ADS

click to open

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Alexandra

... Ένα μικρο απόσπασμα από τo...Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ...(Part: 1)...Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε λεπτομέρειες στο Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part:1) Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part..1).....
Οι δυο φιλενάδες η Εριφύλη και η Ελπινίκη, είναι πολύ καλές στο να εκτρέπουν συζητήσεις και να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα όταν το θέμα τους γίνεται προσωπικά ευαίσθητο. Για να αποφύγουν λοιπόν τη δύσκολη συζήτηση που κακά τα ψέματα είχε φορτιστεί από τα φαντασιακά τους σεξουαλικά σενάρια, και τις προσωπικές ερωτικές τους επιθυμίες πως υπάρχει αυξημένο ερωτικό ενδιαφέρον για κάποιον άλλον άνδρα εκτός συζυγικής κλίνης, αποφάσισαν να κάνουν μια σύντομη παύση να ξεθωριάσουν οι ένοχες σκέψεις τους, να πάρουν μια ανάσα και να μοιραστούν μια ποιο «ελαφριά» κουβέντα. Και φυσικό κι επόμενο όταν προσπαθείς να αποφύγεις αυτές τις δύσκολες συζητήσεις, τι πιο χαλαρό και εποικοδομητικό, από τις ανάλαφρες συζητήσεις γύρω από τα τελευταία κουτσομπολιά της γειτονιάς τους. Οι δυο γυναίκες έχουν επενδύσει χρόνο και φροντίδα στην τακτική παρέα τους! Κάνει καλό στην υγεία τους! Γνωρίζουν ότι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας άντρας για την υγειά του, είναι να βρει μια σύντροφο και να παντρευτεί. Μια γυναίκα, όμως το καλύτερο που έχει να κάνει για να προστατέψει την υγεία της είναι να καλλιεργεί και να φροντίζει τη σχέση με τις φιλενάδες της. Το κουτσομπολιό τις βοηθά στην καταπολέμηση της κατάθλιψης και τους δημιουργεί ένα αίσθημα ευεξίας. Κοριτσάκι μου, λέει η μια την άλλη. Κοριτσάκι μου, και κουκλίτσα μου έτσι μιλάνε με υποκοριστικά και με γλυκόλογα! Καμαρώνουν σαν φίλες, νοιάζονται, μοιράζονται τις πίκρες τους, γιορτάζουν τις χαρές τους. Όταν πονάνε, ξημερώνονται στο τηλέφωνο, όταν έχει την ανάγκη η μια της άλλης, κόβουν το λαιμό τους για να βρεθεί δίπλα της. Πηγαίνουν αγκαζέ στα μαγαζιά, πίνουν καφέδες σερί, λένε τα δικά τους, πάνε μαζί στον γιατρό όταν φοβούνται, λένε τα μυστικά τους, τσακώνονται καμία φορά, κι ύστερα τα βρίσκουν ξανά και φιλιώνουν ξανά κι ούτε γάτα ούτε ζημιά και ξεκινάνε με το αλατάκι στην καθημερινότητά τους τα κουτσομπολιά. Και ως γνωστόν τα κουτσομπολιά τείνουν να διαδίδονται σαν τα συμπτώματα της γρίπης που προκαλούν συζητήσεις διαχρονικά στην ιστορία και σήμερα τα παραδείγματα είναι πολλά, είτε πρόκειται για ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, είτε για διάσημους που συχνά γίνονται πρωτοσέλιδα. Στην εποχή των social media, το κουτσομπολιό είναι στο επίκεντρο της διαμάχης με πλήθος σχολίων, αρνητικών ή θετικών και ενίοτε κακοπροαίρετων.
 Είπαν πολλά και διάφορα οικογενειακά τους και μη. Επειδή όμως η Ελπινίκη διακατέχεται από έντονη σκανδαλοθηρική περιέργεια σύντομα οδήγησε την κουβέντα, αφού πρώτα την γλύκανε με το μαλακό και με μια στάλα πονηριάς, στο καυτό θέμα του αποτυχημένου γάμου που αφορούσε την γειτόνισσα  της Εριφύλης την Αλεξάνδρα. Η περιέργεια της τροφοδοτείται από την επιθυμία της για πληροφορίες των γεγονότων που δεν είναι γενικά διαθέσιμες στο ευρύ κοινό. Είναι πάρα πολύ περίεργη να μάθει λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής, της Αλεξάνδρας και κυρίως να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι πώς κατέληξε απρόσμενα και άδοξα τόσο πολύ σύντομα ο γάμος αυτής της νεαρής γυναίκας.
Η Αλεξάνδρα επάνω στην καλύτερη και πιο ζωντανή περίοδο της νιότης της στα είκοσι δυο της χρόνια είχε έναν αποτυχημένο γάμο. Ο γάμος της δεν κατέληξε σε επιτυχή και ευτυχισμένη ένωση, αλλά είχε αρνητικά αποτελέσματα, και πολύ σύντομα κατέληξε ως μη γενόμενος και σε οριστική ακύρωση .
 Η Αλεξάνδρα και η Εριφύλη είναι γειτόνισσες, συνομήλικες και ως φίλες πρέσβευαν τη λαϊκή δοξασία που λέει πως συνήθως οι γυναίκες έχουν δυο ηλικίες, τις ανέραστες που γεννήθηκαν γριές και τις ερωτιάρες που εμπνέουν έρωτα, είναι αγαπησιάρες και μένουν πάντα νέες. Μια τέτοια ερωτιάρα και αγαπησιάρα γυναίκα εκτός από την Εριφύλη είναι και η Αλεξάνδρα που δυστυχώς πριν μερικά χρόνια  έζησε μια δραματική ιστορία του αποτυχημένου γάμου της. Παντρεύτηκε με προξενιό έναν άνδρα που της τον γνώρισαν κάποιοι στενοί συγγενείς της από την μακρινή Αυστραλία. Την πρώτη της νύχτα του γάμου η Αλεξάνδρα σαν νύφη βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χειρότερη εμπειρία της μέχρι τότε ζωής της. Ο άντρας που της προξένεψαν αντιμετώπιζε σοβαρά σεξουαλικά προβλήματα. Όπως έλεγαν οι «κακές γλώσσες» στον οικογενειακό περίγυρο ο γαμπρός είχε το σύνδρομο του μικρού πέους και ήταν ανίκανος να ανταποκριθεί με επάρκεια στις λειτουργίες «κανονικού σεξ». Το ζεύγος δεν ευτύχησε να έχει την εμπειρία μιας κανονικής ολοκληρωμένης σεξουαλικής επαφής. Το «εις σάρκα μίαν» έμεινε γράμμα κενό εξαιτίας της ανικανότητας του ανδρός να «ολοκληρώσει την γαμήλια ένωση» με το έτερον του ήμισυ. Το χριστιανικό ζευγάρι βίωνε ένα νεκρό γάμο και στο βάθος υποκρίνονταν μεταξύ τους, αγνοώντας την ξεκάθαρη διδασκαλία τής Βίβλου, η οποία µας παραγγέλλει να αγαπούμε τον-τη σύζυγό µας, και να εκπληρούμε τις ανάγκες του-της και να υπηρετούμε ο ένας τον άλλο. Ο γάμος της αποδείχθηκε ένα φιάσκο και ακυρώθηκε με την συγκατάθεση των δυο πλευρών ως μη γενόμενος. Καταλαβαίνεις το τραυματικό σοκ της κοπέλας και αντίστοιχο ήταν και σούσουρο από τα κουτσομπολιά στη γειτονιά μας. Για να πνίξει τον πόνο της η Αλεξάνδρα και να ηρεμήσει και τις σεξουαλικές ορμές της σαν μια πολυοργασμική γυναίκα, δε χρειάστηκε να κάνει τάματα, προσευχές και παρακλήσεις γιατί πολύ σύντομα βρήκε εραστή. Τον Μιλτιάδη! Έναν τριαντάρη άνδρα στη γειτονιά τους παντρεμένο με παιδιά. Σήμερα λοιπόν μαθαίνοντας η Ελπινίκη ότι η Αλεξάνδρα απέκτησε εραστή ήταν αρκετό να έχει έντονη επιθυμία να πληροφορηθεί και να μάθει περισσότερα, που κάτι τέτοια πιπεράτα κουτσομπολιά της γειτονιάς τα κυνηγάει με το τουφέκι για να είναι πάντα ενημερωμένη.
Δεν είχε περάσει πολύς χρόνος από τότε που εκδόθηκε το διαζύγιο και η Αλεξάνδρα αποφασίζει να επενδύσει τα δάπεδα στα εξωτερικά μπαλκόνια στο σπιτιού που της είχαν παραχωρήσει οι γονείς της και εξωτερικά βρισκόταν σε ημιτελή κατάσταση. Μια μικρή κομψή μονοκατοικία με μεγάλο κήπο δίπλα στο πατρικό της. Απευθύνεται στο κοντινό γείτονα της το Μιλτιάδη και του ζητά να αναλάβει τη διαδικασία να αποπερατώσει τις εργασίες αυτές στο σπίτι της. Ο Μιλτιάδης είναι οικοδόμος τεχνίτης που αναλαμβάνει την εσωτερική και εξωτερική επένδυση διαφόρων επιφανειών με μάρμαρα και πλακίδια... (Μαρμαράδες.... Έτσι δεν τους λένε Ελπινίκη μου). Ηταν μια εργασία μιας εβδομάδας απασχόλησης για τον τεχνίτη. Στη δεύτερη ημέρα είχε περάσει η ώρα και ο τεχνίτης δεν είχε εμφανιστεί ακόμη! Η Αλεξάνδρα δικαίως είναι εκνευρισμένη και εξανίσταται που δεν έχει παρουσιασθεί ο Μιλτιάδης οι εργασίες αποπεράτωσης καθυστερούν και τα μπαλκόνια του σπιτιου μοιάζουν σαν γιαπί! Έχει ακούσει πολλά σχόλια για τους τεχνίτες οικοδομών που κατά πάγια συνήθεια τους δεν είναι συνεπείς να εκτελέσουν στην ώρα τους το πρόγραμμα των εργασιών που αναλαμβάνουν και να τελειώνουν τις εργασίες τους χωρίς να προκαλούν άγχος και αγωνία στους ιδιοκτήτες. Ο Μιλτιάδης έφτασε  καθυστερημένα στο σπίτι της Αλεξάνδρας. Χτύπησε το κουδούνι της και με  μεγάλη καθυστέρηση του ανοίγει την πόρτα η Αλεξάνδρα. Το θέαμα που αντικρίζει ο Μιλτιάδης είναι η Αλεξάνδρα φορώντας μια ρόμπα μπάνιου αρκετά ανοιχτή ώστε να βλέπει το τρομερό ντεκολτέ της, ιδρωμένη, αλλά πάντα κοκέτα. Το ντεκολτέ της φαντάζει του Μιλτιάδη σαν ηλιοβασίλεμα. Πώς είναι το δέος και ο θαυμασμός που του προκαλεί ένα εντυπωσιακό τοπίο; Ε, αυτό επί δυο είναι το συναίσθημα που του δημιουργεί μια ματιά στο ντεκολτέ της Αλεξάνδρας. Είχε αλλάξει και προχωρημένο look στην κόμμωση, είχε και ένα πολύ πονηρό υφάκι που σε γενικό πλαίσιο, και με λίγα λόγια, χωρίς λεπτομέρειες το υποστήριζε με την εξωτερική της εμφάνιση. Της απολογείται που καθυστέρησε να έλθει για την προγραμματισμένη εργασία του αλλά εκτάκτως πήγε αυτός το μικρο γιο τους στο νηπιαγωγείο και εκεί τον καθυστέρησαν στο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων για κάποιες ιδιωτικές ενημερώσεις που αφορούσαν τον άτακτο μπόμπιρα τους..
Η Αλεξάνδρα του απαντά πως τον καταλαβαίνει τον συμμερίζεται και δεν χρειάζεται να δικαιολογείται  και ζητάει και αυτή συγνώμη απολογούμενη που τον άφησε να περιμένει αρκετό χρόνο στην εξώπορτα αλλά συγύριζε το σπίτι είχε βάλει ηλεκτρική σκούπα και δεν άκουσε το κουδούνι με την πρώτη. Όσο περισσότερο την κοιτούσε ο Μιλτιάδης διαπίστωνε πως η Αλεξάνδρα είχε ένα απίστευτο νεανικό δέρμα και οι βυζάρες της διαγράφονταν πάρα πολύ καλά όσα δεν έκρυβε η ρόμπα που φορούσε με τις θηλές να τεντώνουν το ύφασμα ενώ από πίσω η ρόμπα ήταν τόσο κολλητή που μπορούσε να δει να διαγράφεται το εσώρουχο της.
Ο Μιλτιάδης με την άδεια και τη βοήθεια της Αλεξάνδρας έκανε χώρο στη μπαλκονόπορτα και εκεί ετοίμασε τα σύνεργα του για να φρεσκάρει τα μάρμαρα στο μπαλκόνι του καθιστικού του σπιτιού. Όσο αυτός ετοίμαζε τα εργαλεία του έφερε καφέ όπως ήταν ακόμη με την ρόμπα του μπάνιου. Σκύβοντας να αποθέσει τον καφέ του, έγινε το θαύμα! Λύθηκε η χαλαρά δεμένη ζώνη της ρόμπας της και η ρόμπα της ανοίγει τόσο πολύ, ώστε να του προσφέρει μια υπέροχη άπλετη θέα των βυζιών της και της γυμνής σάρκα της πίσω από το άνοιγμα της ρόμπας. Ο Μιλτιάδης κολλάει το βλέμμα του πάνω της και δεν απομακρύνεται αλλά εστιάζει σε αυτό με ένταση, λόγω έκπληξης αρχικά, αλλά με θετικό θαυμασμό και έντονο ενδιαφέρον στη συνέχεια κολλάει χωρίς να κάνει καμία ενέργεια παρά μόνο να κοιτάζει τη βαθιά βυζοχωρίστρα της με τις μεγάλες μαύρες θηλές της που είχαν αποκαλυφθεί. Η Αλεξάνδρα αναψοκοκκινισμένη από το συμβάν η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα από το φυσιολογικό, ζήτησε συγνώμη και ανασήκωσε το κορμί της και άρχισε να τραβάει αργά προς τα επάνω της τη ρόμπα για να τυλιχθεί καλύτερα. Ο Μιλτιάδης στέκεται σαν στήλη άλατος σαν κάποιον που είναι ακινητοποιημένος, σαν να έχει γίνει άγαλμα από ροζ αλάτι των Ιμαλαΐων και την κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. Μέσα σε λίγα λεπτά στη θέα του κορμιού της  ο πούτσος του σηκώθηκε κι έγινε σκληρός σαν σιδερό. Χωρίς καν να το σκεφτεί δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη, ριψοκινδυνεύει και την αιφνιδιάζει ευχάριστα!
«Άστη ρόμπα ρε Αλεξάνδρα! Άστη να θαυμάσω το κορμί σου.» Της είπε.
«Δηλαδή σου αρέσω σαν γυναίκα;» και σαν μια έμφυτη εσωτερική παρόρμηση να οδηγεί τις πράξεις της έμεινε έτσι μια στιγμή με τη ρόμπα μισάνοιχτη κλείνοντας τα μάτια για να αφήσει τον Μιλτιάδη ανεμπόδιστα να θαυμάσει την ομορφιά της
Στη θέα της ημίγυμνης και όμορφης γυναίκας μπερδεύει τα λόγια και τις σκέψεις του! «Τι 'ναι αυτά που λες ρε κούκλα μου!  Άκου αν μου αρέσεις. Και πως να μην με τρελαίνεις με τέτοια κορμάρα! Σαν μαγνήτης με τραβάει το κορμί σου και είναι επικίνδυνο που βρίσκομαι κοντά σου. Αφράτο κορμί μόνο για  καλοφαγάδες.» Ξεστόμισε στο τέλος μέσα από τα δόντια του.
Και όντως είναι κορμάρα η Αλεξάνδρα, με τις  καμπύλες της που δηλώνουν αυτοπεποίθηση μιας και θεωρείται πως οι γυναίκες αυτές είναι ακομπλεξάριστες και δεν έχουν το αιώνιο πρόβλημα με τη σωστή διατροφή. Οι άνδρες δεν μένουν ασυγκίνητοι από την ωραία εξωτερική εμφάνιση της. Μια ωραία λαμπερή γυναικεία φιγούρα, σε μια εμφάνιση που ολοκληρώνεται με ένα λαμπερό, ελκυστικό χαμόγελο. 
Αυτά τα τελευταία λόγια του Μιλτιάδη ήταν η αιτία να της προκαλέσουν, ηδονικά ερεθίσματα που την κάνουν να διεγείρεται και το βλέμμα της έγινε πιο λάγνο κι επιθετικό, και πριν προλάβει ο Μιλτιάδης  να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, κόλλησε το στόμα της στο δικό του σε ένα βαθύ, παθιασμένο γλωσσόφιλο. Αμέσως αυτός έχωσε το χέρι μου κάτω από τη ρόμπα της κι άρχισε να της χαϊδεύει έντονα το εφήβαιο της πάνω από το κιλοτάκι της. Ένιωθε την υγρασία της, ακόμα και πάνω από το εσώρουχο. Η Αλεξάνδρα άρχισε να βογκάει από καύλα και έβαλε το χέρι της πάνω στον πούτσο του που ήταν ήδη πέτρα. Σταμάτησε να τον φιλάει και του λέει: 
«Γδύσου».
Δεν περίμενε να του το πει και δεύτερη φορά. Ήταν σε τέτοια διέγερση που πέταξε ρούχα και εσώρουχο αστραπή και έμεινε γυμνός στο σαλόνι.
«Θα ήθελες να γίνω ο άντρας σου για μια-δύο ώρες σήμερα;» της λέει.
Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια,! Ηταν γυμνοί και οι δυο. 
Το πρώτο που κοίταξε με ενδιαφέρον η Αλεξάνδρα ήταν η «περιουσία» του. Δεν ήταν απλώς απογοητευμένη ήταν κυριολεκτικά τσουρουφλισμένη από την τελευταία εμπειρια της με το ανδρικό μόριο.
«Αα, από ότι βλέπω έχεις πλούσια τα ελέη του Θεού»! αναφώνησε η Αλεξάνδρα με ένα ελαφρώς αμήχανο χαμόγελο μεν γεμάτο ευχαρίστηση θαυμαστικό σχόλιο δε για να περιγράψει τα ικανοποιητικά φυσικά προσόντα του Μιλτιάδη.
«Θέλεις να πάμε μέσα στο κρεβάτι;» της λέει.
Η Αλεξάνδρα αναψοκοκκισμένη έγνεψε καταφατικά βιώνοντας την έντονη αφύπνιση της σεξουαλικότητας της. Εκείνες τις στιγμές κυριαρχούν οι δικές της σεξουαλικές ανάγκες και δεν λαμβάνει υπόψιν ότι ο Μιλτιάδης είναι παντρεμένος με παιδιά. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης εμφανίστηκε στα χείλη του καθώς ξάπλωσε κοντά της και την αγκάλιασε! Κυλιστήκαν στο κρεβάτι και τα κορμιά τους ακουμπήσανε. Το βλέμμα του εξερευνούσε το πληθωρικό γυμνό της κορμί, σκεπτόμενος ότι η αγαμησιά της τον έσπρωξε στο κρεβάτι της κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να φαντασθεί ότι θα συμβεί!................................................................................................. 
«Τι μου έκανες ματάκια μου; Με πήγες σε κόσμους που δεν ήξερα ότι υπάρχουν. Τόση καύλα, τόσα χρόνια, τόση προσμονή.  
Καθώς έφευγε ανανέωσαν το ραντεβού τους για όποτε τους βολέψει και τους δυο και η Αλεξάνδρα του είπε και πάλι με νόημα στην πόρτα! «Σε κανέναν τίποτα, έτσι;».
Της έκλεισε το μάτι και έφυγε! «Η δουλειά μου εδώ τελείωσε, για σήμερα σκέφτηκε χορτασμένος!»
Καθώς τον είδε να απομακρύνεται δάγκωσε τα χείλη της και μουρμούρισε «πω, πω τι γαμήσια ήταν αυτά, Αλεξάνδρα; Μας άρεσε και ας μην είναι και πολύ εμφανίσιμος άνδρας.»
Από κείνη την μέρα δεν τον έχει όσο θα ήθελε και νιώθει ότι είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα της διπλής ζωής του, αλλά βρίσκουν τον τρόπο να περνάνε λίγες ώρες μαζί, ώστε να ξεδίνουν, στο μέτρο του δυνατού πάντα, γιατί o «άτακτος» είναι παντρεμένος που δεν μπορεί μεν να κρατήσει τις καύλες του, αλλά δεν είναι ο άνδρας που θα «έκλεινε την πόρτα» του γάμου πίσω του, αφήνοντας τη γυναίκα και τα παιδιά τους.
Ο Μιλτιάδης ήταν η κόλαση και ο παράδεισος για την Αλεξάνδρα, Ελπινίκη μου!


Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Alfred Charles Kinsey Scale

Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part...7»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
.Η παράσταση τελείωσε με ένα θέατρο γεμάτο που ο κόσμος στο τέλος έδειξε έμπρακτα την αγάπη του, στους συντελεστές που ήταν όλοι μαζί γύρω από τη σκηνή ευχαριστώντας τους με θερμό χειροκρότημα για την υπέροχη και αξέχαστη παράσταση! Μπορεί η θεατρική παράσταση να τελείωσε, η ιστορία όμως συνεχίζεται μακρυά από το θέατρο και οι δυο ξαδέρφες έρχονται αντιμέτωπες με κομμάτια της ζωής τους που ζουν και αγωνιούν σε ένα κόσμο που γρήγορα αλλάζει θέτοντας ερωτήματα και διλήμματα, στην πίεση που δημιουργούν τα «πρέπει» και τους περιορισμούς που επιβάλλει η κοινωνία ιδίως στις γυναίκες που ακόμη και σήμερα εγκλωβίζονται σε «κουτάκια» ακολουθώντας στερεοτυπικές συμπεριφορές! Τις δυο ξαδέρφες τις ενώνει μία δοκιμασμένη σχέση και ουδέποτε μεχρι το τελευταίο καλοκαίρι είχε υπάρξει κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο στο τοπίο των επιθυμιών της. Η επιθυμίες τους, όμως, αυτές καθαυτές, δεν είναι μονοδιάστατες, όπως τελικά αποδείχθηκε! Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε! Για την Εριφύλη και την Άλκηστις η απαγκίστρωση από τα πρέπει και τα μη στην προσωπική τους σεξουαλική ικανοποίηση έχει πλέον να κάνει με μια λεπτή απόκλιση από τα πρέπει όταν αποφάσισαν να διερευνήσουν τις πλευρές του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, σε μία απόπειρα κατανόησης τόσο του φύλου, όσο και των ανικανοποίητων αναγκών τους! Οι δυο γυναίκες ενθάρρυναν η μια την άλλη το τελευταίο καλοκαίρι στις διακοπές τους να προεκτείνουν τους ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς τους και να συνευρίσκονται ερωτικά αναζητώντας την σεξουαλική τους ευχαρίστηση, συνάπτοντας τελικά και ερωτική σχέση αν και ξεκάθαρα είναι δυο ετεροφυλόφιλες γυναίκες. Είναι όμως ξεκάθαρα 100% ετεροφυλόφιλες; η ανήκουν σ' έναν ζωντανό κόσμο που είναι ένα συνεκτικό σύνολο όλων του των διαστάσεων σύμφωνα με τον Άλφρεντ Κίνσεϊ. Η κλίμακα του Κίνσεϊ δίνει μια απάντηση και προσπαθεί να περιγράψει την σεξουαλική τους επιθυμία και τα επεισόδια της σεξουαλικής τους δραστηριότητας σε δεδομένη χρονική στιγμή. Η Εριφύλη μια γυναίκα είκοσι οκτώ ετών, μια ζωή ετεροφυλόφιλη και παντρεμένη με δυο μικρά παιδιά και έναν ευτυχισμένο γάμο - μάλιστα με έναν κούκλο άντρα,- όλα φυσιολογικότατα στην ρουτίνα της ζωή της. Η Άλκηστις στα είκοσι τρία χρόνια της ετεροφυλόφιλη που σαν φοιτήτρια δήλωνε ικανοποιημένη από τη σεξουαλική της ζωή. Δεν έχει και καμία σημασία ποια από τις δυο τους έκανε την αρχή. Το φλερτ, όταν το καλλιεργούν και οι δύο, πάντα κάπου καταλήγει. Κάποια στιγμή είχε προχωρήσει τόσο πολύ, που δε μπορούσαν να κάνουν πίσω! Το ήθελαν με όλο τους το είναι! Και θα βρουν χίλιες δυο δικαιολογίες για τον εαυτό τους -και στο σύντροφό της η Εριφύλη,- έτσι ώστε να απενοχοποιηθούν και να το απολαύσουν. Σαν ξαδέρφες πάντα ήταν πολύ κοντά, κολλητές!  Φτάσανε και οι δύο να μιλάνε για προσωπικά θέματα, και την ερωτική τους ζωή, υπήρχε μια χημεία, μια αύρα στη σχέση τους. Υπήρχε το πρόσφορο συναισθηματικά έδαφος που δεν άργησε η αρχική φιλική σύμπνοια να μετατραπεί σε ερωτική έλξη. Ήταν κάτι που το θέλανε και οι δύο να συμβεί και όταν αργότερα, το συζήτησαν διεξοδικά οι δυο τους, καταλήξανε ότι μάλλον είναι περίεργες και φιλήδονες γυναίκες. Πάνω κάτω κάθε γυναίκα περνάει κάποτε τέτοια φάση στη ζωή της, άλλες το αποδέχονται και το ζουν, άλλες όχι. Φυσικά την Εριφύλη την διακατέχει και αυτή η καταραμένη αύρα του απαγορευμένου, που κάνει τον καρπό να φαίνεται πολύ δελεαστικότερος, από ό,τι θα της φαινόταν υπό άλλες συνθήκες (αν π.χ. ήταν ελεύθερη). Είναι και αυτά τα παιχνίδια του μυαλού, που όλα από εκεί ξεκινούν και καταλήγουν στις κρεβατοκάμαρες και όχι μόνο. Και οι δυο γυναίκες άφησαν αυτή την εμπειρια να τους συνεπάρει σαν να ζουν όταν συναντιούνται κάποια ιδιαίτερα βράδια τρελού καρναβαλιού και όπως είναι γνωστό στον έρωτα και στο καρναβάλι όλα επιτρέπονται! Τις αποφορτίζει από όλη την καθημερινότητα και τις κάνει να ξανανιώθουν ανέμελες, ερωτικές και πάνω από όλα, γυναίκες. Απλά θέλουν να ζήσουν αυτό το συναίσθημα και να το ευχαριστηθούν, έως ότου ελπίζουν να τους περάσει.
Είναι αργά κοντεύει μεσάνυχτα που οι δυο γυναίκες γυρίζουν στο σπίτι.
«Είμαι μούσκεμα με το που πάμε σπίτι θα βάλω το στραπόν να γαμηθούμε και να φαντασιωνόμαστε το καυλί του Νικηφόρου.» λέει η Άλκηστις.
«Αχ, μη μου κολάζεις τον εγκέφαλο και προσπαθώ πάρα πολύ να μην χάσουμε τον έλεγχο.»
«Χαλάρωσε Μωρό μου. Πάντως τώρα που μας μπήκε το σκουλήκι, εάν δεν είχε συμβεί μεταξύ μας αργά ή γρήγορα θα θέλαμε να πάρουμε «μεζέ» από αλλού.»
«Ήμαρτον Δέσποτα νυχτιάτικα! Τι σκέφτεται και λέει το κορίτσι. Και δεν μου λες; Για πες μου. Πιστεύεις πως οι bi κοπέλες, πάνε στην κόλαση η στον παράδεισο;» 
«Ξαδέρφη τζάμπα τρως τα συκώτια σου! Και εγώ και εσύ, θέλουμε να τις «εφαρμόσουμε» τις φαντασιώσεις μας. Να το «τρίψουμε» μαζί το πιπέρι.»
«Μωρό μου βλέπω δεν άντεξες, ξέσπασες και μου τα λες χύμα και τσουβαλάτα. Όχι ότι δεν το περίμενα. Και σε ερωτώ λοιπόν! Παίζει να μας περάσει; Όχι βέβαια παίρνοντας ασπιρίνη, με τον καιρό εννοώ»...
«Όχι, καλή μου ξαδέρφη! Δε θα μας περάσει. Δεν είναι αρρώστια για να μας περάσει. Είναι η προσωπική μας επιλογή. Μια επιλογή  κρυμμένη τόσα χρόνια στο υποσυνείδητό μας. Πιθανόν να είχαμε νιώσει ερωτικά σκιρτήματα και για κάποιες άλλες κοπέλες στο παρελθόν, στις οποίες δεν δώσαμε την πρέπουσα σημασία από φόβο, λόγω κοινωνικής και οικογενειακής κατακραυγής, κλπ.
Το απωθήσαμε Και ήρθε τώρα η ώρα  και οι συνθήκες που ξύπνησαν τα τόσο έντονα συναισθήματα που δεν είχαμε ξανανιώσει η μια για την άλλη. Είναι σα να είχαμε πονόδοντο και να φοβόμασταν να πάμε στον οδοντίατρο. Προτιμούσαμε τα γιατροσόφια της γιαγιάς και κάποια στιγμή υποκύψαμε στα «θέλω» που προστάζει η φύση μας.»
«Ξέρω εγώ, νομίζω ότι συμβαίνει κάποια στιγμή να γουστάρει ένας ή μια έγγαμος και κάτι εκτός γάμου, αλλά όσο τουλάχιστον έχει τα μυαλά στον τόπο και συγκρατείται έως ότου του περάσει και ελπίζω ότι δεν είναι και τόσο τραγικό.»
«Δηλαδή αφού έχεις που έχεις τις τύψεις να το κάνεις και πράξη τουλάχιστον να μην πάνε χαμένες;»
«Εύχομαι να καταλαγιάσει αυτό το συναίσθημα γιατί έχω αρχίσει να παραφέρομαι.» προσπαθει να κλείσει το διάλογό η Εριφύλη.
«Δεν μπορείς να ελέγξεις το πότε θα σκιρτήσει η καρδιά σου, αλλά στο εξοχικό με τον κουμπάρο γαμιόσουν ένα ολόκληρο τριήμερο πουτανίτσα μου ξεδιάντροπη. Κι εκεί που τα λεγες όλα μαζί μου ώρες είναι να μου ζητήσεις να μην σε πιέζω.» Της λέει κοφτά η Άλκηστις σαν κάπως με παράπονο.
«Αα γι αυτό μου έκανες μανούρα στο τηλέφωνο τις μέρες εκείνες, και πως τάχα μου σε ξέχασα και πως δεν σου έλεγα ούτε μια γλυκιά κουβέντα; και καπάκι μου ζωγράφιζες καρδούλες, στο MSN και μου έστελνες μηνύματα;. να μου γράφεις όμορφα λόγια, να μου λες πόσο πολύ με φαντασιώνεσαι;»
«Ως ερωτευμένη, λειτούργησα κτητικά και παραφέρθηκα ζητώντας εξηγήσεις και να σου πω αυτά που νιώθω. Εμείς, που τα λέγαμε όλα και εσύ να ξεδίνεις τις καύλες σου με τον κουμπάρο σου και εγώ να το μαθαίνω από άλλους; Με το ζόρι κρατιόμουν να μη βαλαντώσω, πήγα και κλείστηκα και ξέσπασα σε κλάματα στην τουαλέτα τη μέρα εκείνη. Όλα τα παραπάνω ήθελα να στα πω κατάμουτρα, αλλά ήξερα πως είχες κάποια προσωπικά προβλήματα και αφού τη φιλία μου τη χρειάζεσαι, αυτή προσπαθούσα να σου την παρέχω. Και στα λέω σήμερα, γιατί όσο τα φυλάω μέσα μου θα εκραγώ.»
«Ηρέμησε ρε Μωρό μου! Και εγώ τον πρώτο καιρό μου ήταν αδιανόητο να έχω έρθει συναισθηματικά τα πάνω κάτω και να νιώθω ότι απλά ήταν ένα παιχνίδι. Τώρα ισορρόπησα. Τώρα μπορώ να το διαχειριστώ πλέον εξερευνώντας τη σεξουαλικότητά μου και νιώθω άνετα με τις επιθυμίες μου .»
«Ξαδέρφη εφόσον όλα είναι συναινετικά, δικαιούμαστε να απολαύσουμε τα πάντα όσο το δυνατόν περισσότερο κατά τη διάρκεια του σεξ.»

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Cevahir....(Tzivaeri)

Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part...7»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
............Μετά από μια δύσκολη και κοπιαστική ημέρα έχοντας διασχίσει την ταραγμένη θάλασσα, ο Νικηφόρος μ' ένα βαθύ στεναγμό, εξουθενωμένος, τεντώθηκε ηδονικά, σήκωσε το κεφάλι κι άφησε το σπίρτο του βλέμματός του να πλανηθεί έξω απ' το μεγάλο φινιστρίνι του γραφείου του. Στο βάθος του ορίζοντα, οι τελευταίες αχτίδες από το φως της μέρας έκαναν τον χώρο να μοιάζει βυθισμένος στις σκούρες μπλε και μαβιές σκιές του δειλινού, του ωκεάνιου δειλινού που ποτέ δεν προλάβαινε να τις χαρεί, γιατί είναι τόσο σύντομες. 
Κατέβασε μια γουλιά απ’ το παλιό κονιάκ με την κεχριμπαρένια όψη και το ευγενικό του άρωμα, περίμενε δυο τρία λεπτά πριν από τη δεύτερη γουλιά.... ύστερα άφησε το ποτήρι του, απλώθηκε στον αναπαυτικό καναπέ του γραφείου του και αφέθηκε εις την σιωπή της βαθιάς σκέψης και εις την γαλήνη των ονειροπολήσεων του προκειμένου να ακούσει το μέσα του… την καρδιά του, την ψυχή του… την πεμπτουσία της ύπαρξης του! 
Σε ελάχιστα λεπτά, η νύχτα θα έπεφτε, βαριά και βελούδινη, στον κόσμο γύρω του. Καθώς περνούν ώρες ονειροπολώντας η φαντασία του τείνει να υπερβάλλει σκέφτηκε μ’ ένα αθέλητο χαμόγελο. 
To βράδυ τoν βρήκε χωμένο στην πολυθρόνα του γραφείο του, κρατώντας το ποτήρι με το κονιάκ. Αν και αργά, συνεχίζει να ατενίζει την θάλασσα που άλλαζε χρώμα! Πόσο τον ηρεμούσε η γαλήνη της θάλασσας! Η μουσική από το cd του Αντρέα Μποτσέλι «Best Songs Of Andrea Bocelli» στους ήχους του «Can't Help Falling In Love», ήταν για αυτόν πηγή έμπνευσης! Πόσο τον άγγιζε αυτό το τραγούδι, τον ταξίδευε σ΄ έναν ονειρεμένο τόπο γεμάτο με την αγάπη τους. Με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά του στο άκουσμά του. Πώς είναι δυνατόν να είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος μακριά από τα πρόσωπα που αγαπά και τον κάνουν ευτυχισμένο;
Ο Νικηφόρος σήμερα δεν είχε επαφή με το «Τζιβαέρι» του, τον θησαυρό του την Εριφύλη. Στην τελευταία επαφή τους τον είχε πληροφορήσει ότι η Άλκηστις έχει κατεβεί στην Αθήνα και έχουν προγραμματίσει την σημερινή ημέρα να πάνε παρέα στο θέατρο. Παίζεται μια πρωτότυπη διασκευή για το θέατρο, σε ένα κορυφαίο αντιπολεμικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Ένα έργο για τον έρωτα, τον πόλεμο και τον σκληρό αγώνα μιας κοινωνίας να επιλέξει ανάμεσα στην ηθική και την επιβίωση που ζωντανεύει επί σκηνής. Ο Νικηφόρος έχει διαβάσει το βιβλίο και το θεωρεί ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία όλων των εποχών, που χάρισε και μια από τις πιο μνημειώδεις ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Το Φθινόπωρο έφερε μαζί του τη θεατρική άνοιξη στην Αθήνα, μια καλλιτεχνική αναγέννηση με νέες ενδιαφέρουσες παραστάσεις και projects. Τον Οκτώβριο οι θεατρικές αίθουσες γεμίζουν με δυνατές ερμηνείες, σκηνοθετικά πειράματα και ιστορίες που προκαλούν σκέψη. Από την υπαρξιακή αγωνία μέχρι τη σκοτεινή μαγεία το θεατρικό ρεπερτόριο έχει κάτι για όλους. Μια βουτιά στο συναίσθημα, τη δράση και το απροσδόκητο. Από αρχαίους μύθους σε σύγχρονα κοινωνικά δράματα, η αθηναϊκή σκηνή γεμίζει με ιστορίες που αξίζει να δουν. Η Εριφύλη και η Άλκηστις ετοιμάστηκαν για να πάνε να δουν ένα θεατρικό έργο που πιστεύουν πως δεν πρέπει να χάσουν! Το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος».Θα ήταν μια υπέροχη βραδινή έξοδος, κάτι που η Εριφύλη δεν μπορούσε να έχει συχνά πια τέτοιες εξόδους σαν παντρεμένη γυναίκα με δυο πολύ μικρά παιδιά.  Ωστόσο, αυτό το βράδυ οι γονείς της προσφέρθηκαν να πάρουν τα μικρά παιδιά και οι δυο γυναίκες ξεκίνησαν με χαρά το ραντεβού τους με το θέατρο.
Σαν νέες γυναίκες με αέρα δροσιάς ντύθηκαν ωραία μεν όσο πιο άπλα μπορούσαν δε. Η Εριφύλη κλασσικό ταγέρ ως «μεγαλοκυρία» και η Άλκηστις με ένα «χλιαρό» ριχτό φόρεμα η οποία παρά το υπέροχο σώμα της έχει αποδείξει ξανά και ξανά πως «δεν τόχει» με τη μόδα. Έτσι και αλλιώς για την Άλκηστις τι είναι όμορφο και πως θα δείχνεις ιδανικά το γυναικείο σώμα δεν ήταν βέβαιη ότι έχουν όλοι την ίδια άποψη για το… ιδανικό! Η ίδια νιώθει πως είναι σε κανονικό σχετικά βάρος, προσέχει τη διατροφή της για να παραμένει υγιής. Οτιδήποτε άλλο το θεωρεί ότι είναι υπερβολή και δεν οδηγεί πουθενά. Τέλος το χτένισμα τους και τα μαλλιά τους ήταν απλοϊκά και συνηθισμένα, καθώς απλώς πήγαιναν σε μια συνηθισμένη θεατρική παράσταση..
Η παράσταση τελείωσε με ένα θέατρο γεμάτο που ο κόσμος στο τέλος έδειξε έμπρακτα την αγάπη του, στους συντελεστές που ήταν όλοι μαζί γύρω από τη σκηνή ευχαριστώντας τους με θερμό χειροκρότημα για την υπέροχη και αξέχαστη παράσταση! Μπορεί η θεατρική παράσταση να τελείωσε, η ιστορία όμως συνεχίζεται μακρυά από το θέατρο και οι δυο ξαδέρφες έρχονται αντιμέτωπες με κομμάτια της ζωής τους που ζουν και αγωνιούν σε ένα κόσμο που γρήγορα αλλάζει θέτοντας ερωτήματα και διλήμματα, στην πίεση που δημιουργούν τα «πρέπει» και τους περιορισμούς που επιβάλλει η κοινωνία ιδίως στις γυναίκες που ακόμη και σήμερα εγκλωβίζονται σε «κουτάκια» ακολουθώντας στερεοτυπικές συμπεριφορές!

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Danae

...Ένα μικρο απόσπασμα από τo...Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ...(Part:6)...Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε λεπτομέρειες στο Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part:1) Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part..1).....
.......Νωρίς το απόγευμα ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά όταν οι γυναίκες αναχώρησαν από τον μικρο παραλιακό οικισμό τους για το χωριό. Η Νεφέλη πρόθυμα συνόδευσε τη Φαίδρα, ήθελε και η ίδια να συμμετάσχει στον εσπερινό του κοντινού μοναστηριού. Ευκαιρία ήταν.  
Η Φαιδρά έδωσε τα κλειδιά της μηχανής και της αποθήκης στο Νικηφόρο και τον ευχαρίστησε θερμά που αναλαμβάνει να μεταφέρει τη μηχανή του συζύγου της στο χωριό.
«Σ' ευχαριστώ Νικηφόρε! Το εκτιμώ πολύ που μπαίνεις στο κόπο!» Του λέει και η φωνή της τον περιέλουσε με τη γοητεία της που τον έκανε να ανατριχιάσει. Αν η φωνή της ήταν γεύση θα ήταν ζεστή σοκολάτα σκέφτηκε ο Νικηφόρος.
Αναχώρησαν λοιπόν οι γυναίκες με προορισμό το χωριό που από εκεί θα έπαιρναν και την ηλικιωμένη χήρα μητέρα της Φαίδρας να πάνε στο μοναστήρι. H Δανάη δεν ακολούθησε τις δυο γυναίκες, έμεινε με τις νεαρές παρέες της στη μικρή καφετέρια του χωριού αναμένοντας τον γυρισμό τους. Από τα μικρά της χρόνια δεν ήταν από εκείνους τους νέους ανθρώπους που νιώθουν μια βαθύτερη ανάγκη να ασχολούνται με τα θρησκευτικά ζητήματα της πίστης τους. Από οικογενειακή και μόνο παράδοση ήταν μια απλή χριστιανή και όπως ήταν αναμενόμενο δεν ακολούθησε τις γυναίκες στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα.
Κάποια στιγμή όμως σηκώθηκε βιαστικά λέγοντας στην παρέα της πως πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι για ένα σημαντικό ραντεβού και θα επέστρεφε!. Φρόντισε να δικαιολογηθεί στις κολλητές της ότι έπρεπε να αναλάβει να κατατοπίσει τον οικογενειακό τους φίλο το Νικηφόρο που θα αποθηκεύσουν την μηχανή του πάτερα της που την φέρνει από το εξοχικό τους.
Η πιο στενή της φίλη που το τελευταίο καλοκαίρι είχαν παρέα μετατρέψει μυστικά την αποθήκη του πατρικού σπιτιού σε καβάτζα για sex, την συμβουλεύει δήθεν φιλικά. «Να φροντίσεις Χρυσή μου την αποθήκη να την έχετε κλειδώσει από μέσα πριν σας συνεπάρει το σεξουαλικό πάθος.»
... Το απόγευμα ήταν ακόμη ηλιόλουστο όταν έφθασε ο Νικηφόρος με τη μηχανή και βρήκε τη Δανάη να τον περιμένει στο σπίτι της γιαγιά της. Τη βρήκε έξω στην αυλή, πάνω από τον κήπο τον γεμάτο λουλούδια. Καθόταν σε ένα παγκάκι στο πλάι της πλακόστρωτης αυλής, η εμφάνιση της μονοπωλούσε το χώρο και τον κοιτούσε κατάματα μέσα από ένα άκρως αυθάδικο βλέμμα. Ένα καυλιάρικο μωρό super-sexy. Ο θησαυρός της άγουρης της νιότης, στα δεκαεννέα της χρόνια, ψηλή, καστανό-μελαχρινή και γεμάτη σφρίγος. Αισθανόταν ήδη πολύ γυναίκα. Φορούσε ένα κολλητό φανελάκι που άφηνε την γραμμωμένη της κοιλίτσα να φαίνεται,  χωρίς να φοράει σουτιέν με τις ρογίτσες της να τρυπάνε το λεπτό ύφασμα και να κοιτάζουν τον ουρανό όλο αυθάδεια. «Αχ! τα νιάτα!» θα σκεφτόταν όποιος την έβλεπε. Ένα μίνι τζιν φουστανάκι έσκαγε ακριβώς εκεί που χώριζε το κωλαράκι της από τους μηρούς,  αφήνοντας σε άπλετη θέα τα ατελείωτα μαυρισμένα της μπούτια. Και προσεγμένο, φορούσε τέλεια ψηλοτάκουνα τσοκαράκια, αυτά τα πολύ σέξι με καλοβαμμένα κατακόκκινα νύχια. Και το μάτι! αχ τι μάτι ήταν αυτό θεέ μου. Είχε τα πιο συναρπαστικά με ιριδίζοντα χρώματα αστραφτερά μάτια, πλαισιωμένα από τις μακρύτερες και πιο γυριστές βλεφαρίδες που ήταν μονίμως γελαστά. Όντως, κολασμένο μωρό! Μωρό φτιαγμένο για να κλείνει σπίτια, να χαλάει οικογένειες και να σε στέλνει αδιάβαστο με το εξπρές των δώδεκα και τριάντα στην κόλαση να καίγεσαι αιώνια στα καζάνια της για πάρτη της. 
Το πρόσωπο του φωτίστηκε από έκπληξη και έμεινε να την κοιτάζει αποσβολωμένος και ευχαριστημένος από το θέαμα που έβλεπε. 
Ήταν φανερό ότι είχε συνεπαρθεί και του άρεσε και κάτι μέσα του άρχισε να φουντώνει ηδονικά. 
Ήταν απίστευτα όμορφη στο φως του ήλιου. Τα γκρίζα μάτια της είχαν γαλάζιες και πράσινες πιτσιλιές. Σαν οπάλια, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων.
Ένα καυλιάρικο μωρό που το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Μια ψηλή θεά δεκαοκτώ-δεκαεννιά χρονών που θέλεις να σταματήσει ο χρόνος δίπλα της, και που επιθυμείς να την πάρεις πολλές φορές. 
Της Δανάης ακόμη ηχούσαν στο μυαλό της οι δυνατές κραυγές πάθους και το έντονο σεξ οργασμού που με  λεπτομέρειες αφουγκραζόταν το θορυβώδη έρωτα της χθεσινής νύχτας και την ερωτική κραιπάλη που είχε ζήσει η μιλφάρα η Νεφέλη στην αγκαλιά του Νικηφόρου. Όταν έπεσε για ύπνο όπως αναμενόταν οι ώρες της κυλούσαν πολύ δύσκολα. Αναπαρήγαγε μέσα στο μυαλό της τις σκηνές που φανταζόταν πως διαδραματίζονταν στο εσωτερικό της εξοχικής κατοικίας τις στιγμές που ο Νικηφόρος γαμούσε τη Νεφέλη με κραυγές και ήχους ευχαρίστησης κατά τη διάρκεια του σεξ! Ήξερε πολύ καλά ότι η Νεφέλη και πάλι αυτό το βράδυ θα ούρλιαζε από ηδονή με το Νικηφόρο να περιποιείται κάθε τρύπα της, ενώ η ίδια παρέμενε εκεί στο παγωμένο κρεβάτι της. Λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να νιώσει και η ίδια την ίδια ηδονική ένταση! Το αγόρι της τώρα που τα σκέφτεται, δεν είχε καταφέρει ποτέ να την ικανοποιήσει πραγματικά, παρόλο που τον έβρισκε ελκυστικό. Ρε παιδί μου, ήταν απλά παντελώς άπειρος και πολύ γλυκός για τις προτιμήσεις της. Η Δανάη γούσταρε κάποιον αρσενικό άνδρα με προσόντα να την δαμάσει, να της κάνει τις φαντασιώσεις της πραγματικότητα. Να τη γαμάει σαν πουτάνα και να που τώρα ο Νικηφόρος με την αρρενωπότητα στη φυσιογνωμία του ήταν σίγουρη πως είναι ο κατάλληλος άνδρας που θα μπορούσε να της προσφέρει κατάσαρκα έναν αμείωτο ερωτισμό ανταποδίδοντας του όλους τους χυμούς της! Αυτές οι εικόνες έκαναν παρέλαση στο μυαλό της και η καύλα χτιζόταν σιγά σιγά μέσα της. Σκεφτόταν τι απίστευτο γαμήσι θα έκανε με το Νικηφόρο και η σύγκριση με το αγόρι της, της φάνταζε ότι νεαρός φίλος της ήταν απίστευτα ανεπαρκής για το πυρακτωμένο μουνί της που διαμαρτυρόταν και ήταν έντονα βασανιστικό που δεν έλεγε να ηρεμήσει.
Το μόνο λοιπόν που μπορούσε να κάνει ήταν να καταστρώνει σχέδια στο διαβολεμένο μυαλό της. Η Δανάη σκαρφίζεται πως είναι η κατάλληλη ώρα να παίξει με το μυαλό του Νικηφόρου για να τον κάνει να τη θέλει σαν τρελός και να την πηδήξει! Χωρίς χρονοτριβή σηκώνεται από το περβάζι και του απευθύνεται για να τον προλάβει πριν κατέβει από την μηχανή..
«Μην κατεβαίνεις από τη μηχανή σε παρακαλώ κύριε Νικηφόρε. Αν δεν σου γίνομαι βάρος θα εκτιμούσα τη βοήθεια σου για μια εξυπηρέτηση με τη μηχανή.» 
Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να μη προσέξει τις ορθωμένες θηλές της και το σφιχτό δέρμα της, και καθώς τον πλησίαζε γεμάτη χάρη, αναστέναξε σιγανά, μουρμούρισε «πίσω μου σ'έχω σατανά!» κοιτάζοντας το  δέκα-εννιάχρονο διαβολάκι.
Το δέκα-εννιάχρονο διαβολάκι κοντοστέκεται στο πλατύσκαλο της αυλής και ξεκινά να σχεδιάζει με σκοπό να του στείλει ορατά σήματα, που να του αρέσουν. Να του στείλει σήματα από αυτά που πυροδοτούν το ανθρώπινο σώμα στο αρχικό στάδιο την επιθυμία. Σκύβει ότι τάχα μου κάτι της έπεσε, ψάχνει και κάνει πως δεν το βρίσκει. Σκύβοντας, τα πόδια της είναι ενωμένα και δεν έχει λυγίσει τα γόνατα. Ψάχνοντας στριφογυρίζει στη θέση της με τον Νικηφόρο να βρίσκεται ακόμη καβάλα στη μηχανή ακριβώς πίσω της χαμηλά στην είσοδο της αυλής και σε κάποια σχετική απόσταση..
 «Κοίτα το καυλιάρικο μωρό! Μου δείχνει το «μύδι» της! Μωρρρροοό μου!!!!» Μονολόγησε ο Νικηφόρος ερεθισμένος από τη θέα που του προσέφερε η έφηβη γυναίκα. Τα μάτια του είχαν ακινητοποιηθεί εκεί! Η θέα του τρυφερού νεανικού μουνιού τίναξε σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον ήδη πρησμένο πούτσο του.  Βρίσκεται στο στάδιο, που το ανθρώπινο σώμα του κατακλύζεται από ένα χημικό κοκτέιλ, αδυνατεί να σκεφτεί σωστά και αρχίζει να επιθυμεί το αντικείμενο του πάθους. 
Ο Νικηφόρος τα ‘βάλε με τον εαυτό του για τις απαγορευμένες σκέψεις που έκανε. Με αυτές τις σκέψεις νιώθει συναισθηματική έξαρση με αποτέλεσμα να παρασύρεται και ως θεατής της ομορφιάς της, και να συνεπαίρνεται από τη σαγήνη που του προκαλεί το νεαρό κορίτσι. Τόσο που αισθανόταν να χάνει το μυαλό του, και ουσιαστικά δεν ήταν μόνο νεαρή γυναίκα, ήταν ταυτόχρονα το άγνωστο εκείνο κομμάτι του εαυτού του που ήρθε στην επιφάνεια μέσα από εκείνες τις σκέψεις του για μια ανάρμοστη και ασύμπτωτη κατά μια έννοια μαγική ερωτική χημεία που κατακλύζει το κορμί του και συμβαίνει χωρίς να το έχει επιλέξει απρόβλεπτα να γίνει συμπτωματική ερωτική συνάντηση.
Ήταν παράλογο σύμφωνα με την λογική του να επιθυμεί να γαμήσει την νεαρή κοπέλα. Αλλά το ένστικτό που δε λογάριαζε τη λογική έκανε το καυλί του να τεντώσει απ’ την καύλα. Αν είναι να το ζήσεις αγόρι μου, ζήσε το, μέχρι τελευταίας ρανίδας. Συγχρόνως όμως μην παραιτηθείς ποτέ από το ρόλο του ήρεμου, ουδέτερου παρατηρητή μιας τέτοιας σχέσης. Μην χαθείς μέσα της. Ζήσε το σαν να σε βλέπεις να παίζεις σε ταινία. Ζήσε το, αλλά με τις κεραίες της επίγνωσης αφυπνισμένες και καλό δρόμο μεχρι το πυροτέχνημα να σκάσει, και εσύ τότε να βαρεθείς το ρόλο του αρσενικού επιβήτορα και όλα θα έλθουν και πάλι στη σωστή τους θέση....
Βγαίνοντας από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις του ο Νικηφόρος παίρνοντας αργές, μετρημένες ανάσες, συνέχισε να  παρατηρεί το νεαρό κορίτσι. Τα βλέμματα τους συναντούνται και  αναμετράει ο ένας τον άλλο.Τα μελιά του μάτια ακτινοβόλησαν όπως το σπασμένο γυαλί. Στα τριάντα τρία του χρόνια είναι στα ντουζένια του σαν γάτος που γυρνοβολάει στα κεραμίδια. Και αυτό το κορίτσι έχει κάτι που του ανάβει την πρωτόγονη πλευρά της φύσης του, του διεγείρει τον ερεθισμό, και τον ερωτικό οίστρο του που καμιά φορά όπως και τώρα να νιώθει ότι είναι χάσιμο χρόνου να καταπολεμάει τη λογική και την υπευθυνότητα που επιβάλλεται στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Η Δανάη σηκώθηκε όρθια και πρόλαβε να διακρίνει την έξαψη στη ματιά του Νικηφόρου. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε στα κόκκινα χείλια της. Του χαμογέλασε ικανοποιημένη πονηρά και όλο νόημα. Τον Νικηφόρο στεγνός πυρετός τον έπιασε. Αχ αυτό το κορίτσι με τα μάτια φωτιά. Τον κοίταζε και άναβε. Κατέβηκε το πλατύσκαλο και χόρευαν οι ρώγες της. Είναι φανερό ότι βιώνει κι αυτό το ερωτικό σκίρτημα σαν γαργαλητό στο στομάχι. Έχει κι αυτό τα ντουζένια της που δεν την αφήνουν ήρεμα να κοιμηθεί το βράδυ. Τον κοιτούσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, καθώς σκέψεις ρίζωναν μέσα της. Η ιδέα να της κάνει έρωτα αυτός ο άντρας ήταν ιδιαίτερα ερεθιστική και ήταν και κάτι που δρα ως διεγερτικό της σεξουαλικής επιθυμίας πάνω της. Στις φλέβες της κυλούσε φλογερό αίμα και το μυαλό της ήταν ήδη γεμάτο με τρυφερές περιπτύξεις και λάγνες φαντασιώσεις, παρορμήσεις που επιθυμούσε για να τις δοκιμάσει. Βλέπεις εις την ηλικία της οι ορμές δεν τιθασεύονται.
Τότε ήταν που στράφηκε μ' ένα χαμόγελο στο Νικηφόρο που του ζέστανε κάτι που είχε ξυπνησει χαμηλά στην κοιλιά του και με περίσσιο νάζι και την αθωότητα προσωποποιημένη του εξήγησε τι ακριβώς εξυπηρέτηση του ζητούσε.
«Κύριε Νικηφόρε! Θα ήθελα σας παρακαλώ  αν δεν σας κάνει ιδιαίτερο κόπο να με πας πάλι πίσω στο εξοχικό μας σπίτι! Θέλω να πάρω τον φορητό υπολογιστή μου που τον έχω ξεχάσει και μου είναι απαραίτητος για τα τεστ εξαμήνου της σχολής μου.»
Στην αρχή υπήρχε μια αμηχανία και στους δυο. Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. Η λογική έλεγε ότι δεν μπορούσε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα. Η αλήθεια ήταν ότι ο Νικηφόρος δεν ήταν εντελώς κλειστός στο σεξ. Δε χρειαζόταν παρακάλια για να αναλάβει δράση. Ήξερε να χαρίζει στη γυναίκα ηδονή, αλλά δεν είχε αυτή τη σπίθα της διαφθοράς, που θα ανέβαζε τη Δανάη στα ύψη. Καλή η προσπάθεια της σκέφτηκε, όμως κατάλαβε από τον τρόπο που μισόκλεισε τα μάτια της ότι δεν υπήρχε ούτε ένα κύτταρο αθωότητας σε όλο της το κορμί.
Βλέποντας τον Νικηφόρο κάπως δειλά αναποφάσιστο να το σκέπτεται δεν έχασε χρόνο, στάθηκε μπροστά στην μηχανή και του λέει με περιπαικτική ευγένεια.
«Μπορείς απλώς να αρνηθείς αν φοβάσαι να πας κάπου μόνος μαζί μου. Θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να ανακαλύψω τι φοβάσαι πιο πολύ; Εμένα ή τα σχόλια που φαντάζεσαι πως θα ακούσεις αύριο;»
Ο Νικηφόρος έσμιξε τα φρύδια του καθώς κοίταξε την Δανάη και την είδε να παίρνει αυτό το αδηφάγο βλέμμα και την πόζα του ξαναμμένου θηλυκού κατάλαβε τις προθέσεις της και έπιασε το υπονοούμενο. Το γέλιο του απλώθηκε ζεστό πάνω στο δέρμα της. «Εσένα κορίτσι μου γιατί να σε φοβηθώ; Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος;» Της είπε μ’ ένα χαμόγελο που μίκρυνε λίγο αλλά δεν χάθηκε από τα συνεχώς γελαστά του μάτια. «Αλλά μου φαίνεται ότι κάποια δεν είναι και πολύ φρόνιμη.» της λέει ο Νικηφόρος με ένα τόνο μαλώματος στη φωνή του, έχοντας στο μυαλό του τη σκηνή στο πλατύσκαλο που έσκυψε και έψαχνε να βρει αυτό που της έπεσε!
«Εε... γιατί καλέ;...Τι κακό έκανα;» απάντησε δήθεν κάπως ντροπαλά η Δανάη.
«Λάθος μου! Δεν είναι προσεχτική ήθελα να πω και είπα φρόνιμη.»
Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και πάλι για λίγο ακόμη αμίλητοι, σιωπηλοί. Χωρίς να πάρει μια συνειδητή απόφαση, την πλησίασε αργά. Δεν ήταν σίγουρος πώς θα την αντιμετώπιζε ή τι θα της έλεγε. Εξαρτιόταν από την παρόρμηση που θα του ερχόταν πρώτη τη στιγμή που θα έφτανε κοντά της.
Έπιασε τον εαυτό του να βράζει από ένα καυτό, δυσάρεστο συναίσθημα. Η Δανάη γυμνή από κάτω του, να βογκάει. Δεν υπήρχε τίποτα που να επιθυμούσε περισσότερο εκείνη τη στιγμή. Κι αυτό ήταν λογικό, φυσικά. Τη φαντάστηκε να κλείνει το κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες του, να τη φιλάει λάγνα επί πολλά λεπτά, μέχρι να λιώσει και να μείνει ξέπνοη στην αγκαλιά του, να τη βασανίσει μέχρι να τον ικετέψει και να ουρλιάζει. Αντιθέτως με ότι σκεφτόταν, στάθηκε με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες του, παρατηρώντας την ανέκφραστος. 
Έγειρε στο πλάι το κεφάλι του και την περιεργάστηκε από πάνω έως κάτω. «Ώστε ξέχασες τον υπολογιστή; Μάλλον ερωτευμένη είσαι κορίτσι μου!» της είπε τελικά για να σπάσει τη σιωπή.
«Σε παρακαλώ! Με κάνεις να φαίνομαι ανόητη! Τη μια απρόσεχτη, την άλλη ερωτευμένη και ξεχνάω. Τι να υποθέσω! Μια χαρά κοπλιμέντα!» και του χαμογέλασε με εκείνο το σκανδαλιάρικο αισθησιακό χαμόγελο της, ναζιάρικα και δηκτικά, στρώνοντας ταυτόχρονα τις μακριές τούφες των καστανών μαλλιών της που είχαν ξεφύγει από την κοτσίδα της.
Η προοπτική να επιστρέψει στην παραλία με τη μηχανή και η νεαρή γυναίκα καβάλα πίσω του τον προβληματίζει, αλλά αντιμέτωπος με την ναζιάρικη επιμονή της Δανάης, ο Νικηφόρος δεν μπορούσε παρά να συμμορφωθεί καθώς οι συνηθισμένες άμυνες του δεν ήταν πια πιο αποτελεσματικές από τα πεσμένα τείχη που περιέβαλλαν το παλιό λιοτρίβι του χωριού. Ο Νικηφόρος της έγνεψε να την βοηθήσει να ανέβει στην μηχανή ενώ την ίδια ώρα θύμωνε με τον εαυτό του που έκανε τόσο έντονα «πονηρές» σκέψεις για την νεαρή κοπέλα.
«Αυτό το «κύριε Νικηφόρε» όμως που ακούστηκε για δεύτερη φορά στ΄ αυτιά του Νικηφόρου του ήχησε κάπως για ειρωνικό και χαμογέλασε με ευχάριστη διάθεση..
«Ανέβα στη μηχανή και κάνε μου τη χάρη κορίτσι μου και μη με δουλεύεις! Δανάη! Τα κυριλίκια κομμένα. Εμένα θα με λες Νικηφόρο, η μπάρμπα-Νικηφόρο ή όπως αλλιώς θες. Εντάξει; Χωρίς κυριλίκια» Κατέληξε γελώντας.
«Ε...όχι και μπάρμπα, δεν είσαι και τόσο μεγάλος πια, αν και!» έκανε μια μικρή παύση η Δανάη και μετά το πέταξε το καρφί της. «Αν και κρίνοντας από κάποιες φωνές χθες το βράδυ στην παραλία σε μερικά πράγματα μάλλον είσαι μεγάλος!»
Ο Νικηφόρος την κοίταξε στα μάτια, η Δανάη είχε ζωγραφισμένο με αέρα ένα άνετο, ειρωνικό χαμόγελο και πονηρό βλέμμα, που δεν θέλει να αφήσει τίποτα στην τύχη.
«Λοιπόν! Είπαμε Νικηφόρο με λένε! Και όσο θα μου χρωστάς την εξυπηρέτηση, δεν θέλω να μου χρωστάς. Χαρά μου να σε εξυπηρετήσω! Άλλωστε ποιος δεν θα ήθελε να πάει μια βόλτα με τη μηχανή ένα τόσο εξαίσιο πλάσμα και θα το αρνηθώ εγώ;.»
«Δεν ξέρω πώς πρέπει να το πάρω αυτό! Πως να το ερμηνεύσω.» 
«Να το πάρεις σαν κομπλιμέντο. Που διαμαρτύρεσαι πως κάνω άσχημα σχόλια! Είσαι ότι πιο δροσερό υπάρχει στο χωριό σας.»  
«Ευχαριστώ! Μπάρμπα Νικηφόρε ! Χαίρομαι και με κάνεις και νιώθω πολύ όμορφα μαζί σου!»
«Κι εγώ χαίρομαι,. Από την κουβέντα μας νιώθω ότι είσαι πολύ καλή παρέα.»
«Και εγώ αισθάνομαι πολύ άνετα την επαφή μας αν και είσαι κάπως διαφορετικός από τις συνηθισμένες μου παρέες.»
«Τι εννοείς δηλαδή; Δεν είμαι και κανένας εξωγήινος Δανάη μου».
«Όχι. όχι εννοώ είσαι πολύ κύριος, δεν είσαι κανένα παιδαρέλι.»
Η Δανάη συνέχισε να χαμογελά χαρούμενη καθώς τη βοήθησε να καβαλήσει στη μηχανή. Αγκάλιασε τον άνδρα βολεύτηκε στη θέση της και πέρασε τα χέρια της γύρω από το κορμί του και ξεκίνησαν. Κρατήθηκε από πάνω του, ριγώντας από ευχαρίστηση. Στον ομαλό του δρόμου συνάντησαν ένα μεγάλο κοπάδι από πρόβατα που όταν εμπόδιο στη διαδρομή τους και τους καθυστερούσαν. 
Ο Νικηφόρος αποφάσισε να παρακάμψει τον αυτοκινητόδρομο και να ακολουθήσει έναν τραχύ αγροτικό δρόμο ανάμεσα στη χέρσα γη, κατηφορίζοντας στριφογυριστά μονοπάτια σπαρμένα με λουλούδια και διασχίζοντας άνυδρα χωράφια στην ήσυχη απογευματινή λιακάδα, με τον ζεστό αέρα, και τον γαλάζιο ουρανό. Το έδαφος ήταν λιγότερο καλλιεργήσιμο γύρω τους, με περισσότερη πέτρα παρά χώμα και καλυμμένο με θάμνους.
«Κρατήσου καλά επάνω μου γιατί ο δρόμος είναι κακοτράχαλος και έχει πολλά νεροφαγώματα, να μην μας συμβεί κάποιο ατύχημα, σε θέλω κορίτσι μου σώα και αρτιμελή όταν επιστρέψουμε πίσω.»
Στην αρχή ο Νικηφόρος ήταν προσεχτικός δοκιμάζοντας με ελαφρά μαρσαρίσματα τα «αρπάγματα» της εντούρο που οδηγούσε στο ανώμαλο έδαφος. Όντως είχε πολύ «πουσάρισμα» με αποτέλεσμα με το παραμικρό χάδι του γκαζιού τα άλογα της να τινάζονται αφηνιασμένα! Σε λίγο όμως συνήθισε τον κακοτράχαλο δρόμο και τώρα οδηγούσε με άνεση. Η Δανάη τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της με το κορμί της κολλημένο πάνω του πίσω από την πλάτη του, τιτιβίζοντας χαρούμενη. Έτριβε τα βυζιά της στην πλάτη του κι αυτός το ένιωθε σαν χάδι. Περισσότερο μάλλον για να τρίβεται πάνω του παρά γιατί φοβόταν. Αλλά αυτό άρεσε και σε εκείνον. Ανατρίχιαζε καθώς ένιωθε την ανάσα της να καίει το αφτί του και τον λαιμό του. Ένιωσε τα χέρια της να τον σφίγγουν πάνω της πέραν όμως του κανονικού. Ένα άγγιγμα στο λαιμό του, με τα μάγουλα της τον κάνει να ανατριχιάσει ολόκληρος. 
.... Ο Νικηφόρος στέκεται προς το παρόν αμήχανα, δεν του είναι εύκολο να ξεπεράσει δισταγμούς κι αναστολές και αυτό του προκαλεί διάχυτη ανησυχία και νευρικότητα και τι μεγάλο πρόβλημα μπορούσε να γίνει αυτό, αυτός, ο ανάρμοστος πόθος του για εκείνη τη νεαρή γυναίκα. Η Δανάη το κατάλαβε ότι ο Νικηφόρος προσπαθούσε να κρατήσει αποστάσεις, καθώς συλλογιζόταν τις συνέπειες αυτής της επαφής τους και το αποφάσισε να σπάσει αυτή τον πάγο, να αναλάβει δράση και να παίξουν το μεγάλο παιχνίδι! Τον φιλούσε πεταχτά στο σβέρκο και ο Νικηφόρος άρχισε να αισθάνεται ότι τα φιλιά τρυπούσαν τις άμυνες του, έβαζαν φωτιά σε όλο του το δέρμα. 
Αυθόρμητα όπως τον κρατούσε σφιχτά κολλημένη επάνω του χωρίς προειδοποίηση κατέβασε το χέρι της πιο χαμηλά και έπιασε να χαϊδεύει το φούσκωμα του παντελονιού του που στο εσωτερικό το πέος του άρχισε να παίρνει την ανιούσα, και να φτάνει στον αφαλό του. Η διέγερση και η ευχαρίστηση που του προκαλούσε την γέμιζε ικανοποίηση και αύξανε και τη δική της έντονη ερωτική διάθεση και σκεφτόταν ότι εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελε, ήταν αυτό το πέος μέσα της να την γεμίζει ηδονή.
Αυτός είναι αλήθεια δεν το περίμενε τόσο θάρρος και ενστικτωδώς έπιασε τον καρπό της και της έσφιξε το χέρι τόσο ώστε η Δανάη ένιωσε κάτι να σαρώνει ολόκληρο το κορμί της. Ήταν μια αίσθηση ανακούφισης, η εντύπωση ότι όλα πήραν το δρόμο τους. Μια ζεστασιά μαζεύτηκε στα δάχτυλά τους.
«Έι, τι κάνεις εκεί;» Της λέει έκπληκτος, απ' την αναπάντεχη έκπληξη που του επιφύλαξε.  Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μία κι ύστερα άλλη μία φορά, εμβρόντητος. Η ευθύτητα της χειρονομίας της τον έβγαζε έξω απ’ τα νερά του. Πολύ έξω απ’ τα νερά του!
«Τι κάνω;» Του είπε χαδιάρικα.
«Τι κάνεις;. Αχ βρε παλιοκόριτσο δεν καταλαβαινεις τι μου 'χεις κάνεις;..Με έχεις ανάψει κορίτσι μου!. Αυτό κάνεις.»
«Δηλαδή τώρα που είμαστε μόνοι μας εδώ στην ερημιά; και έχεις ανάψει τι είναι αυτό που σκέφτεσαι;»
«Μα ρε κορίτσι μου τι είναι αυτά που λες; Είσαι σοβαρή; Μη μου βάζεις ιδέες για την ερημιά! Μη σε παρακαλώ δεν είναι σωστό!» 
Η Δανάη σίγουρη πια ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο σφίγγει με την παλάμη της το φούσκωμα στο καβάλο του παντελονιού και του λέει.
«Δηλαδή άμα σε προκαλέσω και άλλο, έχεις σκοπό να με αποπλανήσεις!»
«Μα δεν θέλω να σε αποπλανήσω κορίτσι μου! Αλλά γιατί μου το κανείς αυτό και με προκαλείς και με φτιάχνεις; Θέλω και πολύ νομίζεις; Ήδη νιώθω μια ακατανίκητη επιθυμία να σε καταβροχθίσω.» Και η καρδιά του να σφυροκοπά σαν ο αγέρας στα πανιά. 
«Μπα; Γιατί; Τι έχω εγώ και δεν θες να με αποπλανήσεις.; Νοσογόνα βακτήρια έχω και φοβάσαι μην σε κολλήσω;» Του είπε με σκέρτσο και νάζι πουτάνας. 
«Δεν είναι δίκαιο να μου κάνεις προσωπικές ερωτήσεις. Μπορεί να σου πω την αλήθεια.» 
Μα δεν ήταν σίγουρος τι θα της έλεγε. Για μια στιγμή άφησε τον εαυτό του να το σκεφτεί, καθώς φαντάστηκε την πρωτόγονη ικανοποίηση που θα ένιωθε αν τη διεκδικούσε, αν τη σήκωνε στα μπράτσα του και τη μετέφερε σε ένα μαλακό σημείο του εδάφους με μια ζωώδη επιθυμία να τη ρίξει στο ζεστό από τον ήλιο χορτάρι και να την ικανοποιήσει στις καύλες της απολαμβάνοντας την. O Νικηφόρος κούνησε το κεφάλι του για να καθαρίσει το μυαλό του, ανήσυχος από το δρόμο που είχαν πάρει οι σκέψεις του. Ό,τι κι αν ήταν, δεν ήταν από τους άντρες που θα επιβαλλόταν με το ζόρι σε μια γυναίκα. Ωστόσο, η φαντασίωση ήταν πολύ έντονη για να την αγνοήσει. Καταβάλλοντας κόπο, τιθάσευσε τις σεξουαλικά βάρβαρες παρορμήσεις του.
«Γιατί δεν μου απαντάς;» επέμεινε εκείνη.
«Ω, Θεέ μου! Μωρό μου, σε παρακαλώ… Μη μου το κάνεις αυτό…Σε παρακαλώ!» Νιώθει όμως συνάμα το κορμί του να αναριγεί με την σκέψη της Δανάης γυμνή από κάτω του, να βογκάει. Δεν υπήρχε τίποτα που να επιθυμούσε εκείνες τις στιγμές περισσότερο. Κι αυτό ήταν λογικό, φυσικά. Όταν μια νεαρή γυναίκα είναι πρόθυμη να κάνει έρωτα μαζί του, δεν υπήρχε καμία ανάρμοστη πρόκληση.
Η Δανάη δεν του συνέχισε. Είχε ξεκινήσει κάτι που δεν ήξερε προς τα που ακριβώς πήγαινε… Όμως του είχε εμπιστοσύνη. Σφίχτηκε ξανά πάνω του. Αυτή τη φορά όμως, προφανώς, ακόμα πιο δυνατά και πιο ηδονικά. Το κορμί του αντέδρασε έντονα κάψα γλίστρησε κάτω από την επιδερμίδα του και μαζεύτηκε σε άβολα σημεία. Μύες σφίχτηκαν, φούσκωσαν. Ένιωθε την πίεση, του στήθους της πάνω του, και τα χέρια της να γαντζώνονται στο φούσκωμα του παντελονιού του. .
Αυτό της  ξύπνησε πόθο και ηδονή, κάνοντας τις ρώγες της να ορθωθούν ατίθασες, προκλητικές... Γλυκιά κι η κάθε κίνησή της, όλο χάρη. Την ένοιωθε να έχει ανατριχιάσει από ηδονή.
Και ο ίδιος την ήθελε αφόρητα! Να της κάνει έρωτα. Οι όποιες αντιστάσεις του είχαν εξουδετερωθεί.... Ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται από έξαψη. 
Σε μερικούς πειρασμούς, αποφάσισε ο Νικηφόρος δεν πρέπει να αντιστέκεσαι. Γιατί είναι τόσο επίμονοι ώστε απλώς θα επιστρέφουν, ξανά και ξανά. Επομένως η λογική του λέει πως σε τέτοιους πειρασμούς πρέπει οπωσδήποτε να υποκύπτεις, είναι ο μόνος τρόπος να τους ξεφορτωθείς. 
Εξερευνούσαν τα όρια τους, κατά κάποιο τρόπο, ο ένας του άλλου.. Ο έρωτας θέλει φαντασία, χωρίς πρέπει και στερεότυπα. σκέφτηκε η Δανάη όταν αποφάσισε να λασκάρει στα γρήγορα και αδέξια την ζωστήρα απ’ το παντελόνι του και να του ανοίξει το φερμουάρ. 
Ήταν περίεργη κατά πόσο το θέαμα του καυλιού του μέσα από το παντελόνι του ήταν το ίδιο εντυπωσιακό όσο η αίσθηση του στην παλάμη της.
«Ακόμα δεν έκανα τίποτα αγορίνα μου, τώρα να δεις τι θα γίνει» του είπε κι έχωσε το χέρι της μέσα από το παντελόνι και το γλίστρησε κάτω από το λάστιχο του εσωρούχου του.  Ξέρει τι ζητά και πως να το πάρει. Δεν την σταματά τίποτα, είναι ανυπόμονη, και να τώρα κρατά  τη στύση του στα δάχτυλά της, και ανεβοκατεβάζει το δέρμα στο σκληρό μαρκούτσι του. Αυτή η πρόστυχη επαφή απελευθέρωσε μέσα της ένα σωρό σκέψεις και ένα επιφώνημα θαυμασμού και λαγνείας ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη της. 
«Ουάου! Εντυπωσιακό! ».... 
Ο αυθόρμητος, βαθύς στεναγμός που της ξέφυγε πρόδιδε τον πόθο και το δέος.... για αυτό που έπιανε γυμνό.. Όρθιο θηρίο, στητό και σ’ όλο του το μεγαλείο που κόντευε να τρυπήσει τα ρούχα του.
«Τώρα εξηγείται γιατί αυτή η «σκύλα» η Νεφέλη βογκούσε ασταμάτητα από ηδονή» του ψιθύρισε..... και τον έσφιξε με δύναμη στο χέρι της.
«Βρε παλιοκόριτσο!» Αναστέναξε μέσα απ' τα δόντια του ο Νικηφόρος δίνοντας της να καταλάβει ότι η αντίστασή του ήταν προσποιητή.. «Τι κάνεις εκεί στο φίλο μου, δεν ντρέπεσαι; Θα φωνάξω την αστυνομία!»
«Πω πω! Θεέ μου, Είναι ακόμα πιο μεγάλος απ’ όσο φαινόταν αυτός είναι σωστό θηρίο!», είπε λιγωμένη η κοπέλα και κούνησε τρυφερά το χέρι της πάνω κάτω στην σκληρή καυτή παλλόμενη σάρκα του Νικηφόρου. «Όλη αυτή η πούτσα έγινε έτσι για μένα αγορίνα μου; Τέτοια καύλα για μένα μωρό μου;» τον ρωτούσε με ένα καυλιάρικο ύφος.
«Ξέρεις, το αγόρι μου λέει πως τραβάω πολύ καλή μαλακία στον πούτσο του πριν τον αφήσω να με γαμήσει... Μάλιστα λέει πως το ευχαριστιέται πάρα πολύ…», ψιθύρισε η Δανάη.
«Ωχ... μάλλον έχει δίκιο», βόγκηξε ο Νικηφόρος νιώθοντας τον πούτσο του να φουσκώνει και να πρήζεται όσο ποτέ άλλοτε.
Κολλάει πάνω του, το ένα της μάγουλο να σμίγει με το δικό του με τις ακανόνιστες ανάσες τους να μπερδεύονται μεταξύ τους. Η ονειρική αίσθηση έγινε πιο έντονη και τον κάνει να ανατριχιάζει από ηδονή και επιθυμία αλλά και λαχτάρα για έρωτα.
Τα μαλλιά της έλαμπαν στο ηλιόφως, η επιδερμίδα της ήταν απαλή σαν πέταλο λουλουδιού και οι καμπύλες τόσο ντελικάτες και απαλές όσο ο ώριμος λωτός.
Έκλεισε τα δάχτυλά της γύρω του, νιώθοντας τη θέρμη του καθώς έσφιγγε το σκληρό του πέος. Το ζούληξε δυνατά και απότομα, το νιώθει να σκληραίνει ακόμα και να ορθώνεται έτοιμο για καυλωτικές διεισδύσεις.  
«Θα σε κάνω να χύσεις αγόρι μου! Θέλω να νιώσω την πούτσα σου να σπαρταράει στην χούφτα μου.» ψιθύρισε ξεδιάντροπα η Δανάη.
«Ωχ θεέ μου! Μη μου το κάνεις αυτό!», προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί ο Νικηφόρος που καταλάβαινε ότι δεν θα κρατιόταν για πολύ ακόμα πάσχιζε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. Έδινε κανονική μάχη.
Είχαν κατέβει από την μηχανή.....
«Να πάρει» είπε παραιτημένος. «Θα το κάνω. Παρότι ξέρω πως μετά θα γίνω σκόνη.»
Ο Νικηφόρος είναι περιπετειώδης, παθιασμένος, κυνηγός, ριψοκίνδυνος στο σεξ, έχει έντονη σεξουαλικότητα. Ανάβει φωτιές και έχει τις πιο απίθανες ιδέες. Τα δίνει όλα και τα θέλει όλα. Δεν είναι και πολύ πιστός. Γυρεύει εμπειρίες πρωτόγνωρες, αισθησιακές, πολλές φορές και με μεγαλύτερες γυναίκες. Δεν έχει ταμπού και του αρέσουν οι δύσκολες περιπτώσεις. Είναι τολμηρός και ρισκάρει. Δεν μπερδεύει σεξ και σχέση. Γι΄ αυτόν το σεξ είναι κινητήριος δύναμη. Του αρέσει να επιδεικνύει τις ικανότητές του και να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Είναι όμως ρομαντικός και συναισθηματικός αλλά του αρέσουν οι προκλήσεις.
«Τι θα κάνεις;» ρώτησε η Δανάη και τον κοίταζε επίμονα και μαργιόλικα. Η κοπέλα είχε φέρει τη συζήτηση ακριβώς σ’ αυτό το σημείο! 
Τον Νικηφόρο τον είχε πιάσει μια φιλοσοφική διάθεση περί ηθικής και της το είπε!
«........Δηλαδή εγώ τώρα ρε Δανάη, έχω δικαίωμα πρόσβασης σ’ αυτό το θεσπέσιο κορμί σου; Σαν παντρεμένος πρέπει ν’ αμύνομαι σ’ αυτούς τους γαργαλιστικούς πειρασμούς σου; Ε, όχι ρε γαμώτο είναι άδικο, να βλέπεις αυτό το όμορφο θηλυκό να σε θέλει και εγώ να κάνω το κορόιδο για να μην «πατήσω το στεφάνι μου»
«Ε, δεν είναι ανάγκη να το πατήσεις, απλώς το πηδάς.» Του λέει γλαφυρά η Δανάη με εκείνο το χαριτωμένο ρυθμικό και στρογγυλεμένο Σαρακατσανέικο ιδίωμα. Όταν ήθελε στόλιζε τα λόγια της με παρεμβαλλόμενες τσουχτερές παροιμίες, τη μία πιο ξετσίπωτη από την άλλη, συνδυάζοντάς λάγνες προβλέψεις σεξουαλικής μορφής που τις πετούσε εκεί που δεν το περίμενες, κάνοντας και τους ανάλογους μορφασμούς. Ήταν απόλαυση να την ακούς.
Την κοίταξε περίεργα, και αυτός με πονηρό χαμόγελο, έτοιμος ν’ αποδεχτεί αυτή την εκδοχή αλλά και κάποιο σκεπτικισμό, πιθανόν για τις συνέπειες ενός «πηδήματος του στεφανιού». Η κοπέλα είχε διακινδυνεύσει πολλά για τούτη τη στιγμή και δε θα τον άφηνε να ξεγλιστρήσει τόσο εύκολα. «Είναι μάταιο να αντιστέκομαι», ψέλλισε ο Νικηφόρος. Ακούστηκε κάτι σαν μουγκρητό από τα βάθη του λαιμού του και, επιτέλους, τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της. Στην αρχή η Δανάη νόμιζε ότι σκόπευε να τη σπρώξει μακριά, αλλά μετά την έσφιξε και την κόλλησε πάνω του, πιέζοντας τα στήθη της στο στέρνο του. Το στόμα του πλανήθηκε για λίγο πάνω από το δικό της και ύστερα της είπε με έναν πονηρό ψίθυρο: «Ποιος είμαι εγώ να της αρνηθώ μια τέτοια περιπέτεια;»
Έτσι, πολύ γρήγορα, η κοπέλα ένιωσε τη λαχτάρα της να φουντώνει. «Αφού θέλεις να κάνουμε παιγνίδια, τότε θα  κάνουμε παιγνίδια». Τα σώματά τους παρέμειναν κολλημένα, ενώ το πιο ευαίσθητο σημείο της ανατομίας της τριβόταν λίγο πιο πάνω από το γόνατό του. Σπίθες πάθους άναψαν μέσα της και ταξίδεψαν στις φλέβες της για να μην αφήσουν κανένα σημείο του εαυτού της ανεπηρέαστο. Μα την Αφροδίτη, ήταν καλύτερο απ’ όσο φανταζόταν. Τα μάτια της έκλεισαν και παραδόθηκε, η ζεστή του ανάσα χάιδευε το μάγουλό της σαν άγγιγμα εραστή. Τρέμοντας, άφησε τα χέρια της να ανηφορίσουν στην πλάτη του και βύθισε τα δάχτυλά της στα καστανά, μεταξωτά μαλλιά του. «Ηρέμησε, κορίτσι μου.» Ακόμα κι αν την ήθελε όσο τον ήθελε κι εκείνη, δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις αναστολές του. Όχι εντελώς. Αλλά τουλάχιστον μπορούσε να απολαύσει τη στιγμή. Α, ναι, μπορούσε να την απολαύσει πάρα πολύ. Επιτέλους, ο Νικηφόρος ανταποκρινόταν! Η μύτη του έτριψε το σαγόνι της. Οι θηλές της ήταν σκληρές, πολύ σκληρές, και καθώς βασανίζονταν χτυπώντας στον κορσέ της ενίσχυαν τη λαχτάρα της. Ο Νικηφόρος άρπαξε σφιχτά τα μαλλιά της από το κεφάλι της. «Σου φαίνεται διασκεδαστικό να παίζεις με έναν παντρεμένο άντρα;» Η Δανάη έμεινε ακίνητη, κοιτάζοντας τα μάτια του. Ειλικρινά, δεν είχε ιδέα πόσο ελκυστικός ήταν; «Αν ξέρεις τι είσαι, γλυκέ μου, τότε ξέρεις πως είσαι σέξι και υπέροχα απειλητικός».
«Ήρεμα, γλύκα μου. Ωραία λοιπόν, όταν με κοιτάζεις έτσι, το μόνο που θέλω είναι να σε βάλω κάτω, κι ένας Θεός ξέρει από πότε έχει να σου πετάξει τα μάτια έξω ένας άντρας.»
 Και τον ήθελε ακόμα πιο πολύ. Μια ακόμα ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της, φτάνοντας μέχρι τα μέλη της τράβηξε το κεφάλι του προς το δικό της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Το στόμα του άνοιξε αμέσως και οι γλώσσες τους συναντήθηκαν, υγρές. Εκείνη πίεσε ακόμα περισσότερο, καθώς τον ήθελε πιο πολύ. Τον ήθελε ολόκληρο. Γλώσσες φωτιάς τύλιξαν όλο το κορμί της και έτριψε το σώμα της πάνω στον ανδρισμό του, ανίκανη να συγκρατηθεί.
Κάθε επίφαση μιας καθωσπρέπει συμπεριφοράς προφανώς είχε κάνει φτερά. «Και κάτι μου λέει ότι θα τα κατάφερνες και με το παραπάνω -θέλω να πω, διάολε, να μου πετάξεις τα μάτια έξω.» 
Ο Νικηφόρος έπαψε εντελώς να σκέφτεται και έκανε όλα όσα ήθελε, δάγκωσε απαλά το πάνω χείλι της και έπειτα το κάτω, σφράγισε τα στόματα τους, άγγιξε τη γλώσσα της με τη δική του, έπαιξε μαζί της. Ένα φιλί άρχιζε προτού τελειώσει το προηγούμενο, μια αλυσίδα από ερωτικά χάδια, ανάλαφρα αγγίγματα και σπρωξίματα.
Η ευχαρίστηση τον διαπερνούσε ολόκληρο, αντηχώντας σε κάθε φλέβα και νεύρο. Και, ο Θεός βοηθός, αλλά πονούσε για περισσότερα. Πέθαινε να βάλει τα χέρια του κάτω από τα ρούχα της και να νιώσει κάθε πόντο του κορμιού της. Ήθελε να σύρει τα χείλη του πάνω της χαράσσοντας κρυφά μονοπάτια, να φιλήσει και να γευτεί κάθε σημείο της. Η Δανάη ανταποκρίθηκε,  περνώντας το μπράτσο της γύρω από το λαιμό του. Κρατήθηκε πάνω του λες και οι αισθήσεις κατέφθαναν από παντού. Και κατέφθαναν. 
Αν δεν τους χώριζαν τα ρούχα, αυτό που έκαναν θα ήταν ένα κανονικό ερωτικό σμίξιμο εκεί στην εξωτερική αυλή του ερημικού εξοχικού.. Ο Νικηφόρος συνέχισε να τη φιλά για πολλή ώρα αφότου θα έπρεπε να έχει σταματήσει, όχι μόνο γιατί δεν το απολάμβανε, αλλά και γιατί ήταν διστακτικός να αντιμετωπίσει αυτό που θα συνέβαινε στη συνέχεια.  Κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Ήταν δύσκολο να πει κανείς ποιος από τους δυο ήταν πιο σοκαρισμένος. 
Ο Νικηφόρος έκανε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να μην ενδώσει στις σεξουαλικές επιθυμίες του. Στένεψε τα μάτια του κι έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του. «Πες μου κάτι», της είπε συγκρατημένα. «Δεν είσαι παρθένα, έτσι;» Η Δανάη τον κοίταξε έκπληκτη για την απρόσμενη ερώτηση και του έγνεψε αρνητικά. «Όχι, φυσικά και δεν είμαι. Αλλά δεν ένιωθα αυτόν τον περίεργο πόθο, και ίσως γι’ αυτό να μη με συγκίνησε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Καλά να πάθω». «Κατάλαβα», είπε ο Νικηφόρος. «Τότε πρέπει να αναπληρώσουμε τη σωματική και ψυχική επαφή, έτσι δεν είναι;» Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα, ανοίγοντας τα χείλη της με τη γλώσσα του. Η Δανάη γουργούρισε από ηδονή, κόλλησε πάνω του και, με τη χαρακτηριστική της τόλμη, αφέθηκε στο καινούριο. Οι γλώσσες τους, καυλωμένες ακόμα, γεμάτες λαιμαργία αναζήτησαν τον δικό τους οργασμικό χορό. Για λίγα λεπτά μόνο φιλιόνταν, χαϊδεύοντας ο ένας τον άλλο. 
«Σε θέλω», μουρμούρισε τραχιά ο Νικηφόρος. «Καιρός ήταν», του απάντησε ψιθυριστά.
Τον πήρε από το χέρι και τον παρέσυρε μέσα στο σπίτι. ««Πάμε σπίτι μου. Εκεί θα είμαστε πολύ πιο άνετα. Έλα έχουμε πάνω από τρεις ώρες ώσπου να γυρίσουν από το μοναστήρι.» 
Ήταν πολύ παράξενο που ο Νικηφόρος με τόση ευκολία της παρέδωσε απολύτως τον έλεγχο. Με τα δάχτυλά του έπαιζε με την άκρη του φορέματος της. Έπειτα το ανασήκωσε, πέρασε το χέρι του κάτω απ’ το εσώρουχό της, το κατέβασε στον κώλο της και προχώρησε ανάμεσα στα πόδια της στο σημείο όπου τον ποθούσε περισσότερο από οπουδήποτε, καθώς τεντωνόταν προς τα πίσω για να συναντήσει το χέρι του, έχοντας ήδη χάσει το μυαλό της. «Είσαι υγρή, γλυκιά μου.....................................................
..... Γυρίζοντας πίσω στο χωριό καβάλα στη μηχανή η Δανάη έχει γαντζωθεί επάνω στο Νικηφόρο τον αγκαλιάζει σφιχτά και τα φιλιά της του δίνουν να καταλάβει  πόσο πολύ έμεινε ικανοποιημένη μαζί του μετά το σεξουαλικό τους σμίξιμο!
Μάλιστα, αυτός εκτίμησε με εσωτερική ικανοποίηση τα χάδια της νιώθοντας ένα αίσθημα «επιβράβευσης» για τις επιδόσεις του στο κρεβάτι μαζί της.
Αφού τακτοποίησαν την μηχανή στην αποθήκη τον ρώτησε αν θέλει να ξαναβρεθούν, αφού αυτή προφανώς το ήθελε και με το παραπάνω......
Αυτός έχοντας ξεπεράσει τις αρχικές του ενστάσεις και χωρίς να έχει πλέον το παραμικρό ίχνος ενδοιασμού της λέει. «Το ξέρεις ότι το θέλω!...... Κάτι άλλο;»
«Ναι! Να γαμηθούμε εδώ και τώρα, εδώ στην αποθήκη στα όρθια», του απάντησε και ο τόνος της φωνής αλλά και η χροιά βοηθούν να δημιουργηθεί ένα πλέγμα οικειότητας αλλά και μιας ερωτικής προδιάθεσης. .
«Το ξέρεις αυτό που ζητάς δεν είναι σωστό… Δεν πρέπει…»
«Γιατί δεν πρέπει;»
«Γιατί το παρατραβάμε…»
«Τι θα πει το παρατραβάμε»;»
«Ξέρεις τι θα πει…»
«Αυτό που ξέρω είναι πως θέλω να γαμηθώ και πάλι μαζί σου. » Του λέει με αυτοπεποίθηση και τον κοιτάει στα μάτια σαν να του δηλώνει ότι θα τον κάνει δικό της.
«Μην με αγγίζεις εκεί γαμώτο…»
«Πω! πω! Είναι σαν πέτρα, πολύ πέτρα όμως. Καύλωσα πάλι τρελά η πουτάνα. »
«Δεν φοβάσαι μη μας δούνε; Μην γίνουμε ρόμπες.»
«Γιατί να φοβηθώ; Εδώ είμαστε εγώ κι εσύ, δεν πειράζουμε κανέναν…»
«Εγώ κι εσύ. Είσαι σίγουρη κοπέλα μου;»
«Ναι, εγώ κι εσύ» και συνεχίζει να του χουφτώνει το κοντάρι του πάνω από το παντελόνι κάνοντας τον ακόμα ποιο σκληρό.
«Οοοο Πανάθεμα σε!» Η καύλα του, ήταν ανυπόφορη. Ο Νικηφόρος βογκάει από ευχαρίστηση και καύλα.
«Ναι, εγώ κι εσύ… Και αυτός εδώ, που μεγαλώνει.»…
Ο Νικηφόρος άρχισε στα σοβαρά να φοβάται ότι θα τους πάρουν είδηση.…
«Άσε με να τον πιάσω, ψωλαρά μου…:» Η Δανάη είναι πολύ ερεθισμένη και χαϊδεύεται δείγμα πως είναι και πάλι στο προκαταρκτικό στάδιο της σεξουαλικής πράξης. .
«Φοβάμαι πως δεν θα το γλιτώσουμε το απρόβλεπτο κακό…» Της λέει ο Νικηφόρος
Η Δανάη απτόητη, αναψοκοκκινισμένη, αρκετά καυλωμένη και με μια περίεργη αλλά όλο πρόκληση ματιά, τον αγκάλιασε τρυφερά και άρχισε με την γλώσσα της να του γλείφει το αυτί του.
«Τον πιάνω καύλα μου. Τον πιάνω και είναι σαν πάσσαλος.» Λέει με  ενθουσιασμό. Γλυκός ο λόγος της, κελάρυσμα δροσάτο.
Ο Νικηφόρος πάγωσε κυριολεκτικά και μη μπορώντας να αντιδράσει της είπε: «Σε παρακαλώ... Μη με αγγίζεις εκεί..:» με χαμηλό τόνο στη φωνή..
«Έλα ρε μωρό μου... Μη γίνεσαι δύσκολος.»
«Δανάη σταμάτα την πλάκα, μη ξεχνάς είμαι άνδρας, σε παρακαλώ σταμάτα γιατί δεν αντέχω άλλο και δεν θα φταίω εγώ για ότι συμβεί, έλα κορίτσι μου σταμάτα.! Δεν είμαστε μόνοι. Από λεπτό σε λεπτό έρχεται η μητέρα σου και η γιαγιά σου.» Της λέει βαριανασαίνοντας από την ηδονή και τον φόβο μην τους πιάσουν.
Αυτή όμως δεν σταματούσε.
«Ωωωω έλα τώρα..:» του είπε κι αυτή τη φορά τον έπιασε από τη μέση, τον τράβηξε πάνω της και κόλλησε το κορμί της στο τοίχο. 
«Με καυλώνεις μωρό μου... Θέλω τόσο πολύ να με γαμήσεις» ήταν έτοιμη να εκραγεί.
Ο Νικηφόρος έπιασε τα χέρια της και την απομάκρυνε από πάνω του.  
«Παίζεις με τη φωτιά…»
«Ξέρω πως το μουνί μου καίει και σε θέλει ψωλαρά μου!»
«Δεν γίνεται τώρα»
«Γιατί γαμώ το, γιατί;» του φώναξε μέσα στα μούτρα, με εκνευρισμό, απογοήτευση και παραίτηση, και πλέον δίχως κανέναν ερωτικό τόνο στη φωνή της, παραιτήθηκε από την προσπάθεια της.
 ...Τα γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο, εκτυλίχθηκαν µε όλο και ταχύτερους ρυθμούς αυτό το σαββατόβραδο για να γίνουν τελικά ιστορίες, αιχμηρά ανατρεπτικές και καυστικές.
Τίποτα δεν προανήγγειλε ότι θα γεννιόνταν νέες ερωτικές περιπέτειες με κεντρικούς πρωταγωνιστές τη Φαίδρα τη Νεφέλη και το Νικηφόρο και την τρελή τροπή που θα έπαιρναν τα επερχόμενα γεγονότα.
.... Η εντυπωσιακή μηχανή μεγάλου κυβισμού, το εργαλείο που έγινε ο ερωτικός «συνδετικός κρίκος» του Νικηφόρου με την δέκα οκτάχρονη Δανάη παρκάρισε με ασφάλεια στην αποθήκη του σπιτιού στο χωριό αναμένοντας την έλευση του ιδιοκτήτη της, όταν με το καλό  ξεμπαρκάρει.
Βρίσκονται πλέον οι δυο τους και πάλι πίσω στο χωριό περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή την επιστροφή της Φαίδρας με την μητέρα της και την Νεφέλη από το μοναστήρι. Η Δανάη ανήσυχη νιώθει ακόμη ερωτική διέγερση και την ανάγκη για τρελές καταστάσεις.... καίγεται από καύλα και της ήρθε επιθυμία να ξεσαλώσει και να κάνει παθιασμένα έρωτα εκεί μέσα στην αποθήκη, αλλά βιώνει έντονη δυσαρέσκεια που απορρέει από το ότι ο Νικηφόρος την παρούσα στιγμή απέφυγε πεισματικά να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές της επιθυμίες και ανάγκες.
Όχι ότι δεν είχε  διάθεση και ο Νικηφόρος για σεξ μαζί της αλλά η σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία να απολαύσει το σεξ και στον ασυνείδητο φόβο όταν το κάνει αυτό μήπως πληγωθούν, εκτεθούν ή «τιμωρηθούν» για τις «κακές» πλευρές του εαυτού τους επηρεάζει άμεσα την επιθυμία του και τη συμπεριφορά του. Κατά την αντίληψη του υπάρχουν και όρια που αν τα παραβιάζεις, υπάρχει ο φόβος να γίνουν τσακωτοί ....να τους πιάσουν στα πράσα ... και να θέσουν σε κίνδυνο οικογένειες.
Τελικά η Δανάη αποφάσισε με δυο εξαδέλφες της να πάνε σε μια μουσική εκδήλωση στη παραλιακή ντίσκο και με το τέλος της μουσικής εκδήλωσης θα επέστρεφε στο χωριό και θα έμενε στη γιαγιά της.
Τις στιγμές εκείνες που ετοιμάζονταν προς αναχώρηση βρήκε ευκαιρία να ξεμοναχιάσει το Νικηφόρο, να του δώσει αρχικά ένα πεταχτό ρουφηχτό φιλί και καπάκι μια γεμάτη γονατιά στα σκέλια με στόχο τα γεννητικά του όργανα. Ένα άμεσο χτύπημα που, ενώ είναι πολύ επώδυνο, προκαλεί συνήθως μόνο προσωρινά το επώδυνο αίσθημα ενώ υποχωρεί σχετικά γρήγορα. 
«Καυλιάρη μου εσύ σε πόνεσα;» 
«Τι με πόνεσες βρε μωρό μου! στο χέρι μου τα 'δωσες.»
«Με συγχωρείς άλλα είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου και δεν ηρεμώ όσο το σκέφτομαι ότι απόψε θα γαμήσεις πάλι την κωλόγρια.» Εννοεί τη Νεφέλη βέβαια. 
«Λες πράγματα χωρίς να ξέρεις…»
«Χθες το βράδυ τα βογκητά σας ακουγόταν μέχρι έξω στη παραλία. Σου τρυπούσαν το κεφάλι τα ηδονικά αχ και βαχ, οι αναστεναγμοί της. Σου λέει κάτι αυτό;»
«Δηλαδή τι να μου λέει;»
«Πως έζησε μια παθιασμένη νύχτα και πως τη γάμησες καλά… Και οι γυναίκες ξέρουν να τιμούν τον καλό γαμιά τους… Βογκούσε από καύλα λες και ήθελε να πεθάνει πάνω στον πούτσο σου.»
«Δανάη! Γλυκό μου κορίτσι. Μη γίνεσαι χυδαία, ενώ είσαι τόσο γλυκιά και αθώα.»
«Αλήθεια γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας στη ντισκοτέκ; Θα περάσουμε καλά. Αν γουστάρεις και  παρτούζες, θα μας γαμήσεις μαζί με την ξαδέρφη μου, μου ζήτησε να συμμετάσχει και αυτή όποτε θέλουμε.»
«Πολύ καλό μου ακούγεται, δεν θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα αλλά νομίζω πως και εσύ το ξέρεις ότι απλά αυτό δεν γίνεται.»
«Ναι δεν γίνεται γιατί υπάρχει η μιλφάρα που κερατώνει τον άντρα της χωρίς αναστολές και η καημενούλα νιώθει πολύ μόνη και καυλωμένη οπότε έχει βρει την παρηγοριά που έψαχνε στο καυλί σου έτοιμη να το ρουφήξει στην πρώτη ευκαιρία! Θα καλοπεράσει απόψε ολονυχτίς καβαλώντας την πούτσα σου ανάμεσα στα σκέλια της και εσύ να της πετάς τα μάτια έξω μέχρι το ξημέρωμα και εκείνη να μην χορταίνει.»
«Δανάη ηρέμησε! Το μυαλό σου μένει στα ίδια και στα ίδια και μοιάζει πια με παλιό πικάπ στο οποίο έχει κολλήσει η βελόνα.»
Για να αλλάξει θέμα ο Νικηφόρος αντιλαμβανόμενος ότι υπήρξε κάποια στιγμή ένταση ανάμεσα στη Δανάη και την Φαίδρα την ρωτάει. «Με τη Φαίδρα πως τα πηγαίνεις; Διακρίνω μια αυταρχικότητα από μέρος της;»
«Όποιος την γνωρίζει, τη λατρεύει. Για τη γλύκα της, τη ζωντάνια, την ευστροφία της. Είναι γοητευτική κυρία. Εγώ, πάλι ξέρω, ότι είναι καλύτερα να έχουμε απόσταση. Είναι το σκληρό καρύδι στην οικογένεια. Το ξέρω ότι μ' αγαπάει. Κι εγώ. Δεν φτάνει, όμως. Τα λόγια που έχω ανταλλάξει με τη μάνα μου δεν επαναλαμβάνονται. Ούτε η ένταση των στιγμών.»
Μάνα και κόρη μπορούν να τσακωθούν για το τίποτα. Η μικρή δεν χάνει ευκαιρία να προκαλέσει την μητέρα της. Να της κάνει κριτική. Λες και ζητάει διαρκώς τη σύγκρουση με την μητέρα της.
«Τι φταίει και βγάζετε αυτή την ένταση;»
«Η μάνα μου, η αγάμητη, που μου σπάει τα νεύρα. Αν τύχει να τσακωθούμε, απλώς δεν θα θες να είσαι μπροστά. Τραγωδίες. Η αγαμησιά φταίει!… Όταν μια γυναίκα μένει απότιστη, αυτά παθαίνει… Θέλει επειγόντως έναν άντρα… Κάποιον να τη πασσαλώσει.»
Η Δανάη αεράτη, φωτεινή, πανέμορφη, σίγουρη για τον εαυτό της, απομακρύνθηκε περπατώντας αγέρωχα και κουνώντας λικνιστικά τους γοφούς καθώς έστειλε ένα βλέμμα στο Νικηφόρο γεμάτο υποσχέσεις και μηνύματα. Όπως: «Δεν τελειώσαμε, αγόρι μου». 
Αλίμονο που Θα ξεμπέρδευε έτσι εύκολα ο Νικηφόρος. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Στο τέλος της αυλής η Δανάη κοντοστάθηκε. Πήρε προκλητική στάση κοιτάζοντας για τελευταία φορά το Νικηφόρο, και βγήκε στο δρόμο σινάμενη και κουνιστή. Το δεκαοκτάχρονο πουτανί ξέρει τόσο καλά το παιχνίδι της πρόκλησης. Όλες οι πράξεις της προμελετημένες αποβλέπουν στην εξουδετέρωση των αντιστάσεων του Νικηφόρου. Κι αυτός όμως τη βοηθάει σ’ αυτό. Θαρρώντας τον εαυτό του  γυναικοκατακτητή πέφτει στην καλοστημένη παγίδα της. 
Ο Νικηφόρος έχωσε τα χέρια στις τσέπες του και αναστέναξε τσιτωμένος. Το συμβάν τον είχε αφήσει ανήσυχο και εκνευρισμένο. 
Η Νεφέλη είχε κάνει την εμφάνιση της και τον κοίταξε καχύποπτα.
«Πρέπει να καβγάδισες με τη μικρή μας δεσποινίδα;» παρατήρησε.
«Δεν ήταν καβγάς» είπε απολογητικά ο Νικηφόρος.
«Τότε τι ήταν;»
«Απλά σαν μεγαλύτερος την συμβούλεψα κάπως πιεστικά και αντέδρασε.» 
«Ελπίζω να μην ήσουν κακός μαζί της..» 
«Εγώ, κακός με τη Δανάη;.» Της λέει και στη συνέχεια συμπληρώνει άηχα την σκέψη του.
«Εγώ, κακός με τη Δανάη; Για μένα θα έπρεπε να ανησυχείς. Έπειτα από την συζήτηση που είχα μαζί της, εγώ φεύγω σέρνοντας ξοπίσω μου τα εντόσθια μου και παρά το νεαρό της ηλικίας της είναι όχι απλά καλή, αλλά «δυναμίτης» στο σεξ;!»



Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

Summer vacation is over.

..Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part...7»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).......Βρισκόμαστε πλέον στην εποχή του Φθινοπώρου.  Στην εποχή κατά την οποία ο γαλανός ουρανός, οι ηλιόλουστες μέρες και οι δροσερές νύχτες προσθέτουν σταδιακά εκατοντάδες κίτρινες, πορτοκαλί και κόκκινες πινελιές στους δασοσκέπαστους λόφους. Έχουν περάσει τρεις γεμάτες εβδομάδες που τελείωσαν οι διακοπές του καλοκαιριού για τις οικογένειες τους.  Η «θερινή ραστώνη» η δύναμη που τα ισοπεδώνει όλα, ή η «καλοκαιρινή ραστώνη» που εύκολα χρησιμοποιεί όποιος θέλει να χαρακτηρίσει την πλήρη αδράνεια, τη χαλαρότητα που επικρατεί το καλοκαίρι και ειδικότερα τον Αύγουστο κάτω από έναν ήλιο που στέκει αγέρωχος εκεί ψηλά και δίνει ώθηση στα ενδόμυχα όνειρα και τις επιθυμίες μας, να ζούμε πιο έντονα, να σκεφτόμαστε θετικά πράγματα, να χαράσσουμε το μέλλον μας και ο,τι μπορεί να συμβεί να μετατίθεται σε μέλλοντα χρόνο. Στις μέρες μας όπου το άγχος και οι ρυθμοί της καθημερινότητας μας είναι αυξημένοι, οι διακοπές και οι μικρές αποδράσεις μπορούν να μας δώσουν μια ανάσα ξεκούρασης, η όποια έχει πολύ ευεργετικές επιπτώσεις και στην μετέπειτα ζωή μας. Απελευθερωνόμαστε, ηρεμούμε για να ξεφύγουμε από πίεση, άγχος και απαιτήσεις και θέλουμε να τα ξεχάσουμε όλα. Αυτές λοιπόν οι ανέμελες στιγμές που έζησαν οι οικογένειες τους έχουν μείνει εκεί στις ακρογιαλιές του πανέμορφου κόλπου. στη θάλασσα όπου το νερό ξέπλενε τις αισθήσεις τους και το αλάτι επούλωνε τις πληγές τους. Οι διακοπές φαντάζουν πλέον ανάμνηση και το κάθε μέλος της ευρύτερης οικογένειας βρίσκεται σήμερα και πάλι ενεργό στα εργασιακά και οικογενειακά τους καθήκοντα. Για πολλούς, είναι η επιστροφή στη δουλειά ή το σχολείο μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, κάτι που δίνει μια αίσθηση ανανέωσης και οργανωτικότητας. Είναι η στιγμή που βάζουμε νέους στόχους και οργανώνουμε τις υποχρεώσεις μας, με μια αίσθηση φρεσκάδας και νέας ενέργειας. Ο Σεπτέμβριος είναι ένας μήνας γεμάτος μεταβατικές στιγμές και αντιθέσεις, που τον καθιστούν μοναδικό και ίσως τον καλύτερο μήνα του χρόνου. Από τη μία πλευρά, το καλοκαίρι αποχαιρετά, με τη ζέστη να υποχωρεί σιγά σιγά, και από την άλλη, το φθινόπωρο αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του, με την ατμόσφαιρα να γίνεται πιο δροσερή και γλυκιά. Αυτός ο μήνας φέρνει μαζί του και την εποχική μετάβαση στη φύση. Τα φύλλα των δέντρων αρχίζουν να αλλάζουν χρώμα, με τα ζωντανά πράσινα να δίνουν τη θέση τους σε χρυσοκίτρινες και κόκκινες αποχρώσεις. Η φύση προετοιμάζεται για τον ερχομό του χειμώνα, και αυτή η αλλαγή δημιουργεί μια μοναδική αίσθηση γαλήνης και ομορφιάς.
.....Η Εριφύλη πέρα από τις οικογενειακές καθημερινές υποχρεώσεις της σαν μητέρα δυο μικρών παιδιών που μεριμνά για την σωστή ανατροφή τους και την άρτια σχολική εκπαίδευση τους, με προσμονή και έντονο ενδιαφέρον ανέμενε την έναρξη των μαθημάτων στο Εργαστήρι Βυζαντινής Αγιογραφίας όπου έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής και βυζαντινής αγιογραφίας. Συνέχισε να πηγαίνει τους μικρούς γιους της  κολυμβητήριο το χειμώνα – ή για την ακρίβεια, και το χειμώνα! Δεν το θεωρούσε καθόλου κακή ιδέα διότι πιστεύει πως η κολύμβηση όπως και κάθε σωματική άσκηση δυναμώνει το ανοσοποιητικό τους σύστημα και το κολύμπι είναι μια πολύ υγιεινή άσκηση για όλο το σώμα, που γυμνάζει χωρίς να επιβαρύνει, δεν προκαλεί τραυματισμούς και δυναμώνει τους πνεύμονες. 
Ταυτόχρονα ξεκίνησε και πάλι το γυμναστήριο που είχε διακόψει τους καλοκαιρινούς μήνες και απλώς αφιέρωνε λίγο χρόνο στον εαυτό της κάνοντας γυμναστική στην ύπαιθρο. Πηγαίνει στο ίδιο γυμναστήριο εδώ και τρία χρόνια, όμως τη νέα σαιζόν, ο καινούργιος γυμναστής είναι πολύ όμορφος με όλα αυτά τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός σέξι γυμναστή (κοιλιακοί, μούσκουλα, αρρενωπότητα).  Εκεί, ο γυμναστής έδειξε αμέσως το ενδιαφέρον του για εκείνη και μετά το δεύτερο κιόλας μάθημα την περίμενε απ’ έξω, της έπιασε κουβέντα και στο τέλος της ζήτησε να πάνε για ποτό. Καθόλου δεν το εκτίμησε το ενδιαφέρον του η Εριφύλη απεναντίας της θύμισε τον γείτονα της τον ταξιτζή,(Αυτόν τον Λιγούρη που το μάτι του διαθέτει ραντάρ, το οποίο πιάνει ό,τι σε θηλυκό κινείται εντός του οπτικού του πεδίου. Αυτός πιστεύει ότι όλες γυναίκες γράφουν «γάμησε με» στο κούτελο και στο δικό του έχει πάρει ανεξίτηλο μαρκαδόρο και έχει γράψει «θέλω να σε πηδήξω.») οπότε είπε ευγενικά όχι και αποχώρησε. Ωστόσο, στα μαθήματα συνέχισε να ασχολείται κυρίως μαζί της και να προσπαθει κάθε φορά να την ακουμπήσει για να τη διορθώσει. Μέχρι που του έθεσε ξεκάθαρα τα όρια της για να νιώθει άνετη και ελεύθερη, να γυμναστεί όπως θέλει, χωρίς να νιώθει την απειλή ότι κάποιος θα έρθει να της πιάσει την κουβέντα σφίγγοντας επιδεικτικά τα μπράτσα του. Και αν πρέπει να της δείξει μια άσκηση, να τη ρωτήσει πρώτα αν μπορεί να την αγγίξει.
Στην απορία της φιλενάδας της, της Ελπινίκης γιατί δεν αλλάζει γυμναστήριο και κάθεται και ανέχεται τον κάθε γλοιώδη τύπο, η Εριφύλη αντέδρασε. «Γιατί αν είναι να αλλάζουμε γυμναστήρια και χώρους δραστηριοποίησης γενικά κάθε φορά που μας παρενοχλούν, δεν θα μπορούμε να πάμε πουθενά στο τέλος. Δεν είναι το θέμα να φεύγουμε εμείς σαν κυνηγημένες, το θέμα είναι να μαζευτούν οι σάλιαγκες. Που μου σταυροκοπιέσαι με απορία κιόλας…»
....Η Άλκηστις αποφάσισε να πάρει στα σοβαρά τα πτυχιακά της μαθήματα. Για να πάρει πτυχίο χρωστά ένα μάθημα και τη πτυχιακή της εργασία και είναι απλά θέμα χρόνου να περάσει τον πρώτο από τους δυο σκοπέλους. Τον δεύτερο όσο και καλή διάθεση και αν έχει απαιτεί διάβασμα, και δε θέλει να πάει και άλλο μακριά η βαλίτσα του πτυχίου της. Ταυτόχρονα απασχολείται part time στη ρεσεψιόν πολυτελούς ξενοδοχείου στην πολιτεία καταγωγής και διαμονής της. Με την Εριφύλη έχουν σχεδόν καθημερινή επαφή μέσα από τα sosial media. Όταν ο χρόνος της το επιτρέπει  η Άλκηστις κατεβαίνει στην Αθήνα στην ξαδέλφη της...............

