ADS

click to open

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

H Bolta Sto Attiko Parko Akirothike

«Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ.» .....(Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας.....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1))
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
.....Έμεινε ακίνητη με τα μάτια ανοιχτά τέντωσε τ’ αυτιά της περιμένοντας ν' ακούσει τις φωνές από τα τρυφερά βλαστάρια της κάτω στη μεγάλη αυλή τους. Επικρατούσε τόσο πολύ ησυχία που μπορούσε να ακούσει το θόρυβο από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν στο βάθος της συνοικίας την κεντρική λεωφόρο. Από τις προηγούμενες ημέρες είχε υποσχεθεί στα παιδιά μια εκδρομή στο Αττικό πάρκο. Το συνήθιζε να επιβραβεύει τους λατρεμένους της μπόμπιρες για την καλή τους συμπεριφορά. Το θεωρεί ότι είναι ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για να τα βοηθήσει να αποκτήσουν καλές συνήθειες. Πίστευε ότι η επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς είναι προτιμότερη από τη διόρθωση της κακής. Το Αττικό πάρκο είναι ένας χώρος για αναψυχή με καθαρό αέρα. Να διασκεδάσουν λοιπόν τα μικρά της στο ζωολογικό κήπο και η ίδια να αποφορτίσει το μυαλό της από τις «ένοχες» σκέψεις και επιθυμίες.
Φόρεσε ένα  ψηλόμεσο τζιν που «αγκαλιάζει» το σώμα της, κάνοντας άψογη εφαρμογή ένα κομμάτι που τόνιζε με κομψό και θηλυκό τρόπο τις καμπύλες της καθώς τέτοιου τύπου παντελόνια κολακεύουν όλους τους σωματότυπους. Η Εριφύλη το συνδύασε με Navy Μπλε πουκάμισο και τα λευκά της γυναικεία Sneakers παπούτσια. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, έμεινε ικανοποιημένη από το είδωλο της και βγήκε στο μπαλκόνι να δει στην αυλή τους αν έχουν ξυπνήσει τα παιδιά.
Τον πρώτο ζωντανό πλάσμα που βλέπει είναι απέναντι ο γείτονας της ο Μιλτιάδης που βολτάρει νευρικά στην βεράντα του. Με απόλυτη ψυχραιμία του απευθύνεται σαν να τον  βλέπει πρώτη φορά σήμερα.  Ο Μιλτιάδης μόλις την είδε γύρισε να την κοιτάξει. Είναι εντυπωσιακή σκέφτηκε παρ' όλο που δεν ήταν πρώτη που την έβλεπε! Έχει κάτι απροσδιόριστο πάνω της που την κάνει πολύ ελκυστική.
«Καλημέρα γείτονα.»
«Καλημέρα γειτόνισσα.» 
«Πως και είσαι εδώ σήμερα; Η Ναταλία μου είπε ότι θα ταξιδεύατε οικογενειακώς στη Σαλαμίνα το Σαββατοκύριακο.»
«Ναι έτσι ήταν στο πρόγραμμα.  Αλλά αναπάντεχα είχα να μικρό ατύχημα στο πόδι μου, όχι τίποτα σπουδαίο και έμεινα για να μην το κουράσω.»
«Περαστικά σου.»
«Ευχαριστώ. Βρε Εριφύλη. Μήπως σου βρίσκεται κανένα τσιγάρο; Ξέρεις τον πόνο του να θες ένα ρημάδι τσιγάρο και να μην έχεις.» Της λέει με παραπονιάρικη φωνή.
Ο Μιλτιάδης είναι συστηματικός τρακαδόρος,  σπάνια παίρνει δικό του πακέτο επειδή διατείνεται μονίμως πως δεν καπνίζει, άντε να καπνίσει καμιά φορά και τότε αρχίζει: «Να σου πάρω μωρέ ένα τσιγάρο;». Κι το ‘χει συνήθεια να παίρνει ένα τσιγάρο από τον ένα φίλο του κι ένα τσιγάρο από την άλλο.
«Ναι βρε Μιλτιάδη! Τι ρωτάς; Περίμενε ένα λεπτό. Μόνο μην μας πάρει χαμπάρι η ΕΣΑ.»
ΕΣΑ εννοεί τον πατέρα της. 
Η Εριφύλη καπνίζει καμιά φορά κρυφά από τον πατέρα της. Τον λατρεύει και δεν θέλει να τον στεναχωρεί με τις ατασθαλίες της.
Κατέβηκε στο πλατύσκαλο της σκάλας να του δώσει το τσιγάρο. Εντάξει η Εριφύλη είναι ωραίο και πολύ σέξι θηλυκό που έχει ως δυνατό της σημείο το στήθος της. Πολύ ωραίο όλο της το κορμί, καταπληκτικός και ο κώλος της, αλλά για το στήθος της τα κομπλιμέντα που ακούει είναι το κάτι άλλο. Όπως έσκυψε στο μαντρότοιχο δυο υπέροχα στήθια αποκαλύπτονται μπροστά του που της ξεχείλισαν από το μισό-κουμπωμένο πουκάμισο που φορούσε. Κάτω από το φόρεμα διαγράφονταν περήφανα και στητά στήθη με δύο θηλές σφιχτές και σφριγηλές, με την στοργή και την τρυφερότητα των είκοσι οκτώ τους  χρόνων,  αψηφούν τη βαρύτητα και τον χλευάζουν όλο αυθάδεια! Οι ρόγες της σκούρες, σκληρές και ολόρθες ανασήκωναν έντονα το ύφασμα σαν να ήθελαν να βγάλουν τα μάτια του Μιλτιάδη.
Ο Μιλτιάδης ξερό-κατάπιε τραβώντας ηδονικά μια τζούρα καπνού. «Μμμμμμ!»  είπε με καυλιάρικη φωνή που μόλις που βγήκε ο ήχος της φωνής του, ενώ παρατηρούσε κάθε χιλιοστό του κορμιού της Εριφύλης.
«Καλός o καιρός και με θαυμάσια ορατότητα.»  Μονολογεί δήθεν αόριστα και υπομειδιώντας ως εκδήλωση ευχαρίστησης γι αυτό που βλέπει, ο Μιλτιάδης.
«Ναι όντως θαυμάσια μέρα και θαυμάσια ορατότητα. Γείτονα να γνωρίζεις όμως όταν η ορατότητα είναι θαυμάσια τότε είναι που το μυαλό μας μειώνει τις άλλες αισθήσεις.» Του απάντα με φιλάρεσκο ανθυπομειδίαμα η Εριφύλη.
............Ταυτόχρονα  να 'σου και ξεχύνονται στην αυλή και οι μικροί μπόμπιρες και από πίσω τους και ο παππούς..
«Καλημέρα πατέρα. Λίγο κομμένο σε βλέπω σήμερα.»
«Καλημέρα κόρη. Μια χαρά είμαι. Εσύ τι κάνεις;»
«Πίνω τον καφέ μου. Να σου φτιάξω να πιούμε παρέα.»
«Ναι κορούλα μου. Σαν τον καφέ από τα χεράκια σου, δεν έχει.»
«Είσαι εσύ μια μαλαγάνα παππούς. Η μητέρα που είναι;»
«Έχει πάει στο χασάπη να ψωνίσει. Το μεσημέρι έρχεται ο αδελφός σου και ετοιμάζει τραπέζι.»
«Πως και έτσι ξαφνικά το αδελφάκι;»
«Δεν ξέρω θα μας πει όταν έλθει.»
Πίνοντας τον καφέ τους ο πατέρας της τη ρωτάει περίεργος.
«Για πού το βάλαμε και στολιστήκαμε πρωί-πρωί; Αν επιτρέπεται.»
«Έχω υποσχεθεί στα παιδιά να πάμε μια βόλτα στο Αττικό πάρκο.»
«Τώρα που έρχεται ο θείος τους; Αναβάλλετε.»
«Εύκολο το έχεις; Για πες το τους.»
«Θα τα καταφέρεις εσύ. Έχεις τον τρόπο σου με τα παιδιά.»
«Ναι! Θα τους φωνάξω να ψηφίσουμε. Εγώ ψηφίζω λευκό.»
«Ντροπή σου. Σα να μου λες πατέρα σε κλέβω.»
«Ωραία δεν πάμε, ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις.»
«Τελικά εσύ είσαι η μαλαγάνα. Λοιπόν έχουν πάρει πρωινό τους πάω μια βόλτα στην επάνω γειτονιά στο Στράτο με τα άλογα. Οπού να ‘ναι έρχεται και η μητέρα σου με την ξαδέλφη σου την Άλκηστις. Έχουν πάει μαζί για να ψωνίσουν.»
«Εσύ θα πας, με τα παιδιά, κι εμένα πού μ' αφήνεις; μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο ημέρα αργία;»
«Να η κόρη το έριξε και στην ποίηση. Έχασα τίποτα επεισόδια; Μετά τη ζωγραφική! Μη μου θυμώνεις σε λίγο θα είναι εδώ η μάνα σου με την ξαδέρφη σου. Και σε κάθε περίπτωση δεν θ’ αργήσουμε. Θα έλθω γρήγορα για να πάμε στο αεροδρόμιο. Άλλωστε εσύ θα μας πας στο αεροδρόμιο.»
«Ναι μαμά εσύ θα μας πας.» Συμφωνούν και οι μπόμπιρες.
«Μικρά μου τρυφερά διαβολάκια. Πάλι με τον παππού και τη γιαγιά το βράδυ. Την μαμά την ξεχάσατε. Να γυρίσετε γρήγορα μας περιμένει να μιλήσουμε στο τηλέφωνο ο μπαμπάς, Το λέω και στον παππού τον ξεχασιάρη.» 
Η Εριφύλη είχε με έντονο τρόπο εμφυσήσει στους μικρούς γιους της να επιθυμούν να έχουν τακτική επικοινωνία με τον πατέρα τους. Ακούραστα και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αγάπη καλλιεργούσε αυτή την επαφή και επιθυμούσε να έχει η επικοινωνία τους όσο περισσότερο και τακτικότερο χρόνο γινόταν. Ήταν το μυστικό της όμορφης σχέσης τους από απόσταση..... η ειλικρίνεια και η επικοινωνία...... 
Η Εριφύλη τον Νικηφόρο που είναι μακριά τους τον κρατά ενήμερο για μικρά και μεγάλα θέματα, και μοιράζονται μαζί του γεγονότα σημαντικά και ασήμαντα, ότι συμβαίνει στην καθημερινότητα τους, προκειμένου να μη χάνουν την επαφή και το δεσμό τους. Σλόγκαν είχε γίνει ο Νικηφόρος και η οικογένεια του στα ασύρματα δίκτυα της εποχής στους ωκεανούς. Οι διάλογοι τους μερικές φορές ήταν μια ατέλειωτη ακουστική απόλαυση.
Μόλις έχουν αναχωρήσει ο παππούς Θρασύβουλος με τα μικρά παιδιά, καταφθάνει η Αντιγόνη η μητέρα της Εριφύλης μαζί με την ανιψιά της την νεαρή εικοσάχρονη φοιτήτρια την Άλκηστις.
Η Αντιγόνη. Μια  ενδιαφέρουσα γυναίκα που την λάτρεψε ο Νικηφόρος από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους για την αυτοπεποίθηση και για το δυναμισμό της! Αλλά ταυτόχρονα του φάνταζε και του φαντάζει απίστευτα γοητευτική στα μάτια του ακόμη και στα σαράντα επτά της χρόνια συνεχίζει να εκπέμπει, την αύρα της και την προσωπικότητά της. 
Μια γοητευτική γυναίκα που ακόμη την θυμάται στον γάμο της κόρης της με περίσσεια χάρη και χαρακτηριστική θηλυκότητα! αρκετές φορές «έσυρε» τον χορό με τέτοιο ρυθμό και θηλυκές φιγούρες που ξεσήκωσε όσους ήταν παρόντες στο γλέντι του γάμου. Ο Νικηφόρος εκείνη τη μέρα κυριολεκτικά είχε μείνει άφωνος κατ’ αρχήν με τις χορευτικές ικανότητες της σέξι Εριφύλης που ξεσήκωσαν «τσουνάμι» χειροκροτημάτων, άλλα και της ακαταμάχητα γοητευτικής Αντιγόνης.
«Καλημέρα μητέρα. Καλημέρα ξαδέλφη.»
Η Αντιγόνη αφού αντάλλαξαν με την Εριφύλη την καλημέρα τους και τις  απαραίτητες πληροφορίες για το υπόλοιπο της ημέρας η μια κάτω στην αυλή και η άλλη στο  μπαλκόνι αναχωρεί στο εσωτερικό του σπιτιού.
Η Άλκηστις ρωτάει την Εριφύλη. «Καλημέρα ξαδέρφη! Να σε περιμένουμε να κατέβεις κάτω για καφέ;»
«Έχω μερικές εκκρεμότητες με την καθαριότητα και την τακτοποίηση του σπιτιού! Θα κατέβω αργότερα. Αν θέλεις ανέβα να μου κάνεις παρέα και κάθε βοήθεια ευπρόσδεκτη.»
Η Άλκηστις αφήνει τα ψώνια στην θεία της και ανεβαίνει στον όροφο στης Εριφύλης.
«Καλημέρα και από κοντά ξαδέλφη. Από ότι βλέπω δεν χρειάζεσαι βοήθεια. Όλα είναι σε μία τάξη ως συνήθως στο σπιτικό σου.»
«Όπως σου έχω ξαναπεί, και σίγουρα το γνωρίζεις, ένα σπίτι έχει άπειρα πράγματα που πρέπει να γίνουν σε καθημερινή βάση! Όλες μας θέλουμε να έχουμε ένα σπίτι στην εντέλεια. Καθαρό, συμμαζεμένο, να το βλέπει ο άλλος και να καμαρώνει βρε αδερφέ!»
«Και εσύ τι βλέπω! Άψογα ντυμένη. Στην τρίχα. Τι να υποθέσω;»
«Η φοιτήτρια μας φορά μπλουζάκι του γυμναστηρίου και τη βαπτιστική φούστα της. Ααα από ότι βλέπω και κάτι στραβοπατημένες γόβες της μαμάς έτοιμη να βγάλει το σκύλο βόλτα στα χώματα. Ξαδέλφη άμα τα είχα φορέσει εγώ αυτά, «ψιλά» θα μου έδιναν στο Μετρό.»  
«Αν και στη τρίχα από εμφάνιση, λίγο τσιτωμένη και κάπως με επιθετική διάθεση σε βρίσκω σήμερα;  Έχει γίνει κάτι; »
«Συγγνώμη αγάπη μου. Η αλήθεια είναι ότι είχα κακό ύπνο το βράδυ. Μάλλον με πείραξε η χθεσινή αυξημένη ατμοσφαιρική υγρασία!»
«Μόνο αυτή η άτιμη η υγρασία είναι η αιτία και το πρόβλημα;»
«Τι άλλο να είναι;»
«Εγώ που να ξέρω; Εσύ θα μου πεις αν υπάρχει λόγος να σε βασανίζει κάτι. Τι είναι αυτό που θέλει ένα κορίτσαρος σαν την ξαδέλφη μου και την βασανίζει.»
«Τι να θέλω κορίτσι μου; Και τι να με πείραξε;»
«Να λέω! Μήπως σε πείραξαν οι φτέρνες σου που είχαν βγάλει φουσκάλες από τα σούρτα φέρτα στα μαγαζιά στο γνωστό εμπορικό κέντρο και είπες να ξαποστάσεις στο μαγευτικό περιβάλλον του ρεστοράν, εκεί που απολάμβανες το δροσιστικό σου κοκτέιλ χθες το απόγευμα;»
Η αμηχανία της Εριφύλης κράτησε δυο τρία δεύτερα.
«Έπαθες κάτι;» ρώτησε η Άλκηστις και το χαμογελάκι της πρόδιδε ότι κατάλαβε τι έγινε.
«Εσύ τι γύρευες στο εμπορικό κέντρο;»
«Έλα μου ντε τι γύρευα εγώ εκεί; Λες να μ’ έστειλε ο Νικηφόρος να σε κατασκοπεύω; Αλήθεια  τι θέλει ο κόσμος στο εμπορικό κέντρο ξαδέρφη;»
«Μπορεί πολλά να θέλει! Λέω εγώ τώρα! Η σεμνή νεαρά μου ξαδέλφη η Άλκηστις να θέλει να σουλατσάρει αυτές τις καυτά σέξι ατέλειωτες χυτές ποδάρες που έχει και να τις δείχνει χωρίς πρόβλημα μέχρι ψηλά στο βρακί της και να χαρίζει τις καλύτερες, κι απολαυστικές σαρκικές ηδονές στο φιλοθέαμον κοινό του εμπορικού κέντρου! »
«Ξαδέρφη μου γλυκιά πρόσεχε τι λες. Το λέει και το τραγουδάκι ξαδέλφη. Εμένα το ματάκι μου άλλα έψαχνε να βρει και αλλά εντόπισε ξαφνικά. Τι έψαχνα εγώ; Η κολλητή μου η Καλλιόπη ήθελε οπωσδήποτε να αποκτήσει τσάντα κι εγώ έπρεπε να δείξω κατανόηση στο ότι δεν της άρεσαν οι περίπου εκατό που είχαμε δει. Ενώ λοιπόν αποφασίσαμε να αράξουμε και να αναλύσουμε το φλέγον και σοβαρό ζήτημα που την απασχολούσε γυρίζω το βλέμμα μου και τι βλέπω. 
«Ρε συ Καλλιόπη εκεί στο βάθος, η Εριφύλη με την Ελπινίκη δεν είναι αυτές οι μορφονιές;» Ερωτώ και απαντώ στον εαυτό μου.
«Καλά έβλεπα! Η ξαδέρφη τις στιγμές εκείνες παρατήρησα ότι ήταν κομματάκι «απρόσεκτη» και μάλλον έδειχνε το βρακί της, σε συγκεκριμένο αποδέκτη βεβαίως-βεβαίως. Σοκ! η πρώτη αντίδραση, αποδοχή η δεύτερη, απορία η τρίτη και καλύτερη. Τώρα; η ερώτηση φωτιά! Γοητευτικός και από τους πιο ελκυστικούς άνδρες που έχω δει. Και αξιόλογη επιλογή δεν λέω άλλα ξαδέρφη να προσέχεις την εβδόμη απ' τις Δέκα Εντολές.»
«Και καλά με είδες και δεν μου μίλησες;» Διαμαρτυρήθηκε η Εριφύλη.
«Σε μια στιγμή, για να πω την μαύρη αλήθεια, σκέφτηκα να τρέξω και να σου πω φτου σου βρε άτιμη! Σαν δε ντρέπεσαι! Σκέφτηκα όμως πως εδώ χρειάζεται ψυχραιμία και λογική.» Και κλείνοντας πονηρά το μάτι συνέχισε. «Ξαδερφούλα μου χαλάρωσε.  Χαζή ήμουν; Να χάσω τέτοια φάση; Αχ, και να ‘βλεπες τα μούτρα σου!»
«Δεν τσιμπάω τόσο εύκολα, ξαδέλφη. Οποία έχει δει έναν όμορφο άνδρα, τους έχει δει όλους.»
«Ξέρω, ξέρω. Είδα πως γυάλιζε το ματάκι σου.»
Η Εριφύλη έκανε δήθεν ότι παραδίδεται σηκώνοντας τα χέρια και άλλαξε κουβέντα.
«Πότε είπαμε θα ξεκινήσει η νέα σου εξεταστική περίοδος; Την επόμενη Δευτέρα; Και εσύ μου τριγυρίζεις στα εμπορικά κέντρα αντί να μένεις προσηλωμένη και συγκεντρωμένη στους ακαδημαϊκούς σου στόχους;»
Η Άλκηστις έσμιξε τα φρύδια και αναστέναξε. «Μου αναποδογυρίζεις την κουβέντα. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Ξέρεις να ξεφεύγεις απ' το θέμα.»
«Γιατί αγάπη μου τα μαθήματα σου δεν σε ενδιαφέρουν;»
«Δεν λέω πως νοιώθω και τόσο άνετα με αυτό που κάνω. Αλλά διάβολε απ’ όταν βρέθηκα μπροστά στο συμβάν δεν μπορώ να αρνηθώ πως ένοιωσα κάπως πολύ περίεργα με το σκηνικό. Κεραμίδα μου 'πέσε. Εγώ γνωρίζω μια ξαδέλφη, μια γυναίκα με αυστηρό χαρακτήρα και μου φαίνεται δύσκολο να πιστέψω αυτό που είδα. Δηλαδή να αποδέχεται το φλερτ ενός άγνωστου άντρα. Ξέρω το σεβασμό και την εκτίμηση που λειτουργούν ως βάση στη σχέση σας με το Νικηφόρο, και πόσο τον αγαπάς και τον εκτιμάς και για το λόγο αυτό μου φαίνεται απίστευτο που κοίταζες άλλον άνδρα με συμπάθεια και μάλιστα μ' ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά .»
«Εγώ ήμουν αυτή; Είσαι σίγουρη; » Έκανε αθώα η Εριφύλη.
«Ξαδέλφη άσε τις εξυπνάδες. Μ’ εμένα μιλάς. Μην αλλάζεις το θέμα άσε πια τις ντροπές. Πες μου στ’ αλήθεια ότι το απολάμβανες το φλερτ, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όταν η καύλα έρχεται φεύγει η λογική.»
Η Εριφύλη ξαφνιάστηκε προς στιγμή, που της μίλησε έτσι η αγαπημένη της ξαδερφούλα, αλλά έπιασε και κάτι μέσα στην έκπληξή της. Μάλλον την διευκόλυνε να φέρει στην επιφάνεια και κάποια απόκρυφη και καταπιεσμένη επιθυμία της. Πήρε μια βαθιά ανάσα. 
«Μωρό μου εσύ. Τι είναι αυτό που σε ερέθισε τόσο πολύ και εντυπωσιάστηκες! Εσύ τι λες. Υπάρχει λόγος και  φαγούρα, να φλερτάρεις με άλλον άνδρα, και να κοιτάξεις παραπέρα όταν περνάς καλά με τον σύντροφο σου;»
«Τι να σου πω! Σε θεωρώ σοβαρή, ηθική και εκλεκτική. Και πάντως πότε δεν έχουν πέσει στην αντίληψη μου πονηρές κινήσεις σου. Βασικά δεν είναι δική μου δουλειά για να ξέρω. Αλλά υποθέτω απ’ όσο καλά σε γνωρίζω, τουλάχιστον μέχρι σήμερα πως όχι. Μα βλέπεις σε κοιτάζουν εκείνοι. Και εσύ να μη το επιδιώκεις δεν μπορεί να μην εστιάσουν το βλέμμα τους πάνω σου. Τέτοιες αισθησιακές καμπύλες και τέτοια κορμάρα είναι αδύνατον να μην είσαι στο επίκεντρο και είναι φυσικό να μαγνητίζεις τα ανδρικά βλέμματα. Μεταξύ μας μιλάμε τώρα, χωρίς ταμπού. Ε και εσύ ζωντανός άνθρωπος είσαι με σάρκα και οστά. Και νέα και πολύ όμορφη γυναίκα, ένας πειρασμός που ο προσωπικός σου μαγνητισμός είναι αρκετά έντονος και ελκύεις αρκετά βλέμματα και η παρουσία του ξυπνάει ξαφνικά στους άνδρες τα βαθύτερα τους ένστικτα, τα πρωτόγονα και λάγνα. Λογικό λοιπόν το βρίσκω όταν και εσύ έχεις τις ορμές σου να αντιδράς κάπως απρόβλεπτα. Δεν τιθασεύονται εύκολα οι ρημάδες οι καύλες μας ξαδέρφη.
Κάτι τέτοιες στιγμές των ανθρώπων τις θεωρώ πολύ προσωπικές και βεβαίως σε καμία περίπτωση ανακοινώσιμες. Έλα όμως που με τσιγκλά η περιέργεια και με το αδελφικό μου θάρρος μπορώ να σε ρωτώ τα προσωπικά σου για αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά μου! Σε είχε συνεπάρει η παρουσία του γοητευτικού άνδρα, με την ένταση να κυριαρχεί σου προκαλούσε αναστάτωση και είχες και αυτό το βλέμμα που άφηνε έντονο ερωτικό στοιχείο να πλανάται στην ατμόσφαιρα, οπότε είναι πολύ πιθανό να ρισκάριζες να εκφράσεις πως ένιωθες για το πρόσωπο του και πολύ θα ήθελες να ζήσεις καυτές στιγμές μαζί του από ότι τουλάχιστον εγώ κατάλαβα.»
«Αυτό ήταν;… Ξαδέρφη πλέκεις ολόκληρο σενάριο για μια ιστορία της στιγμής!» 
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν μόνο ένα φλερτ της στιγμής έστω και επίμονο και αυτό ήταν πέρασε και το ξεχάσαμε; Δηλαδή η ξαδέλφη μου, είναι μια γυναίκα που στέκεται σε περίοπτη θέση για τους διεκδικητές και ανθίσταται σθεναρά στα ερωτικά καλέσματα των μνηστήρων που τη θαυμάζουν και την πολιορκούν και παραμένει αδιάφορη στους πειρασμούς, παραμένοντας πιστή Πηνελόπη στο Νικηφόρο της; Η μπορεί ένα ξαφνικό συναπάντημα της τύχης φέρνει στον δρόμο της έναν άνδρα που την ενθουσιάζει και ενδεχομένως της προκαλεί ερωτική επιθυμία αλλά σκέφτεται που να μπλέκουμε σε τέτοιες ένοχα ερωτικές και επικίνδυνες ιστορίες εγώ μια παντρεμένη σοβαρή νοικοκυρά;»
«Μμμ! Συμφωνώ δεν έχεις άδικο όπως τα λες! Μάλλον, ισχύουν και τα δύο σενάρια. Ξαδερφούλα μου η ένοχη ερωτική απόλαυση, έχει μια άγρια καύλα η άτιμη. Δεν ξεπερνιέται εύκολα. Είναι σαν γλυκό με σοκολάτα, ενώ πρέπει να κάνεις δίαιτα, ένα χαλαρό Σαββατοκύριακο, δεν σ' αφήνει να έχεις μέτρο  και απλά μπαίνεις σε πειρασμό και πέφτεις με τα μούτρα. Βλέπεις πρώτα τα παρατάει το μυαλό μετά το σώμα και η καύλα έχει βάλει σε πειρασμό χιλιάδες γυναίκες.»
«Χεχε είσαι κι εσύ γλυκατζού σαν κι εμένα! Οπότε! Ξαδέρφη μπαίνουμε στον πειρασμό και δοκιμάζουμε το γλυκό με σοκολάτα;»
«Κοίτα, εμείς οι γυναίκες, ιδιαίτερα κάποιες συγκεκριμένες μέρες του μήνα που πέφτουν τα επίπεδα σιδήρου και μαγνησίου στον οργανισμό, «ζητάμε» γιατί όπως λένε, όταν τον «τρως» εκκρίνεται η ενδορφίνη που είναι υπεύθυνη για το αίσθημα της ευτυχίας και εκείνες τις μέρες που το χρειαζόμαστε η αλήθεια είναι ότι θα θέλεις νομίζω να είναι κάποιος κάπου τριγύρω. Τώρα έχω ακούσει περιπτώσεις ανθρώπων που δεν τους αρέσει να τον «τρώνε», εντάξει, γούστα είναι αυτά.
«Ξαδέρφη! Ας μιλήσουμε με ειλικρίνεια. Με τη φωτιά παίζεις. Κι αν στη θερμή της αγκαλιά μπορείς να ζεσταθείς, πολύ εύκολα στα παράνομα πύρινα της δίχτυα μπορείς να τυλιχτείς. Και αυτό στο λέω με με πάσα αδελφική αγάπη.»
«Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα, αγάπη μου λεν οι ποιητές.»
«Αχ καλά το κατάλαβα ότι σε γαργαλάει το μουνάκι σου και δεν σ' αφήνει σε ησυχία. Είμαι σίγουρη ότι στη συνέχεια θα ζήσουμε συναρπαστικές και ευχάριστες ερωτικές στιγμές με το γοητευτικό άνδρα.»
«Αααααααχ αυτό το θέμα σηκώνει πολύ συζήτηση! Γενικότερα ικανοποιώ την ανάγκη μου μόνη μου, που κοντεύω να ξεχάσω τη γεύση της πούτσας, γιατί έχω να τη φάω μήνες αλλά δεν μπορώ να την «ξεγελάσω» με τίποτα. Δηλαδή αν είχα να διαλέξω ανάμεσα σε ένα δονητή και σε μια πουτσα, θα διάλεγα το δεύτερο. Δε λέω, από τη μια μου αρέσει αυτός ο άνδρας, με κάνει να στάζω από καύλα, αλλά από την άλλη όμως είναι αλήθεια αυτό που λες, ότι παίζοντας με τη φωτιά είναι πολύ επικίνδυνο.»
«Τα παράνομα ερωτικά παιχνίδια αναμφισβήτητα έμενα με ιντριγκάρουν σαν σκέψη. Μου αρέσει το φλερτ και το παιχνίδι της ερωτικής αποπλάνησης! Είναι ωραία ιδέα δε λέω να βολευόμαστε με δονητή, αλλά είναι «φάτε μάτια ψάρια» και όταν μας περνάει νιώθουμε πάλι την «ανάγκη» να βρεθούμε στην αγκαλιά ενός άνδρα. Να γευτούμε τα χάδια του, τα φιλιά του, το καυλί του! Και εσύ τι φοβάσαι, μην μάθει ο Νικηφόρος ότι ποτίζει την ανομβρία και τις κάψες στο μουνάκι σου άλλη πυροσβεστική μάνικα; Πως! Στην άλλη άκρη του κόσμου; Στους ωκεανούς που ταξιδεύει; Και μην ξεχνάς έχετε και αλλήλο- κάλυψη με την Ελπινίκη. Άλλωστε και εγώ εδώ είμαι να σε συνδράμω στις κουτσουκέλες σου! Με το αζημίωτο εννοείται. Αν δεν στηριχτείς στη ξαδέρφη σου σε ποιον θα στηριχτείς; Στον ψυχολόγο ίσως αλλά και η ξαδέρφη σου είναι εδώ να βοηθήσει με τη δική της μικρή εμπειρία και να σου ανοίξει νέες πόρτες στη σκέψη. Αλλά για να μην κοροϊδευόμαστε, το σεξ είναι απόλαυση και πολύ τον γουστάρω τον ωραίο γκόμενο να ποτίσει και το δικό μου το μουνάκι!»
«Άλκηστις αγαπούλα μου δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά και καλό θα είναι να κρατάμε επιφυλάξεις και να μην παρασυρόμαστε από εφήμερα ερωτικά πάθη και σεξουαλικές ανάγκες, γιατί θα μπορεί να μας βγάλουν σε μονοπάτια που δεν θα είναι εύκολο να τα περπατήσουμε.»
«Δεν αντιλέγω, είναι δύσκολο όταν πρέπει να περπατήσεις ισορροπώντας πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί. Παραδέξου ότι σου αρέσει αυτός ο άνδρας, και τον σκέφτεσαι επίμονα με ερωτικό ενδιαφέρον και σου προκαλείται αναπόφευκτα ένα είδος ερωτικής έλξης αναζητώντας να ικανοποιήσεις την επιθυμία σου για σεξ μαζί του. Όμως το πρόβλημα είναι ότι εσύ μια γυναίκα με πολύ θερμό ταμπεραμέντο δεν μπορείς ή δεν πρέπει να είσαι μαζί του γιατί ανήκεις αλλού, είσαι παντρεμένη εδώ και δέκα χρόνια με τον Νικηφόρο, έναν καταπληκτικό άνδρα, και ανοιχτόμυαλο εραστή που σε αγαπά, η σχέση σας μπορώ να πω είναι πάρα πολύ καλή, υπάρχει επικοινωνία, και αγάπη με κατανόηση μεταξύ σας. Και στο ερωτικό κομμάτι από όσα μου έχεις εκμυστηρευτεί η ερωτική σας ζωή είναι γεμάτη. Είναι όμως γεμάτη; Αναρωτιέμαι μερικές φορές αν αυτό αληθεύει, και είμαι σίγουρη ότι το ίδιο θα αναρωτιέσαι και εσύ επίσης μερικές φορές.
Τυχαίνει πολύ συχνά σε παντρεμένες γυναίκες να τους αρέσει ένας άλλος ιδιαίτερος άνδρας και να τον σκέφτονται συνεχώς! Θα ήθελαν πολύ να σταματήσουν να τον σκέφτονται αλλά νομίζω πως δεν υπάρχει τρόπος τις στιγμές που η γυναίκα που κρύβουμε μέσα μας δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο και θέλει να εκδηλωθεί. Είναι οι στιγμές που η σάρκα φλέγεται, και οι καύλες κι οι ορμές δεν έχουν εξαρτώμενα ραντεβού. Τότε είναι που δεν υπάρχει κάποιο πρωτόκολλο ή κάποιος ενδεδειγμένος τρόπος χειρισμού μιας τέτοιας κατάστασης. Τότε θα πρέπει να αποφασίσουν πώς το χειρίζονται και δεν υπάρχει χώρος για παρερμηνείες!
Ε δεν θέλει και πολλή φαντασία, όταν θα βρεθείς σε τέτοιες καταστάσεις και θέλεις τόσο πολύ να το προχωρήσεις ότι υπάρχουν πρακτικά και ηθικά ζητήματα που πρέπει να εξετάσεις, προτού κάνεις οποιανδήποτε κίνηση! Αλλά έτσι όπως το λες, το να νιώσεις την αίσθηση ενός άλλου άντρα από τον Νικηφόρο, είναι μία εμπειρία σου διαλύει όλες τις αναστολές. Αν αποφασίσεις να τον κυνηγήσεις, πρέπει να γνωρίζεις ότι είναι μια διαδικασία που δεν θα είναι εύκολη, ούτε συναισθηματικά ευχάριστη. Εριφύλη ο έρωτας μας είναι ένα συναίσθημα που ξεπερνιέται, φεύγει και ξεχνιέται αλλά η καύλα του κορμιού είναι πάντα παρούσα αγνή, καθολική και αναμάρτητος.
Η Άλκηστις παρ' όλο το πολύ στενό μαρκάρισμα στην Εριφύλη τελικά έχει μένει με την απορία μετέωρη: «Τι θα κάνει η αγαπημένη της ξαδέρφη της όταν οι κρυφές φαντασιώσεις της κατακλύζονται από σεξουαλικές επιθυμίες; Θα ενδώσει στον παράνομο ερωτικό πειρασμό με τον ομορφάντρα που υπόσχεται να της ικανοποιεί τις βαθύτερες σεξουαλικές της επιθυμίες παρασέρνωντας την σε καυτές συναντήσεις και σ΄ ένα μαγικό και ηδονικό ταξίδι σεξουαλικής απόλαυσης;»  
Υπάρχει γυναίκα που έστω και μία φορά στη ζωή της να μην έχει σκεφτεί σοβαρά να κερατώσει τον άντρα της;.. Όποια το αρνηθεί λέει ψέματα και καλά θα κάνει να αναθεωρήσει γιατί  η αλήθεια είναι πώς το κέρατο πέφτει σύννεφο. Μπορεί να ακούγεται κάπως κυνικό, μα όπως και να 'χει η αλήθεια είναι αυτή. Σήμερα έχουν ανατραπεί αποφασιστικά τα δεδομένα που ίσχυαν πριν πενήντα με εξήντα χρόνια. Αρκεί να αναφέρω το εξής εκπληκτικό. Μέχρι το δυο χιλιάδες το 60% των Ελληνίδων δεν είχε ποτέ εξωσυζυγική σχέση. Το 2010 τα ποσοστά ήρθαν τούμπα, στο 60% είναι οι «άτακτες» και στο 40% οι φρόνιμες! Σήμερα ασφαλώς είναι ακόμα πιο χαμηλότερο το ποσοστό των παντρεμένων γυναικών που δεν κάνουν απιστίες. Αλλάζουν τα πράγματα. Με απλούς υπολογισμούς, ένα σε κάθε δύο ζευγάρια, έχει παράνομο ερωτικό δεσμό. Οι γυναίκες διεκδικούν πλέον, και στο παράνομο, τα σεξουαλικά τους… δικαιώματα. Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι η Εριφύλη μας αν και της είναι δύσκολο να το παραδεχτεί ακόμα και στον εαυτό της τελικά τον τύπο τον γουστάρει και τζάμπα το παιδεύει. «Όλο ...ναι μεν αλλά! μου τα μασάει η καριόλα η ξαδέρφη! Όταν την πιέζω αυτή κοιτάει το πάτωμα γιατί νιώθει λίγο άβολα. Η μου μιλάει για το Νικηφόρο της και δεν έχει στο μυαλό της το σεξ με άλλον άνδρα (πού τα πουλάει αυτά;). Εγώ κατάλαβα ότι ο άνδρας εκεί στο εμπορικό κέντρο έφερε στο φως όλα όσα προσπαθεί να καταπιέσει και να κρατήσει κρυφά. Αυτός ο άνδρας της ξύπνησε επιθυμίες έντονες και η ξαδέρφη πιστεύω ότι κινείται στα άκρα της συζυγικής πίστης. Δε χρειάζεται να της κάνω ερωτήσεις που ούτε και η ίδια δεν έχει τη σίγουρη απάντηση. Απλά πιστεύω πως ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθεί τον πειρασμό είναι να ενδώσει σε αυτόν και είναι ένα βήμα πριν πατήσει τη μπανανόφλουδα της απιστίας και τον κάνει τάρανδο τον γλυκό μου Νικηφόρο και η Εριφύλη είναι από τις γυναίκες που ξέρουν να κρύβονται τόσο καλά, ώστε σπάνια γίνονται αντιληπτές.»

Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part 2)
.....

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Anemogenitries! Ena Amfilegomeno Project

«Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ.» ....(Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας.....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1))
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
.......Έτσι λοιπόν κύλησε η μέρα τους, μέχρι αργά το μεσημέρι. Ο Νικηφόρος αφού τακτοποίησε μερικές εξωτερικές εργασίες ξαναγύρισε στης Νεφέλης από νωρίς, περιμένοντας τα αποτελέσματα της μαγειρικής της. Έβαλε λίγο κονιάκ στο ποτήρι, τράβηξε τις κουρτίνες του παραθύρου κοιτάζοντας την θάλασσα ενώ από το cd player ακούγονταν η φωνή του Andrea Bocceli στο αγαπημένο του κομμάτι «En Aranjuez con tu amor». Είχε αφοσιωθεί να την παρακολουθεί να μαγειρεύει, καθισμένος στο ξύλινο καναπέ της κουζίνας δίπλα της και κοιτούσε με τα μάτια προσηλωμένα στις κατσαρόλες, πότε έβαζε το αλάτι, την κανέλα, τα μπαχαρικά και οι μυρωδιές από τα φαγητά τον ζάλιζαν και του έλκυαν εσωτερικά στον κόσμο των αισθήσεων. Λένε ότι η μαγειρική είναι η χαρά του ότι μπορεί κάποιος να φέρει εις πέρας ένα αποτέλεσμα, οποιοδήποτε είναι αυτό, είτε είναι γευστικό είτε όχι, όσο έχει σημασία η προσπάθεια. Η χαρά της Νεφέλης είναι ότι φτιάχνει δικά της δημιουργήματα με την ιδιαιτερότητα της προσωπικής φαντασίας της. Είναι ότι κάνει κάτι με τα χέρια της και απολαμβάνει τη χαρά του ότι τα καταφέρνει. Το πιο σημαντικό από όλα όμως, για εκείνη είναι η γεύση να ταυτίζεται με τη συνεύρεση, με τους ανθρώπους με τους οποίους επιλέγει να το χαρεί το συντροφικό τραπέζι. Ένα τραπέζι που θα κάτσουν να φάνε, θα γελάσουν, θα πιουν, θα τσακωθούν, θα τα ξαναβρούν, θα συζητήσουν, θα ξαναγελάσουν. Για τη Νεφέλη το τραπέζι με το φαγητό για φίλους είναι να κάτσουν δύο τρεις ώρες και αυτές οι ώρες να περιέχουν τα πάντα. Να περνάει όλη τους η ζωή μπροστά από τα μάτια τους όταν συνδέονται γύρω από τη γεύση. Ίσως, τελικά της Νεφέλης, η μαγειρική και η γεύση να είναι σαν την αγάπη». Όταν κάθισαν στο τραπέζι δοκιμάζοντας τη συνταγή της Νεφέλης ενθουσιάστηκαν. Το κρέας ήταν εύγευστο και τρυφερό αυτό όμως που το έκανε να ξεχωρίζει ήταν η σάλτσα του με το λεπτό άρωμα του σκόρδου και της κανέλας αλλά και η όψη της σάλτσας με την κρεμώδη υφή της. Και φτάσανε στην ώρα του καφέ. Η Νεφέλη δεν χαλάει την συνήθεια της. Ελληνικός καφές πάντα. Βάζει τα φλιτζανάκια στο τραπέζι και με το τεράστιο μπρίκι που αχνίζει σερβίρει. Πίνουν αργά αργά κουβεντιάζοντας τα νέα του χωριού, της χώρας, και τα προσωπικά τους. Με κουβέντα κι ονειροπολήματα. Ο Νικηφόρος πρέπει να ομολογήσει ότι με μεγάλη του χαρά διαπίστωσε ότι τις δυο γυναίκες τις συνέδεε μια αληθινή και στέρεη φιλία. Σχετικά δεν δυσκολεύτηκε να σκεφτεί ότι «το Ποίημα στους φίλους» που έτυχε να διαβάσει του περίφημου αργεντινού συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν το πλέον κατάλληλο για να αποδώσει τη φιλία τους και έδωσε απάντηση σε όλα του τα ερωτήματα.
«Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις για τα προβλήματα της ζωής σου, ούτε έχω απαντήσεις για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου, όμως μπορώ να σε ακούσω και να τα μοιραστώ μαζί σου. Δεν μπορώ να αλλάξω το παρελθόν ή το μέλλον σου αλλά όταν με χρειάζεσαι θα είμαι δίπλα σου. Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου, όμως μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου για να κρατηθείς και να μην πέσεις.» 
Οι ώρες τους κυλούσαν σε ευχάριστο και ζεστό κλίμα. Η Φαίδρα ήταν για το Νικηφόρο η ευχάριστη έκπληξη στην παρέα τους, ήταν λίγο συμβατική αλλά άνετα την συζήτηση την οδηγούσε στο βάθος των πραγμάτων με πολυποίκιλα ενδιαφέροντα και αναζητήσεις.  
Της Φαίδρας είναι αλήθεια ότι το «ημερολόγιο» της πάντα ήταν γεμάτο με λίγα κενά κατά διαστήματα και πάντα είχε ιστορίες με αρκετά ενδιαφέρουσες γνωριμίες. Είχε έναν απίστευτο μηχανισμό επιτυχούς επιβίωσης και δεν παραδινόταν εύκολα. Φρόντισε να αναπτύξει τόσα ταλέντα και τόσες τεχνικές γοητείας έτσι που πάντα περιστοιχιζόταν από ερωτευμένα μάτια. Είχε έναν πιστό σύζυγο, και ένα τσούρμο θαυμαστές γύρω γύρω. Δεν χορταίνεις να την ακούς αφού οι αφηγήσεις της είναι πάντοτε απολαυστικές και παραστατικές και ο λόγος της ατέλειωτος και εξαιρετικά χορταστικός. Είναι μια καλλιτέχνις των λέξεων, που ζωγραφίζει τις ιστορίες και τους χαρακτήρες της με ζωντάνια και έμπνευση με τη φωνή της να δημιουργεί πολλαπλασιαστική ηχώ στ' αυτιά του με τις στιχομυθίες των ηρώων της, οι οποίες είναι γεμάτες χιούμορ. Οι διάλογοι μαζί της χαρακτηρίζονταν από εξομολογητικές διαθέσεις που του επέτρεπαν κάποιες στιγμές να φτάσει και σ' ερωτήσεις κλειδιά, και δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να βρει τους κοινούς τους τόπους. Η Φαίδρα του άρεσε από την πρώτη στιγμή που την είχε δει και σήμερα όσο προχωρούσαν οι συζητήσεις τους τον κέρδιζε ακόμα περισσότερο. Ήταν ευγενέστατη χωρίς να δίνει οποιοδήποτε δικαίωμα για κάτι παραπάνω από την αρχή μιας φιλίας ανάμεσα τους. Ή τουλάχιστον αυτό υποδείκνυε αρχικώς η στάση της. Μίλησαν αρκετά για τις σκέψεις τους και τις σχέσεις τους.  
Ταυτόχρονα ο Νικηφόρος διαπίστωσε ότι του εδόθη μια πάρα πολύ καλή ευκαιρία, να γνωρίσει από πολύ κοντά τη νεαρή Δανάη. Αυτό το κορίτσι ήταν όλο ζωντάνια και κέφι, που τον σαγήνευε ακόμη και με το πιο αμυδρό βλέμμα της σαν ιέρεια του ερωτισμού όταν έριχναν μεταξύ τους κλεφτές όλο νόημα ματιές παριστάνοντας μάλιστα δήθεν τους αδιάφορους! Ωστόσο, η φαντασία του μάντευε πολλά και η εν γένει στάση της άφηνε περιθώρια για σεξουαλικούς συνειρμούς όταν τεμπέλιαζε και τεντωνόταν στον καναπέ σαν αξιολάτρευτο κατοικίδιο. Δεν είχε τίποτε το προσποιητό επάνω της με το ονειροπόλο βλέμμα στα όμορφα μάτια της!  Κάποια στιγμή η κοπέλα ζήτησε συγνώμη στράφηκε στην μητέρα της και της λέει πως έχει ένα αίσθημα κόπωσης και υπνηλίας μετά το φαγητό, θα πάει να ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Οι λιγοστές φακίδες στο πρόσωπο και στα χέρια της φανερώθηκαν έντονες έτσι όπως περνούσε τη φωτισμένη είσοδο του σπιτιού από τον Ήλιο που φεγγοβολούσε ακόμη μολονότι η ώρα ήταν περασμένη. Φεύγοντας άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο Νικηφόρο λες και του έδινε να διαβάσει κάποιο ένοχα μυστικό σημείωμα. Το πέος του Νικηφόρου πιάστηκε στο δόλωμα του πάθους και σπαρτάρισε μέσα στα δίχτυα του, άρχισε να διογκούται και με πολύ κόπο προσπαθούσε να μείνει αδιάφορος. «Αυτή τη μικρή, βάζω το χέρι µου στη φωτιά πώς ή θα γαμιέται πολύ συχνά, ή θα παίζει μέρα-νύχτα μαλακία. Με καύλωσε το νυμφίδιο!» σκέφτηκε με το πούτσο του να πάλλεται κάτω από το ύφασμα!
Ο Νικηφόρος πήρε τον καφέ του, μετακόμισε στο καναπέ κι απολάμβανε τις ιστορίες, ειδικά την διασκεδαστική αφήγησή της, και έκανε σχόλια, φροντίζοντας και αυτός να κρατά ανάλαφρη την ατμόσφαιρα με χαλαρή κουβεντούλα που ξεκίνησε μεταξύ τους και του έδωσε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει την ικανότητά του να αφήνει τους άλλους να μιλάνε, μυρίζοντας τη ζεστή θηλυκή μυρωδιά τους. Κοίταζε τις δύο γυναίκες ίσια στα μάτια δείχνοντας με ελαφρές μυϊκές συσπάσεις το ενδιαφέρον του, ενώ παράλληλα καθοδηγούσε την κουβέντα με υπόγειες έξυπνες ερωτήσεις. Ήταν περίφημος ακροατής ούτως ή άλλως, οπότε η δημιουργία ευχάριστου κλίματος παρέας ήταν μακράν η ειδικότητά του. Οι δικές του πεζές ναυτικές ιστορίες δεν έκρινε ότι είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκείνες κι έτσι τεχνηέντως, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα δικά τους ενδιαφέροντα. Αποτύπωνε κάθε λέξη της Φαίδρας κι ένιωθε την αύρα της εκφραστικότητάς της να τον μαγεύει. Μιλούσε αργά με χαμηλή φωνή, αλλά µε πάθος και το ζεστό ανέμελο βλέμμα της γινόταν πύρινο, καθώς άφηνε τους συλλογισμούς της να ξεδιπλωθούν. Τα ελαφρώς υγρά χείλη της γεννούσαν διαρκώς πνιχτά γελάκια που γρατζούνιζαν τις αισθήσεις του. Η ώρα κυλούσε στα όμορφα λιβάδια της οικειότητας τους.  
Τελευταία η Φαίδρα συμμετείχε στον αγώνα των κατοίκων ενάντια στον σχεδιασμό του αιολικού πάρκου στην περιοχή. Για ‘κείνη αλλοιώνουν θρασύτατα το τοπίο του βουνού. 
Τους εξηγούσε με ζέση γιατί δεκάδες τοπικές κοινωνίες, περιβαλλοντικές οργανώσεις, τοπικοί φορείς και συλλογικότητες ανά τη χώρα έχουν ξεσηκωθεί για τις ανεμογεννήτριες.  Δεν είναι η αιολική ενέργεια μια εναλλακτική ανανεώσιμη πηγή ενέργειας που λειτουργεί προς όφελος του φυσικού περιβάλλοντος και άρα της ζωής! Και αντιδρούν οι κάτοικοι, οι τοπικοί φορείς για τη βάναυση αλλοίωση του τοπίου έτσι όπως το έχουν γνωρίσει με το σύνθημα «Ελεύθερα Βουνά Χωρίς Αιολικά».
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η αιολική ενέργεια και οι ανεμογεννήτριες είναι μια εναλλακτική, ανανεώσιμη πηγή ενέργειας. Αυτά που αμφισβητούνται έντονα, είναι η επιλογή πολύ μεγάλων ανεμογεννητριών και η χωροθέτηση τους, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές. Μικρό το όφελος, μεγάλη η καταστροφή! Σύμφωνα με στοιχεία η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από τη λειτουργία ανεμογεννητριών είναι απίστευτα ασήμαντη ενώ η καταστροφή στο φυσικό περιβάλλον είναι πρωτοφανής και ανεπανόρθωτη! 
Οι δρόμοι που διανοίγονται για την κατασκευή των αιολικών πάρκων καταστρέφουν το ορεινό τοπίο και τους οικότοπους ενώ πολλές φορές αλλάζουν ακόμη και την πορεία των βρόχινων νερών με διάφορες επιπτώσεις για το περιβάλλον.
H πράσινη ενέργεια και η χρήση των ΑΠΕ δημιουργούν μία νέα πραγματικότητα για τις κοινωνίες τόσο από πλευράς περιβαλλοντικής όσο και οικονομικής.
Η τιμή του ρεύματος που παράγεται από την αιολική ενέργεια, και που φτάνει στο τελικό αποδέκτη, δηλαδή τον καταναλωτή, όχι μόνο δεν είναι μειωμένη, αλλά αυξάνεται από 130% έως 400%, σε σχέση με τις τιμές της συμβατικής ενέργειας.
Ο ήχος που κάνουν τα φτερά τους καθώς γυρίζουν, ένας διαπεραστικός γδούπος που θυμίζει ελικόπτερο, ακούγεται περισσότερο μακριά παρά στη βάση της ανεμογεννήτριας όπου γίνονται συνήθως οι σχετικές μετρήσεις, ενώ ταυτόχρονα παράγονται υπόηχοι και υπέρηχοι που δεν γίνονται αντιληπτοί αλλά κανείς δεν ξέρει αν και κατά πόσο βλάπτουν ανθρώπους και ζώα. Και κάτι ακόμη που πολύς κόσμος αγνοεί.
Η λειτουργία των γιγαντιαίων ανεμογεννητριών δεν επιτρέπει τη δημιουργία χιονιού στις βουνοκορφές, (όπως ακριβώς βάζουν ανεμόμυλους στα πεδινά για να προστατέψουν τα πορτοκάλια από τον πάγο) με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά ο υδροφόρος ορίζοντας και να χάνονται πολύτιμοι υδροφόροι πόροι.
Η χλωρίδα, η πανίδα, οι ανεξερεύνητες αρχαιολογικές θέσεις, τα παραδοσιακά μονοπάτια, θα χαθούν κάτω από το βάρος των βίαιων επεμβάσεων. Οι εκατοντάδες ανεμογεννήτριες, οι υποσταθμοί, οι γραμμές μεταφοράς θα εξαφανίσουν το κάλλος των φυσικών τοπίων που θα μετατραπούν σε βιομηχανικές ζώνες παραγωγής αιολικής ενέργειας.
Το ζωικό βασίλειο θα υποφέρει. Έχει εκτιμηθεί ότι χιλιάδες αποδημητικά πουλιά, γεράκια, χρυσαετόι γυπαετοί κλπ. σκοτώνονται από αιολικούς στροβιλοκινητήρες ετησίως.
Όσο για το αισθητικό μέρος;  Μια άχαρη σιδεροκατασκευή,  ψηλή, καταστρέφει για πάντα τον χαρακτήρα των κορυφών.  Άσε που οι βάσεις τους οι οποίες γίνονται συνήθως με ανατινάξεις κρύβουν μέσα τους άπειρους τόνους μπετόν ανακατεμένο με ιδιαίτερα τοξικά επιβραδυντικά πήξης.
Κι όταν οι συμβάσεις για τη χρήση τους λήξουν τι γίνεται τότε; Οι κορυφές μετατρέπονται σε ένα απέραντο νεκροταφείο καλωδίων κι επικίνδυνων παλιοσιδερικών που αιωρούνται στο κενό.
Το μεγαλύτερο αιολικό πάρκο στην Ευρώπη απασχολεί μόνο τρεις μόνιμους υπαλλήλους.  Ακόμη και το επιχείρημα ότι δημιουργούν θέσεις εργασίας στην τοπική κοινωνία είναι κι αυτό ένα ψέμα.
Το απόγευμα οι γυναίκες αναχώρησαν. Η Νεφέλη πρόθυμα συνόδευσε τη Φαίδρα, ήθελε και η ίδια να συμμετέχει στον εσπερινό. Ευκαιρία ήταν.  
Η Φαιδρά έδωσε τα κλειδιά της μηχανής και της αποθήκης στο Νικηφόρο και τον ευχαρίστησε θερμά που αναλαμβάνει να μεταφέρει τη μηχανή του συζύγου της στο χωριό.
«Σ' ευχαριστώ Νικηφόρε! Το εκτιμώ πολύ που μπαίνεις στο κόπο!» Του λέει και η φωνή της τον περιέλουσε με τη γοητεία της που τον έκανε να ανατριχιάσει. Αν η φωνή της ήταν γεύση θα ήταν ζεστή σοκολάτα σκέφτηκε ο Νικηφόρος.
Αναχώρησαν οι γυναίκες με προορισμό το χωριό από όπου θα έπαιρναν και την ηλικιωμένη χήρα μητέρα της Φαίδρας. H Δανάη δεν ακολούθησε τις δυο γυναίκες, έμεινε με τις νεαρές παρέες της στη μικρή καφετέρια του χωριού αναμένοντας τον γυρισμό τους. Από τα μικρά της χρόνια δεν ήταν από εκείνους τους νέους ανθρώπους που νιώθουν μια βαθύτερη ανάγκη να ασχολούνται με τα θρησκευτικά ζητήματα της πίστης τους. Από οικογενειακή και μόνο παράδοση ήταν μια απλή χριστιανή και όπως ήταν αναμενόμενο δεν ακολούθησε τις γυναίκες στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα.
Κάποια στιγμή όμως σηκώθηκε βιαστικά λέγοντας στην παρέα της πως πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι για ένα σημαντικό ραντεβού και θα επέστρεφε!. Φρόντισε να δικαιολογηθεί στις κολλητές της ότι έπρεπε να αναλάβει να κατατοπίσει τον οικογενειακό τους φίλο το Νικηφόρο που θα αποθηκεύσουν την μηχανή του πάτερα της που την φέρνει από το εξοχικό τους.
Η πιο στενή της φίλη που το τελευταίο καλοκαίρι είχαν παρέα μετατρέψει μυστικά την αποθήκη του πατρικού σπιτιού σε καβάτζα για sex, την συμβουλεύει δήθεν φιλικά. «Να φροντίσεις Χρυσή μου την αποθήκη να την έχετε κλειδώσει από μέσα πριν σας συνεπάρει το σεξουαλικό πάθος.»
... Το απόγευμα ήταν ακόμη ηλιόλουστο όταν έφθασε ο Νικηφόρος και βρήκε τη Δανάη να τον περιμένει στο σπίτι της γιαγιά της. Τη βρήκε έξω στην αυλή, πάνω από τον κήπο τον γεμάτο λουλούδια. Καθόταν σε ένα παγκάκι στο πλάι της πλακόστρωτης αυλής. 

Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part 6)
.....

Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

Oi dyo Filenades sto Shopping Center

Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ.» (Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας.....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1))
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
.....Εριφύλη και Ελπινίκη.......
Αφήνοντας το όχημα στο πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου οι δυο όμορφες κυρίες χαλαρές σαν έφηβες πιάστηκαν αγκαζέ και ιδιαίτερα χαμογελαστές και ευδιάθετες περπάτησαν στους χώρους του εμπορικού κέντρου και απόλαυσαν τον περίπατό τους χαζεύοντας στις βιτρίνες και την βόλτα τους στα μαγαζιά.  Τελειώνοντας τα απαραίτητα ψώνια τους κάθισαν να απολαύσουν ένα όμορφο μεσημεριανό γεύμα, μετά τη κοπιαστική βόλτα τους σ’ ένα εξαιρετικά δημοφιλές μπαρ εστιατόριο, ειδικότερα δημοφιλές σε νέους ανθρώπους. Η ατμόσφαιρα ήσυχη και λόγο ότι ήδη είναι προχωρημένη απογευματινή ώρα υπάρχουν λιγοστοί πελάτες στο κατάστημα.
Το ρεστοράν ήταν σχεδόν άδειο, αν εξαιρούσε κανείς τρία-τέσσερα ζευγάρια που κάθονταν στη μπροστινή σάλα του μαγαζιού, οπότε δεν δυσκολεύθηκαν να βρουν τραπέζι. Κάθισαν σε μια ήσυχη γωνία στο βάθος του εστιατορίου ήταν μόνες τους, δεν υπήρχαν πελάτες τριγύρω τους απολαμβάνοντας το γεύμα τους σε στιγμές χαλάρωσης και ιδιωτικότητας. Έχοντας απολαύσει ένα ελαφρύ αλλά πολύ γευστικό γεύμα με ένα εξαίρετο ελαφρό ροζέ κρασί συνοδεία τώρα απολαμβάνουν χαλαρά τη γεύση απ’ ένα δροσιστικό κοκτέιλ. Είχαν χαρούμενη διάθεση, τους λύθηκε η γλώσσα (όχι πως μέχρι τότε ήταν δεμένη) και φλυαρούσαν ακατάπαυστα σαν πρωινές τσίχλες μες σ' ασημένια φυλλώματα.
«Άπαπα! πανάθεμα σε! Τι χουνέρι έκανες στον υπάλληλο εκεί στο κατάστημα με τις γόβες.» Λέει η Ελπινίκη στην Εριφύλη.
«Εγώ! Τι του έκανα;»
«Τι έκανες χρυσή μου η τι έδειξες, όταν δοκίμαζες τις γόβες; Ο υπάλληλος είχε γονατίσει μπροστά σου να σε βοηθήσει και εσύ όταν άνοιξες ελαφρά τα πόδια σου για να έχεις ευκολία στη δοκιμή, χαλαρή και άνετη του δείχνεις ίδια την επίμαχη σκηνή στο «Βασικό ένστικτο». Αυτός παρατηρούσε με λαίμαργο ερωτικό βλέμμα και κόντευε να σκάσει σαν λάστιχο Michelin που πατάει πρόκα στο δρόμο, κάθε φορά που εσύ έκλεινες και άνοιγες τα πόδια σου δοκιμάζοντας τις γόβες. Από σαράντα κύματα τον πέρασες και εξήντα καρδιακές προσβολές έπαθε μέχρι να τελειώσεις τις δοκιμές και να σηκωθείς από το κάθισμα. Τον φουκαρά, τον λυπήθηκα λιγάκι όταν εσύ έφερες τα μάτια σου στο πρόσωπό του, δείχνοντας ότι είχες προσέξει το πού κοίταγε προηγουμένως και το βλέμμα σου είχε εκείνο το πουτανίστικο ύφος του ξέρω ότι με παίρνεις μάτι και γουστάρω.  Με μπαλτά του ‘κοψες την καρδιά.»
«Τουλάχιστον, τις αγόρασα..... οπότε συνδυάσαμε αμφότεροι το τερπνόν μετά του ωφελίμου.» 
Εκείνη την ώρα έκανε την είσοδο στο μπιστρό ο γοητευτικός άνδρας με πολύ στυλ στο εκρηκτικό σεξ απίλ του. Η Ελπινίκη καθώς είχε θέα στην είσοδο τον είδε πρώτη.
«Φιλενάδα έρχεται στο διπλανό τραπέζι! Ακριβώς διπλά σου!.»
Η Εριφύλη μεμιάς  ξαφνιασμένη έστρεψε προς το άλλο μέρος.
«Τι είναι; Έρχεται; Ποιος έρχεται;»  Ρωτάει η Εριφύλη με απορία. Και ξαφνικά βλέπει τον ομορφάντρα απέναντί της.
«Δεν θα το πιστέψεις. Ίδιος μ’ αυτόν τον ηθοποιό που είχε ξεσπάσει ντόρος σχετικά με τα πλούσια ελέη του.» Της ψιθύρισε σκύβοντας κοντά της η Ελπινίκη.
Η Εριφύλη τον παρατηρεί όταν ήταν σχεδόν διπλά της.
«Ρε Ελπινίκη! Φτυστός ίδιος αν λέμε τον ίδιο ηθοποιό. Πως τον έλεγαν να δεις, που έπαιζε σε μια ταινία έναν επιτυχημένο, γοητευτικό τριαντάρη με μια σχεδόν ακόρεστη σεξουαλική όρεξη, όπου εμφανιζόταν και ολόγυμνος.»
«Έχεις δίκιο. Ίδιος αυτός ο εργένης ηθοποιός που δηλώνει ότι αναζήτα να βρει τον έρωτα της ζωής του. Λες και τούτος ο ομορφάντρας να ψάχνει κι αυτός τον έρωτα της ζωής του; Και να 'χει τα ίδια προσόντα; Ξέρεις τι λένε για τον ηθοποιό. Μπορεί να παίξει γκολφ με τα χέρια του δεμένα πίσω από την πλάτη του» Ψιθύρισε το τελευταίο η Ελπινίκη.
«Μωρή φιλενάδα; Πως;!» Ρώτησε η Εριφύλη με απορία.
«Μ' αυτό που του κρέμεται ανάμεσα στα σκέλια!» Εξήγησε σκασμένη στα γέλια η Ελπινίκη.
«Και πώς το έμαθες εσύ;!»
«Θα σου πω!» Της απάντησε, και την κοίταξε με ύφος μυστηριώδες.
«Λοιπόν;»
«Τον είδα γυμνό στο μπάνιο να τη χαϊδεύει κι αυτή μεγάλωνε, μάτια μου.»
«Ανάθεμά σε! Σήμερα δεν παίζεσαι Ελπινίκη! Να 'σαι καλά μ' έκανες και γέλασα!» Και της γέλασε πονηρά η Εριφύλη.
«Του έγινε τόοοση!. Θεέ μου συγχωράμε!» Συνέχισε η Ελπινίκη κι έδειξε με τα χέρια της το μέγεθος.
Ο γοητευτικός άνδρας πέρασε δίπλα τους σε ελάχιστη απόσταση. Τα μάτια της Εριφύλης παρασυρμένη από τη γοητεία της παραστατικής αφήγησης της Ελπινίκης με τα προσόντα του ιδιαίτερα προικισμένου ηθοποιού, ενστικτωδώς στράφηκαν στο καβάλο του άνδρα. Φανταζόταν τη στύση του να φουσκώνει και να γεμίζει το καβάλο του. Ξαφνικό ρίγος διαπέρασε την επιδερμίδα της. Λάγνες επιθυμίες αγκαλιάζουν τις σκέψεις της και πλημμυρίζει τα μέσα της. Ένιωθε να αναψοκοκκινίζει και να πλημμυρίζει χυμούς.
«Τι ηθοποιούς και πράσινα άλογα μου λες ρε φιλενάδα. Αυτός είναι πιο όμορφος από τον Θεό Απόλλωνα που έχουμε στο Μουσείο μας. Τυχερή η κοπέλα που τον αγκαλιάζει.»
Κοίταξαν συνωμοτικά η μία την άλλη, κατόπιν στράφηκαν προς τα διπλανά τραπέζια και τότε διαπίστωσαν πως οι παρέες είχανε φύγει. Ήταν μοναχές τους στην άκρη της παραλληλόγραμμης αίθουσας του καταστήματος.
Ο άνδρας τις είδε! Ένα πλατύ χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Επέλεξε και κάθισε στον γωνιακό καναπέ δίπλα τους. Ήταν το πιο απόμακρο και ήσυχο σημείο του μαγαζιού. Ακριβώς δίπλα και απέναντι από τις δυο μας φίλες. Τόσο η Ελπινίκη όσο και η Εριφύλη τον κοιτούσαν διακριτικά.
Όντως ήταν κούκλος. Κούκλος, όμως. Από αυτούς με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά που όλες οι γυναίκες θέλουν. 
Γύρω στα τριάντα του χρόνια με πλούσια ανάκατα μαλλιά μια φιγούρα μοναχικού γοητευτικού τριαντάρη που τραβούσε τα βλέμματα των θηλυκών που προσπερνούσε και μ' ένα γλυκό χαμόγελο που του χαρίζει τη γοητεία εκείνη που δύσκολα μπορεί μία γυναίκα να αντισταθεί.  Με πέντε λέξεις, αρσενικό που δεν περνάει απαρατήρητο και προφανώς, θα είχε πολλές επιτυχίες με τις γυναίκες.
Ακούμπησε απαλά την χρυσό-καστανή ματιά του στις δύο τόσο γοητευτικά λαμπερές γυναικείες σιλουέτες και άφησε τις στιγμές να χαλαρώσουν. Στα χείλη του γεννήθηκε ένα στοχαστικό χαμόγελο. Παρατηρώντας τις το πρόσωπο του ρόδισε και χαμογέλασε. Σκέψεις τον πλημμύρισαν αυθόρμητα. Πραγματοποίησε μια νοητή περιπλάνηση χαρτογραφώντας με ενδιαφέρον τις δυο όμορφες γυναίκες εκεί δίπλα του. Είχε μεγάλη αδυναμία στις όμορφες, προσεγμένες γυναίκες. Θεωρούσε πραγματικό Θηλυκό όποια ήξερε με μαεστρία ν' αναδεικνύει τα δυνατά σημεία που της χάρισε η φύση.
Πρώτα νοερά περιπλανήθηκε στην Ελπινίκη. 
«Αυτή με το σινιέ ταγιέρ. Ομορφιά κλασσική. Απόλυτη κοκέτα  πάντα στην τρίχα. Κομψή γυναίκα που ακόμη και το αιδοίο της  σίγουρα είναι απαλό, όμορφο και περιποιημένο.»
Δεν πρόλαβε να αποσώσει το συλλογισμό του και το βλέμμα του πέφτει γυρνώντας στην Εριφύλη και όταν τα βλέμματα τους συναντήθηκαν ένιωσε εκείνο τον ηλεκτρισμό, αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα. Ήταν έλξη με την πρώτη ματιά. Kαθώς την κοιτάζει, απολαμβάνει με γρήγορες ματιές τις λεπτές κινήσεις και την αριστοκρατική της φιγούρα, μια κλασική εικόνα κομψοντυμένης ομορφιάς στο ρεστοράν. Tα κατσαρά καστανοκκοκινα μαλλιά της κατεβαίνουν με τέλειο κυματισμό και τονίζουν το σταρένιο της δέρμα, ίδιο με τη χλομάδα των γυναικών της Mεσογείου. Tα τοξωτά φρύδια κι οι μακριές βλεφαρίδες της, μια νυχτερίδα. Tα μάτια της, λαμπυριζουν κάτω απ᾽ τα φρύδια της σαν πολύτιμο πετράδι μέσα σε χρυσό πλαίσιο. Η συμμετρία των χαρακτηριστικών του προσώπου της χαρίζει, χωρίς αμφιβολία, αυτοπεποίθηση! Καλοσχηματισμένη μύτη και χείλη συνθέτουν ένα αρμονικό πρόσωπο, που προσθέτει στο σοβαρό της προφίλ μια πινελιά, μια υποψία για κάτι που μένει ανομολόγητο.
Ήταν η σεξουαλική ένταση που τον απογειώνει. Το σώμα του αυτόματα ποθούσε αυτό που έβλεπε. «Γυναίκα αγριόμουνο» άφησε να φύγει από τα χείλη του ένας άτονος ψίθυρος: «Πολύ όμορφη γυναίκα σαν ατίθασο άτι που ξυπνάει μέσα σου το ζώο. Επίσης, γυναίκα που γουστάρει άγρια κόλπα. Γυναίκα που φέρεται στο σεξ ως αφέντρα» μουρμουρίζει ενώ το ακριβό της άρωμα αναμειγμένο με τη μυρωδιά απ’ το σώμα της τον μεθάει, θα ’θελε να το μαζέψει στην παλάμη του όπως αιωρείται και τον περιβάλλει με τη γοητεία της. Σαν χείμαρρος τον παρέσυρε η σεξουαλική αύρα που ακτινοβολούσε αυτή η γυναίκα. Ένιωσε κύματα καύλας να τον διαπερνούν. Όλα τα κύτταρά του, του έλεγαν ότι αυτή τη γυναίκα επιθυμούν να είναι το άλλο του μισό. 
Η Εριφύλη συνειδητοποίησε ότι ο άντρας που καθόταν απέναντι ακουμπώντας τις παλάμες του διπλωμένες στο τραπέζι είχε ρίξει το βλέμμα του πάνω της. Τα χρυσαφιά του μάτια βυθίστηκαν στα δικά της, αιχμαλωτίζοντας τα για μερικά ατέλειωτα δευτερόλεπτα, κι εκείνη ένιωσε να την αξιολογεί άμεσα και να την κοιτάζει με στιγμιαία περιέργεια. Είχε την άβολη αίσθηση πως αυτός ο άντρας μπορούσε να δει περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε η ίδια να δείξει. Έμεινε να τον κοιτάζει σαν χαζή, με την καρδιά να βροντοχτυπάει στο στήθος της, και με μια σκέψη να σκάει σαν βεγγαλικά στο μυαλό της: Θεέ μου, τι άντρας που είναι. Κι ήταν τόσο κοντά της. Ήταν ο πιο επιθυμητός άντρας που είχε ποτέ συναντήσει.
Θυμήθηκε τις ξεχασμένες συμβουλές της γιαγιάς της. Την συμβούλευε πως οι αληθινές γυναίκες πρέπει να είναι εκπληκτικές ηθοποιοί. Από τα χρόνια της πρώιμης εφηβείας τους να κάνουν ώρες πρόβας μπροστά στο ανδρικό κοινό ώστε να εκτοξεύουν την υποκριτική τους. Η γιαγιά της θεωρούσε πάντα τον έρωτα σαν μια Θεατρική σκηνή, όπου οι γυναίκες ζουν την κάθε τους μέρα σαν πρεμιέρα. Γυναίκα είναι εκείνη τη συμβούλευε πως δεν κοιτάζεις ποτέ έναν άγνωστο άνδρα στα μάτια. Αφήνεις να κυλήσει ικανό διάστημα, μέχρις ότου εκείνος προσηλωθεί πάνω σου επίμονα και διεκδικητικά. Επιλέγεις από ένστικτο, τη στιγμή που Θα του ρίξεις μία και μοναδική θανατηφόρα ματιά, λίγο πριν αποχωρήσεις απ' το σκηνικό. Ο άνδρας, έχοντας περάσει τη βασανιστική δοκιμασία της αδιαφορίας, νιώθει το ακαριαίο κοίταγμα σου να καρφώνεται σαν κεντρί στην καρδιά του. Αποχωρώντας αυτοκρατορικά, έχεις ήδη Θέσει τους κανόνες σου. Εσύ βασίλισσα στον Θρόνο, εκείνος πιστός ιππότης αφιερωμένος στη γοητεία σου. Το παιχνίδι συνεχίζεται με απανωτές πολλαπλές δοκιμασίες, μέχρι ν' αποφασίσεις εσύ να δώσεις το οριστικό τέλος. 
 Ξεροκατάπιε. Το αίμα κύλησε πιο έντονα στις φλέβες της. Ξαφνικά, μια αίσθηση φόβου την κυρίευσε. Είχε αρχίσει να φοβάται ότι ο άνδρας δεν θα σταματούσε εκεί. Αισθανόταν ευάλωτη και αυτό φαινόταν. Ο άνδρας της χαμογέλασε εγκάρδια με το που κατάλαβε ότι η Εριφύλη αισθανόταν άβολα. Σήκωσε το βλέμμα του αναζητώντας το σερβιτόρο. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και πάλι και τα μάτια του βυθίζονταν αλύπητα στα βάθη της ψυχής της, και τα έλεγαν όλα! Η Εριφύλη είχε αρχίσει να νοιώθει αυτή την γλυκιά ζέστη να την κυριεύει να την ζαλίζει και να νιώθει μια αμοιβαία σεξουαλική έλξη. Ένιωσε και αυτή κύματα καύλας να την διαπερνούν.
Από εκείνη τη στιγμή, άρχισαν να επικοινωνούν νοερά. Τα νοητά μηνύματα που αντάλλαζαν ήταν ανοιχτό βιβλίο και για τους δύο. Είναι ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τους, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό! Χωρίς υποθέσεις. Χωρίς αμφιβολίες. Ξεκάθαρα της έλεγαν ότι ήθελε να τη γνωρίσει. Και μαζί με τα μηνύματα, άρχισαν απλόχερα να γεννιούνται, συναισθήματα πρωτόγνωρα και να την «πλημμυρίζουν». Προσπαθούσε να κρατήσει αποστάσεις, καθώς συλλογιζόταν τις συνέπειες. 
Με κάθε λεπτό που περνούσε, οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνονταν. Η ταραχή της φούντωνε, κι άρχισε να νιώθει φριχτά, καθώς ένταση πλημμύρισε ξαφνικά το χώρο, τόσο απτή και χαρακτηριστική, που θα ταν αδύνατο να ξεγελάσει τον οποιονδήποτε: μια τόσο ωμή, απροκάλυπτη και βίαιη σεξουαλικότητα, που η Εριφύλη ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Σαν ηλεκτρικό ρεύμα τη διαπέρασε το μήνυμα, κι ένιωσε τα γόνατά της να κόβονται.
«Τον θέλω,» σκέφτηκε πανικόβλητη.
Δεν είχε ιδέα πώς της είχε συμβεί αυτό.
«Τον θέλω! Ακόμη ακόμη και όταν σκέφτομαι ότι αυτή την στιγμή, μπορεί και να μην έρθει ποτέ.»
Ασυναίσθητα, το κορμί της έγειρε προς το μέρος του, τα χείλια της μισάνοιξαν, η επιδερμίδα της ρίγησε σαν να τη φυσούσε δυνατός αέρας. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, κοντανασαίνοντας.

Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία IΙ: (Part.. 1)
.....

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

Apo Tin Paidikotita Stin Efivia: o Epilogos

...O Αλκιβιάδης λόγω βιοποριστικών και όχι μόνο συνθηκών εγκατέλειψε το λύκειο προς μεγάλη απογοήτευση της Κύπριας φιλολόγου του που αλλιώς την φανταζόταν την σταδιοδρομία του. (Όχι πάντως μηχανικό...  Κάτι για ρεπόρτερ του έλεγε. Δημοσιογράφος εννοείς; τη ρωτούσε.) «Για κάποιους ανθρώπους τα γράμματα γίνονται πολυτέλεια όταν το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η περηφάνια της φτώχειας τους.» Και άντε και πώς να το ανακοινώσει στην Ιοκάστη που τον έβλεπε να παίρνει τα γράμματα και καμάρωνε. Έβλεπε στο γιο της τα διψασμένα για γνώση μάτια της.
Από τα παιδικά του χρόνια, ο Αλκιβιάδης ήταν φορτωμένος με ευθύνες και έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για το ψωμί του, αφού η Ιοκάστη του και ο Κλέαρχος ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν στον ανήσυχο Αλκιβιάδη μια καλή εκπαίδευση, για την οποία τόσο λαχταρούσε. 
.....Πού να ’ξερε η δόλια η Ιοκάστη πως για το φτωχόπαιδο του παλιού εκείνου καιρού, τα τρύπια και χιλιομπαλωμένα παντελόνια του θα γίνονταν αιτία να του κλέψουν τον ήλιο της ελπίδας που δεν έμαθε πολλά γράμματα, και ξένες γλώσσες. Γιατί, πού να περισσέψουν λεφτά για καινούριο παντελόνι, τότε που η φτώχεια κυνηγούσε τους ανθρώπους. Αυτά τα τρύπια, τα χιλιομπαλωμένα παντελόνια που φορούσε από ανάγκη και περισσή ανέχεια, έγιναν η αιτία ώστε ο Αλκιβιάδης στην προεφηβική του ηλικία να νοιώθει άβολα και ν' αρνείται να πηγαίνει στο φροντιστήριο των αγγλικών και των γαλλικών βρίσκοντας χιλιάδες δικαιολογίες για να μην στεναχωρεί την Ιοκάστη, που του τα παρείχε δουλεύοντας πολύ σκληρά και πολλές ώρες..και σήμερα την ευγνωμονεί, γιατί ακόμα του θυμίζουν το καθήκον και τη θέση του μέσα στην κοινωνία, κάθε φορά που πάει να ξεχαστεί.
