ADS

click to open

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Anamnisseis Dipla Sto Tzaki

«Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι, που μένουν ξέμπαρκοι κι αγναντεύουν τη θάλασσα και ο νους τους γυρίζει στα μεγάλα ταξίδια»,
Κ. Ουράνης

Βρισκόμαστε τέλος φθινόπωρου αρχές χειμώνα του δυο χιλιάδες εννέα.
Το τελευταίο δελτίο καιρού αναφερόταν σε κακοκαιρία που τα κύρια χαρακτηριστικά της θα είναι οι ισχυρές βροχές και καταιγίδες που κατά τόπους θα συνοδεύονται από χαλαζοπτώσεις και οι θυελλώδεις ανέμους. Τις απογευματινές ώρες ισχυρή καταιγίδα επισκέφθηκε την ευρύτερη περιοχή του δημοτικού διαμερίσματος της Σούρπης. Σουρούπωσε πια, ο ήλιος είχε χαθεί από ώρα πίσω απ’ τα βουνά της Όθρυς και της θάλασσας η οργή ξεκίνησε να θεριεύει. Ως τις πρώτες αυλές έφταναν οι αφροί των κυμάτων, κι από την τόση αντάρα τίποτα δεν μπορούσες να δεις πάρα μέσα. Ο Παγασητικός έμοιαζε τώρα με ωκεανό μαύρο κι ατέλειωτο. Κανένα φως δε φαινόταν απέναντι στα χωριά του Πηλίου. Δεν ξεχώριζε ούτε ο φάρος, ούτε καν οι σκούροι όγκοι από τα βουνά του Τρίκερι.
Η βροχή άρχισε να πέφτει γοργά και να χτυπάει στην οροφή και στα παντζούρια του σπιτιού όταν σηκώθηκα και άναψα το τζάκι. Λίγα λεπτά αργότερα ήταν έτοιμη η προκλητικά νόστιμη κρεμμυδόσουπα. Σερβίρισα για τον εαυτό μου ένα βαθύ μπολ αφού πρόσθεσα από πάνω τα φρυγανισμένα ψωμάκια με γραβιέρα κι είχα ένα ωραιότατο αντίδοτο στο κρύο. Μέσα στο σαλόνι δεν άκουγα παρά το θόρυβο του άνεμου και της βροχής. Ο άνεμος περνώντας η ώρα χτυπούσε και σφυροκοπούσε το σπίτι τόσο απρόβλεπτα, με τόση δύναμη που νόμιζα θα το μετακινούσε. Άκουγα τα σφυρίγματα του ανέμου να χτυπούν στις γρίλιες των παραθύρων και ένιωθα σα να είμαι σε καράβι έτοιμο να σαλπάρει στις Αλεούτες νήσους του μακρινού βορά. Μύριζα την αλμύρα της θάλασσας, που ο άνεμος έφερνε θαλασσινές σταγόνες πάνω στις γρίλιες, κι αυτό ήταν το γιατρικό της αγρύπνιας μου μες στο σκοτάδι. Υπήρχαν και πιο ήρεμα διαστήματα, αλλά κάθε φορά η καταιγίδα επανερχόταν με μεθυσμένη λύσσα και έσπρωχνε εμπρός της σαν πανικόβλητη αγέλη τη βροχή που σάρωνε τα δένδρα και μαστίγωνε τα σπίτια. Οι ουρανοί είχαν ανοίξει με τους αγροτικούς δρόμους να έχουν μετατραπεί σε ποτάμια.
Έχοντας ξεκλέψει λίγες ώρες ύπνου σηκώθηκα όταν το σκοτάδι δεν είχε ακόμη σκορπίσει από τις κοιλάδες και τις πλαγιές των βουνών. Μια άδεια βουβή σιωπή επικρατούσε στην περιοχή. Τα σημάδια της νυκτερινής καταστροφής ακόμη κι αν δεν τα 'βλεπες, ήξερες πως υπήρχαν γύρω σου καλυμμένα από τους ίσκιους της νύχτας και πως σε λίγο θ’ αποκαλύπτονταν με τα καινούργια πρωινά χρώματα. Φορώντας ένα βαρύ χειμωνιάτικο πανωφόρι βγήκα στο μπαλκόνι να γεμίσω τα πνευμόνια μου με πρωινό δρόσο. Όπως έσκυψα στην κουπαστή να ρίξω μια ματιά στην αυλή από το στόμα και τα ρουθούνια μου ένα σύννεφο γκριζόλευκου καπνού ενώθηκε με την πρωινή καταχνιά της θάλασσας. Ένα πουλί κελαηδούσε κι η φωνή του διαπέρασε την σιγαλιά της γκρίζας χαραυγής. Το φθινόπωρο ο καιρός αλλάζει συνέχεια. Γκρίζος ουρανός, χλωμά πρασινοκόκκινα φύλλα, καταρρακτώδεις βροχές και έπειτα πάλι ο Ήλιος. Με το πρώτο φως της ημέρας η φύση γύρω παραμένει για λίγο κρυμμένη από τη βαριά ομίχλη που γλιστρά αθόρυβα από τη θάλασσα προς τις ακτές και απλώνεται παντού, πάνω απ' το κεφάλι μου, κάτω από τα πόδια μου, με τυλίγει απ’ όλες τις πλευρές.
Τις επόμενες ώρες ο ήλιος είχε ήδη σηκωθεί βγήκε από τα σύννεφα και έδιωχνε την πρωινή ομίχλη. Τα λίγα σύννεφα που υπήρχαν ήταν αραιά και ακίνδυνα και ο ορίζοντας γέμισε ευλογία και φως. Τα πάντα γύρω άστραφταν φρεσκοπλυμένα και δροσερά. Σ’ έναν ορίζοντα διάφανο και καθαρό η γη μοσχοβολούσε σαν ρούχο που κάποιος το έπλυνε και τ’ άπλωσε να στεγνώσει. Ο άνεμος τώρα φυσούσε απαλός, κι όποτε σάλευαν τα δέντρα άφηναν τη βροχή που είχε πέσει αποβραδίς να αγγίξει ρυθμικά το νοτισμένο χορτάρι, και το σπίτι μου στην ακρογιαλιά φάνταζε τόσο ήσυχο μετά την καταιγίδα. 
Ο ήλιος του βορρά απάλυνε τα χρώματα, δίχως να τα μεθάει με το σκληρό φως του. Είναι αυτή η καθαρότητα του βορρά που δίνει τις πράσινες αποχρώσεις στη θάλασσα, που βαθαίνει τις κόκκινες σκεπές και ζωγραφίζει το κάθε φύλλο δέντρου στον απέραντο ελαιώνα των γύρω λόφων με μια διαφορετική πινελιά.
Τώρα δεν κελαηδούσε ένα μόνο πουλί. Κι άλλα πουλιά είχαν ενώσει τις φωνούλες τους με τη δική του, γεμίζοντας τον αέρα με το χορωδιακό τραγούδι τους.
Η βροχή ήταν ένα είδος «κάθαρσης» για τη φύση, της δίνει καινούργια πνοή και δύναμη και μια ευκαιρία να αναζωογονηθεί.
Πήρα τη κούπα του καφέ με το καυτό περιεχόμενο και κάθισα σε ένα παγκάκι στο πλάι της πλακόστρωτης αυλής δίπλα σε έναν κήπο γεμάτο λουλούδια πνιγμένο με φρέσκες λιμνούλες και μουλιασμένα χορτάρια που φύτρωναν στη χωμάτινη επίστρωση του κήπου κάτω από τη σκιά απ΄ τις ελιές με το πυκνό φύλλωμα. Βάλθηκα να αγναντεύω τη θάλασσα και στη συνέχεια τον ορίζοντα εκεί πέρα στο σημείο που ενώνονταν αυτός με τη θάλασσα και ήταν τόσο έντονα γαλάζια και ακύμαντη που έμοιαζε με γυαλί λιωμένο και απλωμένο σε μία τεράστια έκταση.  To απαλό αεράκι μου χάιδευε το πρόσωπο. Λευκά, ακίνδυνα σύννεφα φαίνονταν διάσπαρτα στον ορίζοντα. 
Η ορατότητα ήταν τέλεια, έτσι ζήλεψα τον ψαρά της βάρκας εκεί στο βάθος, που φαινόταν όλο και καθαρότερα να μαζεύει τα δίχτυα που τα είχε ρίξει αποβραδίς. Μια απ’ αυτές τις μέρες, θα ζητούσα από τον μπάρμπα Θωμά τον ψαρά, να με πάρει μαζί του ένα βράδυ για ψάρεμα. Να ζήσω την όλη διαδικασία, από το άπλωμα των διχτυών μέχρι το μάζεμα τους.
Μ' είχε πλημμυρίσει μια ευδαιμονία, που δε μπορώ να περιγράψω. Ένοιωθα κάτι σαν ίσκιος. Ή κάτι ακόμα πιο απέριττο, πιο ταπεινό. Αφουγκράστηκα τη σιωπή μου ταξινομώντας μια σειρά συναισθημάτων κάτι που με βοηθούσε να χαλαρώσω και να ξεχνάω τα προβλήματα μου. 
Τα πήγαινε-έλα του νερού στην ακρογιαλιά, ο αδιάκοπος ψιθυριστός θόρυβος του, που πότε-πότε δυνάμωνε, κι απασχολούσε διαρκώς τ’ αυτιά μου και τα μάτια μου, συμπλήρωνε τις εσωτερικές κινήσεις που η ονειροπόληση έσβηνε μέσα μου κι αρκούσαν να με κάνουν να νιώσω μ’ ευχαρίστηση την ύπαρξή μου, χωρίς να κάνω τον κόπο να σκεφτώ. Η ευτυχία δεν έχει κανένα εξωτερικό σημάδι. Για να τη γνωρίσεις, θα πρέπει να διαβάσεις την καρδιά του ευτυχισμένου ανθρώπου.
Ένιωθα μέσα μου να ζωντανεύει η αίσθηση πως ο κόσμος ήταν μεγαλύτερος από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου, μεγαλύτερος ακόμα κι από τα όρια του μικρού κόλπου που απλώνεται πέρα από τον δρόμο. Μερικά μίλια μακριά, ατενίζω τα βουνά του Πηλίου που συνθέτουν μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα και σήμερα που η μέρα είναι πολύ καθαρή, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά στο ακρωτήρι του Τρικέρι να βγαίνουν μέσα απ’ το πέλαγο και σιγά πάλι να σβήνουν μαζί με τη νύχτα που θα 'ρθει.
Για την ώρα, θα απολάμβανα μερικές μέρες γαλήνη και μοναξιά, θα ξαναθυμιζόμουν πώς να ικανοποιώ μόνος μου όλες μου τις ανάγκες. Ο μικρός μου σκύλος κι εγώ είχαμε ο ένας τον άλλο για παρέα. Τι παραπάνω θέλαμε; σε μιαν εποχή που τη θέση του στοχασμού έχει πάρει η θέση της ταχύτητας.
Ούτε που είχα καταλάβει πως είχε περάσει η ώρα. Με τις  ενδοσκοπήσεις να με συνεπαίρνουν μερικές φορές ξεχνιέμαι και δε μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι.
Σταμάτησα λίγο τις σκέψεις μου, άνοιξα και κοίταξα το κινητό μου. Υπήρχαν τις τελευταίες ώρες μερικές κλίσεις και ένα μήνυμα.
Το μήνυμα ήταν από συνάδελφο ναυτικό, εδώ και καιρό συνταξιούχο καπετάνιο.
Συνάδελφος, συναγωνιστής της καθημερινής επιβίωσης σ’ ένα δύσκολο επάγγελμα, μια γνωριμία από τα παλιά έστελνε κάλεσμα ικανό να ταρακουνήσει πανηγυρικά τη μονοτονία της καθημερινότητας μου και της μερικής στέρησης της κοινωνικότητας που είχα επιβάλλει τελευταία στον εαυτό μου μετά την πρόσφατη συνταξιοδότηση. 
Με πληροφορούσε ότι βρισκόταν στον Πειραιά για μια δυο ημέρες και πολύ θα χαιρόταν να βρισκόμασταν να θυμηθούμε για λίγο τα παλιά πριν αναχωρήσει και πάλι για την γενέτειρα του.
Αποστάσεις της μνήμης, όνειρα της ζωής μου όλης στη θάλασσα. Ένα αίσθημα νοσταλγίας και αναπόλησης- κυρίως για τις καλές στιγμές των γεγονότων - η σκέψη ξεκίνησε. Αισθήματα συγκίνησης με πλημμύρισαν, ανασαίνω ασάλευτος μοναχικός, πνιγμένος στην ομίχλη την εσπερινή ενθυμούμενος χαρές και λύπες μια άλλης εποχής.
Ο καπετάν Παρασκευάς είχε καταγωγή απ’ ένα μικρό χωριό στην ευρύτερη περιοχή του νομού Σερρών. Τον θυμάμαι να νοσταλγεί την παραδοσιακή μονοκατοικία τους την πνιγμένη στα αναρριχώμενα φυτά, νυχτολούλουδα και γιασεμιά, την αυλή τους τη γιομάτη από πολύχρωμες τριανταφυλλιές, και μενεξέδες, έργο νοικοκυροσύνης της άξιας μητέρας του. Αναδεύοντας το χθες, ολοζώντανες είναι οι μνήμες από τα κοινά μας ταξίδια στις θάλασσες του κόσμου. Χαμηλών τόνων άνθρωπος ο καπετάν Παρασκευάς αυτοκυριαρχημένος, προσηνής και ευγενικός, διακριτικός και αδογμάτιστος, γιατί ήταν φιλοσοφημένος.
Δεν μπορώ να ξεχάσω ένα, θα το έλεγα, αινιγματικό γελαστικό χαμόγελο, κατά τις συζητήσεις μας. Δεν επεδίωκε προβολή και κυρίως, δεν είχε ιδιοτελείς επιδιώξεις. Βασικές αρχές του η συναδελφική δεοντολογία, η αλληλεγγύη και η συνεργασία.
Δεν πίεζε, δεν απαιτούσε, με τον τρόπο του υποδείκνυε εκείνο που έπρεπε να γίνει.
Ήταν πρόθυμος να φανεί επιεικής με τα πληρώματα και να δείξει κατανόηση σε περιπτώσεις ελλείψεων και αδυναμίας.
«Η αρετή του Δάσκαλου είναι σαν τον άνεμο. Η αρετή του μαθητή είναι σαν το χορτάρι. Όταν ο άνεμος περνά από πάνω του δεν μπορεί παρά να σαλεύει (Κομφούκιος).»
Η θάλασσα, δεν αντιπροσώπευε για μας μόνο την φυγή και την εναλλαγή στον χώρο ή την απελευθέρωση από δεσμά της στεριάς. Αντιπροσώπευε αυτή την ίδια τη λευτεριά μας γιατί πέρ' απ' το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα την αγαπήσαμε για την λευτεριά που μας χάριζε στον σκληρό βιοποριστικό μας βίο. Πλοηγοί και κωπηλάτες οι Έλληνες ναυτικοί από τα βάθη των αιώνων με συγκεντρωμένη γνώση είχαν χύσει σ’ αυτήν κάμποσο από το αίμα τους και τον ιδρώτα τους και συνεχίζουν το ταξίδι μέσα στο απέραντο γαλάζιο με φάρο την επιτυχία της εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας των προγόνων τους.
Προσωπικά μου είναι αδύνατο να καθορίσω με ακρίβεια τη στιγμή που διαισθάνθηκα για πρώτη φορά μέσα μου τη γοητεία της θάλασσας. Βαθιά ριζωμένη ήταν στη διάπλασή μου, η παρουσία του ιστορικού παρελθόντος του συνυφασμένου με τη θάλασσα, με το οποίο διαπαιδαγωγηθήκαμε γενιές Ελλήνων. Αλλά αν ψάξω στη μνήμη, ήταν στην εφηβεία μου τότε που άρχισα να συνειδητοποιώ αληθινά τι ακριβώς σημαίνει αυτή η αίσθηση δεσμού με τη θάλασσα και που δεν μπορούσε να αποκτηθεί με κανέναν άλλο τρόπο αν δεν έχυνα και εγώ σ’ αυτήν κάμποσο από το αίμα μου και τον ιδρώτα μου.»
Τον κάλεσα στο ταξίδι της επιστροφής κινούμενος από την Αθήνα με προορισμό τη γενέτειρα του στην Ανατολική Μακεδονία, να κάνει λίγα χιλιόμετρα παράκαμψη στο μέσο της διαδρομής του, να τον φιλοξενήσω στην εξοχική κατοικία, εκεί βρισκόμουν για πολύ λίγες ήμερες μονάχος μου για τις ανάγκες μερικών εργασιών συντήρησης. Με μεγάλη του ευχαρίστηση δέχτηκε την πρόσκληση και την επομένη θα βρισκόταν φιλοξενούμενος για μια δυο ημέρες.
Του εξήγησα το δρομολόγιο.
.......Το αυτοκίνητο διασχίζοντας ένα τοπίο με πλήθος εναλλαγές. σε μεταφέρει διαμέσου του πέταλο του Μαλλιακού στο μικρό μαγευτικό κόλπο, στις Νηές Αλμυρού. Τα βουνά καλούν το ένα το άλλο. Οι χαράδρες πιο ζωντανές και από πρόσωπα. Κάθε μικρή ρυτίδα στις μακρινές πλαγιές των λόφων ζει στην πνοή του ανέμου. Και όλα αυτά είναι τόσο οικεία τόσο κοντινά. Φθάνοντας στον προορισμό αντικρίζεις εμπρός σου την πιο ήρεμη από τις θάλασσες που έχεις γνωρίσει, με τις κορυφογραμμές των κατάφυτων με ελαιόδεντρα λόφων και με εξοχικές κατοικίες διάσπαρτες ως τη θάλασσα..........
Η ίδιος είχα κάνει αυτή τη διαδρομή τόσες φορές, που είχα χάσει το λογαριασμό. Μπορεί να μου είχε γίνει ρουτίνα, αλλά δεν ήταν ποτέ μονότονη. Ένιωθα και τώρα, ως συνήθως, την ελευθερία της ανοιχτής γης, που συνορεύει με τη θάλασσα. Ο μικρός και ήσυχος θαλάσσιος κολπίσκος οι Νηές στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου ήταν ιδανικό μέρος για να βρεις την ηρεμία. 
Ο καπετάνιος σαν βορειοελλαδίτης είχε ιδιαίτερη αδυναμία στο πιο παραδοσιακό φαγητό των βορείων. «Το χοιρινό με ξινό λάχανο, πράσα, και σέλινο.»
Στη Βόρεια Ελλάδα μαγειρεύουν πολύ συχνά ανακατεύοντας πράσα με το σέλινο -κεντανέ με κερεβίζι που λέει και η παροιμία- και φτιάχνουν πρασοσέλινο με ντομάτα ή πάλι με αβγολέμονο.
Σκεφτόμουν να του κάνω έκπληξη με το φαγητό.
Μερικές δεκάδες μέτρα μακριά έχει εξοχική κατοικία η οικογένεια ξαδέρφης της συζύγου μου, και βρίσκονται πολύ συχνά εκεί. Την επαύριον της κακοκαιρίας δε, είχαν έλθει να διαπιστώσουν τυχόν αβαρίες στην κατοικία τους. Η μητέρα της ξαδέρφης, προκομμένη νοικοκυρά, απλόχερα και με πολύ μεράκι, παρασκευάζει λαχταριστές νοστιμιές. Έχει επιδεξιότητα, φαντασία, εφευρετικότητα, υπομονή, καλαισθησία και πάνω απ όλα είναι αεικίνητη και φιλόξενη. Θα της ζητούσα την συνδρομή.
Βυθισμένος σε κατάσταση ειρήνης και πληρότητας στο ξέφωτο της αυλής, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει στη δύση. Ανοικτά του κόλπου, ήχος καϊκιού ακουγόταν να φτάνει μέχρι την ακτή μονότονος και σα νυσταγμένος. Παρατήρησα επίσης ότι στα βόρειο δυτικά, μπορούσα να ξεχωρίσω ψηλά τα γλαροπούλια που πετούσαν σε σχήματα, ανήσυχα, νευρικά. Ο σκύλος αναπαυόταν νωχελικά. Να όμως που ένιωσα μια μεταβολή στο σώμα του, πετάγεται ξαφνικά και τρέχει με ορμή στο τέλος της αυλής, τσαλαπατώντας την πράσινη χλόη. Όταν έφτασε στην αυλόπορτα, σταμάτησε στο ρείθρο του δρόμου και κοίταξε εμπρός του, σαν να εξέταζε την περιοχή για κάτι.
Κοιτούσε πέρα απ’ τα ελαιόδεντρα και τους θάμνους του γειτονικού κήπου, εστιάζοντας την προσοχή του στο δρόμο. Ο δρόμος έπαιρνε μια απότομη στροφή προς τ' αριστερά, ανέβαινε στην πλαγιά την καλυμμένη με ελαιόδεντρα, από την παραλία προς την κορυφή του λόφου που οδηγούσε στο χωριό. Μπροστά στο βάθος, το έδαφος ανέβαινε απότομα σχηματίζοντας απέραντες βουνοπλαγιές που οι κορφές τους διαγράφονταν καθαρά πάνω στα φωτισμένα από το τελευταίο φως του Ήλιου σύννεφα. Από την θέση μου δεν μπορούσα να διακρίνω στο βάθος του δρόμου, παρά μόνο μερικές δεκάδες μέτρα.
Μερικά λεπτά αργότερα, ξεπρόβαλε μπρος μας ένα αγροτικό αυτοκίνητο για «βαριές» δουλειές . Η θέα του αυτοκινήτου ενθουσίασε τον μικρό μου -«κοκόνι»- σκύλο. Χωρίς κανένα φόβο, έτρεξε για να προϋπαντήσει το όχημα που διέσχισε εμπρός μας τον μικρό ανηφορικό χωματόδρομο και ανάμεσα από τις ελιές σταμάτησε κάτω από μια πελώρια ελιά στο διπλανό οικόπεδο.
….(Το Κοκόνι είναι μια αρχαία ελληνική φυλή σκύλων που απαντάται σε όλη την Ελλάδα. Μικρόσωμος σκύλος με κορμό μακρύτερο από ότι το ύψος του, τρίχωμα κοντό στο πρόσωπο και στα πρόσθια μέρη των σκελών, μετρίως μακρύ στον κορμό και τον λαιμό, και μακρύτερο στην ουρά και τους γλουτούς.
Σκυλάκι αξιαγάπητο. Ένα σκυλί που αγαπάει όλον τον κόσμο! Απίστευτος χαρακτήρας! Παιχνιδιάρης και με μεγάλη ενεργητικότητα. Υπάκουος, ευγενικός και συνάμα σκανταλιάρης. Φάτσα αγαπησιάρικη, εικόνα του τυπικού ελληνικού «κοπρίτη»! )….
Ο οδηγός έσβησε τη μηχανή και βγήκε από το αμάξι. Ήταν ένας μεσήλικας άντρας που φορούσε κυνηγετική ενδυμασία. Είχε σπινθηροβόλα γελαστά μάτια, ροδοκόκκινο πρόσωπο, στρογγυλή μύτη.
Το χαμόγελο απλώθηκε στο αδρό και αξύριστο πρόσωπό του όταν είδε όρθιο μπροστά του τον σκύλο μου να του κουνάει την ουρά χαρούμενα και ν’ αποζητά την προσοχή του. Ο νεοφερμένος γλίστρησε ανάλαφρα τα λίγα μέτρα που μας χώριζαν, εγώ σηκώθηκα κατεβαίνοντας να τον συναντήσω γελώντας δυνατά. Ήμουν ακόμα συνδεδεμένος με το τοπίο, έτσι ένιωθα καθώς περπατούσα κατά μήκος της αυλόπορτας. Ανταλλάξαμε μ’ εγκαρδιότητα χειραψία, ενώ αυτός συνέχιζε να χαϊδεύει τρυφερά το μουσούδι του παιχνιδιάρη σκύλου.
Ήταν ο συμπαθέστατος γείτονας μας και καλός φίλος, ο κυρ Γιώργος, υψηλόβαθμο διοικητικό στέλεχος σε δημόσια υπηρεσία. Είχε μεγάλο πάθος με το κυνήγι και ταυτόχρονα αγαπούσε ιδιαίτερα τους κυνηγετικούς σκύλους του, κι αυτοί του ανταπέδιδαν την αγάπη.
Άρχισε το κυνήγι από την εφηβική του ηλικία και το συνέχιζε μέχρι τα σημερινά χρόνια της ωριμότητας. Η μεγάλη μανία του ήταν το κυνήγι του λαγού. Από τα παλιά, που κυνηγούσε τους λαγούς, ήξερε όλες τους τις συνήθειες καθώς κι όλα τα λαγοτόπια της περιοχής με τις παραμικρές λεπτομέρειες.
Ήξερε που έβοσκαν οι λαγοί, που φώλιαζαν την ημέρα, που παίζανε τη νύχτα και από ποια περάσματα περνούσαν. Όμως σαν γνήσιος κυνηγός του άρεσε το παλικαρίσιο κυνήγι. Την ημέρα με σκυλιά και ποτέ δεν σκότωνε λαγό στη λούφα ή στο φύλαγμα τη νύχτα.
Όταν χτυπάς λαγό κοιμισμένο, έλεγε, είναι … φόνος.
Έπαιρνε πάντα μαζί του ένα η δυο σκυλιά κι εκείνα, όταν έβρισκαν τον ντορό του λαγού, σκόρπιζαν στα χωράφια και στα φυλλώματα σαν σβούρες μέχρις ότου ξεφώλιαζαν τον λαγό.
Ο γείτονας έχει στην ιδιοκτησία του μεγάλο περιβόλι από ελαιόδεντρα στην περιοχή και την εποχή της συγκομιδής παραμένει αρκετές ημέρες στο σπίτι που έχουν στην παραλία τις ελεύθερες ώρες απ’ την εργασία του. Τον είχαμε συνηθίσει να μας καλωσορίζει, κάθε φορά που φτάναμε στην εξοχική μας κατοικία τέτοια εποχή… εποχή του λιομαζώματος. Τον γνώρισα στα πρώτα χρόνια της άφιξης μας στην περιοχή, ανάμεσα στους πολύ λίγους τότε κατοίκους που είχαν καλοκαιρινές κατοικίες στην παραλία της Σούρπης.
Καλός συνομιλητής, που τον ένιωθα ότι κουβαλούσε μέσα του ολόκληρη την γνώση της τοπικής κοινωνίας.
Τελειώνοντας τις συνηθισμένες κοινωνικές αβρότητες τον ρώτησα. «Σαββατόβραδο δεν πιστεύω να επιστρέψεις στο Βόλο;»
Με κοίταξε διερευνητικά, σαν να ήθελε να αντιληφθεί αν είχε καταλάβει τι ακριβώς έλεγα. Του εξήγησα ότι την επομένη ετοιμάζω κάτι ιδιαίτερο μ' ένα φίλο δίπλα στο τζάκι και πολύ θα χαιρόμουν και θα το εκτιμούσα αν παρευρισκόταν στην παρέα μας. Έδειξε σκεπτικός. Τελικά έγνεψε καταφατικά χωρίς κανένα σχόλιο. Θυμήθηκα πως στο σπίτι δεν είχα κρασιά και αργά το απόγευμα έκανα μια βόλτα στην πόλη του Αλμυρού χάζεψα λίγο τις βιτρίνες και σ' ένα μαγαζί που πουλούσε ξηρούς καρπούς και ζαχαρώδη προϊόντα μπήκα και ζήτησα τρία μπουκάλια καλό άσπρο ντόπιο κρασί και ένα μπουκάλι παλιό κονιάκ, το είχα δει στη βιτρίνα. 
Το βράδυ, ο αέρας έπεσε τελείως, στην ξύλινη προκυμαία στο βάθος του κόλπου εκεί που δένουν τα ψαροκάικα δεν υπήρχε ψυχή, και η γύρω περιοχή με τα ελαιόδεντρα της έμοιαζε νεκρή.
Στα δέντρα δεν κουνιόταν φύλλο, και ο μονότονος πνιχτός ήχος της θάλασσας που ακουγόταν από χαμηλά αδιάφορα και πνιχτά, μιλούσε για τη γαλήνη. Μια βάρκα κλυδωνιζόταν απαλά στη βραδινή παλίρροια κι ένα φαναράκι στη βάρκα τρεμόσβηνε νυσταλέα. Έστρωσα το τραπέζι με λίγο λαδοτήρι, λίγες ελιές, μια μικρή ντοματοσαλάτα και λίγο φρυγανισμένο ψωμί. Αυτό θα ήταν, από δω και πέρα το βραδινό μου, αποφάσισα να κάνω δίαιτα, όχι γιατί είχε πάθει κάτι η υγεία μου αλλά γιατί διαπίστωσα πως είχαν εμφανιστεί τα πρώτα «γεροντόπαχα». Είχα πιει ένα ποτήρι κρασί τρώγοντας, δεν ήμουν πότης, αλλά ένα ποτηράκι κρασί με το φαγητό, κάποιες φορές το ήθελα.
Τελείωσε η βραδιά μου βλέποντας στην τηλεόραση, ένα επιστημονικής φαντασίας φιλμ μ’ ένα ποτήρι κονιάκ στο χέρι…
Την επομένη άναψα το τζάκι από την αυγή όταν ακόμη ήταν σκοτεινά, ετοίμασα τον πρωινό μου εσπρέσο και στο αχνό πρωινό φως ατένισα το περιβάλλον από το μπαλκόνι μου. Είχε ήδη αρχίσει η παγωνιά. Είναι ωραίο να βλέπεις την πράσινη γη, τις κόκκινες στέγες, τις γέρικες ελιές, τις μεγάλες σαν κυπαρίσσια τούγιες στην αυλή, καλυμμένες απ’ την πρωινή πάχνη.
Νιώθεις τη δροσιά της αυγής να κυλά σαν καθάριο νερό στο πρόσωπο σου. Ανασαίνεις απαλά, υπέροχα, και τότε είναι που θυμάσαι τις πρόσχαρες και ανέμελες σκανταλιές της νιότης, το χτυποκάρδι μπροστά στα καινούργια, τα μεγάλα, την ορμή των νεανικών σου χρόνων.
Ανατέλλοντας ο ήλιος παρέσυρε την πρωινή ομίχλη στα βουνά και ξημέρωσε μια λαμπερή, παγωμένη μέρα.
Τον είδα να στέκεται στην εξωτερική είσοδο της αυλής στην άκρη του δρόμου. Κατέβηκα να τον προϋπαντήσω, ξοπίσω μου γαβγίζοντας ο μικρός μου σκύλος τριπόδιζε απάνω κάτω χαρούμενος κ' εκείνος. Εμπλεκόταν στα πόδια μας, πισωγύριζε στην αυλή, ξαναγύριζε στην είσοδο και γαυ! γαυ! αλύχταγε κατά το αυτοκίνητο του καπετάνιου σαν να του έλεγε κ' εκείνος:
«Καλώς μας ήρθες!»
Ο Καπετάν Παρασκευάς βρήκε με ευκολία το σπίτι. Το περιτριγύριζε ένας φράχτης μακρύς, κτισμένος με γκρίζα πέτρα και πλαισιωμένος με σιδερένια κάγκελα.
«Μ’ έναν τέτοιο φράχτη δύσκολα θα μπορούσε να το χάσει κανείς» μου δήλωσε, κοιτάζοντας με χαρούμενη έκφραση γύρω του. «Μην ξεχνάς είμαστε παλιοί θαλασσομάχοι, με χρόνια ταξίδια και θαλασσοδαρμούς στην πλάτη μας, δεν ήμαστε καθόλου άμαθοι, πάντα βρίσκαμε τον προορισμό μας». Συμπλήρωσε.
Τον παρακολουθούσα να παρατηρεί τον έρημο δρόμο εμπρός μας, και με το δείκτη έδειξε το άσπρο σπίτι που ορθωνόταν στο τέλος της στενόμακρης αυλής, με τα λευκά παντζούρια. Καθώς έδειχνε ενδιαφέρον, ρώτησε. «Αυτό είναι το ησυχαστήριο σου;»
«Αυτό είναι» του απάντησα.
«Θα βλέπεις τη θάλασσα όλη μέρα από τα παράθυρα, δεν θα σου λείψει» συνέχισα.
Διασχίζοντας την αυλή, σταμάτησε και κοίταξε γύρω, σαν να εξέταζε την περιοχή, με τις τούγιες και τους καλλωπιστικούς θάμνους που πλαισιώνονταν από το βρεγμένο γρασίδι, του φάνηκε ελκυστικό το θέαμα. Αν και ήταν όμορφα, σκέφτηκα ότι θα ωχριούσαν σε σχέση με τον πλούτο του σχήματος και του χρώματος του δικού του κήπου στην πατρική του κατοικία.
 «Γιατί νοιώθω μια αίσθηση ότι κάτι λείπει;»
«Για βοήθησε με. Τι μπορεί να είναι;»
« Στη Φώτο η μάντρα! Τη θυμάμαι με αναρριχώμενα φυτά στα κάγκελα.. Τώρα τα βλέπω γυμνά.»
«Έχεις δίκιο. Πριν τρία χρόνια ήταν γεμάτα μπουκαμβίλιες θρεμμένες με ιαπωνικά βελτιωτικά λιπάσματα. Εδώ και δυο χειμώνες έπεσε μεγάλη παγωνιά και τις έκαψε όλες. Ούτε μια ούτε δυο. Ήταν δώδεκα και επέζησαν μόνο δυο τις όποιες τις ξερίζωσα και αυτές…»
.........  Η μητέρα της ξαδέρφης αναχώρησε για οικογενειακούς λόγους για το Βόλο. Η συνδρομή που αναζητούσα για γαστρονομική βραδιά με το αυθεντικό παραδοσιακό φαγητό, «χοιρινό με σέλινο» δεν υπήρχε.
Ο καλός μας κυνηγός ο κυρ Γιώργος ο γείτονας μου έδωσε μια καλή ιδέα.
«Στη Βρύναινα αυτή την εποχή είναι εύκολο να βρεις αγριογούρουνο, πρώτης ποιότητας κρέας για σχάρα, στο τζάκι, ντόπιο και πεντανόστιμο». Με πληροφόρησε.
«Ο καιρός είναι σχετικά ήπιος σήμερα, ο δρόμος αρκετά καλός, άνετα μπορείς να αποφασίσεις μια μικρή εκδρομή μέχρι το χωριό». Με προέτρεψε.
«Να γνωρίσει και ο καπετάνιος μας τις ομορφιές των τοπίων μας». Συμπλήρωσε.
Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με κατεύθυνση το χωριό, σίγουρος για την ορθότητα της απόφασής μου.
Η Βρύναινα είναι μικρό ορεινό χωριό της Επαρχίας Αλμυρού χτισμένο στην ανατολική πλευρά της Όθρυς, «Το βουνό των Τιτάνων, που η ιστορία του χάνεται στις απαρχές του κόσμου», σε υψόμετρο περίπου εξακοσίων μέτρων και ανάμεσα στα δύο μοναστήρια Άνω Ξενιά και Κάτω Ξενιά.
Στους κυνηγούς η περιοχή είναι γνωστή για το κυνήγι του αγριογούρουνου, του λαγού, της πέρδικας και της μπεκάτσας.
Στο μέσο της διαδρομής συναντάς, και αξίζει να δεις τη ιερά μονή της Κάτω Ξενιάς, της οποίας ο αύλειος χώρος είναι μοναδικού φυσικού κάλους δασώδη τοπίο, με αιωνόβιες ιτιές, πλατάνια, καρυδιές, πανύψηλα κυπαρίσσια, που είναι και το διακριτικό γνώρισμα της Μονής και μια αγέλη από φασιανούς και παγόνια να περιφέρονται στον άπλετο περίγυρο...
Αφήνοντας πίσω μας το μοναστήρι ο δρόμος ανηφόριζε και κατηφόριζε περνώντας από τον ένα λόφο στον άλλο, ξετυλίγοντας μπροστά μας ατέλειωτους μαιάνδρους, στη συνέχεια ανεβαίνει και όλο ανεβαίνει, μέσα απ' το καταπράσινο δάσος, κι’ όσο ανεβαίνει, η ομίχλη αρχίζει να έρχεται όλο και πιο κοντά, κρύβοντας επιμελώς τις πλαγιές των βουνών και δημιουργώντας ένα σκηνικό ατμοσφαιρικό όσο και απόκοσμο, ένα χωριό «βυθισμένο» στο πράσινο. Το θέαμα με το πνιγμένο στην ομίχλη δάσος, κι’ ο ήλιος που έπαιρνε να ροδίζει πίσω από την ομίχλη ενθουσίασε τον αγαπητό μου καπετάνιο. Ενέργεια πλημμύρισε το σώμα του, κι’ ελεύθερο άφησε το νου να «ταξιδεύει» ανάμεσα στις μοσχοβολιές του δάσους. «Ταξιδεύει» στο ποτάμι του χρόνου που ρέει αδιάκοπα, στις παραστάσεις που υπάρχουν και που είναι καταχωρημένες στη μνήμη του. Θυμάται ένα γάμο που δυστυχώς δε είχε αίσιο τέλος, η οριστική λύση και η έκδοση διαζυγίου, παρότι δυσάρεστη ήταν επιβεβλημένη, τόσο για τον ίδιο όσο και για τα παιδιά τους. Λόγω του επαγγέλματος το σπιτικό του απέμεινε ακυβέρνητο, αλλά δε ναυάγησε ποτέ, χάρη στο έμπειρο χέρι της αεικίνητης ηλικιωμένης μητέρας του, που ανέλαβε να διαχειριστεί την κηδεμονία των δυο εγγονιών της. Ενήλικες πλέον σήμερα και με αξιόλογη κοινωνική αναγνώριση, η κόρη και το γιος του τον κάνουν να νοιώθει ξεχωριστή περηφάνια.
«Η φύση, όλα θαυμάσια τα βάζει σε μια τάξη». Σκεπτόταν μεγαλόφωνα
Στο χωριό ενημερωθήκαμε ότι το κρέας από κυνήγι στα κάρβουνα, είναι ελαφρά περίπλοκο στην παρασκευή του. Χρειάζεται σίτεμα ημερών, πολύωρο μαρινάρισμα, και λοιπά γαστρονομικά τερτίπια. Με την προτροπή του χωρικού ταβερνιάρη-κρεοπώλη του κυρ Θωμά, αποφασίσαμε να εφοδιαστούμε κρέας από ντόπιο κατσίκι που δεν απαιτεί ιδιαίτερες προπαρασκευές όταν ψήνεται στα κάρβουνα.
Ο κυρ Θωμάς είχε σπινθηροβόλα γελαστά μάτια, ένα μεγάλο πεταχτό μουστάκι που του έκρυβε τη μύτη. Διατηρούσε το πρώτο μαγαζάκι «Το στέκι» στην είσοδο του δρόμου όπου αρχίζει η ανηφορική πλατεία του χωριού.
Ευχαριστημένοι για την απόφασή μας ν’ ακολουθήσουμε την συμβουλή του ταβερνιάρη, την ώρα που ο ήλιος χανόταν πίσω μας στα δυτικά της Όθρυς με τις αχτίδες του να ξεγλιστρούν από τα πυκνά δέντρα, καθώς τ’ αργοσάλευε η ανάλαφρη αύρα του δάσους, ξεκινήσαμε το δρόμο της επιστροφής, φέρνοντας μαζί μας κατσικίσιο κρέας και τυρί, μαύρο χωριάτικο ψωμί μια μεγάλη μποτίλια τοπικό κρασί, και τα τοπικά βότανα του χωριού -ρίγανη, και τσάι του βουνού-.
Το τσάι του βουνού καλλιεργείται στην ευρύτερη περιοχή. Οι χλοερές, πράσινες λουρίδες της καλλιεργήσιμης γης, αναδύονται απλωμένες στις πλαγιές του βουνού σαν καινούργια μπαλώματα σε παλιό ρούχο.............
Στην οικία της ερημικής παραλίας, συναντηθήκαμε μια συνηθισμένη πολυθόρυβη ανδρική συντροφιά, το χειμωνιάτικο αυτό βράδυ. Μολονότι είχε νυχτώσει πια, οι φανοστάτες -τα ηλεκτρικά φώτα- στους στύλους της ΔΕΗ, φώτιζαν ολόγυρα τον έρημο δρόμο τέτοια ώρα, ανάμεσα στα φυλλώματα των πυκνών ελαιοδέντρων .
Ο καιρός απρόσμενα από τις πρώτες βραδυνές ώρες το γύρισε στο χιονιά. Αραιά και ελαφρές κατεβαίνουν οι νιφάδες από το μολυβένιο ουρανό στις στέγες, στο δρόμο, στα κλαδιά των δέντρων. Άσπρες πεταλούδες στριφογυρίζουν έξω από τα παράθυρα σ’ ένα θεότρελο χορό και γεμίζουν πέρα για πέρα την ατμόσφαιρα. Τέσσερις άνδρες, γύρω από το τζάκι, ξεχωρίζαμε σαν σκιές στην αντανάκλαση της φωτιάς, με ύφος ανθρώπων που μιλούσαν σα ν’ είχαν κάποια σπουδαία συνομιλία.
Την παρέα την αποτελούσαν η αφεντιά μου, ο καπετάνιος , ο Κυρ Γιώργος ο κυνηγός, και ο Κυρ Ανέστης, συνταξιούχος πρώην δημόσιος υπάλληλος –εκπαιδευτικός- που σπαταλούσε αρκετό χρόνο ακόμη και τον χειμώνα στην  περιοχή ιδιαιτέρα την εποχή του λιομαζώματος. Πάντα με χαμόγελο ζωγράφιζε με χάρη τη ζωή στην χειμωνιάτικη ερημιά του οικισμού. «Το χειμώνα με τις βροχές και με τα χιόνια, είναι δύσκολη η ερημική ζωή. Κάποιες φορές το χιόνι είναι πάρα πολύ, το κρύο είναι ανυπόφορο, ο δρόμος μένει αποκλεισμένος, μαρτυράει όποιος τόλμα να μείνει τέτοιες ημέρες.»
Λόγω του κύρους και της συμπάθειας που απολάμβανε στην μικρή κοινωνία μας είχε το παρατσούκλι ο «καθηγητής». Ο κυνηγός, μας εξηγούσε πως ο φετινός χειμώνας έρχεται βαρύτερος από τον περσινό, κ’ όσο για τις προβλέψεις, αυτές κατά γενική ομολογία δεν είναι καθόλου ρόδινες.
Στο τζάκι τρεμόπαιζαν οι φλόγες και τριζοβολούσαν τα προσανάμματα. Η παραστιά συμμάζευε γύρω της τη βραδινή παρέα μας. Όλα απόψε συνέβαιναν εκεί, ανάμεσα στις μοσχοβολιές από τα κούτσουρα που καίγονταν. Με τη μασιά στο χέρι σκαλίζαμε την θράκα και ρίχναμε το παϊδάκια να ψηθούν. Ο Καπετάνιος με ράθυμη κίνηση άπλωνε τα χέρια του στις φλόγες. Χαιρόταν τη ζεστασιά στο τζάκι όσο τίποτε άλλο, και η τσίκνα του ψητού, που έφθανε στα ρουθούνια του, τον γαργάλιζε όπως και όλους τους άλλους επισκέπτες. Σχεδόν πεινούσε.
Ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα απ' τη καθημερινότητα μας, στιγμές ψυχικής ευχαρίστησης και ψυχαγωγίας. Στο τραπέζι τα παϊδάκια, είχαν τη τιμητική τους, συνοδευόμενα από κατσικίσιο τυρί και γευστικές ελιές Στυλίδας στην πλούσια χωριάτικη, ενώ απ' τη άλλη το κρασί έρεε άφθονο ενισχύοντας το κέφι της παρέας. Το φαγητό ήταν μπόλικο.
Το κερασένιο σουτλό κρασί το μερίζαμε στα ποτήρια -και τα ποτήρια υψώνονταν γεμάτα και κατέβαιναν άδεια- μας είχε ζεστάνει, υποδαυλίζοντας ξεχασμένες προσωπικές ιστορίες και η κουβέντα πήγαινε σύννεφο και ήταν να παραξενεύονταν κανείς, πώς ο ερημίτης «καθηγητής» ήξερε τόσα γεγονότα της ημέρας, όσα δε θα μάθαινε κανείς διαβάζοντας εφημερίδες.
Με την παρέλευση της ώρας και προχωρώντας η νύκτα, συζητούσαμε για τα νιάτα μας, τη ζωή μας που πέρασε σύντομα, και για τα γεγονότα που έρχονται. Δεν έλειπαν και τα προαιώνια καλαμπούρια.
Μέσα σε όλα τα χάχανα, τα γέλια και τις χαρές ο καπετάνιος άδειασε το ποτήρι του, σηκώθηκε, έριξε ακόμη ένα κούτσουρο στη φωτιά και ξαναγεμίζοντας το ποτήρι του πήρε το λόγο και οι ανεξάντλητες ναυτικές ιστορίες του έγιναν το θέμα της συντροφιάς.
Καλός συζητητής, κουβαλούσε μέσα του περιουσία και πολύτιμο φυλαχτό, τις αναμνήσεις του. Νέος έζησε τα δύσκολα χρόνια της ξενιτιάς και των μεγάλων ταξιδιών στις θάλασσες του κόσμου. Έζησε κι έμαθε πολλά για τα καμώματα και τις συνήθειες των θαλασσινών μας. Κι όλα αυτά έμειναν να τα νοσταλγεί, να τα μεταφέρει και να τα μοιράζεται απόψε μαζί μας.
«Από πού είσαι, καπετάνιε;» τον ρώτησε, ο καθηγητής μας.
«Απ’ τα μέρη των Σερρών!»  Απάντησε ο καπετάνιος.
«Κι έγινες θαλασσινός;»
«Ο πατέρας μου ήθελε να συνεχίσω την οικογενειακή μας επιχείρηση, να γίνω ξυλουργός, όπως ήτανε και ο ίδιος. Εγώ δεν ήθελα! Μ’ άρεσε να γυρίζω τον κόσμο. Κι έτσι έφυγα μακριά από το σπίτι μας.»
«Δε μετάνιωσες;»
Ο καπετάνιος χαμογελάσαμε καλοσυνάτα, ταπεινά.
«Γιατί να μετανιώσω; Έκανα αυτό που μ’ άρεσε!»
Άναψε το τσιγάρο του και χάιδεψε το κεφάλι του σκύλου, ο οποίος δεν είχε αργήσει να πάρει θάρρος με τους νέους του φίλους. Το ωραίο ζώο άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε, σάλεψε την ουρά του και κοίταξε τον καπετάνιο μ’ ένα ύφος, σα να του ’λεγε.
«Αγαπητέ μου καπετάνιε εξακολούθησε το ταξίδι σου στο λαβύρινθο των λογισμών σου.»
Ο σκύλος μου σε μια γωνιά του καναπέ, αναπαυόταν σιωπηλός, χωρίς να προσέχει στις ιστορίες. Ο καπετάνιος συνέχιζε να σκαλίζει τη μνήμη του δίπλα στο τζάκι και εμείς χαιρόμασταν όσα αβίαστα μας ιστορούσε.
«Σ’ όλους αρέσει το ταξίδι, το απρόσμενο, ο μύθος. Οι ναυτικοί στην αρχαιότητα περίμεναν να δουν Σειρήνες, παγίδες ψυχής, τα δαιμονικά της θάλασσας με τη μορφή πουλιών, θεότητες που έχουν δέσιμο με τον Έρωτα, τον Θάνατο, το Νερό και το Τραγούδι. Η θάλασσα δίδαξε ήθος. Σε κάθε γωνιά της γης και σε κάθε βαθμίδα πολιτισμού, η επαφή με το υγρό στοιχείο υπήρξε μια ξέχωρη και δυνατή συγκίνηση. Ο αγώνας για επιβίωση, η δίψα για δόξα, το πάθος για κατάκτηση, η λαχτάρα για μάθηση, η ανάγκη για εξάπλωση και επικοινωνία, η ενδοσκόπηση του μέσα μας κόσμου, η εξωστρέφεια της σάρκας, αλλά και η εσωστρέφεια της ψυχής αρχίζουν και τελειώνουν στο ακρογιάλι. Η θάλασσα είναι ένας δυνατός μοχλός σε κάθε κίνηση της ανθρώπινης ζωής.»
Συνέχισε την αφήγηση του δίνοντας μια γνώριμη διάσταση της ζωής των ναυτικών. Μας διηγήθηκε με πόνο ψυχής την μεγάλη και επίπονη δυσκολία που παρουσιάζουν αρκετές οικογένειες ναυτικών των ποντοπόρων πλοίων να παραμείνουν άρρηκτα δεμένες στη διάβα του χρόνου.
«Είναι Απρίλιος χίλια εννιακόσια ενενήντα, τελειώνοντας την ετήσια επιθεώρηση από το νηογνώμονα το πλοίο αναχώρησε από το λιμένα Σέτουμπαλ της Πορτογαλίας με προορισμό τη βόρειο Βραζιλία. Βρισκόμαστε μίλια ανατολικά αρμενίζοντας με δεκαέξι κόμβους σε γαλήνια θάλασσα κάτω από το δροσερό αυγινό φως διασχίζοντας τα θαλάσσια νερά των Καναρίων νήσων. Ο νεόφερτος υποπλοίαρχος της πρωινής βάρδιας είχε φέρει μαζί του από την μακρινή πατρίδα τη οδυνηρή μελαγχολία ενός μοιραίου χωρισμού, που του γινότανε αληθινός πόνος μπροστά σε κάθε φυσική ομορφιά που συναντούσαμε, καθώς δε μπορούσε να εναρμονιστεί με τη συννεφιασμένη ψυχή του.Στο πτερό της γέφυρας, μακριά απ’ το άλλο πλήρωμα, διψώντας για μοναξιά, θέλοντας να μείνει μοναχός του με τον ουρανό, τον απέραντο ωκεανό και τον πόνο του, ο υποπλοίαρχος είχε ακουμπήσει απάνω στο παραπέτο και άφηνε τη σκέψη του να φεύγει και να ταξιδεύει, χωρίς σκοπό και χωρίς τέλος, μαζί με τα κύματα, μαζί με τους λευκούς αφρούς που άφηνε πίσω της η προπέλα του πλοίου. Συλλογιζόταν αυτά που συνέβηκαν στη ζωή του εδώ και λίγους μήνες νωρίτερα όταν γύριζε απ’ το τελευταίο του μπάρκο στην πατρίδα. Σήμερα γυρεύει να βρεθεί μακριά απ’ τον προηγούμενο κύκλο της ζωής του. Έπρεπε να ξεχάσει μια γυναίκα, που είχε αφήσει σκληρά πίσω του, μια γυναίκα που είχε δεθεί με τις καλύτερες μέρες της  πρόωρης νεότητάς του. Και τώρα πάλι τα ίδια. Έφευγε πάλι μακριά από την χθεσινή ευτυχία του, έφευγε όπως φεύγει κανείς από μια θεομηνία, μια καταστροφή.
Ο αέρας της θάλασσας χάιδευε απαλά το μέτωπό του, σα τρυφερό χάδι, και ο ήχος των κυμάτων τραγουδούσε επίμονα το μονότονο, μελαγχολικό του τραγούδι που του φάνηκε μια στιγμή πως είχε φωλιάσει μέσα στην ψυχή του. Και οι κρυφοί λογισμοί του, ακολουθώντας το δρόμο της ανατολής, χαθήκανε μακριά στο γαλάζιο χάος εκεί που συναντά ο ουρανός την θάλασσα. Ένα θολό δάκρυ του πόνου κύλησε το μάγουλο του.»
Παρεμβαίνοντας στην αφήγηση ο καθηγητής έδωσε την δική του ερμηνεία στην ιστορία.
«Ο δεσμός του ανδρόγυνου στην οικογένεια είναι όπως η ηρεμία του νερού που κυλά αβίαστα. Ο δεσμός αυτός σφυρηλατείται με αγάπη και κατανόηση όταν αντί να κοιτάζει ο ένας τον άλλον, κοιτάζουν και οι δυο προς την ίδια κατεύθυνση.»
Εγώ αφουγκράζομαι και  ακούω  ότι ο καπετάνιος με την ιστορία του υποπλοιάρχου μας μετέφερε το δικό του οδυνηρό οικογενειακό βίωμα και όσα του έφερε η ζωή που δεν λέγονται. 
«Όλα ξεπερνιούνται», «Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός». Έτσι του έλεγαν όλοι, αλλά εκείνος ήξερε πως δεν ήταν αλήθεια στη δική του περίπτωση. Ο χρόνος που πέρασε λειτούργησε απλώς σαν αναλγητικό και όχι σαν φάρμακο που του έφερε τη λήθη.
Με τη παρέμβαση μου θέλησα να δώσω μια νότα ευχάριστη με χαλαρότητα στην ατμόσφαιρα αλλάζοντας θέμα.
«Κάπταιν! Ο καθηγητής απ’ εδώ πολλές φορές μ’ έχει ρωτήσει για τις εμπειρίες μας από τα ταξίδια μας στον Αμαζόνιο ποταμό. Εάν μου το επιτρέπεις νομίζω ότι είσαι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο να μας διηγηθεί αυτό το θαύμα της φύσης.»
Και ο καπετάνιος  μας με τη μυρωδιά του καμένου ξύλου στο τζάκι που σιγοκαίει και τη συνοδεία του ντόπιου κρασιού που ευφραίνει τις αισθήσεις, άρχισε μια αφήγηση ποταμό και όλοι κρεμαστήκαμε απ’ τα χείλη του. Ήταν δύσκολο να μη σ’ αιχμαλωτίσει η συναρπαστική αφηγηματική τεχνική του. Οι εικόνες και οι συνειρμοί που δημιουργούσε έθελγαν ασταμάτητα τους ακροατές του να συμμετάσχουν και οι ίδιοι σε αυτή την ταξιδιωτική του περιπέτεια.
«Το πλοίο συνεχίζοντας τον πλου του και διερχόμενο τα νότιο Ατλαντικό ωκεανό προσέγγισε τα εθνικά ύδατα της Βραζιλίας και ανοικτά του λιμένα Macapa. Ο λιμένας βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της χώρας στον ισημερινό και τις εκβολές του Αμαζονίου. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι τα τμήματα βόρεια και νότια της πόλης χωρίζονται από τον ισημερινό. Η πόλη είναι γνωστή για το τοπικό γήπεδο ποδοσφαίρου. Τη γραμμή στο κέντρο του γηπέδου τη διασχίζει ο ισημερινός, έτσι ώστε οι ομάδες θα πρέπει να αποφασίσουν σχετικά με την αποδοχή του Βόρειου ή του νότιου ημισφαιρίου.
Το πλοίο προσέγγισε πιλοτίνα του λιμένα απ’ όπου επιβιβάσθηκαν δυο πλοηγοί οι οποίοι θα οδηγούσαν το πλοίο στο λιμένα φόρτωσης δυτικά της πόλις του Santarem στο ποταμό Rio Trompetas και στο τερματικό σταθμό φόρτωσης. Οι πλοηγοί αναλαμβάνουν να οδηγήσουν πλοία που καταπλέουν σε λιμένας εντός των μεγάλων υδάτινων οδών του Αμαζονίου.
Η πλοήγηση είναι η τέχνη της κατευθύνσεως ενός πλοίου μέσα σε θαλάσσια στενά, λιμάνια, περιορισμένα ύδατα και άλλες περιοχές όπου η ναυσιπλοΐα είναι συνήθως δύσκολη και επικίνδυνη. Κάτι τέτοιο απαιτεί ακριβείς γνώσεις των τοπικών υδάτων και της μεταβολής συνθηκών σε μία περιοχή. Οι πλοηγοί στον Αμαζόνα είναι ανθεκτικοί, ικανοί να δουλεύουν με απόλυτη συγκέντρωση, να παρατηρούν τις αλλαγές του ποταμού, της συμπεριφοράς του πλοίου, τα ρεύματα, τον άνεμο, τις τσαμαδούρες και τα φανάρια και ταυτόχρονα να δέχονται πληροφορίες από το ραντάρ, το βυθόμετρο, να τις συγκρίνουν με τα στοιχεία του χάρτη, τις πορείες, τα βάθη και την εμπειρία που είναι καταγραμμένη μέσα τους.»
Η συνέχεια της ιστορίας άσκησε τέτοια μεταδοτική μαγεία στην παρέα ώστε ο καπετάνιος, χωρίς να το καταλάβει έγινε το κεντρικό πρόσωπο της νυκτερινής παρέας. Η σεμνή και διακριτική παρουσία του με τη χαμηλόφωνη και συχνά μελαγχολικών τόνων, με έντονα μελωδικό και ελεγειακό χαρακτήρα αφήγηση του, εύλογα αποσπούσε τη προσοχή των συνομιλητών του.
Με μέση παροχή νερού στις εκβολές πάνω από 200.000 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο, αυτός ο τεράστιος ποταμός αδειάζει στον Ατλαντικό Ωκεανό. Αυτός ο ασυνήθιστος εκβαλλόμενος όγκος νερού «σπρώχνει» τη θάλασσα και σχηματίζει ένα στρώμα γλυκού νερού που απλώνεται σε έκταση διακοσίων χιλιομέτρων μέσα στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Στις εκβολές του Αμαζονίου, το αντάμωμα των νερών του Αμαζονίου με τη θάλασσα δημιουργεί ένα ισχυρό και πολύ καταστροφικό φαινόμενο. Τα κύματα του θαλασσινού νερού απωθούνται από την ορμή με την οποία εκβάλλει ο ποταμός. Η στάθμη της θάλασσας υψώνεται έξω από το στόμιο του ποταμού μέχρις ότου εκείνος δεν μπορεί πια να τη συγκρατήσει. Κατόπιν, το θαλασσινό νερό, με τη μορφή τεράστιου, ορμητικού, όμοιου με τείχος κύματος, χύνεται στον ποταμό, αντιστρέφοντας τη ροή του, αποσπώντας κομμάτια από την όχθη, ξεριζώνοντας δέντρα και καταστρέφοντας ότι βρει στο πέρασμά του. Τα πελώρια κύματα που δημιουργούνται από τη δύναμη αυτών των δύο αντίθετων ρευμάτων μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα τέσσερα μέτρα, και ο εκκωφαντικός θόρυβος της σύγκρουσής τους μπορεί να ακουστεί σε μεγάλες αποστάσεις. Είναι ο ήχος της πορορόκα, δηλαδή ενός παλιρροϊκού κύματος με απότομο μέτωπο.
Ο Αμαζόνιος σχηματίζει ένα περίπλοκο συγκοινωνιακό δίκτυο το οποίο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπινου σώματος, όπου ο Αμαζόνιος παραβάλλεται με την αορτή, τη μεγαλύτερη αρτηρία του σώματος. Αυτό το υδάτινο δίκτυο περιέχει τα δύο τρίτα της συνολικής ποσότητας γλυκού νερού της γης. Το εκτεταμένο αυτό υδρογραφικό δίκτυο, στο οποίο η έκταση των πλεύσιμων νερών υπερβαίνει τα 25.000 χιλιόμετρα, παίζει θεμελιώδη ρόλο στις μεταφορές και στη ζωή των ντόπιων. Εκατομμύρια κάτοικοι της περιοχής του Αμαζονίου χρησιμοποιούν αυτή τη φυσική υδάτινη υπερλεωφόρο. Πλοία διαφόρων μεγεθών τον διαπλέουν, περιλαμβανομένων και μεγάλων υπερωκεάνιων τα οποία ταξιδεύουν 1.500 χιλιόμετρα αντίθετα προς το ρεύμα του ποταμού μέχρι το Μανάους. Μικρότερα φορτηγά και επιβατικά πλοία φτάνουν ως το Ικίτος του Περού, 3.700 χιλιόμετρα από τις εκβολές του ποταμού.
Για να αντιμετωπίσουν τις ιδιοτροπίες του ποταμού, χτίζουν παραποτάμια σπίτια πάνω σε δοκούς καθώς και πλωτά σπίτια πάνω σε σχεδίες οι οποίες είναι αραγμένες κοντά στις πόλεις. Είναι σύνηθες να βλέπει κανείς μικρά κανό να πλησιάζουν μεγαλύτερα πλοία για να πουλήσουν και να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους, ή για να προσδεθούν πίσω τους και να ανεβούν τον ποταμό.
Κάθε τόσο, μικρά παιδιά πλησιάζουν με τις πιρόγες τους τα ποντοπόρα πλοία, για να πουλήσουν γαρίδες, καρπούς και παχύρρευστους χυμούς από τα φρούτα του Αμαζονίου. Χρησιμοποιώντας γάντζους και σχοινιά, με σβέλτους κόμπους και κινήσεις ακροβατικές που θα ζήλευε κι ο πιο έμπειρος κι επιδέξιος ναύτης, τα παιδιά γαντζώνονται δίπλα στο καράβι, ενώ εκείνο πλέει προσπαθώντας να πουλήσουν την πραμάτεια τους ή έστω να αποσπάσουν από τους επιβάτες κανένα κέρμα, κανένα μπισκότο η άλλο αγαθό του δυτικού πολιτισμού μας.
Δεν είναι σχεδόν ασύλληπτο το ότι την ώρα που η Ευρώπη, μαζί σε σύσσωμο τον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο, ομφαλοσκοπεί για την οικονομική κρίση και τα λοιπά κακά της μοίρας τους, κάπου στην άλλη άκρη του πλανήτη υπάρχουν άνθρωποι που αγναντεύουν από τις ξύλινες καλύβες τους την ανατολή του ήλιου πάνω από τα νερά του Αμαζονίου, μην έχοντας ιδέα για ότι μας συμβαίνει; Εκτός από ασύλληπτο, βέβαια, μπορεί να είναι και παρήγορο: αν υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα για το τι μας συμβαίνει, το υποκειμενικό μας δράμα δεν μπορεί να είναι και τόσο σοβαρό.
Το τροπικό δάσος του Αμαζονίου φιλοξενεί πολλά σπάνια είδη του ζωικού βασιλείου, καθώς και γηγενείς φυλές, και παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του παγκόσμιου κλίματος. Η γεωγραφική λεκάνη του ποταμού Αμαζονίου αποτελεί θησαυροφυλάκιο των πλουσιότερων φυσικών πόρων του πλανήτη.
Στον Αμαζόνιο ζούνε πολλά είδη φυτών και ζώων όπως τα τεράστια ψάρια «Arapaima» έξι μέτρα μήκος, τα φίδια Ανακόντα που μπορούν να φτάσουν έως και τα δεκαπέντε μέτρα μήκος και το ροζ δελφίνι «Boto» που ζει στα θολά νερά. Αυτά τα μαγικά πλάσματα τα ροζ δελφίνια του Αμαζονίου, ζουν στο γλυκό, θολό νερό του ποταμού και είναι προστατευόμενο είδος από τη Διεθνή Ένωση για τη διατήρηση της Φύσης , αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους ψαράδες να τα σκοτώνουν χωρίς ενδοιασμούς, με αποτέλεσμα να έχει μειωθεί επικίνδυνα ο αριθμός τους.
Τα ροζ δελφίνια, μοιάζουν με τα γκρι, αλλά είναι κάπως μεγαλύτερα και αντί για ένα ραχιαίο πτερύγιο, έχουν ένα εξόγκωμα στην πλάτη τους.
Αν και απαγορεύεται από το νόμο και η αλιεία και η θανάτωση των μαγικών αυτών πλασμάτων εν τούτοις , βρίσκει κανείς στην υπαίθρια αγορά Santarem, λάδι από το λίπος των ροζ δελφινιών, και αυτό το λάδι, λένε, θεραπεύει τους ρευματισμούς.
Οι τροπικές πεδιάδες του Αμαζονίου κρύβουν μια τεράστια ποικιλία άγριας ζωής, πλούσιας βλάστησης και καταρρακτών που κόβουν την ανάσα, ενώ παράλληλα αποτελούν ένα πεδίο αναψυχής για τους λάτρεις της φύσης, που χαρίζουν μοναδικές αναμνήσεις. Ίσως να δοθεί και σε σας ευκαιρία να επισκεφτείτε αυτή την εντυπωσιακή περιοχή που έχει γοητεύσει τους εξερευνητές αλλά εξακολουθεί να κρύβει πολλά μυστικά.»
Το ρολόι δείχνει τέσσερις ώρες πριν φέξει η Κυριακή. Με την καλή συντροφιά, χωρίς να το καταλάβουμε η ώρα είχε περάσει. Νυσταγμένα φώτα ξεχώριζαν στο βάθος του δρόμου. Βραχνά γαβγίσματα σκύλων προμηνούσαν την παρουσία κι άλλων ζωντανών στην ερημιά. Ο καθηγητής άρχισε να χασμουριέται και πρώτος αυτός ζήτησε την άδεια ν’ αφήσει, με λύπη του, την καλή συντροφιά σηκωθήκαμε απ' το τραπέζι κι αναχώρησε. Ο Κυνηγός δεν χασομέρησε σηκώθηκε και αυτός μας καλημέρισε και τράβηξε ήσυχα απέναντι και μπήκε στο σπίτι του.
Μείναμε μονάχοι και σκεφτικοί. Πιάσαμε ο καθένας από μια γωνιά στο τζάκι.
Σε λίγο τον ρωτώ:
«Θα άκουγα μ’ ενδιαφέρον την άποψη σου για το κλίμα που έχει δημιουργηθεί με τους Έλληνες ναυτικούς στις μέρες μας, και πως αντιλαμβάνεσαι το μέλλον τους στη γενικότερη οικονομική κρίση.»
Ανακάθισε έτριψε τα μάτια του, πέρασε το χέρι του στο αξύριστο σαγόνι του και κούνησε το κεφάλι του μ’ έναν τρόπο που καθιστούσε περιττή κάθε συζήτηση για το θέμα αυτό. Ένοιωσε να τον πνίγει ένα βαθύ παράπονο έβλεπε να παίζεται το ίδιο δράμα με τα δύσκολα πρώτα μας χρόνια στη θάλασσα.
Μου απάντησε: «Σήμερα οι ευκαιρίες για τους νέους Έλληνες ναυτικούς δεν είναι συνάρτηση του ελληνόκτητου στόλου αλλά έχουν πολλές μορφές. Καλούνται να επιβιώσουν μέσα στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης ενότητας την οποία συμβολίζει η παγκοσμιοποίηση. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι πρέπει να απεμπολήσουν εργατικές κατακτήσεις του τελευταίου αιώνα, αλλά είναι η στιγμή να σκεφθούν, πως θ’ αντιμετωπίσουν τώρα όλες αυτές τις ραγδαίες και μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν στον σημερινό κόσμο. Η εμπορική ναυτιλία είναι ένα μεγάλο και ιστορικό κεφάλαιο για την Ελλάδα. Οι πολιτικοί κρατούντες σε συνεργασία με τον εφοπλισμό πρέπει ν’ αναζητήσουν λύσεις εντεταγμένες σε μιαν αρχετυπική αντίληψη του ελληνισμού.»
Ο καπετάνιος ένιωθε ευχαριστημένος αλλά είναι ακόμα λίγο μελαγχολικός. Μου ζήτησε να μείνει να πλαγιάσει μέχρι να ξημερώσει εκεί δίπλα στο αναμμένο τζάκι.
«Καληνύχτα.» Του λέω.
«Καλό ξημέρωμα.» Μου άπαντα
«Καλό ξημέρωμα..» Ανταπέδωσα και τον άφησα μονάχο του.
Πήγε ίσια ξάπλωσε στον πέτρινο καναπέ που θα περνούσε την υπόλοιπη νύχτα, τυλίχτηκε με μια κουβέρτα, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε σύντομα κουλουριασμένος..
.......Εύθυμος και διαχυτικός σαν πάντα, μας χαιρέτισε ευχαριστώντας μας που χάρις στην όμορφη παρέα μας δήλωσε ότι είχε περάσει ένα εξαιρετικό σαββατοκύριακο και μετά το μεσημέρι της Κυριακής, αναχώρησε για την συνέχεια του ταξιδιού του. Στον αποχαιρετισμό μας υπήρξε μια συγκίνηση που με το ζόρι την κρατούσαμε να μην την δείξουμε και οι δυο μας. 
Αργά το απόγευμα με χαιρέτισε και ο γείτονας μου που αναχώρησε για το Βόλο και βρέθηκα πάλι ολομόναχος στην άδεια γειτονιά μας με τα μάτια γυρισμένα προς τη κορυφή του Χλωμού, τη σκεπασμένη από σύννεφα, που έσβηνε σιγά σιγά μπροστά στα μάτια μου. Τα μεγάλα, βαριά σύννεφα άρχισαν σε λίγο να σκεπάζουν όλο το βουνό και μια μαύρη σκιά απλώθηκε απάνω στη θάλασσα. Η μπόρα έδερνε τώρα τα βουνά της Σούρτης. Τα μουγκρητά της βροντής έφταναν από μακριά, σα φοβέρα, και χοντρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν στην αυλή μου.
Μέσα από την βραδινή ομίχλη τα κύματα που έσκαγαν αθέατα στην ακτή αντηχούσαν επαναλαμβανόμενα σαν μπάσο μουσική αρωματίζοντας με την αρμύρα τους τον αέρα και τα κρωξίματα από τα θαλασσοπούλια ακούγονταν λυπητερά σαν χαμένες ψυχές...
Το τζάκι ήταν και πάλι έτοιμο για άναμμα. Άναψα ένα σπίρτο και γονάτισα για να βάλω φωτιά στο προσάναμμα. Η φλόγα τρεμούλιασε, το ξερό προσάναμμα λαμπάδιασε τρίζοντας. Παίρνοντας φωτιά τα κούτσουρα της ελιάς οι φλόγες τινάχτηκαν ψηλά. Τώρα το σπίτι ήταν και πάλι ζωντανό. Έχοντας τελειώσει κι αυτή την ευχάριστη μικροδουλειά δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω. Κάθισα αναπαυτικά και έγειρα πίσω στην πολυθρόνα μου. Ένοιωθα μια γλυκιά κούραση, μαλακωμένη από τον περίγυρο μου, λες και το σπίτι είχε ανθρώπινο πρόσωπο που με αγκάλιαζε με αγάπη. Στο ζεστό, φωτισμένο από το τζάκι σαλόνι, χωμένος βαθιά στη πολυθρόνα μου αισθάνθηκα να με πλημμυρίζει μια χωρίς αιτία ευτυχία που είχα να νιώσω απ’ όταν βγήκα στη σύνταξη και απολάμβανα την οικογενειακή θαλπωρή. Διάβολε τέταρτη μέρα σήμερα που μου λείπει η οικογένεια μου... Αύριο γυρίζω.... Καλά μου το είπε ο φίλτατος καπετάνιος. «Φίλε μου η μοναξιά δεν αντέχεται ούτε στον Παράδεισο.»
Ευχαριστημένος χώθηκα πιο βαθιά στην πολυθρόνα μου και υστέρα από μέρες αποφάσισα να ανοίξω την τηλεόραση για να απολαύσω την καθημερινή μερίδα από απεργίες, φόνους και οικονομικές καταστροφές, με κατακλείδα την πληροφορία πως και την επομένη ημέρα θα έκανε πολύ κρύο και κατά τόπους θα έβρεχε στη χώρα. Στη ζεστασιά της φωτιάς τα βλέφαρα άρχισαν να κλείνουν. Προχωρώντας η ώρα και πολεμώντας την νύστα σηκώθηκα ανέβηκα την εσωτερική σκάλα του σπιτιού και μπήκα στο λουτρό. Τάπωσα την μπανιέρα, άνοιξα τις βρύσες, έριξα στο νερό αρωματισμένα άλατα, - που είχαν ξεμένει της κόρης μου από την καλοκαιρινή περίοδο,- με απλοχεριά. Και μόνο η σκέψη της κόρης μου με έκανε να χαμογελάσω. Το στερνοπούλι η πριγκιπέσα μου ήταν ζωηρή και πολύτιμη. Πέντε λεπτά αργότερα αφοσιωνόμουν στην ευχάριστη απασχόληση να βρίσκομαι ξαπλωμένος στη γεμάτη ζεστό νερό μπανιέρα. Αγκαλιασμένος από τον αφρό και τους υδρατμούς αφέθηκα να πλημμυρίσω στις σκέψεις μου. Ήταν ένα διάλειμμα που οδηγούσε σ’ ευχάριστες σκέψεις. Αόριστα ονειροπολήματα. Πως νοιώθει ο ναυτικός στα εξήντα του σκέφτηκα. Όχι πολύ άσχημα απάντησα στον εαυτό μου. Από εδώ και πέρα η ζωή του  συνταξιούχου ναυτικού δεν πρέπει ν’ αποτελεί την έννοια της απλής ύπαρξης, που το θεωρεί κανείς κάτι φυσικό, αλλά να αποτελεί ένα δώρο, μια εμπειρία που πρέπει να την γεύομαι μέρα με την μέρα. Ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος. Δεν θα αφήσω ούτε λεπτό να πάει χαμένο υποσχέθηκα στον εαυτό μου. Ένοιωθα δυνατός, αισιόδοξος, σαν να ξεκινούσε τώρα η ζωή ρίχνοντας άγκυρα στην θαλπωρή της οικογενειακής αγκαλιάς.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Oi Enea Pou Xathikan


Το καράβι. Το AEGEAN WIND. Ετών 26. Μαύρο... Και σκουριασμένο... Φαγωμένο από την αρμύρα.
Τόσα χρόνια μέσα στο νερό. Τι περιμένεις;
Δεν έφταιξε όμως αυτό. Το καράβι γλίτωσε. Ρυμουλκείται τώρα για Κουρασάο. Ολλανδικές Αντίλες.
Θα μπουν μέσα οι νηογνώμονες, οι αξιωματικοί του λιμενικού, οι αρχιμηχανικοί της εταιρείας.
Θα μπουν συνεργεία και θα αρχίσουν να το σουλουπώνουν από τη φωτιά. Θα του ξαναφτιάξουν τα μαυρισμένα σπλάχνα του ακομοδέσιου.
Τους νεκρούς μόνο δε θα μπορέσει κανείς να ξαναφτιάξει.
Ο καπετάνιος και το πλήρωμα θα τρέχουν και δε θα φτάνουν με τόσους μέσα στα πόδια τους. Και να ανακρίσεις και καταθέσεις και χαρτιά και αναφορές. Άνθρωποι χάθηκαν. Εννέα άνθρωποι.
Θα ακολουθήσει δικαστήριο.
Εννιά ζωές ήταν αυτές.
Δεν καθαρίζεις μόνο με ανάκριση.
Θα καθίσουν στο σκαμνί. Ο καπετάνιος πρώτος. Πάντα ο καπετάνιος έχει την πρώτη ευθύνη.
Και μετά και οι υπόλοιποι. Όσους προβλέπει ο νόμος δηλαδή.

Ξεκινώντας από τον αξιωματικό φυλακής. Που συνήθως και καταλήγει στη φυλακή κάθε φορά που θα συμβεί ατύχημα... Τυχαία νομίζεις τον αποκαλούν αξιωματικό φυλακής;
Οι ασφαλιστικές και η εταιρεία στο μεταξύ θα δίνουν άλλο αγώνα. Ποιος θα πληρώσει τα καμένα. Και ποιος θα αποζημιώσει τους νεκρούς. Αποζημιώνεται ένας νεκρός;
Οι μανάδες θα φορέσουν μαύρα. Εννέα νεκροί. Εννέα μανάδες. Και δε θα τα ξαναβγάλουν. Οι μανάδες άπαξ δια παντός τα φοράνε τα μαύρα. Και μετά τα ντύνονται δεύτερο δέρμα.
Θα μαυροντυθούν και οι σύζυγοι. Λιγότερες από 9. Ήταν και παιδιά ανάμεσα στους νεκρούς. Δεν πρόλαβαν να αφήσουν πίσω τους χήρες. Ίσως κανένα κορίτσι. Κανείς δε θα μάθει για τα κορίτσια αυτά. Ποιος νοιάζεται για ένα ερωτευμένο κορίτσι τέτοιες ώρες;
Θα μείνουν πίσω και τα ορφανά. Θα κλάψουν, θα ξανακλάψουν, θα το πάρουν απόφαση. Δε θα ξαναδούν τον πατέρα. Μονάχα τη μάνα τους, μαύρη σκιά, θα βλέπουν από δω και στο εξής.
Θα έρθουν μετά τα τηλεγραφήματα. Με τη βαθιά οδύνη και άλλα δακρύβρεκτα.
Θα έρθει και το φέρετρο. Σφραγισμένο. Τόσες μέρες νεκρός... τι να ανοίξεις και τι να δεις; Σφραγισμένο θα το κατεβάσουν και στο μνήμα.
Θα έρθουν οι συγγενείς. Θα κλάψουν και θα συλλυπηθούν. Με βαθιά οδύνη.
Οι μόνοι που δε θα ξανάρθουν είναι οι εννέα που χάθηκαν. Τρεις λευκοί. Έξι της κίτρινης φυλής. Όταν ζούσαν... Τώρα είναι όλοι ίδιοι. Ντυμένοι στο χρώμα του θανάτου.
Πώς είναι ένας νεκρός από φωτιά;
Και πώς είναι να πεθαίνεις από φωτιά;
Λένε πως πέθαναν από ασφυξία. Δεν κάηκαν. Πνίγηκαν στους καπνούς. Δεν τόλμησαν να τους διαβούν... Έμειναν εκεί και πέθαναν.
Ενοχλούν οι ερωτήσεις τα ευαίσθητα μάτια μας;
Δεν ενοχλούν οι σκηνές που θα παίζουν και θα ξαναπαίζουν στα μάτια των μανάδων; των πατεράδων; των συζύγων; των παιδιών; των αδερφών; των άγνωστων ερωτευμένων κοριτσιών;
Και των φίλων. Όλοι οι άνθρωποι έχουν φίλους. Έχουν και οι ναυτικοί. Ποιος αποζημιώνει τους φίλους; Και τι θα μπορούσε να τους αποζημιώσει;
Εγώ, και ίσως κι εσύ, δε γνωρίζαμε κανέναν από τους ανθρώπους αυτούς. Τους νεκρούς. Τους συγγενείς τους. Τους φίλους τους.
Έχω όμως φίλους μου στα καράβια. Και φίλες. Έχω και είχα. Και ένα δυο συγγενείς.
Κάποτε είχα και το αγόρι μου. Ήμουν κι εγώ ένα από τα ερωτευμένα κορίτσια.
Κάποτε ήμουν και η ίδια στα καράβια. Και είχα μάνα να με περιμένει. Και πατέρα και αδερφό. Και φίλους.
Δεν ξέρω πόσο βαθιά είναι η οδύνη των άλλων. Των πιο έξω. Ξέρω μονάχα πως όταν χάνεται ένας ναυτικός, τσακίζει η καρδιά όλων των άλλων ναυτικών. Και ένα κομμάτι της πεθαίνει μαζί με εκείνον που έφυγε για πάντα. Κι ας μην τον γνώριζαν. Ας μην είχαν δει ποτέ το πρόσωπό του.
Πόσοι οι πεθαμένοι ναυτικοί; Πόσα τα πεθαμένα κομμάτια της καρδιάς μας;
Και είναι και όλα εκείνα τα πεθαμένα κομμάτια της καρδιάς των μανάδων. Κι ας μην έχασαν το δικό τους παιδί. Κάθε φορά που χάνεται ένας ναυτικός, κλαίνε όλες οι μανούλες που έχουν παιδιά στα καράβια.
Και οι πατεράδες, και οι σύζυγοι, και τα παιδιά, και τα αδέρφια. Και τα άγνωστα ερωτευμένα κορίτσια. Και οι φίλοι. Όλοι καρδιοχτυπούν. Και όλοι ακούνε να χτυπά και η δική τους πόρτα. Ποιος έχει αύριο σειρά; Να ετοιμάζεται...
Λένε για τους ναυτικούς πως δε φοβούνται το θάνατο. Πώς να τον φοβηθούν; Έχουν μάθει να ζούνε μαζί του. Ξέμαθαν να ζουν με τους δικούς τους και ζούνε αγκαλιασμένοι με το χάρο.
Σταματάει ποτέ ο άνθρωπος να φοβάται το χάρο;
Μηδένα προ του τέλους, φώναξε εκείνος ο αρχαίος βασιλιάς. Και ήταν κι αυτός μέσα στις φλόγες.
Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να ξέρει, την αγωνία του θανάτου μέσα στις φλόγες; Ποιος μπορεί να ξέρει την αγωνία που έζησαν αυτοί οι εννιά άνθρωποι που τώρα ταξιδεύουν στα φέρετρα;
Επαναπατρίζονται οι σοροί... Οι σκέψεις τους; Τα όνειρά τους; Η ζωή τους;
Βράδυ Χριστουγέννων ήταν. Η ώρα που σε όλη τη γη οι άνθρωποι γιορτάζουν. Που μαζεύεται η οικογένεια γύρω από το τραπέζι και τσουγκρίζουν τα ποτήρια.
Αυτοί απουσίαζαν. Δεν είδαν τα ποτήρια. Δεν άκουσαν τις ευχές. Στη βάρδια, στο καπνιστήριο, στην καμπίνα, έξω στην πρύμη, εκεί έκαναν Χριστούγεννα.
Πώς κάνουν οι ναυτικοί Χριστούγεννα; Πρόλαβα δυο φορές να τα γιορτάσω τέτοια Χριστούγεννα. Δε χρειάζεται να έρθει η φωτιά. Δε χρειάζεται να έρθει ο Χάρος. Τους κουβαλάει η καρδιά σου.
Καίγεσαι και πεθαίνεις τέτοιες μέρες. Και πιο πολύ τις νύχτες. Όταν μείνεις μόνος. Ποιος ναυτικός έπεσε χαρούμενος να κοιμηθεί τη νύχτα των Χριστουγέννων;
Και είναι ο ύπνος λήθαργος βαρύς. Δίχως όνειρα. Ποτισμένος σε δάκρυα και αλκοόλ. Ποιος ναυτικός δεν πίνει ένα ποτηράκι παραπάνω τέτοιες νύχτες;
Κάποιος ίσως να ήπιε και παραπάνω από το παραπάνω. Κι άφησε το τσιγάρο αναμμένο. Να καίει όπως έκαιγαν τα ματόκλαδα και η καρδιά του.
Κι έκαψε το τσιγάρο την κάφτρα. Έκαψε το τραπέζι. Άρχισαν οι φλόγες να χορεύουν. Και οι καπνοί άρχισαν να τρέχουν στους αλουέδες. Τρύπωσαν στις καμπίνες. Ανέβηκαν στις κουκέτες. Τύλιξαν το παλικάρι. Και το πήραν για πάντα μαζί τους...
Έμεινε πίσω η Βραζιλία. Είναι ο παράδεισος των ναυτικών η Βραζιλία. Με τις σάμπες και με τις ρούμπες και τα καυτά κορίτσια. Όλοι οι ναυτικοί ονειρεύονται να πάνε Βραζιλία. Εγώ δεν πρόλαβα. Έτσι κι αλλιώς εγώ ήμουν γυναίκα...
Την ξέρω όμως τη Βραζιλία. Των ναυτικών τη Βραζιλία. Τι νομίζεις κάναμε στις ατέλειωτες ώρες της βάρδιας; Πετάγαμε για Σάο Πάολο και Ρίο ντε Τζανέιρο. Στο Ponta Do Ubu όχι. Τώρα το άκουσα πρώτη φορά. Τώρα το αναζήτησα και στο χάρτη. Τριακόσια τόσα χιλιόμετρα βορειότερα του Ρίο.
Σαν να λέμε Αθήνα - Πάτρα και ακόμη μακρύτερα. Τι σημασία έχει; Βραζιλία είναι και το Ponta Do Ubu. Γεμάτο μουσική, χορό, ποτό και κορίτσια. Προπαντός κορίτσια.
Τα άλλα κορίτσια, στην πατρίδα, δεν τα ξεχνάει ο ναυτικός. Όσα κορίτσια και να γνωρίσει στα λιμάνια. Η σάρκα μόνο κατεβαίνει στο λιμάνι. Η καρδιά βρίσκεται μίλια μακριά. Σε μια κουκίδα του χάρτη που γράφει πατρίδα.
Έτσι μαθαίνει να ζει ο ναυτικός. Αλλού η καρδιά, αλλού η σάρκα. Τώρα θα γυρίσει πίσω η σάρκα. Η καρδιά;
Ύπουλα ανέβηκε ο καπνός στην κουκέτα. Τύλιξε την κοιμισμένη σάρκα. Τρύπωσε στα ρουθούνια. Έφτασε στα πνευμόνια. Γιατί δεν ξύπνησε; Γιατί δεν έτρεξε να σωθεί; Να βρέξει μια πετσέτα, να ορμήσει έξω. Να γλιτώσει...
Κανείς δε θα μάθει. Κι ας τρέχουν πάνω κάτω οι εμπειρογνώμονες. Κι ας παίρνουν καταθέσεις οι ειδικοί. Κανείς δεν μπορεί να μάθει τι σημαίνει η νύχτα των Χριστουγέννων στο καράβι. Μόνο όποιος το έζησε.
Και ξύπνησε την άλλη μέρα και δεν ήξερε πού ταξίδευε όλη νύχτα. Χρόνος νεκρός. Αφήνεις στην κουκέτα τη σάρκα. Αφήνεις και την καρδιά. Δεν αντέχεις μια τέτοια νύχτα να ακολουθήσεις την καρδιά σου. Και χάνεσαι. Σε άλλη διάσταση. Έξω από χώρο και έξω από χρόνο.
Μένουν μόνα τους μια τέτοια νύχτα τα κορίτσια στο λιμάνι. Απόψε ο ναυτικός δε θα θυμηθεί τις τρυφερές τους καμπύλες. Δε θα τσαλακώσει τα σεντόνια του ψάχνοντας τη μυρουδιά τους. Είναι Χριστούγεννα...
Μένουν μόνα τους και τα άλλα κορίτσια. Στην πατρίδα. Μια ζωή μόνα τους. Απόψε περισσότερο. Δεν αντέχει ο ναυτικός απόψε να θυμηθεί τη μοναξιά τους. Είναι Χριστούγεννα...
Τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της αγάπης. Οι άνθρωποι τα γιορτάζουν αγκαλιά με τους αγαπημένους τους. Όχι οι ναυτικοί. Όχι κι εκείνοι που αγαπούν ναυτικούς.
Ένα μικρό αστέρι λάμπει στον ουρανό. Δεν έχει πια μάγους να το ακολουθήσουν. Έχει τους ναυτικούς που τρέχουν να το συναντήσουν.
Αφήνουν τη σάρκα τους στο βαθύ της λήθαργο. Αφήνουν και τη καρδιά τους. Δεν αντέχουν απόψε την καρδιά τους. Και γίνονται αστέρια.
Πόσα αστέρια έχει ο ουρανός; Πόσοι είναι οι ναυτικοί που δε γύρισαν ποτέ;

Πηγή: http://kapetanisses.blogspot.gr/...Συγγραφέας - Δανάη!
Περισσότερα ΕΔΩ!

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Prosopografia Ek Tou Fisikou

Θα σας μιλήσω για τον Μοχάμεντ, το νέγρο καθαριστή μηχανοστασίου από την Τανζανία. Αν και όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί με κάποιο τρόπο, μερικά γενικά χαρακτηριστικά μπορούν να περιγραφούν. 
Τα εξωτερικά φυσικά γνωρίσματα του ήταν, έντονα βαθύ σκούρο το χρώμα του δέρματος, μαύρα στο χρώμα, στρογγυλά και μεγάλα η μορφή των ματιών, μαύρη στο χρώμα και θύσανος η σύσταση της τρίχας στη κεφαλή του. Μεγάλο μέγεθος το ανάστημα και συμπαγής όγκος η κατασκευή του σώματος του, με μακριά ογκώδη και δυνατά άκρα ένας μεγαλόσωμος άντρας με πλατύ στέρνο και δυνατές πλάτες. Στο πρόσωπό του, με τα εντελώς αφρικάνικα χαρακτηριστικά, κυριαρχούσε μια έκφραση σταθερότητας, σοβαρότητας και καλοσύνης. Όλο του το ύφος κι η στάση ήταν ένας παράξενος συνδυασμός αξιοπρέπειας και ταπεινοφροσύνης. Γεροδεμένος. Είχε φυσική μυϊκή δύναμη εξαιρετική. Ήταν φανερό ότι δεν ανήκε στην συνηθισμένη φυλή των Αφρικανών της κεντρικής και ανατολικής Αφρικής όπου στις καυτές, ξηρές περιοχές της, οι κάτοικοι της έχουν ένα ψηλό, λεπτό σώμα, με μακριά και λεπτά άκρα, για να αυξάνει η επιφάνεια του σώματος σχετικά με τον όγκο του, η οποία μεγάλη επιφάνεια βοηθά να απάγει τη θερμότητα του δέρματος όταν ιδρώνει. Και σε εκείνα τα μέρη της Αφρικής η ζέστη δεν είναι απλώς αισθητή νομίζεις στα αλήθεια ότι την βλέπεις. 
Μοχάμεντ του έλεγα η σωματοδομή σου αντίκειται στους περιβαλλοντικούς καθοριστικούς παράγοντες, και στο γνωστό γενικό εξελικτικό μας κανόνα. Αυτός ο τύπος κατασκευής του σώματος σου συντηρεί τη θερμότητα στο πυρήνα του, και αποτρέπει τις επικίνδυνες πτώσεις στη θερμοκρασία των εσωτερικών σου οργάνων. Οι βόρειοι και αρκτικοί λαοί, τείνουν να έχουν αυτό το τύπο σωμάτων. Λογικά λοιπόν δικαιούμαι να συμπεραίνω, δεν πρέπει να είσαι και πολύ γνήσιος Αφρικανός!
Είσαι στ΄ αλήθεια σίγουρος για το γενεαλογικό σου δένδρο; Την καταγωγή των προγόνων σου;.
Με προφανή απορία και αμήχανος με κοιτούσε, προσπαθώντας να καταλάβει, αλλά πάντα με αντιμετώπιζε με ένα χαμόγελο στωικό, αθώο, και φωτεινό που άφηνε να φαίνονται μια σειρά από λευκά δόντια. Ο χαρακτήρας του, σε γενικές γραμμές, ήταν μοναδικός, χαρίζοντας του μια ξεχωριστή παρουσία. Μοχάμεντ ο Μειλίχιος τον αποκαλούσα και του άρεσε ο τρόπος και ο τόνος μου. 
Είχε βρεθεί λαθρεπιβάτης σε πλοίο της ναυτιλιακής εταιρείας και κατέληξε να εργάζεται στα μηχανοστάσια των πλοίων της. 
Ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος αλλά οι λαθρεπιβάτες συνήθως δεν ξέρουν που αληθινά μπορούν να πάνε. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ονειρεύονται και να ελπίζουν ότι δε θα χάσουν τα όνειρα τους. 
 Οι άνθρωποι που δεν είναι φτωχοί είναι τόσο λίγοι, μου εξιστορούσε στις αφηγήσεις του ο παππούς μου από την μητέρα μου. Και ο παππούς ήταν ένας σοφός κτηνοτρόφος που πέρασε το βουκολικό τρόπο της ζωής στις όμορφες ανατολικές πλαγιές του λακωνικού Πάρνωνα που γι' αυτόν το κοπάδι του δεν ήταν απλά ένα κοπάδι άψυχων ζωντανών αλλά η παρέα του, η συντροφιά του.
Το πλοίο μας, νεόκτιστο και το μηχανοστάσιο του έλαμπε από την καθαριότητα.
Η μηχανή μια M.A.N B&W τελευταίας έκδοσης από τις πρώτες αυτού του τύπου που κυκλοφορήσαν στην αγορά οι λεγόμενες μεγάλης διαδρομής εμβόλου λειτουργίας.
Λόγω των υψηλών πιέσεων λειτουργίας της, από τις αρμόσεις των μπλοκ, ελαιώδη ίχνη μεταφέρονταν στο εξωτερικό της κέλυφος. Στη πρώτη εβδομάδα της επιστασίας μου ξεκίνησα ένα πρωινό εφοδιασμένος με πανιά και στουπί άρχισα να σκουπίζω το εξωτερικό κέλυφος της μηχανής. Ξαφνικά καταφθάνει ορμητικά ασθμαίνοντας ο Μοχάμεντ και με δέος και έκπληξη προσπαθεί να μου αποσπάσει το στουπί από τα χέρια.
«Τσιφ!!»  Φωνάζει ασθμαίνοντας.
«Ντροπή, εάν σε δούνε τι θα πούνε; Ο Μοχάμεντ είναι τεμπέλης και ο Πρώτος μηχανικός καθαρίζει την μηχανή; Μεγάλη ντροπή, σε παρακαλώ αυτή είναι δική μου δουλειά.»
Χρειάστηκε κόπος και επιμονή να τον αντιμετωπίσω και να τον πείσω ότι κανείς ποτέ δεν θα σκεφτεί κάτι διαφορετικό και άσχημο για την αξιοσύνη του.
«Είναι πραγματικά σημαντικό για μένα να ασχολούμαι με την μηχανή Μοχάμεντ του είπα.
Είναι το αγαπημένο μου θηλυκό φετίχ και ταυτόχρονα η πρωινή μου γυμναστική για να διατηρώ και εγώ την φόρμα μου. Πιστεύω δεν θα ήθελες να μου στερήσεις αυτή την απόλαυση;»
Αυτό το επιχείρημα λειτούργησε καταλυτικά. Το σκέφτηκε σταμάτησε να επιμένει και υποτάχθηκε στην θέληση μου. Κατά βάθος καθόλου δεν μου φάνηκε απογοητευμένος για το μάταιο των αντιρρήσεων του. Έτσι όμορφα και απλά οριοθετήσαμε τις αρμοδιότητες μας και τα οικόπεδα μας στο πρωινό μας ξεκίνημα. 
Πέρασε ο καιρός έκλεισε ο κύκλος του συμβολαίου μου, επέστρεψα στην πατρίδα αφήνοντας και πάλι την αρμοδιότητα του πρωινού καθαρισμού της μηχανής στα στιβαρά χέρια του Μοχάμεντ από όπου την είχα παραλάβει και στην πραγματικότητα του ανήκε. 
Ύστερα από ένα διάστημα τεσσάρων με πέντε περίπου μηνών επανήλθα στην επιστασία μηχανοστασίου στο ίδιο πλοίο. Αφότου ανέλαβα υπηρεσία ζήτησα να μου φωνάξουν τον Μοχάμεντ που συνέχιζε ανελλιπώς να προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Όταν με αντίκρισε δεν τον χαιρέτησα αλλά με ένα αυστηρό βλέμμα να τον διαπερνά άρχισα με λόγο υπερβολικό να τον στολίζω στην «γαλλική» διάλεκτο.
Ξαφνιάστηκε, αμήχανος σήκωσε τα μάτια τα κάρφωσε επάνω μου, η έκπληξη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του που θλιμμένα σκοτείνιασε, ένα συναίσθημα φοβίας και θλίψης τον κατέλαβε μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη, ένοιωσε να ταπεινώνεται Γιατί του κάνω αυτή την επίθεση; Και γιατί ο τόνος μου έχει γίνει ξαφνικά κρύος και προκλητικός; σχεδόν απειλητικός; 
Δε μπορεί να ‘μουν εγώ αυτός που του μιλούσε, δεν μπορεί να ‘ταν δικό μου στόμα που πρόφερε αυτές τις λέξεις με αυτό το τόνο. Πως είναι δυνατό να διαπράττω ένα παρόμοιο όνειδος και να του απευθύνομαι με τέτοια κακία. Που πήγε εκείνη η απλόχερη φιλία που είχε συνηθίσει να εισπράττει. Ούτε που μπορούσε να φαντασθεί την ερώτηση που ακολούθησε τη προσποιητή έκρηξη μου.
«Γιατί ανάθεμα με ρέμπελε του κερατά η μηχανή (το Φροσάκι μου!) είναι λερωμένο και λαδωμένο από άκρη σε άκρη;»
Ξαφνικά συνειδητοποίησε την κατάσταση, ίσιωσε στητά το κορμί του και οι χτύποι της καρδιάς άρχισαν να επανέρχονται στα φυσιολογικά επίπεδα, καθώς τον κυρίευε ξανά ένα αίσθημα εσωτερικής γαλήνης. Ξανάρχισε να χαμογελάει, ανέμελα αντήχησε το γέλιο του, η δε ματιά του έλαμψε και ξαναπήρε αυτό το ήρεμο, πράο και φωτεινό χρώμα. 
Χαϊδεύοντας αμήχανα το δέρμα του λαιμού του, απολογητικά και αυθόρμητα μου απαντά. 
«Τσιφ! Εγώ δεν φταίει. Αλήθεια σου λέω εγώ δεν φταίει!  Αυτό το άλλο Πρώτο μηχανικό δεν καθάριζε καθόλου. Πολύ τεμπέλη, μηχανή λέρωσε! Πολύ τεμπέλη!»
Ένα τραγούδι μια μουσική υπόκρουση, ένα τραγούδι τραγουδισμένο από μια γυναίκα άγνωστη πανέμορφη. 
Έτσι ήχησαν τα λόγια του τη στιγμή εκείνη.
Ήταν η σειρά μου να ακουσθεί το γέλιο μου σε κάθε γωνιά του μηχανοστασίου. Πέρασαν τα χρόνια και όμως ακόμη αντηχεί στην μνήμη μου το πράο ξέσπασμα του.
«Τσιφ! Εγώ δεν φταίει! Αλήθεια σου λέω εγώ δεν φταίει.»
Οι άνθρωποι θα έπρεπε να σκέφτονται την ομορφιά της ζωής για να διατηρούν τη καρδιά τους αγνή και το μυαλό τους καθαρό. Όλοι έχουμε κουραστεί αλλά έχουμε ένα προορισμό και δεν πρόκειται να σταματήσουμε μέχρι να φθάσουμε εκεί.
Έκτοτε στην επαγγελματική μου διαδρομή δεν τον ξανασυνάντησα, τον καλό μου το Μοχάμεντ. 
Δεν ήμαστε παρά ένας κόκκος στάχτης που ο άνεμος μας στέλνει να χαθούμε στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Οι προγονοί μας έχουν όλοι φύγει μόνο η θάλασσα απ' όπου ήρθαμε είναι εδώ.
Προσπάθησα με αυτή τη παράξενη, γραφική και συνάμα απλή ιστορία περιστατικών να αποκρυπτογραφήσω τον κόσμο που απομακρύνεται και ξεθωριάζει, μέσα από την αληθινή και ζωντανή φιγούρα του Μοχάμεντ. Ένα κόσμο που συνεχίζει να ατενίζει στο σύμπαν τα αστέρια με απορία και δέος, Ο κόσμος που έρχεται μας μεταφέρει την αίσθηση από ένα ανακάτεμα, σε ρυθμούς εξοντωτικούς. Αυτός ακριβώς ο νέος κόσμος με όλη την τεχνολογική υπεροχή, μεταφέρει μαζί του και έναν συναισθηματικό καιάδα για ανθρώπους σαν το Μοχάμεντ και ‘μένα. 
Η εποχή της τυραννίας της τεχνολογίας, ο κόσμος του Ματρίξ αυτή η “sequel” τριλογία του χολιγουντιανού κινηματογραφικού αριστουργήματος ζει ανάμεσά μας. Θαυμάζω τα σημαντικά στάδια ανάπτυξης, στη διάβα της μακροχρόνιας ιστορίας μας, τις εκπληκτικές ικανότητες της τεχνολογίας, που δημιούργησαν άνθρωποι πολυμήχανοι, με κοφτερό μυαλό και αδιαμφισβήτητες ικανότητες. 
Και προσωπικά κουβαλάω μέσα μου αρκετή δόση από το μικρόβιο του “techno freak”. 
Το μυστικό είναι η τεχνολογία να υπηρετεί τον άνθρωπο με δυνατότητες αξιοποίησης του ώστε να νοιώθει ολοκληρωμένος και ασφαλής στη σύγχρονη εποχή, και όχι το αντίστροφο. Ο πολιτισμός και η τεχνολογία θα συνεχίσουν να εξελίσσονται γρήγορα και με απρόβλεπτες κατευθύνσεις, και αυτές οι αλλαγές, στη συνέχεια, θα επηρεάζουν τη φυσική εξέλιξη του ανθρώπινου οικογενειακού δέντρου, στη μεγάλη και σύνθετη κοινωνία που οι άνθρωποι ζουν σήμερα.
Η επιλογή είναι δική μας για το πως θα δράσουμε. Με θέληση και τόλμη να συνδυάσουμε την επιστήμη και τη τεχνολογία με την ιστορία και τη παράδοση. 
Να απορρίψουμε ευνουχισμένους χρήστες τερματικών, στελέχη που έχουν αρετές κισσού, ανίδεα και ανυποψίαστα για τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία, να φαλκιδεύουν τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του πολιτισμού μας.
Να χειρίζονται την κοινωνία με όρους χρηματιστηρίου και να μας οδηγούν κατά διαόλου που λεν’ και οι θρησκευόμενοι, και όχι στην απογείωση της εποποιίας του ανθρωπίνου πνεύματος, και το ξημέρωμα μια νέας εποχής που να κάνει τα όνειρα μας πραγματικότητα.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Ekeino To Vradi

«Ασίσω οις θέμις εστί, 
θύρας δ’ επίθεστε βεβύλοις.» 

Θα μιλήσω σε όσους είναι θεμιτό, 
κλείστε τις θύρες στους βέβηλους:» 

(Ορφικός Ύμνος στα Ελευσίνια Μυστήρια)

Η αλήθεια είναι κάποιες γυναίκες, τα έχουν όλα και μάλιστα η φύση υπήρξε πολύ γενναιόδωρη μαζί τους και τις προίκισε με απίστευτα όμορφα χαρακτηριστικά.
Κάποιες μάλιστα λάμπουν κυριολεκτικά ως αντικείμενο θέασης, και σύμβολο του γυναικείου ερωτισμού στο κορμί τους χωρίς να χρειάζεται να το προσπαθήσουν καθόλου.
Η ίδια!, του ήταν η κρυφή αγαπημένη του σεξουαλική φαντασίωση από τα χρόνια της εφηβεία της. Είναι αυτή η ονειροπόληση η γεμάτη σφοδρή επιθυμία που τριγύριζε στο μυαλό του.
Κορμί αγνό και αθώο, μα ταυτόχρονα γεμάτο αισθησιασμό και βαθιά ενοχικό. Σύμβολο έλξης, γοητείας και ερωτισμού.
«Θελκτική» με τη φρεσκάδα μαγιάτικου πρωινού.
Ήταν αυτό, ακριβώς που τον τραβούσε η θωριά της, όπως ο μαγνήτης τραβάει το σίδερο.
Αδυνατούσε να ελέγξει όλο αυτό το κρυφό το πάθος που κρυβόταν μέσα του, καθώς ουδείς μπορεί να φανταστεί πόσο μακριά πηγαίνουν οι σκέψεις του κάθε φορά που αφήνεται στις εκρηκτικές φαντασιώσεις του. Οι φαντασιώσεις του, ένας ατέρμονος κύκλος, προσπαθούσαν να συναντήσουν αυτό που επιθυμούσε. Χανόταν στις  εφήμερες σκέψεις, ζαλιζόταν από την αίσθηση που ο νους σκεπτόμενος ενοχικά υποτάσσει το σώμα σε αισθησιακή έκσταση.
Σκέψεις κρυφές και αισθήματα σκοτεινά και ενοχικά! Αισθήματα γεμάτα πόνο εξ υπαιτιότητες της ενοχικής ηθικής της αμαρτίας.
Το πάθος του τόσο υποκειμενικό. Δύσκολο μα τόσο επιθυμητό, που κρυβόταν στη σάρκα της κάθε φορά που την ονειρευόταν.
Την ήθελε για όλα όσα ένοιωθε. Την ποθούσε όταν αυτή τρύπωνε στο μυαλό του. Ένοιωθε απαλά την οπτασία της να αγγίζει κάθε εκατοστό του κορμιού του και μια δυνατή ένταση ρεύματος να διαπερνά τη σάρκα του που ζητούσε με μανία να χαθεί κάθε λεπτό σε μια στιγμή μοναδική και γεμάτη πάθος στιγμή. Ο πόθος ανεξέλεγκτος, απελευθερωμένος, αφήνεται στην πιο αχαλίνωτη φαντασία σεξουαλικής ηδονής που προκαλείται από τη σκέψη του, καθώς νοερά σκαρφαλώνει ηδονικά τους λόφους και κατρακυλά τις κοιλάδες και τις ρεματιές του σώματος της.
Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν από εκείνη την μακρινή εποχή, και παρά τη σταδιακή ωρίμανση και την φυσική φθορά, δεν έπαψε να νοσταλγεί τα χρόνια της αθωότητας που ξυπνά το παλιό του πάθος, και να ταξιδεύει στον ερωτισμό και στις αισθησιακές συγκινήσεις του γυναικείου σώματος της, σαν εκείνο το βράδυ του καλοκαιριού.
Στην ερωτική του οπτασία ξαναθυμάται πώς την κοίταζε με λαγνεία στο ημίφως της εσωτερικής κάμαρας, αυτή να κοιμάται αμέριμνα στο μικρό κρεβάτι εκεί στην γωνιά, και αυτός ξάγρυπνος  στήριζε το κορμί του στη κουπαστή της εσωτερικής πόρτας.
Τα  υγρά του μάτια είχαν καρφωθεί πάνω της και την κοίταζε σταθερά και διαπεραστικά λες κι έβλεπε μέσα της ρουφώντας κάθε της καμπύλη, κυριολεκτικά προσκυνώντας στον ναό του κορμιού της και μια φλόγα άναψε μέσα του, ένα είδος δόνησης παράγεται στην ψυχή του μέσω των παλμών τους οποίους η ημίγυμνη θέα της προκαλεί στις αισθήσεις του. Για πρώτη φορά δε την κοίταζε σα τη μικρή έφηβη ξαδέρφη, αλλά σαν άντρας, σαν ένας έμπειρος με τις γυναίκες άντρας που ήταν, με μια σπίθα λαγνείας στα μάτια του αισθανόταν αυτό το ανυπόφορο γαργαλητό που τον οδηγεί σε νυκτερινή παρεκτροπή, και τον μεταφέρει στην έκρηξή σεξουαλικής ευχαρίστησης. Το ανασηκωμένο νυκτερινό λευκό μεσοφόρι της αποκαλύπτει μέχρι επάνω τα χαριτωμένα καλλίγραμμα πόδια της, εύπλαστα τρυφερά, με αβρές καμπύλες.
Εκείνη αναδεύτηκε κάποια στιγμή, τεντώνεται τόσο πολύ προς τα πίσω, παρασύροντας το μεσοφόρι της μέχρι επάνω από την μέση της, αποκαλύπτοντας την μικροσκοπική διάφανη κιλότα της, τα άρτια στρογγυλέματα των γοφών και του στήθους, στο στιλπνό δέρμα της λες και την πλημμύρισε μια αίσθηση της παρουσίας του και θέλησε να συμμετάσχει, επιτρέποντας του να έχει μια χορταστική ματιά στον πόθο του. "Ίσως!!!!'
Βλέποντας έστω και αμυδρά στο χαμηλό φωτισμό, το αρχέγονο μυθικό αιδοίο, την πηγή της ηδονής και της ζωής εκεί εμπρός του, ζωντανό, ηδονικό, γυμνό, τον προκαλεί και τον προσκαλεί.
Είναι αυτό το θαύμα, η ηδονική απόλαυση που αισθάνεται στην θέα του, σα ν’ ανακαλύπτει ξαφνικά έναν ξεχασμένο παράδεισο. Θαρρείς πως ολόκληρο το εφηβικό κορμί της ήταν χτισμένο γύρω από αυτό τον τριχωτό, υγρό, τρυφερό - κόλπο!.
Η εικόνα του ημίγυμνου κορμιού της διεγείρει βασανιστικά το μυαλό του και τον ερεθίζει σεξουαλικά. Η επιρροή που ασκεί πάνω του, φουντώνει την ερωτική του επιθυμία διεγείροντας τις αισθήσεις του, ξεσηκώνει τον ανδρισμό του και κάνει το πέος του να σηκωθεί σε πλήρη στύση, σκληρό και άκαμπτο έτοιμο να εκραγεί. Στεγνός πυρετός τον έτρωγε. Τα μάτια φωτιά. Συνέχισε να την κοιτάζει και άναβε. Κρυφός πόθος και λαχτάρα. Απ’ τα μισάνοιχτα χείλη αφήνει να του ξεφύγει το βογκητό της ηδονής που διατρέχει το σώμα του καθώς βιώνει το ωκεάνιο συναίσθημα. Βρίσκεται σε έκσταση, στην φανταστική του συνουσία, σε έκσταση οργασμού, με την σεξουαλικότητα ακόρεστη και απελευθερωμένη, παίρνει στα χέρια του, ενεργητικά, την σεξουαλική του επιθυμία.
Ένας χείμαρρος από σπέρμα που χόρευε ξεχύθηκε γύρω του όπως η λάβα που ελευθερώνεται από την κορφή του ηφαιστείου.
Έχει, αυτό ικανοποιηθεί.
Ένας αναστεναγμός!
Η ησυχία τον τρομάζει!

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Kalo Sou Taxidi File Mou!

Η προσωπική γνωριμία και ταυτόχρονα η συνεργασία μας με το Στέλιο ξεκίνησε από το Γαλλικό εμπορικό λιμένα  Σέτε - «Sète», γνωστή και ως Cette μέχρι το 1928. Στον λιμένα αυτό βρέθηκα για να ναυτολογηθώ σ’ ένα ποντοπόρο πλοίο μεταφοράς γενικών φορτίων.
Η «Σέτε» είναι μια μικρή πόλη στη Νότιο Γαλλία στην Μεσόγειο θάλασσα. Ένα αξιόλογο τουριστικό θέρετρο του γαλλικού νότου, που ο τουρισμός του είναι σημαντικός στην τοπική οικονομία.
Ξεχάστε την Κυανή Ακτή και τα πανάκριβα θέρετρα της Γαλλικής Ριβιέρας. Οι Κάννες, το Σαιν Τροπέ, η Νίκαια είναι κλασικοί προορισμοί του διεθνούς jet set, που ωστόσο απέχουν κατά πολύ από αυτό που θα λέγαμε ταξίδια-ανακαλύψεις και εναλλακτικοί προορισμοί, αναπάντεχα γοητευτικές γωνιές.
Αυτούς ακριβώς τους προορισμούς θα συναντήσετε στη δύση του Γαλλικού Νότου: Στην Προβηγκία και στις παρυφές των Πυρηναίων, εκεί όπου θα ανακαλύψετε τα πολλά διαφορετικά πρόσωπα της Γαλλίας: H Σέτε - «Sète»,  είναι μια κοινότητα στο τμήμα Hérault στην περιφέρεια Occitanie στη νότια Γαλλία. Οι κάτοικοί του ονομάζονται Sétois. Είναι γνωστή και ως η Βενετία του Languedoc και είναι ένα λιμάνι και ταυτόχρονα παραθαλάσσιο θέρετρο στη Μεσόγειο θάλασσα με δική του πολύ ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα, μακραίωνες παραδόσεις, τοπική εκλεκτή κουζίνα και ιδιαίτερη γλωσσική διάλεκτο.
Είναι επίσης η πατρίδα καλλιτεχνών όπως ο Paul Valéry, ο Jean Vilar, ο Georges Brassens, ο Gregory Del Piero, ο Hervé Di Rosa, ο Manitas de Plata  και ο Robert Combas.
Η Πόλις είναι χτισμένη πάνω και γύρω από το λόφο του Mont St Clair και βρίσκεται στο νοτιοανατολικό κομβικό σημείο μιας κλειστή λίμνης αλμυρού νερού που χρησιμοποιείται κυρίως για πεδία αναπαραγωγής στρειδιών και μυδιών. Στην εξωτερική πλευρά του λόφου βρίσκεται η Μεσόγειος. Και η πόλη έχει ένα δίκτυο καναλιών που συνδέουν την λίμνη  με τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Τα παλαιά και νέα μέρη της Πόλις χωρίζονται διακριτικά χωρίς υπερβολικές αλλαγές στη διάβα του χρόνου. Μια λεωφόρος επεκτείνεται κατά μήκος της ακτής του κόλπου, με πολυάριθμα εστιατόρια που προσφέρουν θαλασσινά εδέσματα . Τα όστρακα της περιοχής έχουν παγκόσμια φήμη. Η πόλη και ο κόλπος προστατεύονται από τις κλιματολογικές αλλαγές από τα βουνά στο Βορρά. Ο κύριος λιμένας χρησιμεύει ως βάση για έναν αλιευτικό στόλο και για σκάφη αναψυχής. Η περιοχή αφθονεί στη καλλιέργεια των λουλουδιών, τους αμπελώνες, τους οπωρώνες, και τα άλση από ελιές και μουριές.
.... Στην εμπορική προβλήτα του λιμένα το πλοίο εκφόρτωνε ράθυμα σε καλοκαιρινό ρυθμό με την ηλιοφάνεια να χύνετε πέρα από τους λόφους και ο ουρανός τις ημέρες εκείνες είχε ένα τέλεια κενό φωτεινό μπλε. Φυσούσε ο μαΐστρος, άγριος και απείθαρχος κάποιες στιγμές με τα γύρω δέντρα να χορεύουν και να κάμπτουν, και όταν κόπαζε και ηρεμούσε άφηνε πίσω του στο τοπίο με πλουσιότερα χρώματα και μεθυστικές μυρωδιές. Ήταν το είδος στιγμιαίου μετασχηματισμού που σου καταπλήσσει τις αισθήσεις και σε καθιστά ευτυχή να είσαι ζωντανός.
Ύστερα από μια κοπιαστική ημέρα, θεωρήσαμε ευκαιρία να απολαύσουμε τη γαλλική έκδοση της κακαβιάς τη φημισμένη γαλλική μπουγιαμπέσα, με συνοδεία ένα φίνο λευκό γαλλικό κρασί. Το θερινό βράδυ ήταν αρκούντως ζεστό μ’ έναν ουρανό καλυμμένο από λαμπυρίζοντα αστέρια, όταν καθίσαμε σε ένα από τα πολυάριθμα μπαρ και εστιατόρια που τοποθετούν τα τραπέζια τους έξω στην αμμουδιά για να απολαύσεις το δείπνο στη νυχτερινή ατμόσφαιρα
Απέναντι μας στην ακροθαλασσιά μερικοί ψαράδες έβγαζαν με προσοχή από τις βάρκες κι άπλωναν πάνω στην άμμο τα δίχτυα τους για να στεγνώσουν. Κινήσεις αρμονικές χιλιάδων χρόνων που γίνονταν χωρίς βιάση η σκέψη.
Τη παρέα αποτελούσαν ο Καπετάν Γιάννης με τη σύζυγο του που συνήθως ταξίδευε μαζί του. Ο καπετάνιος, ευγενική παρουσία, καλοσυνάτος, ευπρόσιτος και άνθρωπος χαμηλών τόνων. 
Γραμματικός ο καπετάν Κυριάκος επίσης με την σύζυγο του που είχε έλθει στον λιμένα, ένας ψηλός άνδρας με μεγάλο ανοιχτό πρόσωπο και ελαφρώς ατημέλητα μαύρα μαλλιά, ένα πηγαίο χιούμορ να τον διακρίνει. Η Στέλλα, η ασυρματίστρια του πλοίου, Κεφαλλονίτισσα, αθώα σαν μικρό παιδί, μια όμορφη διακριτική και χαλαρωτική παρουσία. Ο Στέλιος ο δεύτερος μηχανικός, ο και «Στελάρας» όπως τον αποκαλούσαν χαριτολογώντας, ευφυολόγος, κοινωνικός, θορυβώδης, ολίγον χαοτικός, έκανε πάντα αισθητή την παρουσία του στην ομήγυρη αλλά ταυτόχρονα μπορούσε να υποδυθεί τον ταπεινό. Είχε πολλά ποιοτικά στοιχεία ο έντονος χαρακτήρας του.
Και ο Παναγιώτης ο τρίτος μηχανικός από τη Μάνη τη Μεσσηνιακή, με χόμπι του την αστρολογία, προικισμένος με ικανότητα να μαντεύει το ζώδιο του καθενός και με ειδικότητα το ανατολίτικο παζάρι στις συναλλαγές στις αγορές.
Ήταν τόσο άνετα να είσαι μαζί τους στη παρέα. Μεγάλη σύμπτωση δε με το Στέλιο και τον Παναγιώτη ήμασταν ακριβώς συνομήλικοι.
Το κρασί ήταν εξαιρετικό, οι μνήμες έχουν ξεθωριάσει, μα η γεύση του ήταν ένα ευπρόσδεκτο κύμα ενέργειας να ποτίζει το κορμί σου. Έχει μείνει στη θύμηση μου.
Στη συνέχεια του οδοιπορικού είχαμε ένα ακόμη μακρύ ταξίδι μπροστά μας.
Ξεκινούσε από την Ταραγκόνα τον λιμένας φόρτωσης με προορισμό την άπω ανατολή.
Πόλη και θαλάσσιος λιμένας στη βορειοανατολική Ισπανία, στη Μεσόγειο, στις εκβολές ποταμού. Το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης έχει μια σημαντική συλλογή ρωμαϊκών αγαλμάτων, τα υπολείμματα ενός ρωμαϊκού αμφιθεάτρου, και ένα ρωμαϊκό υδραγωγείο.
Στη διάρκεια της φόρτωσης έγιναν ορισμένες εργασίες συντήρησης του πλοίου. Έμελλε να γίνει η πρώτη μας και μοναδική μου σύγκρουση με τον Στέλιο. Από τις εργασίες του προγράμματος μου παρέδωσε το κλείσιμο εργασίας που ήμουν σίγουρος ότι δεν είχε εκτελεστεί. Είναι ενέργεια που στο επάγγελμα μας είναι μη αποδεκτή.
Τον κάλεσα και του ανακοίνωσα ότι δεν αμφισβητώ τις ικανότητες του αλλά τον παρακαλώ αυτό να μην ξανασυμβεί είναι πρώτιστα θέμα ασφάλειας τόσο δική μας όσο και του σκάφους. Η συνεργασία μας πρέπει να στηρίζεται στην ειλικρίνεια και την αμοιβαία υποστήριξη.
«Πρέπει απλώς να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου, και όταν το κάνεις προσπάθησε αυτό να μην το ξεχνάς. Θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα.»
Μόλις ξεπέρασε την έκπληξη, το ένοιωσα, έγινε ράκος, ενοχλήθηκε ότι του καταστρέφω τη καλή του εικόνα και σε σύντομο χρόνο μου παρέδωσε τη παραίτηση του για λόγους ευθιξίας.
Προσπάθησα να μη χαμογελάσω, την πέταξα στο καλάθι των απορριμμάτων και τον έπεισα να μη το κάνει.
«Κλείσε αυτό το παράθυρο της σκέψης σου, το συμβάν έχει λήξει, και τα βραδινά ποτά θα τα πληρώσω εγώ.»
Κύμα αγαλλίασης διαπέρασε το σώμα του, χαμογελούσε με το γνωστό μελαγχολικό του χαμόγελο, με εκείνο το χαμόγελο, που έχουν όλοι οι άνθρωποι με την καλή καρδιά.
Ευπρόσδεκτα και ανώδυνα δέχτηκε τη πρόταση μου αλλά προτιμάει να πάμε για χάμπουργκερ. Είχε μεγάλη αδυναμία στο είδος αυτό της διατροφής.
Αναχωρήσαμε για την μακρινή Άπω ανατολή, διασχίζοντας τη μεσόγειο θάλασσα, τη διώρυγα του Σουέζ, και την ερυθρά θάλασσα. Με την έξοδο του πλοίου από την ερυθρά θάλασσα στον ινδικό ωκεανό τέλος Ιουλίου, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το νοτιοδυτικό τροπικό μουσώνα του ωκεανού.
Η βροχή έπεφτε σαν μυριάδες ασημένιες λεπίδες και τον ουρανό σκοτείνιαζαν τα μουντά σύννεφα που αναδεύονταν σα να κόχλαζαν. Τα κύματα της θάλασσας και ένας αέρας φονικός σβάρνιζαν το πλοίο και τα αστραπόβροντα δημιουργούσαν εφιαλτική ατμόσφαιρα που σου σμπαράλιαζε τα σωθικά. Στις αντίξοες συνθήκες, χαράξαμε πορεία νότια νοτιανατολικά για να αποφύγουμε την ορμή της θάλασσας και την πλευρική διεύθυνση των ανέμων, για δυο με τρεις ημέρες, μέχρι να επανέλθουμε στη κανονική μας πορεία ανατολικά.
«… Μουσώνας (αραβικά mauism, (εποχή), αέρας που αλλάζει κατεύθυνση με την αλλαγή των εποχών. Ο μουσώνας επικρατεί κυρίως στον Ινδικό Ωκεανό. Φυσά από το νοτιοδυτικό σημείο, γενικά από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο, και από την αντίθετη κατεύθυνση, τα βορειοανατολικά, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο. Το καλοκαίρι, ο μουσώνας συνοδεύεται συνήθως από δυνατή βροχή στις περιοχές της Ινδίας και των ανατολικών Ινδιών, που αποτελούν το κυρίαρχο γεγονός του κλίματος της περιοχής….»
Βόρεια του ωκεανού βρίσκονται οι χώρες που κατέκτησε ο Αλέξανδρος ο Μέγας στην ενδεκαετή εκστρατεία του τα προχριστιανικά χρόνια.
Και ο Πλάτωνας κατέκτησε το κόσμο, όλο το κόσμο και μάλιστα ειρηνικά, χωρίς να γίνει μέγας.
Άφιξη στο Κόμπε, τον μεγάλο εμπορικό λιμένα στην Ιαπωνία, στο νοτιοδυτικό νησί, στον κόλπο της Οσάκας. Πίσω από τη στενή παράκτια περιοχή της πόλης είναι τα δασώδη βουνά που περικυκλώνουν την πόλη με άφθονα φυσικά ρέματα, και καταρράκτες, και τα δέντρα που γεμίζουν λουλούδια την άνοιξη και ακτινοβόλο φύλλωμα το φθινόπωρο.
 Βουνά στα οποία υπάρχουν θερμές πηγές, προαστιακές κατοικίες , ξενοδοχεία, πανέμορφοι κήποι να χρωματίζουν τους λόφους, τα θερμά υγρά καλοκαίρια, και τους κρύους χειμώνες, με μόνο περιστασιακές χιονοπτώσεις.
Μια φύση επίγειος παράδεισος χρωμάτων και αντιθέσεων σας προσκαλεί να απολαύσετε την εκπληκτική ομορφιά της, να την περπατήσετε και να νοιώσετε την απόλυτη ελευθερία στα καταπράσινα τοπία.
Είναι παροιμιώδης, μοναδική, η αγάπη του λαού της Ιαπωνίας στους κήπους και τα λουλούδια. Ένας παραδοσιακός ιαπωνικός κήπος είναι μια πανδαισία χρωμάτων.
Το Νοέμβριο τα ανθεστήρια των χρυσάνθεμων είναι η περισσότερο φημισμένη γιορτή των πολυάριθμων ιαπωνικών φεστιβάλ λουλουδιών.
Είμαστε λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980-1990 και η αγορά της Ιαπωνίας είναι παράδεισος που σου εξασφάλιζε μοναδικές προσφορές στα ηλεκτρονικά και στα προϊόντα νέας τεχνολογίας.
Στη φημισμένη εμπορική οδό του Κόμπε δεν ήξερες πόσα καταστήματα υπήρχαν κατά μήκος του δρόμου.
Οι πωλητές στέκονταν στις εισόδους επιφορτισμένοι με το καθήκον να δελεάζουν οποιονδήποτε να μπει μέσα.
«Έχουμε τα καλύτερα προϊόντα κύριε, παρακαλώ περάστε μέσα.»
Τον δελέασαν!; Οι όμορφες Ανατολίτισσες πωλήτριες; Πολύ πιθανό.
Βρέθηκε να κουβαλά στο πλοίο ιαπωνική τεχνολογία αιχμής. Μια τηλεόραση 35 ιντσών, καθοδικού σωλήνα που λανσάρισε η SONY από τις πρώτες που κυκλοφόρησαν στην αγορά σ' αυτά τα μεγέθη την εποχή εκείνη.
Η τιμή της εξωφρενική για τα πορτοφόλια μας.
«Στέλιο γιατί το πήρες αυτό το κοντέινερ.»
«Μάστορα ιαπωνική τεχνολογία, σχεδιασμός που εμπνέει, ποιότητα εικόνας, επένδυση για το μέλλον, λέω να ανοίξω μια καφετέρια στη πατρίδα και να την εγκαταστήσω εκεί.»
Δεν ήμουν πρόθυμος να αποδεχτώ επένδυση για το μέλλον, σε μια τεχνολογία που είχε ήδη ωριμάσει. Για μένα το άψυχο αντικείμενο ήταν σαν μια ομίχλη που έχει σχηματιστεί από την εφήμερη ομορφιά της και έχει μπει μπροστά στα μάτια του.
Ήταν κοινό μυστικό τα όνειρα του για μια επαγγελματική εργασία πίσω στη πατρίδα που συνήθως επρόκειτο για μεγαλόπνοα σχέδια παρά για χειροπιαστές ενέργειες.
Ο ναυτικός νοιώθει σα ναυαγός που νοσταλγεί το νησί του, όπως ο Οδυσσέας όταν επέστρεφε και έβλεπε το καπνό πάνω από το σπίτι του στην Ιθάκη.
Ο άνθρωπος και η θάλασσα έχουν μια περίεργη σχέση, εμποτισμένη με ρομαντισμό , περιέργεια και αγνοία. Πως λειτουργεί αυτό το σύστημα από το οποίο καταγόμαστε και όμως γνωρίζουμε τόσο λίγα για να το καταλάβουμε.
Στο ταξίδι επιστροφής για Ευρώπη μας φάνηκε χρήσιμη, την στήναμε στο διάδρομο του γραφείου του τις βράδυνες ώρες και απολαμβάναμε ιαπωνική τεχνολογία, και υψηλή αισθητική, σύσσωμο το πλήρωμα στη μεγάλη οθόνη της.
Ένα πρωινό βρίσκω το Στέλιο έξω από τις αποθήκες τροφίμων του πλοίου με σύνεργα μαραγκού και αρκετή ξυλεία να κατασκευάζει ένα κιβώτιο.
«Τι είναι αυτό Στέλιο:»
«Λέω τώρα από την Ολλανδία να στείλω την τηλεόραση με φορτωτική στην Ελλάδα, και κατασκευάζω μια ασφαλή συσκευασία μη μου τη καταστρέψουν στη μεταφορά.»
Με μια ματιά υπολόγισα τον όγκο του προς κατασκευή ξύλινου κιβωτίου, έριξα και ένα πλάγιο βλέμμα στην οροφή στο άνοιγμα που έπρεπε να το πάρει με το γερανό να το μεταφέρει στο κατάστρωμα διαπίστωσα ότι είναι αδύνατο να μπορεί να το περάσει από το άνοιγμα. Του λέω με την ησυχία σου και προσοχή στη λεπτομέρεια αυτή κάνει τη διαφορά, και τον άφησα απερίσπαστο να συνεχίσει τη κατασκευή του.
Αφού παιδεύτηκε δυο τρεις ημέρες τελικά το τέλειωσε.
Έρχεται απογευματινές ώρες στο γραφείο μου, έδειχνε κουρασμένος και θλιμμένος, με μια περίεργη νευρική υπερδιέγερση και με απογοητευμένη φωνή μου λέει.
«Το ήξερες από την αρχή.»
«Τελικά αυτός ο καιρός και η διαβολεμένη υγρασία φέρνει στην επιφάνεια τα χειρότερα ελαττώματα του χαρακτήρα μου.» Του λέω.
Με κοιτούσε καταπρόσωπο με τα μάτια του ορθάνοιχτα και συννέφιασε σαν σχολιαρόπαιδο που άργησε να ετοιμάσει τα μαθήματα του.
Μια σκέψη μου ήρθε, ούτε ξέρω από πού, απλώς μόνο συνειδητοποίησα, το πρόβλημα δεν ήταν το κιβώτιο. Ίσως αυτό ήταν προσωρινή λύση να κρατά το μυαλό του απασχολημένο.
Κάποια δύσκολα προβλήματα πίσω στη πατρίδα τον βασάνιζαν και ήθελε να σπάσει τη σιωπή του και να μοιραστεί κομμάτια από τις σκέψεις του.
Ήταν αναστατωμένος όταν άρχισε να μου μιλάει για τα προβλήματα του και τους φόβους του. Τον παρακολουθούσα στον γρήγορο λόγο του και την πληθώρα των σκέψεών του που σαν το τρένο με τα πολλά βαγόνια αγκομαχά να περάσει το βουνό.
Είχε αρχίσει και φόρτωνε τον εαυτό του με περίσσιο άγχος, ξόδευε ενεργητικότητα στην εργασία πέρα από το συνηθισμένο. Το άγχος στη θάλασσα δημιουργεί πονοκεφάλους που μας κάνουν λίγο αφηρημένους, με έντονο το αίσθημα κούρασης, και επέρχεται απώλεια συγκέντρωσης και εγρήγορσης. Συμπτώματα ακίνδυνα όταν είμαστε στο καναπέ αλλά πραγματικές παγίδες σε συνθήκες μηχανολογικών εργασιών στο μηχανοστάσιο.
Φτάσαμε στο Ρότερνταμ και η τηλεόραση αναχώρησε για Ελλάδα στην συσκευασία αγοράς, και χάσαμε την βραδινή μας ψυχαγωγία στο διάδρομο .
«Από όπου περνά ο πολιτισμός αφήνει πίσω του σκουπίδια Στέλιο γι’ αυτό μη στενοχωριέσαι για το κιβώτιο που θα καταλήξει σ’ αυτά.»
Επόμενος σταθμός φόρτωσης είναι μια προβλήτα μακριά από κατοικημένες περιοχές σε ένα νορβηγικό φιόρδ, το Sognafjorden. Θα φορτώσουμε πορσελάνη ένα υλικό που χρησιμεύει στη βιομηχανία εξόρυξης υδρογονανθράκων.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Νορβηγίας τα φιόρδ στις βαθιά χαραγμένες ακτές. Τα πιο θεαματικά φιόρδ είναι στη δύση, όπου τα βουνά κατεβαίνουν απότομα στη θάλασσα. Περισσότερα από 150.000 νησιά προστατεύουν την ακτή σαν πύλες στα φιόρδ από τους θυελλώδεις καιρούς του αρκτικού ωκεανού και παρέχουν εσωτερικά κανάλια που είναι εντυπωσιακά ήρεμα.
….. Sognafjorden, μια πολύ μακριά και στενή εγκοπή στην ακτή της νοτιοδυτικής Νορβηγίας, που επεκτείνεται στο εσωτερικό για μία απόσταση 204 χιλιόμετρα. Είναι το μακρύτερο φιόρδ στη Νορβηγία στη μέση ενός τραχιού και θαυμάσιου τοπίου. Τα βουνά κάθετοι τοίχοι ανέρχονται σε ένα ύψος 1.500 μέτρα. Η είσοδος του είναι βόρεια του Μπέργκεν. Στο νορβηγικό βορρά το καλοκαίρι είναι ένας χείμαρρος ψευδαισθήσεων.
Η είσοδος με το πλοίο στο φιόρδ είναι εικόνες που προβάλλονται τέλεια στον ορίζοντα που ορίζεται από καθαρές γεωμετρικές φόρμες που χαρίζουν δυναμισμό. Η ατμόσφαιρα διαυγής και ο Ήλιος είχε σχεδόν λιώσει το χιόνι στις κορυφές. Τα βράδια ένα καταπληκτικό βόρειο σέλας και μένεις με το στόμα ανοικτό πριν να θυμηθείς να το κλείσεις, βλέποντας το νυκτερινό ουρανό να φωτίζεται να βάφεται με τα χρωματιστά φώτα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν μαγεύτηκε από τον έναστρο ουρανό. Πόσοι από εμάς δεν πέρασαν ώρες μετρώντας τα αστέρια γεμάτοι απορία και δέος για το μυστήριο κόσμο εκεί έξω στο σύμπαν. Τα μόνα όρια εδώ είναι τα όρια του οράματος.
Με το Στέλιο είχα πλέον μια προσλαμβάνουσα αίσθηση ότι προσπαθούσε να βάλει μια τάξη σε μερικές πλευρές της ζωής του, και οι προϋποθέσεις όταν ιδανικές δεν είναι, δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει.
Υπήρχε τελευταία μια αφύσικη υγρασία στη φωνή του που την αλλοίωνε. Σημάδι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Αυτό έκανε το φίλο μας συντρίμμια και ναυάγιο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Τότε ήταν που ανησύχησα, ένα βαρύ δυσάρεστο συναίσθημα διαπέρασε το σώμα μου.
Αμηχανία έμοιαζε θρονιασμένη ανάμεσα μας. Δεν μπορούσα να βοηθήσω. 
Αντιλαμβανόμουν ότι εμφορείται απ' ένα συναίσθημα που νιώθεις κάποιες φορές υπό την επήρεια εξαντλητικής δουλειάς, ένα βίαιο ρίγος να τα παρατήσεις και να φύγεις, να πάρεις μια ανάσα. Το συναίσθημα του να βγάζεις το κεφάλι πάνω από την επιφάνεια του νερού. Να μην είσαι ο εαυτός σου.
«Στέλιο βαθιές ανάσες και πίεσε τον εαυτό σου να κάνει υπομονή. Όταν όλα μοιάζουν να είναι ανάποδα , θυμήσου ότι το αεροπλάνο απογειώνεται κόντρα στον άνεμο και όχι με τον άνεμο στην ουρά. Από εσένα εξαρτάται μπορείς να πιστέψεις ότι τελικά θα τα καταφέρεις. Ο απαισιόδοξος είναι έρμαιο της μοίρας και παραδίδεται, η αισιοδοξία είναι εκούσια επιλογή, είναι τρόπος ζωής.»
Αποφασίσαμε να φύγει, για τη πατρίδα. 
Ένα ταχύπλοο τον μετέφερε στο Μπέργκεν. Τις στιγμές πριν την αναχώρηση έδειχνε αρκετά νευρικός και μ’ ένα αδύναμο χαμόγελο μου έλεγε πως στενοχωριόταν πολύ που με άφηνε πίσω χωρίς δεύτερο μηχανικό.
Ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε, γιατί ποτέ δεν μπορείς να προσδιορίσεις επακριβώς τη ροή των γεγονότων.
....Τον συνάντησα αργότερα στην πατρίδα, στην αρχή δεν μπορούσα να το πιστέψω, με εντυπωσίασε πέρα από κάθε προσδοκία η παρουσία του, μια εικόνα ευχάριστη μου προκάλεσε έκπληξη και ενθουσιασμό, ήταν ωραία η αίσθηση να τον βλέπω απαλλαγμένο από εκείνο το επίμονο σύνδρομο του άγχους.
Σα να είχε γύρισε ο ηλεκτρικός διακόπτης και επανήλθε το ρεύμα, μετά από μια διακοπή.
Αμφιταλαντευόταν εάν έπρεπε να παρακολουθήσει κύκλο μαθημάτων στο ΚΕΣΕΝ για να αποκτήσει το δίπλωμα του πρώτου μηχανικού. 
Τον παρότρυνα με θέρμη. Στέλιο η κορυφή χρειάζεται κάτι παραπάνω από θέληση. Χρειάζεται δύναμη, πολλή δύναμη, γιατί έχει θέση μόνο για έναν.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα πρώτος μηχανικός πλέον, τον πρόδωσε η καρδιά του και άφησε την τελευταία του πνοή επάνω σε πλοίο, ταξιδεύοντας στα μακρινά νερά της Άπω Ανατολής, είχε δεν είχε κλείσει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του.
Ο σοφός βοσκός παππούς μου, έλεγε.
«Μην σας ξεγελούν οι όμορφες καλοκαιριάτικες μέρες, ούτε οι γαλανοί ασυννέφιαστοι ουρανοί, ούτε τα έντονα πράσινα χρώματα, ούτε τα μονοπάτια του φωτός ανάμεσα στα δένδρα.»
Ήξερε καλά τι κρυβόταν κάτω ακριβώς απ’ τη μαγευτική μεγαλοπρέπεια τους.
Οι νεκροί που γίνονταν σκόνη.

Καλό σου ταξίδι φίλε μου! Για κατευόδιο, δεν κουνάμε τα μαντήλια μας. Αυτά είναι για αταξίδευτους στεριανούς.
« …..…Μον’ άνοιξε τα άσπρα πανιά……
Στου βοριά την πνοή το πλοίο σου θ’ αρμενίσει….
Εν’ ακρογιάλι θα φανεί με βράχια γύρω και πυκνά της Περσεφόνης δάση….
Εκεί απ’ τον άπατο ωκεανό ν’ αράξεις το καράβι…………….»

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

H Moira Enos ... (Airetikou)

"......κυνηγούσα σαν αλλοπαρμένος μια χίμαιρα, αναζητώντας τ’ αχνάρια μιας Τάξης πραγμάτων, ενώ θα έπρεπε να έχω πια καταλάβει ότι μια τέτοια Τάξη δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο…. Εσείς ωστόσο, που έχετε επινοήσει και βιώνεται μέσα στην δική σας , την ψεύτικη Τάξη, εσείς, τελικά, έχετε ανακαλύψει κάτι”.
από το βιβλίο “Το όνομα του ρόδου” ....Ουμπέρτο Εκο.

Στους λόγους αυτούς – που απευθύνει ο ήρωας του Ουμπέρτο Εκο προς τους διώκτες του – αντανακλάται η πεμπτουσία της αλλοτρίωσης του “ αιρετικού “ από το αποκλειστικό, το κυρίαρχο δόγμα του καιρού του. Η αμφισβήτηση και η αναζήτηση της αλήθειας, πέρα από τα όρια της “καθεστηκυίας τάξης”, αποτελεί το κατ’ εξοχήν τυπολογικό χαρακτηριστικό, το οποίο, σε όλους τους καιρούς, θα φέρει αντιμέτωπο το άτομο,...... τον “αιρετικό”......, με το κυρίαρχο ιδεολογικό του περιβάλλον.
 
Η άποψη ότι ο θρήσκος είναι πιο ευτυχισμένος από τον άθεο είναι το ίδιο άτοπη όπως και η διαδεδομένη πεποίθηση πως ο μεθυσμένος είναι πιο ευτυχισμένος από τον νηφάλιο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω
.......
Ποτέ μια τόσο βλακώδης και αναπόδεικτη ιδέα όπως αυτή του θεού δεν είχε τέτοια ασυλία. 
Daniel Dennett
..
 
..... Διαβάζω ελληνική μυθολογία. Κανείς απ’ τους θεούς ή από τις μοίρες δεν προαναγγέλλει πουθενά τη συντέλεια του κόσμου. Δεν απειλεί πως οι άνθρωποι θα κριθούν κατά τα έργα και τις αμαρτίες τους. Δεν προφητεύει μια Δευτέρα Παρουσία. Ποια Δευτέρα Παρουσία; Αφού όλα και όλοι είναι ήδη, νυν και αεί, εδώ. Και η γη δεν τρέμει παρά από τους οργασμούς µας. Κι απ’ τις ωδίνες των τοκετών µας. .....................................
//Ο Ακρίσιος ήθελε πάντα να αποκτήσει έναν διάδοχο για τον θρόνο του. Μετά την γέννηση της Δανάης, προσπάθησε και πάλι να αποκτήσει γιο αλλά δεν τα κατάφερε. Αποφασίζει να πάει στην Πυθία και να μάθει αν θα αποκτήσει αγόρι. Η Πυθία του ανακοινώνει πως θα αποκτήσει εγγονό από την Δανάη και πως θα σκοτωθεί από αυτόν. Γυρνώντας στο Άργος στεναχωρημένος, κλείνει την Δανάη σε ένα υπόγειο δωμάτιο, ώστε να αποφύγει την επαλήθευση του χρησμού. Η Δανάη επικοινωνούσε μόνο με την παραμάνα της, ενώ από ένα παραθύρι, υπερυψωμένο, καταλάβαινε το έξω περιβάλλον.
Ο Δίας γοητευμένος από την ομορφιά της Δανάης, την επισκέπτεται, μέσω του παραθύρου, με την μορφή της χρυσής βροχής. Από την ένωση αυτή γεννιέται ο Περσέας.//

Αυτά είναι απίστευτα, ε;
Ειδωλολατρικά;
Για πρωτόγονους και αμαθείς;

Δεν χρειάστηκε να έχουμε σεξουαλική ένωση, όπως το ίδιο αναφέρεται για την Παναγία και τον κρίνο. Πως συμβαίνει αυτό για μας να είναι πιστευτό; ότι μύρισε ένα κρίνο, και μέσω της χάρης του Θεού έμεινε έγκυος.
............

*Ο Ντένετς αναφέρεται ως ένας από τους «τέσσερις καβαλάρηδες του Νέου Αθεϊσμού», μαζί με τους Ρίτσαρντ Ντόκινς, Σαμ Χάρρις και Κρίστοφερ Χίτσενς.

Καθεστηκυία τάξη............, 
η Ιερά σύνοδος ........ 
Με πρόεδρο τον Κυνουρίας Διόνυσο (που είχε υπογράψει πάνω στην Αγία τράπεζα τον κατάπτυστο αφορισμό εναντίον της Ελληνικής Επανάστασης του 1821), επιζήτησε και επέτυχε την καταδίκη του μεγάλου Έλληνα Πατριώτη και Δάσκαλου Θεόφιλου Καϊρη στην Σύρο τον 1852 … 
Ένας ακόμη Γαλιλαίος αντιμέτωπος με την αγχόνη των "Αγιατολάχ" της πολιτικής και της θρησκείας.......................

Είναι σαδιστικά και επώδυνα δύσκολη επιστήμη η Ιστορία.
Φυσικά, η αυθεντική και γνήσια, αυτή που έχει για μητέρα την αλήθεια, και για στηρικτικούς κανόνες τα γεγονότα. Όχι η πλασματική, η κίβδηλη, η προοριζόμενη για εύπιστους.  Όχι η μυθιστορία των επιφυλλίδων, ή αυτή που προέρχεται από τις εντεταλμένες γραφίδες οι οποίες επιχειρούν να καταδείξουν πως η παγκόσμια πρόοδος και η τεχνολογική εξέλιξη οφείλονται στον ασύδοτο και παμφάγο πλούτο των μεγαλοκαρχαριών. Ή εκείνη που συνθέτουν οι ανίατα ασθενείς διάκονοι των θρησκειών.....................................

«Λέω να φτιάξουμε παράνομο σταθμό
Να διαδώσουμε σ αυτούς
Τους γκαντεμιάρικους καιρούς
Να μη σκοτώνουνε τους διαφορετικούς»
Νικόλας Άσιμος

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Oligemiko Episodio

«Καμία κρανιοεγκεφαλίκη κάκωση δεν είναι τόσο σοβαρή, ώστε να μην υπάρχει ελπίδα αποκατάστασης, ούτε τόσο ασήμαντη για να αγνοηθεί»

Ipocrates

Η περιήγηση και η καταγραφή των γεγονότων που συγκροτούν την ταυτότητά της ζωής των ναυτικών, μέσα από σύντομες περιγραφές, διηγήσεις, και μικρές λεπτομέρειες, αποφέρουν γνώση της ζωής στα ταξίδια τους με τα ποντοπόρα πλοία. Τα ταξίδια τους δεν είναι μόνο μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια, αλλά ταυτόχρονα είναι η φύση του καλού και του κακού είναι η ίδια η μοίρα τους. Οι ιστορίες τους είναι ιστορίες κοινών ανθρώπων, συνηθισμένων, μικρών, που αποδεικνύονται ενεργοί, δραστήριοι την κρίσιμη ώρα στις εργασιακές τους περιπέτειες σε κάθε γωνιά της υφηλίου. Η γοητεία και η νοσταλγία δεν εξαντλείται σε μια ρομαντική καταγραφή ή μια αναπόληση της γραφικότητας και τη σαγήνης της θάλασσας. Η νοσταλγία περιέχει τα σημάδια της συντροφικότητας, το σεβασμό στη διαφορετικότητα, το ήθος και τις αξίες των ναυτικών μας, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο χρόνο. Περιέχει τη μοναξιά και πολλές φορές την απόγνωση που κρύβεται πίσω από τον γεμάτο ανατροπές επαγγελματικό προσανατολισμό στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Η γοητεία και η νοσταλγία με τη μαγεία των λέξεων δεν καλύπτει τη σκληρή πραγματικότητα, μέσα στη γκρίζα και πικρή, ωμή καθημερινότητα, ώστε να ξεχωρίζει το πραγματικά σημαντικό από το απλώς γραφικό ή μεγενθισμένο από τα προσωπικά συναισθήματα. Μπορεί οι περιπετειώδεις ιστορίες με τα ταξίδια στη θάλασσα να μεταφέρουν μύθους και μυστήρια στη πραγματική ζωή, αλλά στην πραγματικότητα η περιπέτεια συμβαίνει σε δυο επίπεδα, στην πραγματική διάσταση των συμβάντων και στην διάσταση του εσωτερικού κόσμου της ψυχής μας.
.......Η ιστορία μας αναφέρεται σ’ ένα ναύτη, που άφησε πίσω του, την προσωπική του σφραγίδα κατά τη διάρκεια της κοινής μας ναυτολόγησης σ’ ένα τζενεραλάδικο πλοίο που εκτελούσε πλόες από τη μακρινή Άπω Ανατολή στους λιμένες της Καραϊβικής θάλασσας.
Ήταν ένας τριαντάρης ψηλός, γεροδεμένος και όμορφος άντρας, με ιδιαίτερο ζήλο στην εργασία του.
Φιλελεύθερο και ανήσυχο πνεύμα, ειχε μια παρορμητική προσωπικότητα, γλεντζές και ενίοτε ολίγον απρόβλεπτος. Αγαπήθηκε, απ’ όλους μας παρά τον δύσκολο χαρακτήρα του, γιατί ήταν ειλικρινής, τίμιος και πληθωρικός.
Ψίθυροι ανέφεραν ότι υπήρχε μια ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον για μια ξανθομαλλούσα κοπελιά εκεί πίσω στο χωριό και αυτό ήταν αρκετό για να φέρει αντάρα στη ζωή του και η αντάρα αντιπαραθέσεις και πίκρα στο πατρικό του.
Φήμες μεν, που δεν άργησαν όμως να φτάσουν και εδώ, στο πλοίο σκέφτηκα.
Η αλήθεια είναι πως στη ζωή δε μπορούμε να βασιζόμαστε στις φήμες, πολλές φορές υπερβάλουν, ή δεν αληθεύουν ή ένα μεγάλο μέρος τους δεν αληθεύει.
Η καταγωγή του ήταν απ’ ένα μικρό χωριό της ορεινής δυτικής Μεσσηνίας χωμένο μες στα βουνά, σε ειδυλλιακό τοπίο. Τα δυτικά βουνά και οι λόφοι της Μεσσηνίας είναι χαμηλοί, σβήνουν γλυκά μέχρι τις ακτές, σπάνια αγριεύονται και ανταριάζουν από τους αέρηδες, που φυσούν αρκετά ώστε να σβήνουν την καλοκαιρινή ζέστη, αλλά όχι τόσο ώστε να θεριεύουν το τοπίο. Η φύση της είναι ενδιαφέρουσα και τα χωριά της είναι πανέμορφα,ζωντανά.
Ο ήρωας μας σφουγκραζόμενος τους μύχιους χτύπους της καρδιάς του, ανακαλύπτει το στίγμα του ανεκπλήρωτουτου πόθου, και της σφοδρής ερωτικής του επιθυμίας . 
Ανεκπλήρωτα βλέμματα, ανεκπλήρωτες σαρκικές επαφές που συνδέουν το πέρασμα του από την φλογερή νεότητα της εφηβείας στη λιγότερο αυθόρμητη περίοδο της ωριμότητας.
Και κάποια στιγμη έφτασε ο καιρός που πρέπει να βάλει τέλος σε ψευδαισθήσεις που αφορούν την ερωτική του ζωή με μη ρεαλιστικές προσδοκίες.
Έφτασε ο καιρός να δημιουργήσει τον κόσμο του από την αρχή και να ξεχάσει το σύμπαν το δημιουργημένο στα όνειρα του...... για την όμορφη ξανθομαλλούσα κοπελιά και την ανεκπλήρωτη ερωτική του επιθυμία.
Είναι η εποχή που η ελληνική εμπορική ναυτιλία εφοδιάζεται με γρήγορους ρυθμούς με πλοία, και έχει αναπτύξει τους μηχανισμούς για την έξοδό της στους Ωκεανούς. Η σημαντική αυτή εξέλιξη, της ανόδου της, στην κορυφή της παγκόσμιας ναυτιλίας, οφείλεται, στην αναμφισβήτητη ικανότητα των πλοιοκτητών και ναυτικών της και ταυτόχρονα, προσφέρει απλόχερα θέσεις εργασίας στο εργατικό δυναμικό της πατρίδας. Η ενασχόληση των κατοίκων της ορεινής Μεσσηνίας με την εμπορική ναυτιλία, είναι σχετικά πρόσφατη εξέλιξη.
Με τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας, ο ήρωας μας λοιπόν εγκαταλείπει το χωριό του, και έχει αποφασίσει να μην επιστρέψει ποτέ. Άρχισε να εργάζεται ναύτης και να οργώνει τους ωκεανούς με εμπορικά πλοία, όπου γεύεται την εμπειρία των λιμανιών της υφηλίου που συναντά. 
Αυτές οι συναντήσεις στα θαλασσοδαρμένα μακρινά ταξίδια του, τον κάνουν να καταλάβει ότι ο χρόνος ξεθωριάζει τις μνήμες και επουλώνει τις πληγές.
.....Το επεισόδιο εκτυλίσσεται στη διάρκεια του πλου του πλοίου από τον λιμένα αναχώρησης Σαν Χοσέ, της Γουατεμάλα στην κεντρική Αμερική, με προορισμό την διώρυγα του Παναμά.
Το σκηνικό και η εξέλιξή του θα μπορούσε να είναι ίδιο σ’ ένα οποιοδήποτε άλλο μέρος, μ’ αιτία την σχεδόν διονυσιακή μέθεξη που φέρνει το ποτό, και ξυπνά τα πάθη στην πεζή καθημερινότητα μας. Ήταν ένα συνηθισμένο σαββατοκύριακο, το πλήρωμα έμεινε αργά το απόγευμα στην τραπεζαρία του πλοίου κοιτώντας τον ωκεανό, απολαμβάνοντας ένα ποτήρι ουίσκι και συζητώντας αναμεταξύ τους θέματα της μακρινής πατρίδας. Ανησυχούσαν για τη μοίρα της πατρίδας, καθώς και για τη δική τους μοίρα. 
Κανένας δε θα αισθάνεται καλά, αν υποχρεώνετε να φύγει μακριά απ’ την πατρίδα του.
Οι κουβέντες που ανταλλάσσεις κάτι τέτοιες στιγμές φανερώνουν καμιά φορά, τα μικρά τα εσωτερικά, τα κρυμμένα, τα δύσκολα να έρθουν στο φως.
Φανερώνουν τις αληθινές, ευάλωτες, απροσποίητες πλευρές των συντρόφων μας στην βιοπάλη και μας κάνει να κοιτάξουμε κι εμείς τις δικές μας.
Ένα και δυο ποτηράκια είναι το αναπόσπαστο κομμάτι της διασκέδασης μας, καμιά φορά και… του καημού μας. Και αυτές τις στιγμές, πολλαπλασιάζονται οι ευκαιρίες να παραδοθεί κανείς (με την καλή έννοια,) στο ποτό.
Ο Ναύτης μας ήταν πρώτος και ασυγκράτητος σε όλες αυτές τις διασκεδαστικές μας απολαύσεις. Ταυτόχρονα γινόταν η ψυχή της παρέας, παρασύροντας τους πάντες στο κέφι. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που διακατεχόταν από μια μόνιμη ανάγκη να ταξιδεύει σε φανταστικούς κόσμους, και έβρισκε στο αλκοόλ το τέλειο προσβάσιμο μέσον. Η μεγάλη ζωτικότητα του τον έκανε να απολαμβάνει την ξένοιαστη και χαρούμενη ζωή της νιότης με τη συντροφιά των καλών συναδέρφων και φίλων. Τα γλέντια του ήσαν ένα αυθόρμητο ξεχείλισμα της ζωτικότητας του. Με το πέρασμα του χρόνου είχε αναπτύξει τέτοια αντοχή στο ποτό, που ανέβαζε όλο και περισσότερο τον πήχη της κατανάλωσης του. Όταν μεθούσε, μπορούσε να γίνει ενοχλητικός, αλλά το καλό για τους άλλους ήταν ότι μπορούσαν να τον ελέγξουν.
Σήμερα η κουβέντα ήταν ζωηρή και το κέφι έντονο.
Με έναν περίεργο τρόπο, τη μέρα αυτή έχασε το μέτρο της ισορροπίας και είχε βγει «εκτός» παρουσιάζοντας ακραία συμπεριφορά, υπό την επήρεια του οινοπνεύματος.
Η εύθυμη διάθεση που διακατείχε το πλήρωμα και το περιπετειώδες πνεύμα της συζήτησης έληξαν άδοξα.
Το κλίμα έγινε αναπόφευκτα νοσηρό,  οι διάλογοι ακρωτηριάστηκαν σ’ ένα ξέσπασμα που δεν είχε φυσικά προκληθεί από κάποιους ιδιαίτερους λόγους.
Η έκφραση «μιλάει το κρασί» ταίριαζε γάντι στον ναύτη μας που η γλώσσα του λύθηκε εντελώς. (Τελείως δεμένη δεν ήταν ποτέ, ούτως ή άλλως).
Και τότε είπε διάφορα, πολλά από τα οποία δεν θα έπρεπε ν’ ακουστούν.
Τα μέλη του πληρώματος αλληλοκοιτάχτηκαν, παραξενεμένοι, σε σημείο που τους άφησε άναυδους η συμπεριφορά του.
Τα μάτια όλων στένεψαν, ξαφνιασμένα, απορούσαν με την περίπτωση του σήμερα που τελούσε υπό την επήρεια της μέθης, να διατρέχεται από μια σχεδόν αφύσικη επιθετικότητα.
Θα παρεξηγηθούμε άσχημα χωρίς λόγο και αιτία σκέφτηκα.
Ο σοφός πάππους μου έλεγε. «Ένα ποτό παραπάνω μπορεί να είναι αρκετό για να μετατρέψει τη διασκέδαση σας σε θλίψη».
Κανείς δεν θα ήθελε να φτάσουμε σε προσωπική αντιπαράθεση, που ήταν φυσικό να προκύψει ύστερα από τα όσα προσβλητικά ακούστηκαν.
Τα πνεύματα οξύνθηκαν περισσότερο όταν ο καπετάνιος και ο ναύτης, είχαν έναν έντονο λεκτικό καυγά, και οι φωνές τους ν’ ακούγονται στο κατάστρωμα.
Στη συνέχεια με την νηφάλια παρότρυνση μας αποσύρθηκε εκνευρισμένος, τα βήματά του ήταν ασταθή και το μυαλό του σε πλήρη σύγχυση.
Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα χιλιάδες χρόνια τώρα.
Απλώς οι γονιδιακές εξελίξεις έχουν δημιουργήσει νοητικές εστίες στον εγκέφαλο του σκεπτόμενου ανθρώπου και σήμερα το είδος στο μεγαλύτερο σύνολο του είναι έτοιμο και αποδέχεται τη νοητική κατάσταση της πίστης στους κανόνες της κοινωνίας, που επιφέρει η γνώση.
Το σκηνικό της επιλογής του μεγάλου και πιο ρωμαλέου άνδρα της φυλής να διεκδικεί και υπερασπίζεται ταυτόχρονα, τη θέση του στην ιεραρχία, για να κερδίσει το σεβασμό των υπολοίπων, σήμερα δεν υφίσταται με τους αρχέγονους όρους.
Την επομένη ήταν κουρασμένος, εξαντλημένος από τη χθεσινή του μέθη.
Στεκόταν εμπρός μας μια σκιά που καθόλου δεν έμοιαζε το ίδιο με κείνο το αλύγιστο, και ευθυτενές πρόσωπο που γνωρίζαμε. Του ήταν πολύ σκληρό αυτό που συνέβη, ήξερε πως τα είχε καταφέρει να εξοργίσει όλους μας. Δεν ήταν ομιλητικός σήμερα, το βλέμμα του ήταν γεμάτο συγγνώμη και ευγνωμοσύνη. Ένοιωθε πολύ άβολα και θα επιθυμούσε όλα τα χθεσινά να καλύπτουν απ’ τη λησμονιά. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε, τα πληρώματα των πλοίων διακρίνονται για την συντροφικότητα τους, για την αγάπη με την οποία κοιτάζουν τους τσαλακωμένους συντρόφους τους, την καθαρή ματιά τους σε στιγμές που κάποιος μπορεί να χάσει τον βηματισμό του, τον σωστό τόνο, όμως πάντα υπάρχει μια τόσο ειλικρινή συμφωνία στις σχέσεις τους που η καρδιά τους καταλήγει να συγχωρεί τις όποιες αδυναμίες του.
......... Χαμένος στους προσωπικούς του δαίμονες ο ναύτης μας γίνεται πρωταγωνιστής ενός ακόμη οξύμωρου και αντισυμβατικού επεισοδίου.
Το δεύτερο αυτό επεισόδιο μας έδωσε την αίσθηση πως μεθούσε για κάποιον πολύ συγκεκριμένο λόγο αλλά το τέλος του επεισοδίου τον έβρισκε να περιστρέφεσαι άσκοπα γύρω από τον εαυτό του.
Η φόρτωση του πλοίου έχει τελειώσει και το μεγάλο φορτηγό ετοιμάζεται ν’ αποπλεύσει για ένα ακόμη ταξίδι προς τ’ ανατολικά γαλανά φωτεινά και ήρεμα νερά του Ειρηνικού ωκεανού. Απ’ το πλήρωμα απουσιάζει ο ναύτη μας δεν βρίσκεται στο πλοίο.
Ο πλοίαρχος δεν ήθελε ν’ αφήσει κάποιον από το πλήρωμα ξεχασμένο στο λιμάνι, τον δυσαρεστούσε, αναγκάστηκε, εκ των πραγμάτων, να μανουβράρει την ώρα αναχώρησης να καθυστερήσουμε. Έδωσε ρητή εντολή στον λοστρόμο να τον βρει, να μην γυρίσει στο πλοίο χωρίς τον ναύτη. Ο λοστρόμος αναχώρησε με τον υπάλληλο του πρακτορείου με προορισμό το ξενοδοχείο που υποθέταμε ότι βρισκόταν ο ήρωας μας ενώ ταυτόχρονα μονολογούσε. «Δε μας βλέπω να φεύγουμε σήμερα».
Από τις πληροφορίες τον ανακάλυψαν σχετικά πολύ γρήγορα και τελικά, το πλοίο αναχώρησε δυο ώρες αργότερα.
.......«Μια χαρά είχε αράξει στην αγκαλιά της νεαρής Κορεάτισας.
Μάγια του ‘χαν κάνει τα κάλλη της και τον κράταγαν στο πλάι της.
Μέλι τα φιλιά της και τα λόγια της, και τον είχαν μαγέψει στην ποδιά της.
Γλυκοί καημοί, αψά μεράκια έβραζαν στην καρδιά του για κείνα τα ματόφρυδα της.
Είχε μια χαρά μες στην καρδιά του.».......
Για πολλούς ναυτικούς οι ερωτικές περιπέτειες στα λιμάνια είναι σαν τις οάσεις που η σκιά τους γίνεται ολοένα και πιο ανεπαρκής στην λάμψη του ήλιου, καθώς το ταξίδια συνεχίζονται. Και το ταξίδι πρέπει να συνεχιστεί και η όαση είναι απλά ενός εφήμερος ενδιάμεσος σταθμός.
......Το ατύχημα του.
Εκείνο το γλυκό ανοιξιάτικο απόγευμα βρισκόμαστε στο φιλόξενο λιμάνι του Puerto Cabello της Βενεζουέλας, με φόντο τις ακτές της Καραϊβικής. Το Puerto Cabello είναι μια πόλη στη βόρεια ακτή της Βενεζουέλας, το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και είναι κατά συνέπεια ζωτικής σημασίας γρανάζι στη μεγάλη βιομηχανία πετρελαίου της χώρας. Λόγω της θέσης ήταν μια δημοφιλής αγορά για τους ολλανδούς λαθρεμπόρους κατά τη διάρκεια του δεκάτου εβδόμου αιώνα, και το τελευταίο βασιλικό ισπανικό προπύργιο κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βενεζουέλας για την ανεξαρτησία.
Η πόλη είναι ένας τόπος που ξεχειλίζει από τη μακριά και σημαντική ιστορία του αλλά και από ανέγγιχτα μέρη φυσικής ομορφιάς και ζωντανές παραδόσεις. Εκεί λοιπόν στη ράδα του λιμένα, το πλοίο πήρε τα τελευταία του εφόδια, ανεφοδιάστηκε με λιπαντικά και καύσιμα και αναχώρησε με προορισμό τον λιμένα του Huston της πολιτείας του Τέξας.
Μια ριπή Νοτιοανατολική ανέμου πλάγιασε το σκάφος. Βυθίστηκε μέχρι το αριστερό παραπέτο μέσα στα κύματα σαν αλμπατρός, έβαλε πλώρη για βορειοδυτικά με ταχύτητα δεκαπέντε μίλια την ώρα, σπρωγμένο από το σιροκολεβάντε που φούσκωνε στην πρύμνη. 
Ξεκινούσε ένα ακόμη ταξίδι.
Με το τέλος της εκφόρτωσης του πλοίου κύρια δραστηριότητα του πληρώματος καταστρώματος είναι η επιθεώρηση και ο καθαρισμός των αμπαριών του πλοίου ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους με τις διεθνείς συμβάσεις τους νόμους και κανονισμούς των αρμόδιων υπηρεσιών, και το πλοίο να είναι έτοιμο για την επόμενη ναύλωση του. Αυτές οι επιθεωρήσεις και οι καθαρισμοί πραγματοποιούνται συνήθως στη διάρκεια του πλου από τον λιμένα εκφόρτωσης στον λιμένα φόρτωσης. Συνηθίζεται κατά την διάρκεια αυτών των επιθεωρήσεων να λαμβάνονται και φωτογραφίες, οι οποίες επισυνάπτονται με τις ανάλογες λεζάντες, στα αντίστοιχα έγγραφα αναφοράς. Ο ήρωας μας λοιπόν τραβούσε μερικές φωτογραφίες απ’ το κατάμπαρο του μεσαίου αμπαριού, όταν του συνέβη το τραγικό ατύχημα. 
Όπως προέκυψε απ’ την έρευνα της αιτίας του ατυχήματος, μια ξεχασμένη σανίδα στην οροφή της σκάλας καθόδου στο αμπάρι μετακινήθηκε κατά την διάρκεια της διατοίχισης του πλοίου έπεσε στο κενό και χτύπησε το ξύλο στο κεφάλι τον ηρώα μας, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει θανάσιμα. Ήταν η μέγιστη ατυχία που μπορούσε να συμβεί σ’ εργαζόμενο. Η αιμορραγία στο αριστερό τριχωτό της κεφαλής ήταν ακατάσχετη και άμεσα απειλητική για την ζωή του θύματος.
Κάθε χρόνο εκατομμύρια άνθρωποι υπόκεινται σε κρανιακές κακώσεις.
Το κεφάλι είναι πολύ ευπαθές σε δυνάμεις επιτάχυνσης, επιβράδυνσης και περιστροφής, αυτό διότι είναι πολύ βαρύ συγκριτικά με το υπόλοιπο σώμα, είναι κινητό σε τρεις διαστάσεις και κατέχει μια σχετικά ασταθή θέση που συγκρατείται με την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης, τους μύες και συνδέσμους του λαιμού. Η αιμορραγία από το τριχωτό κεφαλής είναι μεγάλη και σπάνια επικίνδυνη, αλλά θέλει συρραφή από ειδικό, που θα εξασφαλίσει πρώτα όλες τις σοβαρότερες παραμέτρους. Ό κίνδυνος απ’ την αιμορραγία οφείλεται στο άδειασμα των αγγείων απ’ το αίμα. Αν χαθεί ένα λίτρο περίπου αίμα προκαλείται καταπληξία (σοκ). Αν το αίμα πού θα χαθεί είναι περίπου δύο λίτρα προκαλείται θάνατος....
Στο νοσοκομείο του πλοίου επικρατούσε εκκωφαντική σιωπή.
Οι οδηγίες απ’ το κέντρο άμεσης ιατρικής βοήθειας ήταν ότι έπρεπε ο τραυματίας να αφεθεί να καταναλώνει σχεδόν όλες του τις δυνάμεις, για να διατηρεί τις ελπίδες του μέχρι να φτάσει το πλοίο στον συντομότερο λιμένα. Πράγμα που σήμαινε ότι μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ίδια την αδυναμία του, με κάποιο τρόπο.
Τον καπετάνιο τον εμπιστευόταν… όσο η μύγα εμπιστεύεται την αράχνη. Πολύ άδικα θα προσθέσω εγώ, άλλα στην παρούσα κατάσταση ουδεμία σημασία είχε.
Το πλοίο βρίσκεται σε πορεία βόρεια βορειοδυτική, και ο πλησιέστερος προορισμός είναι o λιμένας Kingstonη στη νήσο Jamaica τριακόσια μίλια περίπου μπροστά μας. Σε επαφή μου με τον πλοίαρχο και με την εταιρεία θέσαμε την προωστήρια μηχανή του πλοίου, πάση δυνάμει, ώστε να πλεύσουμε στη μεγίστη ταχύτητα και να φτάσουμε το συντομότερο στην επείγουσα ιατρική βοήθεια που απαιτείτο… 
...Μπήκα αθόρυβα στο θάλαμο που χρησίμευε για νοσοκομείο του πλοίου κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Ζύγωσα τον τραυματία και στάθηκα πάνω απ’ το κεφάλι του, χαϊδεύοντας του τα μαλλιά. Αμφέβαλα αν εκείνος αισθανόταν το άγγιγμα μου, στην κατάστασή του. Πνεύματα πρέπει να του ψιθύριζαν λόγια, να του μιλούσαν, να του μιλούσαν, και να του μιλούσαν. Ωστόσο, ήλπιζα… ήλπιζα… και ο χρόνος είναι πολύτιμος…. και η υπομονή παίρνει κουράγιο μη γνωρίζοντας το αποτέλεσμα της σκληρής δοκιμασίας που της έτυχε. Η αοριστία είναι αυτή που δίνει μεγάλη εξουσία στην ελπίδα και μας βοηθά να υπομείνουμε και να ελπίζουμε. Ο Τραυματίας κούνησε, ελαφρώς, το κεφάλι του, και έβγαλε ένα αργόσυρτο, πονεμένο μουγκρητό απ’ τα χείλη. Κράτησα τα χέρια μου πάνω απ’ το μέτωπο του κι άρχισα να του ψιθυρίζω λόγια παρηγορητικά. Μπορούσε να αισθανθεί, ανταποκρινόταν. Τα μάτια του τραυματισμένου ναύτη φανέρωναν τον τρόμο του, έναν τρόμο που δεν είχε αισθανθεί άλλοτε στη ζωή του, εκείνο τον τρόμο που νιώθει κανείς όταν ξέρει πως δεν ελέγχει πλέον στο ελάχιστο τα γεγονότα, τη μοίρα του. Η αναπνοή του έβγαινε βαριά απ’ τα στήθη του, και ιδρώτας είχε λούσει όλο του το κορμί. Σκούπισα το μέτωπό του και χάιδεψα τα μαλλιά του γι’ ακόμα μια φορά.
«Πρώτε αργούμε πολύ να φτάσουμε στο λιμάνι, αργεί τόσο πολύ;» με ρώτησε.
«Δεν είναι μακριά, κανε κουράγιο φιλαράκο μου!» του απάντησα.
Ο τραυματίας δεν ήξερε αν του έλεγα αλήθεια ή ψέματα. Δεν είχε, όμως, σημασία.
Ο ήρεμος τόνος με τον οποίο του μιλούσα ότι ήμουν σίγουρος για τα την έγκαιρη άφιξη στο λιμένα όπου μας περίμενε κινητό χειρουργείο τον ηρεμούσε. Θεωρούσε πως ήμουν ο κατάλληλος να μου έχει απόλυτη εμπιστοσύνη και ήθελε να πιστεύει κάθε μου λέξη απ’ όσα του έλεγα. Η ανθρώπινη στοργή είναι το μόνο που μετράει σ' αυτή την ερημιά μας και την αποξένωση απ’ τον κόσμο της στεριάς.
Το σπίτι μας είναι αυτή η κοφτή γραμμή που ενώνει και χωρίζει τη θάλασσα με τον ουρανό, μια μοναχική καμπίνα και η θέα του απέραντου γαλάζιου.
.... Το Αίσιο τέλος...
Φθάνοντας στο Kingstonη, τον παρέλαβε ασθενοφόρο, έγινε συρραφή στην αιμορραγούσα αρτηρία και ο συνάδελφος συνήλθε τάχιστα, χωρίς ουδεμία έτερη παρενέργεια.
Ο  παππάς της ενορίας μας, έλεγε. «Πως η ψυχή μας αξίζει όλο το χρυσάφι του κόσμου.» Κι ο έμπορας της γειτονιάς μας. «Πως δεν αξίζει ούτε ένα τριμμένο κέρμα.»
Ψυχανεμίζομαι ότι μέσα του αναζητεί το δρόμο της επιστροφής στα πάτρια εδάφη. Ίσως με τον καιρό ο δρόμος της επιστροφής σήμερα να μην του φαντάζει ότι είναι δύσκολος και απροσπέλαστος. 
Κάποιες φορές, αρκεί να κοιτάξεις μία τελευταία φορά πίσω, αυτά που έχεις ήδη διανύσει, για να μπορέσεις να συνεχίσεις ελεύθερα μπροστά, κόβοντας όσα σε τραβάνε πίσω. 
Το ατύχημα θα του δίδαξε ότι κανένα μυστικό, κανένα σχέδιο για το μέλλον, δεν του δημιουργούν κάποια πρόσθετη υποχρέωση. Απλώς σήμερα ζούσε.
Όταν ο πράκτορας μας ειδοποίησε ότι όλα έληξαν αίσια με την υγεία του συνάδελφου μας, ανέβηκα στο κατάστρωμα να ηρεμήσω.
Ένοιωσα χαρά ακούγοντας την είδηση......, γιατί να πω ψέματα.
Η θαλασσινή αύρα μου γέμιζε τους πνεύμονες, αναλογιζόμενος την τελευταία μας περιπέτεια.
Αναλογιζόμουν ότι δεν αποτελούν όλοι οι άνθρωποι πηγή χαράς, όταν βρίσκονται γύρω μας. Μα ταυτόχρονα δεν είναι απαραίτητα κακοί.. Όλοι έχουμε τα σημάδια μας και τις ιστορίες των προσωπικών μας πολέμων. Η ζωή πονάει.
Τα ατύχημα με δίδαξε ότι όλα θα τελειώσουν κάποτε. Δίχως πόνο. Η ζωή πονάει. Ο θάνατος, όχι.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Commodore 128, oTeleutaios Sta 8bit


Είχε αρχίσει να αχνοχαράζει η καινούργια μέρα, πίσω από την ακτή της Κοπακαμπάνας το ρόδινο φως της αυγής έλουζε τα κτίρια της πυκνοκατοικημένης πόλης.
Το πλοίο αναχωρούσε από τον πολυάσχολο λιμένα του Ρίο ντε Τζανέιρο, μια πανέμορφη πόλη στη νοτιοανατολική Βραζιλία, σε μια μεγάλη εκβολή ποταμών, στον Ατλαντικό Ωκεανό. Για να περιγράψεις τις ισχυρές μαγευτικές εικόνες του Ρίο ντε Τζανέιρο, τους εορτασμούς και τις θεαματικές παρελάσεις του, χρειάζεται να καταναλώσεις ποσότητες από μελάνι και χαρτί. Συνοπτικά θα την περιέγραφα σαν μια όμορφη πόλη με φωτεινά κτήρια, μεγάλες λεωφόρους, ζεστούς ανθρώπους, αγορές που ξεχειλίζουν από ζωή, η ομορφιά του τοπίου της σε συνεπαίρνει.
Ταυτόχρονα είναι μια επικίνδυνη πόλη, μπορούν να σε σκοτώσουν για ένα δολάριο η για να σου πάρουν το ρολόι από το χέρι.
Ο καιρός γλυκός, η θαλάσσια αύρα του ωκεανού συγκρατούσε την θερμοκρασία σε ευχάριστα επίπεδα και το πλοίο αφήνοντας πίσω του τον πλοηγό έβαζε την πλώρη του στην αρχική πορεία του βορειοανατολικά, προορισμός το Χιούστον στη βόρειο Αμερική στην πολιτεία του Τέξας.
Βρισκόμουν στο μηχανοστάσιο, άκουσα το εσωτερικό τηλέφωνο του πλοίου που κτυπούσε επίμονα.
«Τσιφ ... εσάς ζητούν  στο τηλέφωνο» Με πληροφορεί ο αξιωματικός φυλακής.
Μια λεπτή γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη, ελαφρώς αγχωμένη με παιδική χροιά και τόνο μου πέρασε στα αυτιά μέσα από τους θορύβους των μηχανημάτων.
«Κύριε Πρώτε! Που βρίσκεσαι; θα πάθει τίποτα το κακόμοιρο, με την άκαρδη συμπεριφορά σας. Σε παρακαλώ ανέβα επάνω στο γραφείο σου να σε δει να ηρεμήσει.»
Το κακόμοιρο εστί ένα κίτρινο, πολύ κίτρινο καναρίνι από μια εκλεκτική αναπαραγωγική ποικιλία που το είχα αγοράσει τρεις μήνες νωρίτερα σε κάποιο λιμένα του Ρίο Ντε Λα Πλάτα στην Αργεντινή. 
Πολύ σύντομα υπήρξε μια χημεία που πυροδότησε ένα δυνατό δέσιμο μεταξύ μας, όσο βρισκόμουν στο γραφείο μου με το πέρασμα του χρόνου το άφηνα ελεύθερο να φτερουγίζει ανέμελα γύρω μου, τις ώρες που έλειπα το έβαζα στο κλουβί του για ασφάλεια. Δεν του άρεσε και μέχρι να με ξαναδεί στριφογύριζε στο κλουβί ασταμάτητα με νευρική υπερένταση.
Η Φωνή άνηκε στην ασυρματίστρια του πλοίου μας. Μια νεαρή γυναίκα που το ύψος της άγγιζε το 1.70, με λευκό δέρμα, μαύρα μαλλιά μπούκλες πρόσωπο αθώο παιδικό, ξεχείλιζε από καλοσύνη, είχε πάντα ένα καλό λόγο για όλους, έχαιρε σεβασμού από όλο το προσωπικό του πλοίου. Ήταν αξιοπρόσεκτος ο αργός προσεκτικός βηματισμός της.
Οπότε λοιπόν περνούσε από το διάδρομο του γραφείου μου και έλειπα έπαιρνε τηλέφωνο (κάτι σαν SOS για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης). Να με μαλώσει γιατί άφηνα το καναρίνι μοναχό του, το λυπόταν να το βλέπει να στριφογυρίζει θλιμμένο στο κλουβί του.
Η ασυρματίστρια είχε έλθει στο πλοίο στον τελευταίο λιμένα αναχώρησης από την Ευρώπη για την Νότια Αμερική. 
Γνωριζόμασταν, είχαμε εργαστεί και πάλι μαζί σε πλοίο, είχαμε μια παλαιά οικειότητα. Είμαστε στο γύρω στο 1987 και με τις αποσκευές της είχε μαζί της και ένα φορητό υπολογιστή, κάτι σαν όνειρο για τους φαν της τεχνολογίας την εποχή εκείνη. Έναν υπολογιστή που ενσωμάτωνε πολλές καινοτομίες για την εποχή του, έναν ασημένιο Commodore 128.
Ένα φλας μπακ στη μνήμη, όταν κολυμπήσει χρόνια πίσω μας ιστορεί ότι όλα αλλάζουν πολύ γρήγορα, στη στιγμή.
Μπορεί να μην είχε την αισθητική κομψότητα, ούτε παράλληλα να διέθετε της μηχανές των υψηλών αποδόσεων, που απολαμβάνουμε σήμερα, αλλά ήταν μια επανάσταση στο χώρο των φορητών υπολογιστών της εποχής του με τα έξι και πλέον κιλά του.
Ήταν ο «Commodore 128, ο τελευταίος των 8bit.»
Commodore εταιρία υπολογιστών, έφερε στην αγορά τους ακριβούς προσωπικούς υπολογιστές με τον Commodore 64 και 128. Μια μηχανή που αναπτύχθηκε από μια εταιρεία στη Σίλικον Βάλεϊ, χαρακτηρίστηκε με εκθαμβωτικές κριτικές για τα γραφικά και τον ήχο, και πρόσφερε πολύ περισσότερη δύναμη από τους χαμηλού κόστους υπολογιστές. Ο εγκέφαλος του Commodore 128 ήταν ο 8502 μικροεπεξεργαστής. O Commodore 128 έφτασε στην αγορά με την προσφορά των επιλογών υλικού και λογισμικού συμβατό με IBM υπολογιστή.»
Με βάσει τα δεδομένα της εποχής ήταν μια δύσκολα προσιτή οικονομικά πολυτέλεια να έχεις στην κατοχή σου φορητό υπολογιστή, και ποσό μάλλον ένα Commodore 128 με όλα τα καινούργια καλούδια του και τις καινοτομίες του, με αποτέλεσμα να εντυπωσιάζει τους χρήστες.
Λόγω επαγγέλματος είχα αρχίσει δειλά-δειλά και αυτοδίδακτα να μπαίνω στη διαδικασία του να πιέσω τον εαυτό μου να διευρύνει τις γνώσεις του αναβαθμίζοντας τις παλιές που ήδη γνώριζα και να εντρυφώ σε μερικά από τα μυστήρια και τα μυστικά της τεχνολογίας των νέων υπολογιστών προσπαθώντας με εξαντλητική βάσανο να ξεφύγω από την μιζέρια του άπειρου χρήστη..
Όταν τον πρωτοείδα έμεινα σαν υπνωτισμένος κοιτάζοντας τον και φανταζόμουν τα δάκτυλα μου να τρέχουν επάνω στα πλήκτρα του "PC" που είχε QWERTY πληκτρολόγιο και μια οθόνη 10 η 12 ίντσες ενσωματωμένη και με την κλασική απόχρωση του γκρίζου η ανάλυση της . 
Τον δανειστικά μερικές φόρες να νιώσω τα προφανή και αυτονόητα για τους μυημένους που για μένα όμως ήταν μοναδικές στιγμές.
Η Στέλλα όπως έλεγαν την ασυρματίστρια είχε αναλάβει όλα τα έγγραφα του πλοίου τα οποία τα αρχειοθέτησε σε εφαρμογές με την κλασσική γλωσσά προγραμματισμού της εποχής την BASIC.
Σφοδρά επιθυμούσε στο λιμάνι άφιξης να πάρει μια οθόνη έγχρωμη που είχαν αρχίσει ήδη να κυκλοφορούν στην αγορά.
Το εγχειρίδιο λειτουργίας του υπολογιστή για κάποιους λόγους δεν το είχε μαζί της και είχε αμφιβολίες εάν ο υπολογιστής ήταν συμβατός με έγχρωμη οθόνη.
Στα ερτζιανά παρέες ασυρματιστών έστηναν τα ραντεβού τους και συζητούσαν επί παντός επιστητού. Σε κάποιο από αυτά τα ραντεβού ήταν και ο Χριστόφορος συνάδελφος της ασυρματιστής που είχε εμπνεύσει την Στέλλα ότι ήταν μύστης όλων των μυστικών περί υπολογιστών. Το μοτίβο το είπε ο Χριστόφορος ήταν σήμα κατατεθέν για την καλή και αγαθή φίλη μας. Ο Χριστόφορος λοιπόν της εξήγησε
ότι η αγορά σήμερα διαθέτει οθόνες CGA και τις πιο εξελιγμένες VGA και της συστήνει χωρίς ενδοιασμούς να πάρει την VGA διότι έχει τα χ και ψ πλεονεκτήματα άλλωστε το λέει και η διαφήμιση προσοχή στα ματιά σας σαν τα ματιά σας.
«Κοπέλα μου καλή έχει πλεονεκτήματα αναμφίβολα τ’ αναγνωρίζω. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω, αλλά με τις ασήμαντες γνώσεις μου και τις ελάχιστες εμπειρίες μου γνωρίζω ότι ο Commodore 128 έχει βγει στην ελεύθερη αγορά πριν εμφανιστούν οι οθόνες VGA, κομμάτι δύσκολο το βρίσκω να υποστηρίζεται από τον υπολογιστή η ανάλυση της οθόνης VGA χωρίς να του κάνεις κάποια αναβάθμιση. Είσαι σίγουρη;»
«Όχι δεν υπάρχει πρόβλημα το είπε ο Χριστόφορος.»
Δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω με την ευκολία που αποδεχόταν αυτό που της πρότειναν. Έβρισκα ενδιαφέρουσα αυτή την συμπάθεια και την αλληλεγγύη που υπήρχε στον επαγγελματικό τους κλάδο. Συντεχνιακή  αλληλεγγύη και υποστήριξη των μελών του.
«Ε αφού το είπε ο γκουρού τον κυμάτων έτσι θα είναι αλλά εγώ επιμένω ότι είναι δύσκολο να είναι έτσι.»
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού όλα πήγαν αρκετά ομαλά. Η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη ο αέρας σχεδόν στάσιμος στα βορειοανατολικά, και το πλοίο όργωνε τα κύματα. Το βαρόμετρο, δεν είχε δείξει καμία αλλαγή στην ατμόσφαιρα μέχρι της προσέγγισης στον λιμένα προορισμού.
Με την άφιξη στον λιμένα του Χιούστον διαπιστώθηκε ότι λόγω κάποιας ολιγωρίας κάπου είχε σκαλώσει η λίστα πληρώματος του πλοίου και οι αρχές μετανάστευσης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής δεν ήταν ενήμερες ως οφείλετε. Αποτέλεσμα δεν δόθηκαν στο πλήρωμα οι κάρτες ελευθέρας διακίνησης και πιθανόν να έπαιρνε τρεις με τέσσερις ημέρες για να διευθετηθεί το πρόβλημα. Μερικοί από το πλήρωμα είχαμε κάρτες από προηγούμενο ταξίδι που ήταν ακόμη σε ισχύ, και δεν είχαμε περιορισμούς. Η Ασυρματίστρια ήταν από τους άτυχους της ιστορίας.
Με παρακάλεσε λοιπόν εάν δεν μου κάνει μεγάλο κόπο να της έπαιρνα από το γνωστό κατάστημα ηλεκτρονικών RADIO SHARK μια οθόνη 14 ίντσες VGA.
«Είναι η τελευταία φορά που στο επισημαίνω! Δεν το ξανασκέπτεσαι με το μοντέλο που θέλεις να μην το κουβαλώ άδικα στο πλοίο.»
«Αφού σου εξήγησα το είπε ο Χριστόφορος, δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Το ξέχασα! Εκτός από τους γκουρού του Θιβέτ έχουμε και τους γκουρού των ερτζιανών.»
Στήνομαι μπροστά στον πωλητή του RADIO SHARK.
«Τι επιθυμεί ο κύριος;»
«Παρακαλώ θα ήθελα μια οθόνη 14 ίντσες σε VGA μοντέλο.»
«Ο κύριος μας δίνει 780 δολάρια και η οθόνη είναι δίκη του,» χωρίς ούτε ένα χαμόγελο να φωτίσει το πρόσωπο του.
«Αγαπητέ μου, λίγο αλμυρή, τι λίγο δηλαδή, πολύ αλμυρή την βρίσκω για 14 ίντσες, με 780 δολάρια αγοράζω οικόπεδο στα Λιόσια.»
«Λυπάμαι κύριε αυτή είναι η τιμή της έγχρωμη οθόνης.»
«Ουφ! Νομίζω δεν έχετε καθόλου χιούμορ.» Του λέω
«Παρεμπιπτόντως, να ρωτήσω αν μου επιτρέπεις, αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα συμβατότητας θα μπορώ να την κάνω αλλαγή;»
«Χμμμ. εξαρτάται.»
«Χμμμ;! Λοιπόν συμφωνούμε μου δίνεις μια οθόνη14 ίντσες, σου δίνω τα 780 δολάρια, αλλά προσωπικά δεν τη βρίσκω και πολύ τίμια ανταλλαγή για ένα μπλέντερ τριών χρωμάτων.»
Καταφθάνω στο πλοίο.
Η Στέλλα περιχαρής έχει αρχίσει ήδη τις ευχαριστίες από την σκάλα εισόδου βλέποντας τη συσκευασία που κουβαλούσα.
«Ηρέμησε να την δοκιμάσουμε πρώτα.»
Η ριμάδα η οθόνη δεν λέει ναι ζωντανέψει παρά όλες τις εντολές. Δεν λέει να ξεκινήσει και η αιτία είναι προφανής.
«Τι λες! δεν έχεις κάτι να πεις;.»
Σιωπή. