ADS

click to open

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Tha Perassei Kai Afti I Kataigida

.... Ο ήχος από την βροντή τον αιφνιδίασε, τον κατέλαβε απροετοίμαστο. Σηκώθηκε όρθιος, κοίταξε έξω από το παράθυρο του μικρού του γραφείου να δει τι συνέβαινε. Παρατήρησε πως οι δρόμοι άδειασαν από τους πεζούς και ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα μαύρα σύννεφα που συσσωρεύονταν, είχαν σκεπάσει τον ήλιο και δεν προμηνύουν τίποτα καλό. Ήταν κατάμαυρα αλλά οι άκρες τους είχαν φωτεινές ανταύγειες λαμπύριζαν σαν χαλκόχρωμο κεχριμπάρι, σαν κρυσταλλιασμένο αλάτι. Το βράδυ της προηγούμενης ημέρας τα δεδομένα στο ευαίσθητο βαρόμετρο του, δεν προμήνυαν το ξέσπασμα της καταιγίδας που θα ακολουθήσει. Αυτός για άλλη μια φορά παρακολουθούσε μια καταιγίδα που ερχόταν. Παρακολουθούσε την τέχνη της πλουσιοπάροχης φύσης και τις εικόνες που προβάλλονταν στον ορίζοντα με θαυμασμό. Τα μικρά καφέ της πλατείας απέναντι, είχαν γεμίσει όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες και η πρώτη εκθαμβωτική αστραπή έσκισε στα δυο τον ορατό ορίζοντα εμπρός του. Όταν έβλεπε αστραπή είχε την συνήθεια να μετρά τα δευτερόλεπτα από την αντίληψη της αστραπής μέχρι την αντίληψη της βροντής. Την άκουσε τη βροντή όταν είχε μετρήσει με μια χρήσιμη μέθοδο μέτρησης των δευτερολέπτων «εννέα» και υπολόγισε πως η αστραπή είχε πέσει σε απόσταση τριών χιλιομέτρων περίπου.
 Η βροχή δυνάμωνε όλο και πιο πολύ. Μια καθαρτική μπόρα που κατέβαινε µε βρυχηθμούς από τα ξεκοιλιασμένα σύννεφα. Το νερό έτρεχε ορμητικά στις πλαϊνές υδρορροές των δρόμων κατακαθίζοντας την σκόνη, κρατώντας τους δρόμους καθαρούς. Ένιωσε την αναπάντεχη δροσιά να γλιστράει στο δωμάτιο και να απλώνεται σαν κομπρέσα στους τοίχους. Ένιωσε ένα δροσερό αερικό να τον πλησιάζει και να χαϊδεύει το μέτωπό του. Έβρεχε, έβρεχε, η πόλη ξεπλενόταν. Οι όποιες σκέψεις του θα πρέπει να σκορπίστηκαν όταν στον ουρανό πρόβαλλε ένα διπλό ουράνιο τόξο μέσα από τα σύννεφα. Οι τελευταίες σταγόνες πιτσίλιζαν τα πεζοδρόμια οι βροντές μάκρυναν πέρα βόρειο ανατολικά αφήνοντας πίσω τους ένα μακρινό σιγανό μουρμουρητό. Η καταιγίδα είχε περάσει και η κεντρική πλατεία εκεί έξω άρχισε και πάλι να γεμίζει από ζωή.
Η ζωή στον πλανήτη μας, είναι ένα εύθραυστο και λεπτό φαινόμενο που ισορροπεί πάνω στην κόψη ενός ξυραφιού, ανάμεσα στις σφοδρές εναλλαγές του κλίματος μουρμούρισε χαμηλόφωνα. Ο άνθρωπος ωστόσο δεν ικανοποιείται από τους κινδύνους που κρύβει η φύση. Αντιθέτως παρεμβαίνοντας με θράσος στο οικοσύστημα, σκάβει με επιμελημένη προσοχή τον ίδιο του τον τάφο.
Αυτός χαλάρωσε πίσω από το μεγάλο παράθυρο μισόκλεισε τα μάτια του ξεφυλλίζοντας τη σιωπή που καμωμένη από σκέψεις, που τον συντροφεύει και τον παρασύρει στα άδυτα της μνήμης και στα μεγάλα και ζόρικα ταξίδια του, που έντονα του τα θυμίζει η σημερινή κακοκαιρία. Αξέχαστες εμπειρίες, που του χάρισαν τόσα πολλά και έντονα συναισθήματα! Τον πλημμυρίζουν οι αναμνήσεις του, εκείνες οι πολύτιμες κι ανεκτίμητες αναμνήσεις του, που δεν ξεθωριάζουν ποτέ. Συσσωρευμένη βρυχάται μέσα του η αλμύρα και το αλάτι που τόσα χρόνια πότισε την υπόσταση του και ψάχνει να βρει διέξοδο και να τον ταξιδέψει σ΄ εκείνες τις εποχές σ' εκείνα τα ταξίδια. 
Ας τον ακολουθήσουμε.... .
Σύνορα Γερμανίας Ελβετίας στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε. Το τραίνο δεν έκοψε ταχύτητα καθώς σκαρφάλωνε πάνω στους σκιερούς λόφους. Δυτικά στον φλογισμένο ουρανό διαγραφόταν οι βουνοκορφές των Άλπεων, λουσμένες μέσα στις τελευταίες αχτίδες του Ήλιου που έδυε. Το σκοτάδι έπεφτε τόσο απότομα ώστε η πλαγιές των βουνών χάνονταν μέσα σ’ αυτό αφήνοντας μόνο τις κορυφές να φαίνονται λουσμένες στο φως, με τον ήλιο να χάνεται αιωρούμενος στον ορίζοντα μέχρι να σβήσει και η τελευταία αχτίδα του και οι κορυφές να χαθούν μέσα στο σκοτάδι.
Η μεγάλη παρέα στο βαγόνι του τραίνου ήταν Έλληνες ναυτικοί που ξεμπαρκάρισαν από τον λιμένα Μπρεμερχάφεν (Bremerhaven) που βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Βέζερ, ένα εμπορικό λιμάνι από τα πιο σημαντικά γερμανικά λιμάνια, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στο εμπόριο της Γερμανίας. Από το Μπρέμεν λοιπόν της Γερμανίας οι ναυτικοί αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα με το τραίνο, το φημισμένο «ακρόπολις εξπρές» της εποχής που εκτελούσε τα δρομολόγια Μόναχο- Θεσσαλονίκη- Αθήνα....
Ακρόπολις Εξπρές», το επονομαζόμενο «τρένο της ξενιτιάς», κουβαλούσε, τα καλοκαίρια ειδικά, στοιβαγμένους στα κουπέ και τους διαδρόμους, Έλληνες, αλλά και Τούρκους «γκασταρμπάιτερ» σε μια περιπετειώδη διαδρομή από τη Θεσσαλονίκη μέσω Γιουγκοσλαβίας προς το Μόναχο και αντίστροφα, η οποία κρατούσε κοντά δύο ημέρες.
Ήταν το τρένο που μετέφερε ελπίδες, προσδοκίες και όνειρα, από τη μεταπολεμική Ελλάδα της δεκαετίας του ΄60 στη Γερμανία. που αγωνίζεται να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του πολέμου. Τα βαγόνια του τρένου φυλάσσουν στο εσωτερικό τους ερμητικά κλεισμένες, χιλιάδες ιστορίες διαφορετικών ηρώων, που με ένα φτερούγισμα στην καρδιά εξορμούσαν για να κατακτήσουν μια καινούργια ζωή, μακριά από την Ελλάδα της δυστυχίας, με μόνη τους αποσκευή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και κοινό τους στόχο η κατάκτηση του ονείρου."
Την παρέα των ναυτικών την αποτελούν, ο Γιάννης ο Τρίτος μηχανικός από την Ελευσίνα, ο Ιπποκράτης ο καμαρότος ομογενής εξ Αιγύπτου, ο Αγγελής ο ναύτης από τον προσφυγικό μαχαλά της Καισαριανής, ο Γιώργος Ανθυποπλοίαρχος από την Λευκάδα, ο Πασχάλης ο ναύτης, ένα γιγαντόσωμο θεριό από την Σαμοθράκη, ο Επαμεινώνδας ο λοστρόμος από την ναυτομάνα Άνδρο, και ο νεαρός δόκιμος μηχανικός μας από τα χωριά του Νότιου Πάρνωνα. 
Όλοι αυτοί συνθέτουν μια παρέα εύθυμη, ταλαιπωρημένη μεν αλλά άκρως ζωντανή που η πείνα για ζωή και εμπειρίες ξεχειλίζει μέσα τους.
Προχωρώντας η βραδιά ο νεαρός μηχανικός σηκώθηκε από την θέση του και έκανε το γύρο της κουκέτας να ξεμουδιάσει την απραξία του. Από τον τρόπο που περπατούσε, ένας έμπειρος ταξιδιώτης θα μπορούσε να καταλάβει πως ο νεαρός ήταν σχετικά νεόφερτος σε ταξίδι με το τραίνο. Οι κινήσεις του ήταν κάπως απότομες σε αντίθεση με τον ανάλαφρο, σταθερό βηματισμό πολλών συνταξιδιωτών του. Έριξε μια ματιά στο εξωτερικό τοπίο αλλά τα φώτα στο βαγόνι τον εμπόδιζαν να δει καθαρά εκεί έξω το σκοτεινό τοπίο. Μ’ αυτή τη σκέψη ετοιμάστηκε να γυρίσει στη θέση του όταν ξαφνικά βρέθηκαν σε σήραγγα κι ενστικτωδώς τραβήχτηκε μακριά απ’ το παράθυρό ανοίγω-κλείνοντας τα μάτια του.
 Όλο το υπόλοιπο πλήρωμα αντιμετώπιζαν το νεαρό μηχανικό με φιλική διάθεση και τον ενθάρρυναν να πάρει μέρος στην συζήτηση που είχε ανάψει για τα καλά στο διπλανό κουπέ. Τα κουπέ είναι για έξι άτομα αλλά συνήθως ποτέ δεν είναι γεμάτα στα χειμερινά τους δρομολόγια. Η παρέα τους είχε κάνει κατάληψη σε τρία κουπέ του βαγονιού. Ο ίδιος βρέθηκε να συνταξιδεύουν με τον Αγγελή και έναν Τούρκο φοιτητή από την Κωνσταντινούπολη.
Με τον Τούρκο φοιτητή η γνωριμία ήταν μια ευχάριστη νότα του ταξιδιού. Όταν τα βλέμματα τους συναντήθηκαν μια σιωπηλή αλληλοεκτίμηση διαχύθηκε στα πρόσωπα τους. Ο νεαρός μηχανικός χαμογέλασε και στο πρόσωπο του σχηματίστηκαν σκιερές αυλακιές όμοιες μ’ αυτές του γύρω αλπικού τοπίου. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και ήταν εγκάρδια φιλικές παρά τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου που ήταν ακόμη νωπά. Η σπίθα που είχε ανάψει στο νησί ήταν παρούσα γύρω τους. Το ότι δεν ξέσπασε πόλεμος σκέφτηκε ο νεαρός μηχανικός οφειλόταν σε μια τραγική συγκυρία περιστάσεων και όχι σε μια εσκεμμένη τακτική των κρατών μας. Η ισχυρογνωμοσύνη τόσο το χουντικού καθεστώτος όσο και του βαθύ κράτους της Γείτονος είχαν φέρει σαν μια κακόγουστη φάρσα σε τροχιά σύγκρουσης τα δυο έθνη. Δικαιολογίες υπήρχαν και για τις δυο πλευρές. Άλλωστε πάντα υπάρχουν.
Απολάμβανε στο ταξίδι να βλέπει τα τοπία να περνούν από μπροστά του σαν μεγάλη οθόνη που κάποιο αόρατο χέρι την άλλαζε συνεχώς.
Ξάπλωσε αναπαυτικά στην κουκέτα του τραίνου, ακούμπησε πίσω στη μαλακή ταπετσαρία κι έκλεισε τα βλέφαρα του. Το τραίνο ταξίδευε με σταθερή ταχύτητα σ’ ένα απαλό νανουριστικό γλίστρημα άλλα ο νεαρός μηχανικός δεν κοιμήθηκε. Αντίθετα σκεπτόταν έντονα τα γεγονότα του τελευταίου ταξιδιού στην μακρινή άπω ανατολή. Στο τραίνο βρίσκει ο ταξιδιώτης το χρόνο να κάνει την εσωτερική του περιήγηση και να παραδοθεί στα όνειρα του. 
Θέλησε να βουλιάξει στη σιωπή και στις αναμνήσεις του, σαν το πλοίο που το καταπίνουν σύννεφα από αφρούς που στροβιλίζονται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
............... Το τελευταίο ταξίδι ήταν από τη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών προς τη θάλασσα της Ινδονησίας και από εκεί θα συνέχιζαν για Ευρώπη.
Τις τελευταίες ώρες ο ουρανός καλύφθηκε ολόκληρος με μαύρα σύννεφα και απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα έρχονταν βροντές κι αστραπές που έκαναν την νύχτα μέρα. Αν και αρχικά τα μετεωρολογικά δελτία του καιρού προέβλεπαν σχετικά καλές καιρικές συνθήκες ο καιρός άρχισε να διαμορφώνεται διαφορετικά από αυτό που προβλέπει το μοντέλο. Γύρω τους ο ουρανός ήταν σκούρος και μαβής και ο ήλιος άσπρος και λερωμένος ταξίδευε γοργά, μέσα στα σύννεφα λες και βιαζόταν να κρυφτεί.
Οι ασύρματοι σε όλα τα μήκη και πλάτη του βορειοδυτικού Ειρηνικού, ωκεανού άρχισαν να στέλνουν αδιάκοπα μηνύματα για την μεγάλη καταιγίδα που εξελισσόταν σε τυφώνα. Είχε ξεκινήσει ανατολικά των Φιλιππίνων και σάρωνε ανεξέλεγκτα τον απέραντο ωκεανό, κινούμενος με τρομαχτική ταχύτητα βόρεια, βορειοανατολικά. Τα πλοία που ταξίδευαν κοντά σε απάνεμα λιμάνια, κόλπους ή προφυλαγμένα νησιά, έσπευσαν να αγκυροβολήσουν για λόγους ασφαλείας, μετά τις απανωτές προειδοποιήσεις που έστελναν τα ερτζιανά.
Πλάκωσε η νύχτα. Και τι νύχτα! Κόλαση σωστή. Ούτε άστρο στον ουρανό. Τα φώτα της καμπίνας του άναψαν καθώς βρήκε το διακόπτη και τον γύρισε. Για ένα λεπτό αισθανόταν πολύ ζαλισμένος για να κάνει κάτι και έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας στο κενό.
Σηκώθηκε. Ακολούθησε τον αλουέ του πλοίου μέχρι την έξοδο του ντέκ.
Το πλοίο χόρευε στα λυσσασμένα κύματα τα οποία λες και ήθελαν να το καταπιούν.
 Αγκομαχούσε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας κι όλο κλυδωνιζόταν και μούγκριζε κάτω από το ανελέητο σφυροκόπημα των κυμάτων.
Όταν κόπασαν οι αστραπές δεν μπορούσε να δει τίποτα, η νύχτα ποτέ δεν ήταν τόσο σκοτεινή όσο αυτή.
Όσα πλοία βρέθηκαν όμως μεσοπέλαγα, το μόνο που ήλπιζαν οι ναυτικοί τους, ήταν να μη βρεθεί στη ρότα τους τούτος ο ανισόρροπος τυφώνας που άλλαζε πορεία και κατεύθυνση συνεχώς. Μια διέσχιζε τον ωκεανό προς τα βορειοανατολικά, μια γύριζε απότομα νότια, και εκεί που περίμεναν όλοι οι μετεωρολόγοι πως θα κόπαζε και θα ξεθύμαινε, αυτός θαρρείς και έπαιρνε αιφνίδιες δυνάμεις, έστρεφε και πάλι βορειοανατολικά με μεγαλύτερη ακόμα ένταση.
Στη γέφυρα υπήρχε σύσκεψη για τα επερχόμενα.
Ο πλοίαρχος ήταν ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, αλλά τα μαλλιά του ήσαν ακόμη αρκετά μαύρα και πυκνά. Ανήκε στη κατηγορία των όχι εξαιρετικά όμορφων ατόμων που εμπνέουν όμως εμπιστοσύνη από την πρώτη στιγμή που τα συναντάει κανένας. Έδινε την εντύπωση του ευχάριστου πεπειραμένου πλοιάρχου που δεν νοιαζόταν να δίνει συμβουλές χωρίς προκατάληψη, ωστόσο είχε πολύ καλή επαφή με τα πληρώματα του. Μια χρυσή καρδιά κάτω από μια τραχιά μορφή είχε σκεφτεί ο νεαρός μηχανικός στην αρχική τους γνωριμία και είχε επιδοκιμάσει με τον νου του την κοινοτοπία του χαρακτηρισμού του. Ο Γραμματικός του πλοίου ήταν ο καπετάν Γεράσιμος που ήταν γραμματικός με κεφαλαία γράμματα. Γεροδεμένος, τετράγωνες πλάτες, μετρίου αναστήματος, με αεικίνητα γαλάζια μάτια, που δεν άφηναν τίποτα απαρατήρητο. Τα εγγλέζικα του ήταν πολύ καλύτερα από του καπετάνιου και μιλούσε πέντε έξι γλώσσες ακόμα.
Είχε περάσει μια ώρα πριν βεβαιωθούν ότι η τροπική καταιγίδα έδειχνε μεταβαλλόμενη αλλαγή πορείας με άμεσο κίνδυνο να διασταυρωθεί με το δρομολόγιο του πλοίου, αλλά ακόμη δεν μπορούσαν να αποφανθούν ποσό σύντομα θα συνέβαινε αυτό.
Ο αμείλικτος δείκτης του βαρομέτρου στη γέφυρα του πλοίου τυλιγμένο μέσα στο πέπλο της νύκτας διέγραφε τα τελευταία λεπτά συνεχή πτώση κάνοντας αντιληπτά τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν.
Ο γραμματικός μίλησε πρώτος
«Όλοι φεύγουν σα να τους κυνηγάει ο διάβολος. Ο καιρός μπορεί να γίνει πολύ ζόρικος σε τούτα τα μέρη. Έχω ταξιδέψει στην καραϊβική θάλασσα τα πρώτα μου ναυτικά χρόνια, κι έχω δει μερικούς τυφώνες στα ταξίδια μου, άλλα τίποτα δεν συγκρίνεται με έναν κυκλώνα του Ειρηνικού.»
«Έχουμε μόνο δυο επιλογές να κάνουμε» είπε.
«Μπορούμε να μειώσουμε ταχύτητα να παραμείνουμε στην θαλάσσια περιοχή που βρισκόμαστε αναμένοντας ότι τελικά η καταιγίδα θα πάρει τη συνηθισμένη βορειοανατολική πορεία που ακολουθούν οι καταιγίδες της περιοχής αυτή την εποχή και να περάσει σε ασφαλή απόσταση από την θέση μας.»
Η άλλη λύση είναι να κάνουμε αναστροφή πορείας να γυρίσουμε νοτιά νοτιοανατολικά και να αναμένουμε το ξέσπασμα της μέχρι να εξαντληθεί στα βόρεια. Ας ελπίσουμε πως δεν θα χρειαστεί να δοκιμάσουμε την δεύτερη λύση.» Συμπλήρωσε.
Ο μεγάλος κίνδυνος ήταν η συνεχώς μεταβαλλόμενη και απρόβλεπτη πορεία της καταιγίδας. Ο καπετάνιος σκέφτηκε πως είχε πολύ καιρό ν’ ακούσει χειρότερο μαντάτο. Έκανε μερικούς αριθμητικούς υπολογισμούς με το μυαλό του για να υπολογίσει την ακριβή απόσταση της καταιγίδας και τις πιθανές πορείες της. Αν και αισθανόταν ότι το πλοίο θα ήταν φοβερά εκτεθειμένο στην απόφαση του αποφάσισε να ακολουθήσουν την πρώτη λύση.
Απόμεινε να διαπιστωθεί εάν η πρώτη λύση που αποφασίστηκε ήταν και η πιο κατάλληλη και αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της καταιγίδας.
Βρίσκονταν κάπου νοτιοανατολικά της Ιαπωνίας και η θεομηνία να μην είχε σκοπό να λιγοστέψει. Όσο πήγαινε, και φούντωνε. Η θάλασσα σφυροκοπούσε το πλοίο απ’ άκρη σ’ άκρη και κυνηγούσαν το ένα το άλλο τα κύματα, ψήλωναν σαν θεριά ανήμερα καβαλίκεψαν το κατάστρωμα και σάρωναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και περνούσαν μανιασμένα αφήνοντας τους αφρούς καταπάνω τους.
Τρεις ημέρες αργότερα ξημέρωσε με τον ουρανό και τη θάλασσα να έχουν ακόμη μια θωλομάρα που σου έσφιγγε την καρδιά. Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τα σύγνεφα κι έριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Αν και δεν είχαν οριστικά μείνει ακόμη μακρυά από την ακτίνα δράσης της καταιγίδας, το πλοίο ανακτούσε ταχύτητα καθώς η αντίσταση της κακοκαιρίας λιγόστεψε.
Μπορεί να είχαν ακόμη δρόμο μέχρι να απομακρυνθούν τελείως και να βγουν έξω από την ακτίνα δράσης της και σε ασφαλή πορεία, μα ήξεραν ότι είχε περάσει κι αυτή η καταιγίδα, άγρια όπως όλες που χτυπάνε χωρίς λύπη και έλεος… και… κάποια στιγμή αρχίζει να χαράζει ο Ήλιος ζωηρός και τα πάντα γεμίζουν με φως. Τα νερά του ωκεανού ήρεμα καθρεφτίζουν τις ακτίνες του. Υπέροχες στιγμές. Χρειάζονται μοναχά λίγα δευτερόλεπτα να κοιτάξεις τέτοιες εικόνες, για να νιώσεις ευτυχισμένος άνθρωπος. Να ζεστάνεις την ψυχή σου με την ανάσα σου. Και να σκεφτείς πόσα πράγματα σημαντικά έχεις να κάνεις, μόλις περάσει η καταιγίδα. Κι όταν η καταιγίδα θα έχει περάσει, δεν θα θυμάσαι πως τα κατάφερες ή πως επιβίωσες.
Γιατί ότι γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Έγινε πέρασε, πάει με τ’ αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με του καιρού τη  διάβα. 
Πόσο διαφορετική είναι τούτες τις ώρες η θάλασσα.
Γαλήνια! Μια ήρεμη γαλήνη, μια αβίαστη γαλήνη, μια απόμακρη γαλήνη. .............................

Η χαρούμενη παρέα των ναυτικών μας τις περισσότερες ώρες τις περνούσαν συνήθως μαζεμένοι σε μια κουκέτα φλυαρώντας ευχάριστα. Οι συζητήσεις τους περιφέρονταν γύρω από τα της πατρίδος και συμπληρωματικά με τη γνώση των αναγκών του επαγγέλματος τους, που οι αρχαιότεροι της παρέας μετέφεραν την συσσωρευμένη πείρα τους στους νεώτερους. Ο ανθυποπλοίαρχος ήταν αυτός που άλλαξε πρώτος το αντικείμενο της συζήτησης. Το να περάσεις την κουβέντα από την επαγγελματική συζήτηση στη πολιτική δε χρειαζόταν και μεγάλη δεξιοτεχνία, γιατί τις ήμερες εκείνες η πολιτική αποτελούσε το κύριο θέμα. Και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, πως όλοι θα είχαν και κάποιο πειστικό επιχείρημα στο λόγο τους, και αν κάποιος προσπαθούσε να τους αντικρούσει θα του πρόβαλλαν τις συνηθισμένες κοινωνικές θεωρίες. Ο ανθυποπλοίαρχος είχε ξαναβρεθεί σε παρόμοιες συζητήσεις και με το ταλέντο του ομιλητή με την βαθιά καλλιεργημένη και ειλικρινή φωνή του έδινε προοδευτικά ζωηρό τόνο στην συζήτηση ώστε να μην καταλήξει σε ανιαρή κουβέντα. Χαμηλόφωνος και πάντα τόσο χαμογελαστός που σε προτρέπει να υποψιαστείς ότι ο πολίτικος διάλογος δεν του είναι μια άγνωστη πρακτική, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι ο κλασσικός τύπος επαναστάτη που θέλει να ανατρέψει τα σύγχρονα πολιτικά δρώμενα.
Έπεσε μια ξαφνική σιωπή στην κουκέτα. Μόνο το σφύριγμα της ατμομηχανής και το τρίξιμο των τροχών του σιδηροδρομικού συρμού ακουγόταν στην ατμόσφαιρα. Η πολύβουη παρέα είχε σταματήσει την κουβέντα της για να μπορέσει να ακούσει την αναγγελία από τα μεγάφωνα. Ο νεαρός μηχανικός έστρεψε το βλέμμα του προς τα διαγράμματα πάνω από τις πόρτες για να αναγνωρίσει τον σταθμό άφιξης του τραίνου.
 «Πλησιάζουμε το Ζάγκρεμπ.» Πληροφόρησε την ομήγυρη, στη συνέχεια περπάτησε όχι πολύ σταθερά προς το κοντινότερο παράθυρο κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι, κοίταξε ίσια μπροστά του και σε μερικά δευτερόλεπτα εμφανίζεται σαν φωτεινή όαση σε σκοτεινή έρημο η πολιτεία του Ζάγκρεμπ. Έμεινε κολλημένος στο τζάμι παρατηρώντας εκεί που ο μεγάλος μεταλλικός θόλος του σταθμού έλαμπε στο ομιχλώδες πρωινό κάτω από το φως των λαμπτήρων.
Ένα μεγάλο γκρουπ με ποδοσφαιριστές της τοπικής ομάδας καταλαμβάνουν με θορυβώδη τρόπο τα μπροστινά βαγόνια, γεμίζουν με ζωή τα σαλόνια και τα παράθυρα των βαγονιών.
Οι νέοι ταξιδιώτες μπαίνουν στο τραίνο και ξεκίνησαν να βολεύονται στις θέσεις τους.
Για μια στιγμή το βλέμμα του ταξίδεψε στον σκοτεινό καθρέφτη του γυάλινου διαχωριστικού κι είδε το είδωλο της κάπως μισοφωτισμένο καθώς προβαλλόταν στο καθρέφτη. Το είδωλο μιας κοπέλας να στέκεται πίσω στο διάδρομο. Η ελκυστική εμφάνισή της τον απορρόφησε να την παρατηρεί, κι όσο περισσότερο την κοιτούσε του ήταν αδύνατο να τραβήξει τα μάτια του απ’ το είδωλό της. Έμοιαζε με έφηβη, και σίγουρα δεν ήταν πάνω από είκοσι χρόνων. Όλα τα χαρακτηριστικά της, ως κι ο τρόπος που στεκόταν, έμοιαζαν να τονίζουν την παιδικότητα του προσώπου της, και σύντομα κατάλαβε ότι η θέα της είχε αρχίσει να τον εξάπτει. Εκείνη βέβαια δεν φαινόταν να τον προσέχει, αλλά για να αποφύγει το βλέμμα του να συναντήσει το δικό της, κοίταξε για μια στιγμή αμήχανος τα χέρια του. Στο μυαλό του εξακολουθούσε να βλέπει το είδωλο της άγνωστης κοπέλας. 
Ξανασήκωσε το βλέμμα του.... Τότε, είδε το ίδιο καστανόξανθο κεφάλι, και μαζί του την υπόλοιπη εικόνα της. Στεκόταν όρθια στην είσοδο της κουκέτας χαμογελώντας ανάλαφρα, στα χέρια της κρατούσε ένα μεγάλο δερμάτινο ταξιδιωτικό σάκο, και είχε το βλέμμα της στραμμένο προς την πινακίδα της κουκέτας.
Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Ασυναίσθητα αυτός τραβήχτηκε προς τα πίσω, την ίδια στιγμή, όμως δεν σταμάτησε να την κοιτάζει. Αν και η κοπέλα προσποιούνταν ότι η προσοχή της χάνονταν στην πινακίδα, αισθανόταν το βλέμμα του να την εξερευνά, έδειξε αμήχανη όπως κι εκείνος. Τον κοίταξε μια στιγμή και μετά έριξε το βλέμμα πάνω από το κεφάλι του…. Έμεινε λοιπόν ακίνητη για μερικά λεπτά, ξαφνικά έστρεψε τα μάτια της πάνω του και είδε στο βλέμμα της «ματιά καθαρή» που πάσχιζε να ρωτήσει. Ίσιωσε το κορμί του σαν να δανειζόταν ενέργεια η αυτοπεποίθησή του κίνησε τα χείλη του σ’ ένα «την κουκέτα σας ψάχνεται» κ' επειδή δε βγήκε καθαρός ήχος.... πρόσθεσε βουβά «τι πριγκιπική κορμοστασιά θεέ μου». Ήταν ψηλή και στητή σαν λαμπάδα, ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι, με εμφάνιση «νεράιδας» παρατηρούσε γοητευμένος το παράστημα της. Το ταξίδι απόχτησε άλλης ποιότητας ενδιαφέρον… σκέφτηκε.
*Ναʼ την έρχεται λικνισμένη με χάρη
Μ’ έναν πανέμορφο κότσο 
Με γυρισμένες προς τα επάνω τις άκρες των μαλλιών της.
Όπως το πουλί μέσα στα σύννεφα.
Μ’ ένα λινό φόρεμα.
Απλά ντυμένη.
Με πόση χάρη κουνούσε ανάλαφρα το κορμί της.
Η λεπτή και χαριτωμένη κορμοστασιά της.
Α! Τι εκπληκτική ομορφιά.
Μ’ αλαβάστρινα δάχτυλα που έμοιαζαν 
Με τους βλαστούς του μπαμπού την άνοιξη.
Τα ροδοκόκκινα χείλια της,
Στόλιζαν το αρωματισμένο στόμα της.
(*Το ποίημα προέρχεται από την κινεζική μυθολογία...)
Και τα δικά της χείλη κινήθηκαν επίσης. «Είναι ελεύθερα» ρώτησε μ’ ευχάριστα φιλικό τόνο δείχνοντας τις άδειες θέσεις. Η φωνή της έστω και στις τετριμμένες λέξεις ηχεί βαθιά, βελούδινη στ’ αυτιά του!
Κάτι πήγε να της πει αλλά τον πρόλαβε εκείνη λέγοντας: «Είστε Έλληνας; Η κάνω λάθος;»
«Ναι, ναι πραγματικά από την Ελλάδα είμαι… Αλήθεια και εσείς;  Πολύ ενδιαφέρον.».
«Νομίζω εδώ είναι η θέση μου! Μπορώ να καθίσω;;»
«Ναι βέβαια γιατί όχι».
Ξεπερνώντας την αρχική του αμηχανία ο νεαρός μηχανικός περπάτησε σιωπηλός την απόσταση που τους χώριζε, την πλησίασε να την βοηθήσει, ζήτησε ευγενικά τον ταξιδιωτικό σάκο τον πήρε στα στιβαρά του χεριά και τον τακτοποίησε στον ουρανό της κουκέτας.
Τον ευχαρίστησε που τη βοήθησε. «Ευχαριστώ πολύ ήταν, πολύ ευγενικό εκ μέρους σας» του είπε.
Η αρχική του αμηχανία ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Φαινόταν ντροπαλός - σα να είχε καταπιεί τη γλώσσα του μολονότι η κοπέλα μιλούσε την γλώσσα του.
Την κοίταξε «Δεν είναι απαραίτητο να μ’ ευχαριστήσετε καν. Ακολούθησα κανόνες της λακωνικής γης.» της απάντησε βρίσκοντας το χαμόγελο του.
Έμεινε για λίγο ευχάριστα άναυδη «αιφνιδιασμένη».
«Μη μου πείτε! Και εσείς Λάκωνας» είπε.
Το πανωφόρι της παλλόταν στους ώμους όπως τον προσπερνούσε στα θυρόφυλλα της κουκέτας που έκλεισαν πίσω τους, γλίστρησε σαν χορεύτρια, ήταν υπέροχη, ήταν ένα όνειρο και το άρωμά της έμεινε εκεί δα, στη νοτισμένη πρωινή ατμόσφαιρα της κουκέτας.
Ένοιωσε και πάλι τον εαυτό του να κοκκινίζει ελαφρά.
«Από τα περίχωρα της Μονεμβασιάς» και προτείνοντας το χέρι του μ’ εγκαρδιότητα συστήθηκε.
Αυτή δίστασε ανεπαίσθητα, βλεφάρισε αντικρίζοντας δυο μάτια στο χρώμα του καπουτσίνο που θα έβαζαν σε πειρασμό κάθε γυναίκα. Μετά πήρε το χέρι του και το κράτησε για λίγο σφιχτά. «Να υποθέσω ότι θα βρεθούμε και συγγενείς;» αναρωτήθηκε «φορώντας» ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. «Από τα ορεινά χωριά του Ζάρακα η καταγωγή μου. Τα κρυμμένα ανάμεσα στα βουνά», συμπλήρωσε, και της ξέφυγε ένας στεναγμός ευχαρίστησης καθώς καθόταν αναπαυτικά στην άδεια θέση. Και μόνο η σκέψη της απρόσμενης συνάντησης σ’ αυτό τον απόμακρο σιδηροδρομικό σταθμό των Βαλκανίων την έκανε να χαμογελάσει. Ίσως το ταξίδι της να μην εξελισσόταν άσχημα. Ο κόσμος τελικά είναι πολύ μικρός.
Ένιωσαν το απαλό συναίσθημα της επιτάχυνσης της αμαξοστοιχίας και μετά μια αόριστη, ελάχιστη αντιληπτή, αίσθηση ταχύτητας.
Η κοπέλα, πραγματικά ήταν πολύ όμορφη, το ντύσιμο της αν και ευπρεπές άφηνε αρκετά ερεθιστικά σημεία ακάλυπτα. 
Ο νεαρός μας μηχανικός προσποιήθηκε ότι άκουγε τον διπλανό του, τον Αγγελή τον ναύτη για να μην της δώσει να καταλάβει ότι χάζευε τις χυτές γάμπες της. Στο μεταξύ αναλογίστηκε το εσωτερικό του δίλημμα πως θα προετοιμάσει το έδαφος για ένα φλερτ. Ύστερα συγκράτησε την παρόρμηση του να πει κάτι «χαριτωμένο». Ήταν καθαρή διαίσθηση. Πρέπει να προσέξει πάρα πολύ καλά την αρχή, πώς θα το πάει. Σε πρώτη φάση τα βλέμματα τον γυναικών τον προσπερνούν. Βλέπουν έναν νεαρό άντρα µε όχι ιδιαίτερα προσεγμένα παπούτσια, µ’ ένα φθαρμένο τζιν κι από πάνω ένα βαμβακερό μπλουζάκι. Τα μαλλιά του είναι επίτηδες ανακατωμένα. Είχε μαλλιά που του το επιτρέπουν. Σκεφτόταν. «Μπας και πολύ το βασανίζω το θέμα;»
Αυτή η σκέψη ήταν τόσο έντονη που παρέλειψε όλες τις τυπικότητες και μπήκε κατευθείαν στην ουσία. Η νεαρή γυναίκα παρουσίαζε πλέον έντονο ενδιαφέρον για εκείνον ως άντρα. 
Είτε θα της έλεγε κατευθείαν την αλήθεια για τις σκέψεις του, ξέροντας τον κίνδυνο ότι η έλξη μεταξύ τους θα έκανε φτερά αν προσπαθούσε να δώσει μια ώθηση πέρα από τα επιτρεπτά όρια. Στριφογύρισε στη θέση του έτσι ώστε να την κοιτάζει κατάματα, ακουμπώντας το χέρι στην πλάτη του καθίσματος και γέρνοντας προς το μέρος της, τη ρώτησε όταν εκείνη έμεινε σιωπηλή: «Αν σας κάνω μια προσωπική ερώτηση, υπόσχεσαι να μην με παρεξηγήσετε;» 
«Εξαρτάται από την ερώτηση.»
Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. Ήταν ένας αναστεναγμός ανακούφισης. «Με συγχωρείς» είπε «Κλασσική γυναικεία απάντηση.»
Μισόκλεισε τα µάτια της. Τι άραγε να ρωτούσαν αυτά τα μισόκλειστα µάτια. «Α, ώστε το πρόσεξες ότι είμαι γυναίκα».
Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της, έθαψε προς στιγμήν τα δάχτυλά του στα μαλλιά του και τα τράβηξε ανέμελα προς τα πίσω, µε αποτέλεσμα να ανακατευτούν ακόμα πιο πολύ. Στο μεταξύ δεν κοιτούσε πια τον διπλανό του. Ήταν σαν να μην υπήρχε πια. Σαν να ήταν πια µόνο οι δυο τους. Η κοπέλα του χαμογέλασε. Και δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει το σύντομο εξεταστικό βλέμμα που άφησε να γλιστρήσει πάνω από το υπόλοιπο σώμα του. Προφανώς της άρεσε αυτό που έβλεπε, γιατί το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ, δείχνοντας έτσι τα ωραία δόντια της. Και το χαμόγελο το νεαρού μηχανικού πλάτυνε και τα μάτια του τώρα λένε τόσα πολλά όσα δεν τολμά η φλύαρη γλώσσα του. Ήταν δυνατόν να μην προσέξει κάτι τέτοιο. Η αλήθεια ήταν ότι του άρεσε πολύ η νεαρή γυναίκα διπλά του. «Ναι και βέβαια το πρόσεξα πως είστε μια όμορφη και ενδιαφέρουσα γυναίκα και θα χαιρόμουν να γνωριστούμε καλύτερα.» 
«Δε νομίζετε πως βιάζεστε κύριε .....;»
«Αλκιβιαδης! Δίκιο έχετε, πάντα βιάζομαι για κάτι που μ’ ενδιαφέρει πολύ. Αυτό που στη γλώσσα μας ονομάζεται «τακτ», μου είναι δύσκολο να το εφαρμόσω,..»
«Μυρτώ! Βοηθάει όμως στις καλές σχέσεις δεν συμφωνείται;. »
«Οφείλω να δεχτώ πως έχετε δίκιο αλλά..... »
«Αλλά; Τι είναι αυτό που σας ενδιαφέρει και δεν το λέτε;».
«Όπως δείχνουν τα πράγματα, ας πούμε είστε εσείς.» της είπε αυτός χαμογελώντας.
«Βιάζεστε, βιάζεστε. Θα δούμε…προς το παρόν πρέπει πρώτα να γνωριστούμε».
«Σωστά, αλήθεια είστε δεσποινίς ή κυρία;». Παίρνει νέα ρίσκα  να την προσεγγίσει.
«Παίζει ρόλο αυτό; Στην εποχή μας ο διαχωρισμός αυτός είναι περιττός.»
«Ναι βέβαια, αλλά είναι ένας τρόπος να μάθω αν είστε παντρεμένη…».
«Και σε τι θα σας ωφελούσε αυτό;».
«Ε, πως, αν είστε παντρεμένη θα πρέπει να σας διεκδικήσω από το σύζυγο αν είστε δεσμευμένη…».
«Α, έτσι μπορείτε να φτάσετε ως εκεί; Δε θα χρειαστεί, δεν είμαι παντρεμένη».
 Ο Αλκιβιάδης δεν μπόρεσε να μη γελάσει. Κατάλαβε ότι η έμπνευση της στιγμής είχε αγγίξει την  νεαρή κοπέλα. ««Εμείς οι δυο έχουμε ακόμη πολλά να πούμε!»
Την είδε να ξεροκαταπίνει και πρόσεξε τη διαστολή στις κόρες των ματιών της, που μαρτυρούσε την στιγμιαία διέγερση της.
Τα σώθηκα του πήραν φωτιά. Όταν ανεβαίνει το θερμόμετρο, τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Έκατσε πιο βαθιά στο κάθισμα κι έπαιξε με τα δάχτυλα την άκρη από το κορδόνι του πανωφοριού του, αφήνοντας το μυαλό του να παρασυρθεί σε προσωπικές σκέψεις.
«Η Ρηχειά ήταν στη νηπιακή ηλικία η καλοκαιρινή μου διαμονή. Αλλά και στην εφηβεία μου πέρασα δυο ολόκληρα καλοκαίρια εκεί. Στο δρόμο προς τη Βλυχάδα, τοπίο μαγικό η Ράχη. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως πολύ κοντά σε αυτό τον ορεινό οικισμό βρίσκεται η μαγευτική παραλία της Βλυχάδας. Άγνωστη για τους πολλούς, ακριβό προνόμιο για αυτούς που την γνωρίζουν. Είναι βίωμα, μαγεία, και δεν παίρνει περιγραφή η μαγευτική αυτή παραλία, εκεί που η θάλασσα λαμπυρίζει σε χιλιάδες σταγόνες φωτός. Ένα τοπίο με μυστική παρθενικότητα, με αρώματα βουνού και ψιθύρους της θάλασσας στη σκιά των βράχων, θαυμάζοντας το μαγευτικό και σπάνιο χρώμα των νερών. Παραλία δυσπρόσιτη, με ανοίγματα στους συμπαγείς βράχους, όπου σχηματίζεται ο εντυπωσιακός όρμος της Βλυχάδας. Η πρόσβαση γίνεται μέσα από μονοπάτια με πικροδάφνες, γαλατσίδες, κιτρινοξιλιές, συκιές και σκίνα. Τα καλοκαιρινά βράδια στη Βλυχάδα είναι δροσερά. Είναι ο γλυκός νυκτερινός αέρας που κατεβαίνει από τα βουνά του Ζάρακα με τα έλατα και περνάει από τα αμπέλια, τις ελιές, τις χαρουπιές και τις συκιές και φέρνει μαζί το θυμάρι που σμίγει με τη θαλασσινή αύρα. Αυτή η αύρα είναι που μαζί με τον ήσυχο παφλασμό του νερού σε νανουρίζουν τα βράδια κοντά στο κύμα, όταν αποκαμωμένος από το κολύμπι ησυχάζεις. Ένα άγριο και επιβλητικό τοπίο, που γίνεται όμως απρόσιτο και πολύ επικίνδυνο όταν λυσσομανούν τα μελτέμια.» Της είπε.
Είδε τη λάμψη στο χαμόγελο του προσώπου της, λες και κάποιος το είχε αποτυπώσει εκεί. Το μυαλό της πρέπει να ταξίδεψε σε ευτυχισμένες στιγμές....... σε χαρούμενους τόπους. Της χαμογέλασε καθησυχαστικά, και στο χαμόγελο του φάνηκε μια λάμψη ευχαρίστησης στην ανάμνηση αυτών των καλοκαιριών.
«Πως βρεθήκατε στο Ζάγκρεμπ;»
«Σπουδάζω σ' αυτή την πόλη.»
«Είστε Ελληνίδα και σπουδάζετε εδώ στο Ζάγκρεμπ;».
«Γιατί σπουδάζω στην Κροατία;. Εκτός από την ομορφιά της χώρας, η υψηλή ποιότητα σπουδών σε συνδυασμό με τα χαμηλά δίδακτρα είναι δέλεαρ.»
«Α, μάλιστα. Είστε τόσο νέα. Έχετε σκέψεις για κάποια ακαδημαϊκή καριέρα;»»
«Υπερβολές. Σπουδάζω ιατρική. Το κάνω γιατί μ’ αρέσει… αλλά πέστε μου εσείς πως
ασχοληθήκατε με την θάλασσα;»
«Που το καταλάβατε;»
«Άκουσα κάποιες στιχομυθίες με τους φίλους σας και κατάλαβα..»
Πήγαν παρακάτω, μίλησαν όμως περισσότερο για τα ενδιαφέροντα τους παρά για την
προσωπική τους ζωή. Τους απασχόλησε ακόμα η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη άλλαζε αλλά κανένας δεν θα μπορούσε να βεβαιώσει πως πήγαινε προς το καλύτερο. Στην πατρίδα, έλεγαν, είχε επανέλθει η δημοκρατία αλλά πώς να επανέλθει κάτι που δεν είχε φύγει μια και δεν είχε υπάρξει; 
Πάνω από δυο ώρες, συζήτησαν. Εκείνη ξέσπασε πολλές φορές σε γέλια «Αγαπητέ μου, μένω κατάπληκτη! Γνωρίζετε πολύ καλύτερα από μένα, τα χωριά του Πάρνωνα.»
«Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δε θα μου περνούσε από το μυαλό ότι κάποτε θα αντάμωνα κάτω από τέτοιες συνθήκες μια Ζαρακιτισα με γνήσια ομορφιά και αντάξια απόγονο της πεντάμορφης Στάμω, την Παναρίτη. Της λυγερής της Στάμω, με την αέρινη κορμοστασιά».
«Με κολακεύετε. Πολύ φοβάμαι ότι δεν γνωρίζω, για το πρότυπο που μου λέτε.» Του αποκρίθηκε χαμογελώντας.
Του φάνηκε παράξενο που δεν γνώριζε την ιστορία τούτη.
Τις επόμενες ώρες της αφηγήθηκε την «ιστορία» της φημισμένης Στάμω.
Την αιχμάλωτη του Ιμπραήμ. ...........
"......... Την ώρα που ο ήλιος καταπόρφυρος, αναδυόταν βαθιά στον ορίζοντα, μέσα στα καταγάλανα νερά του Μυρτώου, άρχισε το μακελειό. Σκοτείνιασε ο ουρανός και ο ουρανός και ο ήλιος κρύφτηκε μες στη μεγάλη εκείνη σκοτεινιά. Άναψαν τα τούρκικα γιαταγάνια, καθώς τα σφαγμένα κορμιά κατρακύλαγαν το ένα πίσω από το άλλο στο βάθος της βαθιάς εκείνης λαγκάδας.
«Α! Ετούτη τη μορφονιά αφέντη μου, μην τη χαλάσουμε» είπε ο δήμιος στο σερασχέρη δείχνοντας με το ματωβαμμένο χέρι του τη Στάμω, που κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της το δωδεκάχρονο αδελφό της τον Αντώνη. «Είναι πολύ γκιουζέλ. Θα χαρεί ο πασάς σαν του την πάμε να την έχει στολίδι στο χαρέμι του»
Έτσι, την όμορφη Στάμω, την Παναρίτη και τον μοναδικό αδερφό της, τον Αντώνη, τους μπάρκαραν σε ένα πλεούμενο, και από την Πύλο βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια, συστημένοι για το χαρέμι του μεγάλου πασά. Τη λυγερή τη Στάμω,με την αέρινη κορμοστασιά, εκείνος ο πασάς τη στόλισε στα μετάξια και τα χρυσαφικά. Την έκανε βασίλισσα του χαρεμιού του. ....................."
.....Υπήρχε κάποιο πάθος και βαθύ αίσθημα πίσω από τα λόγια του, που έκρυβε μια βαθιά εσωτερική ζεστασιά. Είχε χαθεί μέσα στις λεπτομέρειες της αφήγησης του για αρκετή ώρα όταν άκουσε μ’ ευχαρίστηση την απαλή μουσική που πλημμύρισε ξαφνικά το βαγόνι, χωρίς να διασπασθεί η ροή της ιστορίας του. Όπως ξαφνικά άρχισε η μουσική έτσι ξαφνικά σταμάτησε. Μεσολάβησε μια σύντομη σιγή, και μια γλυκιά διακριτική φωνή ανήγγειλε τον επόμενο σταθμό.
Το τραίνο πλησίαζε τώρα στο τέλος του ταξιδιού του. Θα έφτανε στη Θεσσαλονίκη σε λιγότερο από μια ώρα. Στα μάτια του νεαρού μηχανικού απλώθηκε μια ονειροπόλα έκφραση. Κοίταξε την κοπέλα δίπλα του σιωπηλός. Την περίμενε αυτή την εξέλιξη. Όταν όμως το τέλος του ταξιδιού και ο χωρισμός όσο και αν είναι αναμενόμενος, γίνεται πραγματικότητα, πάντα προκαλεί ένα τρεμούλιασμα στην καρδιά. Είναι δύσκολη η αντιμετώπιση της πικρής αυτής αλήθειας, που σε βγάζει από έναν εφήμερο απατηλό παράδεισο. Για λίγο οι δυο νέοι κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλον, εκτιμώντας, μελετώντας, ξεπερνώντας τα σύνορα της συστολής που χώριζαν τη σύντομη γνωριμία τους. Κάτι αναταράχτηκε μέσα τους, κι ορθώθηκε όπως το τρομαγμένο άλογο.
Άφιξη στη Θεσσαλονίκη.
Αισθάνθηκαν τον κρύο αέρα να τυλίγει τα πόδια τους και παγωμένες ψιχάλες βροχής να πέφτουν πάνω τους. Ζύγωνε η ώρα του χωρισμού.
Η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά στο στήθος.
Ήταν ένα φυσικό συναίσθημα, ωστόσο δεν ήθελαν να το αφήσουν να έλθει στην επιφάνεια.
Αυτή δεν ήταν χαρούμενη, ούτε ανάλαφρη η ομιλητική.
Μια σκιά απλώθηκε στο πρόσωπο της. « Έως εδώ ήταν λοιπόν;». Και κάποιο ίχνος παράκλησης φάνηκε στη φωνή της.
Την κοίταξε ερωτηματικά στα μάτια, με αμφιβολία για μια στιγμή, κι είπε.
«Δεν είμαι σίγουρος τι εννοείς μ’ αυτό. Ακούγεται σα μια θετική πρόταση.»
Εκείνη τον πλησίασε κι αυτός χωρίς δισταγμό την αγκάλιασε. Έβαλε το δάχτυλο της στα χείλια του κι αυτός το φίλησε ανάλαφρα. Κοιτάζοντας τον με ελαφρά δακρυσμένα τα γκριζοπράσινα μάτια της του είπε. «Φαινόσουν τόσο ευτυχισμένος τόσο χαρούμενος εκεί μέσα στην κουκέτα. Έμεινα κουρνιασμένη στον ώμο σου και άκουγα την καρδιά σου να κτυπάει γρήγορα στην αρχή και μετά αργά και πιο αργά.»
«Πρέπει να χωρίσουμε τώρα.» του είπε.
Εκείνος δίστασε και μετά έσκυψε και την φίλησε. Έμειναν αγκαλιασμένοι για λίγο.
«Θα ξαναϊδωθούμε σύντομα.» Της είπε.
«Το ελπίζω» του μουρμούρισε με θλίψη και κίνησε για το μικρό αυτοκίνητο που την ανέμενε εκεί έξω στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης.
Τα βλέμματα τους αποχωρίστηκαν με την σιωπηλή αλληλοεκτίμηση αυτών , που επιθυμούν οι δρόμοι τους να σμίγουν ξανά.
Στεκόταν ακίνητος στη μέση της αποβάθρας κι άκουγε τα βήματά της που απομακρύνονταν, την παρακολουθούσε μέχρι που έκλεισε η πόρτα του αυτοκινήτου πίσω της.
Κατέβασε τα μάτια του τα στύλωσε στο έδαφος και δεν τα σήκωσε παρά μόνο όταν τα μεγάφωνα του σταθμού ανήγγειλαν την αναχώρηση του τραίνου. Προχώρησε προς την σκάλα ανόδου μελαγχολικά και ανέβηκε στο βαγόνι για τη συνεχεία του ταξιδιού και το τέλος της διαδρομής. Δεν είχε καμία διάθεση για κουβέντα καθώς καθόταν στη φωτισμένη κουκέτα του. Το τραίνο ξεκίνησε.
Με την πλάτη ακουμπισμένη στο κάθισμα του, κοίταζε από το αχνισμένο τζάμι το σταθμό που έμενε πίσω τους με μάτια που δεν έβλεπαν. Ένοιωθε την καρδιά του να κτυπάει ξέφρενα στο στήθος του.
Την ονειρευόταν συχνά ...... όχι απόλυτα ερωτικά........ όταν επέστρεψε στα επαγγελματικά του θαλασσινά ταξίδια. Στα όνειρα του έβλεπε πάντα ότι ήταν αδύνατο να τη φτάσει. Δεν τον άκουγε όταν τη φώναζε. Του έφευγε, όσο την πλησίαζε.
Τα όνειρα αδυνάτισαν με τον καιρό.