..,, Απλώς τελείωσε μια νυκτερινή σχόλη εργοδηγών μηχανολόγων.. Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ως υπαξιωματικός στο τεχνικό κλάδο στα τεθωρακισμένα. Με το τέλος της στρατιωτικής θητείας επέτυχε πρόσληψης στο τεχνικό τμήμα της ολυμπιακής αεροπορίας αλλά δεν τον ικανοποιούσαν την εποχή εκείνη οι μισθολογικές προοπτικές και αποφάσισε να μην αποδεχθεί την πρόσληψη. Με το πτυχίο του εργοδηγού μηχανολόγου, φοίτησε ένα χρόνο στις  ακαδημίες των εμποροπλοιάρχων ώστε να ακολουθήσει το επάγγελμα του ναυτικού. Τον κέρδισε η θάλασσα το παιδικό του όνειρο, παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της. Την συνέχεια των σπουδών που πολύ την επιθυμούσε, ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας.
Ίσως κάποια μέρα.
Ίσως.
Μα εκείνη η μέρα δεν ήρθε, δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Τώρα που έχει τα τριπλάσια χρόνια, κυνηγάει την παιδική ηλικία που δεν είχε, και γι' αυτό του αρέσουν οι παιδικές περιπέτειες.
Την ίδια εποχή είναι που συντελείτε η σωματική μεταμόρφωση του Τηλέμαχου. Μέχρι τότε στα δεκατέσσερα του χρόνια ήταν ένα κοντό παιδί που ψήλωσε απότομα στα δεκαπέντε με δεκαέξι του χρόνια, κι ακόμα συνέχισε να ψηλώνει, σαν κάποιο χέρι μαγικό να έπλαθε το κορμί του. Ψήλωσε αρκετά, απέκτησε φυσική ομορφιά, και από έφηβος έδειχνε μεγάλη αυτοκυριαρχία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του.Το πρόσωπό του είχε στιβαρή χάρη και το βλέμμα του ήταν χαϊδευτικό, ήμερο, αντίφεγγε με μελί φωτεινές αναλαμπές. Ένας όμορφος έφηβος με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Ο μικρός Ιάσονας μεγαλώνοντας ψήλωσε έγινε ένα γεροδεμένο παλικαράκι. Τέλειωσε το δημοτικό και προετοιμάζεται για εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο. Προετοιμάζεται τρόπος του λέγειν διότι τα βιβλία γενικά του έφερναν αλλεργία.
Ο Αλκιβιάδης αν και είχε εγκαταλείψει το Λύκειο, διατηρούσε καλές αναμνήσεις και εκτιμούσε το παιδαγωγικό έργο του πατρινού γυμνασιάρχη του και αντίστοιχα ο γυμνασιάρχης εκτιμούσε την φιλομάθεια του Αλκιβιάδη… Με θάρρος λοιπόν ζήτησε από τον γυμνασιάρχη να βοηθήσει τον μικρό Ιάσονα διότι είναι ένα πανέξυπνο παιδί απλά δεν τα πάει καλά με τα γράμματα.
Ακόμη και σήμερα ο Αλκιβιάδης θυμάται με νοσταλγία και σεβασμό τον καταγωγή απ’ την Πάτρα γυμνασιάρχη του να του γραπώνει την μύτη με τον Δείκτη και τον μεσαίο δάκτυλο και να τον ταρακουνά μέχρι που τον έπαιρναν τα ζουμιά απ  την αιμορραγούσα μύτη… 
Το έγκλημα του ήταν ότι είχε ζωηρή φαντασία και μια μεγάλη αγάπη στις περιπέτειες, έγραφε γλαφυρές εκθέσεις, αλλά οι σελίδες του ήταν σαν ένα ολάνθιστο λιβάδι σπαρμένο παπαρούνες.  Η Κύπρια φιλόλογος χαμογελούσε με κατανόηση αλλά ο γυμνασιάρχης το είχε βάλει αμέτη-μωχαμέτη ο μαθητής του να μάθει και ορθογραφία.
«Ζωντόβολο θα μάθεις ποτέ να γραφείς σωστά τις λέξεις.» Και τον ταρακουνούσε χωρίς οίκτο. Αλλά στα ματιά του ο Αλκιβιάδης έβλεπε μια ζεστή, τρυφερή ματιά που ενδιαφερόταν για εκείνον. Αυτή η κρυμμένη τρυφερότητα  ήταν η απόδειξη της αγάπης του για τον μαθητή του.
Ο μικρός Ιάσονας συμμετείχε αναγκαστικά για να πάρει μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο, για να μην πικράνει την Ιοκάστη και τον αδελφό του ύστερα από τις δέουσες ασφυκτικές παραινέσεις, αλλά παρακάλεσε το γυμνασιάρχη να μην τον βοηθήσει γιατί δεν επιθυμεί να πάει στο γυμνάσιο. Το 'βλέπε για γράμματα ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει, θεωρούσε το σχολικό βάρος ασήκωτο. Ήταν καιρός του να διαλέξει μια τέχνη. Ο γυμνασιάρχης με κατανόηση του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι και του ευχήθηκε να βρει αυτό που επιθυμεί στην ζωή του. Με το πέρασμα το χρόνου δεν κάθισε ξανά ποτέ σε θρανία, βρήκε όμως τον δρόμο του, κι έκανε προκοπή  ύστερα από μόχθο και σκληρή δουλειά. ...  
Η ίδια η ζωή έχει διδάξει πως ουκ ολίγοι, που δεν κάθισαν σε θρανία, βρήκαν τον δρόμο τους, δούλεψαν σκληρά και πέτυχαν πολλά. Όπως ο ιδιόμορφος και πλούσιος Κεφαλλονίτης της ανέκδοτης ιστορίας που λέγεται από στόμα σε στόμα, για πολλά χρόνια, που λέει στο τραπεζίτη του «Αν ήξερα να γράφω θα ήμουν καντηλανάφτης».
Ο Κλέαρχος η Ιοκάστη με τον Τηλέμαχο και τον Ιάσονα μετακόμισαν στην Αθήνα το διάστημα της στρατιωτικής θητείας του Αλκιβιάδη.
Η Ιοκάστη. Η υπέροχη μητέρα τους.
Απεβίωσε στα εξήντα επτά της χρόνια σε πολύ καλή φυσική και πνευματική κατάσταση και καλή φυσική σωματική δραστηριότητα, από αιφνίδιο θάνατο (την πρόδωσε η αγνή καρδιά της) που ξάφνιασε τόσο το γιατρό της, καθώς και όλους τους άλλους γύρω τους.
Του Αλκιβιάδη υπάρχουν ακόμη μέσα στο μυαλό και στην ψυχή του αναμνήσεις, εικόνες της και συναισθήματα από το παρελθόν τους που έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα του και δεν ξεχνιούνται, αν και έχουν ξεθωριάσει και δεν είναι τόσο ζωντανές με το πέρασμα του χρόνου, που τις κουβαλά ακόμα και σήμερα. Οι αναμνήσεις είναι συνυφασμένες με το παρελθόν του και το παρελθόν του καθορίζει άμεσα το παρόν και το μέλλον του.  Η Ιοκάστη του είναι μια ανάμνηση που για αυτόν σημαίνει κάτι θετικό, κάτι που θέλει να θυμάται για όσο ζει, κάτι που βίωσε και τον έκανε ευτυχισμένο και η ανάμνηση της βρίσκεται σε μια γωνιά της ψυχής και του μυαλού του και τον συντροφεύει να έχει το ψυχικό σθένος για να πετύχει, να είναι αισιόδοξος, τολμηρός και δυνατός όπως αυτή τον συμβούλευε. Το αποτύπωμα που άφησε, δεν ξεθώριασε! Μέσα του «φωσφορίζει» να του την θυμίζει ανελέητα και να 'ρχεται στα χείλη του ψιθυριστά πόσο τους λείπει....
Επέστρεψε εσπευσμένα από το Χιούστον των ΗΠΑ όπου βρισκόταν.
Δεν τα κατάφερε! Δεν πρόλαβε να την ασπαστεί αν και έτρεξε να αγκαλιάσει για τελευταία φορά το άψυχο σώμα της. Αν και το επιθυμούσε.
Ο άνεμος της μνήμης γέμισε μελαγχολική σκόνη το μυαλό του και αμέσως το πρόσωπό του σκοτείνιασε ενθυμούμενος την εικόνα της πρόωρα χαμένης μητέρας του. Ο πόνος του ξεχείλισε για μια ακόμα φορά και τα μάτια του άρπαξαν φωτιά. Είχε καιρό να κλάψει, παρόλο που η σκέψη της τον βάραινε διαρκώς. Από εκείνο το μελανό δευτερόλεπτο που έμαθε για τον αιφνίδιο θάνατό της, μια σκιά σαν κοράκι ήρθε και κάθισε μόνιμα στην ψυχή του. Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν, ζητώντας να ξορκίσει την προσωπική του τραγωδία. Αν τον έβλεπε από μια γωνιά του σύμπαντος, σίγουρα θα τον καμάρωνε. 
Τον πρώτο καιρό τις νύχτες που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, μες στα βαθιά μεσάνυχτα σαν λύκος μοναχικός, σερνόταν κρυφά μέσα από τους ίσκιους και τρύπωνε σαν φάντασμα στην τελευταία κατοικία της.
Ήθελε να είναι ολομόναχοι οι δυο τους, πλησίαζε αθόρυβα, εκεί που εκείνη κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Να τα πούνε. Και να μην τους ακούει κανείς. Στεκόταν πάνω από την λιτή μαρμάρινη πλάκα, η ψυχή του κομμάτια. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε τόσο νωρίς, έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη… Περίμενε εκεί….Κλαίει, μ' έντονο, γοερό κλάμα και τα δάκρυα που καίγανε χύνονται ζεστά απάνω στο κρύο μάρμαρο. Γονατιστός επάνω της και αναρωτιόταν «Γιατί;»  Καμία απάντηση από πουθενά. «Που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου. Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Γιατί; Χάθηκαν τα χάδια σου τα τρυφερά.» 'Όταν ήταν μικρός, ερχόταν ακροπατώντας στο κρεβάτι του λίγο πριν κοιμηθεί, για να τον σκεπάσει. Του χάιδευε τα μαλλιά, τον μύριζε απαλά, τον ασπαζόταν τρυφερά όπως μόνο μια μάνα ξέρει και πήγαινε να ξαποστάσει από την κούραση της ημέρας. Πέρασαν κιόλας τριάντα πέντε χρόνια, συλλογίστηκε. Έτσι απλά! Σαν ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού. Κι ένοιωσε στο μάγουλό του, το φιλί της μάνας του, όπως όταν τον αποχαιρετούσε στο πρώτο του μπάρκο. «Να πας στο καλό καρδιά μου. Να σε φυλάει ο Άγιος μας, εκεί στα ξένα που πηγαίνεις». Έχωσε μέσα στη τσέπη από το σακάκι του ένα φυλακτό και τον ξεπροβόδισε μέχρι το αεροδρόμιο που ετοιμαζόταν να σαλπάρει για τον Περσικό κόλπο. 
Έφευγε όταν η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Έκλεινε τα μάτια και το ξέρει πως δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος.
Ο Κλέαρχος.
Απεβίωσε στα ογδόντα πέντε του έτη. Ο Αλκιβιάδης με τα χέρια του ... του έκλεισε τα μάτια όταν αναχώρησε η ψυχή του από το σώμα του, για ν' αναπαυθεί.. (........ αιώνια μετά των δικαίων........)
Ο Τηλέμαχος.
Τελείωσε το Λύκειο,  σταμάτησε όμως εκεί, δεν έκανε ένα βήμα ακόμη να πάρει εφόδια για να προχωρήσει παραπέρα,. Oταν ήταν μικρός μάλλον ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, δεν υπάρχει παιδί που παίζει μπάλα και να μη θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής.  Είχε μεγάλο φυσικό ταλέντο, αλλά ήταν τρομερά απείθαρχος, οπότε το πλάνο αυτό δεν προχώρησε με επιτυχία.  Μετά, και καθώς τα πράγματα σοβάρευαν και οι αποφάσεις έπρεπε να έχουν και κάποιον ρεαλισμό, αυτός παρέμεινε αναποφάσιστος, επιβεβαιώνοντας τη αστάθεια του χαρακτήρα μου. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί πραγματικά να του αρέσει, ίσως μόνο μια αίσθηση, αλλά κι αυτή δεν ήταν αρκετή. Υπηρέτησε στις ειδικές δυνάμεις καταδρομών του στρατού. Του Αλκιβιάδη δεν του φάνηκε παράξενο αλλά είχε κάποιους φόβους με την επιλογή του αδελφού του. Πίστευε ότι δεν ταίριαζε με τον ατίθασο χαρακτήρα του να γίνει μέλος μίας επίλεκτης ομάδας καταδρομέων που πρέπει να περάσει από ασκήσεις και γυμνάσια που προκαλούν τρόμο και πόνο και ορισμένες φορές μάλιστα η εκπαίδευση για τα ειδικά αυτά σώματα ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Η μετέπειτα επαγγελματική ζωή του πολυτάραχη και ασταθής. Ασχολήθηκε με μια πληθώρα από επαγγέλματα. Από δουλειές του ποδαριού μέχρι επιτυχημένες επιχειρήσεις. Μπορεί να ‘ταν ένα χαρισματικό παιδί, αλλά οδήγησε την ζωή του χωρίς πηδάλιο, ανήσυχος, χωρίς πληρότητα, τελικά βούλιαξε στο βάλτο της καθημερινότητας, με τα σπουδαία του χαρίσματα χαμένα. Από την εφηβική του ηλικία η περιπέτεια ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή μου. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους. Ήταν ένας όμορφος άντρας με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Τον Τηλέμαχο τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος για τη ζωή. Και η ίδια η ζωή τον έδιωξε από την αγκαλιά της. Δε χρειάστηκε και πολύς κόπος για να αναποδογυρίσει το σκάφος παρασύροντας στο βυθό ότι υπήρχε πάνω του. Όταν τον βάλανε κάτω απ' τη γη ήταν μονάχα σαράντα τριών ετών. Χάθηκε έτσι ξαφνικά. Ποιος θα το 'λεγε. Σαράντα τρία χρόνια ανέμελης ζωής που ξαφνικά ένα ύπουλο τσίμπημα στην καρδιά τον σκόρπισε για πάντα.
Λάκισε απ' τούτη τη ζωή χωρίς να τους πει ούτε ένα αντίο.....
 Ο Ιάσονας. ....
Όταν ο Ιάσονας είπε την απόφαση του η Ιοκάστη δεν συμφωνούσε που αποφάσισε να παρατήσει τα γράμματα για μια τέχνη, το θεωρούσε παράτολμη κίνηση για την μετέπειτα ζωή του, θύμωσε πικράθηκε μα η απόφαση του Ιάσονα ήταν αγύριστη... Ο Κλέαρχος που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Βενιαμίν τους δεν του έκανε εντύπωση και δεν αντέδρασε στις επιθυμίες του Ιάσονα. Τουναντίον πολλές φορές  έγινε πολύτιμος αρωγός στις προσπάθειες του.
Και ο Αλκιβιάδης καθησύχασε την μητέρα τους. «Αυτό το παιδί έχει έμφυτο μέσα του το δαιμόνιο του εμπορίου, και μην το υποτιμάς, μητέρα» της είπε.
Από έφηβος ξημεροβραδιαζόταν δουλεύοντας τόσο σκληρά που είχε συνηθίσει να κοπιάζει για να πετύχει. Του χρειαζόταν εξάλλου να κάνει βήματα προόδου, για να κλείσει το στόμα της μητέρας τους, η οποία ανησυχούσε σχετικά με το μέλλον του. Ασχολήθηκε ταυτόχρονα με τεχνικές εργασίες υδραυλικών εγκαταστάσεων, και με εμπορικές δουλειές, μειώνοντας με γοργό ρυθμό την απόσταση που χρειάζεται να διανυθεί ως την καταξίωση.
Παντρεύτηκε νεαρότατος και ήδη στη στρατιωτική θητεία του είχε μια κόρη, που έφερε πανάξια το όνομα της μητέρας τους. Υπηρέτησε στην επίλεκτη Μονάδα της Προεδρικής Φρουράς παρ’ ότι δεν ήταν επιλογή του, ούτε το επιθυμούσε.. Απλώς επιλέγει με κριτήρια κυρίως ήθους και σωματικά. Και αυτό ο Αλκιβιάδης νομίζει ότι τα λέει όλα!  Αργότερα ο χαρακτήρας του, το εμπορικό και επιχειρηματικό δαιμόνιο που είχε μέσα του, είχαν σημαντική συμβολή στην προώθηση της κοινωνικής του ευημερίας, με αποτέλεσμα η βελτίωση της ευημερίας του να να συνδεθεί με τη δημιουργία μια όμορφης οικογένειας.
.........Το ταξίδι, η περιπέτεια και η μακριά πορεία τελειώνει σ' εκείνο το μέρος όπου πηγαίνει η φλόγα όταν σβήνει, στο άυλο παρελθόν .
.......... Όταν αρχίζει να σουρουπώνει, παίρνει το μονοπάτι που οδηγεί στην ακτή, όπου κάθεται ώρες ολόκληρες εκεί που σκάει το κύμα, στην άμμο την ποτισμένη από την αλμύρα, και αγναντεύει το πέλαγος. Βλέπει τα  κύματα να παφλάζουν στην αμμουδιά στα πόδια του, τα νιώθει στο ρυθμό του φλοίσβου τους να του ψιθυρίζουν ολόγυρα από το σώμα του. Έκλεισε  τα μάτια του για ν' ακούσει τη μουσική τους μα δεν τ' άκουγε παρά μόνο τον παφλασμό τους. Ήταν η αντάρα της ψυχής του, που βούβαινε τα πάντα γύρω του. Το μυαλό του ανασύρει από τα ξεχασμένα υπόγειά του αναμνήσεις, είναι οι στιγμές που εύχεται να μπορούσε να γκρεμίσει τα σύνορα του Χώρου και του Χρόνου. Αισθάνεται τη μαγεία να αναβλύζει από κάθε κόκκο άμμου στην ακρογιαλιά, να εξαπλώνεται γύρω του με τα κύματα του νερού και του αέρα. Ξαναγυρίζει στα χρόνια της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά.
Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων και εκεί καθισμένος στην αμμουδιά, ταξίδευε με τα καράβια που περνούσαν...
...............................................
***Πηγή … Η Κουμουστά της Λακεδαίμονος…
Θεοδ. Σ. Κατσουλάκου… Παν. Χ. Στούμπου
Εκδοση ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΗΡΟΚΑΜΠΙΟΥ......ΣΠΑΡΤΗ 2012
Γ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ
1. Οικογένειες και ιστορική τους παρουσία… Σελίδα 199….

