ADS

click to open

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Mia Palia Photogafia K' Ena Gramma

Χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα.
Ναυτικός.
Ήταν το πρώτο μου μπάρκο.
Δόκιμος μηχανικός σ’ ένα ατμοκίνητο γκαζάδικο του χίλια εννιακόσια πενήντα.
Ταξιδεύουμε στης θάλασσας τα πλάτη κάτω απ' έναν έναστρο ουρανό, πάνω στους πέντε ωκεανούς του πλανήτη. Νοιώθω το πλοίο να σκίζει τα κύματα κάτω από τ’ απόκοσμο και χαοτικό βάθος του ουρανού, κάτω από μακρινούς πλανήτες και γαλαξίες. Χιλιάδες τόνοι μέταλλο ταξιδεύουν ακούραστα στις πέντε ηπείρους του πλανήτη μέσα στο χρόνο με μοναδικό φόντο τον ορίζοντα. Εκεί που το μπλε της θάλασσας ανταμώνει και φιλιώνει αρμονικά με το μπλε του ουρανού. Μια νοερή οριζόντια γραμμή τα χωρίζει. Η αείροη πηγή του μυστηρίου της ζωής τα συνδέει..
Ώρα οκτώ το πρωί.
Ο μονότονα σταθερά επαναλαμβανόμενος ήχος απ’ το σήμαντρο (καμπάνα) υπενθυμίζει την κλασσική παραδοσιακή παράδοση-παραλαβή της βάρδιας του μηχανοστασίου. Αγκομαχώντας, ανέβηκα τις μεταλλικές σκάλες του μηχανοστασίου, προχώρησα στο εξωτερικό κατάστρωμα της πρύμνης και εξουθενωμένος κάθισα στις πρυμιές πίντες (δέστρες), κοντά στον τεράστιο εργάτη της Άγκυρας για να ξεκουραστώ και να βλέπω πέρα από τα ρέλια του καραβιού τον ορίζοντα στις τροπικές θάλασσες, μακριά από τα καζάνια και τις τουρμπίνες του μηχανοστασίου.
Πλέοντας την τροπική θάλασσα με την αφόρητη ζέστη και την ανυπόφορη υγρασία που κάνει την αναπνοή σου να «πιάνεται» σ' αυτή την περιοχή της πρύμνης δεν ήμουν ο μόνος. Ο Συριανός θερμαστής …ο Αντώνης…. ανέβαινε πίσω μου μετά την κοπιαστική του βάρδια στο στόκολο των καζανιών με τα ρούχα μουσκεμένα απ' τον ιδρώτα και κάνοντας πάντα την ίδια κίνηση. Να σκουπίζεται στο λαιμό με ένα δικτυωτό μαντήλι …το μαντήλι της φωτιάς….. 
Κουρασμένος κι αυτός, απ’ την βάρδια του να παρακολουθεί τις φωτιές και τα νερά στα καζάνια, προσπαθούσε τώρα να ανασάνει και να δροσιστεί στις πίντες του πρυμιού καταστρώματος.
Ο Αντώνης ήταν ένας άνδρας πενήντα περίπου χρονών είχε μέτριο ανάστημα, ένα κανονικό σώμα, και παρά την πολύ σκληρή δουλειά στα καζάνια του πλοίου είχε μερικά έξτρα κιλά συγκεντρωμένα γύρω από την κοιλιά του. Η κοιλιά του, θύμιζε αυτή των εγκύων, έχοντας λεπτά χέρια και πόδια. Τα σπαστά γκρίζα μαλλιά του ήταν αραιά κι από κάτω τους φαίνεται το δέρμα της κεφαλής του.
Το στόκολο του λεβητοστασίου ήταν η περιοχή του, το βασίλειό του, εκεί όπου κυβερνούσε τις φωτιές και τα νερά των καζανιών του πλοίου σαν απόλυτος μονάρχης.
Αραγμένος δίπλα από την οβάλ πόρτα της κουζίνας που δεν έκλεινε καλά, τώρα ξεκουραζόταν με τα χέρια πίσω από το σβέρκο,ακουμπώντας πάνω στο πρώτο σκαλοπάτι της σιδερένιας σκάλας που οδηγούσε στο ντεκ της τσιμινιέρας. Τον βλέπω μετά από λίγο να χαϊδεύει τα αραιά κοντά γένια του, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, και γερνώντας προς πίσω ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στον γκρίζο σιδερένιο μπουλμέ και χαμογελούσε με το τσιγάρο στο ακρόχειλο του με τα μάτια μισόκλειστα και ο καπνός από το τσιγάρο να κάνει δαχτυλίδια ανεβαίνοντας προς τα πάνω .
 Τον παρατηρώ έτσι που χαμογελά, και τον νοιώθω ότι χάνεται στην ανακουφιστική αγκαλιά του χρόνου. Η μήπως και ονειρεύεται με τα μάτια μισόκλειστα;. 
Χαμογελώντας συνεχίζει να χαϊδεύει τα γένια του. Κι αυτή τη φορά για τα καλά κλείνει τα μάτια πλημμυρισμένος απ’ ένα πέπλο λάμψης στο μέτωπο, παραδίδεται στο όνειρο του. Ίσως να γυρνά στα χρονιά της εφηβείας του, περπατώντας τα σοκάκια της Άνω Σύρου, στην εποχή που ερωτεύτηκε μια καθολική κοπελιά.  Φαίνεται ότι την θυμόταν γιατί τα μάτια του λαμπύριζαν, κι έπειτα άρχιζαν να αλλάζουν να γίνονται υγρά, θολά και το χρώμα τους ν’ ανοίγει. Ίσως να βλέπει κάπου χωμένο σε μακρινές ομίχλες το πρόσωπο της που απομακρύνεται και χάνεται στα βάθη του ορίζοντα, ανάλαφρα σαν πούπουλο.
Ταξιδεύοντας αφήνουμε πίσω μας το Πορτ Λούις, συνεχίζουμε βόρεια κατά μήκος της μεγάλης δαντελωτής ακτογραμμής του Αγίου Μαυρικίου. Άσπρες αμμουδιές, οργιώδης ζούγκλα, απότομες βουνοπλαγιές, καταρράκτες και χιλιόμετρα κοραλλένιας δαντέλας στον Ινδικό ωκεανό. Ένας παράδεισος επί της γης. Ήλιος που καίει, σμαραγδένια νερά, τροπική βλάστηση και αμμουδιά απαλή σαν πούδρα. Ένας επίγειος παράδεισος ανατολικά της Μαδαγασκάρης, στον Τροπικό του Καρκίνου. Εδώ που πριν από εκατομμύρια χρόνια δημιουργήθηκε από έκρηξη υποθαλάσσιου ηφαιστείου ένα νησί.
Η θάλασσα λαμπερή γαλάζια, παντού όσο φτάνει το μάτι, λικνίζεται απαλά και αναστενάζει σαν μια πελώρια αναπνοή. Το φως του ήλιου ξεχύνεται σαν άστρα που σπιθίζουν, που παρασύρουν, ψιθυρίζουν και λαμπυρίζουν από τις κορυφές των κυμάτων πέρα μακριά και σχηματίζουν ένα φωτεινό μονοπάτι στην επιφάνεια, που συνεχίζει προς τον ορίζοντα.
Σιγά, σιγά ένας-ένας μαζεύονται από το πλήρωμα, όσοι αυτή την ώρα ξυπνούν, στην πρύμη, για να πιουν τον πρωινό καφέ τους.
Είναι η ώρα που σε λίγο θα πάμε όλοι για δουλειά, ...over time.... τόσο το προσωπικό καταστρώματος όσο και προσωπικό μηχανής. 
Σήμερα η ζέστη είναι ανυπόφορη. Στο κατάστρωμα οι τρέχουσες καιρικές συνθήκες είναι σχετικά υποφερτές, έχει ασθενή αέρα που είναι αναζωογονητικός και δροσίζει. Στο μηχανοστάσιο όμως οι συνθήκες είναι πιο δύσκολες, οι θερμοκρασίες υψηλές και η υγρασία αφόρητη. Αυτή την εποχή που ταξιδεύουν στα τροπικά κλίματα θέλει μεγάλη προσοχή.
Το πλοίο ένα χαλύβδινο γκαζάδικο, ατμοκίνητο, παλαιάς ήδη τεχνολογίας.... και ο αερισμός του όχι τόσο καλός σε ιδιαίτερα επιβαρυμένους θερμικά χώρους, όπως το μηχανοστάσιο και το λεβητοστάσιο.
«Σήμερα θα έχουμε καύσωνα στο μηχανοστάσιο». Λέει ο Λευτέρης ο λαδάς, που μόλις τώρα πίνει τον καφέ του κι αυτός. Οι συνθήκες εργασίας μέσα στον πιο «σκληρό» χώρο του πλοίου, στο μηχανοστάσιο, όπου οι θερμοκρασίες που επικρατούν είναι υψηλές και ο αέρας κακής ποιότητας είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Εκτός από τα επικίνδυνα ταξίδια στη θάλασσα και τις όποιες στερήσεις συνεπάγεται η ζωή πάνω στο πλοίο, τα πληρώματα μηχανής, οι επαγγελματίες αυτοί, ασκούν μια κοπιαστική και ανθυγιεινή εργασία.
Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν οκτώ και μισή. Ήξερα ότι εάν δεν ήθελα να έχω μουρμούρα από το Δεύτερο, έπρεπε να σηκωθώ αμέσως και να κατέβω στο μηχανοστάσιο. 
Στο πλοίο υπήρχε ένα γνωμικό για το Δεύτερο μηχανικό.
«Λένε ότι το δάγκωμα του είναι χειρότερο απ’ το γάβγισμα του».
Ο Αντώνης ήταν ακόμη μισοκοιμισμένος. 
«Που πας». Με ρώτησε. 
Είχε μια δυσκολία να σηκωθεί από το πρωινό ραχάτι, άλλα του ήταν αδύνατο να βρει κάποια δικαιολογία ώστε να μην κατέβει στο μηχανοστάσιο για το over time. 
«Περίμενε έρχομαι μαζί σου». 
Ακούμπησε στην άκρη το άδειο του φλιτζάνι, σηκώθηκε από το σκαλοπάτι, κούμπωσε τη φόρμα του και πέρασε γρήγορα την είσοδο του μηχανοστασίου. 
Κι εγώ αγαπώ τόσο πολύ αυτές τις πρωινές στιγμές της αδράνειας που στη διάρκεια τους ξεχνάς ακόμη και τα τέσσερα αυγά μάτια και το μπέικον με τα ψωμάκια που έμειναν άθικτα πίσω μας στη τραπεζαρία.
Ο Δεύτερος μοίρασε τις δουλειές του μηχανοστασίου. Tο μηχανοστάσιο είναι η καρδιά του πλοίου. Η καρδιά είναι το μηχανοστάσιο του ανθρώπου. Η καρδιά δεν ξέρει τίποτα. Η καρδιά αντλεί, κινείται. Το μηχανοστάσιο απλώς φροντίζει για την κίνηση του καραβιού, όχι για την πορεία του. 
Στον Αντώνη ανέθεσε να βοηθήσει το θερμαστή της πρωινής βάρδιας. Λόγω της κακής ποιότητας των καυσίμων που το πλοίο είχε εφοδιαστεί τελευταία, οι καυστήρες στους λέβητες άφηναν προσμίξεις από λασπώδη και στερεά κατάλοιπα  στο δάπεδο της εστίας που έπρεπε να αναδευτούν και να καούν πριν αποκτήσουν μεγάλο όγκο και δημιουργήσουν περαιτέρω λειτουργικά προβλήματα στο σύστημα.
Ο Αντώνης μ’ ένα μεγάλο σε μήκος σιδερένιο λοστό που χωνόταν βαθιά μέσα στο σωρό αποσπούσε από το δάπεδο τα ανθρακώδη στερεά κατάλοιπα. Ταυτόχρονα αύξανε την παροχή του αέρα καύσης στην εστία του λέβητα. Τα κατάλοιπα αμέσως αναφλέγονταν. Άστραφτε και βροντούσε η εστία του λέβητα. Η αναλαμπή απ’ τις φλόγες χόρευε τρελά πάνω στο δάπεδο, συνέχιζε το δαιμονισμένο της χορό πάνω στους πλαϊνούς υδρότοιχους και την οροφή. Κόκκινες και πορτοκαλιές σκιές σειούνται, λυγιούνται, σφιχταγκαλιάζονται ή ξαφνικά ξεμακραίνουν. Αργότερα ζαρώνουν και γίνονται τόσες δα μικρούλες, και μετά σε κάθε νέο ανάδεμα, ώσπου να πεις τρία σηκώνονται τεντώνουν το λαιμό τους με ορμή, και τα ανθρακώδη έπαιρναν και πάλι φωτιά, βγάζοντας μια κίτρινη στριγκή λάμψη. Σαν ένα γιγαντιαίο ταμπούρλο που βροντούσε ρυθμικά.
Ο Αντώνης, χειριζόταν το λοστό με χορευτική ικανότητα. Σ’ αυτό ήταν πραγματικά άπιαστος, ήταν ο καλλιτέχνης του στόκολου. Η μια προσπάθεια μετά την άλλη και δώσ’ του, έριχνε με το λοστό και δε σταματούσε.
Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του, έτρεχε στα μάτια του.
Έτσι κύλησε η ώρα μέχρι το coffee time των δέκα.
Ο μοναδικός χώρος στο πλοίο που είχε κλιματισμό ήταν η τραπεζαρία και το καπνιστήριο του πλοίου με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια υποφερτή ατμόσφαιρα. Στη διάρκεια λοιπόν της εικοσάλεπτης διακοπής από τις εργασίες όλο το πλήρωμα μαζευόταν εκεί για τον καφέ του.
Ο Δεύτερος μηχανικός του πλοίου ήταν ένας τριανταπεντάρης άνδρας από εκείνους τους γυμνασμένους τύπους με ευθυτενές σώμα και έκφραση ετοιμότητας στο πρόσωπο. Υποψιαζόμουν ότι πίσω απ’ το στεγνό του ύφος κρύβονταν ωκεανοί συναισθήματος. Αλλά εκείνος το κρατούσε για τον εαυτό του. Πάντα ψύχραιμος, ολιγόλογος, ολιγαρκής. Στεγνός, ναι, αυτή την αίσθηση που μου έδινε. Λες κι είχε μεγαλώσει σε μια Ατακάμα συναισθημάτων. Αν δεν ξέρετε τι είναι η Ατακάμα, αναζητήστε «η πιο άνυδρη έρημος της Γης».
Με ρώτησε για τον Αντώνη, και αν ξέρω γιατί δεν ήρθε στον καφέ.
Πήρε τηλέφωνο τη βάρδια του μηχανοστασίου και ρώτησε. Ένοιωσε ανακούφιση μαθαίνοντας ότι ο Αντώνης πίνει τον καφέ του παρέα με τον συνάδελφο του στο στόκολο. Η ασφάλεια των ανδρών της επιστασίας του ήταν το πρώτο μέλημα του. Για την ακρίβεια ενδιαφερόταν για τη σωματική και ψυχική υγεία των υφισταμένων του και ας μη το φανέρωνε το στεγνό πρόσωπο του.
Τελειώνοντας το coffee time το προσωπικό μηχανής συναντηθήκαμε στην πλατφόρμα έλεγχου του μηχανοστασίου. Ο Δεύτερος φώναξε εμένα και τον Αντώνη.
«Θα πας στην πλατφόρμα του βοηθητικού ψυγείου να σκουπίσεις και να καθαρίσεις το μπουλμέ στη πλευρά της θάλασσας». Είπε του Αντώνη.
«Κατάλαβες;»
«Κατάλαβα». Επανέλαβε ο Αντώνης γεμάτος ανακούφιση όταν συνειδητοποίησε την εργασία που του αναθέτει ο Δεύτερος.
«Διάβολε, είμαι το κατάλληλο άτομο γι’ αυτή τη δουλειά». Δήλωσε με στόμφο.
Ο Δεύτερος συγκρατήθηκε με κόπο για να μη γελάσει
«Εσύ θα πας στο αριστερό ιππάριο τροφοδοσίας να αλλάξεις σαλαμάστρες στα βάκτρα παλινδρόμησης. Μπορείς;». Με ρώτησε.
«Δεν έχω πρόβλημα». Είπα και το εννοούσα.
«Και έχε το νου σου στο θερμαστή δίπλα σου, θα αράξει άλλα μην τον ανησυχείς, έχει ταλαιπωρηθεί τις προηγούμενες ώρες, έχουμε και αυτή τη διαβόλου υγρασία που σου τρυπάει το κόκκαλο». Με συμβούλεψε ο Δεύτερος.
Δεν είχε περάσει μισάωρο, ο Αντώνης νοιώθοντας ταλαιπωρημένος απ’ τον πόλεμο με τις φωτιές των καζανιών, έγειρε το κορμί του άβολα να αναπαυτεί στο μεγάλο εγκάρσιο νομέα του σκάφους πίσω από το τεράστιο ψυγείο, πάνω στην επιφάνεια της δροσερής λαμαρίνας. Εκεί που κανείς δεν τον έβλεπε. Ο τραχύς θόρυβος του μηχανοστασίου και οι δονήσεις της προπέλας τον νανούρισαν. Ο Αντώνης αποκοιμήθηκε. Χάνοντας τον Αντώνη από την οπτική επαφή χαμογέλασα με κατανόηση. Θυμήθηκα μια παλιά ιστορία που έλεγε ο παππούς για έναν κολλήγο εκατοχρονίτη γέροντα.
«Προσπαθούσε έντιμα να κάνει τη δουλειά που του ζητούσαν, δουλειά πολύ πάνω από τις δυνάμεις του, εξαντλημένος εδώ και πολύ καιρό. Υστέρα κοιμήθηκε».
Αποκοιμιόταν παντού, ακόμη και στο μηχανοστάσιο, με τον ιδρώτα να μουσκεύει τα ρούχα του.
Πετάχτηκε ξαφνιασμένος, διαπιστώνοντας ότι εγώ είχα ήδη φύγει από το μηχανοστάσιο αποκαρδιώθηκε. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα κοιμήθηκε κουρνιασμένος εκεί.
«Σκατά», μονολόγησε όταν κατάλαβε ότι η ώρα ήταν ήδη δώδεκα, κατέβηκε στο δάπεδο της πλατφόρμας και με ύφος σκυθρωπό ξεκίνησε για το μεσημεριανό δείπνο.
Ώρα δώδεκα και δέκα μεσημέρι.