............
**Τώρα που πίσω από πέλαγα
έχουν χαθεί τα παλαιά μου οράματα
και δεν με φθάνει η μορφή τους
κι η ανάμνηση τους μ’ άφησε…

Δεν τό ’θελα ποτέ
σε τέτοιες σκέψεις να γυρίσω.
Μα είναι νύχτες,
κάποιες ατέλειωτες,
που από τα πέλαγα
όλως ακούραστα
τα παλαιά μου οράματα
τα φέρνω πίσω.

**Από τη συλλογή Έρεβος (1956)
[πηγή: Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 62005, σ. 14]

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Ta Kata Sinthiki Pseudi

Την πρώτη φορά που η βιβλιοθηκάριος της δημοτικής βιβλιοθήκης της Λαμίας μου μίλησε για το μυθιστόρημα «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου ήμουν έφηβος και έμεινα ξετρελαμένος με το συγγραφέα. Κάποιες φράσεις που μου άρεσαν, τις σημείωνα με μολύβι και τις απομνημόνευα σαν να ήταν κείμενα από κάποιες, ιερές γραφές.
Δυο λόγια, εξ αντιγραφής, για τον συγγραφέα (1849-1923). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού στοχαστή Μαξιμίλιαν Ζίντφελντ· γιατρός στο επάγγελμα, έζησε στο Παρίσι όπου βρήκε ιδανικές συνθήκες να εξειδικευθεί στην κοινωνική κριτική και στο ξεμπρόστιασμα του αστικού φαρισαϊσμού. Στον πρόλογο ο ίδιος, με λεοντή προφήτη, προειδοποιεί: «Πολλοί αναγνώστες θ’ αγανακτήσουν, προ πάντων εκείνοι που θα διαβάσουν εδώ τις πιο μύχιες γνώμες τους». Υποστηρίζει: «Η μεγάλη ασθένεια της εποχής μας είναι η δειλία. Δεν έχουμε θάρρος να πούμε ανοιχτά τη γνώμη μας, ν’ αναλάβουμε ευθύνη για όσα πιστεύουμε στ’ αλήθεια». Το κατά Νορντάου ακόμα χειρότερο: «Δεν θέλουμε να ψυχράνουμε κανέναν, ούτε να χτυπήσουμε καμιά πρόληψη. Κι αυτό το λέμε σεβασμό των πεποιθήσεων του άλλου. Αλλά οι άλλοι είναι εκείνοι που δεν σέβονται καθόλου τις δικές μας πεποιθήσεις, τις κακολογούν, τις κυνηγάνε με μίσος». Μύλος, έτσι;

