την κεχριμπαρένια όψη και το ευγενικό του άρωμα, περίμενε δυο τρία λεπτά πριν από τη δεύτερη γουλιά.... ύστερα άφησε το ποτήρι του, απλώθηκε στον αναπαυτικό καναπέ του γραφείου του και αφέθηκε εις την σιωπή της βαθιάς σκέψης και εις την γαλήνη των ονειροπολήσεων του προκειμένου να ακούσει το μέσα του… την καρδιά του, την ψυχή του… την πεμπτουσία της ύπαρξης του! 
Σε ελάχιστα λεπτά, η νύχτα θα έπεφτε, βαριά και βελούδινη, στον κόσμο γύρω του. Καθώς περνούν ώρες ονειροπολώντας η φαντασία του τείνει να υπερβάλλει σκέφτηκε μ’ ένα αθέλητο χαμόγελο. 
To βράδυ τoν βρήκε χωμένο στην πολυθρόνα του γραφείο του, κρατώντας το ποτήρι με το κονιάκ. Αν και αργά, συνεχίζει να ατενίζει την θάλασσα που άλλαζε χρώμα! Πόσο τον ηρεμούσε η γαλήνη της θάλασσας! Η μουσική από το cd του Αντρέα Μποτσέλι «Best Songs Of Andrea Bocelli» στους ήχους του «Can't Help Falling In Love», ήταν για αυτόν πηγή έμπνευσης! Πόσο τον άγγιζε αυτό το τραγούδι, τον ταξίδευε σ΄ έναν ονειρεμένο τόπο γεμάτο με την αγάπη τους. Με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά του στο άκουσμά του. Πώς είναι δυνατόν να είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος μακριά από τα πρόσωπα που αγαπά και τον κάνουν ευτυχισμένο;
Ο Νικηφόρος σήμερα δεν είχε επαφή με το «Τζιβαέρι» του, τον θησαυρό του την Εριφύλη. Στην τελευταία επαφή τους τον είχε πληροφορήσει ότι η Άλκηστις έχει κατεβεί στην Αθήνα και έχουν προγραμματίσει την σημερινή ημέρα να πάνε παρέα στο θέατρο. Παίζεται μια πρωτότυπη διασκευή για το θέατρο, σε ένα κορυφαίο αντιπολεμικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Ένα έργο για τον έρωτα, τον πόλεμο και τον σκληρό αγώνα μιας κοινωνίας να επιλέξει ανάμεσα στην ηθική και την επιβίωση που ζωντανεύει επί σκηνής. Ο Νικηφόρος έχει διαβάσει το βιβλίο και το θεωρεί ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία όλων των εποχών, που χάρισε και μια από τις πιο μνημειώδεις ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Το Φθινόπωρο έφερε μαζί του τη θεατρική άνοιξη στην Αθήνα, μια καλλιτεχνική αναγέννηση με νέες ενδιαφέρουσες παραστάσεις και projects. Τον Οκτώβριο οι θεατρικές αίθουσες γεμίζουν με δυνατές ερμηνείες, σκηνοθετικά πειράματα και ιστορίες που προκαλούν σκέψη. Από την υπαρξιακή αγωνία μέχρι τη σκοτεινή μαγεία το θεατρικό ρεπερτόριο έχει κάτι για όλους. Μια βουτιά στο συναίσθημα, τη δράση και το απροσδόκητο. Από αρχαίους μύθους σε σύγχρονα κοινωνικά δράματα, η αθηναϊκή σκηνή γεμίζει με ιστορίες που αξίζει να δουν. Η Εριφύλη και η Άλκηστις ετοιμάστηκαν για να πάνε να δουν ένα θεατρικό έργο που πιστεύουν πως δεν πρέπει να χάσουν! Το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος».Θα ήταν μια υπέροχη βραδινή έξοδος, κάτι που η Εριφύλη δεν μπορούσε να έχει συχνά πια τέτοιες εξόδους σαν παντρεμένη γυναίκα με δυο πολύ μικρά παιδιά.  Ωστόσο, αυτό το βράδυ οι γονείς της προσφέρθηκαν να πάρουν τα μικρά παιδιά και οι δυο γυναίκες ξεκίνησαν με χαρά το ραντεβού τους με το θέατρο.
Σαν νέες γυναίκες με αέρα δροσιάς ντύθηκαν ωραία μεν όσο πιο άπλα μπορούσαν δε. Η Εριφύλη κλασσικό ταγέρ ως «μεγαλοκυρία» και η Άλκηστις με ένα «χλιαρό» ριχτό φόρεμα η οποία παρά το υπέροχο σώμα της έχει αποδείξει ξανά και ξανά πως «δεν τόχει» με τη μόδα. Έτσι και αλλιώς για την Άλκηστις τι είναι όμορφο και πως θα δείχνεις ιδανικά το γυναικείο σώμα δεν ήταν βέβαιη ότι έχουν όλοι την ίδια άποψη για το… ιδανικό! Η ίδια νιώθει πως είναι σε κανονικό σχετικά βάρος, προσέχει τη διατροφή της για να παραμένει υγιής. Οτιδήποτε άλλο το θεωρεί ότι είναι υπερβολή και δεν οδηγεί πουθενά. Τέλος το χτένισμα τους και τα μαλλιά τους ήταν απλοϊκά και συνηθισμένα, καθώς απλώς πήγαιναν σε μια συνηθισμένη θεατρική παράσταση..
Η παράσταση τελείωσε με ένα θέατρο γεμάτο που ο κόσμος στο τέλος έδειξε έμπρακτα την αγάπη του, στους συντελεστές που ήταν όλοι μαζί γύρω από τη σκηνή ευχαριστώντας τους με θερμό χειροκρότημα για την υπέροχη και αξέχαστη παράσταση! Μπορεί η θεατρική παράσταση να τελείωσε, η ιστορία όμως συνεχίζεται μακρυά από το θέατρο και οι δυο ξαδέρφες έρχονται αντιμέτωπες με κομμάτια της ζωής τους που ζουν και αγωνιούν σε ένα κόσμο που γρήγορα αλλάζει θέτοντας ερωτήματα και διλήμματα, στην πίεση που δημιουργούν τα «πρέπει» και τους περιορισμούς που επιβάλλει η κοινωνία ιδίως στις γυναίκες που ακόμη και σήμερα εγκλωβίζονται σε «κουτάκια» ακολουθώντας στερεοτυπικές συμπεριφορές! Τις δυο ξαδέρφες τις ενώνει μία δοκιμασμένη σχέση και ουδέποτε μεχρι το τελευταίο καλοκαίρι είχε υπάρξει κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο στο τοπίο των επιθυμιών της. Η επιθυμίες τους, όμως, αυτή καθαυτές, δεν είναι μονοδιάστατες, όπως τελικά αποδείχθηκε! Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε! Για την Εριφύλη και την Άλκηστις η απαγκίστρωση από τα πρέπει και τα μη στην προσωπική τους σεξουαλική ικανοποίηση με μια λεπτή απόκλιση από τα πρέπει έχουν αποφασίσει να διερευνήσουν πλευρές του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, σε μία απόπειρα κατανόησης τόσο του φύλου, όσο και των ανικανοποίητων αναγκών τους! Οι δυο γυναίκες ενθάρρυναν η μια την άλλη το τελευταίο καλοκαίρι στις διακοπές τους να προεκτείνουν τους ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς τους και να συνευρίσκονται ερωτικά αναζητώντας την σεξουαλική τους ευχαρίστηση, συνάπτοντας τελικά και ερωτική σχέση αν και ξεκάθαρα είναι δυο ετεροφυλόφιλες γυναίκες. Είναι όμως ξεκάθαρα 100% ετεροφυλόφιλες; η ανήκουν σ' έναν ζωντανό κόσμο που είναι ένα συνεκτικό σύνολο όλων του των διαστάσεων σύμφωνα με τον Άλφρεντ Κίνσεϊ. Η κλίμακα του Κίνσεϊ δίνει μια απάντηση και προσπαθεί να περιγράψει την σεξουαλική τους επιθυμία και τα επεισόδια της σεξουαλικής του δραστηριότητας σε δεδομένη χρονική στιγμή. Η Εριφύλη μια γυναίκα είκοσι οκτώ ετών, μια ζωή ετεροφυλόφιλη και παντρεμένη με δυο μικρά παιδιά και έναν ευτυχισμένο γάμο - μάλιστα με έναν κούκλο άντρα, όλα φυσιολογικότατα στην ρουτίνα της ζωή της. Η Άλκηστις στα είκοσι τρία χρόνια της ετεροφυλόφιλη που σαν φοιτήτρια δήλωνε ικανοποιημένη από τη σεξουαλική της ζωή. Δεν έχει και καμία σημασία ποια από τις δυο τους έκανε την αρχή. Το φλερτ, όταν το καλλιεργούν και οι δύο, πάντα κάπου καταλήγει. Κάποια στιγμή είχε προχωρήσει τόσο πολύ, που δε μπορούσαν να κάνουν πίσω! Το ήθελαν με όλο τους το είναι! Και θα βρουν χίλιες δυο δικαιολογίες για τον εαυτό τους -και το σύντροφό της η Εριφύλη,- έτσι ώστε να απενοχοποιηθούν και να το απολαύσουν. Σαν ξαδέρφες πάντα ήταν πολύ κοντά, κολλητές!  Φτάσανε και οι δύο να μιλάνε για προσωπικά θέματα, και την ερωτική τους ζωή, υπήρχε μια χημεία, μια αύρα στη σχέση τους. Υπήρχε το πρόσφορο συναισθηματικά έδαφος που δεν άργησε η αρχική φιλική σύμπνοια να μετατραπεί σε ερωτική έλξη. Ήταν κάτι που το θέλανε και οι δύο να συμβεί και όταν αργότερα, το συζήτησαν διεξοδικά οι δυο τους, καταλήξανε ότι μάλλον είναι περίεργες και φιλήδονες γυναίκες. Πάνω κάτω κάθε γυναίκα περνάει κάποτε τέτοια φάση στη ζωή της, άλλες το αποδέχονται και το ζουν, άλλες όχι. Φυσικά την Εριφύλη την διακατέχει και αυτή η καταραμένη αύρα του απαγορευμένου, που κάνει τον καρπό να φαίνεται πολύ δελεαστικότερος, από ό,τι θα της φαινόταν υπό άλλες συνθήκες (αν π.χ. ήταν ελεύθερη).  Μέσα της γινόταν μια μάχη, μια μάχη ανάμεσα στη λογική και στο πόθο....Και ξαφνικά λες κι ένα φράγμα έσπασε μέσα της, ένας χείμαρρος ξεχύθηκε πάνω στη λογική διαλύοντας τις όποιες ηθικές αναστολές είχε. Είναι και αυτά τα παιχνίδια του μυαλού, που όλα από εκεί ξεκινούν και καταλήγουν στις κρεβατοκάμαρες και όχι μόνο. Το ήθελαν και οι δυο να αγαπηθούν, να σβήσουν τους άνομους πόθους τους, να σβήσουν τις καύλες που καίνε τα κορμιά τους..
«Έλα, να ξαλαφρώσω το μουνάκι σου, έλα καυλιάρα ξαδερφούλα μου, έλα και δεν θα σταματάς να χύνεις. Βρυσούλα θα γίνει το μουνάκι σου, έλα στη μαστόρισσα την ξαδέρφη σου.» Της λέει η Εριφύλη καταλαβαίνοντας πολύ καλά η μία τις ανάγκες της άλλης.
«Μμμμ! ξαδέρφη μου ονειρεύομαι ή είμαι ξύπνια;»
«Δεν ονειρεύεσαι Μωρό μου!« Σε λίγο βρέθηκαν στο κρεβάτι μπλεγμένες σε ένα παθιασμένο εξήντα ενιά και γεύονταν με πρωτοφανή ευχαρίστηση η μια τα υγρά της άλλης.
Και οι δυο γυναίκες άφησαν αυτή την εμπειρια να τους συνεπάρει σαν να ζουν όταν συναντιούνται κάποια ιδιαίτερα βράδια τρελού καρναβαλιού και όπως είναι γνωστό στον έρωτα και στο καρναβάλι όλα επιτρέπονται! Τις αποφορτίζει από όλη την καθημερινότητα και τις κάνει να ξανανιώθουν ανέμελες, ερωτικές και πάνω από όλα, γυναίκες. Απλά θέλουν να ζήσουν αυτό το συναίσθημα και να το ευχαριστηθούν, έως ότου ελπίζουν να τους περάσει.
Η νύχτα άρχισε να πέφτει και η Άλκηστις πρότεινε στην Εριφύλη να πάνε για ένα ποτό και εκείνη δέχθηκε. Οι δύο γυναίκες κάθισαν για λίγο στο καφέ μπαρ του θεάτρου για μια μικρή ανάπαυλα, αλλά η Άλκηστις σκεφτόταν ήδη την επιστροφή στο σπίτι της Εριφύλης. Να κάνουν πάλι έρωτα μέχρι τελικής πτώσεως πριν κοιμηθούν αγκαλιασμένες. Θες η χαλαρή μουσική θες η καλή της διάθεση η Άλκηστις ζήτησε δεύτερο ποτό.
«Ε… μαζέψου,»  της είπε η Εριφύλη
«Εσύ οδηγείς ξαδερφούλα μου» 
«Είναι αργά κοντεύει ώρα να γυρίσουμε.» λέει η Εριφύλη
«Πάμε! Είμαι μούσκεμα με το που πάμε σπίτι θα βάλω το στραπόν να γαμηθούμε και να φαντασιωνόμαστε το καυλί του Νικηφόρου.» λέει η Άλκηστις που μέσα σε εκείνο το στενό φορεματάκι της έδειχνε πιο καύλα από ποτέ.
«Αχ, μη μου κολάζεις τον εγκέφαλο και προσπαθώ πάρα πολύ να μην χάσουμε τον έλεγχο.»
«Χαλάρωσε Μωρό μου. Πάντως τώρα που μας μπήκε το σκουλήκι, εάν δεν είχε συμβεί μεταξύ μας αργά ή γρήγορα θα θέλαμε να πάρουμε «μεζέ» από αλλού.»
«Ήμαρτον Δέσποτα νυχτιάτικα! Τι σκέφτεται και λέει το κορίτσι. Και δεν μου λες; Για πες μου. Πιστεύεις πως οι bi κοπέλες, πάνε στην κόλαση η στον παράδεισο;» 
«Ξαδέρφη τζάμπα τρως τα συκώτια σου! Και εγώ και εσύ, θέλουμε να τις «εφαρμόσουμε» τις φαντασιώσεις μας. Να το «τρίψουμε» μαζί το πιπέρι.»
«Μωρό μου βλέπω δεν άντεξες, ξέσπασες και μου τα λες χύμα και τσουβαλάτα. Όχι ότι δεν το περίμενα. Το τραγικό που εγώ έχω θεωρήσει στην περίπτωσή μου, ή τουλάχιστον αυτό που με είχε τρομοκρατήσει στην αρχή καθώς τώρα συνήθισα στην ιδέα, είναι το ομοφυλόφιλο του πράγματος.  Και σε ερωτώ λοιπόν! Παίζει να μας περάσει; Όχι βέβαια παίρνοντας ασπιρίνη, με τον καιρό εννοώ. »...
«Όχι, καλή μου ξαδέρφη! Δε θα μας περάσει. Δεν είναι αρρώστια για να μας περάσει. Είναι η προσωπική μας επιλογή. Μια επιλογή  κρυμμένη τόσα χρόνια στο υποσυνείδητό μας. Πιθανόν να είχαμε νιώσει ερωτικά σκιρτήματα και για κάποιες άλλες κοπέλες στο παρελθόν, στις οποίες δεν δώσαμε την πρέπουσα σημασία από φόβο, λόγω κοινωνικής και οικογενειακής κατακραυγής, κλπ.
Το απωθήσαμε Και ήρθε τώρα η ώρα  και οι συνθήκες που ξύπνησαν το τόσο έντονα συναισθήματα που δεν είχαμε ξανανιώσει η μια για την άλλη. Είναι σα να είχαμε πονόδοντο και να φοβόμασταν να πάμε στον οδοντίατρο. Προτιμούσαμε τα γιατροσόφια της γιαγιάς και κάποια στιγμή υποκύψαμε στα «θέλω» που προστάζει η φύση μας.»
«Ξέρω εγώ, νομίζω ότι συμβαίνει κάποια στιγμή να γουστάρει ένας ή μια έγγαμος και κάτι εκτός γάμου, αλλά όσο τουλάχιστον έχει τα μυαλά στον τόπο και συγκρατείται έως ότου του περάσει και ελπίζω ότι δεν είναι και τόσο τραγικό.»
«Δηλαδή αφού έχεις που έχεις τις τύψεις να το κάνεις και πράξη τουλάχιστον να μην πάνε χαμένες;»
«Εύχομαι να καταλαγιάσει αυτό το συναίσθημα γιατί έχω αρχίσει να παραφέρομαι.Το συναίσθημα που νιώθω για σένα μπήκε εντελώς ανεξέλεγκτα στη ζωή μου. Δεν μπορώ να ελέγξω το πότε θα σκιρτήσει η καρδιά μου, και σε κάθε περίπτωση τελευταία δεν μπορώ να ελέγξω τις πράξεις μου.» προσπαθει να κλείσει το διάλογό η Εριφύλη.
«Δεν μπορείς να ελέγξεις το πότε θα σκιρτήσει η καρδιά σου, αλλά στο εξοχικό με τον κουμπάρο γαμιόσουν ένα ολόκληρο τριήμερο πουτανίτσα μου ξεδιάντροπη. Κι εκεί που τα λεγες όλα μαζί μου ώρες είναι να μου ζητήσεις να μην σε πιέζω.» Της λέει κοφτά η Άλκηστις σαν κάπως με παράπονο.
«Αα γι αυτό μου έκανες μανούρα στο τηλέφωνο τις μέρες εκείνες, και πως τάχα μου σε ξέχασα και πως δεν σου έλεγα ούτε μια γλυκιά κουβέντα; και καπάκι μου ζωγράφιζες καρδούλες, στο MSN και μου έστελνες μηνύματα;. να μου γράφεις όμορφα λόγια, να μου λες πόσο πολύ με φαντασιώνεσαι;»
«Ως ερωτευμένη, λειτούργησα κτητικά και παραφέρθηκα ζητώντας εξηγήσεις και να σου πω αυτά που νιώθω. Εμείς, που τα λέγαμε όλα και εσύ να ξεδίνεις τις καύλες σου με τον κουμπάρο σου και εγώ να το μαθαίνω από άλλους; Με το ζόρι κρατιόμουν να μη βαλαντώσω, πήγα και κλείστηκα και ξέσπασα σε κλάματα στην τουαλέτα τη μέρα εκείνη. Όλα τα παραπάνω ήθελα να στα πω κατάμουτρα, αλλά ήξερα πως είχες κάποια προσωπικά προβλήματα και αφού τη φιλία μου τη χρειάζεσαι, αυτή προσπαθούσα να σου την παρέχω. Και στα λέω σήμερα, γιατί όσο τα φυλάω μέσα μου θα εκραγώ.»
«Ηρέμησε ρε Μωρό μου! Και εγώ τον πρώτο καιρό μου ήταν αδιανόητο να έχω έρθει συναισθηματικά τα πάνω κάτω και να νιώθω ότι απλά ήταν ένα παιχνίδι. Τώρα ισορρόπησα. Τώρα μπορώ να το διαχειριστώ πλέον εξερευνώντας τη σεξουαλικότητά μου και νιώθω άνετα με τις επιθυμίες μου .»
«Ξαδέρφη εφόσον όλα είναι συναινετικά, δικαιούμαστε να απολαύσουμε τα πάντα όσο το δυνατόν περισσότερο κατά τη διάρκεια του σεξ.»
Πλησίαζε μεσάνυχτα όταν έφτασαν στο σπίτι! Επικρατούσε απόλυτη ησυχία! Που και που διέκοπτε την ησυχία ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν το δρόμο. Τα παιδιά είχαν κοιμηθεί στην γιαγιά και στον παππού, ξημέρωνε Σαββάτο ήταν ελεύθερα, δεν είχαν σχολική υποχρέωση.
Όταν εισήλθαν στο σαλόνι και μόλις έκλεισε η πόρτα η Εριφύλη δέχθηκε το καυτό φιλί της ανυπόμονης Άλκηστις, που το διαδέχτηκε ένα παθιασμένο γλωσσόφιλο που διάλυσε κάθε αμφιβολία για το τι θα επακολουθούσε στη συνέχεια.
Η Άλκηστις είχε κάνει ένα γρήγορο ντους οπότε κάθισε στο κρεβάτι και περιμένοντας την Εριφύλη, θυμήθηκε τι κάνανε το προηγούμενο βράδυ και άρχισε να καυλώνει. Όσο η Εριφύλη καθυστερούσε να τελειώσει και αυτή την τουαλέτα της κάποια στιγμή η Άλκηστις έκατσε στα τέσσερα κι άρχισε να τρίβει το υγρό μουνάκι της. Γενικά τελευταία η Άλκηστις ήταν μέσα στις καύλες συνέχεια και ας μην της φαινόταν. Η καύλα της είχε μεγαλώσει αρκετά και παρακαλούσε να τελειώσει γρήγορα η Εριφύλη για να την αναλάβει. Κάποια στιγμή όπως ήταν έτσι στα τέσσερα παρατήρησε με την άκρη του ματιού της την Εριφύλη πίσω από την μισάνοιχτη πόρτα να τη παίρνει μάτι. Δήθεν ότι δεν την κατάλαβε, συνέχισε να τρίβει το μουνάκι της χωρίς να κοιτάει την πόρτα. Καύλωνε περισσότερο που η Εριφύλη την παρατηρούσε έτσι στα κλεφτά. Μετά από λίγα λεπτά δεν άντεξε και είπε. «Θα με γλείψεις ή μόνο θα βλέπεις;», χωρίς να κοιτάει προς την πόρτα. Τούρλωσε την κωλάρα της, ήταν η αγαπημένη της σκυλίσια στάση και αφέθηκε στα χάδια της Εριφύλης. Η Εριφύλη άρχισε να της σαλιώνει την κλειτορίδα της. Μέσα σε λίγα λεπτά ένιωσε τη γλώσσα της Εριφύλης να προσπαθεί να μπει όλη μέσα στο μουνάκι της. Τα δυο χέρια της χούφτωναν τα κωλομέρια και μια γλώσσα της γαμούσε το μουνάκι σε ένα γλυκό και ηδονικό γλειφομούνι. Η Άλκηστις έχασε την ανάσα της αλλά πρόλαβε να πει «βάλε δάκτυλο, γάμησε με». Τότε ένιωσε δυο δάκτυλα να μπαίνουν στο μουνί της χωρίς την παραμικρή δυσκολία βέβαια. Μόλις βρήκε ρυθμό η Εριφύλη και τη γαμούσε κανονικά πλέον με δυο δάκτυλα, της έκανε και γλειφοκώλι ταυτόχρονα. Η Άλκηστις άρχισε να βογκάει πλέον μην αντέχοντας την καύλα, όμως όσο της έκανε γλειφοκώλι από πίσω, δεν άντεξε και γύρισε ανάσκελα, πήρε τα δάκτυλα της Εριφύλης που πριν ήταν στο μουνάκι της, τίγκα στα υγρά εννοείται και τα έβαλε στο στόμα της, κοιτάζοντας στα μάτια την Εριφύλη. Μετά, τα οδήγησε στο μουνάκι της, τα άφησε εκεί και ξάπλωσε προς τα πίσω. Αυτό ήταν. Εριφύλη χώθηκε ανάμεσα στα σκέλια της Άλκηστις και την έγλειφε με λύσσα. Της δάγκωνε την κλειτορίδα και της έβαλε τρία  δάκτυλα αυτή τη φορά μέσα. Τη γάμαγε καλά πλέον. Η Άλκηστις κρατιόταν από τα σεντόνια και της ξέφευγαν φωνές.
«Όλο μέσα, πιο βαθιά, όλο μέσα μωρή σκρόφα!»
Η Εριφύλη, τη δαχτύλωνε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο μουνάκι της Άλκηστις και αυτό και την καύλωσε ακόμα περισσότερο. Μετά από μερικά μέσα έξω η Άλκηστις είπε. «Χύνω καριόλα ξαδέρφη! Χύνωωω!» και πραγματικά ένας ποταμός από χύσια, από τους πιο δυνατούς οργασμούς που είχε ποτέ της η Άλκηστις, χύθηκαν στη μάπα της Εριφύλης. Όπως μου είπε η Μέλπω, ήταν από τους πιο δυνατούς οργασμούς που είχε ποτέ. Αμέσως η Άλκηστις έτρεξε στην τουαλέτα για να καθαριστεί αλλά κυρίως για να αποφύγει την αρχική  αμηχανία για το πίδακα των υγρών. Ένιωσε σα να κατούρησε στο πρόσωπο την ξαδέρφη της. Βγήκε διστακτικά και βρήκε την Εριφύλη να κάθεται στα πλάγια του κρεβατιού αποσβολωμένη και λερωμένη σε μάπα και στο μαύρο Σατέν Babydoll με Δαντέλα από τα ζουμιά που είχε εκτοξεύσει η Άλκηστις και που επάνω της φάνταζαν διάσπαρτα.
 Όταν βγήκε από το μπάνιο η Άλκηστις πλησίασε την Εριφύλη που ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από το συντριβάνι τα χύσια που έφαγε στο πρόσωπο από την ξαδέρφη της.  Το είχε δει μια-δυο φορές σε τσόντα με τη Mandy Flores τη δημοφιλή ερμηνεύτρια, γνωστή για την εκπληκτική εμφάνιση της σε ταινίες για ενήλικους. Ήταν πρώτη φορά όμως που το είδε ζωντανά, ήταν σαν σιντριβάνι και εξεπλάγην πολύ. 
«Απίστευτο! Τι έκανες μωρή γαμιόλα; Πόσο έχυσες μωρή πουτανίτσα; Με το μουνί σου να αναβλύζει σαν σιντριβάνι!»
«Όσο σε περίμενα καυλωμένη στο κρεβάτι ήμουν εντελώς υγρή, και όταν ήλθες και χώθηκες στο μουνάκι μου ένιωσα τόσο υπέροχα!»
«Το έχεις κάνει ξανά;»
«Ναι!  Πριν ένα μήνα αυνανιζόμουν στο ντους με τη ροή πίεσης από την κεφαλή του ντους και τελείωσα πολύ δυνατά, εκτοξεύοντας υγρό. Ένιωσα καταπληκτικά, σαν μια ακραία απελευθέρωση και χαλάρωση που δεν είχα ξαναζήσει- έντονη ηδονή.»
Η Άλκηστις κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και της είπε: «Συγνώμη Μωρό μου, που σε έκανα χάλια. «Άφησε να σε  καθαρίσω τουλάχιστον.»
«Δεν θέλω να με καθαρίσεις! Να γαμηθούμε θέλω!»
Η Άλκηστις πήγε από πίσω της για να βολεύεται, δίπλωσε τα γόνατα της και κάθισε πάνω τους. Έβαλε τα χέρια και έβγαλε το μαύρο Σατέν Babydoll με Δαντέλα που είχε λερωθεί. Όταν η Άλκηστις της αφαίρεσε το  Babydoll  κόλλησε το στήθος της στην πλάτη της Εριφύλης, ενώ η ένταση του οργασμού δεν την είχε ηρεμήσει. Η Άλκηστις είχε ξανακαυλώσει για τα καλά.  Αφού της αφαίρεσε το νυχτικό  πίεσε το στήθος της στην πλάτη της Εριφύλης και και με τα χέρια της έκανε κανονικό μασάζ στο στήθος λέγοντας. «Μωρό μου η θηλές σου έχουν σκληρύνει πολύ.» Οι ανάσες τώρα στις δυο γυναίκες είχαν γίνει βαρείς και ενώ της χούφτωνε κανονικά τις βυζάρες, η Εριφύλη γύρισε ελαφρώς το κεφάλι της προς τα πίσω. Η Άλκηστις χωρίς να χάσει στιγμή ένωσε το στόμα της μαζί της συνεχίζοντας να χαϊδεύει και να τρίβει τις θηλές. Μετά από μερικά απαλά φιλιά, άρχισαν να ανταλλάσσουν γλωσσόφιλα γεμάτα πάθος. Η Άλκηστις άρχισε να ρουφάει με δύναμη τη χυμώδη γλώσσα της Εριφύλης που βόγκηξε παράλογα ενώ της ρουφούσε τη γλώσσα σαν φράουλα, τεντώνοντάς την έξω από το στόμα της. Η Άλκηστις αν και μικρότερη σήμερα είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων, της ανέβασε τα πόδια πάνω στο κρεβάτι και της πέρασε το δεξί πόδι στα αριστερά της. Η Εριφύλη ξεκίνησε και ανταπέδιδε τα χάδια της και ανταποκρινόταν στα γλωσσόφιλα της Άλκηστις και στα κόλπα που έκανε με τη γλώσσα της. Η Άλκηστις αφού την κοίταξε μες στα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα, χαμήλωσε το σώμα της, πήρε στη χούφτα της το ένα βυζόμπαλο της Εριφύλης και το έβαλε στο στόμα της ρουφώντας επιθετικά. Πνιχτές φωνές ξέφυγαν από την Εριφύλη που δε μπορούσε να κρύψει ότι οι καύλες της κτυπούσαν ταβάνι. 
«Έτσι μωρή τσούλα μ’ αρέσει, συνέχισε παλιό γαμιόλα, δάγκωσε τες.»
Η Άλκηστις  με το  ένα της χέρι χούφτωνε το στήθος της Εριφύλης με τις μεγάλες, στρογγυλές, σκούρες κόκκινες θηλές της και της έτριβε τη μια θηλή, ενώ την άλλη θηλή την είχε στο στόμα της και την έπαιζε κοιτώντας με σηκωμένο το βλέμμα της την Εριφύλη μέσα στα μάτια. 
 Τα «Αχ…» γίνονταν πιο έντονα, οπότε η Άλκηστις όπως είχε την Εριφύλη έτσι στο κρεβάτι μπροστά της με τα πόδια της διάπλατα, πήρε στο στόμα της την άλλη θηλή και έβαλε το χέρι της ανάμεσα στους μηρούς της Εριφύλης και έφτασε ως το μουνί της και με γρήγορες κινήσεις έπεσε με τα μούτρα στη μουνάρα της της ανοίγει τα πόδια της και αρχίζει ένα τρελό γλείψιμο στη μουνάρα της που ήταν εντελώς μούσκεμα. Τα υγρά της τρέχανε στην κωλότρυπα της. Εγώ έχει δώσει βάση στην κλειτορίδα της και καρφώνει δύο δάχτυλα μέσα στο υγρό της μουνάκι. Η Εριφύλη την έχει πιάσει από τα μαλλιά και ουρλιάζει.
«Έτσι καριόλα ξαδέλφη, εκεί σε θέλω να με γλείφεις! Αχ ρε γαμημένη με τρελαίνεις! Ναι, ναι, ναι, αυτό είναι!»
Της Εριφύλης το γλειφομούνι της υπερφορτίζετε τα συναισθήματα ευχαρίστησης, της απογείωνε την απόλαυση και κάνει τις αισθήσεις της να χτυπούν στο κόκκινο. Έχει αφεθεί στην απόλαυση που το κορμί της νιώθει και φώναζε κανονικά πλέον. Η Άλκηστις, σταμάτησε το γλειφομούνι, ξάπλωσε δίπλα της, της έβαλε δυο δάκτυλα μέσα στο μουνί και συνέχισε, μία να της δίνει παθιασμένα γλωσσόφιλα, μία να της γλείφει τις βυζάρες. Σε κάποια φάση βγάζει το χέρι της και βλέπει υγρά να στάζουν. Βάζει το χέρι στο στόμα της  η οποία έγλειφε με λύσσα το γεμάτο ζουμιά από το μουνί της χέρι και το έβαλε όλο στο στόμα της.
Ξανά-έβαλε τα δυο δάκτυλα στο μουνί της Εριφύλης, φροντίζοντας αυτή τη φορά να τη γαμάει καλά. Μόλις ήταν έτοιμη να χύσει, της λέει στο αυτί:
«Μωρό μου ήλθε η ώρα να βάλουμε στην παρέα μας και το νέο σύγχρονο διπλό δονητή! Έχεις πρόβλημα;»
«Ότι επιθυμείς Μωρό μου!…» απάντησε μέσα στην καύλα της η Εριφύλη. Η Άλκηστις έβγαλε το χέρι της από το μουνί της Εριφύλης σηκώθηκε έβγαλε από την τσάντα ένα ροζ εικοσάποντο διπλό δονητή. Κοιτώντας μέσα στα μάτια την Εριφύλη, στη συνέχεια προσεχτικά έχωσε το ένα άκρο του δονητή μέσα στο μουνί της και το υπόλοιπο εξείχε λες και η Άλκηστις απέκτησε ξαφνικά πούτσο. Η έλλειψη λουριών έδινε μια απόλυτα φυσική αίσθηση.  Η Εριφύλη μόλις το είδε τρελάθηκε!
«Τι δονητής είναι αυτός;» την ρώτησε.
«Είναι ο Feeldoe, ένας νέος τύπος δονητή που έχει ξετρελάνει όλες τις λεσβίες»
«Δηλαδή»
«Έχει σχήμα που ταιριάζει καλύτερα στην ανατομία της γυναίκας. Είναι δονητής σε σχήμα γωνία που το ένα μέρος μπαίνει και εφαρμόζει τέλεια στο μουνί αυτής που το χρησιμοποιεί και το υπόλοιπο μοιάζει σαν αληθινό ανδρικό όργανο».
Η Άλκηστις δίνοντας ένα γλωσσόφιλο στην Εριφύλη της είπε να γυρίσει στα τέσσερα. Εκείνη υποτακτικά γύρισε πρόθυμα καθώς σηκώθηκε στα γόνατα σαν υπάκουο κατοικίδιο και το πρόστυχο κορμί της πάλλονταν σαν καυλιάρας σκύλας στη ζέστη. Η Άλκηστις άλειψε με babyoil το ομοίωμα του πούτσου, άνοιξε λίγο καλύτερα τα πόδια της Εριφύλης γονάτισε πίσω της και άρχισε να τρίβει το σκληρό λαστιχένιο δονητή πάνω και κάτω στο βρεγμένο απαλό άνοιγμά της. Κάθε τρίψιμο έκανε το σώμα της Εριφύλης να τινάζεται ανεξέλεγκτα καθώς γουργούριζε σαν γατάκι, λυγίζοντας τους γοφούς της προσπαθώντας να καταπιεί εκείνο το χονδρό ομοίωμα με το μουνί της. Ωστόσο, η  Άλκηστις δεν επρόκειτο να της το κάνει εύκολο απόψε. Της άρπαξε τα μαλλιά και σήκωσε το πρόσωπό της προς το μέρος της προτού της πει, «Αν θέλεις πραγματικό γαμήσι απόψε, θα πρέπει να το ζητιανέψεις.» 
Το τι περνούσε στο μυαλό της Εριφύλης, το πρόσωπό της τα έλεγε όλα. Δεν άντεχε άλλο, αναζητούσε να «δεχτεί το αναπόφευκτο», το δονητή να διεισδύσει στον κόλπο της και το περίμενε με αυξανόμενη ανυπομονησία!.. 
«Λοιπόν, θα με ικετεψεις για αυτό, τσούλα ξαδέλφη;» και χωρίς να περιμένει απάντηση στηριζόμενη στα γόνατα της το έβαλε χωρίς καμία δυσκολία μέσα στο μουλιασμένο μουνί της, που έσταζε από υγρά, Η  Άλκηστις αφού το διείσδυσε σε όλο το μήκος έμεινε εκεί, για λίγο ακίνητη, ενώ η Εριφύλη απορροφούσε το απερίγραπτο συναίσθημα πληρότητας που της πρόσφερε το υπερμέγεθες στραπόν. Πλέον η κυρία Εριφύλη μούγκριζε δυνατά και η Άλκηστις, καύλωσε πολύ που είχε την ξαδέρφη της μπροστά της να την κάνει ότι θέλει και τη γάμαγε όσο καλύτερα μπορούσε κρατώντας την τώρα από τη μέση. Μέσα στην κρεβατοκάμαρα ακουγόταν καθαρά ο ήχος από τη βάση του δονητή όταν χτύπαγε στα μουνόχειλα της Εριφύλης στο συνεχές μέσα-έξω και τα βογγητά ευχαρίστησης της Εριφύλης που έδειχνε ποσό πολύ της άρεσε. που η Άλκηστις ακούραστα ξέσκιζε την καυτή της μουνότρυπα.
«Τέτοια πούτσα δεν έφαγα από κανένα άνδρα, το εργαλείο είναι φοβερό.» Έλεγε αγκομαχώντας η Εριφύλη που τελείωσε σφαδάζοντας με απίστευτους σπασμούς.

Click to Open

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button