**Kατά την παράδοση ήταν ο πρώτος οικιστής της Ρειχιάς από τις Σπέτσες στα 1795…Βλέπε: Λακωνικαί Σπουδαί… Τόμος 20
Ελευθερίου Π. Αλεξάκη… ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΛΒΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΑΛΒΑΝΟΠΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΒΑ ΛΑΚΩΝΙΑ. (1400-2000)

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

«Den Legonte Ta Panta Stous Pantes»

.
... Την εποχή εκείνη στο τέλος τη εφηβείας του Αλκιβιάδη, ο Κλέαρχος ένοιωθε εντελώς αποστραγγισμένος από ενέργεια και παρουσίαζε φιλάσθενο χαρακτήρα και ασθένειες τον ταλαιπωρούσαν. Ο θεράπων του ιατρός τους δήλωσε, ότι λόγω του ιστορικού με τα νεφρά του, χρήζει νοσοκομειακής περίθαλψης και για «καλύτερα» αποτελέσματα τον παρέπεμψε σε μεγάλο νοσοκομείο των Αθηνών για περαιτέρω κλινικές εξετάσεις καθώς τους δήλωσε ότι τις κρίνει πραγματικά απαραίτητες...
 «Ταλαιπωρήθηκε στις κυνηγητικές εξορμήσεις στα βουνά και τα λαγκάδια που εφορμούσαν με τον φίλο του το γιατρό.» Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Αλκιβιάδης στην Ιοκάστη.
«Αλκιβιάδη σε παρακαλώ! Μη λες τέτοια λόγια για την ίδιο σου τον πατέρα». Τον μάλωσε η μητέρα του.
Έχει περάσει μια εβδομάδα που η Ιοκάστη άφησε τον Κλέαρχο στην εποπτεία των γιατρών με τη συνδρομή της αδελφής της που μένει στην Αθήνα. Επιστρέφει πάλι στο νοσοκομείο στην Αθήνα για να δει την πρόοδο της ανάρρωσης του Κλέαρχου. Διαβαίνοντας το εσωτερικό μεγάλο πάρκο του νοσοκομείου έπιασε στα «πράσα» τον Κλέαρχο να ερωτοτροπεί σε παγκάκι του πάρκου με μια νοσοκόμα. Είχε δίκιο λοιπόν η αδελφή της που τον επισκεπτόταν καθημερινά και εκμυστηρευόταν της Ιοκάστης ότι ο Κλέαρχος τον τελευταίο καιρό εκμεταλλεύεται την ψυχολογία της με την φιλάσθενη νοοτροπία που παρουσιάζει. Αδελφή μου της έλεγε το μυαλό του είναι στο «Ο γιατρός θεραπεύει, αλλά η νοσοκόμα φροντίζει τον ασθενή.» Και της τόνιζε ιδιαίτερα με στόμφο ειρωνικό αυτό το «αλλά η νοσοκόμα φροντίζει τον ασθενή.»
Ο Κλέαρχος τις ώρες εκείνες ήταν τόσο απορροφημένος το μόνο που σκέφτεσαι είναι το πουλί του και τα σαλιαρίσματα! Δεν πήρε είδηση την παρουσία ούτε καν τον ίσκιο της Ιοκάστης. Την Ιοκάστη ένας τεράστιος θυμός την είχε πλημμυρίσει και ξεχείλιζε από κάθε της πόρο. Μια πίκρα. Αγαπούσε τον Κλέαρχο, λαχταρούσε και ανησυχούσε να τον συναντήσει ώστε να μάθει για την πορεία της υγείας του. Η αντίδρασή της έμοιαζε με βουβή κραυγή: Κυριευμένη από απογοήτευση πήρε των κομματιών της κι έφυγε χωρίς να την πάρει είδηση ο Κλέαρχος. Γύρισε άναυλη στη Λαμία..
Με τη επιστροφή στη Λαμία μια απέραντη πίκρα και ένας βουβός θυμός αιωρείται και κυριαρχεί στο περιβάλλον του σπιτιού τους. Ο Αλκιβιάδης αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο στόχος του θυμού, και ο θυμός αποτελεί πρόβλημα όταν δεν εκφράζεται και παραμένει βουβός. Λύπη βαθιά τον πλημμύρισε στο βουβό συναπάντημα των ματιών τους με την Ιοκάστη.
Δεν τον είχε ματαδεί τόσο κομματιασμένη την μητέρα του, τον στύλο του σπιτιού τους, ο Αλκιβιάδης. Σαν τ’ αλωνιού τη πέτρα τη παλιά. Σαν του παξιμαδιού το θρύμμα. Ρίγησε μέσα του. Αγκάλιασε με τις μεγάλες του παλάμες το σκυμένο κορμι της. Φίλησε τρυφερα τη κεφαλη της παραμερίζοντας με τα χείλη του το μαυρο θύσανο των μαλλιών της.
«Μητέρα, ψιθύρισε! Όσο κάποιος δε μιλάει, όσο κρατά βουβή την πίκρα και την ενόχλησή του,  σχεδόν πάντοτε φωλιάζει ένας άλλος βουβός θυμός και γι' αυτό αγριότερος. Ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο που έχει κατεύθυνση, συσσωρεύεται και κάποια στιγμή εκπυρσοκροτεί. Βουβά, σαν συριγμός..» Της πρότεινε με θέρμη να του μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημά της και γ’ αυτόν που της το προξενεί. Να του εξομολογηθεί τις σκέψεις της, τις αντιρρήσεις της, την πίκρα της, το θυμό της. Ό,τι τέλος πάντων ταλαιπωρεί τη σχέση τους με τον πατέρα του..
«Ακόμη και να μη σε καταλάβω, θα νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου που μίλησες. Θα νιώσεις καλύτερα με την αυτοεκτίμησή σου. Είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι ειλικρινής και θαρραλέα από το να είσαι λυπημένη και θυμωμένη. Είναι, δεν είναι;.!»
Η Ιοκάστη δάμασε το θυμό της, άφησε να ξεθυμάνει η οργή της και βουβά σταλαματιά-σταλαματιά τα δάκρυά της πέφτουν, έπνιξε κάθε φωνή διαμαρτυρίας και του μίλησε μέσα από τα βάθη της καρδιάς από τις βαθύτερες τις πιο εσωτερικές περιοχές της ψυχής της. Παράπονο την έπιασε, αναστενάζει και διηγείται εφηβικές αναμνήσεις για τις επιλογές της, και με παράτονο να βγαίνει το αχ της φωνή της μέσ' από τα φυλλοκάρδια της.
.....Τα χωριά του Ζάρακα κατά την περίοδο της Κατοχής, ήταν θέατρο δραστηριοτήτων της Εθνικής Αντίστασης. Στο Γέρακα στο Κυπαρίσσι και αλλού έφθαναν συχνά ελληνικά και συμμαχικά υποβρύχια, τη νύχτα, από τη Μέση Ανατολή. Διακινούσαν κατασκόπους και είχαν επαφή  με τις  μονάδες Εθνικής Αντίστασης. Μέλη της ομάδας αυτής  μαζί με τους ντόπιους, Ζαρακίτικης καταγωγής,  περιέθαλπαν και έκρυβαν από  τους Γερμανούς,  με κίνδυνο της ζωής τους  Έλληνες και ξένους  κατασκόπους.
Η Ρηχιά ήταν και παραμένει αγροτική περιοχή. Μερικά από τα χωράφια βρίσκονται σε μακρινή απόσταση από του οικισμούς, όχι τόσο χιλιομετρικώς αλλά χρονικώς γιατί ο απαιτούμενος χρόνος μεταβίβασης σε αυτά ήταν μεγάλος, επειδή η μεταφορές γίνονταν με μουλάρια και γαϊδούρια σε δρόμους δύσβατους. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε η ανάγκη κατασκευής καταλυμάτων- καταφυγίων για αποθηκεύσεις και την προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Στα μακρινά κτήματα όπως τα Καρίκια, που ήταν οι ιδιοκτησίες της οικογενείας του παππού σου βοσκούσαν τα πρόβατά μας και καλλιεργούσαμε  τα χτήματα μας. Εκεί στα Καρίκια, οι πρόγονοι μας είχαν χτίσει ένα ισόγειο σπιτάκι με κεραμίδια που κάλυπταν ανθρώπους και ζώα μαζί.  Ταυτόχρονα χαμηλά στο μυχό της θάλασσας στη θέση Βρίζα είχαν χτίσει πρόχειρο καταφύγιο τη λεγομένη τούρλα που  θύμιζε κτίσμα της λεγομένης « Μεγαλιθικής Περιόδου.»
Ο Αλκιβιάδης ανέμενε προσηνής την συνέχεια της ιστορίας της, προβληματισμένος για το τι σκοπό  εξυπηρετεί η περιγραφή της περιοχής. Έχοντας ζήσει και ο ίδιος για ένα διάστημα στο χωριό, όλα αυτά τα γνώριζε από πρώτο χέρι.
Εδώ η Ιοκάστη σταμάτησε για λίγο την αφήγησή της, όντας εμφανώς πιο ήρεμη. Έκλεισε για λίγο τα μάτια και άρχισε πάλι να του αφηγείται. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τότε κατάλαβε πως είχε φτάσει στο πιο δύσκολο. Ξεκίνησε μια εκ βαθέων εξομολόγηση όταν ξανάπιασε το μίτο των συλλογισμών της. Ζούσε τόσο έντονα το παρελθόν, που το παρόν δεν την ενδιέφερε πια σχεδόν καθόλου. Όσο η δροσερή σκιά της μουριάς σκέπαζε την αυλή κι η μυρωδιά απ' τα χρυσάνθεμα έφτανε από τον κήπο, τόσο πιο έντονα θυμόταν την εποχή εκείνη.
...........Στη Νοτιοανατολική Λακωνία κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής 1941-1944. οι πρώτες ομάδες ανταρτών είχαν δημιουργηθεί στην οροσειρά του Πάρνωνα ήδη απ’ τα τέλη του 1942. Αρχικά, οι ομάδες είχαν πολύ περιορισμένη δράση λόγω έλλειψης οπλισμού και έμψυχου δυναμικού. Η κατάσταση άλλαξε την Άνοιξη του 1943 με την άφιξη της πρώτης αγγλικής αποστολής, και το τέλος της Ιταλικής Κατοχής από  το καλοκαίρι του 1943 και  βρισκόμαστε πλέον στην δεύτερη αιματηρή γερμανική κατοχή στην Πελοπόννησο. Την εποχή εκείνη Έλληνες και Βρετανοί κομάντος  είχαν  φθάσει στη Λακωνία από τη Μέση Ανατολή με τελικό τους προορισμό να ενισχύσουν την Αντίσταση.
Βρετανοί κομάντος έπεσαν με αλεξίπτωτα κοντά στην  θαλάσσια περιοχή του μικρού όρμου Βρίζα στο κάβο στις Λούτσισες με δύσκολες καιρικές συνθήκες εκεί που βρίσκεται το κατάλυμα- καταφύγιο της οικογένειας μας... Λόγω σφοδρής βροχής και ισχυρών ανεμών έχασε τα ίχνη ο ένας του άλλου. Φήμες μιλούσαν για έναν τραυματία και έναν ακόμη θανάσιμα τραυματία στην περιοχή... ο νεότερος είχε βγει στη θέση Βρίζα. Επειδή δεν βρήκε άμεσα μια ασφαλή γωνιά τη βροχερή νύχτα, η αγωνία είχε ήδη αρχίσει να φωλιάζει στο στομάχι του όταν ανακάλυψε μια μικρή σπηλιά όπου βρήκε ασφαλές και φιλόξενο καταφύγιο τις νυχτερινές ώρες. Μέσα στο θαμπό φως της αυγής, η πρώτη εικόνα μπροστά του μοιάζει σχεδόν με ζωγραφική σύνθεση στην ψυχή του. Μια στήλη λευκού καπνού ήταν ορατή καθώς υψωνόταν στην υγρασία της ατμόσφαιρας. Μόλις που χαράζει και με ψιλή-ψιλή βροχή κατά αραιά διαστήματα ακολούθησε τον κατσικόδρομο που οδηγούσε από τον όρμο της Βρίζα στο κατάλυμα- καταφύγιο της οικογένειας μας μετά από δύσκολη πεζοπορία. Το κατάλυμα- καταφύγιο ήταν μια πανάρχαια τούρλα που είχε μετατραπεί σε με τον χρόνο σε πιο ευρύχωρο κατάλυμα.
Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ο καιρός τα ίδια και τα ίδια, όταν βλέπεις αυτά τα μαύρα σύννεφα στην Κουλοχέρα να κολλάνε κατά το Αμπελάκι, να κατηφορίζουν κατά το Σκίθι και να ξαπλώνονται στα Μαντριά, να περιμένεις κι άλλες βροχές, όπως συνηθίζουν να το λένε οι τσοπαναραίοι (ποιμένες).
Ο νεαρός άνδρας εντοπίστηκε πρώτα από τα σκυλιά του κοπαδιού μας. Ο παππούς σου πρόσταξε  τα σκυλιά να ησυχάσουν. Αν και βρεγμένος και έχοντας ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα φαινόταν ότι διέθετε την απαραίτητη στιβαρότητα να επιβιώνει σε δυσμενείς συνθήκες και ευτυχώς, έδειχνε καλά στην υγεία του. Μπήκε στο σπίτι ζητώντας την άδεια να απευθυνθεί στη γιαγιά σου. Συμπαθητικός, καλοσχηματισμένος, όμορφος, πειστικός..... φαινόταν και πολύ ειλικρινής.
Ήταν η περιπέτεια ενός νεαρού, Βρετανού στρατιώτη, ο οποίος, μπάρκαρε μια νύχτα της άνοιξης του 1943; από την Μέση Ανατολή με προορισμό την Κρήτη, και την Πελοπόννησο κι από ‘κει, περπατώντας, κατέληξε στην εξώπορτα του αγρότο-καλυβιού μας.
Εγώ μόλις είχα αναχωρήσει για το μαντρί μας που βρισκόταν κοντά στο κατάλυμα. Σε μια στιγμή κοίταξα πίσω και είδα σε μικρή απόσταση το νεαρό στρατιώτη.
......... Η ανάμνηση ξετυλίχτηκε στο μυαλό της, δάκρυα άρχισαν να πλημμυρίζουν τα μάτια της. Η εικόνα του Βρετανού στρατιώτη πρέπει να είχε πλημμυρίσει το μυαλό της.
....... Ο παππούς σου γέμισε ποτήρι με ρακί και του το πρόσφερε. Το ήπιε λαίμαργα σαν να έπινε νερό, οι γουλιές κατέβαιναν χωρίς να το καταλαβαίνει, μέχρι που ξαφνικά ξαναζωντάνεψε, πήρε δύναμη. Ήταν σαν «μάννα εξ ουρανού» διότι όπως ήταν γεμάτος αλάτι από τα κύματα, αισθανόταν αφόρητη δίψα. Τον βοήθησε να βγάλει τα βρεγμένα ρούχα του και του έδωσε να ρίξει επάνω του μια κάπα που φορούσε ο παππούς σου φτιαγμένη από τραγόμαλλο. Ο απρόσμενος επισκέπτης τυλίχτηκε με την κάπα καθώς κούρνιαζε πιο κοντά στη φωτιά με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο έτσι ώστε όσο το δυνατόν να φτάνει περισσότερη θερμότητα επάνω του. Η γιαγιά σου ετοίμασε ένα ζεστό πρωινό με φρέσκο γάλα, και φρέσκο-ψημένο χωριάτικο ψωμί με τηγανιτά αυγά για τον ταλαιπωρημένο στρατιώτη και μπόλικο τουλουμίσιο τυρί με ελιές.
Η οικογένεια μας, τηρώντας τις πατροπαράδοτες παραδόσεις του τόπου μας, απέκρυψαν τον περιπλανώμενο στρατιώτη, μοιράστηκαν μαζί του το λιγοστό φαγητό μας, με κίνδυνο της ζωής τους αφού οι Γερμανικές διαταγές ήταν σαφείς. Όποιος παρέχει αρωγή στον εχθρό θα τιμωρείται με θάνατο, (έλεγε η διαταγή του Γερμανού Διοικητή Φρουρίου της Μονεμβάσιας).
Ο νεαρός Βρετανός στρατιώτης ήξερε λίγα ελληνικά που τα είχε μάθει στη Μέση Ανατολή και στην Κρήτη. Λέξεις που τον βοηθούσαν στην επαφή του..
Ο παππούς σου χωρίς να χάσει καιρό αναχώρησε για τη Ρηχιά να βρει το σύνδεσμο των ανταρτών και να τον φέρει σε επαφή με Βρετανό στρατιώτη.
Έμεινε μαζί μας κρυμμένος και την επομένη. Και τις δύο μέρες που ακολούθησαν, φανταζόταν ότι ήταν καλά κρυμμένος, με ασφάλεια στο οικογενειακό κατάλυμα- καταφύγιο μέχρι που ο παππούς σου τον έφερε σ' επαφή με τους συνδέσμους των ανταρτικών ομάδων στην περιοχή. Τον διαβεβαιώσαμε ότι ήταν καλά κρυμμένος ακόμη κι από ακούσιους πληροφοριοδότες. «Ήδη ο θείος σου είχε πιάσει όπλο του αντάρτη και το 1946-47, ήταν σε λόχο αντάρτικο.» Ένοιωθε μια σιγουριά και μια ασφάλεια, που του μαλάκωνε την ψυχή.
Έκτοτε, ποτέ μου δεν έμαθα τι απέγινε ο Βρετανός στρατιώτης. Θυμάμαι που έδωσε καραμέλες και σοκολάτες στις μικρές μου αδελφές. Ναι τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Ήταν ένας πολύ απλός και ευθύς άνθρωπος. Εκείνα τα γκρίζο-πράσινα μάτια του με σημάδεψαν με την ύπαρξή τους. Μας υποσχέθηκε μόλις τελειώσει ο πόλεμος θα προσπαθήσει να ξαναγυρίσει και να μας ξαναβρεί. Με ρώτησε αν με το καλό όλα αυτά τελειώσουν αν θα ήθελα να πάω στην Αγγλία να τον βρω. Μας υποσχέθηκε ότι θα μας γραφεί συχνά. Όταν αυτό είναι εφικτό. Την εποχή εκείνη ετοιμαζόταν τα βαφτίσια της μικρής-μικρής θείας σου. Νονός της ήταν πρώην βουλευτής από την Κρεμαστή που είχε σπουδάσει νομικά στο Παρίσι, μετέπειτα υπουργός στην κυβέρνηση του Σ. Βενιζέλου. Ζήτησα από την γιαγιά σου να μεσολαβήσει να είναι αυτός ο σύνδεσμος έχοντας την μεγάλη ελπίδα ότι έτσι ίσως θα μπορέσω να έχω επαφή μαζί του.