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

....Erotiki Mythoplassia I ...O Epilogos

..Επίλογος! 
..........Περίμενε ότι ο Αλκιβιάδης θα δίσταζε ή θα συνοφρυωνόταν, εκείνος όμως την κοίταξε σκεπτικός. Κατόπιν, πήρε τα χέρια της συντρόφου του μέσα στα δικά του και εξέτασε τα νύχια της, όπως έκανε στα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους, και μετά την κοίταξε κατάματα.
.«Ένα τραπέζι» είπε. «Πράγματι. Ωραία ιδέα».
«Ένα πολύ ιδιαίτερο, αποχαιρετιστήριο, τραπέζι, με μοναδικούς καλεσμένους τον ιερέα μας και τη φιλενάδα σου την Ναυσικά μας και κύριο πιάτο τη συγκίνηση.» Της είπε με τρυφερότητα.
Το τραπέζι αποφασίστηκε να γίνει στη πίσω βεράντα του σπιτιού τους, τηρούσε τις καλύτερες προϋποθέσεις από άποψη περιβάλλοντος. Η μεγάλη βεράντα με την πέργκολα που την σκέπαζαν η κληματαριά και οι βουκαμβίλιες μεταμορφώθηκε σε τραπεζαρία. Το τραπέζι στρώθηκε με λευκό κεντητό τραπεζομάντιλο και οι μυρωδιές έκαναν την βεράντα σαν εξοχική ταβέρνα. Τα τζιτζίκια τερέτιζαν, στα απέναντι πεύκα πανταχού παρόντα αλλά αθέατα, η βραδιά ήταν ζεστή.
Η Ανδρομάχη χαιρόταν αυτή την επιλογή, της άρεσε που, ενώ ήταν στο σπίτι της, ένιωθε σαν να βρισκόταν εντελώς αλλού. Αν και είχε κάποιους φόβους για το επικείμενο εγχείρημα, τους έδιωξε γρήγορα πίνοντας μια ρακή ήδη από την κουζίνα.
Ως τότε, δεν έπινε ποτέ πάνω από ένα δυο ποτηράκια κρασί, έτσι όταν ήπιε μια ρακή, δεν ήξερε αν βούρκωσε εξαιτίας του ποτού ή αν έφταιγε η γλυκόπικρη βεβαιότητα ότι ο ιερέας έφευγε την επόμενη μέρα. Ακούμπησε το ποτήρι της στο τραπέζι με μια πομπώδη χειρονομία και έκανε αέρα στο πρόσωπό της πριν ξεσπάσει σε δάκρυα. Το αποχαιρετιστήριο τραπέζι τους είχε γαρίδες με σκορδάτη, μαγιονέζα με κρίταμα, φρεσκότατα ζουμερά σκουμπριά στη σχάρα, μαϊντανοσαλάτα με πλιγούρι, λεμονάτη καπνιστή μελιτζανοσαλάτα και μία δροσερή σαλάτα με αγγούρι πιπεριές και άνηθο. Όλα φτιαγμένα με μεράκι από τα χέρια της.
Τα θαλασσινά συνόδευε ένα κρασί με νεύρο και όγκο, ένα λευκό ξηρό κρασί από την ποικιλία Σαββατιανό …αρχίζοντας και τελειώνοντας το δείπνο με μια ρακή.
Δύσκολος ο αποχαιρετισμός σε μια φαντασιακή ερωτική σχέση που εξατμίζεται στο πέρασμα του χρόνου.
Ο ιερέας! Και η Ναυσικά! Δυο φαντασιακά πρόσωπα! Δυο υπέροχες υπάρξεις, δυο αέρινες παρουσίες, οι οποίες τους χαρακτηρίζουν και πολλές φορές ταυτίζονται μαζί τους.
Πρόσωπα τόσο οικεία που τον βασανίζει ένα ερώτημα! Θα μπορούσε να είναι αυτοί οι ίδιοι;
Αυτός πάντως τους αγάπησε και την ερωτική του ιστορία την διηγείται με τρυφερότητα. Είναι ίδια η δική τους ερωτική ιστορία, παθιασμένη, που αποκαλύπτεται ισορροπώντας ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό, στην καθημερινή τους αλήθεια και στο ιδανικό παραμύθι. Ο πραγματικός του κόσμος σταμάτησε για λίγο, καθώς μπήκε κι ο ίδιος στον κόσμο του παραμυθιού του. Συνδέθηκε με τους ήρωες του μέσα από την αναζήτηση στις λέξεις, στα συναισθήματά τους, αλλά και με το διάβα του χρόνου. Μπορεί οι περισσότεροι έρωτες να εξατμίζονται στο πέρασμα του χρόνου, αυτό δεν συμβαίνει όμως με την περίπτωση του. Αυτός προτιμά να κρατήσει άσβεστο το πάθος του. Και την κάθε μέρα μέσα από το όνειρο του να το ξαναζωντανεύει.
Γι αυτό και σήμερα οι λέξεις του έχουν σκοινιά και οι προτάσεις σύρματα αγκαθωτά καθώς επιχειρεί  να τους αποχωριστεί. Είναι όμως η κατάλληλη ώρα να τελειώσει το παραμύθι του. Να αποσυνδέσει τον διακόπτη, να κλείσει απαλά την πόρτα, αφήνοντας απ' έξω τις μορφές τους, όσο και αν οι σκέψεις του δεν περιγράφονται με λόγια. Να σβήσει από τη μνήμη του τις φιγούρες τους και να φύγουν με τον ίδιο τρόπο όπως εμφανίστηκαν στο συναισθηματικό φαντασιακό του κόσμο. Η νύχτα ήρθε συμπονετική δροσερή άπλωσε σεντόνια σιωπής, μερικά σύννεφα ψηλά στον ουρανό έτρεχαν και άλλαζαν σχήμα σαν να κυνηγούσαν την ιδεατή μορφή τους.
Έκλεισε τα μάτια του και χαλάρωσε, έμεινε σιωπηλός και αφέθηκε στη ροή των σκέψεων του, ακολουθώντας τις αναμνήσεις του και άρχισε να ακούει με προθυμία όλα εκείνα τα πολύχρωμα παραμύθια με τα οποία ο πόθος και η φαντασία μάγευαν τις αισθήσεις του σαν Σειρήνες μες στο στήθος του που δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Θυμήθηκε και του ήρθαν η εικόνες της πρώτης επαφής του με την Ανδρομάχη του σαν να ήταν φύλλα και κλαράκια που επέπλεαν σε ένα ποταμάκι. Ένα ποτάμι τον πλημμύρισε με εικόνες από την κοινή ζωή τους. Έτσι γεννήθηκε ο σπόρος του θαυμαστού φυτού της αγάπης τους. Και φύτρωσε, άφθονα και μεγάλωσε και θέριεψε, και αυτός δεν πρόκειται ποτέ, με κάποια ποταπή πράξη, να κλαδέψει τα φύλλα και τους μίσχους του! Θυμάται λεπτομέρειες πολλές, σημάδια και χνάρια της ζωής τους στο χρόνο, που δεν είχαν χαθεί! Τίποτα δεν έχει αλλάξει στη διάβα του χρόνου. Τι γλυκιά μελωδία που έχουν αλήθεια κάποιες αναμνήσεις. Τον έπνιξε μια τρυφερή νοσταλγία.
Απόψε σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη τρυφερότητα  οι δυο τους στη βεράντα, αυτός σύντροφος σταθερός αταλάντευτος, ζουν μαζί τις χαρές και τις λύπες τους. Και δεν υπήρξε ποτέ η εποχή που η ζωή τους να είχε μπροστά της δρόμους και μονοπάτια για πολλές επιλογές. Η διαδρομή τους ήταν πάντα μια, η εξαιρετική διαδρομή που οδηγούσε στα ιδανικά λημέρια της οικογένειας τους.
Το ερωτικό πάθος, αν και λιγότερο έντονο από ό,τι στην αρχή, μπορεί να αναβιώσει ξανά και ξανά σε μια σχέση στην οποία έχει αναπτυχθεί εμπιστοσύνη και οικειότητα.Διότι δεν είναι η σεξουαλική επιθυμία που τροφοδοτεί το ερωτικό συναίσθημα, αλλά τα τρυφερά συναισθήματα που ξυπνούν την επιθυμία του ενός για τον άλλον.
Κι αυτό δεν είναι ένα τραπέζι λύπης και θλίψης, αλλά ένα τραπέζι χαράς με πρωταγωνιστές τους δυο τους γιατί απόψε γιορτάζουν τα δέκα πέντε χρόνια συμβίωσης και ήταν τόσο χαρούμενοι που πραγματικά έλαμπαν στο γιορτινό τους τραπέζι.
Η ευτυχία είναι γύρω τους, κοντά τους, τους πολιορκεί από παντού και δεν έπαψε να τους χτυπά την πόρτα θέλοντας να φτάσει στην καρδιά τους με τον αέρα που αναπνέουν.
«Τι μεγάλη χαρά να βλέπω γύρω μου χαρούμενους ανθρώπους.» Του λέει, με τα μάτια της να λάμπουν ηδονικά.
«Και εγώ άγγελε μου! Κι όταν εμείς είμαστε ευτυχισμένοι και οι γύρω μας είναι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.»
Την αγκάλιασε και προχώρησαν προς την έσοδο του σπιτιού. Κάτω από τη μεγάλη πόρτα του σαλονιού, σταμάτησε. Τον κοίταξε παράξενα, ένιωθε κάτι περίεργο να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Αισθάνθηκε τόσο περίεργα, ήταν αυτή και αυτός, κανείς άλλος. Ήταν μια γυναίκα έτοιμη να βρυχηθεί. Ήταν η στιγμή τους. Κρεμάστηκε στους ώμους του, ένιωσε τη ζεστασιά της να διαπερνά το κορμί του. Νιώθοντας πως ήθελε περισσότερα από εκείνη, αγκάλιασε τη μέση της με το χέρι του και τράβηξε το κορμί της να κολλήσει στο δικό του. Το πρόσωπό της βρίσκεται κάπου στο στήθος του, τα χείλη της φιλούν το λαιμό του, τα χέρια της έχουν αγκαλιάσει τη μέση του. 
Γλιστράνε στην άκρη του αναπαυτικού καναπέ καθώς αυτός γονατίζει στο πάτωμα, με το ένα του χέρι αγκάλιασε από τη μέση το καυτό κορμί της και το άλλο κατέβηκε από την κοιλιά της και έπιασε το σημείο ανάμεσα στο δαντελένιο εσώρουχό της. Βρήκε αυτό που αναζητούσε και το χάιδεψε ανελέητα με τις άκρες των δαχτύλων του.
Ακόμα και με τόσο λίγα προκαταρκτικά, εκείνη ήταν ήδη έτοιμη, ένιωσε την υγρή ζεστασιά της να τον τυλίγει. Την κράτησε σταθερά καθώς συνέχιζε να τη χαϊδεύει, ώσπου εκείνη τεντώθηκε σαν τόξο, τίναξε το κεφάλι της πίσω και τα νύχια της γαντζώθηκαν στους ώμους του, ενώ οι βρυχηθμοί της απλώθηκαν στις τέσσερις γωνίες του σαλονιού.
..Οι φαντασιώσεις τους κλείδωσαν στο συζυγικό τους κρεβάτι, εκεί ο ένας δίπλα στον άλλο, τα μάτια τους αντικρίζουν μόνο εκείνους. Ο χρόνος σταματάει. Οι λέξεις περισσεύουν η ανάσα τους κόβεται, μένουν μόνο τα βλέμματα τους να μιλήσουν και να καλύψουν όλα τα κενά που υπάρχουν μέσα τους. Οι ανάσες κι οι χτύποι της καρδιάς τους συντονίζονται, χαράζουν κοινές νότες ευτυχίας κι αισθάνονται «ένας» όπως δεκαπέντε χρόνια τώρα.
Σε μια ρουτίνα που δε μιλάνε τα χείλη αλλά τα βλέμματα. Καταργούνται οι λέξεις και απλά της φανερώνει την αγάπη του με πράξεις. Και μαζί ανταμώνουν τ’ όνειρο σ ’έναν κόσμο δικό τους κάτω απ’ την επήρεια εθιστικών αγγιγμάτων, κι αισθήσεων που συγκρούονται κι εκρήγνυται σε ένα ερωτικό παραλήρημα που δίνει ενέργεια στις σεξουαλικές φαντασιώσεις τους.
Τα δάχτυλα και τα χέρια του, της χαρίζουν λυτρωτικά χάδια και χαλαρώνουν κάθε της αντίσταση, κάθε της ενδοιασμό. Το μασάζ σε κάθε σημείο του σώματός της την κάνουν να παραδίνεται άνευ όρων και να ξεχνά κάθε «πρέπει», «μη» και «δεν». Μαζί του δεν υπάρχουν «απαγορεύεται» κι «επιτρέπεται» και όλα γίνονται σκόνη που τη φυσάει, κάθε φορά που αφήνει μικρές αναπνοές πάνω στο κορμί της. Κάνει το σώμα της δικό του κι αυτή δοκιμάζει και δοκιμάζεται, παίζει, ταξιδεύει, τρελαίνεται και του προσφέρεται. Κάθε φορά που την κάνει να «τελειώνει», νιώθει να δαμάζεται κι απολαμβάνει δυνατά τον ρόλο της.Τον νιώθει να εισχωρεί στο κορμί της και τον εκλιπαρεί να μη σταματήσει. Όταν είναι υπό το καθεστώς της καύλας, δεν κρατά μεζούρες. Μόνο παρακαλά αυτός ο «τύραννος» να συνεχίσει να τη βασανίζει. Μόνη της λύτρωση η ένωσή τους και αυτό που θα κάνει όλες τους τις αισθήσεις να χτυπήσουν συναγερμό και να φτάσει το μυαλό τους στο «κόκκινο». Λόγια, κραυγές, μουγκρητά, ιδρώτας, δύναμη κι αδυναμία, όλα καταθέτονται στο βωμό της απόλαυσης και της κορύφωσης.
,,,,,,Ξάπλωσε δίπλα της άνοιξε τα καυτά χείλη του αιδοίου της, και άρχισε απαλά να γλείφει το θάμνο γύρω του. Η Ανδρομάχη αρχίζει να αναδεύεται ανήσυχα, αρχίζει να βογκά και να αναστενάζει γεμάτη λαγνεία.
Αμέσως μετά η γλώσσα του βυθίζεται και το κορμί της σφαδάζει φρενιασμένα. Όσο τη ρουφάει και τη πηδάει με τη γλώσσα του, νιώθει ηδονικό σκίρτημα παντού, σε όλο της το κορμί, δεν μπορεί να αντισταθεί στο κάλεσμά του, τύλιξε τα πόδια της στο λαιμό του και τον κράτησε εκεί.
Της αρέσει αυτή η στάση. Δεν δέχονται όλες οι γυναίκες να πέσει ένας οποιοσδήποτε άντρας ανάμεσα στα σκέλια τους, πρέπει πρώτα να τις κερδίσει για να του δώσουν το σινιάλο. Με τη γλώσσα του διαχώρισε τα δυο χείλη και όταν τ' άνοιξε πια ήταν υγρά και έτριψε τη γλώσσα του πάνω κάτω ανάμεσα στα στρώματα της ευαίσθητης της σάρκας, πέρασε τα χέρια του κάτω απ' τα γόνατα της, έπιασε τους γοφούς της και τη κοιλιά της με της παλάμες του, την χάιδεψε και της άνοιξε τα πόδια. 
Όλα γίνονται απαλά, με ευγένεια, είναι μια προσευχή που θέλει την ώρα της.
Τον ικανοποιεί βαθιά το να φέρνει τη σύντροφο του σε σπασμούς έκστασης με τα φιλιά του.
Το πιστεύει βαθιά ότι μεταξύ δύο συντρόφων δεν υπάρχει καμία διαφθορά, ενοχή ή ντροπή, γιατί η σαρκική ανισότητα παύει να υπάρχει στο κρεβάτι. Υπάρχει μόνο η υπόσχεση της ευχαρίστησης και η εκπλήρωση των αμοιβαίων επιθυμιών.
Η θέα των χειλιών του αιδοίου και των αστραφτερών ρόδινων πτυχών έστειλαν όλο το αίμα από το σώμα του να ξεχυθεί σαν χείμαρρος στο πέος του. 
Εκείνη βόγκηξε απελπισμένα. «Σε παρακαλώ» είπε λαχανιασμένα, τον ικέτεψε να βάλει ένα τέλος στα ηδονικά βασανιστήρια που της έκανε με τη γλώσσα του.
Καθώς εκείνος ξεκίνησε να κινείται με αργές ωθήσεις, εκείνη ανασηκώθηκε για να τον συναντήσει, άρχισε να κινείται ρυθμικά μέσα της σ’ ένα ξέφρενο οργασμό που δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει, οι απότομοι σπασμοί του ξύπνησαν μέσα της κύματα, σαν φλόγες, αστραφτερές που έκαναν τα σωθικά της να λιώνουν. Είναι σαν να διαδέχονται το ένα το άλλο, πολλά κύματα ευχαρίστησης. Σχεδόν σαν πυροτεχνήματα, όπου υπάρχει μια έκρηξη και μετά έρχεται μια άλλη, λίγο μετά μια ακόμα και είναι όλες υπέροχες.. Η απελευθέρωσή του ήρθε καυτή, ο σφυγμός του σφυροκοπούσε στα αυτιά του και ούτε που κατάλαβε τις άναρθρες κραυγές της σαν πληγωμένο θηλυκό ζώο που δεν έβγαζαν κανένα νόημα, καθώς άλλος ένας οργασμός που την κυρίευσε της εξουθένωσε σώμα και ψυχή. Έμεινε να βαριανασαίνει με κλειστά μάτια για καμπόση ώρα και μετά τον έβγαλε απότομα από μέσα της, καθώς συνερχόταν σιγά σιγά.
Ο Αλκιβιάδης κατέρρευσε δίπλα της κατάκοπος και γαλήνιος. Και της ψιθυρίζει στο αυτί πως η χημεία τους όπως κι η μαγεία δε χάνονται. Μια όαση είναι που μέσα της παρασύρονται και χάνονται μέχρι να τους βρει το ξημέρωμα αγκαλιά.
Είχαν αγαπηθεί όπως ποτέ, και καμιά λέξη, κανένα βλέμμα δεν ήταν πιο εκφραστικό απ’ τα κορμιά τους που είχαν νιώσει τόσο έντονα την ηδονή. Ο Αλκιβιαδης κουλουριάστηκε σαν χαδιάρης γάτος πάνω στην Ανδρομάχη του. Τα κορμιά τους εφάρμοσαν φυσικά, το ένα θηλύκωσε στο άλλο, αυτός πίσω της. Το μυώδες στομάχι του κούμπωσε στην καμάρα της πλάτης της, οι μηροί του βρήκαν τη θέση τους στην κοιλότητα των λυγισμένων ποδιών της. Φωλιασμένη μέσα στα μακριά μυώδη μπράτσα του και νανουρισμένη από το απαλό λίκνισμα του, η Ανδρομάχη αποκοιμήθηκε πρώτη.
Και κάθε φορά του υπενθυμίζει πως όταν κοιμούνται μαζί, ν’ αφήνει το πνεύμα του στα χέρια της με ασφάλεια, και δε θα βγει ποτέ από τα δίχτυα της. Όχι ότι αυτός άλλωστε θέλει να ξεφύγει, από την ισόβια σύντροφό του, που τον σαγηνεύει με την άδολη χάρη της και τον φυσικό αισθησιασμό της. Φαινομενικά εύθραυστη, αλλά προικισμένη με τεράστια δύναμη επιβίωσης, ικανή να προσφέρει ασφάλεια και προστασία στην σχέση τους και την οικογένεια τους. Δεν θα δειλιάσει στιγμή να σταθεί στο πλευρό αυτών που αγαπά και να γυρίσει αν χρειαστεί για το χατήρι τους τον κόσμο ανάποδα.
Αυτή η μία και μοναδική που είναι το λιμάνι τους. Ο κυματοθραύστης τους και ο σηματοφόρος της χαράς τους που η παρουσία της πέφτει σαν τη σταγόνα του λαδιού στο νερό, σταγόνα που απλώνεται και γαληνεύει την υδάτινη επιφάνεια.
Είναι σημαντικό γι αυτόν μετά από τόσα χρόνια έγγαμου βίου, την αγάπησε από μέσα προς τα έξω, νοιάζεται για την Ανδρομάχη του, ξέρει ότι μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς να κυνηγάνε σκιές αναζητώντας το καλύτερο απ' αυτό που έχουν.
Μαζί λοιπόν προσπαθούν και ζουν με περίσσια αγάπη, με τις συμφωνίες αλλά και τις διαφωνίες τους, και με τις λιακάδες και με τις βροχές, πάντα δίπλα ο ένας στον άλλο, όχι απέναντι.
Αυτό είναι μια καλή συνταγή για μια σχέση τους που ξέρει να μαγειρεύει, αλλά και ξέρει να τρώει!
Ο δε παλιόφιλος καπετάνιος , αφού πρώτα τον κάθισε σε αναμμένα κάρβουνα, ερμηνεύοντας με σαφήνεια όσα οι έρευνες και οι αναλύσεις λένε, τρέχει τώρα τη φωτιά να σβήσει, ανήσυχος για μια εξέλιξη ανεπανόρθωτη στην οικογενειακή ζωή του φίλου του.! 
Πριν αναχωρήσει για τα μακρινά του ταξίδια, του τόνισε με έμφαση.....
Μιας και σίγουρα μετά από την συζήτηση μας η καχυποψία σου έχει φτάσει σε επίπεδα στρατόσφαιρας, καλό θα ήταν πριν καταδικάσεις τη σύντροφό σου ως μοιχαλίδα σε αναμονή, να μπεις στην ακριβώς αντίστροφη διαδικασία που λέει το εξής απλό: Αν μία γυναίκα περνάει καλά, δεν κάνει «σχέδια» παρά μόνο για τον άντρα στον οποίο οφείλει την ευτυχία της.
Ξέρεις, επομένως, τι πρέπει να κάνεις. Άλλωστε, φίλε μου καλέ, ποτέ σου να μην ξεχνάς ότι και η Πηνελόπη, με τον Οδυσσέα έμεινε.
Η μαγκιά είναι το ταίρι σου να είναι προορισμένο για σένα και με τη συμπεριφορά σου να το καλύπτεις τόσο και με τέτοιον τρόπο που να μη βρίσκει τρύπα να μπουκάρει ο δαίμονας.
Και τέλος μια χρήσιμη και βασική συμβουλή που πρέπει να έχεις υπόψη σου .
Το σεξ δεν επιβάλλεται, ούτε απαιτείται. Δεν είναι σωστό ή λάθος, είναι η ανάγκη σου για εκείνη, να τη θέλεις στο μυαλό και στο σώμα σου. Να γουστάρεις τη γυναίκα σου, να θες να κάνετε σεξ. 
Βασικός νόμος και απαράβατος! Η γυναίκα το σεξ το έχει στα σκέλια της. Είναι αυτή που κρατάει το κλειδί του σεξ στα χέρια της. Άμα θέλει, σε κάνει και τρέχεις. Μπορεί να σε φέρει από την άκρη του κόσμου, γιατί ξέρει καλά το κουμπί του άντρα που λέγεται πόθος.
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Υ.Γ.1: Το σεξ δεν είναι έγκλημα.... Η περιγραφή του γιατί πρέπει να είναι;
.......Θυμάμαι την εποχή που ο αέρας ήταν καθαρός και το σεξ βρώμικο .....Μπερνς Τζώρτζ..........
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Υ.Γ.2: Υπάρχει ο ιδανικός σύντροφος;
«Στο μυαλό μας μπορεί να υπάρχει. Αργά ή γρήγορα η πραγματικότητα θα μας χτυπήσει την πόρτα αφού ο ιδανικός άλλος είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος με διαφορετικά βιώματα και προσδοκίες.
Οι δύο πλευρές συναισθάνονται ότι ποτέ δεν θα γίνουν ένα σώμα αλλά θα είναι δύο ξεχωριστά άτομα. Η πρόκληση από εδώ και πέρα είναι να διατηρηθεί ένας κοινός κόσμος, αντιλήψεις και προσδοκίες.
Και τελικά αυτό το πρόσωπο που επιλέξαμε μπορεί να μην είναι το τέλειο ταίρι αλλά εμείς το επιλέξαμε και πάλι αυτό θα διαλέγαμε με όλα τα λάθη και τις αντιθέσεις. Ένας αληθινός άνθρωπος με πολλά χαρίσματα και πτυχές συμπεριφορών που ακόμη εξακολουθούμε να ανακαλύπτουμε και φυσικά να αγαπάμε. Οτιδήποτε άλλο, είναι συνέταιρος και η σχέση σύμβαση......γι αυτό τη σημερινή μας εποχή τόσες αποτυχημένες συμβάσεις καταγγέλλονται πλέον τόσο συχνά.»!

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Sto Super Market Me Ta Biologika

Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία Ι: (Part:2)....
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία Ι: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία Ι (Part..1)»
 ..............................Ο Αλκιβιαδης λίγο έλειψε να μη την αναγνωρίσει. Από μακριά το μόνο που έβλεπε ήταν οι μακριές γάμπες της, που διαγράφονταν ανάγλυφα κάτω από το ύφασμα μιας υπέροχη σικάτης φούστας. Ξαφνικά το θέαμα της ομορφιάς της τον πανικόβαλε. Ήταν ψηλή λεπτή και ένα διακριτικό μακιγιάζ συμπλήρωνε την εικόνα αυτής της γυναίκας. Στην αρχή μπερδεύτηκε με μια παράξενη σύμπτωση. Του φάνηκε φτυστή η Μία Γουάλας, η ηρωίδα του Πάλπ Φίξιον, που την υποδυόταν η Ούμα Θέρμαν. Όμορφη τρομερά αισθησιακή. Την αναγνώρισε ήταν η Βαλερία...........................................Το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Κοιτούσε τον κόσμο με ορθάνοιχτα μάτια, κατάμαυρα, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων. Πάντα στην τρίχα! .......................................
........Στη Θεσσαλονίκη περασμένα μεσάνυχτα Σαββάτου προς ξημερώματα της Κυριακής, όπως είδαμε η Ναυσικά και η Ανδρομάχη είχαν την ευκαιρία να ζήσουν μια συναρπαστική λεσβιακή εμπειρία γεμάτη έντονη σεξουαλική ενέργεια και πάθος, παρασυρμένες από το ανομολόγητο πάθος της μιας για την άλλη, που κατέκλυσε τα κορμιά τους, θόλωσε το μυαλό τους και εξαφάνισε την λογική τους με αποτέλεσμά να κάνουν το τόλμημα να επιδοθούν σε τολμηρά σεξουαλικά παιχνίδια μεταξύ τους. Και οι δύο ομολογούσαν πως αναστατώθηκαν οι αισθήσεις τους όσο καμιά άλλη φορά και δεν είχαν την δύναμη να αντισταθούν ώστε τα πάντα μπορούσαν να συμβούν τη νύχτα τους στη Θεσσαλονίκη. Η ένταση της επιθυμίας, ο ίλιγγος των αισθήσεων άρπαξε την ψυχή τους και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας. Η στάση τους δεν άφηνε περιθώρια για παρανοήσεις. Τις είχε ενώσει μια νύχτα μαγείας και τρέλας. Η αλήθεια είναι πως μερικά χρόνια πριν δεν θα είχαν διανοηθεί ακόμη και να συζητήσουν το εν λόγω θέμα, πόσο μάλλον ως δυο ετερόφυλες γυναίκες να τολμήσουν να δοκιμάσουν και να μοιραστούν μαζί την εμπειρία προσφέροντας σεξ η μια στην άλλη, υπερβαίνοντας το πολιτισμικό εμπόδιο, της ηθικοπλαστικής υποκρισίας και του πουριτανισμού. Το σεξουαλικό πάθος και η αξία του έρωτα υπερίσχυσε της όποιας λογικής τους και με αμοιβαίο σεβασμό επιτρέποντας και στις δύο να είναι ανοιχτές και ειλικρινείς μεταξύ τους, μοιράστηκαν πολλαπλούς οργασμούς σε σύντομο χρόνο μέχρι τον «επόμενο γύρο», δεδομένου ότι σαν γυναίκες ήξεραν τι ήθελαν και κατ΄επέκταση πως να φέρει την κορύφωση της σεξουαλικής διέγερσης η μία στην άλλη. Το ερωτικό πάθος είναι θεόσταλτο από την Αφροδίτη δηλώνει στους στίχους του ο Ευριπίδης και «είναι φυσικό, άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί να σφάλλουν». 
Το ερωτικό πάθος και η ηδονή που έζησαν εκείνο το Σάββατο δεν το είχαν βιώσει ποτέ ξανά στη ζωή τους, παρόλο που και οι δυο γυναίκες είχαν μια υγιή, δραστήρια και ικανοποιητική σεξουαλική ζωή. Αυτή η επαφή τους τις έκανε να απενοχοποιήσουν το λεσβιακό σεξ, να αγαπήσουν το σώμα τους να μην έχουν ταμπού στο κρεβάτι. Απλά αφέθηκαν. Σαν γυναίκες ήξεραν ακριβώς που και πότε να αγγίξει η μια την άλλη. Τι ήθελαν να ακούσουν, να λέει η μια στην άλλη. Νοιαζόταν να ικανοποιήσει η μια την άλλη. Δεν θα ξεχάσουν τον τρόπο που προσπαθούσε να ικανοποιήσει η μια την άλλη και αυτό τους δημιουργούσε ένα επίπεδο εμπιστοσύνης, επιτρέποντας και στις δύο να αισθάνονται ασφαλείς μεταξύ τους, μεχρι που αποφάσισαν πως το σεξ με γυναίκα είναι αλλιώς και αγκαλιασμένες έπεσαν σε βαθύ ύπνο στο άνετο και αναπαυτικό κρεβάτι του ξενοδοχείου!
 Πίσω στην Αθήνα τον Αλκιβιάδη το ίδιο σαββατόβραδο τον απασχολούσε κάτι που πολύ απλά μπορεί να συμβεί στον καθένα. Από νωρίς βιώνει το αίσθημα της μοναξιάς του σε μια φορτισμένη συναισθηματική κατάσταση, έχοντας έντονες νυχτερινές αϋπνίες, και οι αϋπνίες τον ταξίδευαν στα μονοπάτια της μνήμης, και του ζητούσαν επίμονα να ζήσει ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες! Η αιτία που ζει τις εσωτερικές ενσυνείδητες συγκρούσεις του είναι η ερωτική επιθυμία για μια γυναίκα, που σήμερα την είδε μετά από χρόνια με μια λαχτάρα που κατάφερε να τον αγγίξει και να χαραχτεί βαθιά στην συνείδηση του απρόσμενα το μεσημέρι του Σαββάτου και του δημιουργεί την αίσθηση πως μέσα του γεννιέται κάτι μυστικό, κάτι συνωμοτικό, μα και ανησυχητικό μαζί, και ο νους του αδυνατεί να σταματήσει να τη σκέφτεται. Η μορφή της είχε κάνει νυχτερινή απόβαση στο μυαλό του και στη σκέψη της δεν ησυχάζει με τίποτα. Νιώθει απόψε αυτό το ρομαντικό συναίσθημα γι αυτή τη γυναίκα με τον ψυχισμό ενός εφήβου, τότε που έψαχνε τη ζωή του χωρίς να ξέρει πού θα τη βρει. Ένιωσε ένα μικρό τσιμπηματάκι στην καρδιά με τις αναδυόμενες σκέψεις. Είχε πρόσφατα αφήσει πίσω του τα σαράντα του χρόνια κι η Βαλερία σήμερα του είχε φανεί ίδια με την αέρινη οπτασία που έβλεπε στα εφηβικά του όνειρα. Και σήμερα στα σαράντα του χρόνια γνωρίζει ότι η σεξουαλική επιθυμία είναι ένα πάθος στο οποίο υπάγονται όλα τα άλλα πάθη και στο οποίο όλα ενώνονται και η πραγματική ευτυχία στηρίζεται στις αισθήσεις και η αρετή δεν ικανοποιεί καμιά από αυτές!
Η ιστορία του ξεκίνησε όπως κάπως έτσι ξεκινούν πολλές ιστορίες οι οποίες συμβαίνουν κάποτε! Κι όμως η μέρα είχε ξεκινήσει φυσιολογικά, με όλες τις συνήθειές της, τους εξαναγκασμούς και τις μικρές απολαύσεις της. Όταν λοιπόν ξημέρωσε το Σάββατο τίποτα δεν προανήγγειλε ότι αυτό το συνηθισμένο Σάββατο που απολάμβανε τη προσωρινή μοναξιά του θα ερχόταν κάποια στιγμή να πολιορκείται από μύχιες και ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες, και το ενδιαφέρον και η προσοχή του να εστιάζεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που έγινε η εφήμερη ηρωίδα του και το αντικείμενο του αναπάντεχου ερωτικού του πάθους. Κεντρική πρωταγωνίστρια μια παλιά τους φίλη, η γοητευτική Βαλερία με την απαράμιλλη κομψότητα της. Τίποτα δεν προμήνυε την τρελή τροπή που θα έπαιρναν οι σεξουαλικές του διαθέσεις απ' τα επερχόμενα γεγονότα και αυτό το έντονο αίσθημα κάψας που είχε νιώσει να απλώνεται χαμηλά στην κοιλιά του από την παρουσία της Βαλερίας.
Ο Αλκιβιάδης άνοιξε τα μάτια του στις επτά και δέκα. Τον είχε ξυπνήσει η καμπάνα της μικρής εκκλησίας τους, η μέρα φάνταζε ωραία, ηλιόλουστη, κάτι που έπρεπε να εκμεταλλευτεί, μια και το φθινόπωρο ήταν προ των πυλών. Ως συνήθως, τεντώθηκε απλώνοντας τα χέρια του στο κρεβάτι τα σεντόνια ήταν κρύα. Η Ανδρομάχη η εδώ και δέκα πέντε χρόνια σύντροφος του, είχε ήδη αποδράσει από χθες Παρασκευή πρωί για τη τριήμερη εκδρομή  της.   
Πήγε στο μπάνιο, έκανε την πρωινή του τουαλέτα έπλυνε τα δόντια του, μετά πήγε στο δωμάτιο έβγαλε τις πιτζάμες του και έβαλε ρούχα εργασίας κήπου. 'Έφτιαξε το πρωινό καφέ του, πήγε βόλτα το σκύλο, καθάρισε το κλουβί με τον παπαγάλο άνοιξε το Κομπιούτερ και  έλεγξε τα  Εmail του. Ο Αλκιβιάδης αυτό το ΠΣΚ ζει τη προσωρινά εργένικη ζωή του χαλαρός και νηφάλιος. Ξεκινώντας η μέρα του χωρίς αναταράξεις σαν να βρισκόταν σε ήρεμα νερά, ήταν η Ανδρομάχη του που του προκάλεσε μια ανησυχία! Συνήθως όταν απουσίαζε τον έπαιρνε πάντα πρώτη τηλέφωνο απ' τα άγρια χαράματα να μιλήσουν, να έχουν επαφή. Σήμερα ασυνήθιστο περνούσε η ώρα, ανέβηκε ο ήλιος και το τηλέφωνο δεν κτύπησε! Την πήρε πρώτος εκείνος και το τηλέφωνο δεν του απαντούσε. Ανησύχησε! Την πήρε και πάλι, άργησε να το σηκώσει και όταν το σήκωσε του δικαιολογήθηκε πως την πήρε βαθιά ο ύπνος γιατί από βραδύς τη ταλαιπώρησαν οι κολικοί της! Ο Αλκιβιάδης ανησύχησε και αναστατώθηκε που η Ανδρομάχη του βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τέτοιο δυσάρεστο γεγονός μα η ίδια τον καθησύχασε, λέγοντάς του πως όλα είναι καλά και ήταν κάτι περαστικό και πάει της πέρασε! Τον διαβεβαίωσε πως ήδη ένιωθε πολύ πιο ευχάριστα αναμένοντας τις προγραμματισμένες εξόδους σ’ αυτή την τριήμερη «απόδραση» της που συμβάλλουν ακόμη περισσότερο στην καλή της διάθεση, και της προσφέρουν μία ανάλαφρη διάθεση ελευθερίας και παράλληλα θα ξεδώσει, θα εκτονωθεί, και θα αποβάλει άγος, νεύρα και φυσικά την κακή διάθεση.
«Ανδρομάχη Μωρό μου! Με έκανες ν’ ανησυχήσω. Καλά εγώ έλειπα από δίπλα σου! Ο ρασοφόρος ο φίλος μας που ήταν να σου συμπαρασταθεί στη ταλαιπωρία σου; Η Ναυσικά;!»
«Η Ναυσικά ο Θεός να την έχει καλά, χάρις την αδελφική φιλία που μας ενώνει μου συμπαραστάθηκε στις ιδιαίτερες αυτές στιγμές μου με αλληλεγγύη και εχεμύθεια αγάπη μου! Ευτυχώς που ήταν κάτι περαστικό, μπορεί να με ταλαιπώρησε αλλά σημασία έχει που στο τέλος όλα πήγαν καλά! Ήταν κάτι που το έζησα πολύ έντονα τη νύχτα αλλά δεν χρειάζεται να υπερβάλουμε και εσύ δεν χρειάζεται να ανησυχείς αγάπη μου γιατί έχω βρει το κατάλληλο καταπραϋντικό και να τώρα με την κουβέντα μας καθυστερώ να πάρω πάλι τη δόση μου στην ώρα της!»
«Ναι έχεις δίκιο αγάπη μου να μην σε καθυστερώ, και σε παρακαλώ Ανδρομάχη μου να προσέχεις τον εαυτό σου και να μη μου ταλαιπωρείσαι! Άλλωστε το ταξίδι το έκανες για να ξεδώσεις από τα καθημερινά. Ο καιρός πως είναι στη Θεσσαλονίκη;»   
«Εντάξει αφού το είπαμε αυτό, ότι και να ήταν πάει και πέρασε! Καλά είμαι τώρα και σ΄ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. Ο καιρός είναι τέλειος αν και η πρόγνωση αναφέρει βροχή. Εσύ πως είσαι αγάπη μου; Για πες μου, σου λείπω;»
«Καλά είμαι αγάπη μου απλά μου λείπεις αλλά εσύ μη το σκέφτεσαι κοίτα να περνάς όμορφα και μη σε νοιάζει εγώ εδώ είμαι και θα σε περιμένω να μου πεις ωραίες και πολλές ιστορίες του ταξιδιού σου! Φιλιά πολλά!.»
«Κούκλε μου! δεν ξέρεις πόσο σε λατρεύω!» του ψιθύρισε. «Ποσό σε λατρεύω όταν είσαι τόσο χαλαρός και τρυφερός μαζί μου ! Σου στέλνω πολλά φιλιά.» 
Η αλήθεια είναι πως όταν ο Αλκιβιαδης ακούει τη φωνή της Ανδρομάχης, ειδικά η φωνή της στο τηλέφωνο νιώθει μια ευχαρίστηση. Η θύμηση αυτής της φωνής τον ευχαριστεί, αφού είναι η φωνή του προσώπου που αγαπά. Η φωνή της Ανδρομάχης είναι πολύ ηχηρή, ζεστή, ο τρόπος που λέει: Εμπρός, η Ανδρομάχη είμαι, όλα αυτά τα απροσδιόριστα πράγματα. Και όντως, υπάρχει μια πολύ φευγαλέα ευχαρίστηση στη θύμηση αυτής της φωνής και ειδικά τώρα που είναι στη μοναξιά του.
....... Και όμως! Σαν κάτι απροσδιόριστο να τον προβληματίζει σήμερα τον Αλκιβιάδη! Λίγο περίεργα μου τα λέει η Ανδρομάχη μου! Εντάξει για δέκα πέντε χρόνια παντρεμένοι πολύ καλά τα πάμε στη σχέση μας. Όταν όμως ξαφνικά «ξεχνάει» να σε πάρει τηλέφωνο και στο καπάκι πριν κλείσει το τηλέφωνο θυμήθηκε με έμφαση να σου πει πως σε «λατρεύει» λογικά σου δημιουργεί αντικρουόμενα συναισθήματα και ταυτόχρονα καταιγισμό από αρνητικές σκέψεις.» Μουρμούρισε προβληματισμένος ο Αλκιβιάδης κλείνοντας το τηλέφωνο! «Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, αυτά που λέει είναι αυτά που κάνει! Το μόνο σίγουρο είναι οι  εικασίες που έχεις. Γιατί στις εικασίες με τον εγκέφαλο βλέπεις και όχι με τα μάτια! Σκέψου Αλκιβιάδη σε τι πέλαγος άγνοιας κολυμπάς όταν αυτά που σου καλλιεργεί στον εγκέφαλο δεν είναι και τόσο σίγουρο ό,τι είναι έτσι όπως λέγονται! Βιάζεται λέει να πάρει το γιατρικό της!» Ύποπτο του φαίνεται! Συγκρατήθηκε όμως, αντιστάθηκε στον πειρασμό γιατί σε κάτι τέτοιες στιγμές προσπαθούσε να ‘ναι όσο μπορούσε πιο ευγενικός μαζί της. Τι να κάνει Σαββάτο πρωί! Να Ανοίξει κουβέντα με επιχειρήματα; Καλά κρασιά, επτά-μηδέν θα λήξει το σκορ εις βάρος του και θα τρώει και τι γκρίνια της για κάνα τριήμερο. Οπότε δεν έχει κανένα νόημα, να μπει σε κουβέντα με την Ανδρομάχη, τσάμπα χαμένος χρόνος αν υπάρχει διαφωνία. Δεν πρόκειται ποτέ να βρει άκρη. Της λέει «ναι αγάπη μου δίκιο έχεις» και καθάρισε. Απλά τρώει λίγη ώρα μέχρι να το πει, γιατί οι γυναίκες γενικά δεν αποδέχονται την εύκολη παράδοση. Τον θέλουν τον τσακωμό. Όπως θα 'θελαν αν μπορούσαν το κομμωτήριο, το μανικιούρ και το πεντικιούρ σε καθημερινή βάση. Το κομμωτήριο κι ο τσακωμός δεν είναι μια συνήθεια, είναι DNA. Δεν θέλουν να κερδίσουν το μπρα ντε φερ με μία κίνηση. Δεν γίνεσαι πειστικός Αλκιβιάδη. Το κάνεις όπως κάνουν αυτές τον ψεύτικο οργασμό. Δυσθυμείς, βογκάς, διαφωνείς και μετά παραδίνεσαι. Γι αυτό Αλκιβιάδη δώσε δύο-τρία λεπτά από το χρόνο σου. Αυτή είναι, σύμφωνα με τον σοφό παππού του, η καλύτερη συμβουλή αν θέλει να μην του τα ζαλίζει όλη την ώρα η γυναίκα του. Το τι θα κάνει τελικά είναι μια άλλη υπόθεση. Θα ξαναβγεί με τους κολλητούς του, θα ξαναστάξει το κατούρημα στη λεκάνη, θα ρίξει καφέ στο πάτωμα, θα συνεχίσει να κοιτά τον κώλο της κάθε Τζένιφερ Λοπέζ -απλά δεν θα το λέει. 
«Ναι αγάπη μου, έχεις δίκιο, εγώ φταίω!». Αυτό είναι το τρίπτυχο της ευτυχίας. Ο Αλκιβιάδης το έχει εμπεδώσει!
...Κατά τ' άλλα όμως το Σαββάτο του είχε ξεκινήσει φυσιολογικά, με όλες τις συνήθειες του, τους εξαναγκασμούς και τις μικρές απολαύσεις του. Καθώς είχε τελειώσει το σκάλισμα στα παρτέρια του κήπου καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με το laptop μπροστά του και με καλή διάθεση και με τα ακουστικά στα αφτιά, είχε συνδέσει στο YouTube τη Σινέντ Ο' Κόνορ στο Nothing Compares 2 U, και ταυτόχρονα είχε ανοίξει το blog του στο ιντερνέτ και προσπαθούσε να σπαταλήσει έτσι το ελάχιστο ταλέντο του δημιουργώντας και χρησιμοποιώντας λέξεις που να χαϊδεύουν τα αφτιά των αναγνωστών που καταβροχθίζουν τις ιστορίες στο ιντερνέτ και κάπως έτσι η μέρα του κύλησε γρήγορα και δημιουργικά. Είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο δημιουργικής έμπνευσης, και τώρα ήθελα να βγει έξω!
Αναρωτήθηκε τι θα προτιμούσε για μεσημεριανό γεύμα. Η σκέψη να βγει έξω για φαγητό δεν τον ενθουσίαζε. Άλλωστε ήταν αρχή του να μη πλησιάζει εύκολα καταστήματα ταχυφαγίας ή καντίνες. Το ψυγείο στη κουζίνα τους, ήταν φίσκα, δεν έλειπαν ποτέ τα τρόφιμα. Τη προοπτική όμως να φάει κάτι κατεψυγμένο την απέρριψε. Το θρεπτικό, ισορροπημένο, περιορισμένο σε λίπος γεύμα θα ήταν το ιδανικό! Η υγιεινή και γευστική διατροφή του ανέβαζε το ηθικό! Σήμερα αποφάσισε να πεταχτεί στο super market της περιοχής με τα βιολογικά προϊόντα που έχει γεύματα όμορφα τοποθετημένα μέσα σε  κουτιά φαγητού, θα ήταν το «γεύμα του στο πόδι». Η αλήθεια είναι ότι ήθελε να βγει λίγο έξω οπότε γιατί όχι; Πήγε στο δωμάτιο του και ετοιμάστηκε να βγάλει τα πρόχειρα ρούχα που φορούσε και να βάλει ένα τζιν και ένα πουκάμισο καθαρό. Έκανε αρκετή ζέστη οπότε το σκέφτηκε και δεν άλλαξε. «Εντάξει στο super market πηγαίνω όχι στο μέγαρο μουσικής» και ξεπόρτισε βάζοντας και κάτι ξεφτισμένα ανδρικά Μοκασίνια College που ήταν έξω από την κυρία είσοδο. Σαν σκιά, μέσα στην αντηλιά, είδε τον εαυτό του στη μεγάλη τζαμαρία της μπαλκονόπορτας, είχε κάνει και ένα σχετικά βαθύ κούρεμα τελευταία, αποφάσισε πως από εμφάνιση ήταν να τον κλαίνε οι ρέγγες. 
Ενώ έκανε μια βόλτα στο κατάστημα αναμένοντας να εκτελέσουν τη παραγγελία του στο βιολογικό τμήμα του εστιατορίου βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια γυναίκα ιδιαίτερα ελκυστική που τον μαγνήτισε. Ο Αλκιβιαδης λίγο έλειψε να μη την αναγνωρίσει. Από μακριά το μόνο που έβλεπε ήταν οι μακριές γάμπες της, που διαγράφονταν ανάγλυφα κάτω από το ύφασμα μιας υπέροχη σικάτης φούστας. Ξαφνικά το θέαμα της ομορφιάς της τον πανικόβαλε. Ήταν ψηλή λεπτή και ένα διακριτικό μακιγιάζ συμπλήρωνε την εικόνα αυτής της γυναίκας. Στην αρχή μπερδεύτηκε με μια παράξενη σύμπτωση. Του φάνηκε φτυστή η Μία Γουάλας, η ηρωίδα του Πάλπ Φίξιον, που την υποδυόταν η Ούμα Θέρμαν. Όμορφη τρομερά αισθησιακή. Την αναγνώρισε ήταν η Βαλερία που προχωρούσε προς το τμήμα με τα ψάρια και τα κατεψυγμένα θαλασσινά του καταστήματος! Ήταν αυτόπτης μάρτυρας μιας εξαιρετικής ομορφιάς και έμεινε άναυδος με την σέξι και ιδιαίτερα ελκυστική παρουσία της. Εντυπωσιακή, ψηλή καλοφτιαγμένη χάρμα ιδέσθαι. Η επιδερμίδα της σαν ώριμο στάχυ, το αγέρωχο ύφος της και οι ιδανικές αναλογίες της θύμιζαν αρχαίο άγαλμα της Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου. Τα μαύρα μαλλιά της, πολύ ωραία, άφηναν κάποιες τούφες να πέφτουν ατημέλητα και να αγκαλιάζουν το πρόσωπό της. Το βήμα της γοργό, η περπατησιά της λυγερή, σφιχτοί μηροί, που σίγουρα τους διατηρούσε με τζόκινγκ και καθημερινό γυμναστήριο! Μία θύελλα τεστοστερόνης! Ένα λαχταριστό κορμί που άναβε φωτιές. Τέρψη των ματιών και ξύπνημα των πόθων. Στο ρυθμό της μουσικής των τακουνιών της που κοπανούσαν στα πλακάκια του καταστήματος, η σιλουέτα της, ελισσόταν ανάμεσα στους πελάτες και οι πιο αδιάκριτοι από αυτούς έστρεφαν το κεφάλι στο πέρασμά της. Τα αίματα άναβαν, οι καρδιές επιτάχυναν και το μυαλό τους κατακλυζόταν από ένοχες σκέψεις. Αυτή περπατούσε σα να μη τη βλέπουν, αλλά κάποια βλέμματα την έχουν ήδη γδύσει. Η Βαλερία όπως τη βλέπει σήμερα στα τριάντα πέντε της χρόνια ήταν μια μελαχρινή γυναίκα πιο όμορφη από τότε που τη γνώρισε ο Αλκιβιαδης. 
Το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Κοιτούσε τον κόσμο με ορθάνοιχτα μάτια, κατάμαυρα, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων. Πάντα στην τρίχα! Η αλήθεια ήταν πως ο Αλκιβιαδης αν και είχε εκπλαγεί τα πρώτα δευτερόλεπτα, δεν είχε ξαφνιαστεί ωστόσο. Ελεημόνησε τον εαυτό του αμήχανος! Δεν ήξερε που να κρυφτεί με το θέαμα που παρουσίαζε. Καταστροφή! Έμοιαζε να καταριέται τον εαυτό του, βλαστήμησε δις! Πρώτον γιατί δεν έβαλε το τζιν και το καθαρό πουκάμισο! Τα παπούτσια ας πούμε πως τρώγονται. Αμ! το άλλο με το κοντοκουρεμένο κεφάλι! Και του γκρίνιαζε η Ανδρομάχη! «Κούκλε» μου να σε χαρώ εγώ! Σαν ηλίθιος είσαι μ αυτό το κούρεμα! Τι μύγα σε τσίμπησε και κουρεύτηκες έτσι! Αχ βρε Ανδρομάχη μου πως γίνεται να έχεις πάντα δίκιο.! Μην αμελείς ποτέ την εξωτερική σου εμφάνιση του τόνιζε πάντα! Το σαν ψαράς ντύσιμο μπορεί να είναι δελεαστικό για σένα, αλλά σίγουρα όχι και για τους γύρω σου! 
Γοητευμένος από το θέαμα μπροστά του, με ένα μείγμα θαυμασμού και επιθυμίας εμφανές στα μάτια του! «Είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε δέσμιοι της χημείας και της φύσης. Κι αυτή η δέσμευση, που άρχισε εκατομμύρια χρόνια πριν, εξακολουθεί να ασκεί την ίδια έντονη επιρροή «τραβώντας» μας κυριολεκτικά από τη μύτη!» Σκεφτόταν ο Αλκιβιαδης και είχε μια στιγμή δισταγμού πριν μαζέψει το κουράγιο του και τη πλησιάσει να τη χαιρετήσει! Χαιρετήθηκαν αλλά δεν μπορούσε να το χωνέψει ακόμα και τυμπάνιζε νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στο παντελόνι του.  Δίπλα του η Βαλερία με άψογο χτένισμα και σικάτο ντύσιμο και αυτός, σαν συνοδός που έχει βγάλει το σκύλο βόλτα στα χώματα του γειτονικού πάρκου. Ακόμα και στη θλιβερή κατάσταση που ένιωθε ότι βρισκόταν του ήταν δύσκολο να μη σκάσει ένα χαμόγελο βλέποντας την υποδοχή που του είχε επιφυλάξει με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Βαλερία με τη χαρούμενη όψη της, μ' ένα εγκάρδιο και πλατύ χαμόγελό και το χέρι προτεταμένο για χειραψία, ήταν το έναυσμα για μια πολύ ευεργετική επίδραση στα συναισθήματα του Αλκιβιάδη. Τώρα ένιωθε πολύ πιο χαλαρωμένος για την ασουλούπωτη εμφάνιση του. Ακόμα κι η στιγμιαία ψιλοκουβέντα που έπιασε με τον υπάλληλο στο πάγκο με τα ψάρια τον είχε ηρεμήσει και ξαναβρήκε για λίγο την καλή του διάθεση. Της χαμογελούσε ευγενικά, με την ιδιαίτερη συστολή που τον κατείχε. Εντάξει δεν ήταν και γελοίο το θέαμα του μα αυτός αντικειμενικά πίστευε, πως η σημερινή αμφίεση του δεν ταίριαζε και πολύ στη φυσιογνωμία του.
Ο Υπάλληλος απευθυνόταν με κάτι μακρόσυρτα «κυρία μου! σε ψιλές φέτες θέλετε το σολομό», καθώς οι κλεφτές ματιές του όλο ξέφευγαν προς τις ωραίες γάμπες της Βαλερίας πέρα από το να βεβαιωθεί ότι της είχε φανεί χρήσιμος.
«Μη μου πεις πως συχνάζεις κι εσύ στο βιολογικό τμήμα του super market;» ήταν αναμενόμενο, το σχόλιο της.
«Όχι συχνά μα σήμερα που είμαι εργένης προσπαθώ να αντλήσω έμπνευση για το δείπνο μου! Ακολουθώ το συρμό που λέει πως τα βιολογικά προϊόντα είναι hot τάση, κι οι συνταγές τους είναι ισορροπημένες και δεν παχαίνουν.» 
«Ναι, έχεις δίκιο! Πώς και Σαββατοκύριακο, είσαι εργένης; Η Ανδρομάχη;»
«Είναι Θεσσαλονίκη με τη φίλη σας τη Ναυσικά.»
«Με τι Ναυσικά; Επαγγελματικό ή ταξίδι αναψυχής;»
«Στο  πλαίσιο ενός συνεδρίου, που συμμετέχει η φίλη σας η Ναυσικά, βρήκαν ευκαιρια και απέδρασαν ένα τριήμερο παρέα!»
«Τι συνέδριο;»
«Κάτι με Ηλεκτρονική Μάθηση νομίζω! Ξέρεις τη Ναυσικά. Λογικά της ταιριάζει!» 
«Καλά λες! Τα παιδιά; Στο χωρίο με παππού και γιαγιά;»
«Ναι! η τελευταία τους εβδομάδα των διακοπών.» 
Απορροφημένοι έλεγαν πολλά και διάφορα, όταν ο υπάλληλος τη πληροφόρησε πως είναι έτοιμα τα φιλέτα του φρέσκου σολομού που είχε παραγγείλει η Βαλερία, και αμφότεροι ξεκίνησαν για τα ταμεία του καταστήματος. Ο Αλκιβιάδης όμως κοίταζε τη Βαλερία αχόρταγα, με ένα απροσδιόριστο βλέμμα. Έδειχνε αδιάφορος, ή μάλλον ήθελε να το παίξει αδιάφορος γιατί μέσα του σκεπτόταν πως αυτός ο λαχταριστός κορίτσαρος θα γινόταν ιδανικός παρτενέρ στο κρεβάτι του. Αυτό το πανέμορφο αψεγάδιαστο κορμί με τις αρμονικές καμπύλες και τα ατέλειωτα πόδια! . Η Βαλερία έριξε μια κλεφτή ματιά και το κατάλαβε ότι τη κοιτάζει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν φάνηκε να πειράχτηκε. Ίσως να κολακεύτηκε κιόλας από την εμφάνιση της.
Η Βαλερία ήταν ο τελευταίος κρίκος της παρέας τριών κοριτσιών από το δημοτικό σχολείο. Η Ανδρομάχη, η Ναυσικά και η Βαλερία. Ήταν κι οι τρεις μια χαρά γκόμενες, η Βαλερία όμως ήταν η πιο εκκεντρική και ανεξάρτητη της ομάδας, ήταν πολύ καλή με τα μικρά παιδιά. Το περιπετειώδες ταμπεραμέντο της διασκέδαζε πολύ τις φίλες της, που τρελαίνονταν για τις θεοπάλαβες ιστορίες της.
Τη θυμάται από τα εφηβικά της χρόνια μαθήτρια του λυκείου! Απλή ζωή ζούσε και ζει η Βαλερία ακόμη και σήμερα από όσο γνωρίζει. Ήσυχα τα εφηβικά της χρόνια, συνετές σπουδές, γάμο µε άντρα που την ερωτεύτηκε και την αγάπησε! Και τα κατάφερε τελικά και έγινε καθηγητρια και αποδείχτηκε ότι ήταν πλασμένη γι’ αυτή τη δουλειά. Η επικοινωνία, η ζεστή ατμόσφαιρα, οι αιχμηρές συζητήσεις, αυτός ήταν ο δρόμος της! Ατενίζοντας την σήμερα, μετά από μερικά χρόνια που είχε να τη δει, τόσο όμορφη, τόσο ζωντανή του αγγίζει όλες τις αισθήσεις του μυαλό του, το οποίο λειτουργεί στιγμιαία και αναρωτιέται! Άραγε μήπως πίσω από αυτή τη σταθερή ζωή, καταφέρνει να κρύβει απαγορευμένες επιθυμίες και ένοχα μυστικά όπως όλοι μας. 
Τίποτα δεν προανήγγειλε και τίποτα δεν προμήνυε ότι μια απλή ουρανοκατέβατη συνάντηση με μια οικογενειακή φίλη από τα παλιά ανάμεσα στα ράφια ενός super market θα του πυροδοτούσε ένα τόσο έντονο αίσθημα κάψας που στο πέρασμα της ώρας άρχισε να απλώνεται χαμηλά στην κοιλιά του και ο ίδιος ολόκληρος να φλέγεται από πόθο που ζητούσε ικανοποίηση.
Ο Αλκιβιαδης δεν μπορούσε παρά να γοητευτεί από τη γοητεία της Βαλερίας που ξυπνούσε μέσα του μια πρωτόγονη λαχτάρα αλλά σαν άνδρας δεν είχε ταμπεραμέντο πιτ μπουλ που ορμάει σε ό,τι γυναικείο ποδόγυρο κινείται και του αρέσει, αλλά ήταν υπομονετικός και επίμονος, κάτι που πολλές φορές είχε αποδειχτεί εξίσου προσοδοφόρο με το θράσος που του έλειπε. Δεν είχε αυτή τη σπίθα της διαφθοράς, ώστε να δείξει τον απόκρυφο πόθου του στην ηρωίδα του με εμμονή και χωρίς ενοχές εγκαταλείποντας κάθε κοινωνικά θεμιτό, για να ικανοποιήσει τον ανικανοποίητο πόθο του εισβάλλοντας μέσα στο ασφαλές οικογενειακό της λιμάνι. Διάβολε! Αλήθεια πόσο ανόητος άραγε να της φαίνεται με τους δισταγμούς του! Η λογική του έλεγε ότι δεν μπορούσε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα. Η Βαλερία είναι το «κλειδί», ακόμη κι ένα ζεστό χαμόγελο της μπορεί να βοηθήσει πολύ στο να σπάσει ο πάγος!
Ο κόμπος στο στομάχι του γινόταν όλο και πιο σφιχτός όσο περπατούσαν ο ένας διπλά στον άλλο. Μόλις βγήκαν από την αυτόματη πόρτα του καταστήματός στο υπαίθριο πάρκινγκ, οι δυο τους ήταν σιωπηλοί. Ο Αλκιβιάδης στενάζει βαριά. Ένας τέλειος στεναγμός απίστευτης καύλας. Αλλά με μια δόση αθωότητας και ενοχής μαζί. Σαν να ομολογεί στον εαυτό του πως ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρέπει να το σκέφτεται αυτό. Ότι είναι απαγορευμένο. Αλλά και ότι δεν μπορεί να σταματήσει να το σκέφτεται. Ότι ο πειρασμός είναι πολύ μεγάλος για να μπορέσει ν’ αντισταθεί. Πήρε μια γεμάτη ανάσα και προσπάθησε να συντονιστεί με το περιβάλλον.
Την παρακολουθούσε που πήγαινε στο αυτοκίνητο της. Είχε ένα απίστευτο βάδισμα. Κάτι στους γοφούς της θύμιζε αιλουροειδές και έδινε την αίσθηση ότι βάδιζε σε αργή κίνηση. Έπρεπε να σταματήσει να την κοιτάζει. Αν κοίταζε συνέχεια τα οπίσθια της κινδύνευε να στραβολαιμιάσει.
Πλάθει «σενάρια» που ανάβουν την ερωτική του φλόγα. Η σεξουαλική επιθυμία τείνει να σχετίζεται με τις φαντασιώσεις του και του ζητά να πάρει την πρωτοβουλία και να αφήσει τη συστολή του για λίγο στην άκρη.
Έπειτα, καθώς ο Αλκιβιάδης ετοιμαζόταν να πάρει το αυτοκίνητο, στάθηκε μπροστά στη πόρτα του και βλέποντάς την Βαλερία έτοιμη να μπει στο αυτοκίνητο της, αμφιταλαντεύτηκε για μερικά δεύτερα  και κοιτάζοντας τη στα μάτια ξεφούρνισε: «Συγγνώμη που σε κοιτάζω επίμονα, αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι δεν το περίμενα μετά από τόσα χρόνια που είχαμε να ιδωθούμε να αντικρίσω μια τόσο όμορφη και σέξι γυναίκα!» Ο Αλκιβιαδης σαν σωστός που ήταν τζέντλεμαν κατά τη διάρκεια της επαφής τους της την έπεφτε μεν παιχνιδιάρικα, αλλά όχι πολύ περισσότερο του επιτρεπτού.
«Μην το πάρεις στραβά! Αν δεν είχες αυτοκίνητο θα δεχόσουν να σε πάω σπίτι σου; Έτσι, για να θυμηθούμε τα παλιά τότε που είμασταν γειτόνοι...» 
Απλώνεται μεταξύ τους μια παύση.