Κυριακή 6 Απριλίου 2025

2006 (MLC)

.. Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part...7»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).......Δεν πρόλαβαν να γυρίσουν στην Αθήνα και ο Νικηφόρος στη βδομάδα επάνω βρέθηκε στο αεροδρόμιο με προορισμό το Άμστερνταμ. Μπαρκάριζε σε ένα μεγάλο τελευταίας τεχνολογίας δεξαμενόπλοιο που ξεφόρτωνε στο Ρότερνταμ. Είναι πικρή του ναυτικού η μοίρα το λέει και το τραγούδι.
«Βάρα λοστρόμε την μπουρού
κι εσύ μηχανικέ ντουγρού
φουλαριστά οι μηχανές, πάλι να τρέχουν
Κι αν κλαίνε αγάπες στη στεριά
σφίχτε λεβέντες την καρδιά
οι ναυτικοί στον χωρισμό πρέπει ν' αντέχουν
Είναι πικρή του ναυτικού η μοίρα
να καταπίνει την αλμύρα
απ' το κύμα κι απ' το δάκρυ
στης θάλασσας την κάθε άκρη.»
Κάθε μπάρκο και μια περιπέτεια, κάθε λιμάνι και μια διαφορετική εμπειρία, τρικυμισμένες ή γαλήνιες θάλασσες, τόποι διαφορετικοί, άλλες φορές μαγευτικοί άλλες απωθητικοί. Eνα ταξίδι της ζωής, η καθημερινότητα του ναυτικού, πολλές οι χαρές, αρκετές και οι πίκρες και πάντα ο νους και η καρδιά να ταξιδεύει πιο γρήγορα από τις μηχανές το πλοίου στην οικογένεια πίσω στην πατρίδα, σε πρόσωπα αγαπημένα, σε παιδιά που τα αναζητεί και τον αναζητούν.
Βρισκόμαστε στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας που κυκλοφόρησε το Skype μια επαναστατική και πρωτοποριακή και δημοφιλής εφαρμογή τηλεφωνικών κλήσεων εκείνη την εποχή μέσω Διαδικτύου στον κόσμο. Το Skype, το οποίο κυκλοφόρησε το 2003, υποσχόταν στους χρήστες του μια άνευ προηγουμένου ιδιωτικότητα, με κλήσεις «πολύ ασφαλείς με κρυπτογράφηση end-to-end» κάτι που θεωρητικά καθιστούσε αδύνατο για τους hacker ή τους κατασκόπους να διαβάσουν τις συνομιλίες και να ακούσουν κλήσεις από το Διαδίκτυο. Οι κλήσεις του Skype είχαν εξαιρετική ποιότητα ήχου και ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς.
Το ναυτικό επάγγελμα είναι από τα ποιο δύσκολα και σκληρά επαγγέλματα που υπάρχουν στον κόσμο. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ο ναυτικός, η ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος και η απομόνωση μέσα στο καράβι μακριά από τους δικούς του ανθρώπους είναι μόνο κάποιες από τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει. Η ευγνωμοσύνη και ο σεβασμός που θα πρέπει να δείχνουμε σε αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι εργάζονται κάτω από αντίξοες συνθήκες με σκοπό να επιβιώσουν αυτοί και οι οικογένειες τους , είναι το λιγότερο.
Ένα αντιθέσει με ότι πιστεύουν πολλοί άνθρωποι στην στεριά, ο ναυτικός του εικοστού πρώτου αιώνα δεν βγαίνει στα λιμάνια. Βλέποντας αξιοθέατα και γλεντώντας. Η μονοτονία του να εργάζεσαι και να ζεις στο ίδιο περιβάλλον για πολλούς μήνες τον χρόνο είναι τεράστια και μεγάλο πρόβλημα για την ψυχολογία ενός ναυτικού. Ένα ίσως από τα δυσκολότερα κομμάτια στο επάγγελμα του ναυτικού είναι ότι αποχωρίζονται την οικογένεια του και τους φίλους του. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα να αποχωρίζεσαι την οικογένεια σου για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πραγματικά ένα τεράστιο ψυχολογικό βάρος που δεν αντιμετωπίζεται με τίποτα.
Σήμερα λοιπόν οι ναυτικοί έχουν κερδίσει το δικαίωμα υποχρεωτικής πρόσβασης στο διαδίκτυο ενώ βρίσκονται στη θάλασσα, στο πλαίσιο της επικαιροποίησης της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας  που συμφωνήθηκε το 2006 (MLC) και οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω τις έλευσης του Ίντερνετ στα καράβια αλλά και την μεγάλη μείωση του κόστους της τηλεφωνικής επικοινωνίας.
Η ανοιχτή και τακτική επικοινωνία είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση ισχυρών οικογενειακών δεσμών. Με τη σύγχρονη τεχνολογία, οι ναυτικοί μπορούν να παραμένουν σε επαφή με τις οικογένειές τους μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, βιντεοκλήσεων και μηνυμάτων μέσω των social media. Οι συχνές συζητήσεις βοηθούν στη διατήρηση της συναισθηματικής σύνδεσης και εξασφαλίζουν ότι όλοι είναι ενήμεροι για τις καθημερινές δραστηριότητες και τα σημαντικά γεγονότα ώστε να μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και να απολαύσουν μια πλήρη και ισορροπημένη ζωή.
Το έμαθε και ο Αδαμάντιος ότι το πλοίο διέθετε ιντερνετική σύνδεση και του έστειλε μήνυμα του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος ξαφνιάστηκε λίγο καθώς δεν το περίμενε από τον Αδαμάντιο να εκδηλώσει τέτοιο έντονο ενδιαφέρον για επαφές τους. Ένα χαμόγελο γέμισε το πρόσωπο του. Ενδιάμεσα σχόλια τον σύντομο χρόνο και τις λίγες στιγμές που είχαν βρεθεί μόνοι κάποιες από αυτές ο Νικηφόρος έμενε με μια αίσθηση πως ο Αδαμάντιος αναζητούσε πολύ διακριτικά.....

Σημείωση: Οι ναυτικοί κέρδισαν το δικαίωμα στην υποχρεωτική κοινωνική συνδεσιμότητα για τα πληρώματα - συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στο Διαδίκτυο - με ενημερώσεις της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας του 2006 (MLC).

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Mparmpa Theodorakis Frintzilas

...Θεόδωρος Φριντζήλας ή Στραβοθοδωράκης, ο πασίγνωστος τυφλός ποιητής από τη Ρηχιά μέλος της οικογένειας Φριντζήλα, με μέλη στη Κρεμαστή, τα Πελετά, τα Πιστάματα και τη Ρηχιά.  Διακρίθηκε για το ποιητικό του τάλαντο, ως ο πασίγνωστος τυφλός ποιητής από τη Ρηχιά. 
........................... 
Ένας Λεβεντάνθρωπος.... Μποέμ ..............
Ξάδελφος του παππού.........................
Θείος της μητέρας μου.......

1955 -1956.... Ήμουν πεντάχρονος που σαν μέσα από μια συννεφιά μνήμης ενθυμούμαι το μπάρμπα Θοδωράκη που έμενε σε ένα κατώι, όπου τα έβγαζε πέρα με ελάχιστα. Σηκωνόταν κατά το μεσημεράκι, ζητούσε να τον πάρω από το χέρι και να τον οδηγήσω σεργιάνι μέχρι την ντάπια του οικισμού Μπελεσέικα. Αυτή τη βόλτα την εκτελούσε, με τον ενθουσιασμό ενός προσκυνητή που βαδίζει σε ιερά χώματα. Όταν είχε ήλιο, καθόταν στο βράχο και μασουλούσε το ψωμί του καπνίζοντας και ένα τσιγάρο. Όταν έβρεχε ή έκανε κρύο, έμενε στο κατώι βούλιαζε σ’ ένα φθαρμένο καναπέ και άκουγε στη διαπασών μουσική. Με το που έπαιρνε να νυχτώνει και απέξω το σκοτάδι ήταν απόλυτο στο κατώι επικρατούσε βαθιά σιωπή. Το μυαλό του τότε ήταν καθαρό σαν τον χειμωνιάτικο νυχτερινό ουρανό, με το φεγγάρι και τον πολικό αστέρα στη θέση τους να τρεμοσβήνουν ζωηρά. Ο μπάρμπα Θοδωράκης μέσα στην ησυχία της νύχτας αναζητεί τα θέματα των στιχουργημάτων του βασισμένα στην καθημερινή ζωή και τις τοπικές παραδόσεις στα Ζαρακιτοχώρια. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, σκεφτόταν τον τελευταίο του στίχο και προσπαθούσε να θυμηθεί πως είχε ταιριάξει τις λέξεις και πότε τις είχε χρησιμοποιήσει ξανά. Μπορεί να τις είχε ξανασκεφτεί και άλλες φορές στη ζωή του, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε το συγκεκριμένο. Σχολίαζε με καυστικό τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις, περίβαλλε με αγάπη τα γνωστά του πρόσωπα που αναφέρονται στα ποιήματά του, παραθέτει τις σκέψεις του χωρίς να ηθικολογεί. Είχε τόσα πράγματα να σκεφτεί, τόσες ιστορίες να πει. Αυτό που του έλειπε ήταν η σωστή διέξοδος, απ’ όπου θα ξεχύνονταν οι σκέψεις και οι ιδέες, σαν λάβα που μετά θα έπηζε σε μια σταθερή ροή πρωτότυπων έργων, που όμοια τους ο κόσμος δεν είχε δει ποτέ.  Οραματιζόταν πως τα μάτια των ανθρώπων θα άνοιγαν διάπλατα από την έκπληξη στο σπάνιο ταλέντο. Μια φωτογραφία του μ’ ένα χαμόγελο, θα έμπαινε στις λογοτεχνικές σελίδες των περιοδικών! Ο μπάρμπα Θοδωράκης σκεφτόταν μερικά ποιήματα που είχαν αρχή. Μερικά άλλα είχαν τέλος. Κανένα όμως δεν είχε αρχή και τέλος και ασταμάτητα, δούλευε καθετί που του περνούσε από το μυαλό. Το πρόβλημα ήταν ότι σκεφτόταν υπερβολικά πολλά. Δεν μπορούσε με τίποτε ν’ αποφασίσει, όταν σκεφτόταν τη ρίμα του στο σύνολό της, τι ήταν απαραίτητο και τι όχι. Την επόμενη μέρα, σχεδόν τα είχε ξεχάσει! 

Ω! Βλάχα Μούσα της Ρηχιάς
Κόρη του Θοδωράκη
Κατέβα και βοήθα με
Να πω ένα τραγουδάκι
…………………………
Έτσι άρχιζε ένα ποιηματάκι κάποιος φιλόδοξος σατιρικός ποιητής στα μαθητικά του χρόνια, και ο οποίος εγκατέλειψε, για ευνόητους λόγους, την ποίηση πολύ σύντομα. Ο ποιητής(;) αναφέρεται στο Μπάρμπα Θοδωράκη τον Φριντζήλα. Ο μπάρμπα Θοδωράκης ήταν ένας γέρος αγράμματος, τυφλος, εξ ου και Στραβοθοδωράκης, με άσπρα γένια που είχε το χάρισμα να φτιάχνει στίχους με μεγάλη ευκολία. Πολλοί από αυτούς τους στίχους γινόταν και τραγούδια. Δεν πιστεύω ότι οι στίχοι του να έχουν διασωθεί. Είχε μεγάλη απήχηση στον παιδόκοσμο. Όταν το παιδομάνι έβλεπε τον Μπάρμπα Θοδωράκη έτρεχε πίσω του.
«Μπάρμπα Θοδωράκη πες μου ένα ποίημα»
«Πως σε λένε;»
«Μπότη»
«Ο Μπότης το καλό παιδί και τ’άξιο παλληκάρι…..κλπ»
«Πες μου και μένα ένα.»
«Πως σε λένε?»
«Γιάννη»
«Ο Γιάννης το καλό παιδί κλπ. κλπ.»
Ο μπάρμπα Θοδωράκης είχε πάντα ένα τετράστιχο για όλους. Το έφτιαχνε εκείνη τη στιγμή, ή τα είχε σε μια τράπεζα δεδομένων και τραβούσε ένα κατά την ζήτηση; Πως σε λένε Γιώργο. Πάρε Γιώργο. Εσένα; Νίκο. Πάρε Νίκο. Εσένα; Χρήστο. Πάρε Χρήστο.
Περάστε κόσμε, πάρε παιδόκοσμε.
Ανήκε ο μπάρμπα Θοδωράκης στους Entertainers της Παλιάς Ρηχιάς; Στους ενήλικες προφανώς όχι. Ο παιδόκοσμος όμως;
Ο μπάρμπα Θοδωράκης είναι ένας θρύλος, και όπως όλους τους θρύλους να τον τιμούμε και να τον σεβόμαστε..

.........................................
Ο Θεοδωράκης Φριντζήλας γεννήθηκε το 1880 στο Μπρακάκι, στην περιοχή Καρίκια του χωριού Ρηχιάς.
Πέθανε στις 22 του Ιούλη το 1961, 82 χρόνων.
................................................
Γιώργη, τι να τα κάνεις τα λεφτά - με τους πολλούς τους τόκους
άμα δεν έχεις άνθρωπο καλό - με τους καλούς τους τρόπους.
Γιώργη, να μην κοιτάξεις χρήματα - παρά καλή γυναίκα
γιατί ποτέ τα χρήματα - δεν βγαίνουν στο σεργιάνι.
Πάρε γυναίκα όμορφη - να βγαίνεις στο σεργιάνι
να σκάζουν οι ρουφιάνοι.
.................................
Αυτό το αχ να μούφευγε - απ’της καρδιάς τα φύλλα
όλο τον κόσμο θάκαιγα - δίχως φωτιά και ξύλα.
Καημένη Κουλοχέρα μου - πόχεις την τρύπια πέτρα
τρούπια είν’κι η καρδούλα μου - σαν τη δική σου πέτρα.
..........................................
Α, ρε φίλε δεν ξέρω - αν κοιμάσαι ή ονειριάζεσαι
κείνος πούχει καλό μυαλό - και άλλο δεφτέρι βγάζει.
.................
Ναι,φίλε μου ετούτο το μυαλό - βγαζει βελόνες άφθονες
χιλιάδες εκατομμύρια - να ράψεις τα κασμίρια σου
κι όλα σου τα στολίδια.
................
Κλαίω με μαύρα δάκρυα - της γης το χώμα βρέχω
και δεν εβρέθηκε άνθρωπος - να με ρωτήσει τι έχω.
Όταν πεθάνω μη με κλαις - γιατί ΄μαι πεθαμένος,
κλάψε με τώρα πούμαι ζωντανός - κι είμαι τυφλός και καταφρονημένος.
..........................
Δεν το πιστεύω στο ντουνιά - κανένας να με φτάσει
στα τραγουδάκια τα πολλά - και ούτε να με περάσει.
Τα ποιήματα .....
Από το βιβλίο ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Θ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
θοδωράκης φριτζήλας - Ο ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
................
Σημείωση I: Τα ανίψια του (Η μητέρα μου.... και οι Θείες μου)... Μου δηλώσαν ότι δεν ήταν παντελώς τυφλός! Απλώς από νεαρή ηλικία είχε αρχίσει να έχει εκτεταμένα μειωμένη όραση η οποία με την πάροδο του χρόνου επιδεινώθηκε. Προς επιβεβαίωση τους παραθέτω το δίστιχο...
Ανέβαινε το 1956 σε ηλικία 76 χρονών στις «Βόγιες» και βλέποντας τον πρόεδρο του Χάρακα, το Δαμιανό να επιβλέπει το έργο επαναχάραξης του νέου δρόμου του λέει:
                              Γεια σου Δαμιανέ - με τη βόγια την καινούρια
                            που θα σε συγχωράνε - άνθρωποι και γαιδούρια.

Σημείωση II: Το 1825 πέρασε από το Ζάρακα ο Ιμπραήμ ο οποίος ως γνωστό δεν άφησε πίσω του τίποτε όρθιο.  Αμέσως μετά την επανάσταση η Ρηχιά ήταν ακατοίκητη και οι διάφορες εκτάσεις που ονομάζονταν μετόχια ανήκαν σε κατοίκους της Κρεμαστής. Αμέσως μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ άρχισαν να εγκαθίσταται στην περιοχή της Ρηχιάς  διάφορες οικογένειες όπως οι Πετρουτσάς στα Νήπια από τις Σπέτσες, οι Φριντζήλας στα Καρίκια επίσης από τις Σπέτσες. Οι Κόκκορης στη Ρηχιά πιθανώς από τους Γοράνους Σπάρτης. Οι Δρίβας ήταν κάτοικοι Κρεμαστής πολύ παλαιότερα.

Σημείωση III: Το Μετόχι Καρίκια άνηκε στους Φριτζηλαίους αλλά μέσω προικώων απέκτησαν γη εκεί και οι Μπελεσαίοι οι οποίοι ήταν μάλλον από τα μέρη της Κορίνθου..

 
Web Informer Button