Είναι η στιγμή που στης Ιοκάστης το μυαλό επικρατεί μελαγχολική διάθεση ανακαλώντας με νοσταλγία γεγονότα και αμυδρές εικόνες εκείνης της εποχής. Στην σκέψη της λιμνάζουν και πάλι οι ίδιες μελαγχολικές ιδέες, όπως τότε! Που δεν τις εξωτερικεύει. Ένα «κουβάρι» το οποίο δεν το αφήνει να ξετυλιχτεί. Άπλα νοιώθει. Μελαγχολική. Θλιμμένη...
Ο Αλκιβιάδης βλέποντας τώρα την ωχρά και μελαγχολική όψη της μάνας του την έπιασε απ' το χέρι και την τράβηξε μαλακά να κάτσει δίπλα του. Κοίταξε γύρω του με τα ζεστά δάκτυλα του ακουμπισμένα στο χέρι της και μ' αυτή την έκφραση θυμού και εξάντλησης στο πρόσωπο του εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του και πιο πολύ απ' όλα τον εξόργιζε η υποτακτηκότητα της μητέρας του στη συζυγική της σχέση με τον πατέρα του.
Η Ιοκάστη τότε έβαλε το πρόσωπο της στις χούφτες της, έγειρε το κεφάλι της πάνω στα γόνατά της κι έτσι όπως καθόταν ζαρωμένη άρχισε να κλαίει πνιχτά μ' έναν τρόπο σα να 'βγάζε από μέσα της το παράπονο μιας ζωής. Ένας βουβός αναστεναγμός, της ξέφυγε πιο πολύ σαν λυγμός ήταν.  Οι ανάσες της γίνονταν βαθιές και λαχανιασμένες, ένιωθε σαν να είχε τρέξει. Και κατά κάποιον τρόπο ίσως να το είχε κάνει κιόλας. Έτρεχε πίσω από τη ζωή που επιθυμούσε για την οικογένεια της και σύντροφος της δεν βοηθούσε, να την αποκτήσουν.
.....Ο Αλκιβιάδης για πρώτη φορά προβληματιζεται εάν η μητέρα του εννοούσε όσα είχε πει και όσα δεν είχε πει. Μητέρα! όλοι μας νιώθουμε κάποιες φορές θλιμμένοι ή άκεφοι – κι αυτό μάλιστα δεν είναι καθόλου κακό μπορεί να νιώθεις σύγχυση και να είσαι πληγωμένη από τη συμπεριφορά του πατέρα, συμπεριφορά σαν και αυτές που αισθάνεσαι ότι το ποτήρι ξεχειλίζει, αλλά το γνωρίζεις πολύ καλύτερα ότι ο πατέρας δεν είναι κακός, απλώς παθιάζεται ορισμένες φορές με συμπεριφορές και οι πράξεις του ξεφεύγουν από τα όρια και σε βγάζουν από τα ρούχα σου. Καιρός πολύς έχει περάσει από την τελευταία φορά που το χωριό σε χαρακτήρισε «θαρραλέα γυναίκα». Είκοσι χρόνια ακριβώς από εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό που είπατε χαμογελαστοί καλημέρα ο ένας στον άλλο..... Η Ιοκάστη φίλησε με τρυφερότητα τον γιο της. Ένιωσε όλες της τις θολές σκέψεις να διαλύονται. Μόνο μια σκέψη κυριαρχεί στο μυαλό της. Των παιδιών της, της οικογένειάς της.
......Ο Αλκιβιάδης σήμερα «επιμένοντας μυθιστορηματικά» αποπειράται να ζωντανέψει τις πραγματικές αναμνήσεις της Ιοκάστης αυτές που άγγιξαν την ψυχή της και που δεν τόλμησε να του εξομολογηθεί. Γιατί η ανάμνηση της ευτυχίας, δεν είναι πια ευτυχία. Είναι στιγμιαίες σκέψεις και βουβές ονειροφαντασίες, απ' τα εφηβικά σκιρτήματα. Που σβήνουν σαν τα χνάρια στο μαλακό το χώμα.
                     «Δεν λέγονται τα πάντα στους πάντες: Ου πάσι τα πάντα ρητά».
Η Ιοκάστη δεν είχε διακρίνει καλά το πρόσωπο του νέου που ήρθε από τόπο μακρινό, αλλά πρόσεξε την ψηλή του κορμοστασιά και τα βρεγμένα πυκνά μαλλιά του που χρύσιζαν σαν τη φλόγα της φωτιάς. Και ένοιωθε ήδη κάτι σαν τσίμπημα στο στήθος. Κάθε λέξη του και η ξενική του προφορά έκαναν την καρδιά της να σκιρτάει..
Ο Στρατιώτης παρά την θερμή υποδοχή που του έκαναν ένοιωθε εκείνο που πραγματικά ήταν, ξένος ανάμεσα σε κόσμο διαφορετικό από εκείνον. Τώρα όμως έβλεπε να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, την γιαγιά να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό και τα μικρά κορίτσια καθισμένα στο λίθινο πάγκο να τον κοιτάζουν παραξενεμένα, αλλά χωρίς φόβο. Ένοιωσε ότι όλοι ήταν σοβαροί, αλλά ευτυχισμένοι, μέσα στη φτωχική καλύβα τους.
........Έπιασε τον εαυτό του να την κοιτάζει.«Πόσο χρόνων να είναι;» Αναρωτιέται!
Ήταν αυτές οι πρώτες του σκέψεις μόλις είδε την κοπέλα που στεκόταν πίσω του, και τον κοίταζε επίμονα με μάτια λαμπερά και έτσι όπως ήταν σκυμμένος έστρεψε για να της χαμογελάσει. Όμορφη κοπέλα με το αγέρωχο παράστημα της. Η εικόνα της είχε πλημμυρίσει το μυαλό του με τα λυτά τα μαλλιά της, ελεύθερα όπως τα ρυάκια και τα χόρτα στα λιβάδια.  
«Μου φαίνεται πως ονειρεύομαι. Τι φυσική ομορφιά! Πανέμορφο δροσερό πρόσωπο νεανίδας, γεμάτο υγεία το σφριγηλό και λαμπερό κορμί της δεν χρειάζεται τα φτιασίδια. Ένα παρθένο κορμί που έχει τη φρεσκάδα των μυστικών πηγών, τη βελούδινη πρωινή απαλότητα του μπουμπουκιού, τη γυαλάδα του μαργαριταριού όταν βέβηλα χέρια δεν έχουν ακόμη ποτέ χαϊδέψει. Ο στρατιώτης μαγεύεται απ' την εικόνα της που είναι τόσο ξεκάθαρη, νιώθει σαν τον ιππότη στο μύθο ο οποίος ανοίγει με μεγάλη δυσκολία δρόμο ανάμεσα από αγκαθωτούς θάμνους για να κόψει ένα τριαντάφυλλο που κανείς ποτέ δεν είχε μυρίσει.»
Τα κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να πιάσει κουβέντα μαζί της. Και δώστου νοήματα ενώ συζητάνε και προσπαθούν να συνεννοηθούν. Λόγια και βλέμματα εναλλάσσονταν. Θετική αύρα αναδυόταν απ' όλα τα μέρη του φτωχού καλυβιού. Τα μάτια τους μιλάνε πιο πολύ από τη γλώσσα τους. Η Ιοκάστη προσπαθούσε πολύ να συγκεντρωθεί, να καταπνίξει τις επιθυμίες που φούντωναν μέσα της. Είναι η έφηβη που που θέλει να γίνει γυναίκα. Εν μέρει μόνο τα κατάφερνε να συγκρατηθεί και να μην φανερώσει την ερωτική έξαψη, που της είχε προκαλέσει. Μια μαγική κλωστή έμοιαζε να τους συνδέει  διεγείροντας τους με τρόπο κόσμιο και φλογερό.
...... Την επομένη περιμένοντας τον παππού και τα νέα από τον σύνδεσμο, κάποια στιγμή βρέθηκαν περπατώντας οι δυο τους ανάμεσα στο πράσινο των θάμνων, εκείνος ψηλός και στητός, εκείνη σταρένια και καστανή, φαίνεται πως τους ευχαριστούσε εκείνη η επαφή επειδή κοίταζαν προς την κορυφή της Κουλοχέρα και γελούσαν.
«Νομίζω πως είναι η ώρα να πάμε να βρούμε τον πατέρα μου.»
Ο στρατιώτης έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει», κι έστρεψε το κεφάλι του.
Τα μάτια της απείχαν μόλις λίγα εκατοστά απ' τα δικά του. Πόσο ήθελε να τη φιλήσει, αλλά αντ' αυτού είπε απλώς: «Πάμε».
Οι ασπάλαθοι και τα ρείκια που πατούσαν στο δύσβατο μονοπάτι ήταν τραχιά. Τα κοτσάνια τους μπλέκονταν στα παπούτσια τους καθώς έσερναν τα βήματά τούς, διασχίζοντας το άγονο τοπίο. Ο ήλιος που έδυε άπλωνε τις σκιές του πάνω στα ρείκια και ο ανοιξιάτικος αέρας ψυχρός μύριζε λουλούδια, μερικές μέλισσες βούιζαν ράθυμα, πηγαίνοντας  από λουλούδι σε λουλούδι ενώ οι χαμηλοί θάμνοι μοσχοβολούσαν. Ο στρατιώτης άπλωσε και πήρε το χέρι της μέσα στο δικό του. Η Ιοκάστη δεν αντέδρασε. Ένιωσε τόσο φυσικό το άγγιγμα του. Το ήθελε τόσο πολύ. Ένοιωθε το χέρι της να εγκαταλείπεται τρέμοντας λιγάκι μέσα στο δικό του, ενώ τα σκληρά και ζεστά δάχτυλα του μπλέκονταν δυνατά με τα δικά της σαν να ήταν εραστές. Αισθάνθηκε να της τρέμουν τα γόνατα, σκιρτούσε η καρδία της και μέσα της ένοιωσε τη φωτεινή ομορφιά του ηλιοβασιλέματος, από τις τελευταίες αχτίδες του ηλίου προς τη μεριά της δύσης. Αυτή να χάνεται μες την ευφορία της μέθης και στις απραγματοποίητες επιθυμίες και φαντασιώσεις της.
Επάνω στη πιο δύσκολη στιγμή μπήκαν στο πετρόκτιστο μαντρί εκεί που τους περίμεναν οι γονείς της.  Η Ιοκάστη ντράπηκε, μαζεύτηκε μέσα στο καβούκι της, γύρισε στην πραγματικότητα. Της φάνηκε ότι έσβησε η φλόγα της μέθης και το αίμα σταμάτησε να χτυπά με βία μέσα στις φλέβες της.
Αργά το βράδυ έπεσε ανήσυχη στο στρώμα με την σκέψη του. Πως είναι να είσαι ερωτευμένη σκέφτηκε. Άμα είσαι πεινασμένη το ξέρεις φωνάζουν τα σπλάχνα σου. Όταν στην παγωνιά του χειμώνα κρυώνεις πάλι το λένε τα σπλάχνα σου. Όταν όμως είσαι ερωτευμένη και θέλεις να το πεις, δυσκολεύεσαι. Αυτό που θέλεις να πεις πως το λένε; Κοιτούσε ψηλά με τα μάτια της γεμάτα όνειρα. Και όμως κάτι την φόβιζε, γιατί ήταν η πρώτη της φορά που ένιωθε την ανάγκη να την φιλούσε αυτός ο άγνωστος όμορφος άνδρας.
Τον πρώτο καιρό τις βροχερές μέρες της άνοιξης, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει καθισμένη μπροστά στο λιθόκτιστο σπιτάκι τους, ατένιζε τη θάλασσα από ψηλά, μια μελαγχολία πολύ θλιμμένη την γέμιζε.
«Γιατί όμως δεν μπορώ να ξεχάσω το βλέμμα του, τη γνωριμία. Γιατί με πονάει ακόμα;  Αφού το ξέρω δεν υπάρχει ελπίδα;  Ίσως να είναι το πρώτο σκίρτημα που ποτέ δεν ξεχνιέται.» Συλλογίζεται με την εικόνα του και την γυροφέρνει στο μυαλό της.
Ξανάβλεπε το μειλίχιο χαμόγελο του όπως τον είδε την τελευταία φορά περνώντας πλάι της για να πάει για ύπνο και γεννήθηκε μέσα της η τρελή ελπίδα.
Πόσο θα ήθελε να κοιμόντουσαν μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αλλά το ήξερε ότι άδικα το περίμενε. Αποκοιμήθηκε περιμένοντας τον και ίσως ακόμη να τον περιμένει στα όνειρα της σαν να ψάχνει κάτι χαμένο...
Στην εφηβεία της ο χρόνος κυλούσε ραγδαία  και ο χρόνος τ' αλλάζει όλα, τίποτα δεν αντιστέκεται στο πέρασμα του, οι εφηβικές αναμνήσεις με τα πρώτα εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα, σκόρπισαν και έσβησαν μέσα της όπως τα σύννεφα στον ουρανό γύρω από το φεγγάρι, όταν φυσάει η τραμουντάνα.
........Όσο κι αν μπορεί να φαίνεται απίστευτο ότι ένα γαρύφαλλο καταφέρνει ν' αντέχει στην παγωνιά. Το ίδιο μπορεί να φαίνεται απίστευτο κι όμως ναι, η σχέση του Κλέαρχου και της Ιοκάστης μπορούσε ν' αντέξει τους κραδασμούς που ήταν αναπόφευκτοι. Και να που είχαν πετύχει τη συντροφική κατανόηση, που καθένας τους ανέμενε και προσδοκούσε, από τον άλλο και με τον καιρό ήταν και πάλι όλα καλά, και η συμβίωση τους όπως τότε τον παλιό καιρό που μοιράζονταν τη χαρά και την αγωνία τους. Με την Ιοκάστη που από πάντα σεβόταν βαθύτατα την επιλογή που είχε ακολουθήσει, σ' ένα γάμο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που πίστευε ότι αγαπιόνταν, και στον οποίο παρέμενε πιστή.  Και τον Κλέαρχο να νιώθει ότι είναι ασφαλής δίπλα σε μια τέτοια δυναμική σύντροφο που τον εμπνέει και τον κάνει να νιώθει θετικά για τον εαυτό μου.
Μεγαλώνοντας ο Αλκιβιάδης συχνά-πυκνά όσο κοίταζε μέσα του πιο βαθιά, τόσο πιο πολύ αναρωτιέται τι είναι αυτό που έκανε την Ιοκάστη να ερωτευτεί τον Κλέαρχο και να τον αγάπα τόσο άδολα, τόσο αγνά, τόσο αληθινά που έμαθε να ξεχνάει και να συγχωρεί.
Αυτή η άδολη αγάπη της του θυμίζει την ευλάβεια της θρησκευτικής της πίστης έχοντας ακόμη «νωπές» τις μνήμες από το τελευταίο επεισόδιο. Μοιάζει σαν να ήταν χθες το επεισόδιο που του θυμίζει πόσο δυνατό είναι το δέσιμο της Ιοκάστης με τον Κλέαρχο....
Στο πέρασμα των χρόνων ο Κλέαρχος σαν φανατικός κυνηγός έζησε υπέροχες στιγμές και μοιράστηκε πολύ όμορφες εμπειρίες με άλλους φίλους κυνηγούς που απέκτησε στη Λαμία... Ταξίδεψε σ' όμορφα τοπία, σε λίμνες σε βάλτους και σε απομακρυσμένες περιοχές. Γνώρισε κανάλια και όχθες με αξέχαστα κυνήγια υδροβίων στο Σπερχειό ποταμό, στην καρδιά του χειμώνα που προσελκύουν παπιά, όταν ο τόπος είναι απείραχτος από κυνηγετική πίεση ή όταν η παγωνιά στα ανοικτά νερά έχει σπρώξει τα πουλιά σε μέρη πιο απάνεμα, που «ρεματίζουν» και δεν παγώνουν.
Σε μια από αυτές τις εξορμήσεις χάθηκε ένας πολύ καλός του φίλος κυνηγός.  Παρά τις επίμονες έρευνες για την ανεύρεση του όταν χάθηκε στην περιοχή του Σπερχειού ποταμού αυτές είχαν προβεί άκαρπες μέχρι που τον βρήκαν μετά από μια εβδομάδα στο Μαλιακό κόλπο. Τον είχε ξεβράσει ο ποταμός.
Αν και απ' το συμβάν έχει περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, είναι προφανές πως το γεγονός έχει περάσει υποσυνείδητα στην Ιοκάστη και της δημιούργησε μια εσωτερική ψυχική γρατζουνιά. Πάνω από ένας χρόνος έχει περάσει πλέον από τις ημέρες εκείνες. Ο Κλέαρχος μετά από μια ακόμη ημερήσια κυνηγητική εξόρμηση, νύχτωσε κι ακόμη να φανεί. Νύχτωσε για τα καλά, ανάψανε απ’ ώρα τα ηλεκτρικά. Έχει και μια υγρασία, του κέρατα. Φυσάει νοτιάς, που περονιάζει τα κόκαλα. Ο ουρανός πίσσα και άνεμος βρυχάται. Στο σπίτι έπεσε μια βουβαμάρα για πολλή ώρα. Μια μούγκα, που γινόταν αβάσταχτη όσο περνούσε η ώρα να φανεί.  Και τότε σαν να την έζωσαν τα μαύρα φίδια, σηκώθηκε και ξεπόρτισε. 
«Πούντος να φανεί; Ούτε πέντε ώρες νύχτα δεν απόμειναν». 
Ξεκίνησε και πήγε κάτω χαμηλά στο ρέμα ανέβηκε στο βράχο.... Το κρύο την ανάγκαζε να σφίγγεται και να τυλίγεται στο φαρδύ πανωφόρι της. Και η Ιοκάστη τότε άρχισε σιγανά να μουρμουρίζει ένα μακρόσυρτο θλιβερό σκοπό και τον επαναλαμβάνει πολλές φορές κάτι σαν παραπονεμένο μοιρολόι με φωνή βραχνή, θλιβερή και παραπονεμένη. Ασυντόνιστη, μέσα από τα δόντια της .
«Που είσαι, Κλεαρχέ μου; Φανερώσου. Βρέχει και αστράφτει ο ουρανός. Που είσαι, Κλεαρχέ μου; Φανερώσου.»
Δεν πέρασαν μερικά λεπτά που ξεκίνησε το μοιρολόι και θόρυβος μοτοσυκλέτας ακούστηκε να έρχεται από το παράλληλο μονοπάτι του ρέματος.  Ήταν ο ήχος απ' τη μοτοσυκλέτα, του «εξαφανισμένου!» κυνηγού. Όταν η αγωνία καταστάλαξε, όταν η καταχνιά στο μυαλό της Ιοκάστης διαλύθηκε, όταν ηρέμησε η ψυχή της, ο  Αλκιβιάδης δεν ήξερε με ποιον από τους δυο ήταν πραγματικά περισσότερο θυμωμένος, εξοργισμένος.  
«Ρε μάνα! Ρε μάνα!  Τι να πω ρε μάνα! κλάματα και μοιρολόγια, που άργησε να φανεί ο Άρχοντας;»
 Η Ιοκάστη αυτό που αισθανόταν για τον Κλέαρχο το αποκαλούσε αγάπη επειδή δεν υπήρχε πιο κατάλληλη λέξη. Ήταν η αίσθηση της ταυτότητας της ο καθρέπτης του εσωτερικού της κόσμου. Χωρίς αυτό αισθανόταν ότι είναι κάτι άδειο. Κάτι λιγότερο.

.Σημείωση Ι: Ο Αλκιβιάδης την εποχή εκείνη δεν έδωσε σημασία στην αφήγηση της Ιοκάστης... το θεώρησε ένα εφήμερο εφηβικό ερωτικό σκίρτημα στο μυαλό της..... για ένα νεαρό Βρετανό στρατιώτη με γκρίζο-πράσινα μάτια.....
Σήμερα που έχει την περιέργεια να αποτυπώσει με ακρίβειά το επεισόδιο...., δυστυχώς ο παππούς η γιαγιά και η μητέρα του.... έχουν προ πολλού αποδημήσει...  
Η ογδοντάχρονη σήμερα θεία του...... (ήταν οκτάχρονη τότε....)  θυμάται πολύ καλά.... ένα νεαρό στρατιώτη βρεγμένο ως το κόκκαλο που εμφανίστηκε στην πόρτα του καταλύματος ξαφνικά ένα πρωινό.... (Παιδούλα... ένοιωσε φόβο στην παρουσία του....) και μερικές λεπτομέρειες ... (πχ... φορούσε μια Πουλάδα μεταλλική - ασημένια;-χρυσή; - που την χάρισε μ' επιμονή στη γιαγιά και ένα φουλάρι που το χάρισε στην αδελφή της.... Ακόμη θυμάται πως είχε αφήσει πίσω του στη θάλασσα έναν νεκρό.....  είχαν πέσει μαζί απ' το αεροπλάνο..)
Μετά από εκτεταμένη ερεύνα στο διαδίκτυο ... ο Αλκιβιάδης πιστεύει ότι η αποστολή  που..... ταιριάζει με την αφήγηση της μητέρας του.... (Βέβαια το 1943 - 1944..... η μια αποστολή πρακτόρων διαδεχόταν την άλλη.... είχε πήξει ο Πάρνωνας και ο Ταΰγετος στους Εγγλέζους και Έλληνες πράκτορες .... άλλοι έρχονταν.... άλλοι φυγαδεύονταν.....)
πρέπει να 'ταν αυτή................
............20 Μαΐου 1943 έπεσε στον Πάρνωνα ο Άγγλος ταγματάρχης Χέριγκτον με ένα ασυρματιστή και δύο ακόμα, ο ένα εξ αυτών κατά την πτώση σκοτώθηκε................  Πηγή:http://pluton22.blogspot.com/2014/11/
................... Η ίδια με άλλη ημερομηνία.....Τη νύχτα της 12ης-13ης Μαΐου 1943 οι Έλληνες απεσταλμένοι υποδέχτηκαν στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου τη δεύτερη αποστολή, η οποία αποτελούνταν από τον Άγγλο ταγματάρχη Χάρινγκτον και άλλους τρεις αξιωματικούς. Κατά την πτώση με τα αλεξίπτωτα, δύο απ’ αυτούς ο σμηναγός Δρακούλης και άλλος ένας ανθυπολοχαγός, τραυματίστηκαν θανάσιμα.
Πηγή: https://skalalakonias.wordpress.com/2016/05/08/oelasnotialakonia/

Click to Open
Ο Επίλογος!
.....

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

O Efivos Orimase

....... Χίλια εννιακόσια εξήντα οκτώ, είναι ήδη η επέτειος ενός χρόνου του Απριλιανού πραξικοπήματος τότε που ήρθε στην ζωή του και η πρώτη του ξέφρενη ερωτική νύχτα. Ο Αλκιβιάδης έκλεισε τα δέκα οκτώ του χρόνια στα περασμένα του γενέθλια, και είναι πλέον σ’ αυτό το στάδιο που σαν νέος περνώντας στη μεταεφηβική ηλικία αρχίζει να ωριμάζει και αναζητά να ακολουθείσει πλέον τη δική του  αυτόνομη ζωή. Αργά το απόγευμα συνοδεύοντας την Ιοκάστη βρίσκονται στην εξωτερική αυλή στο σπίτι της χήρας της Ασπασίας. Η Ιοκάστη αναζητούσε κάποιες κοινωνικές πληροφορίες και οι δυο γυναίκες συζητούσαν μπροστά στην πόρτα εισόδου της μεγάλης αυλής. Ο Αλκιβιαδης είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος από τότε που είχε συναντήσει τελευταία φορά την Ασπασία. Μεγαλώνοντας σαν έφηβος πλέον έπιασε τον εαυτό του να τη σκέφτεται σεξουαλικά, την ντρεπόταν και είχε σταματήσει και τα πρωτοχρονιάτικα ποδαρικά. Σήμερα που τη βλέπει έμεινε ευχάριστα άναυδος με την εμφάνιση της. Κι είναι έτσι τροφαντή, λαχταριστή που άγιο μπορεί σε πειρασμό να βάλει. Και μέσα του άρχισε να φουντώνει η ηδονή, σαν τη φωτιά που φουντώνει όσο της ρίχνουμε ξύλα. Βλέποντας το ερωτικό βλέμμα του νεαρού, η Ασπασία κοκκίνισε απότομα. Το βλέμμα του πρόδιδε το ερωτικό ενδιαφέρον του για εκείνη «πρόδιδε» ξεκάθαρα τις σκέψεις του για το ότι ήθελε σεξ, μέσα από το βλέμμα του.
Όλα αυτά τα χρόνια που είχαν περάσει εκείνος είχε ψηθεί είχε γίνει άντρας και εκείνη, αντίθετα, ήταν κλεισμένη μες στους τοίχους του σπιτιού, σαν τις καλόγριες, προστατευμένη από τις δυσκολίες της ζωής. Η Ασπασία έβρισκε διέξοδο στη μοναξιά της πηγαίνοντας στην αγορά τα πρωινά από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, Κυριακή στην εκκλησιά και τα απογεύματα ασχολιόταν με τον κήπο τη που τον λάτρευε και ο κήπος της έμοιαζε με Παράδεισο.
Συνήθως οι χήρες φτάνουν σε μεγάλη ηλικία. Σε βαθιά γεράματα. Είναι και πολλές που συχνά ανθίζουν για λίγο αμέσως μετά τον θάνατο του άντρα τους. Είναι στενοχωρημένες, πιέζουν ένα μαντιλάκι στα µάτια τους, αλλά νιώθουν και ανακούφιση. Η ανακούφιση είναι ένα συναίσθημα που δύσκολα κρύβεται. Ειδικά εάν ο σύζυγος τις ταλαιπωρεί με μια μακροχρόνια ασθένεια που δεν είναι παίξε γέλασε. Να τον φροντίζεις τρεις φορές την ημέρα για καθαρά στρωσίδια, σεντόνια και κουβέρτες που έχουν βαρύνει από το ξερατό και τα σκατά, πόσο θα κρατήσει ακόμη; συλλογίζεται η μέλλουσα χήρα. Θα αντέξω μέχρι την κηδεία; Αλλά τότε επιτέλους χαράζει εκείνη η μέρα. Ο καιρός είναι ωραίος, ο ουρανός γαλανός µε άσπρα σύννεφα, πουλιά κελαηδούν στα κλαριά, μοσχομυρίζει φρέσκα λουλούδια. Για πρώτη φορά στη ζωή της η ίδια η χήρα βρίσκεται στο επίκεντρο. Φοράει γυαλιά ηλίου, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να δει τα δάκρυά της, νομίζουν όλοι. Αλλά στην πραγματικότητα τα µαύρα γυαλιά χρησιμεύουν για να κρύψουν την ανακούφιση της. Η χήρα έχει βγάλει τα γυαλιά ηλίου της. Γελάει. Αστράφτει. Τα γεμάτα ξερατά σεντόνια βρίσκονται ακόμη στο καλάθι για τα άπλυτα, αλλά αύριο θα µπουν πραγματικά για τελευταία φορά στο πλυντήριο. Νομίζει ότι η ζωή της ως χήρας θα είναι πάντα έτσι από εδώ κι εμπρός.
Και να που τώρα εκεί στη πόρτα αυτού του επίγειου παράδεισου στέκεται ένας αληθινός άγγελος και όχι αποκύημα φαντασίας. Τι ήταν τούτο Θεέ μου! Ένα παλικάρι που την παρακολουθούσε χαμογελώντας ερωτικά. Η Ασπασία ανέπνευσε, έβλεπε το χέρι της Μοίρας να την ακουμπάει για να αδράξει την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε, μέσα της ένιωσε τρικυμία, μια ολοκληρωτική αναστάτωση που αφορούσε τις ερωτικές παρορμήσεις της και την πιθανότητα ενός ερωτικού ρίσκου. Στο πρόσωπο του Αλκιβιάδη είδε έναν ενδιαφέροντα νεαρό που ίσως να γέμιζε τις μέρες της . Ο Αλκιβιάδης  αισθάνθηκε το βλέμμα της να περιπλανιέται συνέχεια επάνω του καθώς μιλούσε με την Ιοκάστη. Έστελνε μηνύματα που μπορούν να μιλήσουν με τα μάτια, να φιλήσουν με το βλέμμα και να φέρουν μία μαγευτική χάρη στην καρδιά.
Μετά από επτά χρόνια και έχοντας βιώσει τον οδυνηρό θάνατο του συζύγου της ήταν θλιμμένη συνέχεια. Τόσα χρόνια σε μια θλίψη συνήθισε τόσο που ξέχασε για λίγο τον εαυτό της. Τελευταία φαίνεται πως αποφάσισε ότι ήθελε να αλλάξει εντελώς την ζωή της και να αφιερώσει περισσότερο χρόνο και φροντίδα στον εαυτό της. Μετά από αρκετούς μήνες προσπάθειας ήταν και πάλι σε φόρμα και είχε ολοκληρώσει την «μεταμόρφωσή της», αλλά, ένιωθε αρκετά μόνη. Δεν είχε κάνει κάποια σχέση γιατί δεν αισθανόταν έτοιμη ακόμα. 
Αμέριμνες καθώς συζητούν η Ιοκάστη και η Ασπασία ο Αλκιβιαδης έμεινε παράμερα αναμένοντας τη μητέρα του, όταν βλέπει από τον πλαϊνό δρόμο να έρχεται η Μυρσίνη. Η Μυρσίνη και ο Αλκιβιαδης, δύο νέοι με παρελθόν που έχουν πολύ καιρό να ιδωθούν.  Πάει καιρός που ο Αλκιβιάδης είχε μάθει πως η Μυρσίνη ήταν σε σχέση με έφεδρο αξιωματικό από το γειτονικό στρατόπεδο, η οποία σχέση έληξε άδοξα διότι ο νεαρός επήρε μετάθεση για τη Βόρεια Ελλάδα και της κούνησε μαντήλι αναζητώντας νέα φιλόξενη αγκαλιά.
Η κοπέλα όταν τον είδε έκανε σαν παιδάκι που της χαρίζουν το πιο όμορφο δώρο, έβγαλε μια μικρή τσιρίδα έκπληξης και τον αγκάλιασε σφιχτά φιλώντας τον στα μάγουλα. Έμεινε για κάποια δευτερόλεπτα στην αγκαλιά του και όταν τραβήχτηκε λίγο πίσω, του έδωσε ένα φιλί στο στόμα λέγοντας ψιθυριστά. «Σε πεθύμησα παλιοτόμαρο». Έγιναν οι απαραίτητες φιλοφρονήσεις με τις γυναίκες εκθειάζοντας η μια την άλλη και ο Αλκιβιαδης με τη Μυρσίνη αποσυρθηκαν στην άκρη να αφήσουν τις δυο γυναίκες να συνεχίσουν την συζήτηση τους και να πουν και αυτοί τα δικά τους. Η ώρα περνούσε. Κάποια στιγμή η Μυρσίνη παραπάτησε αδέξια χάνει την ισορροπία της μπροστά του και για να μην πέσει κάτω τον άρπαξε και κρατήθηκε επάνω του πιάνοντας με το ένα χέρι το πανωφόρι του και με το άλλο την περιοχή στα αχαμνά του. Συνηδειτοποιόντας έκπληκτη το αποτέλεσμα ζήτησε συγνώμη.
«Συγνώμη ελπίζω να μην σε πόνεσα, αν και το χρειάζεσαι! Στο χρωστάω!» του λέει και τα χάιδεψε απαλά, στοργικά επάνω από το παντελόνι. Η Ιοκάστη είχε γυρισμένη την πλάτη άλλα η Ασπασία βλέποντας την σκηνή τον κάρφωσε μ’ ένα βλέμμα συνοδευόμενο από το αινιγματικό χαμόγελο της που είναι έκφραση φλερτ. Ότι ήταν να πει τ 'λεγε με τα παιχνιδιαρικα της μάτια που έπεφταν κατά-πάνω του, τον κοιτούσε κι αυτός κοκκίνιζε χαμένος μέσα σε ντροπαλή απόγνωση. Είχε έρθει η ώρα να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της. Σκεφτόταν. Η Μυρσίνη τον κοιτούσε στα μάτια σαν να προσπαθούσε κάτι να του πει, να του κάνει ξεκάθαρο τις επιθυμίες της, ζητώντας ανταπόκριση. Το βλέμμα της Ασπασίας δεν του το επέτρεπε, τον κοιτούσε ήσυχα ήσυχα, δίχως να του μιλήσει, μα του φάνηκε πως ξεχώρισε στα μάτια της ένα τάξιμο. Η Ασπασία βρίσκοντας χίλιες προφάσεις έπεισε την Ιοκάστη να μείνει ο Αλκιβιάδης σπίτι της το βράδυ. Ο ήλιος έγερνε πίσω από τις βουνοκορφές, βασίλευε απαλά, και τα βουνά της Αταλάντης και της Χαλκίδας πέρα πότε φλογίζονταν κατακόκκινα, πότε κολυμπούσαν σε χρυσομάλλη καταχνιά, και πότε άνοιγαν σαν πελώρια μενεξεδένια ανοιξιάτικα μπουκέτα. Η Λαμία χάνονταν ανάμεσα σε τριφυλλοσπαρμένες ραχούλες του στενόμακρου απέραντου κάμπου με την πρασινισμένη στρώση. Αριστερά η κατάγυμνη Όθρυς ατέλειωτη σειρά με χυτά, καταστρόγγυλα βουνά και δεξιά καμάρωνε πρασινισμένη, η ελατοφυτεμμένη και βελανιδοφουντωμένη Οίτη, κι ο Σπερχειός κάτου στον κάμπο φιδωτός, μέγας κι ατέλειωτος, ξεχύνονταν σα γιγαντιαίο ασημοστόλιστο φίδι μέσα στου κάμπου τις πικροδάφνες, τις λυγαριές, τα πλατάνια και τα κυπαρίσσια, ανάμεσα στα πρασινισμένα χωράφια και λιβάδια. Η Ιοκάστη με την Μυρσίνη αναχώρησαν αφού τους καληνύχτισαν με την προτροπή της Ιοκάστης να προσέχει να μην κυκλοφορήσει έξω το βράδυ. Φοβόταν τη βραδιά της επετείου ότι ίσως συνέβαιναν επεισόδια. Καθώς και η Μυρσίνη έφευγε, τον χαιρετούσε και τον κοιτούσε με ένα περίεργα λυπημένο ύφος, ίσως περίμενε να δει κάτι διαφορετικό στις αντιδράσεις του και δεν το είδε.
«Το τσουλάκι! πως σε κοιτούσε έτσι η ξελιγωμένη; με λιγωμένα μάτια και προκλητικά πρόστυχα να το λυτρώσεις από την καύλα ήθελε.» λέει πικρόχολα μόλις απομακρύνθηκαν η Ασπασία για να κρίνει υπαινικτικά την Μυρσίνη.
«Ξέρετε κυρία. Ασπασία.» είπε, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την σκηνή και τη Μυρσίνη. Χωρίς να προλάβει να από σώσει την κουβέντα του.
«Με κάνεις και αισθάνομαι σαν γριά καντηλανάφτισσα. Ακούς εκεί Κυρία Ασπασία. Ασπασία σκέτο. Εκτός εάν ήθελες να πας μαζί της και όχι να κάνεις παρέα με γριές σαν και εμένα»! Τον πλησίασε περισσότερο και αυτός έκανε ένα βήμα πίσω. Του χαμογέλασε πονηρά με αυτό το σέξι χαμόγελο που φώναζε πως απόψε εγώ εσένα θα σε αποπλανήσω. Ένοιωσε η αλήθεια αμήχανα και προσπαθούσε κάτι να πει, μάλλον δεν τα κατάφερε. Ότι δεν τη βλέπει έτσι.
«Λοιπόν, θα περάσεις ή θα την βγάλουμε εδώ στην πόρτα» του είπε προσπαθώντας να σπάσει την αμηχανία του, συρτώνοντας ταυτόχρονα πίσω τους την αυλόπορτα  και περπατάει κουνώντας επιδεικτικά κι όλο νάζι τα λαγόνια της μέχρι που μπήκε μέσα στο σπίτι. Την ακολούθησε, τάχυνε το βήμα χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια από τους εύσαρκους γλουτούς της, που τον αναστάτωναν, καθώς λικνίζονταν στο αργό, περιπατητικό της βάδισμα.
Ήταν όμορφη ως κορασίδα η Ασπασία και τώρα ως πενηντα πεντε της χρονια έμοιαζε πολύ μικρότερη, παραμένει όμορφη, με στητή  κορμοστασιά, με λαμπερό πρόσωπο που πάνω του κυριαρχούσαν τα τεράστια μελιά μάτια της. Σαν καθόταν ή έμενε στητή δεν υπήρχε περίπτωση να μην σκαλώσουν πάνω της τα μάτια των αντρών. Και τους έρωτές της είχε, στα νιατα της έρωτες που έρχονται και φεύγουν, γιατί μάλλον δεν ήταν έρωτες στιβαροί μα πάνω στο σεξ στηριζόταν.
Καθώς η Ασπασία ανέβηκε στο πλατύσκαλο το φουστάνι της είχε ένα μεγάλο άνοιγμα και φανερωνόταν όλος ο μηρός περίπου και ο Αλκιβιαδης παρατήρησε στα κλεφτά το εσωτερικό τους. Ένιωσε τον ανδρισμό του να μεγαλώνει. Κι απέμεινε εκεί να κοιτά. Η Ασπασία, ρίχνοντας του μια φευγαλέα ματιά, είδε το βλέμμα του να στηρίζεται μέσα στο μηρό της. Μειδίασε. Τον κοίταξε στα μάτια. Είδε τον πόθο του. Εκείνη ένιωσε τη δικιά της ηδονή. Δεν ήταν δύσκολο να συμβεί.
«Θέλω να αισθάνεσαι άνετα, κι όχι να με ντρέπεσαι. . Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να με ντρέπεσαι.» Συμπλήρωσε τον μονόλογο της.
Απλά αισθανόταν λίγο άβολα στο να εκφραστεί ως άνδρας και όχι ως έφηβος πλέον. Ντρεπόταν να πει ότι δεν έχει κάνει πραγματική σχέση, ότι είναι σχετικά άπειρος. Μα παράξενα απόψε νιώθει πραγματικά άνετα με την Ασπασία.
«Στην Ιοκάστη είπα ότι χρειάζομαι τη βοήθεια σου για ένα σωρό δουλειές που επείγουν. Ξεκινάμε από το τζάκι γιατί οι δουλειές που έχω στο μυαλό μου θέλουν ατμόσφαιρα, αυθορμητισμό και φαντασία. Δεν πιστεύω να διαφωνείς με τις επιλογές μου;» Τον ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. Από πολύ μικρός τη συμπαθούσε ιδιαίτερα αυτή τη γυναίκα, αλλά αυτό απόψε είναι κάτι άλλο. Προς τα έξω διατηρεί μία ήρεμη ψυχραιμία, αλλά μέσα της είναι θαμμένα βαθιά μεγάλα πάθη. Δεν ξέρει αν θέλει κάτι παραπάνω, θέλει όμως να της δείξει ότι ενδιαφέρεται για εκείνη, ότι μετράει ακόμα σαν γυναίκα. Τη θέλει!
Η Ασπασία οργάνωσε και προετοίμασε τον χώρο, την ατμόσφαιρα. Στη μεγάλη, ασβεστωμένη κάμαρα με τις άσπρες λεπτές κουρτίνες στα παράθυρα έστρωσε ένα αφράτο και ζεστό χαλί φτιαγμένο από μαλλί, μία κίτρινη φλοκάτη, σωστός κρόκος αυγού εμπρός στο τζάκι και τον άφησε να ανάψει το τζάκι όσο αυτή θα ετοίμαζε το βραδινό τους. Ετοίμασε να ψήσουν μαριναρισμένα αρνίσια παϊδάκια που είχε στο ψυγείο, έφερε και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, ένα πιάτο με κομμάτια κεφαλογραβιέρα, ένα μπολ με τσακιστές ελιές και τα απέθεσε σ' ένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι. Ο Αλκιβιάδης όμορφος, με ανάστατα τα κυματιστά μαλλιά του είχε αράξει στον καναπέ δίπλα στο τζάκι, σίγουρα δεν του λείπει κάποια αμηχανία όταν ήρθε και κάθισε η Ασπασία στη πολυθρόνα αντίκρυ του. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα καστανά σγουρά μαλλιά του και κοίταξε αφηρημένα τον τοίχο δίπλα του, ο οποίος ήταν καλυμμένος με πίνακες σε καμβά που είχαν σαν θέμα υπέροχα τοπία από την φύση.  Μα και η Ασπασία προσπαθούσε να κοντρολάρει τις μύχιες σκέψεις της. Μικρή σιωπή. Τον κάλεσε να περάσει το βράδυ σπίτι της μα τώρα δεν ξέρει πώς ν’ αρχίσει. Πως να παραμερίσει τα πέπλα που κρύβουν τις βαθύτερες επιθυμίες της. «Ίσως είναι μια ευκαιρία να πλέξω μαζί του μια πρόσκαιρη ερωτική ιστορία και όσο πάρει να χαρώ και εγώ την ηδονή.» σκέφτεται.
Προσπαθεί να απεικονίσει αυτό που φαντάζεται. Μια σκηνή του σινεμά! Πως ο Αλκιβιαδης πηδούσε μια γυναίκα ριγμένη στα τέσσερα και με τα μαλλιά της να της κρύβουν το πρόσωπο, η εικόνα αυτή διάβηκε και κάθισε στο κατώφλι του νου της Ασπασίας. Κοίταξε επίμονα τον Αλκιβιάδη, τα μάτια της να λάμπουν αινιγματικά και προσπάθησε μέσα της να μετρήσει το μέγεθος της καύλα της. Νοούσε, εκείνες τις στιγμές που της μιλούσε, το ένοχο σεξουαλικό πάθος της. Έβλεπε τον ανδρισμό του να διαγράφεται ξεσηκωμένος. Και σε αυτήν κάποια υγρά γέμιζαν τον χώρο κάτω της. Σήμερα αισθάνθηκε πιο αποφασισμένη. Γέμισε τα ποτήρια τους κρασί και ξεκίνησαν να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων. Τον πείραζε συνέχεια και γρήγορα άρχισε να τον ρωτάει για τα κορίτσια της ηλικίας του και τις σχέσεις μαζί τους, εάν είχε κάποια ολοκληρωμένη σχέση. Αισθάνεται μια συνεχή νευρικότητα και μια ανάγκη αδιάκοπης κίνησης. Περισσότερη από κάθε άλλη φορά. Όταν της είπε ότι όχι δεν είχε και τις φοβερές επιτυχίες στον ερωτικό τομέα με τα κορίτσια... ότι είναι σε αυτή την ηλικία και δεν έχει κάνει μια ολοκληρωμένη σχέση δεν ήθελε να το πιστέψει.
«Κούκλε μου με τα προσόντα σου έπρεπε να κάνουν ουρά οι υποψήφιες. Τι κάνεις λάθος;»
«Ίσως αγνοώ στο παιχνίδι τις σωστές ατάκες!» Είπε.
Γέλασε με την καρδιά της...«Μάλλον δεν σ' αρέσουν οι δεσμεύσεις. Σωστά;»
«Πες το και έτσι» Είπε πάλι.
«Ίσως είμαι δύσκολος, μια δυο που μ' άρεσαν με είχαν προλάβει άλλοι. Ατύχησα.»
 Ενώ μιλούσαν η Ασπασία έδειχνε να φλεγόταν.Την παρακολουθούσε να σηκώνει σιγά-σιγά το φόρεμα της έτσι ώστε να αποκαλύπτονται τα πόδια της, και άλλαζε συνεχώς σταύρωμα. Ήταν η γυναίκα που διεκδικεί το απαγορευμένο μέχρι χτες σε αυτή δικαίωμα στην ηδονή και από την άλλη ο Αλκιβιάδης να νιώθει απροετοίμαστος και μέσ’ στα φυλλοκάρδια του ένα φόβο!
Και αφού έβαζε κρασί άρχισε να κάθεται πιο κοντά του μέχρι που κόλλησε πάνω του και ακουμπούσε το χέρι της στο μηρό του. Ένα τεράστιο φούσκωμα δημιουργήθηκε στο παντελόνι του, είναι η στιγμή που νιώθει το τρέμουλο του ερωτικής επιθυμίας να τον συνεπαίρνει τις αισθήσεις του να παραλύουν την αναπνοή του να γίνεται κόμπος, την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και τις παλάμες του να ιδρώνουν.
Τότε είναι που η Ασπασία αποφάσισε να κάνει πρώτη το μεγάλο βήμα. Σηκώθηκε και έφυγε προς το δωμάτιό της λέγοντάς ότι θα επιστρέψει σε λίγο. Σε λίγο επέστρεψε και σβήνοντας τα φώτα στάθηκε μπροστά του στο φως της φωτιάς φορώντας ένα διάφανο μαύρο νυχτικό, με μια μικρή ασημένια κιλότα από μέσα. Έκανε μια περιστροφή, τον κοιταξε ερωτιάρικα καθώς αυτος είχε μαζευτεί στον καναπέ και την κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια, ενώ το χέρι του ασυναίσθητα είχε κατέβει στο φούσκωμα του παντελονιού του που κόντευε να σκιστεί.
«Μην πεις κουβέντα…..» Του λέει.
Τον πλησίασε και γονάτισε αργά-αργά ανάμεσα στα πόδια του. Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο φούσκωμα του παντελονιού και το χάιδεψε απαλά. «Κατά πως φαίνεται, σου αρέσει που τον χαϊδεύω και πως θέλεις λίγη βοήθεια με αυτό ε;» Του λέει. Αυτός είχε παραδοθεί. Δεν ήταν και δύσκολο να το πάθει. Όλα ήταν τόσο έντονα. Απροσποίητα. Θυμάται την καρδιά του να αντηχεί μες στα μηνίγγια και την ανάσα που κοβόταν καθ όλη τη διάρκεια της περίπτυξης των χεριών της. Πόσο επιδέξια περιέφερε το χέρι της και άπλωνε όλο το χάδι στην επιφάνεια της στύσης του, πως περιτρέχει τις γραμμές στο εσωτερικό του και ζύγιζε απαλά το χάδι από τον αφαλό και κάτω. Ο Αλκιβιάδης απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια. Δε μπορούσε. Δεν άντεχε. Δεν ήξερε γιατί. Δεν του είχε ξανασυμβεί. «Επ, κοίτα με,» του είπε, και κείνος χαμήλωσε ακόμη πιο πολύ το βλέμμα. Άπλωσε το χέρι της έπιασε το πηγούνι και σήκωσε το κατεβασμένο κεφάλι του με τα δάχτυλα της. Ήταν ερωτική η ματιά της. «Με ρωτάς τώρα, δηλαδή; Ναι! μου αρέσει. Μ' αρέσει αυτό που ζω.»
«Μωρό μου! αναρωτιέμαι πόσες φορές αντέχεις να κάνεις σεξ σε ένα βράδυ; Γιατί εγώ έχω ξεχάσει πως το κάνουν. Λες να έχω γίνει ξανά παρθένα;» Τον ρωτάει χαδιάρικα.
Της απάντησε ποιητικά.
Ένας νεαρός με μια κυρά στοιχηματίζει Πως δώδεκα φορές θα της το κάνει.
Εκείνη δέχεται, και μάνι-μάνι Στο στρώμα πέφτουν και το γλέντι αρχίζει.
Μα όταν αυτός μετράει ως τις οχτώ, «Το μέτρημα,» του λέει, «δεν είναι σωστό.
Με κλέβεις μια. Χωρίς να σε προσβάλω. Θαρρώ πως δεν αντέχεις άλλο. Και να ξεφύγεις προσπαθείς.»
Κι ο τύπος απαντάει ευθύς: «Εγώ πάντα μετράω με προσοχή. Μα αν θέλεις, ξεκινάμε απ΄την αρχή.»
Τον κοιτάζει έκπληκτη... «Σίγουρα δεν έχεις ξεμουνιάσει μερικές ξεφωνημένες πιτσιρίκες;» Τον ρωτάει. Δεν της απάντησε, άφησε την ερώτηση αναπάντητη.  Θεώρησε ότι η ερώτηση ανήκε στο είδος ερωτήσεων που δεν επιδέχονται απαντήσεως.
Ανέβηκε πάνω του έβγαλε το νυχτικό της, αποκαλύπτοντας το μεγάλο στήθος της. Χώθηκε μέσα του σαν υπνωτισμένος....  Τον έσπρωξε απαλά πίσω στην πλάτη του καναπέ και κατέβηκε πάλι ανάμεσα στα πόδια του. Του έβγαλε την μπλούζα χάιδεψε λίγο το στέρνο του με τη γλώσσα της, κατέβηκε προς τα κάτω του έβγαλε το παντελόνι και το εσώρουχο. Δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της για το «κανόνι» που έκρυβε στο παντελόνι του. «Παναγία μου! Παίδαρος με πλούσια τα ελέη του. «Τώρα είμαι σίγουρη ουρά θα κάνουν τα νυμφίδια γι αυτή τη βόμβα στο παντελόνι σου! Πανάθεμα με! Προσωρινά ας το ξεχάσουν.»
.... Άνοιξε για μια στιγμή μονάχα τα βλέφαρά του ν' αποτυπώσει το βλέμμα της. Το πρόσωπό της λες κι είχε πάρει φωτιά, καθώς χανόταν ξαναμμένο σε συσπάσεις ηδονής. Από το μισάνοιχτο στόμα της έβγαιναν μικρές κοφτές κραυγές, που δυνάμωναν όσο πλησίαζε η ώρα της κορύφωσης. Τύλιξε τα πόδια της γύρω του. Έβαλε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και άρχισε να τον σφίγγει όλο και πιο δυνατά. Αυτός κάρφωσε τα μάτια του επάνω της, το κορμί του μεταμορφώθηκε σε μια εύφλεκτη δάδα που έδινε το φως για την πιο ιερή σπονδή. Άδειασε από μέσα του όλο το κρυμμένο του πάθος κι είδε το κορμί της να πάλλεται, συντονισμένο με το δικό του, σ' έναν χορό δαιμονικό. Την έκρηξη ακολούθησε η σιωπή, ενώ η καρδιά του πυροβολούσε αδιακρίτως. Εκείνη έβγαλε ένα μικρό αναστεναγμό πλήρωσης και ανακούφισης τον κοίταξε τρυφερά και τον αγκάλιασε με τα δυο της χέρια. Χώθηκε στον ώμο της. Εκείνη τον έσφιξε δυνατά και του χάιδεψε τα μαλλιά. «Δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά τόσο όμορφα», ήταν το μόνο που κατάφερε να πει κι έγειρε αποκαμωμένος το κορμί του δίπλα της. «Ναι, ήταν όμορφα», παραδέχτηκε κι εκείνη με σβηστή φωνή. Τα μάτια της έλαμπαν.
Μωρό μου! Στ' αλήθεια ζήλεψα όπως σε κοίταζε αυτό τσουλάκι η Μυρσίνη. Της τ' έχεις πετάξει τα ματάκια σίγουρα, μα όταν κατάλαβα ότι αποφάσισες να μείνεις μαζί μου, το βρακί μου έγινε μούσκεμα. Και να ξέρεις σίγα που ξέρει να γαμηθεί το μαλακισμένο, ένα ξέκωλο, πουτανάκι της οκάς είναι. Μια τσούλα ξενέρωτη που σε κοίταζε σαν ξελιγωμένη λυσσάρα; Και ούτε που γύρισε να μας κοιτάξει, καλά-καλά. Είχε μάτια μόνο για χάρη σου, πολύ κολλημένη μαζί σου.» Όπως καταλάβαινε είχε κολλήσει με την Μυρσίνη. Την ζήλευε στ’ αλήθεια.
Το πέος του συνέχισε και πάλι να παίρνει φωτιά, πολύ του άρεσαν τα βρομόλογα της.
«Παναγία μου, θα αρχίσω να ουρλιάζω  με το σεξ που μου χαρίζεις απόψε, είναι υπέροχο, πώς στο καλό ζούσα τόσο καιρό χωρίς αυτό το δώρο της φύσης στον άνθρωπο!  Ακούω πουλάκια να κελαηδούν και κάποια πυροτεχνήματα! Ναι, όλη η πλάση γιορτάζει μαζί μου απόψε! Ήταν το αποκορύφωμα της ηδονής μιας χήρας που νεκρανασταινόταν η γυναικεία φύση της.
Τον αισθάνθηκε να σκληραίνει κι άλλο, μπήκε και πάλι μέσα της, έγινε πιο βίαιος, τα χέρια του χάιδευαν το στήθος της με δύναμη, έσπρωξε τη λεκάνη της προς τα πάνω για να ταιριάζει μέσα της απόλυτα. Τελειώσανε ταυτόχρονα και πολύ δυνατά, ενώ έκοβε την ανάσα του με τη δική της. Έμεινε μέσα της. Έπεσε εξαντλημένη πάνω του. Την αγκάλιασε τρυφερά, τον δάγκωσε στον ώμο. Τα μάτια της λαμποκοπούσαν λιγωμένα από ευχαρίστηση, η ανάσα της είχε βαρύνει, την κοιτούσε κι την ήθελε, τον ήθελε κι αυτή, τον είχε μέσα της μα δεν τον χόρταινε. Ούτε κατάλαβαν πόση ώρα έμειναν ακίνητοι στο πάτωμα! ξέπνοοι, αγκαλιά, να προσπαθούν να συνέλθουν από την ένταση των οργασμών τους! «Τι γαμήσι! Ακόμα με πονάνε τα σκέλια μου. Με ξέσχισες. Ήταν βροχή στο ξεραμένο μου μουνί». Του λέει.
Θυμάται ότι του ζήτησε να μείνει μέσα της..
Ως πότε, αχόρταγη γυναίκα, Πρέπει, λοιπόν, να τον αφήσω μέσα.
Το εργαλείο μου, που δέκα Κιόλας σου το’κανε φορές;
Ας’ το να πάρει μιαν ανάσα Και πριν το πετεινάρι κράξει
Πάλι εδώ θα’ναι, αν το θες. Φτερά δεν έχει, να πετάξει.
Η Ασπασία του χαμογέλασε πολύ χαρούμενη με αυτό που της είπε, πήρε το χέρι του και το έβαλε πάνω στο στήθος της και ενώ η θηλή της άρχισε να σκληραίνει, το χεράκι της άρχισε να δουλεύει το πουτσο του πάνω κάτω, αργά – αργά. Ανακάλυπταν ο ένας τον άλλο μέχρι που τους πήρε ο ύπνος. Τ’ άστρα κατά την Ανατολή έλιωναν ένα ένα. Μόνος ο πρόσχαρος Αυγερινός, του φεγγαριού ο διώχτης, έλαμπε τώρα. Ο ουρανός άρχιζε χαμηλά ν’ αργυρώνεται κι η αυγή δε θ’ αργούσε να προβάλει. Μια αμυδρή φωτεινή απόχρωση είχε απλωθεί στην ανατολική πλευρά του ουρανού, πάνω από το γκρίζο της οροσειράς της Όθρυς που στέκεται επιβλητική πάνω από το Κρόκιο και το Αθαμάντιο Πεδίο, και σχεδόν αμέσως το θαμπό φως της αυγής πέρασε κλεφτά στην ατμόσφαιρα, πάνω από τη γη. Τα σπουργίτια, οι αιώνιοι μαντατοφόροι του ερχομού της ημέρας, χάλαγαν τον κόσμο με τα διαπεραστικά τους τιτιβίσματα στη Μελικοκιά της αυλής. Το φεγγάρι διέσχισε όλο τον ορίζοντα, αλλά εκείνοι δεν το είδαν. 
......Περνώντας οι μέρες, ένα ερώτημα δεν έπαυε να στριφογυρίζει στη σκέψη του, και να τον προβληματίζει.  Αυτό είναι ένα ερώτημα που ερεθίζει την φαντασία του, ακόμα, και αν η ερώτηση «γιατί;» δεν έχει απάντηση. Συνειδητοποιεί ότι όση αρνητική επίδραση υπήρχε στο να σμίξει με την Μυρσίνη, ξαφνικά και συντονισμένα ή ωσεί συντονισμένα η Ιοκάστη έγινε το βράδυ εκείνο ο συνδετικός κρίκος να σμίξει με την Ασπασία, μια ώριμη γυναίκα αρκετά μεγαλύτερη από την Ιοκάστη.
Τα πρώτα βράδια στο κρεβάτι ανάσκελα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι συνειδητοποίησε πως, ακόμα και τώρα ξυπνητός, την ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά. Κατά περίεργο τρόπο, η πραγματικότητα ήταν πολύ καλύτερη απ' ό,τι την είχε φανταστεί, ήταν υπέροχη. Ήταν όπως ποιητικά το είπε η Ασπασία..... Πώς στο καλό ζούσε τόσο καιρό χωρίς αυτό το δώρο της φύσης στον άνθρωπο!  Άκουγε πουλάκια να κελαηδούν και κάποια πυροτεχνήματα! Ναι, όλη η πλάση γιόρταζε μαζί τους!  Δεν ξανάσμιξαν. Με τον καιρό η αλήθεια είναι πως την έψαχνε μερικές φορές στα όνειρα του, και όταν την έβρισκε, τη σκέψη του πλημμύριζε η ανάμνηση της μοναδικής ξέφρενης ερωτικής νύχτας τους, την οποία είχε αρχίσει κιόλας να ξεχνάει, όπως συμβαίνει με τις ελκυστικές επαφές που συναντούμε τυχαία στο δρόμο μας κι ύστερα τις χάνουμε. 
Έτσι είναι η ζωή κι ο έρωτας. Oι άνθρωποι εκτός από ύλη είναι και ενέργεια και σαν ενεργειακά όντα συνεχώς αλληλεπιδρούν ο ένας με τον άλλο. Το βράδυ εκείνο λοιπόν έκαναν έρωτα ώρες ατέλειωτες, κι όταν πια είχαν χορτάσει, το πάθος τους εξανεμίστηκε και χώρισαν οι δρόμοι τους...
Ενδιάμεσα, όλα αυτά τα χρόνια, της εφηβείας με τη Μυρσίνη είχανε βρεθεί αρκετές φορές και κάποιες από αυτές κάνανε το ερωτικό παιχνίδι τους αν και ποτέ δεν είχανε ολοκληρώσει τη σεξουαλική επαφή τους.

Click to Open
Δεν Λέγονται τα Πάντα στους Πάντες!
.....

 
Web Informer Button