Βρισκόμασταν στο χώρο της μεγάλης τραπεζαρίας πληρώματος του πλοίου, το πλήρωμα βαδίζοντας γοργά ελάμβανε θέση για το μεσημεριανό γεύμα. Ο Αντώνης με το στόμα ορθάνοιχτο κρατούσε τα ματιά προσεκτικά χαμηλωμένα έριχνε κλεφτές ματιές γύρω του και στο πρόσωπο του καμωνόταν επιδέξια τον δύσμοιρο και ταλαιπωρημένο από την δύσκολη εργασία που του είχαν αναθέσει να εκτελέσει. Είχε τα μελαγχολικά λαμπερά του ματιά καρφωμένα στο κενό με σφιγμένο χαμόγελο και πονεμένη ματιά. Τα αραιά μαλλιά του ήταν τραβηγμένα πίσω με το λευκό μαντήλι της φωτιάς δεμένο γύρω από το μέτωπο να συγκρατεί τον ιδρώτα του. Προσπαθούσε να προσελκύσει την προσοχή απ’ το πλήρωμα γύρω απ’ τα δυο μεγάλα τραπέζια της τραπεζαρίας του πλοίου στραμμένη επάνω του. Κοίταζε φευγαλέα προς τη διεύθυνση που βρισκόταν ο Δεύτερος μηχανικός με την άκρη του ματιού και το στόμα ανοικτό φροντίζοντας να μην χάσει την ταλαιπωρημένη έκφραση, ώστε να αποσπάσει την προσοχή του, να δείξει ότι εργάστηκε με ζήλο και έφερε εις πέρας τη δουλειά που του είχε αναθέσει.
Κάπου κάπου κοίταζε πάνω από τον ώμο του προς το μέρος μου, να δει εάν είχα αναφέρει κάτι για το ραχάτι του. Αντικρίζοντας το φιλικό μου χαμόγελο μάζεψε το κουράγιο του και προχώρησε να καθίσει στο κάθισμα του.
Ο καμαρωτός μη αναγνωρίζοντας τον καθημερινό μας Αντώνη, σ’ αυτή την γεμάτη ανησυχία έκφραση στο πρόσωπο του συνειδητοποίησε ότι κάτι συμβαίνει σήμερα.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε
«Τι;» ψιθύρισε.
Η φωνή του βγήκε βραχνή, σαν να μην ήταν συνηθισμένος να μιλά καθώς καθόταν στην θέση του.
Το πρόσωπο του στράφηκε στο καμαρότο, που η παρέμβαση του έγινε η αιτία να διακοπεί η πρόσκαιρη θεατρική του παράσταση.
Αυτό τον επανέφερε από την παράσταση του. Έμεινε για λίγο ασάλευτος σχεδόν υπνωτισμένος.
«Αναρωτιόμουν για την καλή σου υγεία. Χαλάρωσε δείχνεις χλωμός σαν ζυμάρι.» Συνέχισε ο καμαρωτός.
Τα καπνιστήρια και οι τραπεζαρίες των πλοίων είναι ένα περιβάλλον που τα αστεία και οι φάρσες ευδοκιμούν.
Ο Αντώνης ακόμη και στα πενήντα και, χρόνια του ζούσε ακόμη την εποχή της αθωότητας. Η αθωότητα κάποιες στιγμές, με εκείνο το ανόητο, λαμπερό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, έμοιαζε λες και η χαρά είχε ριζώσει σαν ουράνιο τόξο μέσα στο κεφάλι του.
Για μένα είναι πολύ δύσκολο να δεχτώ ....και με ξενίζει η κατάχρηση.... σ' αυτές τις φάρσες, που συνήθως έχουν σαν στόχο ορισμένα επιρρεπή άτομα. 
Πιστεύω ότι είναι βαναυσότητα απέναντι τους η ευκολία να γίνονται θύματα.
Θα κάνω μια αναδρομή σε πολύ πρόσφατα γεγονότα και πως περνούσαν την ελεύθερη ώρα τους το πλήρωμα. Θα αναφερθώ ιδιαίτερα στον πύρινο λόγο που έβγαλε ο Αντώνης στην τραπεζαρία την προηγουμένη εβδομάδα.
«Λόγο, θέλουμε λόγο». Τον παρότρυνε σύσσωμο το πλήρωμα.
Ο Αντώνης έπλεε σε πελάγη ανείπωτης χαράς, με αίσθημα ενθουσιασμού ένιωθε να υψώνει το ανάστημά του και αυτό του δίνει θάρρος και δύναμη να υπερασπίζεται με πείσμα τις ιδέες του.
Για να τον βλέπει καλύτερα και να τον ακούει όλο το πλήρωμα, έπειτα από παρότρυνση του Γραμματικού, έβγαλε τα παπούτσια του και ανέβηκε πάνω στο τραπέζι. Μιλούσε ενάντια στη ανάλγητη πρακτική της εφοπλιστικής εργοδοσίας και την ανύπαρκτη ευαισθησία τους.
Έλεγε πολλά και ασυνάρτητα μεταξύ τους.
Τον ρωτούσαν τι θα έκανε στο δικό του πλοίο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, έπλεξε το εγκώμιό του φανταστικού πλοίου με την στεντόρεια φωνή του.
«Θα βάλω μασίνια με κόκα κόλα». Έλεγε.
Το πλήρωμα ξέσπασε στα γέλια και χειροκροτούσε ενθουσιωδώς από κάτω.
Ο Αντώνης ίσιωνε με καμάρι τους ώμους, και ανταπέδιδε το χειροκρότημα.
Είχε μια ψύχωση με τα μασίνια του νερού, τα ήθελε να ρέουν άφθονη κόκα κόλα.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Τις στιγμές αυτές ο φτωχός καταφρονεμένος Θερμαστής μεταμορφώνεται, ένιωθε πως δεν ήταν ένας ξένος, ένας παρείσακτος. Ένιωθε ο κόσμος που ανήκει τον δέχεται σαν κάτι ξεχωριστό στην αγκαλιά του.
«Ευδαιμονία» ήταν η λέξη που μου ερχόταν στο νου έτσι όπως έβλεπα την παρουσία του.
«Νιώθει όμορφα», συλλογίστηκα. 
«Νιώθει την ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει τα ίχνη του.»
Ώρα εννέα το βράδυ.
Ο Αντώνης ήταν ανοικτός τύπος, ευδιάθετος και πομπώδης συνήθως, που εξακολουθούσε να φέρεται σαν μικρό παιδί. Ήταν ένας πτωχός εργαζόμενος θερμαστής στο στόκολο του πλοίου με αφάνταστα αγαθή καρδιά. Μπορεί με τις φωτιές να μάλωνε μα δεν ήξερε να πει όχι σε κανέναν. Μια τέτοια καλοσύνη καρδιάς συνήθως οι γύρω του τον αντάμειβαν με ευγένεια και συμπάθεια. Ήταν και φορές που μερικοί τον πλήγωναν και τον ταπείνωναν. Κρυφογελώντας συνωμοτικά έλεγαν πως, με το πέρασμα του χρόνου το μυαλό του έμεινε πίσω, δεν ακολούθησε τη βιολογική ανάπτυξη του κορμιού του.
Λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την προσωπική του ζωή. Δεν είχε τελειώσει σχεδόν ούτε το δημοτικό σχολείο στο νησί του τη Σύρα. Ο πατέρας του,  απουσίαζε συχνά στα καράβια και μικρός έμενε με τη μητέρα του μια αγαθή νησιώτισσα. Η μητέρα του τον έστελνε στο σχολείο μα έλα όμως, που δεν άρεσαν στο Αντώνη τα αναθεματισμένα τα γράμματα. Προτιμούσε να κάθεται στο λιμάνι να χαζεύει τα καράβια και ο νους του ταξίδευε μακρυά. Καμιά φορά, έκανε και κανένα θέλημα, δούλευε σαν αχθοφόρος στην αγορά του λιμανιού και του δίνανε κάποιο χαρτζιλίκι, όταν δεν έπαιζε ποδόσφαιρο στις αλάνες της γειτονιάς του. Στη περιπετειώδη εφηβεία του δούλευε πρόσκαιρα σε βοηθητικές εργασίες στην αποβάθρα του λιμανιού. Τη στρατιωτική του θητεία, την υπηρέτησε απαλλασσόμενος από το όπλο, είχε ξενοιάσει από ένοπλες υπηρεσίες που του επίτρεψε να γλιτώσει από την περισσότερη ταλαιπωρία του στρατού, δεν εκτελούσε σκοπιές, δεν πήγαινε σε βολές, πορείες και ασκήσεις.
 Από όσα γνώριζα δεν είχε κάνει δική του οικογένεια ήταν ελεύθερος δεν είχε παντρευτεί ποτέ του.
Στην εφηβική του ηλικία πολλές φορές τις ελεύθερες ώρες ο Αντώνης τις περνούσε περιδιαβαίνοντας τακτικά το δρόμο της γειτονιάς τους στην πλευρά που ζούσε μια νεαρή και πολύ όμορφη γειτονοπούλα του η Βενετία, με την οποία ακόμη και σήμερα στις αναμνήσεις του είναι «το πάθος της ζωής του» ο κρυφός του έρωτας που καίει τα σωθικά του. Οι γονείς της αλλά και η ίδια η κοπέλα ήταν καθολικοί στο θρήσκευμα, έμεναν στην Άνω Χώρα, όπως αναφερόταν παλιότερα η Άνω Σύρος, που βρίσκεται στον έναν από τους δύο μεγάλους λόφους πάνω από την Ερμούπολη. Αναφέρεται ενίοτε και ως «λόφος των καθολικών» και είναι εκείνος που βρίσκεται αριστερά, μπαίνοντας στο λιμάνι. 
Ήταν μια μουντή φθινοπωριάτικη ημέρα που νεαρός άνδρας τώρα στέκεται στη παραλία της Σύρου. Τα βήματα του τον έχουν οδηγήσει εκεί, γιατί δεν ξέρει που να πάει. Ο πατέρας του εδώ και μερικά χρόνια δεν υπάρχει πια και η μητέρα του μόλις άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο της πόλης. Το στομάχι του γουργούρισε σ’ αυτές τις σκέψεις. Αφόρητη σιωπή τον πλάκωσε, σκίρτησε από τον πόνο που καυτός αφόρητος απλωνόταν σιγά σιγά στο κορμί του, ανέβασε λυγμούς από τα στήθη και πότισε με καυτά δάκρυα τα μάτια. Η μητέρα του ήταν γι' αυτόν η βαθιά, η μεγάλη, η τρυφερή του αγάπη. Ένιωσε ξαφνικά εντελώς μόνος και απροστάτευτος που πρέπει να διαχειριστεί την μοναξιά του. Μεμιάς εικόνες – ενός έρημου σπιτιού, ανασφάλειας, και όλων όσων αντιπροσωπεύει μια μητρική θαλπωρή, ξεπήδησαν στις σκέψεις του και τον πλημμύρισαν φόβους. Δεν υπήρχε τρόπος να καταπνίξει η να παραμερίσει τα συναισθήματα του. Η αίσθηση της μοναξιάς τον πλημμύρισε. Ένοιωθε εντελώς μόνος και απροστάτευτος με την αίσθηση ότι είναι μηδαμινός και μόνος σε όλο το σύμπαν. Και δεν έχει πλέον και κανένα στήριγμα, ουδείς στην οικογένεια υπάρχει να σταθεί στο πλευρό του. Μόνος κι έρημος είναι!
Ο Αντώνης έβαλε τα κλάματα. Δεν έκλαψε υστερικά, ούτε ούρλιαξε, όπως συνήθως κάνουν οι άνθρωποι για να πνίξουν την οργή τους στα δάκρυα. Έκλαψε με τα συνεχή μονότονα αναφιλητά κάποιου που μόλις ανακάλυψε ποσό μόνος είναι και θα συνεχίσει να είναι για πολύ καιρό ακόμη. Έκλαψε γιατί κάθε ίχνος ασφάλειας και λογικής έμοιαζε να έχει χαθεί από τον κόσμο του. Η μοναξιά ήταν μια πραγματικότητα. Σ’ αυτή την κατάσταση όμως, η παραφροσύνη ήταν ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Ο Αντώνης άρχισε να βαδίζει στον ανηφορικό δρόμο της μικρής πόλης, έχοντας πίσω του το λιμάνι και την ανατολή. Φθάνοντας στο μικρό τους σπίτι έπεσε βουβός μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι του. Τα δάκρυα του μούσκευαν το μαξιλάρι. 
«Είμαι ορφανό! Είμαι ορφανό!» έλεγε μέσα στ’ αναφιλητά, και μια ασήκωτη πέτρα του πλάκωνε το σβέρκο. Αυτό που του έδινε τον ίλιγγο ήταν ο θάνατος της μάνας του. 
«Είμαι ορφανό! Είμαι πεντάρφανο!» μουρμούριζε στο μαξιλάρι. 
Ήταν ένα τυφλό βρέφος που το ξεκόλλησαν απ’ το βυζί που θήλαζε. Ο κόσμος γύρω του ήταν καθαρό σκοτάδι. Τα ματιά του γέμισαν και πάλι καυτά δάκρυα κι ευχήθηκε να ήταν εκεί η Βενετία και να τον αγκάλιαζε. Το πρόσωπο του κοκκίνισε σ’ αυτή τη σκέψη. Ο ύπνος τον νίκησε. Κοιμήθηκε προτού σταματήσουν ολότελα οι λυγμοί του. Κοιμήθηκε κουλουριασμένος γύρω από το μαξιλάρι του φορώντας τα καθαρά του ρούχα. Τα δάκρυα του είχαν ζωγραφίσει γραμμές στα πυρωμένα μάγουλα του και στο χέρι κρατούσε χαλαρά το ναυτικό φυλλάδιο που πρόσφατα είχε αποκτήσει.
Έξι μήνες αργότερα ο νεαρός Αντώνης είχε σχεδόν ξεφύγει από την απελπισία του. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, έμοιαζε να έχει ωριμάσει, παρακάμπτοντας τις φοβίες του, απόκτησε τη διάθεση που είχε χάσει ώστε να καταφέρει να επιβιώσει ολομόναχος σαν αυτάρκης ενήλικας πλέον.
Σύντομα στο μυαλό του τα έχει ξεχάσει όλα διότι απλούστατα στη ζωή η σαρκοβόρα σκόνη της πραγματικότητας κάθεται πάνω και στην πιο μαύρη εικόνα και ξεθωριάζει ακόμα και το πιο μαύρο γεγονός. «Ακόμα και η πιο σκοτεινή νύχτα τελειώνει και ο ήλιος ανατείλει ξανά.» Αποφάσισε να κάνει το πρώτο του ταξίδι. Μπαρκάρισε ναυτικός-καθαριστής- σ’ ένα  φορτηγό πλοίο Liberty.  Ένα από τα πολλά θρυλικά πλοία ανάγκης, γεννημένα μέσα στη δίνη και στην ταραχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου που το όνομά τους συνδέθηκε με την αναγέννηση της ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας. Ήταν η πρώτη φορά υστέρα από πολύ καιρό που ο Αντώνης δεν φοβήθηκε να αντιμετωπίσει τη ζωή.
Αυτά όλα συνέβησαν πριν από τριάντα χρόνια.
.......Τις τελευταίες μέρες ο Αντώνης βλέποντας πόσο σοβαρά τον αντιμετώπιζα σε αντίθεση με το υπόλοιπο πλήρωμα με γυρόφερνε για μια πολύ προσωπική του υπόθεση.
Σήμερα μετά την βραδινή βάρδια των τέσσερις οκτώ βρισκόμασταν παρέα οι δυο μας στην μικρή, στενάχωρη γκρίζα καμπίνα του. Απολαμβάνοντας ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο, μου ανοίγει την καρδιά του, και μιλάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας του. 
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Αντώνης ανατρέχει νοερά στο παρελθόν και ξετυλίγει σταδιακά κλωστή - κλωστή το κουβάρι του παρελθόντος και κεντά μια ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.! Κάθε κόμπος της κλωστής και μια πίκρα, μια χαρακιά στο κέντημα της ζωής του. 
«Τη ζωή πρέπει να τη δέχεσαι όπως έρχεται. Αυτή είναι η πρώτη εντολή ακόμα και πριν τις Δέκα εντολές. Πρέπει να δέχεσαι το απρόοπτο και ότι προκύπτει από αυτό. Χωρίς το απρόοπτο η ζωή δεν είναι ολοκληρωμένη, είναι σαν κάποιος που δεν ξέρει κολύμπι να τσαλαβουτάει στα ρηχά, όταν η πραγματική θάλασσα είναι μόνο εκεί που υπάρχει βάθος. Αυτό είναι κάτι που μου δίδαξε ο σοφός βοσκός παππούς μου.» Του είπα.
«Θέλω να με βοηθήσεις να γράψω ένα γράμμα» και μου εξήγησε τι ακριβώς ζητούσε.
Ήταν η πρώτη μου φορά βρισκόμουν στον ιδιωτικό του χώρο, και είχα απορροφηθεί να κοιτάζω με ιδιαίτερη προσοχή ένα ημερολόγιο με καλλιτεχνική αξία κατά την κρίση μου, που βρισκόταν κρεμασμένο πάνω από το μικρό γραφειάκι του.
Καθώς μου μιλούσε ο Αντώνης σκέφτηκα στην αρχή ότι αστειεύεται μ’ αυτή την παιδική αφέλεια που είχα συνηθίσει στη συμπεριφορά του.
Τ’ άκουγα όλα αυτά χωρίς να λέω τίποτε. Μια τέτοια ιστορία μου φαινόταν εφηβικά καμώματα, κακόγουστη και αστεία και αναρωτιόμουν πως στα κομμάτια θα γλίτωνα απ’ αυτή την ιστορία.
Κι όμως το γράμμα που ζητούσε να του γράψω δεν ήταν γι’ αυτόν ένα αστείο με αποτέλεσμα να καταλάβω πως δεν θα γλίτωνα πια…… Πίσω από τα μαύρα λαμπερά μάτια του διαπίστωσα έκπληκτος ότι μου μιλούσε με απόλυτη σοβαρότητα.
Βλέποντας πόσο σοβαρά αντιμετώπιζε ο Αντώνης την υπόθεση, χάρηκα που είχα προλάβει να συγκρατηθώ από κάποιο πολύ φθηνό και πικρόχολο σχόλιο.
Έτσι λοιπόν κάτι που ξεκίνησε σαν κακόγουστο αστείο για μένα, σύντομα έγινε πολύ αλλόκοτο, και αποκτούσε ενδιαφέρον.
«Δεν έχω πρόβλημα θα σε βοηθήσω όσο μπορώ». Του είπα και το εννοούσα.
«Είμαι φίλος σου και θα σε βοηθήσω, ακόμα και αν δεν συμφωνώ μαζί σου. Λοιπόν να σου κάνω αυτή τη μικρή εξυπηρέτηση. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, αν δεν θέλεις να γίνουμε ο περίγελος του βαποριού».
Ο Αντώνης το σκέφτηκε πριν απαντήσει και κούνησε το κεφάλι καταφατικά λέγοντας πως, ναι, νόμιζε ότι καταλάβαινε. «Ότι πεις εσύ, και σ’ ευχαριστώ». Είπε.
Ήταν μια απλή αυθόρμητη πράξη καλοσύνης, αλλά ο Αντώνης βρέθηκε να παλεύει για να πνίξει τα χαρούμενα συναισθήματα του. Τελικά κατόρθωσε να χαμογελάσει. «Σ’ ευχαριστώ πολύ». Είπε πάλι. Όλα αυτά απλά γρατζούνιζαν την επιφάνεια της χαράς του Αντώνη, που άγγιζε την απόλυτη ευδαιμονία.
Ξεκινώντας την ιστορία, κουβεντιάζαμε για τις αναμνήσεις του τις γεμάτες όνειρα. Και η κουβέντα καθόλου δεν άργησε να φτάσει στον μεγάλο του καημό που τσιγκλούσε ακόμη και τότε τα σώθηκα του. Ναι η κουβέντα οδήγησε εκεί που σχεδόν όλοι ζήσαμε κάποια στιγμή! Έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. . Και του Αντώνη ο ανεκπλήρωτος έρωτας ήταν η Βενετία... Χήρα σήμερα ζούσε μόνη της εκεί πίσω στο ανηφορικό καλντερίμι της Άνω Σύρου και της καθολικής συνοικίας της γενέτειρας του. Στην Ερμούπολη της Σύρου. Πρέπει να είχε κάτι μαγικό πάνω της η γυναικά αυτή για τον Αντώνη. Συζητώντας μαζί μου βίωνε ξανά το δέος και την ευφορία των ονειροφαντασιών του. Το συμπέρασμα που έβγαζα από την κουβέντα μας ήταν ότι οι ονειροφαντασίες του ήταν αληθινές για τον  Αντώνη και τις μοιραζόταν με κάποιο τρόπο μαζί μου. Και αυτό ήταν η χαρά του. Κάτι μέσα του έλεγε πως πρέπει να το κάνει, πως θα ήταν για αυτόν ένας σκοπός, απελευθέρωση, ανάρρωση και ξύπνημα από το μαρμάρωμα του εαυτού του.
Μια ώρα μετά εγκατέλειψα την προσπάθεια να αποφύγω αυτό που μου ζητούσε. 
«Επιμένεις;»
«Ναι! Θέλω να μου γράψεις αυτό το γραμμα.» είπε.
«Έχεις φωτογραφία;»
«Ναι! Είναι απαραίτητη;»
«Τότε πώς θα στη περιγράψω;»
Με δέουσα προσοχή έβγαλε από το πορτοφόλι του μια φωτογραφία, ένα γυναικείο, ασπρόμαυρο πορτραίτο, την απέθεσε σαν θησαυρό πολύτιμο, στο μικρό τραπέζι εμπρός μας. Στη φωτογραφία είναι η Βενετία. Ένα γλυκό μελαχρινό κορίτσι, με μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια αμυγδαλωτά κι ένα χαμόγελο στα χείλη. Συνδυάζει την κοριτσίστικη γοητεία με την γυναικεία κομψότητα. Εικόνα ελαφρά ξεθωριασμένη, μισοχαμένη στην αχλή του παρελθόντος.
Πέρασαν πολλά χρόνια που απέκτησε αυτή τη φωτογραφία. Την φυλάει τυλιγμένη προσεκτικά, με ευλάβεια, σε καθαρό λευκό χαρτί να μην τη διαβρώσει ο χρόνος. Την ξετυλίγει αργά, αργά σε τακτά χρονικά διαστήματα και νοιώθει την ίδια συγκίνηση, όπως εδώ και πολλά χρόνια. Η λάμψη που ανάβλυζε απ’ τα μάτια της φωτογραφίας ήταν για τον Αντώνη μαγική πηγή. Νοιώθει αυτό το λαμπερό βλέμμα να τον λούζει, να τον χαϊδεύει. Αχ και να γινόταν να κρατήσει αυτή η μαγική στιγμή όσο γίνεται περισσότερο. Συναίσθημα ωραίο σαν ίλιγγος. Ένοιωθε ξαφνικά ότι η φωτογραφία ήταν όλη γεμάτη μέλι κι αρωματικά βότανα. Για μια στιγμή πιστεύω ότι ένοιωσε να τον πλημμυρίζει η νοσταλγία. Είδε τον εαυτό του νεαρό, μ’ ένα σακάκι ριγμένο στον ώμο και τη γραβάτα του χαλαρή σαν κάποιος που επιστρέφει από το γύρο του κόσμου και ξαναβρισκόταν και πάλι στο δρόμο της γειτονίας της. Τα πόδια του δεν ήθελαν να προχωρήσουν, όλοι οι μύες ως και τα κόκαλα, του φαίνονταν δυο φόρες βαρύτερα. Αχ και να την έβλεπε να βγαίνει από το σπίτι της, από τη μπροστινή τη πόρτα, να διασχίζει τον πεζόδρομο, με τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά, το μεταξωτό φουλάρι ν’ ανεμίζει στους λεπτούς της ώμους και το άρωμα της γλυκιά ευωδία να διασκορπίζεται γύρω της, με τις ριπές τ’ απαλού ανέμου. Και, μ’ αυτή τη σκέψη, χαμογελούσε.
Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Στη καμπίνα έφτανε στα αυτιά μας ο ανεπαίσθητος θόρυβος από τις τουρμπίνες του μηχανοστασίου που στριφογυρίζουν αδιάκοπα σα να βαστούν από τα βάθη του πλοίου τον έντονο ρυθμό της ζωής. Ο Αντώνης σήκωσε το ποτήρι με το ποτό στο χέρι του και πρόσεξε ένα μικρό ράγισμα στο χείλος. Προσπαθούσε να εκτιμήσει όλα όσα η φωτογραφία του ιστορούσε άλλα το μυαλό του αρνιόταν να συντονιστεί. 
«Πριν είκοσι πέντε χρόνια». Μουρμούρισε χαμηλόφωνα.
«Την είδα,» είπε κάποια στιγμή, κι έπνιξε τον αναστεναγμό του. Είχαν ξυπνήσει μέσα του οι καημοί. 
«Ναι. Ωραία. Χαίρομαι για σένα. Αλλά… Όταν λες την είδες; Εννοείς τι;»
«Το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου.»
«Αυτό είναι καλό νέο. Πού την είδες;»
«Χθες βράδυ στον ύπνο μου! Είμαστε στη Ντελαγκράτσια.»
Είπε αυτή τη φράση, έχοντας την έκφραση της απόλυτης ευτυχίας στο πρόσωπο, περιμένοντας από μένα… Δεν ξέρω τι. Να χειροκροτήσω;
Αν ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που να με είχε συνηθίσει σε παρόμοιες δηλώσεις, ίσως και να το έκανα. Ίσως να γελούσα. Αλλά ήταν ο πτωχός μου Αντώνης.
Συνήλθα όταν συνέχισε να μιλάει.
«Δεν ήταν απλό όνειρο. Ήταν εκεί, μπροστά μου, ολοζώντανη. Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια απ’ το πρόσωπο της.»
Χαμογέλασα και του γύρισα την πλάτη. Υποτίθεται για να βάλω ποτό! Όμως ήθελα να σκεφτώ πώς θα αντιδρούσα. Έπρεπε να πάρω μέρος στη ψευδαίσθηση του; Δεν ξέρω γιατί, αλλά αποφάσισα να είμαι ειλικρινής.
«Πως τη γνώρισες; είχατε κάποια σχέση, επαφή στο παρελθόν.» ρώτησα.
«Είναι μια γειτονοπούλα μου. Μια κοπελιά της Πάνω Γειτονιάς, που.......» είπε ο Αντώνης.
«Όχι, θέλω να πω. Έχετε μιλήσει έχετε βγει πουθενά; Κάπου. Πέρα απ’ τ’ όνειρο της Ντελαγκράτσια;». 
Ο Αντώνης δεν μ’ άκουγε. Δεν τέλειωσε ποτέ τη φράση του, την έκοψε στη μέση. Η λαχτάρα του πετούσε σε αλαργινούς καιρούς και στη φαντασία του σύχναζαν άλλες νωπότερες σκιές. 
Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε. Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω μου, με τη λάμψη να ‘χει χαθεί τώρα από μέσα τους, να ‘χει σβήσει σαν τη φλόγα ενός κεριού στον άνεμο. Ανοιγόκλεισε το στόμα του, δεν βγήκε κανένας ήχος όμως. Δεν ήξερε τι να πει. Ήταν τόσο βαθιά η συγκίνηση του.
Η μορφή της Βενετίας πρέπει να χάθηκε, και στη θέση της να είδε τώρα το πρόσωπο της μητέρας του στο νοσοκομείο, με τα λευκά μαλλιά της να κρέμονται από την άκρη του φορείου με τα μάτια ολοσκότεινα, το δέρμα της κάτασπρο, και τα χείλια της να κουνιούνται σαν να παραμιλάν, να απαγγέλλουν ποιήματα, χωρίς να βγάζουν μιλιά. Η μητέρα του απλώνει το χέρι της, όμως αυτός δεν προλαβαίνει να το πιάσει. Δεν θα ξαναγυρίσει. 
Πέθανε του λένε. «Πάει.» Κι αυτό το «πάει», αυτό το τελεσίδικο, το μαύρο του θανάτου, αδυνατεί να το καταλάβει. Δεν μπορεί να το δεχτεί ότι πέθανε, δεν μπορεί να δεχτεί πως δε θα την ξαναδεί, δε θα ξανακούσει τη φωνή της, δε θα μοιραστεί πράγματα μαζί του. Δάκρυα κυλούν στα μάτια του και παγώνει το μέσα του. Αρνείται.
Η ζωή είναι ένας κόμπος που διαρκώς πρέπει να θυμάσαι πώς λύνεται και ένα  ξέφτισμα του πανιού της ζωής μας φανερώνει ότι το υφάδι της είναι το πιο πολύ καμωμένο από τη θλίψη. Πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια θα συλλογίστηκε, όπως το βλέμμα του νοερά θα πλανιόταν στον κόλπο της Ντελαγκράτσια με τους κατάφυτους κήπους που κοσμούν το νησί, μέχρι την άκρη του φάρου στο Βιγλοστάσι. Έτσι απλά! Σαν ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού.
Εγώ τον κοιτούσα παρασυρμένος, η ζωή του ξετυλίχτηκε μπροστά στα συμπονετικά μάτια μου.
Η ταραχή του δεν διήρκεσε παρά λίγες στιγμές μονάχα. Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία του τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα είναι φως, μια γλύκα: Το πρόσωπο του σαν να έκρυβε ένα χαρούμενο μυστικό έγινε και πάλι εύθυμο και φωτεινό σαν όμορφη φθινοπωρινή μέρα. Αυτός ήταν ο Αντώνης. Πίσω απ' αυτό το χαρούμενο, αθώο κι καλόκαρδο πρόσωπο κρύβεται ένα θλιμμένο παιδί. Μ’ ευκολία κατόρθωνε να βάζει στο περιθώριο κάθε άσχημη σκέψη.
Αναστέναξε, πήρε μια τελευταία βαθιά ανάσα, ρουφώντας τη γλυκιά λάμψη που ανέδινε η φωτογραφία αναζητώντας αυτή την αίσθηση της ευτυχίας, την αίσθηση του ουράνιου τόξου. Πίνοντας μια γουλιά ουίσκι από το ποτήρι του, δίπλωσε με αργές προσεκτικές κινήσεις την παλιά φωτογραφία και την έβαλε πάλι στο πορτοφόλι του.
Κάθισα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα, άφησα τον Αντώνη να μιλήσει, τον ρώτησα για κείνα που δεν αφορούσαν τόσο το όνειρο του -την όμορφη κοπέλα- αλλά τον ίδιο τον ονειρευτή. Είναι ώρα να μάθω μερικά πράγματα για τον εαυτό σου. Φυσικά, η αφήγηση αυτή γράφεται για τη Βενετία κι όχι για σένα. Όπως και να το κάνουμε όμως, η ιστορία περνάει μέσα από τα δικά σου μάτια -ποια είναι η Βενετία και τι έκανε στη ζωή της, άρα θα πρέπει να εξηγήσω ορισμένα πράγματα για τον αφηγητή. Για εσένα, με άλλα λόγια.
«Μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσω για τον εαυτό μου, «ποιος είμαι εγώ;» λέει ταπεινά ο Αντώνης λες και τον βασάνιζε το άγχος ότι μπορεί να μην παρουσιάζει τον εαυτό του αρκετά αντικειμενικά. Αυτού του είδους οι προβληματισμοί δεν φαίνεται να απασχολούν πολλούς ανθρώπους. Άμα τους δοθεί η ευκαιρία, οι άνθρωποι είναι απρόσμενα ειλικρινείς όταν μιλούν για τον εαυτό τους. «Είμαι τίμιος κι ανοιχτός μέχρι σημείου γελοιότητας», λένε, ή «είμαι πολύ ευαίσθητος και κάθε άλλο παρά τύπος που επιβιώνει άνετα στον κόσμο». Όπως επίσης είναι αμέτρητες οι φορές που έχω δει ανθρώπους να δηλώνουν ευαίσθητοι τη στιγμή που πληγώνουν άλλους ανθρώπους χωρίς προφανή λόγο. Εκλεπτυσμένοι, έντιμοι και ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι, χωρίς να συνειδητοποιούν τι κάνουν, εκμεταλλεύονται «ελαφρά τη καρδία» καταστάσεις.
«Σαφώς κανείς δεν ξέρει τόσο πολλά στοιχεία για τον εαυτό σου όσα ο ίδιος ο εαυτός σου. Έτσι θα καταφέρω να σχηματίσω μια σαφέστερη εικόνα για τον εαυτό σου.» του απάντησα και άρχισα να γράφω και να του διαβάζω μες στη σιγαλιά της νύχτας. Έγραφα λέξεις που ρίζωναν μέσα στην ψυχή του και στέκουν σαν αερικά μέσα του. Ένα γράμμα γεμάτο λέξεις που κατάφεραν να πετάξουν σα μαγικό χαλί κατευθείαν στην καρδιά του κι εκεί ρίζωσαν και βλάστησαν κι αναπόλησαν και σχημάτισαν χίλιες δύο άλλες εικόνες από εκείνες τις εποχές της νιότης του. Για όλα τα ανεκπλήρωτα όνειρα του, για όλα όσα πόθησε να κάνει. Και γέμισε η ψυχή του φως κι αγάπη και σκέψεις για όλα όσα φέρνει ο καιρός κι ο χρόνος. Έγραφα σα να του ζωγράφιζα εικόνες που μένουν, θύμησες και λόγια που δεν θα θέλει να ξεχάσει. Του διάβασα πολλές φορές εκείνο το γράμμα. Ήθελε να θυμάται όλες τις λέξεις, τις φράσεις, το δέσιμο τους με εικόνες που ίσως κι αυτός έζησε κάποτε.
Μόλις τέλειωσα για τελευταία φορά την ανάγνωση δεν μπορείτε να φανταστείτε τη βαθιά εντύπωση που του έκανε καθώς και την συγκίνηση που προκάλεσε στην ψύχη του. Το ρούφηξε μονορούφι. Όλα αυτά τον συνάρπαζαν. Είχα την αίσθηση ότι όλα όσα άκουγε τα ένιωθε ότι τα έζησε στ’ αλήθεια και ένιωθε ο ευτυχέστερος των θνητών. 
Ήταν ήδη μεσάνυχτα. «Θα πρέπει κι εγώ να πηγαίνω τώρα». Του είπα.
Έμεινε και πάλι μόνος του με τον εαυτό του, με το παρελθόν του, και με το κεφάλι του γεμάτο από παλιές βασανιστικές ιδέες. Αναζητούσε χέρια αόρατα να τον πάρουν στη γλυκιά αγκαλιά τους….  να βιώσει την αίσθηση…. να χαθεί βουτώντας στον πλούτο ... της μαγείας των ονείρων του. 
Ευχαρίστως θα ανανέωνε αυτά τα σύντομα όνειρα του τουλάχιστον για μερικές ακόμα στιγμές άλλα τελικά ακόμη και ο ίδιος το ήξερε πως τα όνειρα του είναι χλωμά και διαλύονται σαν το πρωινό σκοτάδι.  Τον έρωτα που δεν γεύτηκε γιατί του τον πήρε στρόβιλος δυνατός και χάθηκε σαν τα κύματα που φεύγουν. Κι ο πόνος που φωλιάζει μέσα του μοιάζει με «Σιωπητήριο» στο ακατοίκητο χάος.
Το γράμμα δεν το έστειλε ποτέ. Ήταν ένα γράμμα προορισμένο ότι δε θα έφτανε ποτέ στον παραλήπτη του ... Ξέρω ότι το χρησιμοποιούσε να τυλίγει με έκφραση περίσσειας λατρείας και με μοναδική ευλάβεια την παλιά φωτογραφία.
Κράτησε το λόγο του. Κανείς άλλος δεν έμαθε αυτά που εγώ του έγραψα εκείνο το βράδυ....

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Atherapeuta Eroteumenos

....Μια καλοκαιρινή μέρα προς το τέλος της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια ογδόντα. Βρισκόμουν αραγμένος στη πρύμνη ενός φορτηγού πλοίου γενικών φορτίων ταξιδεύοντας στον ποταμό Ορινόκο με προορισμό τον λιμένα Πουέρτο Ορντάνς, στο εσωτερικό της Βενεζουέλας, ρεμβάζοντας τη φύση και φιλοσοφώντας! Ηταν η ώρα που ο ήλιος μας αποχαιρετά, και μοιάζει να συμβαίνει κάτι μαγικό! Κάθε μέρα, το ηλιοβασίλεμα την ίδια περίπου ώρα, στον ίδιο καμβά, η φύση ζωγραφίζει με τα πιο απίθανα χρώματα τη μεγαλοπρεπή έξοδο του ουράνιου αναχωρητή. Σ’ αυτό το φωτεινό ενδιάμεσο όλα γύρω πλημμυρίζουν με μια λάμψη θεϊκή. Μυριάδες πορφυροκόκκινες πινελιές βάφουν τον ορίζοντα, φωτίζουν απόκοσμα τα νερά του θηριώδη ποταμού, τρυπούν τα δαντελένια σύννεφα… Ο ήλιος βουτά δυτικά στον Ειρηνικό ωκεανό για να ξεδιψάσει, κρύβεται σαν κυνηγημένο πουλί πίσω από λόφους και βουνοκορφές. Ο χρόνος μοιάζει να παγώνει, σαν να θέλει να κρατήσει για πάντα αυτή την εικόνα ζωντανή. Τις στιγμές αυτές τα λόγια περισσεύουν. Οι καρδιές χτυπούν δυνατά. Η σκέψη αφήνεται σε ταξίδια νοερά. Αυτό το ηλιοβασίλεμα μ' όλη την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια της γύρω φύσης ήρθε και κάθισε δίπλα μου ο γραμματικός του πλοίου. Χμ! Σκέφτηκα! οι σκέψεις τις επίπονης εργασίας του μετά από ένα δύσκολο και κουραστικό εικοσιτετράωρο, διαπίστωσα πως τον κρατούσαν σε υπερένταση και αναζητούσα τρόπο να μην αφήσω τις σκέψεις της εργασίας να τον συντροφεύουν και εκεί στην ολιγόωρη ανάπαυση του. Άλλωστε είχαν σπάσει οι βάρδιες της γέφυρας για να 'χει λίγο ελεύθερο χρόνο στα δύσκολα από κάθε άποψη λιμάνια του ποταμού.Έμεινε αρκετή ώρα χαμένος συντροφιά με τις σκέψεις του μέχρι να τον παρακινήσω να ξεκινήσει και πάλι την τελευταία αφήγηση του που είχαμε διακόψει την προηγούμενη ήμερα για τα κρυφά τα ανομολόγητα πάθη του και τις μικρές του ασήμαντες αμαρτίες του. Αυτά που δεν λες, αυτά που δεν ζεις, αυτά που δεν θες να παραδεχθείς ούτε στον εαυτό σου πως είναι αυτός που σε δυναστεύει. Οι συναισθηματικές προκλήσεις έχω καταλάβει πως τον δυναστεύουν σε τέτοιο βαθμό που πολλές φορές νιώθει να τον καταπιέζουν και αναζητά ένα κάλεσμα για φυγή. Αν προσθέσω ακόμα τον αισιόδοξα ανέμελο χαρακτήρα του, που δεν θέλει να προβληματίζει κανένα με επιπλέον σκοτούρες. Κάθισε πιο αναπαυτικά και άφησε τις σκέψεις του ελεύθερες να σμίγουν με τον ορίζοντα και το ηλιοβασίλεμα να γίνεται ο καμβάς για να στηθεί ολόκληρη ανάλυση για τον καημό του έρωτα που τον συνόδευε στα σπλάχνα του, παρασυρμένος από τα εφήμερα του πάθη και τα ερωτικά σκιρτήματα που του προκάλεσε η νεαρή κυρία. Τόμοι ολόκληροι έχουν γραφτεί και κιλά από δάκρυα έχουν χυθεί με θέμα αυτές τις ιστορίες.
 .........«Άνοιξα την πόρτα να κατέβω από το ταξί, ένα κύμα ζέστης με κτύπησε λες και κατέβαινα από αεροπλάνο σε αερολιμένα της κεντρικής Αφρικής. Μπροστά μου απλωνόταν η μεγάλη μαρίνα γεμάτη από σκάφη, πίσω μου η μικρή πλατεία κρυμμένη στο πράσινο, όαση δροσιάς στην αποπνικτική ατμόσφαιρα, μια ζεστή καλοκαιρινή ημέρα. Βρέθηκα στο νούμερο που έγραφε η κάρτα ότι ήταν τα γραφεία της εταιρείας. Έριξα μια ερευνητική ματιά στην είσοδο και διαπίστωσα τον όροφο που βρισκόταν το γραφείο που αναζητούσα. Αφήνοντας πίσω μου τον ανελκυστήρα ένας διάδρομος οδηγούσε σε μια μεγάλη αίθουσα που ακτινοβολούσε από το φως, άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί ολόγυρα. Μια σειρά από γραφεία με γυναίκες και άνδρες που πληκτρολογούσαν καθισμένοι πίσω από οθόνες υπολογιστών η απαντούσαν στα τηλέφωνα. Την είδα όρθια μπροστά στο μεγάλο φωτοτυπικό μηχάνημα να περιμένει τις σελίδες της αντιγραφής. Φορούσε απαλό διακριτικό γκρίζο χρώμα ναυτικό παντελόνι όπως το χρώμα της πλυμένης καθαρής στάχτης, εφαρμοστό στους γλουτούς, φάρδαινε πάνω από τα γόνατα και που στένευε καθώς κατέβαινε, ώσπου σταματούσε στη μέση της κνήμης, κουμπώνοντας σφικτά στην αρχή τους, αφήνοντας στην θέα τις υπέροχα λαξευμένες αθλητικές της γάμπες. Το σύνολο το έκλεινε ένα πόλο βαμβακερό μπλουζάκι χωρίς μανίκια σε μπλε ελέκτρικ του ουρανού χρώμα, με ανασηκωμένο τον γιακά, που της αγκάλιαζε γάντι το ελκυστικό της σώμα και ένα ζευγάρι μπεζ ξώφτερνες γόβες απ’ αυτές που φορούν οι βραζιλιάνικες χορεύτριες της σάμπα. Την πολύ λεπτή μέση της, την έσφιγγε μια πλατιά, σε σκούρο μολυβί χρώμα, ζώνη. Ευθυτενής, καθώς τέντωνε το κορμί της να φτάσει τις σελίδες μια λυγερή ευκινησία γεμάτη αέρινη χάρη χαρακτήριζε τις κινήσεις της, πραγματικά είχε ένα υπέροχο παράστημα, ήταν απλώς ακαταμάχητη, και απίστευτα σέξι. Λεπτή, ψηλή πάνω από ένα εβδομήντα, με ένα ζευγάρι μαύρα μάτια να λάμπουν και αέρινα πλούσια καστανά μαλλιά, σαν της διαφήμισης του πρωτοποριακού μαλακτικού στα βραδινά σήριαλ της τηλεόρασης. Σηκώνοντας το δεξί της χέρι να ταχτοποιήσει της σελίδες παρατήρησα ότι φορούσε βέρα, ξαφνικά αναρωτήθηκα πως θα ήταν ο άνδρας της, ένα τσίμπημα ζήλιας με γέμισε σε κάθε ίνα του κορμιού, το συναίσθημα ήταν μοναδικό.
Την παρακολούθησα να περπατά προς το γραφείο της με την όμορφη κατατομή της, το πλούσιο στήθος της που έστεκε στητό πάνω από το ίσιο στομάχι και την ίσια κοιλιά της. Χωρίς να ξεκολλήσω τα μάτια από τους γλουτούς της, που με αναστάτωναν, καθώς τάχυνε το βήμα και λικνίζονταν στο βάδισμα της. Βυθιζόμουν σ’ ένα κόσμο όπου ένοιωσα να με πλημμυρίζει πάλι εκείνο το αίσθημα που οι σκέψεις βγαίνουν από την καρδιά σου και όχι από το κεφάλι σου, μόνο που το ένοιωθα δυο φόρες χειρότερα σήμερα. Ρώτησα να μάθω ποιος είναι ο υπεύθυνος πληρωμάτων. Μου έδειξαν τα γραφείο της. Ναι ήταν εκείνη. Ζαλισμένος στιγμιαία αποπροσανατολισμένος έμεινα ασάλευτος τουλάχιστον για ένα λεπτό, την κοίταξα λες και την έβλεπα μόλις τώρα για πρώτη φορά. Με κοίταξε και μου χάρισε μια λάμψη από το μεγάλο χαμόγελο της, ένοιωσα έντονα το βλέμμα της, ένα πλούσιο χρώμα χαρακτήριζε την φωνή της. Το χέρι της ήταν σταθερό και κράτησε το δικό μου, μου φάνηκε ότι μου το κρατούσε έναν αιώνα. Ιδιαίτερα ευχάριστη κυρία, σεμνή, προσιτή και διαλλακτική επαγγελματίας, που είχε όλα τα χαρακτηριστικά της λεπτότητας και της πνευματικής καλλιέργειας.»
....... Όταν τελείωσε την αφήγηση κάθισε για λίγη ώρα χαμένος στις σκέψεις του σαν ο ποιητής που παρασυρμένος μετουσιώνει το ερωτικό του μαρτύριο σε αισθητική, πνευματική ομορφιά και ερωτική εκτόνωση! Τελικά μ' ένα τίναγμα  βγήκε από την ονειροπόληση του και κοίταξε τριγύρω με κοίταξε με προσδοκία, αλλά εγώ έμεινα σιωπηλός δεν είπα τίποτα.
Αυτός ήταν ο γραμματικός του πλοίου μας, που ξεχειλίζει από ζωή και πάθος, διηγείται τον τελευταίο ερωτικό καημό του με ποιητική αδεία. Ένας όμορφος νεαρός άνδρας που έσφυζε από ζωντάνια και ενεργητικότητα, εξαιρετικά αρρενωπός, ξανθός με αετίσιο βλέμμα.
Περίμενε υπομονετικά να του δείξω την αντίδρασή μου και το βρήκα διασκεδαστικό, που η αναμονή του είχε εντείνει ακόμα περισσότερο την περιέργεια του.
«Πώς είναι να διηγείσαι ξανά μια πασίγνωστη και πολυδουλεμένη επιθυμία του ανθρώπου;» Τον ρώτησα τελικά και κοιτάζοντας τα ανοιχτό-κάστανα μάτια του, συμπλήρωσα: «Μάλλον διακρίνω ότι πολύ εύκολα αφυπνίζει μέσα σου η κρυμμένη διάθεση να περπατήσεις στα μονοπάτια της περιπέτειας και στο άγνωστο που κρύβεται στα σκοτεινά βάθη της ψυχής σου».
«Μάστορα το έχουμε ξανασυζητήσει, η δική σου καρδιά είναι κτισμένη ολόγυρα μάλλον με σκληρούς και άκαμπτους νορβηγικούς γρανίτες. Ο έρωτας προκαλεί συναίσθημα ευφορίας, και επηρεάζει και περιοχές διανοητικών λειτουργιών του εγκεφάλου μας.» Μου αντιγύρισε με χαμόγελο.
«Ίσως να φαίνομαι απόμακρος κάποιες φορές ή ακόμη και παράξενος, προσεγγίζοντας διαφορετικά τις σχέσεις με τ' άλλο φύλλο αλλά έχε υπόψιν ότι πολλές φορές η εικόνα του «Φαίνομαι» ίσως και να είναι διαφορετική από το «Είμαι». Του αντιγύρισα, σάμπως να συζητούσαμε ακαδημαϊκά.
 «Ο έρωτας βλέπει όχι με τα μάτια, αλλά με το μυαλό, έγραφε κάποιος μεγάλος συγγραφέας, και πιστεύω ότι η αγάπη δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα που λάμπει σαν νεραϊδόσκονη.» Συνέχισα τον αντίλογο διατηρώντας τον φιλικό μου τόνο στ' ολοφάνερα φιλικό συναίσθημα της σπόντας του. 
Το βλέμμα του ταξίδεψε αργά γύρω του, ως την άκρη του ορίζοντα, ήταν η σειρά του που δεν μίλησε.
«Σε καταλαβαίνω! Μ' ευκολία η έξαψη σαν φίδι φωλιάζει χαμηλά κάτω στην κοιλιά σου.» Τον πειράζω γελώντας με τις καλύτερες προθέσεις μου και με χαλαρή διάθεση,.
«Καλωσόρισες στην παρέα του φευγάτου.» Μου δήλωσε χαρωπά, κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε πλατιά, μ' εκείνο το γνώριμο γέλιο του όταν τον πείραζα καλόκαρδα και γελούσαμε με την καρδιά μας.
«Μάστορα κάπου διάβασα και εγώ ότι η φαντασία έχει τρεις πιστούς! Τους εραστές, τους ποιητές και τους τρελούς.» Μου λέει με μαλακή φωνή και έμοιαζε ο πιο καλόκαρδος νεαρός άνδρας του κόσμου. Το πρόσωπό του ήταν καθαρό, και είχε πολλή αθωότητα το χαμόγελο του.  
Στο Αυγουστιάτικο σούρουπο το πλοίο μας τραβά ήσυχα από ένα ευρύ κανάλι, μίλια μακριά από όπου τα ύδατα του τερατώδους ποταμού εκκενώνονται στον Ατλαντικό ωκεανό. Διάστικτα ασημένια και ρόδινα του γλυκού νερού δελφίνια ξεφυσούν και κυλούν στην επιφάνεια, συντροφιά στην απέραντη μοναξιά μας. Στη γαλήνια και διαυγή ατμόσφαιρα το τοπίο είχε μια άγρια ομορφιά, μερικά σύννεφα έκαναν την εμφάνιση τους μακριά στα δυτικά. Το βλέμμα αγκάλιαζε τη πλούσια σκούρα πράσινη βλάστηση που καλύπτει σαν ομοιόμορφος μανδύας τους μικρούς λόφους τους οποίους χωρίζουν βαθιές κοιλάδες. Υπάρχουν μονοπάτια αδιάβατα για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ανάμεσα στους λόφους και πέρα στη πυκνή ζούγκλα που εκτείνεται σε μια έκταση απέραντη για χιλιάδες χιλιόμετρα, τυλιγμένη στη πάχνη της ζέστης. 
Όταν η εποχή των βροχών φθάνει από το Μάιο μέχρι το Νοέμβριο, ο ποταμός αυξάνεται κατακλύζοντας μεγάλες περιοχές καλλιεργήσιμων εδαφών και βοσκοτόπια. Ένας ποταμός των αντιθέσεων, μια υδάτινη οδός που βρίσκεται για αιώνες στο χείλος της πολιτισμικής αλλαγής από της πηγές του όπου οι άγριοι άνθρωποι ζουν, ως της εκβολές του.
Τον θυμάμαι που τον πρωτογνώρισα, να δηλώνει ερωτοχτυπημένος με μια όμορφη ισπανικής καταγωγής γιατρό από το Καράκας την πρωτεύουσα της Βενεζουέλας, έρωτας αγιάτρευτος μου εκμυστηρευόταν, τον είχε επισκεφτεί σε τρία τέσσερα λιμάνια τη καραϊβικής θάλασσας, οπού ερχόταν στο πλοίο μας με το αεροπλάνο της γραμμής να τον συναντήσει. 
Του θύμισα κάποιες ιστορίες που κυκλοφορούσαν στα κύματα και αφορούσαν παράξενες πτυχές για τα καμώματα του Έρωτα τους με την κυρία.
«Μάστορα μην τις ακούς τις ιστορίες, προσπαθούν να με διαβάλουν.»  Έλεγε χαμογελώντας με νόημα.
«Οι φήμες επιμένουν και φουντώνουν για ένα ειδύλλιο.»  Του απάντησα.
 Απολάμβανα το μυρωδάτο διπλό εσπρέσο με το κρουασάν μου, προσπαθώντας μέσα στις σκέψεις να ψυχογραφήσω τον φίλο μου. Κάθε καινούργια γνωριμία του ήταν ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή του, μια αξέχαστη εμπειρία, που ξεχείλιζε από πάθος και θα ήθελε να ζήσει τον μεγάλο έρωτα.
«Έχεις ακούσει ένα ποίημα για κάποιο μεταλλωρύχο, που έψαχνε στα βάθη της γης να ανακαλύψει αυτό που ονειρευόταν.» Τον ρώτησα.
Του φάνηκε πολύ παράξενη η ερώτηση μου.
……«Βράχε γίνε κομμάτια
έτσι όπως σε χτυπώ με το βαρύ σφυρί
για ν’ ακουστεί ο κρότος σου ως τον ουρανό!
Εκεί κάτω πρέπει να ανοίξω το δρόμο μου
προς ένα τέρμα που μόλις τολμώ να φανταστώ
Άραγε λάθεψα; Αυτό το μονοπάτι
δεν οδηγεί στο φως
Αν ψάχνω προς τα πάνω
το φως με τυφλώνει.
Όχι, πρέπει να κατέβω στα σπλάχνα της γης,
Εκεί που βασιλεύει νύχτα…
Βαρύ σφυρί άνοιξε μου το δρόμο.
Που πάει ολόισα στη καρδιά της φύσης.»….***
«Δηλαδή τι λέει το ποίημα». Αναρωτήθηκε κοιτάζοντας ερωτηματικά το ποτήρι με την παγωμένη σάγκρια που κρατούσε στο χέρι του, λες και μπορούσε να εμπνευστεί και αποκρυπτογραφήσει την απάντηση στο περιεχόμενο του.
«Προσπαθώ να φτιάξω ένα πορτρέτο που να σου ταιριάζει.» Του λέω, κάθε καινούργια γνωριμία σου είναι ένα αίσθημα εντονότερο από το προηγούμενο.
«Θα το εξειδικεύσεις στην καθημερινή διάλεκτο που η κοινή λογική μπορεί και κατανοεί.» Μου απάντησε.
 Το ποίημα είναι όπως οι Περσίδες, που ίσως δούμε απόψε στον έναστρο ουρανό. Τ' αστράκια που γοήτευσαν και καθήλωσαν τη Δανάη, τη μητέρα του Περσέα, όταν βρέθηκε στην αγκαλιά του Δία. Τα δεκάδες φωτεινά πεφταστέρια που στολίζουν τις νύχτες του Αυγούστου και μπορούν να τα απολαύσουν αυτές τις νύκτες οι αθεράπευτα ρομαντικοί και όχι.
Πρόκειται για μια βροχή αστεριών. Αποτελείται από υπολείμματα του κομήτη Swift-Tuttle που κάνει μια πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο κάθε 130 χρόνια. Οι διάττοντες αστέρες που παρατηρούμε είναι τα σωματίδια σκόνης και βράχων που άφησε πίσω του ο κομήτης αυτός κατά την πορεία του μέσα από το ηλιακό μας σύστημα. Το όνομά τους οφείλεται στο βόρειο αστερισμό του Περσέα, όπου βρίσκεται και το σημείο εκκίνησης τους. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Με κοίταξε παράξενα γεμάτος ευφορία, στη συνέχεια γύρισε το βλέμμα του αφήνοντας το να χαθεί στο μακρινό ορίζοντα, έβλεπε τ’ αστέρια καθώς κρυβόταν ένα, ένα, πίσω από τα σύννεφα που έφταναν από τη δύση κάνοντας το τοπίο μελαγχολικό. Γύρισε με κοίταξε για λίγο ερευνητικά, σαν να ήμουν μηχάνημα που έκαιγε κάποιο άγνωστο μέχρι τότε καύσιμο. Χάνοντας κάθε ενδιαφέρον, γύρισε το βλέμμα του προς τον ουρανό και η συζήτησή μας ξέφτισε. «Δεν είναι αυτός για τέτοιες κουβέντες, πρέπει να είπε μέσα του.»  
Σαν από μηχανής θεός μια σκιά έκανε την εμφάνιση της στην αλέα της πρύμνης, και όταν έγινε πιο ευδιάκριτη, εμφανίστηκε ο τρίτος πλοίαρχος του πλοίου ένα νεαρό γοητευτικό παλικάρι από την Κρήτη που προστέθηκε στην παρέα μας. Ήμουν σίγουρος ότι η νύχτα θα ήταν μεγάλη απόψε.
«Γιαννάκη μόλις είχα ξεκινήσει να ανακρίνω τον φίλο μας εκ δεξιών για την τελευταία περιπέτεια σας στην Ιαπωνία. Λοιπόν κάθισε δίπλα μας πάρε ένα ποτήρι σάγκρια και διηγήσου την ιστορία με τον μοναδικό τρόπο που γνωρίζεται εσείς οι κρητικοί.»
Έγινε σιωπή. Ήταν η σιωπή που πάντα γίνεται στην αναμονή.
..... Είμαστε στα 1987 στο Καβασάκι, πόλη στην Ιαπωνία, στο νοτιοανατολικό νησί, μεταξύ του Τόκιο και της Γιοκοχάμα, στον κόλπο του Τόκιο σε μια ιδιαίτερα αστικοποιημένη περιοχή, είναι ένας σημαντικός λιμένας και βιομηχανικό κέντρο της μεγάλης βιομηχανικής ζώνης. Από τον τουριστικό οδηγό ανακαλύψαμε ότι στην ευρύτερη περιοχή λειτουργεί από το 1983 τεράστιο θεματικό πάρκο ψυχαγωγίας, το επιτυχές, γνωστό τουριστικό αξιοθέατο η ντίσνευλαντ του Τόκιο, ένας δημοφιλής πόλος έλξης για τους επισκέπτες. Αποφασίσαμε λοιπόν το σαββατοκύριακο να την επισκεφτούμε, ο γραμματικός εγώ και ο δόκιμος μηχανικός με καταγωγή από τα μέρη του Γυθείου.
Βρισκόμαστε στο τελευταίο Σάββατο τον Ιούλιο, υπάρχει παραδοσιακό φεστιβάλ και εορτασμός πέρα από τον ποταμό που διασχίζει την περιοχή, και μια τεράστια επίδειξη πυροτεχνημάτων, που προσελκύει εκατομμύρια θεατές. 
Ήταν πέντε κοριτσόπουλα από κάποια κολεγιακή ομάδα, νεαρές κομψές έφηβες, των δεκαοκτώ χρονών, με πλούσια μαύρα μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια. Ντυμένες ομοιόμορφα με λευκά καθαρά πουκάμισα, αρκετά κοντές πλισέ φούστες γκρίζο-γαλανό το χρώμα με μακριές τιράντες να κρέμονται από τους λεπτούς ώμους. Κάλτσες λευκές αθλητικές λίγο κάτω από τα γόνατα, μαύρα σκαρπίνια παπούτσια. Τα άβαφα πρόσωπα τους με τα διάφανα βλέμματα έδιναν μια σεμνή εμφάνιση στη νεανική τους παρουσία. Οι σέξι μαθήτριες που η φαντασίωση τους βρίσκεται στην κορυφή των ανδρικών συνειδήσεων διαχρονικά. Η ιδέα ότι η στολή μαθήτριας είναι sexy είναι διάχυτη παντού στο κόσμο.
Ο Γραμματικός είχε μια ικανότητα που κερδίζει τις εντυπώσεις, και αν δεν απατώμαι μάστορα, εσύ του έχεις προσδώσει τον ορισμό της θανατηφόρας έλξης που έχει ο φίλος μας με το γυναικείο φύλλο. Στάθηκε τις παρακολουθούσε, τα πρόσωπα τους ακτινοβολούσαν, άρχισε να βγάζει το λευκό από ινδικό μετάξι πουκάμισο του. Έκπληξη ανάμεικτη με περίεργα ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα των κοριτσιών. Το έστρωσε χαλί, γονάτισε προσκυνητής και ικέτευε την μεγαλύτερη και αρχηγό της παρέας να περάσει πατώντας πάνω από το πουκάμισο του. Τα κοριτσόπουλα τον κοιτούσαν χωρίς να μπορούν να το πιστέψουν αυτό που συμβαίνει, γέλια σαν ανοιξιάτικα νεοσσών τιτιβίσματα αντήχησαν γύρω μας, ήταν μια χαρούμενη και απρόσμενη ενέργεια, το πήραν για παιγνίδι. Όταν το νεαρό κορίτσι επιτέλους αποφάσισε να του κάνει το χατίρι, σήκωσε το πουκάμισο του το πήρε στην αγκαλιά με ευλάβεια όπως κάτι το πολύ πολύτιμο, και με περίσσια τρυφερότητα το φίλησε.
«Θησαυρέ μου όταν σε είδα για πρώτη φορά με μάγεψες, ήθελα μόνο να δω τα μάτια σου να λάμπουν από ευτυχία.» είπε στο κορίτσι.
Γοητευμένες από την προσωπικότητα και το αδιαμφισβήτητο ταμπεραμέντο του, η εξέλιξη ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και τα αποτελέσματα εντυπωσιακά. Είχε ένα χάρισμα ένα δώρο. Ήταν απολαυστικός, ευχάριστος, θαυμάσιος. Τρεις μεγάλοι κεραυνοβόλοι έρωτες ξεκινούσαν από εκείνη τη στιγμή στο πλακόστρωτο της ντίσνευλαντ. Την ημέρα της αναχώρησης η προβλήτα γέμισε κοριτσόπουλα με λευκά μαντήλια στα χέρια και άφθονα δάκρυα στα μάτια, νομίζω ότι ο πιο δύσκολος χωρισμός ήταν αυτός του δόκιμου μηχανικού, με πάθος έχει αγκαλιαστεί με την κοπέλα του εκεί στη σκάλα εισόδου του πλοίου μέχρι που έλυσε και ο τελευταίος κάβος δεν έλεγαν να αποχωριστούν τα σώματα τους.
«Αληθεύει μάστορα ότι το επόμενο ταξίδι είναι Ιαπωνικοί λιμένες;.» Με ρώτησαν αδημονώντας να μάθουν αν όντως αληθεύει.
«Είναι πολύ πιθανόν.» Τους απάντησα τόσο αφηρημένα και τόσο αόριστα.
Η έκφραση στα πρόσωπα τους, μου εξηγεί γιατί ο χωρισμός είναι τόσο επώδυνος ακόμη και όταν ξέρουμε ότι είναι η σωστή επιλογή. Πονάει όταν σκέφτεσαι, πονάει όταν θυμάσαι, πονάει ακόμη κι όταν αποκτήσεις μια απόσταση από τα πράγματα με στόχο το να ξεχάσεις. Για να ξεφορτωθούν τις δύσκολες αναμνήσεις, όπως ο χωρισμός, χαριτολογώντας άλλαξα την κουβέντα.
«Νίκο αληθεύει η ιστορία με μια όμορφη γιατρό απ' το Καράκας που έχει δηλώσει πως θα σε ευνουχίσει όταν και όπου σε συναντήσει;» Τον ρώτησα αστειευόμενος..
«Μάστορα μην ακούς τι λένε, φήμες είναι.»
«Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, η σεξουαλικές σου επιθυμίες με μπερδεύουν αφάνταστα», του είπα με απόλυτα σοβαρό ύφος.  «Ξέρεις τι εννοώ, πώς γίνεται όλο αυτό το πράγμα.»
«Εσύ τι άποψη έχεις;» με ρώτησε.
«Η σεξουαλική επιθυμία δεν είναι κάτι που το καταλαβαίνεις», του είπα, δίνοντάς του μια νερόβραστη απάντησή μου. «Απλώς υπάρχει! Να την ακούω στα κύματα που ψιθυρίζουν για ένα ζεστό βράδυ με υγρασία, στο Μαρακάιμπο που γνωρίστηκες με την φιλήδονη Ιζαμπέλ και χορεύατε παθιασμένα το «Live now. Life is short. Time is luck». Υποψιάζομαι πως κάτι έφτασε και στα αυτιά της γιατρού για εκείνο το βράδυ! Και οι φήμες που κυκλοφορούν λένε πως είναι ζόρικη η κοπελιά. Φυλάξου, έχε τον νου σου! Έχω δει ταύρο να ερωτεύεται και να μουγκρίζει σαν να τον τσίμπησε αλογόμυγα-και τράγο ν᾽ αγαπάει γίδα και να την ακολουθάει παντού.»
**.....Έγνων δὲ ἐγὼ καὶ ταῦρον ἐρασθέντα, καὶ ὡς οἴστρῳ πληγεὶς ἐμυκᾶτο· καὶ τράγον φιλήσαντα αἶγα, καὶ ἠκολούθει πανταχοῦ.

**Δάφνις και Χλόη.... Έλληνας Λόγγος, συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα.
***Ο μεταλλωρύχος – Ερρίκος Ίψεν 1871

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

O Thanatos Xora Kai Apo Tis Xaramades


Ένα ταξίδι προς το άγνωστο είναι η ζωή .....και η ζωή δεν περιμένει κανέναν. Αλλά αυτή είναι και η μαγεία της! Αφέσου λοιπόν και απόλαυσε την. Καλώς ή κακώς, δεν μπορείς να επιλέξεις, τι ενδέχεται να σου τύχει στο δρόμο σου. Αν θα υπάρχει έρωτας, αγάπη, θλίψη, απογοήτευση, θάνατος.
Παλιά είχε όνειρα πολλά. Σήμερα απλώς ονειρεύεται τα παλιά. Και το παλιό μας ξέρει και το ξέρουμε, έμαθε την κακή και την καλή μας πλευρά και μας επέλεξε ξανά και ξανά. Δε μας ζήτησε να αλλάξουμε και δεν έχει απαιτήσεις από εμάς. Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται, έλεγε ο ποιητής κι αυτούς που δεν άκουσαν ποτέ στη ζωή τους παραμύθια.
Συνταξιούχος σήμερα, πάει ολάκερος χρόνος που δεν έχει κάτι να γράψει. Τις μέρες τις βλέπει να περνούν και πολλές φορές του μοιάζουν να’ χουν φτερά κι άλλες πάλι να μοιάζουν παράλυτες.
Εκείνες τις παράλυτες ώρες αφήνει την φαντασία του να πετάξει ελευθέρα σ' αλλοτινούς καιρούς πίσω στο παρελθόν του. Ανακαλεί τη μνήμη του και προβαίνει σε μια αφηγηματική κατάθεση, μέσα από την παρατηρητική ματιά του, την αγάπη και το φόβο της θάλασσας. Κλείνει τα μάτια του και πάει πίσω στον χρόνο να μοιραστεί τις πιο έντονες αναμνήσεις του. Ταξίδεψε σ ένα κόσμο που απλώνεται σε έξι ηπείρους, διασχίζοντας τους ωκεανούς με φουρτούνες και με μπουνάτσες. Οι ναυτικοί ζουν σε μια κοινωνία περίεργη, με προσδοκίες και όνειρα, και με την ελπίδα ότι οι ταλαιπωρίες, τα σκληρά ταξίδια που πλέκονται με μαγευτικές πλόες, και οι κίνδυνοι δεν αποτελούν παρά μια προσωρινή παρένθεση. Οι πολλοί τα καταφέρνουν, είναι και κάποιοι λίγοι που  αφήνουν τη ζωή τους μεσοπέλαγα, όπως ο εκλεκτός συνάδελφος του, νεαρός Πρώτος μηχανικός, από τα ορεινά χωριά της Αρκαδίας.
Συνθέτοντας τις αναμνήσεις του από μπερδεμένες εικόνες, ξεπροβάλλει την μορφή του μέσα από μια αναλαμπή που γεμίζει τις σκέψεις του. Φαντάζεται τη ζωή να προβάλλεται στη γραμμή του χρόνου, μικρά σημεία στον ατέλειωτο ορίζοντα, άτονοι κύκλοι που κάποτε κλείνουν. Να περνά και να μοιράζεται σε χειμώνες και καλοκαίρια και στο πέρασμα της να του θυμίζει τους φίλους που χάθηκαν σε μια επικίνδυνη στροφή, στα ταξίδια τους. Έχει η ζωή αναλαμπές, σπίθες πετά και ξεγελιόμαστε, γιατί η ζωή έχει και τις φουσκοθαλασσιές και τις τρικυμίες της.
Σάρκα και οστά έπαιρνε και η μνήμη. Η μνήμη με τους πικρούς θανάτους και η ζωή με τα πικραμένα «αντίο».
Όλοι οι θνητοί με τον ίδιο τρόπο γεννιόμαστε, αλλά μεγαλώνοντας η μοίρα μοιάζει να παίζει μαζί μας λες και είμαστε εύπλαστοι, καμωμένοι από πλαστελίνη, ενώ μας σπρώχνει από διαφορετικά μονοπάτια προς το ίδιο τέλος, το θάνατο.
Θυμήθηκε τον συνάδελφο του!
Βρισκόμαστε στον Πειραιά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια ογδόντα-ενενήντα. Ο Γενικός διευθυντής της ναυτιλιακής εταιρείας μέσω κοινής συγγενικής γνωριμίας του ζήτησε να περάσει από το γραφείο του. Η καταπληκτικά γοργή ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και των ναυτιλιακών εταιρειών, «οικογενειακής βάσης κυρίως», είχε ως αποτέλεσμα οι διαχειριστές τους να αναζητούν νέα στελέχη, ικανά να επανδρώσουν τα πλοία και τα γραφεία τους.
Η βροχή έπεφτε με δύναμη επάνω στα τζάμια των παραθύρων του γραφείου του γενικού διευθυντή της ναυτιλιακής εταιρείας, σχηματίζοντας μικρά αυλάκια νερού στα περβάζια τους. Τρεις ορόφους πιο κάτω, η Ακτή Μιαούλη εξακολουθούσε να τρέχει, να σπρώχνει, να στριμώχνει για να προλάβει να ζήσει άλλη μια ημέρα. Τα αυτοκίνητα πιτσιλούσαν τους δρόμους, κλάξον αυτοκίνητων ηχούσαν ανυπόμονα, άνθρωποι έτρεχαν στα πεζοδρόμια κάτω από ομπρέλες και διπλωμένες εφημερίδες η αντιμετώπιζαν θαρραλέα τη βροχή με ακάλυπτο κεφάλι. Οι γρήγοροι ρυθμοί και η ενεργητικότητα του δρόμου δεν μειωνόταν καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας.
Ο διευθυντής στεκόταν όρθιος εμπρός από το γραφείο του, απέπνεε μια αρχοντιά μέσα στο σκούρο κουστούμι του, και η ζεστή λάμψη των ματιών του ήρεμη δύναμη.
Η παρουσία του φαινόταν να κυριαρχεί στο χώρο.
Το γραφείο του ήταν μεγαλύτερο απ' ό,τι περίμενα, με ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στην αποβάθρα. Η διακόσμηση ήταν βαριά και αντρική: είχε ένα τεράστιο γραφείο από ξύλο καρυδιάς, δερμάτινη καρέκλα, έναν μαύρο δερμάτινο καναπέ και στιβαρές βιβλιοθήκες φορτωμένες με φακέλους και βιβλία. Μερικές αρχειοθήκες ήταν τακτοποιημένες στην άκρη του δωματίου. Στον τοίχο πάνω από τον καναπέ υπήρχε ένας τεράστιος πίνακας του λιμένος του Πειραιά και στα ράφια υπήρχαν αρκετές κορνίζες με φωτογραφίες με αυτόν και τη δική του οικογένεια. 
Αυτός αν και πεπειραμένος πλέον σε συνεντεύξεις χωρίς ιδιαίτερο λόγο και ανεξήγητα αγωνιούσε να κάνει καλή εντύπωση, ήταν κάπως νευρικός. Ίσιωσε την ράχη του για ν' απελευθερώσει ένα μέρος της νευρικότητας του, σκούπισε τα ίχνη του ιδρώτα από το μέτωπο του με την ανάποδη του χεριού του και κοίταξε σταθερά εμπρός του.
«Χαίρομαι πραγματικά που βρίσκομαι εδώ, και σας γνωρίζω.» Είπε, μεταφέροντας ταυτόχρονα τους θερμούς χαιρετισμούς του κοινού τους συγγενικού προσώπου.
Ο διευθυντής τον άκουσε, χαμογέλασε και του έκανε νόημα να καθίσει.
«Ευχαριστώ» είπε, και κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα, με τον εαυτό του να δείχνει χαλαρός και άνετος, διώχνοντας αποφασιστικά τις ενοχλητικές σκέψεις από το μυαλό του. 
Τελικά όλη η αρχική του ένταση ένοιωθε να διαλύεται. Έχοντας ανακτήσει την αυτοπεποίθηση του, απλώς δίστασε για μερικά δευτερόλεπτα όταν αποφάσισε να σπάσει την εθιμοτυπία και να ξεκινήσει τη συζήτηση πρώτος. Από όσο θυμάται, πάντα το χάσιμο χρόνου το θεωρούσε ενοχλητικό.
Ρίχνοντας το βλέμμα του στο χώρο ολόγυρα τα πάντα στο γραφείο διακρίνονται για το λεπτό γούστο και τη φινέτσα τους..   
«Έχετε λεπτό και εξαιρετικό γούστο κύριε», του είπε.
Ο Γενικός διευθυντής φουσκώνοντας απó ευχαρίστηση χαμογέλασε πλατιά.
«Μου αρέσει να πιστεύω ότι έχω. Σ’ ευχαριστώ.» Του απάντησε.
Στη συνέχεια ήταν ο Γενικός που οδήγησε τη συζήτηση στη δική του αιγιαλίτιδα ζώνη
Τον ρώτησε πως απέκτησε την σχέση του με την θάλασσα και πόσο καλά τα πηγαίνει.
«Ίσως θεωρηθεί υπερβολικό από μέρους μου, αλλά στο επάγγελμα του ναυτικού βρίσκομαι κατά τύχη, αυτό συνέβη κατά την διάρκεια της γυμνασιακής μου θητείας που έπρεπε να διαλέξω το δρόμο της επαγγελματικής μου ασχολίας για την καθημερινή επιβίωση.  Ήταν η εποχή που έπρεπε να πάρω την ζωή στα χεριά μου, και αποφάσισα πως ο κόσμος εκεί έξω στη θάλασσα είναι απέραντος γεμάτος προκλήσεις». Του απάντησε.
«Το ίδιο το επάγγελμα είναι μια σαγηνευτική περιπέτεια, ταξιδεύοντας στα κύματα την ίδια μας ζωή στη καθημερινότητα της». Συμπλήρωσε την εξομολόγηση του.
Μια έκφραση ικανοποίησης απλώθηκε στο πρόσωπο του Γενικού διευθυντή, ενώ καθόταν πιο αναπαυτικά στο κάθισμα του και συνέχισε να περιεργάζεται με μεγαλύτερη προσοχή τον συνομιλητή του, το βλέμμα του καρφώθηκε επάνω του, γεμάτο ενδιαφέρον και πολλές ερωτήσεις.
«Κάποιοι λένε ότι οι προκλήσεις αρέσουν στους έξυπνους ανθρώπους του είπε. Γι’ αυτούς το χρήμα είναι αποτέλεσμα όχι ο στόχος. Και αυτοί που το κυνηγάνε το θέλουν γι’ αυτό που εκπροσωπεί, όχι γι’ αυτά που μπορεί να αγοράσει.
Εδώ στον δύσκολο κόσμο της ναυτιλίας θέλω να γνωρίζεις το πρώτο και κύριο μέλημα του κάθε γενικού διευθυντή είναι να προστατέψει τα συμφέροντα της εταιρείας και των εργαζομένων της συμπεριλαμβανομένων, όχι να ασχολείται με αφηρημένα ηθικά διλήμματα. Αλλά ταυτόχρονα η εταιρεία μας αναζητεί στελέχη με προσωπικότητα, αξιοπρέπεια, τίμια, έξυπνα, ικανά και ταλαντούχα, να τους πιστεύει και να τους εμπιστεύεται. Όταν ένα στέλεχος έχει ιδανικά και οράματα τότε είναι ικανός να υπηρετήσει αξίες.»
Αυτό το βροχερό και μουντό απόγευμα του φθινόπωρου ξεκίνησε την νέα επαγγελματική συνεργασία του με την ναυτιλιακή εταιρεία στην Ακτή Μιαούλη. Είχε ήδη επτά χρόνια στο επάγγελμα, κρατούσε στα χεριά του από το πρόσφατο παρελθόν το δίπλωμα του Πρώτου μηχανικού και αναζητούσε τώρα νέους εργασιακούς ορίζοντες πιο ανοικτούς μ ευελιξία και ασφαλές περιβάλλον εργασίας σε μια εποχή που όλα αλλάζουν.
Η αποδοχή της νέας του αυτής συνεργασίας αυτόματα έφερε την απόρριψη μιας πολύ ενδιαφέρουσας από οικονομικής άποψης πρόταση συνεργασίας με ναυτιλιακή εταιρεία που είχε στην κατοχή της πετρελαιοφόρα πλοία, Λιβανέζικων συμφερόντων. 
Την διαχείριση της εταιρείας την εκτελούσαν ελληνικά γραφεία εγκατεστημένα στην Γλυφάδα. 
Προς αμοιβαία εξυπηρέτηση στην θέση του τους πρότεινε αξιόλογο συνάδελφο του, με κοινά οράματα και κοινούς στόχους για την ζωή. 
Η εταιρεία του συνάδελφου του έκαναν μια πολύ αξιόλογη προσφορά την οποία την αποδέχτηκε μετά χαράς. Τίποτα το παράξενο. Οι μεγάλες ευκαιριακές υλικές απολαβές που προσφέρονταν στους Έλληνες, στελέχη της ναυτιλίας, ώστε να επανδρώσουν πλοία με ξένη σημαία, «ανασφάλιστα», έβρισκε πολλούς πρόθυμους να ριψοκινδυνεύουν την επαγγελματική τους καριέρα και να θέτουν την ικανότητα και τον προσωπικό τους ζήλο, αναλαμβάνοντας το ρίσκο, να συνεργαστούν με πληρώματα αμφισβητούμενης ικανότητας.
Για τον συνάδελφο του ήταν το πρώτο του ταξίδι σε καθήκοντα επιστασίας μηχανοστασίου. Το πλήρωμα  ήταν τρεις με τέσσερις Έλληνες και όλο το υπόλοιπο πλήρωμα από τη νοτιοανατολική Ασία.
Σαν σήμερα τριάντα χρόνια από τότε τον περίμενε μία πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Εφημερίδα της εποχής δημοσίευσε τη φωτογραφία του συναδέλφου του, αναφέροντας το γεγονός της μεγάλης έκρηξης που συνέβηκε στο πλοίο κατά την διάρκεια εργασιών εκφόρτωσης σε λιμένα της Δυτικής Ευρώπης σκορπώντας το θάνατο. Διαβάζοντας την είδηση ένοιωσε να τραντάζεται σαν να ένοιωθε στα πόδια του από κάτω το χείλος της αβύσσου.
Η καρδιά του χτύπησε πιο δυνατά, στέγνωσε το λαρύγγι του, συνειδητοποιώντας ποιο είναι το πρόσωπο που αναφέρεται στο ρεπορτάζ. 
Θεέ μου αναφώνησε στο τέλος. Μα αυτό είναι τρελό, δεν μπορεί να είναι αλήθεια.
Ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να τον ερεθίζουν τα γεγονότα που συνέβησαν τότε, νοιώθει ένα κενό. Το μυαλό του έχει δύσκολες αναμνήσεις, υπάρχουν εκεί μέσα του σαν ασύνδετες εικόνες που προβάλλουν μέσα από σκοτεινό φόντο. Νοιώθει απελπισμένα άβολα με τις μνήμες που ξεδιπλώνουν τα γεγονότα μιας εποχής μπροστά του.
Τον θυμάται τον συνάδελφο του την τελευταία φορά που βρίσκονταν μαζί πέρα στη μακρινή Άπω ανατολή. Εκτελούσαν εργασίες επισκευών σ’ ένα τεράστιο πετρελαιοφόρο στα ναυπηγεία "Jurong" της Σιγκαπούρη.
Εκεί πέρα στην μακρινή Άπω ανατολή την περίοδο που έζησαν και εργαστήκαν πλάι-πλάι, συνηθίζεται όλοι οι γηγενείς κάτοικοι να χαμογελούν. Είναι όμως ένα διαφορετικό χαμόγελο αυτό που περιορίζεται στα χείλη, δεν φτάνει ως τα μάτια.
Αντιθέτως το συνάδελφο του τον θυμάται που όταν χαμογελούσε να φωτίζονται τα λαμπερά του μάτια. Το χαμόγελο στο πρόσωπο του θύμιζε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γιαλού την ώρα που δεν φυσάει.
Ο συνάδελφος είχε σώμα δυνατό γεμάτο υγεία. Ήταν οι καλύτερες λέξεις για να τον περιγράψει. Περπατούσε περίτεχνα, στητά, με σιγουριά, έσφυζε από ζωή. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που δεν υποχωρούσε κάτω από δύσκολες συνθήκες, ο ίδιος έλεγε: «Ο άνθρωπος συναντάει αντιξοότητες, στο χέρι του είναι να τις υπερβαίνει». Ποτέ δεν φοβήθηκε την σκληρή δουλειά.
 Η ζωντάνια και η ενεργητικότητα επέκτειναν τον ζωτικό του χώρο.
Ξεκίνησε ο συνάδελφος του λοιπόν το νέο ταξίδι, με πλοίο της Λιβανέζικης εταιρείας, που πάει να πει να ταξιδεύει κόντρα στον καιρό, που πάει να πει να τα δίνει όλα για να ζήσει το δικό του επαγγελματικό όνειρο. Και βρέθηκε σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον από πλευράς συνεργατών, και δεν πτοήθηκε, του άρεσε να γινόταν αρεστός, του άρεσε να πιστεύει ότι δεν ήταν δειλός, ήταν αποφασισμένος να οικοδομήσει την προσωπική και επαγγελματική του επιτυχία.
Όλα έμελλε να γίνουν στο τρίτο του ταξίδι. Ήταν ένα τυχαίο περιστατικό που επέφερε το θανατηφόρο εργατικό ατύχημα.
Προφανώς ένα παρόμοιο γεγονός όπως η απώλεια ενός φίλου συναδέλφου είναι ένα έντονα θλιβερό συναίσθημα και μια ψυχική δοκιμασία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σ’ αυτή την ηλικία ποτέ δεν περιμένεις το θάνατο, σε στιγμές του επαγγελματικού καθήκοντος, αλλά αυτός έρχεται χωρίς προειδοποίηση.
Οι επιστάμενες έρευνες που ακολούθησαν από εμπειρογνώμονες για την αιτία της πρόκλησης της έκρηξης κατέληξαν στο συμπέρασμα του ανθρώπινου λάθους, από τον αξιωματικό φυλακής μηχανοστασίου, μ’ αποτέλεσμα στη δεδομένη ανωμαλία να επέλθει ισχυρή έκρηξη που συμπαρέσυρε στο θάνατο τον ίδιο, τον βοηθό φυλακής, και τον συνάδελφο Πρώτο μηχανικό.
Για τον έλεγχο της λειτουργίας στους λέβητες των πλοίων έγιναν ουσιώδης θεωρητικές μελέτες, και επινοήθηκαν όλο και πιο επιτυχημένα συστήματα έλεγχου με πολύπλοκες κατασκευές που να οδηγούν όλες τις απορρέουσες καταστάσεις λειτουργίας στη μηδαμινότητα ανεπιθύμητων συμβάντων.
 Τι συνέβη λοιπόν και στο μηχανοστάσιο έγινε έκρηξη και πήρε φωτιά;
Στην πράξη αποδείχνεται τ’ αναπτυσσόμενα επιτυχημένα συστήματα έλεγχου ποτέ δεν είναι απόλυτα επιτυχημένα. Δεν μπορούν να είναι. Όσο τελειοποιημένο και πολύπλοκο κι αν είναι ένα σύστημα, πάντα θα υπάρχει τρόπος να προκαλέσει μια ανωμαλία. Αυτή είναι μια θεμελιώδης αλήθεια των μαθηματικών. Όσο σ’ όλο αυτό το σύστημα υπεισέρχεται και ο ανθρώπινος παράγοντας είναι αδύνατο να φτιάξεις ένα σύστημα τέλειο και πολύπλοκο όσο να μειώσεις την πιθανότητα της ανώμαλης λειτουργίας του στο μηδέν.
 Με τον ασφυκτικό δε και χωρίς περιορισμούς στα μέσα, ανταγωνισμό των επιχειρήσεων, και την εντατικοποίηση της εργασίας σε ρυθμό και χρόνο, καταρρίπτεται με τον πλέον απόλυτο τρόπο η πάγια αντίληψη ότι η τεχνολογία από μόνη της θα μπορέσει μέσα από την εξέλιξή της να προστατεύσει τον εργαζόμενο, να εγγυηθεί συνθήκες ασφάλειας.
...... Όταν τον μετέφεραν στο κατάστρωμα το φεγγαρόφωτο, γλιστρώντας ανάμεσα από την τσιμινιέρα και τα ξάρτια του πλοίου, ζωγράφιζε φωτεινές χρυσόπλεκες λουρίδες στο γαλήνιο πρόσωπο του συνάδελφου.
Το ταξίδι  γι’ αυτόν τέλειωσε. 
Το πλοίο πέρασε ήδη την άκρη της Χερσονήσου. 
Την ρωγμή για το άγνωστο, τη χαραμάδα που διαχωρίζει τη ζωή απ’ το θάνατο. Κανείς δεν είναι πάνω απ΄ το χρόνο, μπρος στην παντοδυναμία του θανάτου. 
Και μετά το θάνατο στο σώμα, θα επακολουθήσει ο θάνατος της μνήμης. Ο ανελέητος νόμος της ζωής.  
Κανείς δεν θα σε ξέρει σαν να μην είχες ποτέ υπάρξει. 
Ο Ήλιος αδιάφορος θα ρίχνει τη ματιά του κάθε πρωί στα λιόδεντρα της γενέτειρας του Αρκαδικής γης και ο πρόωρα αδικοχαμένος συνάδελφος του, είναι σήμερα σαν την σκόνη στην άκρη του δρόμου.
..... Σήμερα η ανάμνηση του πρόωρα χαμένου συνάδελφου με θλίψη σεργιανά μέσα στις έγνοιες του, σκοτεινιάζει ο νους και οι σκέψεις του γίνονται λέξεις κι ύστερα χάνονται σαν ήχοι μακρινοί και απροσπέλαστοι. Γίνονται θάλασσα και απλώνονται να μην τελειώνουν πουθενά. Του φαινόταν σα να ‘ταν χθες. Που περπατούσαν στις προβλήτες της Σιγκαπούρη παρέα.
Σαν σήμερα ήταν που για τον καλό μας φίλο ήρθε το σούρουπο, και άνοιξε η πόρτα για το άγνωστο. Πέρα από την πόρτα η άβυσσος, και πέρα από την άβυσσο το άγνωστο της υπέρτατης ερημιάς, όταν ο άνθρωπος αντικρίζει τη μοναξιά και το θάνατο του. Ο Άδης, είναι ερωτευμένος με όλους μας τους θνητούς. Όλοι θα πρέπει να περάσουμε από τις Πύλες του Άδη. Στον ποταμό της θλίψης. Ο θάνατος δεν απαιτεί τίποτε απολύτως. Ο θάνατος έρχεται να σε πάρει. Ο θάνατος θέλει να πας μαζί του, κατά προτίμηση χωρίς μεγάλη αντίσταση. Τίποτα και κανένας δεν μπορεί τελικά να µας σώσει: Το «κακό» εισβάλλει παντού. Ο θάνατος χωράει και από τις χαραμάδες. Όταν η μοίρα σε βάλει στο μάτι δε γλιτώνεις ακόμη κι αν κρυφτείς μέσα στο πιο σκοτεινό λαγούμι.

Συνάδελφε
***Δε θέλω να του βάλουνε στην όψη του μαντίλια
για να του γίνει θάνατος πικρός σταυραδερφός του.
Πήγαινε, Ιγνάτιο. Μην  ακούς την πυρωμένη ανάσα.
Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε. Και η θάλασσα πεθαίνει…

 Την αρχοντιά σου τραγουδώ με λόγια που στενάζουν
κι  εν’ αεράκι όπου ‘κλαιγε στα λιόδεντρα θυμάμαι.
 Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω.
Γι’ αυτούς που θ’ έρθουν τραγουδώ …….***

*** Λόρκα

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Asfalis Poreia Anatolika.

....Ένα ταξίδι με αεροπλάνο για να είναι ευχάριστο, πρέπει να είναι και άνετο χωρίς άγχος και ευχάριστη παραμονή στο αεροσκάφος. Η Alitalia φρόντισε και μας εξασφάλισε όσο το δυνατόν πιο ξένοιαστο και άνετο ταξίδι που όλα πήγαν καλά, και σε λιγότερο από δύο ώρες, ξεκούραστοι φτάσαμε στον προορισμό μας στον διεθνή αερολιμένα της Πίζας στην Ιταλία που βρίσκεται εντός των ορίων της πόλης όπου και αποβιβαστήκαμε. Η Πίζα διαθέτει ένα μικρό αεροδρόμιο, το Aeroporto Galileo Galilei, με πτήσεις προς άλλα ιταλικά αεροδρόμια καθώς και για ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις. 
Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά σε έναν γαλάζιο ουρανό χωρίς σύννεφα, ήταν μια φωτεινή μέρα του Μαΐου, ζεστή, μύριζε καλοκαίρι. Ταξιδεύαμε παρέα με τον μέλλοντα πλοίαρχο του φορτηγού πλοίου που ξεφόρτωνε στον λιμένα Μαρίνα Ντι Καράρα όπου και ο τελικός προορισμός μας να παραλάβουμε πλοιαρχία και επιστασία μηχανοστασίου.
Αν και σχετικά μικρό, το αεροδρόμιο διαθέτει καταστήματα, εστιατόρια και καφέ για μια πιο ευχάριστη αναμονή. Τελειώνοντας τον συνηθισμένο απαραίτητο έλεγχο επιβατών στην έξοδο του αεροδρομίου μας περίμενε αυτοκίνητο του πρακτορείου μας. Χωρίς καθυστέρηση επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με προορισμό τον λιμένα. Θυμάμαι το αυτοκίνητο ήταν ένα «Βόλβο λιμουζίνα». Μόλις στα πρώτα χιλιόμετρα που βγήκαμε στον εθνική οδό Ε80 που οδηγούσε στη Μαρίνα Ντι Kαρράρα - «Marina Di Carrara» την πιο επισκέψιμη ακτή, ειδικά το καλοκαίρι, μια από τις πιο δημοφιλείς στην Ιταλία και το αρχιπέλαγος της Τοσκάνης, διαπιστώνω το κοντέρ ταχύτητας του αυτοκινήτου κολλημένο μόνιμα στα διακόσια και, χιλιόμετρα.
Προσπαθώ να το χειριστώ διπλωματικά, πληροφορώντας τον οδηγό ότι κυκλοφορούν εμφράγματα, εγκεφαλικά, καταθλίψεις και άλλα συναφή, και προσωπικά θα αισθανόμουν πιο ασφαλής στο ταξίδι μας αν οδηγούσε πιο ήρεμα. Τι το θελα. Με περίμενε μία καινούργια έκπληξη.
Ενώ το αυτοκίνητο μας κινείτο στην άσφαλτο με μεγάλη ταχύτητα ο οδηγός μας καθόλου δεν ξαφνιάστηκε όταν μας προσπέρασε, σχεδόν σαν σταματημένους, μια  «Άλφα Ρομέο στέισον βάγκον!» 
Γυρίζει ο «δικός μου» και μου σκάει ένα χρυσό χαμόγελο και με κάνει αλοιφή, προσπαθώ κι εγώ να χαμογελάσω, του λέω «Εντάξει, κατάλαβα, να 'σαι καλά»
Οι Ιταλοί λένε πως όταν κάποιος οδηγεί στην Αutostrata, στην «εθνική τους οδό», καλό θα είναι να πηγαίνεις πάντα στη μεσαία ή στη δεξιά λωρίδα. Γιατί με όσο κι αν τρέχεις πάντα θα υπάρχει κάποιος «οικογενειάρχης» που θα κινείται πιο γρήγορα! Αναστέναξα και έκτοτε δεν έβγαλα μιλιά. Υπάρχουν και χειρότερα σκέφτηκα.
Διανύοντας μια απόσταση εξήντα περίπου χιλιόμετρων σε σύντομο χρόνο φθάσαμε στην προβλήτα του λιμένα όπου ήταν πλαγιοδετημένο το πλοίο, ένα φορτηγό γενικού φορτίου και εκτελούσε εργασίες εκφόρτωσης. Το φορτίο αποτελείτο από όγκους με γρανίτες Indian Juparana, προέλευσης από την Ινδία. Ο συγκεκριμένος γρανίτης είναι και επίσης γνωστός και ως Carol Pink. Είναι γκρι-ροζ μιγματίτης της Προκαμβριανής περιόδου. Είναι ιδανικός για πάγκους κουζίνας δεδομένου ότι είναι ανθεκτικός στις γρατσουνιές, στη θερμότητα και τα οξέα που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή μαγειρική.
Η Μαρίνα Ντι Καράρα είναι μία μικρή μεσογειακή πόλη που νωχελικά την αγκαλιάζει η θάλασσα και η περιοχή της είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός και γνωστή για την εξόρυξη και την παραγωγή μαρμάρου.
Το εμπορικό της λιμάνι έχει την ομορφιά των λιμανιών της Μεσογείου θάλασσας αλλά και την συνήθως άσχημη μυρωδιά τους. Τα περισσότερα λιμάνια της Μεσογείου είναι πόλεις πόρνες που αποπνέουν σεξ και πατσουλί. Όλες κατά καιρούς έχουν φιλοξενήσει κουρσάρους και λάγνους κατακτητές. Οι εραστές τους έχουν πεθάνει μα εκείνες ζουν και αναπνέουν την θάλασσα.
Ένας Πλοηγός μου είπε κάποτε ότι τα πάντα προέρχονται από την θάλασσα, και ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ισχυρό από την θάλασσα, και ότι οι προγονοί μας δεν θα είχαν καν βρεθεί εδώ αν δεν προϋπήρχε η θάλασσα.
Τον πρώτο μηχανικό πού θα αντικαθιστούσα στην επιστασία τον γνώριζα είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν εγώ σαν δεύτερος μηχανικός. Ουσιαστικά ήταν ο Μέντορας μου στο μόλις πρόσφατο ξεκίνημα της νεαρής καριέρας μου στην επιστασία μηχανοστασίου. 
Ο αξεπέραστος Μάστρο Πέτρος..... Τρίπτυχο του, δράση, δυνατότητα απόφασης, θέληση. Ποτέ μην παρατάς την προσπάθεια.
Οι προς παράδοση επιστασίας και οι προς παραλαβή βρεθήκαμε μαζεμένοι εκεί στο γραφείο του απερχόμενου πλοιάρχου του καπετάν Σταμάτη και παρασυρθήκαμε από τη χαρακτηριστική λεπτότητα της παρουσίας του και το πλατύ χαμόγελο του που δεν ήταν απλής ευγένειας....
Μέσα από τον διάλογο πού αναπτύχθηκε στη συνάντηση μας μία θετική αλληλό-επίδραση, για της ζωής τα καθημερινά φάνηκε να μας συνδέει.
Ψηλόλιγνος, ευθυτενής, ντυμένος όπως οι Παριζιάνοι μέσα στο φίνο γκρίζο καλοραμμένο κοστούμι, γραβατωμένος, ευγενικός. Μάτια σκούρα φωτεινά και σπινθηροβόλα. Είχε κουλτούρα και ποιότητα στην παρουσία του. «Η ζεστασιά της παρουσίας του ανθρώπου δε πουλιέται ούτε αγοράζεται.» Μου τόνιζε ο φιλοσοφημένος βοσκός παππούς μου.
Διαπίστωσα ότι πολιτικά στέκεται στη συντηρητική πλευρά της ιστορίας, που όμως δεν αποστρέφεται τις μεταρρυθμίσεις, αλλά απαιτεί να διατηρηθεί ό,τι αποδίδει. Το μότο του ήταν ότι σε κάθε κοινωνία υπάρχουν ιδέες και δομές που είναι αποτελεσματικές, οπότε δεν είναι πάντοτε φρόνιμο να ανατραπούν.
Τελειώνοντας η παραλαβή-παράδοση τον ελεύθερο χρόνο μας τον περάσαμε παρέα ευχάριστα απολαμβάνοντας το βραδινό μας γεύμα σε τοπικό εστιατόριο πάνω στην υπέροχη παραλία.
Την επομένη ο Καπετάν Σταμάτης με τον Μάστρο Πέτρο αναχώρησαν για την Ελλάδα.
Πέρασε ο καιρός και το επόμενο μου μπάρκο είναι πάλι ένα φορτηγό γενικού φορτίου, ένα πλοίο τελευταίας τεχνολογίας για την εποχή του.
Πλοίαρχος του πλοίου ο καπετάν Σταμάτης. Οι σκέψεις μου γυρίζουν πίσω και με παρασύρουν στη πρώτη μέρα που γνώρισα τον Καπετάν Σταμάτη. Προφανώς και διατηρούσα αναμνήσεις θετικές, ένιωθα μια προσωπική ικανοποίηση που θα συνεργαζόμασταν.
Το πρώτο μας ταξίδι έτυχε ναύλο για το νότο που λέει και ο ποιητής. Ναυλωθήκαμε στην  θηριώδη Ιαπωνική εταιρεία θαλασσίων μεταφορών «Mitsui Line».
Ξεκινήσαμε από λιμένες της Ιαπωνίας, διασχίσαμε το βόρειο Ειρηνικό ωκεανό, διέλευση Παναμά, λιμένες Καραϊβικής, λιμένες Νοτίου Αμερικής, Αυστραλία, Φορμόζα και επαναπαράδοση Ιαπωνία ήταν το πλάνο του συμβολαίου. Προσέγγιση του πλοίου σε 43 Λιμένες εάν ενθυμούμαι καλά.
Η εμπειρία μου  από την συνεργασία μας με τον πλοίαρχο και την ναυτική του ικανότητα στην πλοήγηση του πλοίου μ΄ άφησε άναυδο. 
Αγκυροβολήσαμε στο πρώτο λιμένα. Κύρια μηχανή του πλοίου «κράτει», σύντομο διάλειμμα, εντολή «ανάποδα», εντολή τέλος λειτουργίας Κύριας μηχανής.
Αγκυροβολήσαμε στο δεύτερο λιμένα. Κύρια μηχανή του πλοίου «κράτει», σύντομο διάλειμμα, εντολή «ανάποδα», εντολή τέλος λειτουργίας Κύριας μηχανής. 
Να μην πλατειάζω το λόγο για την ικανότητα του απλά σημειώνω ότι αυτό γινόταν σε κάθε αγκυροβόλιο. Η ικανότητα του και η άριστη γνώση του των συγκεκριμένων συνθηκών του κάθε αγκυροβολίου ήταν αξεπέραστη. Η άριστη γνώση του των χαρακτηριστικών της κάθε θαλάσσιας περιοχής ήταν το φυσικό του προσόν. Αυτής της γνώσης που είχε καταφέρει με τόση ευκολία να την μετατρέπει σε ενεργό δράση.
Ίσως από πολλούς τεχνοκράτες αυτό να κρίνεται ως απαίτηση άλλων εποχών. Για μένα συνεχίζει να είναι διαχρονική η προσπάθεια εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη.
Το πρώιμο στάδιο της ναυτιλίας ήταν οι ναυτικοί, η θάλασσα και ο καιρός.
Ασφαλώς ο Πυθέας δεν είχε πλεύση προς την Θούλη ταξιδεύοντας στα κουτουρού.
Το ιδανικό στέλεχος θα πρέπει να διέπεται από προσωπικά χαρακτηριστικά ικανά να του προσδώσουν τις ιδιαιτερότητες που απαιτεί το περιβάλλον της εργασίας στη θάλασσα.
Είχε αναβαθμισμένο σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή και στο φυσικό περιβάλλον, ποιότητα στις συνθήκες εργασίας, σεβασμό των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας.
Αρετές όπως η αντικειμενικότητα , η εργατικότητα, η συνέπεια, ο προγραμματισμός, η διαρκής αναζήτηση, το κριτικό πνεύμα, ο σεβασμός στις αξίες , η ικανότητα συνεργασίας, είναι μερικές που σκιαγραφούν το προφίλ του.
Η συνεργασία του με τους ναυλωτές, του υπεύθυνους φορτώσεων και με τις κατά τόπους αρχές γινόταν δημιουργία μιας υψηλής προσέγγισης του επαγγέλματος.
Η ναυτιλία χρειάζεται ικανούς που να την πιστεύουν. Το ναυτικό επάγγελμα ίσως δεν ταιριάζει σε όλους, είναι βέβαιον όμως ότι ταιριάζει σε ικανούς που γνωρίζουν και αποδέχονται τα πραγματικά δεδομένα σαν συνειδητή επιλογή.
Δυστυχώς το ναυτικό επάγγελμα στις μέρες μας στην Ελλάδα δείχνει να έχει χάσει το κύρος του και την υψηλή κοινωνική αναγνώριση που κατείχε στο παρελθόν.
Η αξιοπρέπεια του ναυτικού βρίσκεται σε πλήρη κοινωνική απαξίωση με τον πλέον απογοητευτικό τρόπο.
Εδώ στη μοναξιά της θάλασσας και στη ξενιτιά σε αιχμαλωτίζει και σε συναρπάζει το απέραντο των ωκεανών και μοιράζεσαι μαζί με τους συνάδελφους σου αυτήν την απεραντοσύνη.
Οι σημερινοί «μπαρμπακαραβάδες» και «σφυροκοπανιστές» ξέρουν γράμματα σήμερα και μάθανε να κουβεντιάζουν ήσυχα και απλά.
Η επόμενες ημέρες....
Στο ταξίδι αυτό ένας από τούς λιμένες προσέγγισης ήταν και το Μανάους στην ενδότερα της Βραζιλίας, αφού διασχίσεις κάπου 900 ναυτικά μίλια τον ποταμό Αμαζόνα.
Amazonas: ποταμός στη Νότια Αμερική, 6.400 χλμ από τις πηγές έως στις εκβολές, είναι δεύτερο στο μήκος μετά το Νείλο μεταξύ των ποταμών του κόσμου. Στραγγίζει μια περιοχή περισσότερο από 7 εκατομμύρια τετραγωνικών χλμ κατά προσέγγιση τα μισά από τα οποία είναι στη Βραζιλία το υπόλοιπο είναι στο Περού, τον Ισημερινό, τη Βολιβία, και τη Βενεζουέλα. Υπολογίζεται ότι ο απαλλάσσει μεταξύ 34 εκατομμύρια και 121 εκατομμύρια λίτρων ύδατος ανά δευτερόλεπτο και καταθέτει έναν καθημερινό μέσο όρο 3 εκατομμύρια τόνων ιζήματος κοντά στις εκβολές του. Η ετήσια εκροή από τον ποταμό αποτελεί το ένα πέμπτο όλου του γλυκού νερού που στραγγίζει στους ωκεανούς του κόσμου. Το ξέσπασμα του ύδατος και του ιζήματος είναι τόσο απέραντο που το αλατισμένο περιεχόμενο και το χρώμα του Ατλαντικού Ωκεανού αλλάζουν για μία απόσταση περίπου 320 χλμ από τις εκβολές του.
Manaus: πόλη στη βορειοδυτική Βραζιλία, πρωτεύουσα της Αμαζονίας, ένας λιμένας στον ποταμό Ρίο Νέγκρο , κοντά στη συμβολή του με τον ποταμό Αμαζόνιο. Όπου οι ποταμοί συναντιούνται είναι όπως αναμιγνύοντας τον καφέ με κρέμα. Ο σχεδόν μαύρος Ρίο Νέγκρο με το χώμα πού έπλυνε πάνω από τις ορεινές περιοχές, στροβιλίζει με το χλωμό καφετί του Αμαζόνα σε μια γραμμή που τεντώνει προς τα κάτω για μίλια. Ο λιμένας προσιτός για τα ποντοπόρα σκάφη, (περίπου 1,650 Ναυτικά μίλια) από τις εκβολές του ποταμού. Το Μανάους ιδρύθηκε από τους Πορτογάλους το 1669. Η άφιξη στις αποβάθρες του λιμένα στην όχθη του ποταμού έγινε τις απογευματινές ώρες. Τα νερά του θηριώδη ποταμού μαύρα ορμητικά και αγριεμένα απειλούν την ομαλή πλαγιοδέτηση του πλοίου. 
Το πλοίο ένα 28000 τόνων φορτηγό γενικής χρήσης με μία ορθόδοξη «τουμπαριστή» μηχανή. Δύσκολο το λιμάνι για μανούβρες! Και όμως η πρόσδεση στην προβλήτα ήταν σεμινάριο προς ναυτιλλομένους. Ο πλοηγός με χαρά άφησε το πρόσταγμα στις ικανότητες του πλοιάρχου μας. Στο τέλος μας χαιρέτισε αδελφικά και μας ζήτησε να του κάνουμε την τιμή να τον έχουμε παρέα στο βραδινό μας δείπνο.
Τιμήσαμε το βραζιλιάνικο βοδινό συνοδευόμενο από πορτογαλικό κρασί. Για αρχή και τέλος δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από ένα ποτήρι καϊπιρίνια το παραδοσιακό βραζιλιάνικο ποτό.
Επόμενος λιμένας προσέγγισης το Μπελέμ πόλη στη βόρεια Βραζιλία, κοντά στον ισημερινό,. Το λιμάνι του βρίσκεται κατά μήκος του Ρίο Παρά, ένας παραπόταμος του Αμαζόνα που συνδέει την υδάτινη οδό με τον Ατλαντικό Ωκεανό και είναι προσιτό στα ποντοπόρα πλοία.
Ο αέρας είναι χλιαρός και υγρός. Ευνοϊκός για συναντήσεις, ευνοϊκός για ξεκινήματα.
Βρισκόμαστε με ένα ποτό στο χέρι καθισμένοι στο μπαρ του ξενοδοχείου Σέρατον.
Δύο τραπέζια μακρύτερα δύο αιθέριες θηλυκές υπάρξεις, άνετες με αυτοπεποίθηση, πρέπει να ήταν στο ξεκίνημα στα πρώτα άντα. Ήταν άψογα ντυμένες, πανέμορφες , κορμί σπαθί, δέρμα μεταξένιο, ξανθά μαλλιά με κοκκινωπές ανταύγειες, σημάδια μιας μακρινής βόρειας καταγωγής. Μάτια καθάρια, λαμπερά ζαφείρια, ξεχείλιζαν γοητεία.
Έτσι του είχε έρθει χωρίς καθόλου να το πολυσκεφτεί ζήτησε από τον σερβιτόρο να κεράσει τις καταπληκτικά όμορφες κυρίες.
Το ένστικτο μου έλεγε ότι κάνει λάθος αλλά καλό είναι να δοκιμάζουμε την τύχη μας ποτέ δε ξέρεις. Οι κυρίες δεν πτοήθηκαν από την μεσογειακή γοητεία μας, τα ποτά δεν έγιναν αποδεκτά, ευγενικά και πολιτισμένα είναι η αλήθεια αλλά η απόρριψης ήταν κάθετη.
Συνεχίζουμε το κυκλικό μας ταξίδι με επόμενους λιμένες προσέγγισης, Σαλβαντόρ, Ρίο Ντε Τζανέιρο, Ιτάτζαϊ, Ρίο Γκράντε, Μπουένος Άϊρες, Μοντεβίδεο, και μερικούς ακόμη, με τελευταίο λιμένα προσέγγισης στην Νότιο Αμερική τον λιμένα του Σάντος στη Βραζιλία όπου είναι και τα κεντρικά γραφεία της ναυλώτριας εταιρίας. Επόμενος λιμένας προσέγγισης Μελβούρνη Αυστραλίας. 
Εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα.
Ο χειμώνας έχει κάνει έντονα την εμφάνιση του, σκοτεινός, μελαγχολικός και ακόμη βρισκόμαστε κοντά στα μέσα του Ιούνη για το νότιο ημισφαίριο.  Όλα ανάποδα για εμάς της Μεσογείου θάλασσας, Ιούνιος μήνας να βρέχει και να κάνει κρύο, πού ξανακούστηκε. 
Το ταξίδι από το Σάντος στην Μελβούρνη είναι 9.500 ναυτικά μίλια από το πέρασμα τού Μαγγελάνου και 11.100 ναυτικά μίλια από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.
Ο πλοίαρχος το συζητά μαζί μου και μου αιτιολογεί την απόφαση του ότι σχεδίασε το ταξίδι να το κάνουμε με πορεία ανατολική, κροσσάροντας το νότιο κέρας της Αφρικής και όχι να διασχίσουμε τη Γη του Πυρός και το Πέρασμα τού Μαγγελάνου την συνήθη θαλάσσια οδό που εκτελούν τα πλοία με προορισμό την Αυστραλία. Τού τονίζω ότι το ταξίδι από το ανατολικό δρομολόγιο διαρκεί περισσότερο από τέσσερις ημέρες, καύσιμα έχουμε μόνο για τις ημέρες ταξιδιού, του επίσημου θαλάσσιου δρόμου και αν ακολουθήσουμε το ανατολικό δρομολόγιο μας μένει μια πολύ μειωμένη ποσότητα σε καύσιμα ασφαλείας για ενδεχόμενες κακοκαιρίες. Να έχεις εμπιστοσύνη μου λέει και δεν θα χρειαστούμε επιπλέον καύσιμα. Πάντα του είχα εμπιστοσύνη γιατί ήμουν σίγουρος για την υπευθυνότητα και για τις απόλυτα ακριβείς εκτιμήσεις του των παραμέτρων του ταξιδιού μας.
Ανακοίνωσε την απόφαση αυτή στους ναυλωτές εξηγώντας και το σκεπτικό της απόφασης του.
Απόλυτα αιφνιδιασμένοι από την απόφαση του πλοιάρχου άρχισαν οι συναθροίσεις και οι διαβουλεύσεις στα γραφεία ναυλωτών και εταιρείας μας.. 
Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό τους, απορημένος και έκπληκτος για την απόφαση μας, καταφθάνει στο πλοίο ο επικεφαλής των κεντρικών γραφείων των ναυλωτών. Επιμένει ότι έχει και την σύμφωνη γνώμη και της εταιρείας του πλοίου δηλαδή των εργοδοτών μας ότι δεν μπορούμε να παρακάμψουμε το σύνηθες δυτικό δρομολόγιο, από το πέρασμα τού Μαγγελάνου. Ο πλοίαρχος είναι ανένδοτος έχει την εξουσία του πλοίου και δεν το συζητά. Το ταξίδι έχει αποφασισθεί με πορεία μας ανατολικά και δεν αλλάζει όσο αυτός είναι ο πλοίαρχος του πλοίου.
Προς διευκόλυνση όλων δηλώνει η αντικατάσταση του στην πλοιαρχία είναι στη διάθεση της εταιρείας. Εννοείται πως ακολουθώ και συμμετέχω στις αποφάσεις του, και τίθεται και η δική μου αντικατάσταση στη διάθεση τους.
Αναχωρεί και πάλι ο επικεφαλής των γραφείων για νέες διαβουλεύσεις, και πολύ σύντομα επανέρχεται και μας εύχεται καλό ταξίδι όπως ο πλοίαρχος αποφάσισε.....  «Ασφαλής πορεία ανατολικά.»
Εδώ έχω να κάνω μια παρένθεση. 
Στη μεταξύ μας διαβούλευση παρουσία του Γραμματικού και του Ασυρματιστή του πλοίου ο πλοίαρχος μας εξήγησε την κατάσταση πού επικρατεί στο Νότιο Ειρηνικό ωκεανό και πέρα από τις σφοδρές κακοκαιρίες πού επικρατούν σε όλη την έκταση του μία ατελείωτη τρικυμία σάρωνε το νότιο τμήμα του ωκεανού από ένα στάσιμο ψυχρό μέτωπο.
Ταυτόχρονα βρίσκεται σε ιδιαίτερα έντονη δραστηριότητα το εποχικό φαινόμενο Ελ Νίνιο (γνωστό και ως Ελ Νίνο, ισπ: El Niño) 
«Ωκεάνιο και ατμοσφαιρικό φαινόμενο Ελ Νίνιο, στον Νότιο ειρηνικό ωκεανό, κατά τη διάρκεια του οποίου κατ' ασυνήθιστο τρόπο οι θερμοί ωκεάνιοι άνεμοι εμφανίζονται κατά μήκος της δυτικής ακτής του Ισημερινού του Περού και της Χιλής, προκαλώντας κλιματολογικές διαταραχές ποικίλης και μεγάλης δριμύτητας. Ο όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το θερμό νότιο ρεύμα που εμφανίζεται στην περιοχή κάθε Δεκέμβριο, αλλά τώρα διατηρημένος όλο το έτος, περιγράφει διαταραχές κλίματος που προκαλούνται από Ελ Νίνιο όταν περιστατικά που εμφανίζονται είναι εξαιρετικά έντονα και επίμονα.»
------«Fast bind, fast find,» Λένε οι Εγγλέζοι .
...... Ήτοι «Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.» που λένε στο χωριό μου.
Η σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα σε ώρες σκληρές είναι το πεδίο ανάπτυξης ηρωικής στάσης από απλούς και ταπεινούς ανθρώπους πού έχουν μία αίσθηση καθήκοντος.
 Η θάλασσα είναι όμορφη όταν θυμώνει και ζωντανεύει, μα συνάμα είναι τρομακτική και βίαιη
Την ημέρα του κατάπλου στον λιμένα και όταν προσεγγίζαμε στη προβλήτα φόρτωσης του Σάντος κατά μια διαβολική σύμπτωση, αναχωρούσε πανομοιότυπο ένα αδελφό πλοίο της ιδίας της Mittsui Line με Ιάπωνες πλήρωμα και με τον ίδιο λιμένα προορισμού την Μελβούρνη Αυστραλίας ακολουθώντας την συνήθη δυτική πορεία
Πλεύσαμε αρκετά ανοικτά της Νοτίου Αφρικής για να αποφύγουμε από τη δυτική ακτή το κρύο ρεύμα «Μπεγκουέλα», και από την ανατολική ακτή το θερμό ρεύμα «Αγκούλας». 
Ένας ήρεμος χειμερινός παγετός εμφανίζονταν τις πρωινές ώρες χωρίς έντονα καιρικά φαινόμενα.
Μετά το ήσυχο πέρασμα της Νοτίου Αφρικής διασχίσαμε τα Γαλλικά νότια υπερπόντια εδάφη. Τα νησιά, μία ομάδα 20 μικρών ορεινών νησιών. Οι μόνοι κάτοικοι του εδάφους είναι προσωπικό των μόνιμων επιστημονικών σταθμών που βρίσκονται στη συστάδα των νησιών. Το κλίμα ήταν εξαιρετικά υγρό και ήπιο. Οι άνεμοι ελαφροί και μεταβλητοί φθάνοντας σπάνια σε περισσότερα από 4 με 5 μποφόρ, συγκρατημένοι και ελάχιστα θυελλώδης.
Με αυτές τις πολύ καλές καιρικές συνθήκες το πλοίο μας κατέπλευσε έγκαιρα στη Μελβούρνη σύμφωνα με το προγραμματισμένο δρομολόγιο του.
Συνήθως η άφιξη Ελληνικού πλοίου στο λιμάνι της Μελβούρνης περιγράφεται με ιδιαίτερα συγκινητικό και συναισθηματικό τρόπο. Εκεί τα πληρώματα έχουν την ευκαιρία να βρεθούν κοντά στην μεγάλη Ομογένεια....  και για του λόγου το αληθές το πλοίο εκτέλεσε τις απαραίτητες φορτοεκφορτώσεις και ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος του πληρώματος ξεφαντώσαμε παρέα με αρκετούς απόδημους Έλληνες σε ένα μεγάλο κέντρο διασκέδασης όπου εμφανίζονταν την εποχή εκείνη ο Σπύρος και η Ζωή Ζαγοραίου, τραγουδώντας όλοι μαζί το ανεπανάληπτο «Μου λέτε να μη κλαίω.» .
Την ώρα που λύναμε κάβους για απόπλου κατέφθασε στον λιμένα και το αδελφό Γιαπωνέζικο πλοίο της Mittsui Line από το Σάντος. Έφυγε τριάντα ώρες νωρίτερα από το δικό μας πλοίο, έφθασε τριάντα ώρες αργότερα με χίλια πεντακόσια ναυτικά μίλια λιγότερα στον περιπετειώδη πλου του. 
«fortis fortuna adjuvat» η τύχη βοηθά τους τολμηρούς. Έλεγαν οι Λατίνοι.
Όταν στο τέλος τού μεγάλου κυκλικού ταξιδιού φθάσαμε στην Ιαπωνία το πλοίο έτυχε θερμής υποδοχής από τους ναυλωτές μας και μας υποδέχτηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό αλλά και τεράστια ικανοποίηση.
Ενσαρκώνοντας το πνεύμα της ασιατικής φιλοξενίας, οι ναυλωτές μέσα από την ένθερμη και ειλικρινή φιλικότητα, που παραμέρισε την τυπική επικοινωνία, δεν ενθυμούμαι την ποσότητα από το ωμό ψάρι «σούσι» πού αναγκάστηκα για λόγους ευγένειας να καταναλώσω ανταποκρινόμενος στον ενθουσιασμό πού διάχυτος και εν αφθονία υπήρχε σε ένα γαστρονομικό ταξίδι με παραδοσιακά ιαπωνικά πιάτα, και φιλόξενη ατμόσφαιρα με αποδέκτες τα πρόσωπα μας.
Και τι κάνουν οι φίλοι όταν υπάρχει εκλεκτή παρέα και καλή διάθεση; Εύχονται καλά πράγματα ο ένας για τον άλλο…«Kanpai!»  «Στην υγειά μας!» φίλοι μου καλοί.
Και αυτό πού μένει είναι μία σημαντική αίσθηση και απλή απόλαυση που πηγάζει από την ομαδική εργασία και την επιβεβαίωση της αξιοσύνης.
Η περιπέτεια του ταξιδιού, η πάλη με τα κύματα και τούς ανέμους στον ωκεανό είχε αίσιο τέλος. Αβαρίες στο φορτίο ποτέ δεν υπήρξαν μέσα στην άγρια αντάρα και τη μεγάλη θαλασσοταραχή.
......Ήθελε πάντα να εγκατάλειψη την θάλασσα αλλά ποτέ δεν ξέκοψε από την επιρροή της.
Προσαρμόστηκε χωρίς δισταγμούς στο έντονα εξελίξιμο περιβάλλον μέσα στο οποίο σήμερα δραστηριοποιείται.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Exontas Teliosei To Fitema

Είχε ξεμπαρκάρει μόλις την προηγούμενη μέρα, από το λιμάνι του Port Said της Αιγύπτου, μετά από οκτάμηνη απουσία στη θάλασσα, μετρώντας το χρόνο του γυρισμού για να ξαναδεί αυτούς που αγαπούσε με τα μάτια να λάμπουν από χαρά. «Νόστιμον ήμαρ». Αυτή είναι η ζωή των ναυτικών. Γλυκιά του γυρισμού τους η μέρα. Ο καημός του νόστου στην οικογένεια, καίει σαν καντήλι αναμμένο, στην ψυχή τους, δύναμη να παλεύουν και να ξεπερνούν όλα όσα τους τυχαίνουν μέχρι την ημέρα της επιστροφής. Στο Port Said τους παρέλαβε ο πράκτορας του πλοίου, τους μετέφερε στο αεροδρόμιο του Καϊρου, και χαμογελώντας πλατιά τους ευχήθηκε καλό ταξίδι.
Το ταξίδι από το Port Said στο Κάϊρο ήταν σκέτη κόλαση από την αμμοθύελλα της ερήμου.
Η πτήση αναχώρησης για Αθήνα είχε δυο ώρες καθυστέρηση στο Κάϊρο. Τα μάτια του πονούσαν σαν να τους είχαν ρίξει άμμο της ερήμου και ήταν πολύ κακοδιάθετος όταν αναγκαστήκαν να περάσουν μια ταπεινωτική διαδικασία στο τελωνείο του αεροδρόμιου έως ότου εισέρθουν στη μεγάλη αίθουσα των διεθνών αναχωρήσεων.
Η πτήση αναμενόταν στον αερολιμένα του Ελληνικού στις έντεκα και μισή το βράδυ.
Η οικογένεια του από την ανυπομονησία της προσμονής είχαν φτάσει στο αεροδρόμιο μια ώρα νωρίτερα πριν ανακοινωθεί η προσγείωση του αεροσκάφους. Έπειτα περίμεναν ώσπου οι επιβάτες να περάσουν από τον έλεγχο των διαβατήριων και να πάρουν τις αποσκευές τους.
Όταν οι πόρτες άνοιξαν ένα ανθρώπινο κύμα όρμησε στην έξοδο του αεροδρόμιου. Η γυναίκα του σήκωσε τα χεριά της, κουνώντας τα, τον φώναξε με τ’ όνομα του και παρασέρνοντας μαζί της τους δυο μικρούς γιους τους έτρεξε να ρίχτει στην αγκαλιά του. Αυτός τους είδε, άφησε το καρότσι με τις αποσκευές στο πλάι, πήρε τη γυναίκα του αγκαλιά, τη σήκωσε ψηλά, της έδωσε δυο τρυφερά φιλιά, και την έστησε πάλι στα πόδια της, ανασαίνοντας το γνώριμο άρωμα της κολόνιας της. Βουβός από ευτυχία αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά της γυναίκας του, στράφηκε στους δυο μικρούς γιους, τους αγκάλιασε με θέρμη κοιτάζοντας τα φωτεινά προσωπάκια τους. «Μεγαλώσατε», τους είπε, κ’ αυτά απλώνοντας τα χεριά τους με χαρακτηριστικά έκδηλο τρόπο χώθηκαν βαθύτερα στην αγκαλιά του και κόλλησαν τα δροσερά μάγουλα τους στο πρόσωπο του.
Λίγες ημέρες αργότερα ήταν οι σχολικές διακοπές του Πάσχα, που βρήκε όλη την οικογένεια στο εξοχικό τους για λίγες ήμερες δραπέτευσης από το πολυάσχολο άστυ.
Το Πάσχα είναι γιορτή κατεξοχήν συνδεδεμένη με την ελληνική ύπαιθρο και το χωριό. Το Πάσχα στα χωριά έχει ένα ιδιαίτερο χρώμα και γιορτάζεται αυθεντικά, διατηρώντας τα παραδοσιακά του χαρακτηριστικά. Θρησκευτική κατάνυξη, επιστροφή στις ρίζες, επαφή με την ανοιξιάτικη φύση, υπέροχα πασχαλιάτικα εδέσματα - μαγειρίτσα, σουβλιστά αμνοερίφια και κόκκινα αυγά είναι μόνο μερικά από αυτά - καθώς και ξεχωριστά τοπικά έθιμα και παραδόσεις συνθέτουν την εικόνα της πιο κατανυκτικής και χαρμόσυνης περιόδου του έτους.
Πηγαίνοντας στις όμορφες Νηές μεταφέρθηκαν σε έναν κόσμο φτιαγμένο μέσα στη πράσινη φύση. Ένα μέρος με εικόνες γλυκές, που η φύση μοιράζει απλόχερα χρώματα, ήπιους ήχους και γλυκούς ανέμους. Η Νηές είναι ένας τόπος τέτοιος. Εκεί που η ζωή κυλάει πιο ήρεμη, χωρίς δονήσεις, ένα ησυχαστήριο που ο παλμοί δεν ξεπερνούν ποτέ τους ογδόντα χτύπους το λεπτό.
Αν είναι και τυχεροί με τον καιρό, θα απολαύσουν ηλιόλουστες βόλτες στα υπέροχα μέρη της ευρύτερης περιοχής που σε αιφνιδιάζουν με την ομορφιά τους.
Είχε μόλις ξημερώσει κι ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος. Όλα έδειχναν ότι η μέρα θα ήταν καλή. Στο ήσυχο τοπίο, μόνο τα τραγούδια των πουλιών έκοβαν τη σιγαλιά. Είχε κοιμηθεί οκτώ ολόκληρες ώρες. Ένοιωθε ξεκούραστος δυνατός. Από νωρίς το πρωί άναψε το τζάκι δίνοντας γιορτινή ατμόσφαιρα στο χώρο. Το σπίτι μες στη σιγαλιά της ερημιάς είχε μια θαλπωρή και γαλήνη που σ’ έκανε να νιώθεις ηρεμία, και σιγουριά να σ’ αγκαλιάζει. Εμπρός ο ακύμαντος κόλπος, μικρός και λαμπερός, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το καινούργιο δροσερό, και ανέφελο ανοιξιάτικο πρωινό του Απρίλη με τη θάλασσα να λαμπυρίζει σε χιλιάδες σταγόνες φωτός. Βγήκε με αγαλλίαση στο ψιλό μπαλκόνι του σπιτιού, στη δροσερή πρωινή αύρα, απολαμβάνοντας αρώματα και ήχους, που δυνάμωναν μέσα του την αίσθηση της ελευθερίας και της ανεμελιάς. Όσο έβλεπε το βλέμμα του ο φιδωτός παραλιακός δρόμος ήταν έρημος, πράγμα πολύ φυσικό για την εποχή που δεν υπήρχαν ακόμα παραθεριστές στη περιοχή. Ικανοποιημένος και γαλήνιος βολεύτηκε στο μικρό ξύλινο καναπέ εκεί στη γωνιά του μπαλκονιού και άφησε τα μάτια του να χορτάσουν ομορφιά. Τον φωτεινό ήλιο που χάιδευε με τις ζεστές ακτίνες του την νωπή από την πρωινή δροσιά γη, κάνοντάς την να αχνίζει, και το καφεκόκκινο χώμα να ευωδιάζει υπέροχα. Κοιτούσε την θάλασσα με βλέμμα διαπεραστικό και ευαίσθητο, προσπαθώντας να σκεφτεί πως θα τη ζωγράφιζε αν είχε το ταλέντο του πρόωρα χαμένου αδελφού του. Πως θα μετέφερε στο μουσαμά όλες αυτές τις αποχρώσεις. Ρηχή και διάφανη, ανοιχτοπράσινη με γαλαζωπές ανταύγειες στην ακρογιαλιά, λουλακιά στα βαθιά, και στα ανοιχτά, εκεί που τα ψαροκάικα μάχονται με τα κύματα, απειλητικά σκοτεινή, με χρώμα σχεδόν μπλε σκούρο. Η θάλασσα είναι η αρχέγονη μητέρα των πλασμάτων της γης, επί αιώνες έχει ταΐσει κι έχει ταξιδέψει αμέτρητες ψυχές. Είτε γαλήνια, είτε φουρτουνιασμένη, πάντα εμπνέει το θαυμασμό, το σεβασμό και το δέος, αλλά και μια ιδιαίτερη αγάπη και ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς που την έχουν ζήσει από κοντά και έχουν διασχίσει τα ατέλειωτα μονοπάτια της. Έτσι κ’ αυτός, σαν ένας από τους θαυμαστές, ταξιδευτές και εικονικούς εραστές της Ωκεανίδας θεάς, ξετυλίγει στη μνήμη το κουβάρι της ζωής του και επαναφέρει τις μνήμες από τα ταξίδια του στους ωκεανούς και τα λιμάνια της.
 Απέμεινε καθηλωμένος ατενίζοντας έναν ορίζοντα τόσο έντονα και ευδιάκριτα ευθυγραμμισμένο σαν να τον είχε χαράξει κάποιο χέρι, εκεί που το λουλακί της θάλασσας συναντούσε το ξεπλυμένο γαλανό του ουρανού. Αυτή η γραμμή του ορίζοντα ήταν ελαφρά αλλά ξεκάθαρα κυρτή. 
Ο θόρυβος απ’ ένα τρακτέρ στο βάθος της αλέας του δρόμου του διέκοψε τα οράματα. Αναστέναξε μετατοπίστηκε στον καναπέ του και έφερε νωχελικά τη σκέψη και το βλέμμα του στην αυλή του σπιτιού του που απλωνόταν μπρος του.
Η άνοιξη γινόταν αισθητή με πολλούς τρόπους. Τα δέντρα γέμιζαν τρυφερά πράσινα φύλλα και στα παρτέρια τα λουλούδια άνοιγαν τα βελουδένια τους άνθη πλημμυρίζοντας τον αέρα με το γοητευτικό τους άρωμα. 
«Νομίζω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο στον κόσμο από την δημιουργική δουλειά στον κήπο ένα υπέροχο ανοιξιάτικο πρωινό.» Σκέφτηκε. 
Ταυτόχρονα ξύπνησε μέσα του η αίσθηση ότι στον κήπο τον περίμεναν επείγοντα πράγματα που δεν είχε ακόμη κάνει. Η αυλή και ο κήπος βρισκόταν σε άγρια κατάσταση. Αυτό όμως το είδε σαν διασκέδαση. Έβαλε τα άρβυλα, το παλιό πανωφόρι του, βγήκε στην αυλή κι άρχισε δουλειά.
 Ξεκίνησε ν’ ασχολείται ξεριζώνοντας τ' αγριόχορτα από τις πρασιές και κόβοντας τα νεκρά κλαδιά από τα δέντρα.
Ήταν ήδη η ώρα δέκα και μισή. Έχοντας τελειώσει το φύτεμα στο μικρό του λαχανόκηπο, και το πρώτο εποχικό κούρεμα του γκαζόν, τώρα ασχολιόταν να σκαλίζει τα λουλούδια στα παρτέρια, όταν στην κορνίζα της εξωτερικής πόρτας της αυλής μια γνωστή ανδρική σιλουέτα τον καλημέρισε δειλά, δειλά. Ήταν ο μπάρμπα Θωμάς, ένας ξωμάχος εργάτης της γης και παλιός ναυτικός στα νεανικά του χρόνια. Ο επισκέπτης φορούσε σκούρο βαμβακερό πουλόβερ, το γέρικο κεφάλι σκέπαζε ένας ναυτικός σκούφος, που άφηνε να φαίνεται στις άκρες του τα κάτασπρα μαλλιά του. Πάει καιρός από την τελευταία συνάντηση τους. Στο χαρακωμένο απ’ τις ρυτίδες πρόσωπο του ανθρώπου που στέκεται δίπλα του ένα ευχάριστο χαμόγελο απλώνεται απ’ το κακοξυρισμένο πιγούνι μέχρι τα λαμπερά γαλάζια μάτια του. 
Η θάλασσα δεν ήταν η πρώτη επιλογή του μπάρμπα Θωμά. Ναυτικός έγινε λόγω των οικονομικών συνθηκών της εποχής, όπως και αρκετοί ακόμα Έλληνες που είτε μετανάστευαν είτε συνωστίζονταν έξω από τις εταιρείες στο λιμάνι του Πειραιά.
Ο μπάρμπα Θωμάς ήταν μόνο δεκαεννέα χρόνων πιτσιρικάς όταν μπαρκάρισε. Γνώρισε τη θάλασσα και από την καλή και από την ανάποδη, ώσπου μερικά χρόνια αργότερα γύρισε στον τόπο του και για το χατίρι της αγάπης - είχε τα μάτια σαν τη θάλασσα, πώς να την προσπεράσει; -αποφάσισε να γίνει στεριανός. Παντρεύτηκε και άρχισε να θρέφεται από τα πατρικά τους χωράφια και περιβόλια. Φτωχικά, όμως ζωντανά και χαμογελαστά τα πρώτα τους χρόνια. Ακούραστος κ' εργατικός, με την αξίνα και το άροτρο και περίσσιο κουράγιο δούλευε να δαμάσει την τραχιά γη. Έμαθε με τον καιρό να καλλιεργεί την γη και τα περιβόλια τους. Σαράντα ολόκληρα χρόνια συμβίωσαν ευτυχισμένα οι δυο τους, απέκτησαν δυο παιδιά και αυγάτισαν το βίος τους. Ήταν όμορφα χρόνια. Ζωή βουκολική και αυθεντική. Για το αγαπημένο ζευγάρι ευτυχία ήταν να χαίρονται όσο γίνεται περισσότερο για αυτά που είχαν και πλούτος να χαίρονται περισσότερο για αυτά που απέκτησαν. Είχαν τόσα δεν ζητούσαν περισσότερα. Τα παιδιά μεγάλωσαν έκαναν δίκες τους οικογένειες. Χάνοντας πρόωρα την σύντροφο του έζησε με τη θλίψη και με μια μοναξιά που κανείς και τίποτα να μπορούσε να μετριάσει. Αλλά με τον καιρό το πήρε απόφαση αυτό που του είχε συμβεί. Έμαθε να ζει με τον εαυτό του, να καλλιεργεί τον κήπο του, τα περιβόλια του, και να παρακολουθεί τα εγγόνια του να μεγαλώνουν. Ο μπάρμπα Θωμάς είχε αποκτήσει στον παραλιακό δρόμο της ήσυχης και γραφικής περιοχής ένα διατηρημένο οίκημα με την έννοια της συνεχούς κατοίκησης που γίνεται αντιληπτό αν κανείς βρεθεί μέσα στη μεγάλη του αυλή. Η αυλή βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του σπιτιού και στη μέση του πλακόστρωτου μέρους υπάρχει μια υπέροχη τεράστια φλαμουριά, στο τέλος του πλακόστρωτου μέρους βρίσκεται το πηγάδι με το μάγγανο, στο δυτικό μέρος ξαπλώνεται η υπόλοιπη αυλή ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που σκάλωνε στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους δυόσμους, τις μαντζουράνες που δεν ζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, και νεράκι για να λούσουν την ατμόσφαιρα μ’ ευωδιές. Η αυλή ολοκληρώνεται με ένα δασάκι από ελιές. Τα περασμένα χρόνια για την κάλυψη των αναγκών σε νερό της περιοχής υπήρχαν τα πηγάδια. Πριν η περιοχή συνδεθεί με το δίκτυο ύδρευσης του τοπικού δήμου. Το νερό το έβγαζαν με αυτοσχέδιες αντλίες από τα πηγάδια της αυλής, το χρησιμοποιούσανε για τις οικιακές ανάγκες κ’ αυτό που έφευγε δεν το άφηναν να πάει χαμένο. Το μάζευαν σε δεξαμενή και πότιζαν τους κήπους, όχι μόνο τους δικούς τους αλλά και των άλλων. Τα περισσότερα πηγάδια είχαν νερό υφάλμυρο. Σωτήριο ήταν το πηγάδι στην αυλή του σπιτιού του μπάρμπα Θωμά. Είχε νεράκι όταν το θέλανε όλοι οι γείτονες, όπως το θέλανε. Όταν το χειμώνα έξω ξύριζε ο βοριάς το νερό από το πηγάδι έβγαινε αχνιστό και το κατακαλόκαιρο όταν ο ήλιος έσκαγε την πέτρα το νεράκι του ήταν γάργαρο και δροσερό. Κι ούτε ήθελε πολλά. Μόνο μια φτυαριά ασβέστη για να ψοφάνε τα μικρόβια.
Πλησιάζοντας τα ογδόντα την εποχή τούτη ο μπάρμπα Θωμάς, γέρασε πια, μπορεί να χάθηκε η φλόγα της νιότης αλλά το γέρικο κορμί του παραμένει στεγνό και δραστήριο. Τα τελευταία χρόνια ο μπάρμπα Θωμάς είναι ο μοναδικός μόνιμος κάτοικος του οικισμού, έχει αποκτήσει και μια μικρή όμορφη παραδοσιακή ψαρόβαρκα από ξύλο, συχνά δε ανοίγεται μ’ αυτή ανοικτά του κόλπου για ψάρεμα. Στο μυχό του κλειστού κόλπου, στο νοτιοδυτικό ανάγλυφο της ακτής είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε πλαγιά το δεσποτικό και εμπρός του τα κρυστάλλινα γαλαζοπράσινα νερά του όρμου του Μικρού Γιαλού, και το θαυμάσιο τοπίο συνθέτουν το ιδανικό περιβάλλον για ελλιμενισμό στις βάρκες και τ’ αλιευτικά. Εκεί βρίσκεται ελλιμενισμένη και η ψαρόβαρκα του μπάρμπα Θωμά, δυο τρία χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι. Ο μπάρμπα Θωμάς τον παρακάλεσε εάν μπορεί να του μεταφέρει τα δίχτυα με το αυτοκίνητο από το σπίτι στην βάρκα, και εάν ο ίδιος το επιθυμούσε να βγουν παρέα στ' ανοικτά να τα ρίξουν στη θάλασσα. Ήταν κάτι που το είχαν ξανακάνει αρκετές φόρες.
Στο σπίτι ο καπνός συνέχισε να υψώνεται απ την καμινάδα. Αθόρυβα άνοιξε η πόρτα κ’ εμφανίστηκε η σύζυγος του, φορώντας χαρούμενο και φωτεινό φλοράλ φουστάνι με άσπρη πόδια. Τα ξανθοκάστανα μαλλιά της ήταν κομμένα κοντά, αφήνοντας ακάλυπτο το λεπτό λαιμό της. Είχε μάτια μελιά, μεγάλα και φωτεινά κι όλοι πίστευαν ότι αυτό ήταν το πιο όμορφο χαρακτηριστικό της. Όταν όμως έβλεπαν το χαμόγελο της, δεν έδειχναν πια τόσο σίγουροι. 
Τους κάλεσε να περάσουν στο σαλόνι, ετοιμάζει τον πρωινό καφέ τους. Το εσωτερικό του σπιτιού αν και είχε καιρό να χρησιμοποιηθεί, είχε φροντίσει η σύζυγος να το κάνει να αστράφτει από καθαριότητα και να μυρίζει σαπούνι. Όλη η οικογένεια βρισκόταν ήδη στο πόδι. Η σύζυγος μ’ ευχαρίστηση έβαλε νερό να βράσει για τους καφέδες, και στον αέρα πλανιόταν μια γαργαλιστική μυρωδιά από τις πρωινές κρέπες. Αυτός πήρε το κλαδευτήρι πήγε στο βάθος της πρασιάς εκεί που τα κρίνα είχαν θεριέψει, έκοψε μερικά τα τακτοποίησε σε μια μικρή ανθοδέσμη πλαισιωμένα με μερικά αγριολούλουδα και μενεξελιές μολόχες. Με τα λουλούδια στο ένα χέρι και τον μπάρμπα Θωμά εμπρός του διέσχισαν τα τέσσερα πλακοστρωμένα σκαλοπάτια ανέβηκαν στον εξώστη με αργό βήμα και εισήλθαν στο σπίτι χαρίζοντας τα λουλούδια στην όμορφη σύζυγο του. Αυτή τα πήρε μ’ ευχαρίστηση γέμισε ένα ανθοδοχείο και το ακούμπησε προσεκτικά στο ξύλινο κομοδίνο διπλά στην τηλεόραση. Οι δυο μικροί γιοι του πετάρισαν από χαρά βλέποντας τον μπάρμπα Θωμά. Τώρα ήξεραν ότι θα πάνε για ψάρεμα τ’ απόγευμα.
Απογευματινές ώρες φόρτωσαν τα δίχτυα στο πορτ μπαγκαζ του αυτοκινήτου και αναχώρησαν για το μικρό φυσικό λιμανάκι όπου άραζαν ένα δυο καΐκια και μερικές βάρκες. Η μαγεία της ηλιόλουστης ανοιξιάτικης ημέρας αυτές τις ώρες είχε διαλυθεί. Στη διάρκεια του απογεύματος μερικά σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ουρανό και οι αχτίδες του Ήλιου τρύπωναν από τα ανοίγματα, λαμπυρίζοντας στη φυρονεριά του μικρού κόλπου. Ο φλοίσβος της θάλασσας αντηχούσε νανούρισμα απαλό, στις έρημες αμμουδερές ακτές και μερικά θαλασσοπούλια όργωναν τον ουρανό. Η αύρα ανάδευε τα πιο ψηλά κλαδιά των δέντρων κι από τα μαντριά στην πλαγιά του λόφου ακούγονταν τα κουδούνια και τα βελάσματα των προβάτων. Στο βάθος ξεχώριζαν τα χωριά του Πηλίου και το βουνό του Τρίκερι, ίδιος βράχος ψηλός που κρύβει τη θέα του Αιγαίου πελάγους.
Οδηγώντας ανάμεσα στους ελαιώνες κοντά στις όχθες του κόλπου προσπερνώντας το προϊστορικό οικισμό «Μετόχι»  (Πρόκειται για βυθισμένο προϊστορικό οικισμό της Μέσης εποχής του Χαλκού στη θέση Μετόχι στον όρμο Νηές ο οποίος βρίσκεται σε βάθος 0-3 μέτρα.)  φτάνουν στο αγκυροβόλιο με τις ψαρόβαρκες. Η «Καπετάνισσα», η ψαρόβαρκα του μπάρμπα Θωμά, τους περιμένει να βγούνε για ψάρεμα. Η περιοχή δεν έχει επαγγελματίες ψαράδες. «Πετρόψαρα ψαρεύουν» συνήθως λέει ο μπάρμπα Θωμάς για τους ερασιτέχνες της περιοχής, καθώς τον βοηθάνε να ετοιμάσει τα δίχτυα.
Ανοικτά του κόλπου σαν μια μικρή κουκκίδα καρφωμένη στο ακύμαντο νερό βλέπουνε τη βάρκα του γείτονα του Παπανικόλα. Ρίχνει δίχτυα και παραγάδια κ’ αυτός.
Φόρτωσαν τα δίχτυα κ’ ένα παραγάδι στη βάρκα, ξεκίνησαν λάμνοντας απαλά με τα κουπιά πέρασαν δίπλα στη βραχώδη ακτή οπού δεσπόζει το μεγάλο οίκημα του δεσποτικού κτισμένο αμφιθεατρικά, να κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και να σκοτεινιάζει νωρίς λόγω της κορυφής του Χλωμού, που εμποδίζει τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει το τοπίο. Αν κοιτάξεις το κτίσμα από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς τον Παγασητικό κόλπο. Βάζοντας σε λειτουργία την μηχανή της βάρκας συνέχισαν με κατεύθυνση το βορειοανατολικό άκρο της ακτής, αντίκρισαν το τέλος του ακρωτηρίου και ανοιχτά του άρχισαν να ρίχνουν τα δίχτυα και το παραγάδι. Οι μικροί γιοι του προσπαθούσαν να τα προλάβουν όλα, να βλέπουν το ρίξιμο των δικτύων αλλά και να θαυμάζουν τους μοναδικούς βράχους που βάφονταν από το δυνατό απογευματινό φως όταν ο ήλιος διαπερνούσε την συννεφιά. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν έπεσε και το τελευταίο δίχτυ ανοιχτά των ακρωτηρίου και επέστρεψαν στο μουράγιο. Ρίξανε συνολικά περί τα 100 μέτρα δίκτυα σε βάθος που ποίκιλλε από 20 έως 30 οργιές σε μια θάλασσα που κατά την εκτίμηση του μπάρμπα Θωμά, είναι από τους καλύτερους ψαρότοπους της περιοχής.
Σουρούπωσε για τα καλά κατά την επιστροφή στο σπίτι.
Το πέλαγος τρέμει μακριά στο φύσημα ενός μαλακού μαΐστρου. Μια βάρκα άναψε το φως της έξω από το βράχο του «Κεφαλά».
Το ραντεβού για το μάζεμα των Διχτύων ήταν νωρίς το πρωί της επομένης ημέρας.
Ξεκινήσανε λοιπόν την ώρα που βλέπανε το φεγγάρι να ζαλίζει τη θάλασσα, λίγο πριν το χάραμα, ανάμεσα στο ασημί, και τη θολή ανταύγεια, και δεν άργησαν να φθάσουν στις σημαδούρες. Είχε την περιέργεια να δει το αποτέλεσμα και δεν έκανε πολλές ερωτήσεις στο μπάρμπα Θωμά όταν άρχισαν να σηκώνουν τα δίχτυα. Τα πρώτα μέτρα δεν φανέρωσαν και σπουδαία πράγματα. Κάτι λίγα μικρά πετρόψαρα. Στη συνέχεια το δίχτυ ανέσυρε από το βυθό μερικές πέτρες μαζί με κάποια μικρά ψαράκια. Τα τελευταία μέτρα στο δίχτυ τους έδωσε μια ανάσα καθώς έβγαλε αρκετά μπαρμπούνια και ένα μικρό αστακό. Αυτό τους ψήλωσε λιγάκι και οι σφυγμοί τους γίνανε πιο έντονοι και τα βλέμματα πιο λαμπερά κ’ ένιωσαν και οι δυο τους όμορφοι. Και δυνατοί.
Το ξεκαθάρισμα της ψαριάς έγινε πάνω στη ψαρόβαρκα. Έκατσε στη μια άκρη της βάρκας και παρακολουθούσε τα χέρια του μπάρμπα Θωμά να χτενίζουν το δίχτυ και με μια ιδιαίτερη επιδεξιότητα να ξεπλέκουν τα ψάρια και να πετάνε τις πέτρες στη θάλασσα.
Την Κυριακή των Βαΐων, θα τιμήσουν την ψαριά δέοντος σ’ ένα χορταστικό δείπνο. Σύμφωνα με τη θεοσεβούμενη σύζυγο του οι μοναδικές περιπτώσεις που κατά τη διάρκεια της σαρακοστιανής νηστείας επιτρέπεται από την Εκκλησία η κατανάλωση ψαριού είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (25η Μαρτίου) και η Κυριακή των Βαΐων.
Η ίδια με κέφι και μεράκι ετοίμασε με τα πετρόψαρα μια παραδοσιακή κακαβιά υπό τις συμβουλευτικές οδηγίες του μπάρμπα Θωμά. Μια σούπα που η παράδοση την θέλει να φτιάχνεται από τους ψαράδες πάνω στις ψαρόβαρκες χρησιμοποιώντας διάφορα ψάρια και θαλασσινά που δεν θα πουληθούν στην αγορά. Δεν υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος να φτιάξεις την κακαβιά, σε κάθε περιοχή φτιάχνεται με διάφορες παραλλαγές ενώ δεν είναι καθόλου κακό να προσθέσεις ότι νομίζεις ότι θα ανυψώσει το έτσι κ αλλιώς καταπληκτικό αποτέλεσμα.
Από το τραπέζι του δείπνου δεν θα μπορούσε να λείπει και ο μπάρμπα Θωμάς. Ήταν συμφωνία να δειπνίσουν μαζί την ψαριά αυτή.
Ένα δείπνο γεμάτο θαλασσινές ιστορίες. Το γεύμα μαμούθ κράτησε τρεις ώρες. Όταν επιτέλους σηκώθηκαν από το τραπέζι ήταν περασμένες τρεις το απόγευμα. Οι δυο μικροί γιοί του ξεφάντωναν με τα παιγνίδια τους εκεί εμπρός στο γρασίδι της αυλής. Η σύζυγος αφού την βοήθησαν στο συμμάζεμα τους ευχαρίστησε και τους ζήτησε ευγενικά να αποχωρίσουν. Την κουζίνα την θεωρεί δικό της βασίλειο. 
Αυτός και ο μπάρμπα Θωμάς φόρεσαν τα πανωφόρια τους, και βγήκαν στο μπαλκόνι του σπιτιού απολαμβάνοντας τη δροσερή απογευματινή αύρα. 
Με το ποτό στο χέρι προσπαθούσαν με ατέλειωτες συζητήσεις, να λύσουν όλα τα πολιτικά προβλήματα που δεν μπορούσαν να λύσουν οι κυβερνήσεις.
Ο μπάρμπα Θωμάς μιλούσε για τις σημερινές συνθήκες διαβίωσης.
«Η αυλόπορτες με το αγιόκλημα και την περικοκλάδα όλο και περισσότερο εξαφανίζονται. Οι γλάστρες με τους βασιλικούς και τις μαντζουράνες έφυγαν από τα παράθυρα των σπιτιών και τη θέση τους πήραν τα κάγκελα ασφαλείας. Οι πόρτες θωρακίσθηκαν με διπλές και τριπλές κλειδαριές. Οι αυλές περιφράχτηκαν με κιγκλιδώματα. Τα σπίτια εφοδιάστηκαν με αυτόματους συναγερμούς. Κι΄ οι κάτοικοί της κλεισμένοι στα σπίτια - φυλακές εύχονται να μην αντιμετωπίσουν τα χειρότερα.» Παρατηρούσε θλιμμένα.
Αν κάτι ακόμη εκνεύριζε πάρα πολύ το μπάρμπα Θωμά ως παιδί της υπαίθρου είναι οι εκτάσεις φυτεμένες με άχρηστο γκαζόν στους κήπους των εξοχικών κατοικιών.
«Δεν είμαστε Αγγλία που βρέχει κάθε τόσο, είμαστε μια ξηρή και θερμή χώρα με πρόβλημα νερού τους καλοκαιρινούς μήνες. 
Το γκαζόν καταναλώνει απίστευτα μεγάλες ποσότητες νερού κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καταναλώνει ενέργεια για την κοπή του, αν περπατήσεις πάνω του καταστρέφεται, είναι ακριβό και στην τελική δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στον ιδιοκτήτη του».
«Μήπως ήρθε η ώρα να ξηλώσεις το γκαζόν.»  Του πρότεινε με  χαμογελαστή ευγένεια.
«Στη θέση του άχρηστου γκαζόν θα μπορούσες να καλλιεργείς τα λαχανικά σου, να φυτέψεις δέντρα που θα σου προσφέρουν φρούτα και σκιά, στην τελική να φυτέψεις λουλούδια που είναι ομορφότερα από έναν βαρετό χλοοτάπητα.»
«Σκέψου το».
Ήταν η συμβουλή του.
«Τώρα τον Απρίλιο μπορούμε να φυτέψουμε όλα τα λαχανικά καλοκαιρινής συγκομιδής. Ο κατάλογος είναι μακρύς και φυσικά ξεκινάει από τη βασίλισσα του καλοκαιριού που δεν είναι άλλη από την ντομάτα». «Θα σε βοηθήσω και εγώ αν το ξεκινήσεις». Του δήλωσε.
«Την Δευτέρα έχει υπαίθρια λαϊκή αγορά στον Αλμυρό. Αν θέλουμε να καλλιεργήσουμε μπορούμε να αγοράσουμε έτοιμα μικρά φυτά, όπως, ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, πεπόνια, καρπούζια, κολοκυθιές.
Αν σου αρέσουν οι πράσινες σαλάτες μπορούμε ακόμα να φυτέψουμε ρόκα μια και μεγαλώνει πολύ γρήγορα.
Από αρωματικά φυτά μπορούμε να σπείρουμε βασιλικό, άνηθο, σέλινο και μαϊντανό ώστε να τα χρησιμοποιεί φρεσκότατα η κυρά στην κουζίνα την καλοκαιρινή περίοδο... που θα έλθετε.
Η άνοιξη είναι πολύ ήπια φέτος και οι ζεστές ημέρες δεν άργησαν αρκετά να έρθουν. Ευνοϊκός καιρός για καλλιέργειες λαχανικών. Τι χρειαζόμαστε; Να μεγαλώσουμε τον πολύ μικρό σου λαχανόκηπο μερικά ακόμη τετραγωνικά μέτρα εκεί στο νοτιοανατολικό της αυλής που το βλέπει συνέχεια ο ήλιος ώστε να χαρίζει τη ζωογόνο δύναμή του σε ό’ τι φυτέψουμε.
Το χώμα φύτευσης πρέπει να είναι ελαφρύ, καλά δουλεμένο, απαλλαγμένο από άλλους σπόρους. Επίσης πρέπει να στραγγίζει καλά για να μην κρατεί υγρασία και σαπίσουν τα φυτά μας».
....... Η μέρες κύλησαν γρήγορα. Ο Απρίλης ανοιξιάτικος και πασχαλινός, αλλά το Πάσχα ήρθε και έφυγε κι εμείς από την μια μέρα στην άλλη επιστρέψαμε στην καθημερινότητα της μεγάλης πόλις. Τα σχολεία ξεκίνησαν.
Αυτές οι μέρες με την οικογένεια είναι κάτι το διαφορετικό. Είναι σαν ένα όνειρο κλεμμένο από το χρόνο. Και δεν θα πάψει ποτέ του να ευγνωμονεί την οικογένεια του, απεριόριστα, γιατί του δίνει κάτι που κανείς δεν μπορεί να του πάρει. Μια ονειρεμένη ζωή. Όχι απλά μια ευχάριστη, αλλά μια ονειρεμένη ζωή. Ωστόσο, δεν γίνεται να ονειρεύεται συνέχεια.
Πρέπει κάποτε να ξυπνήσει.
Ο σοφός παππούς του έλεγε. «Μια φορά ναυτικός για πάντα ναυτικός».
Κι έτσι δεν άργησε να ξαναβρεθεί στα πέλαγα και στα πέρατα του κόσμου.
«Ω Θεέ μου». «Τι είναι η ευτυχία». Σκέφτηκε. Δεν υπάρχει άκρη στο Ουράνιο Τόξο. Με λίγα λόγια όταν εργάζεται δεν νοιώθει απόλυτα δυστυχισμένος κι όταν δεν εργάζεται απόλυτα ευτυχισμένος.
Όταν έφτασε η μέρα να αναχωρήσει όλοι στην οικογένεια μελαγχόλησαν.
Τον συνόδεψε σύσσωμη η οικογένεια στο αεροδρόμιο. Την ώρα του αποχωρισμού η σύζυγος τον αγκάλιασε από τη μέση του κι ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Μέσα από το πουκάμισο του άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του.
«Θα μας τηλεφωνείς κάθε μέρα». Του είπε σε τόνο που δεν επιδεχόταν αντίρρηση.
Αυτός έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι της, και σήκωσε το πρόσωπο της προς το δικό του. Τα μελιά ματιά της έδειχναν απέραντη θλίψη. «Το ξέρεις ότι το κάνω». Της είπε.
Ακόμη και μετά τους αποχαιρετισμούς, περίμεναν να απογειωθεί το αεροπλάνο του. Και μόνο όταν ο θόρυβος από της μηχανές του εξασθένησε κι έσβησε στον απέραντο ουρανό, μπήκαν στο αμάξι και γύρισαν σιωπηλοί στο σπίτι.
...... Ο σημαντικότερος παράγοντας του ανθρώπου είναι το δίχως άλλο η δημιουργία οικογένειας. Είναι σκληρό πολύ σκληρό για το ναυτικό να στερείται την οικογένειά του, και όλα αυτά που δεν θα ζήσει επειδή θα αρμενίζει κάπου στον Ωκεανό. Αλλά και η αγάπη τους για τη θάλασσα, μάλλον ρέει στο αίμα τους. Υπάρχουν όμως και οι ηρωίδες γυναίκες τους που σηκώνουν μόνες τους τα βάρη της καθημερινότητας, τους καημούς της νύχτας, στα νοικοκυρεμένα σπίτια των μπαρκαρισμένων ναυτικών. Με ευγνωμοσύνη αξίζει ν’ αναφέρονται σ’ αυτές.
«…..Ήρωες δεν είμαστε εμείς, / αλλά αυτές που μένουν / ξωπίσω μ’ αναστεναγμούς / φαμίλια ν’ ανασταίνουν / και να προσμένουν γυρισμό…..».
Καλοτάξιδους να τους έχει ο Ποσειδώνας.
………………………
………………………………………………..
 
Web Informer Button