Μετά από κάμποσα δευτερόλεπτα της λέει, «είπα κάτι που δεν έπρεπε;»
«....»
«Βαλερία;»
«Μμμ;»
«Είπα κάτι κακό;»
«Σκέφτομαι.»
«Τι σκέφτεσαι;»
«Εε!, ναι, γιατί όχι», ψέλλισε η Βαλερία αιφνιδιασμένη. 
«Ωραία! χάρηκα πολύ που σε είδα. Προτείνω να κανονίσουμε, με την πρώτη ευκαιρία ένα φιλικό δείπνο να έρθουν και πάλι οι οικογένειες μας πιο κοντά.
Η Βαλερία τον λοξοκοίταξε κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της θετικά. Του Φάνηκε πως προσπαθούσε να επιλέξει με προσοχή τα λόγια της.
Η κίνηση στην έξοδο του super market αυξανόταν διαρκώς και ο Αλκιβιαδης τη περιεργαζόταν μέσα από τα σκούρα τζάμια του αυτοκινήτου και από τη θέση του οδηγού όπου στρογγυλοκάθησε στο σκιερό πάρκινγκ! Σαν ένας περίεργος που κατασκοπεύει από κάποιο παράθυρο, μπορούσε να παρακολουθεί την Βαλερία χωρίς να είναι σίγουρος αν εκείνη ξέρει ότι ήταν αντικείμενο παρατήρησης του. Παρατηρούσε σχολαστικά κάθε της μορφασμό, επιζητώντας να εισβάλει λαθραία στις σκέψεις της και να αποκτήσει πολύχρωμο περιεχόμενο απ' τη προσωπική της ζωή. Όμορφη, προσεγμένη γυναίκα πραγματικό θηλυκό η όποια ξέρει με μαεστρία ν’ αναδεικνύει τα δυνατά της σημεία που της χάρισε η φύση. Τη θυμήθηκε πώς ήταν νεαρή δεκαοκτάχρονη, όταν τους σύστησε η Ανδρομάχη και πρωτογνωρίστηκαν. Κάτω από το σκανταλιάρικο βλέμμα της, το χαρούμενο γέλιο της κρυβόταν μια θερμή νεαρή γυναίκα πάντα έτοιμη να βοηθήσει τους φίλους της.
Η Βαλερία το κατάλαβε ότι ο Αλκιβιαδης είχε προσηλωθεί πάνω της επίμονα και διεκδικητικά και κινείτο ανέμελα, σχεδόν απρόσεκτα. Το ψηλό κορμί της ήταν ελαφρώς σκυφτό, το πρόσωπό της χαλαρωμένο, με μια μόνιμη ρυτίδα ανησυχίας στο χαμόγελο της. Το φως του μεσημεριανού ήλιου στο εσωτερικό του αυτοκινήτου της έπεφτε στο πρόσωπό της κι εκείνος δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της. Ανεβαίνοντας στο αυτοκίνητο την είδε να κάθεται στο κάθισμα να τον κοιτά και του φάνηκε πως του χαμογέλασε με μια λάμψη σκανταλιάς στα μάτια της. Χαμογέλασε κι αυτός και χαιρέτησε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του. Μπορεί να ήταν η λαχτάρα του, που έκανε το κορμί του να κινηθεί, γιατί εκείνη έστρεψε απότομα τη προσοχή της στην έξοδο του πάρκινγκ! Επιλέγει από ένστικτο, τη στιγμή που θα του ρίξει μία και μοναδική ματιά, λίγο πριν αποχωρήσει απ’ το σκηνικό. Ο Αλκιβιαδης, έχοντας περάσει τη βασανιστική δοκιμασία της αδιαφορίας, νιώθει το ακαριαίο κοίταγμα της να μαγνητίζει την προσοχή του και να καρφώνεται σαν κεντρί στην καρδιά του. Η Βαλερία αποχωρώντας αυτοκρατορικά, έχει ήδη θέσει τους κανόνες της. Εκείνη βασίλισσα στον θρόνο, εκείνος πιστός ιππότης αφιερωμένος στη γοητεία της.
Έμεινε να τη βλέπει να ξεμακραίνει ασάλευτα, βουβά. Τα βλέμματά τους ενώθηκαν τελευταία φορά. Ο Αλκιβιάδης. έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να τιθασεύσει τις αισθήσεις του και με τη σκέψη στραμμένη στο τελευταίο χαμόγελο της. Αυτό το χαμόγελο! Πόσο λαχταρούσε ν΄ακουμπήσει τα χείλη του στα δικά της, φιλώντας τη στοργικά στα κερασένια της χείλια, ενώ θα τη κρατούσε προστατευτικά στην αγκαλιά του. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, ο σφυγμός του είχε αφηνιάσει και το φούσκωμα ανάμεσα στα πόδια του δεν έπαυε να του υπενθυμίζει τη διέγερσή του με σουβλιές. Προσπάθησε μάταια να αντισταθεί στις ανήθικες σκέψεις του επικαλούμενος τη κοινωνική ηθική του που επιτάσσει σεβασμό και να μην εμπλέκεται σε παράνομες ερωτικές υποθέσεις! Ωστόσο, όπου υπερχειλίζει το συναίσθημα, είθισται να ωχριά η πειθώ του μυαλού. Πως το λέει ο μεγάλος δάσκαλος ο Φρόιντ! «Το σεξουαλικό ένστικτο, δεσπόζει κάθε άλλου, ακόμα και του ενστίκτου τής αυτοσυντήρησης.»
Έτσι, του Αλκιβιάδη, παρά τις ενστάσεις του αυτό το σαββατόβραδο η Βαλερία εντελώς ξαφνικά, από το πουθενά είχε εισβάλει στο συναίσθημα του σαν μια γλυκιά αμαρτία η παρουσία της. Μια αμαρτία κρυμμένη στο πάθος του. Αυτό είναι. Ένα πάθος. Ένα ανομολόγητο πάθος που είχε γίνει η βραδινή του ερωτική πρέζα στη μοναξιά του! Αυτό το βράδυ σκέφτεται με τη ψυχή και το συναίσθημα κι όχι με τη λογική, και είναι κι αυτό το δάγκωμα που νιώθει σαν τη σκέφτεται! Στο μυαλό του τη φαντάζεται, ότι είναι ερωτικό ζευγάρι και αυτή η διαπίστωση του προκαλούσε μια συναισθηματική κατάσταση στην οποία βιώνει για κάτι που θα ήθελε να συμβεί στο εγγύς παρόν ή στο μέλλον!
..Έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει η πιο λατρεμένη του ώρα της ημέρας και ενώ ο ήλιος προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το οροπέδιο της Πλάτωσης και το Θριάσιο πεδίο, είχε φτάσει η στιγμή για την πιο χαλαρωτική απόλαυση. Ο Αλκιβιαδης διάλεξε από το έπιπλο ένα μπουκάλι Mandarin Napoleon αυτό το εξαιρετικό βελγικό κονιάκ ηλικίας δέκα ετών ακούμπησε ένα ποτήρι στον πάγκο της κουζίνας πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια. Σέρβιρε προσεκτικά κονιάκ στο ποτήρι, δεν ήθελε λεκέδες στη λευκή επιφάνεια του μαρμάρου. Φέρνοντάς το στο στόμα, έκλεισε τα μάτια του απολαμβάνοντας τις αρωματικά αλκοολούχες γεύσεις του cognac που άρχισαν να ρέουν στις φλέβες του, και σε αρμονική συντροφιά να δένουν με τις γεύσεις του μαλακού ganache εσπρέσο και τις γεύσεις από κομποτέ μανταρίνι. Το συνηθισμένο του εκρηκτικό μείγμα ξύπνησε τις αισθήσεις του, και ένα αίσθημα ευεξίας και πληρότητας τον κατέλαβε μονομιάς. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, θεωρούσε ένα απολαυστικό άρωμα μια από τις πραγματικά απλές απολαύσεις της ζωής. Έκλεισε τα φώτα πήρε το ποτήρι με το λικέρ και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο όπου ήταν το γραφείου του. Το λάτρευε το μικρο του δωμάτιο. Ο χώρος σε συνδυασμό με το φως που έμπαινε από τα παράθυρα του δημιουργούσαν την αίσθηση ότι βρισκόταν σε μπαλκόνι. Το δωμάτιο το είχε διακοσμήσει η Ανδρομάχη όπως και το υπόλοιπο σπίτι. Είχε διαλέξει ταπετσαρίες, βιβλιοθήκες, γραφείο, φωτογραφίες και πίνακες για τους τοίχους. Και ο Αλκιβιαδης ήταν ενθουσιασμένος με ό,τι είχε κάνει. Ποτέ δεν αμφισβήτησε το γούστο της, μάλιστα, ένιωθε πολύ περήφανος! Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι του κι ένιωσε την αψάδα του αλκοόλ να μειώνει την ένταση που ένιωθε. Όχι εντελώς, όμως. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα κυματιστά μαύρα μαλλιά του και στριφογύρισε το ποτό μέσα στο ποτήρι του.
Άνοιξε την Τιβί on demand και πέφτει σε μια πρωινάδικη εκπομπή απ΄ αυτές που παρακολουθεί η πεθερά του με τις παρουσιάστριες που το κάνουν με όλους τους ισχυρούς της τηλεόρασης και των περιοδικών για να εξασφαλίσουν μια θέση στο γυαλί, και μετά βγάζουν στη φόρα το εσώρουχο και το ψεύτικο στήθος τους για να ξεχωρίσουν. Παίρνει η άλλη τηλέφωνο, λέει, είμαι σαράντα χρονών, παντρεμένη, με επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα, βγάζω πολλά λεφτά και επειδή δουλεύω αρκετές ώρες είμαι πολύ κουρασμένη και όταν γυρίζω σπίτι και δε μπορώ να κάνω τις δουλειές του σπιτιού, οπότε τις κάνει ο άντρας μου. 
«Μα καλά κυρία μου, ο άντρας σας δε δουλεύει; δεν είναι κουρασμένος;»
«Ναι δουλεύει, είναι κουρασμένος αλλά εγώ βγάζω περισσότερα.»
«Συγγνώμη να σας ρωτήσω κάτι προσωπικό, εξωσυζυγική σχέση διατηρείτε;»
«Τι λέτε καλέ, βεβαίως και διατηρώ!»
«Παρντόν; Γιατί κυρία μου;»
«Γιατί το να βλέπω τον άντρα μου στην κουζίνα και γενικά να τον βλέπω να κάνει τις δουλειές του σπιτιού με ξενερώνει εύκολα, δεν με εξιτάρει στο ερωτικό παιχνίδι δεν μου δημιουργεί ένταση, πάθος και σεξουαλικό μαγνητισμό. Εγώ θέλω έναν ερωτικό παρτενέρ πολύ δυναμικό, εκρηκτικό που η αδρεναλίνη του να χτυπάει κόκκινο, και έτοιμο για δράση πάντα, ώστε να μου κινεί το ερωτικό και σεξουαλικό ενδιαφέρον συνεχώς. Κοινώς να διακρίνεται στον ερωτικό τομέα με απίστευτες αντοχές ώστε να παρασύρει και να τεντώνει τις αισθήσεις μου στα άκρα. Να με οδηγεί στην κορύφωση της σαρκικής και ψυχικής ηδονής.
Γρήγορα βαρέθηκε και έκλεισε την τηλεόραση καταλήγοντας στο εξής. Η Γυναίκα στις δυτικές κοινωνίες σήμερα, έχει εθιστεί στην αγορά και την δύναμη που αυτή της παρέχει. Κοινωνικό status κλπ. Αυτά τα πρότυπα έχει από την τηλεόραση και τις «πετυχημένες» φίλες, αυτά επιθυμεί. Αυτό όμως, είναι η διάσπαση της οικογένειας γενικά στον δυτικό κόσμο, κάνει συνειρμούς και σκέψεις για γνωστές τηλεπερσόνες που παριστάνουν τις κυρίες και δεν αφήνουν τεκνό για τεκνό χωρίς να το πηδήξουν. Παράγοντες του θεάτρου, της τηλεόρασης, του καλλιτεχνικού χώρου γενικώς, που εκβιάζουν. «Εσύ θα μου κάτσεις κι εγώ θα σε κάνω φίρμα» Νεαρά κοριτσόπουλα προκειμένου να αποκτήσουν κάποιο δεύτερο ρόλο σε σίριαλ πέφτουν στα γόνατα και με το στόμα ανοιχτό, αποθεώνουν και τον τελευταίο κάμεραμαν.
Βούλιαξε στην καρέκλα του γραφείου πίσω από τον υπολογιστή, έκανε μισή στροφή και βρέθηκε να κοιτάζει απ΄το παράθυρο ατενίζοντας στον ορίζοντα το νυχτερινό ουρανό λες και αναζητούσε εκεί τη μορφή της που θα ήθελε να βρίσκεται απόψε μαζί του. Ακολουθούσε βαθιά σιωπή. Το μυαλό του ήταν καθαρό σαν τον καθαρό νυχτερινό ουρανό, με το φεγγάρι και τον πολικό αστέρα στη θέση τους να τρεμοσβήνουν ζωηρά. Ο Αλκιβιαδης  ανοιγόκλεισε τα μάτια, όρθωσε το κορμί του στην καρέκλα και έκανε πάλι μισή στροφή, ώστε να βρεθεί αντίκρυ στην οθόνη του δεκαεφτάρη TOSHIBA Notebook. Κούνησε το ποντίκι και η οθόνη απέκτησε ζωή. Ήταν αργά, είχε ήδη πάει μεσάνυχτα, αλλά ο Αλκιβιάδης δεν είχε καμιά όρεξη να κοιμηθεί, ήταν πολύ νευρικός. Αν πήγαινε για ύπνο, θα αναμάσαγε τα ίδια και τα ίδια. Καλύτερα να απασχολούσε το μυαλό του. Άνοιξε τον πλοηγό ιντερνέτ, πληκτρολόγησε το κωδικό του blogger και άνοιξε νέα ανάρτηση. Είχε τόσα πράγματα να γράψει, τόσες ιστορίες να πει. Αυτό που του έλειπε ήταν η σωστή διέξοδος, απ’ όπου θα ξεχύνονταν οι σκέψεις και οι ιδέες, σαν λάβα που μετά θα έπηζε σε μια σταθερή ροή.
Η ανάρτηση, αναμφίβολα, όταν θα ήταν πιο νηφάλιος θα κατέληγε στη «διαγραφή» ή στα «πρόχειρα», αλλά του άρεσε και η ιδέα να φλερτάρει με τον κίνδυνο να το ανεβάσει στο blog του και να στείλει το link με MSN στη Βαλερία να το διαβάσει. Ήπιε μαζεμένες τρεις γουλιές από το ποτό του νιώθοντας το μελένιο υγρό να κατηφορίζει στο λαιμό του παρασύροντας μαζί του και έναν ενοχλητικό κόμπο. Ναι, αυτό έφταιγε. Η γυναίκα απόψε είναι συνεχώς στο μυαλό του σε σημείο που νιώθει μπερδεμένος και δεν μπορεί να ελέγξει τη σεξουαλική του ισορροπία!. Στη θύμηση της επιταχύνονται όλα: οι χτύποι της καρδιάς του, η ανάσα του, οι σκέψεις του. Τους φαντάζεται να βρίσκονται οι δυο τους σ΄ ένα μέρος και έναν χώρο απόλυτης ηρεμίας, αυθεντικής φιλοξενίας, αδιαπραγμάτευτης ποιότητας και διακριτικής πολυτέλειας.  Σ΄ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο μέσα στη φύση, δίπλα στο κύμα, να μοιράζονται μαζί μοναδικές ερωτικές στιγμές. Έχει κατά νου και την μεγάλη έγκυρη πανεπιστημιακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε και αναφέρεται για την απιστία μεταξύ συζύγων, να θέλει τις γυναίκες καθηγήτριες να είναι επιρρεπείς στην απιστία και οι πιο ευάλωτες στους πειρασμούς που θα εμφανιστούν στο δρόμο τους. Ταυτόχρονα όλο και κάτι είχε πάρει το αυτάκι του στα συνήθη γυναικεία κουτσομπολιά της Ανδρομάχης με την Ναυσικά για την πρώην μελαχρινή με μεγάλα όμορφα μάτια, καλοσχηματισμένο σώμα με όμορφες καμπύλες, φιλενάδα τους! Η Βαλερία είχε εξελιχθεί σε προσωπικότητα, που απέπνεε αυτοπεποίθηση. Οι περισσότεροι μάλιστα την θεωρούσαν ότι είχε πρωτοποριακές, ενδεχομένως και εκκεντρικές, απόψεις, θέσεις ή συμπεριφορές, αφού μεταξύ των άλλων ντύνονταν κομψά, βάση των επιταγών της εποχής και ήταν φιλική με τους μαθητές. Με δυο λόγια είναι ένα γοητευτικό πλάσμα για τη μικρή κοινότητα του σχολείου. Τόσο για τους μαθητές που οι περισσότεροι ονειρεύονται να «πηδήξουν» μία τέτοια «μουνάρα» καθηγήτρια, όσο και για πολλούς καθηγητές που επίσης θα ήθελαν να την ρίξουν στο κρεβάτι τους.
«Ανδρομάχη έχεις μάθει για τα ερωτικά κατορθώματά της φίλη μας της Βαλερίας;»
«Της Βαλερίας; όχι δεν ξέρω κάτι! Πάει πολύς καιρός που έχω να μάθω νέα της. Έχουμε χαθεί. Εσύ τι έχεις μάθει;»
«Να οι φήμες και οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει ανακαλύψει ότι το απαγορευμένο πόσο μάλλον το παράνομο είναι πιο γλυκό και το απολαμβάνει με έναν παίδαρο.»
«Δηλαδη; Όταν λες απαγορευμένο και γλυκό; Τι εννοείς; ότι τα φοράει στον άνδρα της;»
«Εσύ τι λες να εννοώ; Ότι ρίχνει άχνη στη μπουγάτσα;»
Στην αρχή η Ανδρομάχη ξαφνιάστηκε γιατί θυμάται τη φιλενάδα τους από το λύκειο! Την είχε για συμμαζεμένη κοπέλα και δεν το περίμενε να ακούσει τέτοια σχόλια για το άτομο της. «Τι να σου πω ρε Ναυσικά! Εγώ πάντως την έκοβα σεμνή και μετρημένη. Μεταξύ μας το πιστεύεις ότι μπορεί να είναι αλήθεια τα κουτσομπολιά πως η Βαλερία πέφτει σε παράνομο κρεβάτι;.»
«Αυτές οι σεμνές φιλενάδα μου είναι οι μεγαλύτερες καριόλες, να ξέρεις.»
«Για λεγε τι έχεις μάθει! Είμαι όλη αυτιά.»
«Έμαθα από έγκυρη πηγή ότι το «πνίγει το κουνέλι» στην αγκαλιά του νεαρού γυμναστή του λυκείου που εργάζεται.»
«Έχει μαθευτεί δηλαδή ότι έχει επιλέξει να ανοίξει την πόρτα στο σεξ που της χτύπησε ο νέος νοικάρης χωρίς να διώξει τον προηγούμενο νοικοκύρη;»
«Ε ναι! Όπως συμβαίνει συχνά με κάθε μυστικό, που από στόμα σε στόμα, τελικά γίνεται μουσικό όργανο κι ο ήχος του μπορεί να φτάσει πολύ μακριά.»
..Φαντάζεται τον εαυτό του και τη Βαλερία ότι είναι ήρωες σε ερωτική νουβέλα που έχουν βρει καταφύγιο σε παραλιακό ξενοδοχείο στην αγκαλιά του Μυρτώου πελάγους και του Πάρνωνα! Η μπαλκονόπορτα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν μισάνοιχτη, και ο μαΐστρος, το δροσερό αυτό θαλασσινό αεράκι συμβολίζει την απαλλαγή τους από τα προβλήματα που τους βασανίζουν, έκανε τις τραβηγμένες κουρτίνες να ανεμίζουν ελαφρά καθώς δυνάμωνε προμηνώντας μιαν φθινοπωρινή μπόρα. Είχε πέσει το σούρουπο, ο ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα βαθύ μενεξεδί. Η θάλασσα ήταν όμοια με ζωγραφιά από λάδι, μα υπήρχε κάτι δυσοίωνο έτσι όπως φούσκωνε ο αφρός και τα κύματα έσκαγαν με μανία στη στεριά, στη μικρή προβλήτα και στα βράχια κάτω από το ξενοδοχείο. Εκεί νιώθουν προστατευμένοι και ασφαλείς σε κάθε στιγμή τους από περίεργα βλέμματα. Η Βαλερία ένιωθε όμορφη και δεν χρειαζόταν να αμφιβάλει ότι ο Αλκιβιάδης την ήθελε. Την κοιτούσε όλη την ώρα μ΄ ένα άπληστο βλέμμα. Επιτέλους μπορούν να αγκαλιαστούν. Οι κινήσεις τους έχουν τόση φυσικότητα, που δίνουν την εντύπωση ότι γνωρίζονται από πάντα. Για μια στιγμή, μια μικρούλα στιγμή, επέτρεψε στον εαυτό του να φανταστεί ότι ήταν στην αγκαλιά του τα μακριά, λεπτά δάχτυλά της να χώνονται μέσα στα σκούρα μαλλιά του, το σώμα της να λυγίζει στα δυνατά χέρια του που τη χάιδευαν και την άγγιζαν, τα χείλη της να σμίγουν με τα δικά του και τα βογκητά της να αντηχούν στον νυχτερινό αέρα από τα χάδια του. Τον κοίταξε καθώς το χέρι του ταξίδεψε στο λείο περίγραμμα του μπούστου της και στο στητό της στήθος το ελεύθερο στη νυχτερινή δροσιά. Τα δόντια του άστραψαν στο πονηρό χαμόγελό του, καθώς εκείνος κοίταξε προς τα κάτω τον ερεθισμένο μαστό και ψέλλισε «πανέμορφη», προτού χαμηλώσει τα χείλη του στη σκοτεινή κορυφή που είχε σκληρύνει από τον δροσερό αέρα και τη θερμή αγκαλιά του. Η Βαλερία άφησε το κεφάλι της να πέσει προς τα πίσω σε έκσταση, ανίκανη να ελέγξει την ευχαρίστηση που ένιωθε στα χέρια του, και απόμεινε ακίνητη, νιώθοντας τις θηλές της να σκληραίνουν καθώς το χέρι του τη χάιδευε και το στόμα που περνούσε ξανά και ξανά τη γλώσσα του πάνω από το στήθος της! «Αλκιβιάδη…» Το όνομά του, που ξέφυγε από τα χείλη της  με ένα βαθύ βογκητό, έσκισε τη σιωπή.Τα χέρια τους γλιστράνε παντού, σαν σε κατακτημένα εδάφη. Τα δικά του είναι πιο βιαστικά από τα δικά της. Η Βαλερία ανατρίχιασε καθώς το χέρι του χάιδεψε την πλάτη της.
Ο Αλκιβιαδης δεν έδινε σημασία, δεν άκουγε το σφύριγμα του αέρα, ούτε τον άγριο βόμβο του νερού καθώς, για εκείνον, τίποτα έξω από το δωμάτιο δεν υπήρχε εκείνη την ώρα. Το μόνο θρόισμα που έφτανε ως τα αυτιά του και τον μεθούσε ήταν εκείνο των σεντονιών, ήταν το θρόισμα από τα ρούχα της που έπεφταν στο δάπεδο με ένα ρυθμό γαλήνιο και παθιασμένο ταυτόχρονα, σε τέλειο συντονισμό με τις κινήσεις των χεριών του. Ακόμη και το πιο απαλό του άγγιγμα έκανε το κορμί της να τυλίγεται στις φλόγες. Η Βαλερία άφησε ένα σιγανό βογκητό ηδονής και σήκωσε τα χέρια στον αέρα, βοηθώντας τον να της βγάλει το αέρινο φουστάνι που είχε φορέσει νωρίτερα εκείνο το πρωί. Πολύ γρήγορα, ένας μικρός σωρός από ρούχα σχηματίστηκε γύρω από τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της, το μεταξωτό μαντίλι που είχε δέσει στο λαιμό, το φουστάνι, τα λευκά μικροσκοπικά εσώρουχά της.
«Κάνε μου έρωτα, θέλω να με λατρεύεις ως το ξημέρωμα, να γίνεις δικός μου σαν να μην υπάρχει ξημέρωμα…» μουρμούρισε ξέπνοα, έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι και αφέθηκε στα χάδια του.
Οι άκρες των δαχτύλων του διέσχισαν απαλά τις καμπύλες της και η Βαλερία ένιωσε ρευστή, σαν να την έπλαθε ο Αλκιβιαδης με το χάδι, με το άγγιγμα του.
«Μη σταματάς, φίλα με, νιώσε με…» ψιθύρισε η Βαλερία, που δεν μπορούσε, πια, να ακούσει ή να ελέγξει τον εαυτό της.
Υπήρχε απελπισία στις ανάσες, στο λαχάνιασμα της, στη μαύρη πείνα που έκανε να στάζουν οι χυμοί του κορμιού της, να τρελαίνεται, να αγριεύει ο πόθος της και να τη σέρνει σε τοπία αχανή, απάτητα. Τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στα πυκνά καστανά του μαλλιά και η τυραννία της απόλαυσης εξακολούθησε για κάμποση ώρα, σχεδόν την έφερε στο απόγειο, μα η Βαλερία πρόλαβε να απομακρύνει τον εραστή της. Εκείνος χαμογέλασε, ανέβηκε στο κρεβάτι και την τράβηξε πλάι του.
Οι ανάσες τους, κοφτές, απεγνωσμένες, σαν να υποψιάζονταν ότι στ’ αλήθεια δε θα υπήρχε ξημέρωμα, έσμιξαν με τον ήχο του ανέμου και της θάλασσας, ακολούθησαν ασύνειδα τις κινήσεις και τις ενώσεις των νεφών οι στεναγμοί τους ήταν οι πρώτες βροντές, η κυοφορία της βροχής του φθινοπώρου, της λυσσασμένης μπόρας που μόνο αυτή θα μπορούσε, ίσως, να μετρηθεί, να συγκριθεί με το ανελέητο ρυθμικό σφυροκόπημα στις καρδιές τους. Και πώς να περιγράψει τη λαγνεία τους δίχως κανιβαλισμό! Χωρίς να διαγραφεί η οδοντοστοιχία τους πάνω στους γυμνούς τους ώμους, ίδιους με το σχήμα ενός αφάγωτου λωτού τη στιγμή της κορύφωσης που η θύελλα ξεσπά στον εγκέφαλο κάτι σαν έκρηξη πυροτεχνημάτων! Την κοιτάζει στα μάτια και η ανάσα του γίνεται πιο έντονη. Κάθε στιγμή κρατά μία αιωνιότητα και έχει τη δική της σημασία. Η ένταση του πόθου ολοένα και μεγαλώνει. Τα χείλη του μόλις που την ακουμπούν. Η φωνή του είναι σιγανή και αισθησιακή καθώς της ψιθυρίζει: «Σε θέλω. Θέλω να μπω μέσα σου και να σε νιώσω... έστω κι αν αυτό θα γίνει μόνο μία και μοναδική φορά»
Ακούμπησε την παλάμη της στο στήθος του. Η φωνή της ήταν βραχνή. «Κι εγώ εσένα! Σε θέλω!» Γλίστρησε τα δάχτυλά της προς τα κάτω ως το στομάχι του κι ένιωσε τα χέρια του να σφίγγουν τους γυμνούς ώμους της καθώς έπεφτε στα γόνατα μπροστά του. 
«Δεν είσαι υποχρεωμένη να…» 
«Είπα ότι σε θέλω! Δεν έχω επιλογή. Ήξερα τι ακριβώς ήθελα από τη στιγμή που συμφώνησα να έρθω εδώ μαζί σου». Ακολουθεί σιωπή και η Βαλερία απαλλαγμένη από όλα τα ρούχα της, γυμνή μπροστά του αφήνεται στις δικές της σαρκικές ανάγκες. 
 Αποχαυνωμένος όπως ήταν, αποδεικνύοντας εν τέλει -έστω και μεταφορικά- πως οτιδήποτε δε βγαίνει από μέσα του, τελικά καταλήγει να τον φέρνει σε κατάσταση νωθρότητας και πλήρους αδράνειας, παραλύοντας τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει. Του πήρε λίγα λεπτά για να βγει από τους φανταστικούς αισθησιακούς μαιάνδρους της αφήγησης του. Οι κρόταφοι του χτυπούσαν μισόκλεισε τα μάτια κι αναστέναξε ζαλισμένος από το ονειρικό σεξουαλικό του ταξίδι με τη Βαλερία να είναι εκεί παρούσα στο ταξίδι του για
μεγάλα χρονικά διαστήματα, και να κατέχει τις σκέψεις του, όπως μια μεραρχία έχει υπό την κατοχή της μια αλλοτριωμένη εδαφική έκταση. Τα αφτιά του βούιζαν με τις ανήθικες σκέψεις που είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του. Απόμεινε να κοιτάζει την οθόνη με βαριά βλέφαρα. Όσο και να κοίταζε την οθόνη μπροστά του, δε θα έγραφε άλλο. Έβλεπε το δρομέα να αναβοσβήνει ανυπόμονα, μα το μυαλό του είχε αδειάσει από ιδέες. Ένα διάλειμμα, αυτό χρειαζόταν. 
Διάβασε και ξαναδιάβασε το κείμενο που ήταν αποθηκευμένο στο πρόχειρο προτού κλείσει τον υπολογιστή. Κράτησε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και βάλθηκε να καταλάβει τι του είχε συμβεί παραδομένος σε έναν κυκεώνα συλλογισμών που υποτίθεται ότι θα του δώσουν το κλειδί της λύσης στις επιθυμίες του. Συλλογίζεται σαν τον Σπαρτιάτη στρατηγό που εξετάζει τα έντερα των ζώων πριν τη μάχη. Ναι, είναι πολύ σημαντική μια μάχη (το μέλλον ενός λαού) Δε μπορούμε να την αφήσουμε στην τύχη. Εκείνο το βράδυ έμεινε πολλές ώρες καθισμένος επάνω στην καρέκλα του γραφείου. Έβαλε ένα δεύτερο πότο το έπινε ήσυχα αφήνοντας τη φαντασία του να ταξιδέψει μέσα στον λαβύρινθο της αβεβαιότητας που νιώθει. Κοίταξε έξω από το παράθυρο του, το φωτισμένο δρόμο. Είχε νυχτώσει εδώ και ώρες, αλλά ήταν πολύ απορροφημένος με την εργασία του για να το καταλάβει.
 Έβλεπε τα φώτα από τα αυτοκίνητα να περνούν απέναντι στη γέφυρα του περιφερειακού της Αττικής οδού. Το διασκέδαζε να μαντεύει από πού έρχονται και που πηγαίνουν. Δεν είχε καμιά διάθεση να πάει να ξαπλώσει και η μοναχική ατμόσφαιρα στο γραφείο του, του φαινόταν ιδανική συντροφιά για την όντως παράξενη διάθεση του. Κάπως έτσι ένιωθε τις βραδινές εκείνες ώρες πριν κοιμηθεί. Συνειδητοποιεί πως οι ώρες αυτές, που γύρω επικρατεί ησυχία και ηρεμία, του δίνουν χρόνο να αναλογιστεί, να σκεφτεί, να κρίνει και οι επιθυμίες του ζητάνε πλέον τη λύση τους. Τα πρόβλημα που τον απασχολεί έρχεται για να του υπενθυμίσει πως πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό ώστε να αμβλυνθεί. Οι φαντασιώσεις του επιστρέφουν απρόσκλητες κι εκείνο το συναίσθημα που προσπαθει να πείσει τον εαυτό του ότι είναι ανύπαρκτο, φροντίζει να ενισχυθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να το περάσει ανεπαίσθητα. Αυτά που φοβάται δεν μπορούν παρά να είναι όσα του έρχονται στο μυαλό! Είναι οι πιο ενδόμυχες, οι πιο δικές του σκέψεις. Το πορτρέτο της Βαλερίας του προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα, μελαγχολία ανάμεικτη με ελπίδα. Μελαγχολία και ελπίδα που μοιράζονται τον ίδιο χώρο! Με μια ελπίδα που καίει μέσα του σαν άλυτο σταυρόλεξο που λέγεται επιθυμία πως να κατακτήσει το ζωντανό πορτρέτο. Ονειρευόταν να γευτεί με θέρμη την αποδοχή της. Και εκεί που ετοιμάζεται για ακόμα μια φορά να αντιμετωπίσει τον εαυτό του, πως να ξεπεράσει το συναίσθημα του ανεκπλήρωτου ερωτικού απωθημένου που του προκάλεσε η τυχαία συνάντηση με τη Βαλερία, η μορφή της Ανδρομάχης εισβάλλει ανάμεσα στις σκέψεις του. Έπεσε σε λογισμούς να τη σκέφτεται στη Θεσσαλονίκη στο δικό της σενάριο! Ελεύθερη κι απενοχοποιημένη, σαφώς ανανεωμένη, μ’ αυτοπεποίθηση σε μια χαλαρή έξοδο μια ανέμελης βόλτας, για ένα ποτό σε ένα μπαρ, που σίγουρα θα της προσφέρει πολλές ευκαιρίες για ενδιαφέρουσες ανδρικές γνωριμίες με αποτέλεσμα οι παλμοί της να ανεβαίνουν κι η αδρεναλίνη της να χτυπάει κόκκινο, που την βάζει σε μια διαδικασία να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που της παρουσιάζεται να ζήσει έντονες ερωτικές στιγμές, σε μια άλλη ανδρική αγκαλιά που θα εκτοξεύσει στα ύψη το σε ύπνωση σεξουαλικό της πάθος. Ίσως της καλλονής η αίγλη της να της θύμισε μέσα της παροπλισμένα συναισθήματα, ερωτικές επιθυμίες και ανάγκες, που αυτός είναι συγκρατημένος και ανίκανος να τα εκτιμήσει και «παγωμένα» μένουν ανικανοποίητα και υποτιμούνται στη σχέση τους; Κρυφογέλασε με τις σκεψεις του. «Ίσως αύριο που θα έρθει να μου διώξει τα φαντάσματα της νύχτας. Όλα μες στης ζωής τα βήματα είναι», ψιθύρισε και κάπου εκεί χάθηκε στην αγκαλιά των σεντονιών.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε πιασμένος από έναν άσχημο ύπνο. Όλα τα χθεσινά του ξανάρχονταν στο νου, τριγύριζαν στο μυαλό του και τον απασχολούσαν. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και χασμουρήθηκε. Έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο. Έκανε ένα μορφασμό βλέποντας το είδωλο του στον απέναντι καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας. Αυτό που έβλεπε ήταν γένια τριών ημερών κύκλους γύρω από τα μάτια και μερικά ατίθασα ανακατεμένα μικρά τσουλούφια από τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του, ξανάπεσε πίσω στο κρεβάτι. Ένιωθε ένας άλλος εαυτός του. «Σκατά! Είσαι αξιοθρήνητος!» Παραδέχθηκε συνοφρυωμένος. «Πρέπει να κάνεις ένα χλιαρό ντους να συνέλθεις» μονολόγησε. Ύστερα από αρκετή ώρα μέσα στο ντους βγαίνοντας στο μπαλκόνι καλημέρισε τη πρωινή αύρα! Προσπαθεί να επανέλθει στην κανονικότητα του και να αφήσει πίσω του τις νυχτερινές ονειροφαντασίες του, ν΄ αφήσει πίσω το γεγονός, ότι η ανάμνηση της Βαλερίας «στοιχειώνει τη σκέψη του». Το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να αναζητήσει μέσα του τις απαντήσεις στο πως θα προχωρήσει παρακάτω κλείνοντας τη πόρτα στις σφοδρές ερωτικές επιθυμίες του για τη Βαλερία και ακολούθησε το κλασικό του πρωινό σύστημα στις αργίες και στις μοναξιές του. Βόλτα το σκύλο στο πάρκο, περιποίηση στο παπαγάλο και σήμερα να μη ξεχάσει το καναρίνι και να καθαρίσει την λεκάνη της άμμου για την υγιεινή του γάτου τους.
Η επερχόμενες ώρες ήταν απολύτως προβλέψιμες μιας συνηθισμένης Κυριακής.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Mia Kainourgia Mera

Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ.» ....«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
........Άλλη μια μέρα ξημέρωσε. Όλα καινούργια, δροσερά, φωτεινά. Από το παράθυρο γλίστρησε κιόλας η πρώτη γελαστή ακτίνα και από τις χαραμάδες μπουκάρει δροσερό το αεράκι. O Νικηφόρος άνοιξε τα μάτια του αργά η ώρα περασμένη, μια σιωπή τον κύκλωνε κι ο ύπνος του στάθηκε μαγευτικός, δίχως σταμάτημα. Σαν ξύπνησε, καινούρια ίχνη να ακολουθήσει προσπαθεί χαμένος ακόμα σε όνειρα νυχτερινά. Ως συνήθως, τράβηξε μια δυνατή τζούρα νέας πνοής, τεντώθηκε για να ξυπνήσουν όλοι οι μύες και έτριψε απαλά τα βλέφαρά του, απλώνοντας τα χέρια του στη φλοκάτη, τα σεντόνια ήταν κρύα. Η Νεφέλη, μετά την καυτή νύχτα που είχαν περάσει, είχε ήδη σηκωθεί από νωρίς και έλειπε από το σπίτι. Σηκώθηκε να ξεμουδιάσει, το κορμί του το ΄νιωσε ανάλαφρο σ' ένα σπίτι πεντακάθαρο. Δε θυμάται τι όνειρο είδε, μα ένιωθε ανάλαφρος και χαρούμενος σα να έβγαινε από τη παλίρροια της θάλασσας. Μειδίασε αυτάρεσκα και κατευθύνθηκε νωχελικά προς το λουτρό για ένα ζεστό ντους. Άφησε το νερό να σβήσει από πάνω του κάθε ίχνος χαλάρωσης και νωθρότητας και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Αντίκρισε την ένταση των ματιών του, έκανε μερικές αστείες γκριμάτσες και χαμογέλασε στην αυτοπεποίθησή του. Με αργές κινήσεις άρχισε να προετοιμάζεται για το πρωινό αναζωογονητικό του ξύρισμα. 
Τελειώνοντας με την πρωινή ρουτίνα αφύπνισης, έριξε δυο ελαφρά σκαμπίλια στα μάγουλά του να τεντώσει τα νεύρα του και ένας χυμός και ένας δυνατός καφές ήταν ότι ακριβώς χρειαζόταν. Μόλις πήρε τις απαραίτητες θερμίδες έφτιαξε έναν μυρωδάτο εσπρέσο καφέ και ξεπρόβαλε την όψη του απ΄ τη μπαλκονόπορτα. Η πρωινή φθινοπωρινή πάχνη στον ήρεμο κόλπο είχε κάτσει πηχτή πάνω από τη θάλασσα, η μέρα είχε φέξει πια για τα καλά, πολλά σύννεφα, ροδισμένα, κι άλλα μελαψά, τα 'σπρώχνε, τα ζύμωνε, τα γοργοκυλούσε ο άνεμος, στον πρωινό απειρόχρωμο και θαμπό ουρανό. Βγήκε απόξω στο μπαλκόνι με θέα την θάλασσα, ρούφηξε την θαλασσινή την οσμή, κάρφωσε το βλέμμα του μακριά στον ορίζοντα, εκεί όπου ο ουρανός συναντούσε τη θάλασσα, γυμνάστηκε για λίγο και άραξε απολαμβάνοντας το καφέ του αναρωτώμενος ταυτόχρονα που χάθηκε πρωινιάτικα η Νεφέλη. 
 Η Νεφέλη: (νέφω: χύνω ύδωρ), η προσφέρουσα ζωογόνον ύδωρ, γνήσιο τέκνο του κανόνα «Η ηθική στη γυναίκα είναι σαν το πιπέρι στη σούπα. Αν είναι λίγο, είναι ένα ωραίο καρύκευμα. Αν το παρακάνεις, δε θέλει κανείς τη σούπα.» Ο Νικηφόρος από όταν γνώρισε τη Νεφέλη τη θυμάται υπεύθυνη και ακούραστη, καλή νοικοκυρά που ξυπνάει απ' τη χαραυγή. Εκεί που ο περισσότερος κόσμος χρειάζεται μερικά λεπτά ακόμη ώσπου να βρει το κουράγιο για να σηκώσει το κεφάλι απ’το μαξιλάρι, και χωρίς να νοιάζεται, προτιμάει να αναβάλλει το πρωινό ξύπνημα, μέχρι τη στιγμή που μια ματιά στο ρολόι θα τους τινάξει απ’το κρεβάτι όπως μια παλιά φρυγανιέρα τινάζει τις φέτες του ψωμιού η Νεφέλη είχε διαφορετική γνώμη για όλα αυτά. 
Σηκωνόταν πάντοτε στις έξι, και ο Νικηφόρος δεν είχε κατορθώσει εξηγήσει αυτή την ανεξήγητη πρωινή βιασύνης της. Είναι τολμηρή, θαρραλέα και διεκδικεί αυτό που της αρέσει. Στο σεξ παίρνει το παιχνίδι πάνω της και θέλει να της δίνεσαι ολοκληρωτικά. Θέλει συχνό σεξ, παίρνει πρωτοβουλίες και σε ταξιδεύει στον έβδομο ουρανό. Αυτά σκεφτόταν ο Νικηφόρος ατενίζοντας για αρκετή ώρα το βουνό απέναντί του με βλέμμα κενό, η μέρα είναι μουντή και συννεφιασμένη αλλά η θερμοκρασία ήταν ευχάριστα δροσερή κι ο ήλιος να ανεβαίνει ανενόχλητος μετά τη χθεσινή μπόρα παίζοντας πίσω από παχιά μπλαβιά σύννεφα χαρίζοντας, που κι που, κάποιες σύντομες ανάπαυλες λιακάδας. Τα κοκόρια ακούγονταν με ηχώ και ο αέρας μύριζε απ' τους ανθούς της λεμονιάς στο βάθος του κήπου. Δεν τον επηρέαζε η υγρασία της θάλασσας. Το γύρω τοπίο με τη βοήθεια των σύννεφων γίνονταν ομορφότερο. Τα φυλλοβόλα δέντρα είναι πράσινα, αλλά ο ψίθυρος του φθινοπώρου, που πλησιάζει, είναι εμφανής εδώ κι εκεί στις κιτρινισμένες άκρες των φύλλων που είχαν χάσει τα λαμπερά κίτρινα, τα χρυσαφιά, τα μελιά, τα έντονα πορτοκαλιά και τα κεχριμπαρένια τους χρώματα. Κάποια στιγμή μπλέχτηκε στα πόδια του η γάτα, ζητιάνευε κι αυτή τα χάδια του, νιαούριζε ζωηρά και του απέσπασε για λίγο το μυαλό από το περιβάλλον. Κοιτούσε, δήθεν ικετευτικά τον Νικηφόρο, τριβόταν στα πόδια του, άφηνε την ουρά της σημαντικά περισσότερη ώρα πάνω στη γάμπα του, ακόμη κι αν το σώμα της είχε αποκολληθεί από εκείνη. Η ουρά της γάτας, ήταν το ύστατο παρακάλι, η πονηριά, ο εκβιασμός, η πουτανιά του αιλουροειδούς. Τη χρησιμοποιούσε κατά βούληση. Τη Νεφέλη πάντως, την τούμπαρε συνεχώς. Σε μια στροφή του δρόμου η γάτα κόντεψε να λιώσει κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου της και η Νεφέλη από τις τύψεις που δεν την πρόσεξε εκείνη τη στιγμή, είπε να την υιοθετήσει και να την προσέχει για όλες τις υπόλοιπές στιγμές της. Δεν είχε περάσει καμπόση ώρα που ρέμβαζε στον ήχο της παλίρροιας όταν έκανε την εμφάνιση της η Νεφέλη ερχόμενη από το διπλανό σπίτι της Φαίδρας. Αν και ήταν ακόμη πρωί, η Νεφέλη ακτινοβολούσε, και όταν τον είδε τα μάτια της έλαμψαν, πάνω στη φρέσκια επιδερμίδα της, και τα κατακόκκινα μάγουλα. Οι χθεσινοβραδυνοί οργασμοί είχαν επιδράσει πάνω της σαν το πιο θαυματουργό καλλυντικό. Τον πληροφόρησε ότι επί ευκαιρία της τριημέρου αργίας είχαν έλθει στο εξοχικό τους η γειτόνισσα της η Φαίδρα μαζί με την κόρη της την Δανάη. Ήρθαν πολύ αργά χθες το βράδυ. Μάλιστα είδε φως στο σπίτι μου και πέρασε να μου πει μια καλησπέρα. Δυστυχώς για κακή μας τύχη ήταν την ώρα που ζούσαμε σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου η ηδονή είχε τον πρώτο λόγο και οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα μας, μόνες τους, χωρίς καν να τις σκεφτούμε. Επόμενο ήταν να ακούσει τα παθιασμένα πρόστυχα βογγητά κατάλαβε τι συμβαίνει και δεν μας ενόχλησε. Τελικά πάντα μπορεί να εμφανιστεί κάποιος ξαφνικά και να σε κάνουν τσακωτό, η να σε υποπτευτούν.
«Με είχε τρελαίνει το γαμήσι σου μωρό μου. Καριόλη άνδρα, μου φάνηκε ατέλειωτο!. Είχε πάρει φωτιά το μουνί μου!. Έζησα στιγμές με εκρηκτικούς οργασμούς που θα τους θυμάμαι για καιρό! Λένε πως το καλό κρεβάτι θέλει φαντασία και εφευρετικότητα. Σωστά;»
«Σωστά! Έτσι τούρμπο που με είχες κάνει κατά τη διάρκεια του σεξ .»
«Δηλαδη είμαι γυναίκα που βάζει φωτιά στα σεντόνια;»
«Τα αποτελέσματα έδειξαν Μωρό μου ότι έχεις τεράστια διάθεση για σεξ, δεν έχεις αναστολές, έχεις αυτοπεποίθηση επειδή ξέρεις να ικανοποιείς αλλά και να ικανοποιείσαι.»
«Ξέρω να ζήσω το σεξ καυλιάρη μου!»
«Άρα λοιπόν…! Η Φαίδρα ξέρει με ποιον ήσουν τη νύχτα και γαμιόσουν.»
«Ναι είδε τ’ αυτοκίνητο σου και το κατάλαβε.»
«Λες να μας κάνει  βούκινο;... με τα επιτεύγματα μας;.  Ελπίζω πως δεν θα έχουμε προβλήματα.»
«Από την Φαίδρα; Δεν νομίζω, αυτή είναι πολύ εχέμυθη και διακριτική και δεν θα έχουμε προβλήματα. Άλλωστε γνωριζόμαστε χρόνια τώρα και κάτι που «λέγεται εκεί, μένει εκεί!» και έτσι μπορώ να την εμπιστευτώ. Αλλού είναι το πρόβλημα.»
«Δηλαδή που είναι το πρόβλημα;.»
«Να πρέπει να μας άκουσε και η κόρη της η Δανάη.»
«Τι να πω τώρα εγώ; Πότε έγινε αυτό με την Δανάη;»
«Από ότι κατάλαβα ει χε βγει με το φεγγάρι ήταν δίπλα στην αμμουδιά στο κύμα, αλλά υποπτεύομαι πως γυρίζοντας από το μονοπάτι που χωρίζει τα σπίτια μας, κατάλαβε τι παίζει, στάθηκε στην πίσω αυλή και έζησε μαζί μας τις καύλες μας.» 
«Δηλαδή μας άκουγε τότε που λέγαμε ότι μας κατέβει και το λεξιλόγιο είχε ένα ευρύ φάσμα με διάφορες αποχρώσεις;»
«Τα πιο ωραία λόγια στο κρεβάτι θα ειπωθούν όταν έχεις χάσει τα λογικά σου και δεν φιλτράρεις τίποτα κούκλε μου. Στο κάτω κάτω εκείνη την ώρα που χάνουμε τον έλεγχο σιγά μη βάλουμε και «μπιμπ» στο στόμα μας. Το φαντάζεσαι; »
«Φαντάζομαι την Δανάη που άκουσε τι κάναμε, με λεπτομερή περιγραφή.»
 «Παραμύθια για ενήλικες λέγαμε αγορίνα μου! Πειράζει;»
«Η Δανάη ε! Μαθήτρια του λυκείου δεν είναι;»
«Όχι ! Έχει τελειώσει το λύκειο. Είναι φοιτήτρια σε κάποια σχολή κοινωνικού ενδιαφέροντος. Η κοπέλα είναι αρκετά δυναμική και ολίγον άτακτη σαν θηλυκό, ένα χαριτωμένο αλάνι τώρα στα δέκα οκτώ της. Σίγουρα έχει να κάψει καρδιές τώρα που μεγάλωσε! Να δεις τα βλέμματα των αντρών στο δρόμο πως την κοιτάνε.»
Ο Νικηφόρος συμφώνησε. Σκέφτεται τη Φαίδρα μια από τις πιο όμορφες φάτσες της περιοχής, που από τα ωάρια της λογικό ήταν να προκύψει η Δανάη, ένα από τα πιο λαχταριστά μωρά. Πράγματι η Δανάη είναι ένα γοητευτικότατο πλάσμα, μια πανέμορφη κοπέλα. Κάτι είχε ακούσει ότι το κοριτσάκι ήταν ξεπεταγμένο από καιρό! Περίεργο πράγμα κι αυτό, κάποτε τα κορίτσια ήταν ντροπαλά και σεμνά, τώρα λες και τα έχει καβαλήσει ο διάολος, με το που θα μπούνε στο γυμνάσιο από παιδιά γίνονται γυναίκες, ποθούν χάδια, φιλιά και είναι πολλές από αυτές που δεν αρκούνται σε αυτά αλλά θέλουν περισσότερα.
«Πάντως η Δανάη θέλει μερικές συμβουλές γιατί στην ηλικία αυτή όπως ξέρεις από την δική σου εμπειρία το μουνί δεν ησυχάζει εύκολα.»
«Μην τα λες εμένα! Λες να μην τα θυμάμαι! Στο λύκειο ήταν που ήμουν ηφαίστειο η κοπέλα και δεν μπορούσα να ηρεμήσω! Όταν με πήδηξε για πρώτη φορά ένας ποδοσφαιριστής της τοπικής μας ομάδας ήμουν ακόμη στη δευτέρα λυκείου και τότε ήθελα πέντε φορές την ημέρα πήδημα για να ηρεμήσω, δεν με προλάβαινε ο τύπος στο γαμήσι σου λέω! Άντε μετά να παίξει μπάλα ο νεαρός που έσερνε τα πόδια του. Και μεταξύ μας εκτός από αυτόν με πηδούσε και ο ξάδερφος μου, που ήταν στρατιώτης όταν ερχόταν με άδεια από το στρατόπεδο στο χωριό.»
 «Θα μείνουν;»
«Η Φαίδρα με τη Δανάη;»
«Ναι. Ποιος άλλος.»
«Ναι θα μείνουν μέχρι αργά το απόγευμα που θα πάει με την μητέρα της στον εσπερινό του μοναστηρίου στο επάνω χωριό. Και επειδή η Φαίδρα δεν έχει μαγειρέψει και μιας και είχαμε να βρεθούμε από κοντά αρκετό καιρό, και εγώ έχω κανονίσει να μαγειρέψω της πρότεινα εάν δεν έχουν άλλα σχέδια τότε είναι καλεσμένες στο σπίτι μου για φαγητό, να έρθουν να φάμε μαζί παρέα δε θα ήθελα να φάμε μονάχοι μας και να περάσουμε γενικά την ημέρα μας στο σπίτι μας. Η Φαίδρα με την κόρη της δέχτηκε με ευχαρίστηση την πρόσκληση και τις αναμένω να έλθουν το μεσημέρι. 
Αα! Να μην το ξεχάσω.  Η Φαίδρα ζήτησε τη μεσολάβηση μου, να σου ζητήσω να της κάνεις μια πολύ φιλική εξυπηρέτηση.»
«Φιλική εξυπηρέτηση; Και εγώ πως μπορώ να τη βοηθήσω; Μη μου πεις πως η Φαίδρα έχει καύλες και αναζητά επιβήτορα; Προσφέρομαι εντελώς δωρεάν να της κάνω μια προσωπική εξυπηρέτηση για να ηρεμήσει η όμορφη κυρία εάν αυτή την εποχή έχει ρθει σε φάση του οίστρου.» 
«Εγώ λέω συμμαζέψου και μην μου λες πολλά. Η γυναίκα γνωρίζει ότι έχεις ένα «κουσούρι». Ξέρει ότι σου αρέσουν οι μηχανές και το ίδιο αρέσουν και στον σύζυγο της.  Η μηχανή του συζύγου της λοιπόν επειδή έφυγε ξαφνικά για μπάρκο έμεινε στην αυλή τους στο εξοχικό και θέλει αν έχεις την ευγενή καλοσύνη να την μεταφέρεις στο σπίτι της μητέρας της στο χωριό για ασφάλεια.»
Έτσι λοιπόν κύλησε η μέρα τους, μέχρι αργά το μεσημέρι. Ο Νικηφόρος αφού τακτοποίησε μερικές εξωτερικές εργασίες ξαναγύρισε στης Νεφέλης από νωρίς, περιμένοντας τα αποτελέσματα της μαγειρικής της. Έβαλε λίγο κονιάκ στο ποτήρι, τράβηξε τις κουρτίνες του παραθύρου κοιτάζοντας την θάλασσα ενώ από το cd player ακούγονταν η φωνή του Andrea Bocceli στο αγαπημένο του κομμάτι «En Aranjuez con tu amor». Είχε αφοσιωθεί να την παρακολουθεί να μαγειρεύει, καθισμένος στο ξύλινο καναπέ της κουζίνας δίπλα της και κοιτούσε με τα μάτια προσηλωμένα στις κατσαρόλες, πότε έβαζε το αλάτι, την κανέλα, τα μπαχαρικά και οι μυρωδιές από τα φαγητά τον ζάλιζαν και του έλκυαν εσωτερικά στον κόσμο των αισθήσεων. Λένε ότι η μαγειρική είναι η χαρά του ότι μπορεί κάποιος να φέρει εις πέρας ένα αποτέλεσμα, οποιοδήποτε είναι αυτό, είτε είναι γευστικό είτε όχι, όσο έχει σημασία η προσπάθεια. Η χαρά της Νεφέλης είναι ότι φτιάχνει δικά της δημιουργήματα με την ιδιαιτερότητα της προσωπικής φαντασίας της. Είναι ότι κάνει κάτι με τα χέρια της και απολαμβάνει τη χαρά του ότι τα καταφέρνει. Το πιο σημαντικό από όλα όμως, για εκείνη είναι η γεύση να ταυτίζεται με τη συνεύρεση, με τους ανθρώπους με τους οποίους επιλέγει να το χαρεί το συντροφικό τραπέζι. Ένα τραπέζι που θα κάτσουν να φάνε, θα γελάσουν, θα πιουν, θα τσακωθούν, θα τα ξαναβρούν, θα συζητήσουν, θα ξαναγελάσουν. Για τη Νεφέλη το τραπέζι με το φαγητό για φίλους είναι να κάτσουν δύο τρεις ώρες και αυτές οι ώρες να περιέχουν τα πάντα. Να περνάει όλη τους η ζωή μπροστά από τα μάτια τους όταν συνδέονται γύρω από τη γεύση. Ίσως, τελικά της Νεφέλης, η μαγειρική και η γεύση να είναι σαν την αγάπη». Όταν κάθισαν στο τραπέζι δοκιμάζοντας τη συνταγή της Νεφέλης ενθουσιάστηκαν. Το κρέας ήταν εύγευστο και τρυφερό αυτό όμως που το έκανε να ξεχωρίζει ήταν η σάλτσα του με το λεπτό άρωμα του σκόρδου και της κανέλας αλλά και η όψη της σάλτσας με την κρεμώδη υφή της. Και φτάσανε στην ώρα του καφέ. Η Νεφέλη δεν χαλάει την συνήθεια της. Ελληνικός καφές πάντα. Βάζει τα φλιτζανάκια στο τραπέζι και με το τεράστιο μπρίκι που αχνίζει σερβίρει. Πίνουν αργά αργά κουβεντιάζοντας τα νέα του χωριού, της χώρας, και τα προσωπικά τους. Με κουβέντα κι ονειροπολήματα. Ο Νικηφόρος πρέπει να ομολογήσει ότι με μεγάλη του χαρά διαπίστωσε ότι τις δυο γυναίκες τις συνέδεε μια αληθινή και στέρεη φιλία. Σχετικά δεν δυσκολεύτηκε να σκεφτεί ότι «το Ποίημα στους φίλους» που έτυχε να διαβάσει του περίφημου αργεντινού συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν το πλέον κατάλληλο για να αποδώσει τη φιλία τους και έδωσε απάντηση σε όλα του τα ερωτήματα.
«Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις για τα προβλήματα της ζωής σου, ούτε έχω απαντήσεις για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου, όμως μπορώ να σε ακούσω και να τα μοιραστώ μαζί σου. Δεν μπορώ να αλλάξω το παρελθόν ή το μέλλον σου αλλά όταν με χρειάζεσαι θα είμαι δίπλα σου. Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου, όμως μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου για να κρατηθείς και να μην πέσεις.» 

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Animation of the Immortal Game (1851)

The Original Immortal Chess Game | Anderssen vs Kieseritzky 1851
Anderssen vs Kieseritzky 1851

..................
Και ... Ένας εντυπωσιακός σκακιστής: Rashid Gibiatovich Nezhmetdinov
Nezhmetdinov:...Nezhmetdinov VS Chernikov 
Nezhmetdinov VS Chernikov. Εντυπωσιακή θυσία βασίλισσας που έχει μείνει στην ιστορία του σκακιού. Μία παρτίδα διαμάντι από τον δυνατό και επιθετικό σκακιστή Nezhmetdinov. Πρώτα μαθαίνουμε λίγα πράγματα για το ποιος ήταν ο Nezhmetdinov και μετά βλέπουμε την παρτίδα με την εντυπωσιακή θυσία βασίλισσας!

Rashid Nezhmetdinov shows why they call him "No Reverse Gear Rashid"
Lev Polugaevsky vs Rashid Gibiatovich Nezhmetdinov 
"Nezhmet Kismet" Sochi 28th RSFSR ch (1958)
 Old Indian Defense: Ukrainian Variation
 (A54) 1. d4 Nf6 2. c4 d6 3. Nc3 e5 4. e4 ed4 5. Qd4 Nc6 6. Qd2 g6 7. b3 Bg7 8. Bb2 O-O 9. Bd3 Ng4 10. Nge2 Qh4 11. Ng3 Nge5 12. O-O f5 13. f3 Bh6 14. Qd1 f4 15. Nge2 g5 16. Nd5 g4 17. g3 fg3 18. hg3 Qh3 19. f4 Be6 20. Bc2 Rf7 21. Kf2 Qh2 22. Ke3 Bd5 23. cd5 Nb4 24. Rh1 Rf4 25. Rh2 Rf3 26. Kd4 Bg7 27. a4 c5 28. dc6 bc6 29. Bd3 Ned3 30. Kc4 d5 31. ed5 cd5 32. Kb5 Rb8 33. Ka5 Nc6 

.... I beat Nezhmetdinov a dozen times, but I would trade all my wins against him to win a game like this one..... Lev Polugaevsky.
 
Web Informer Button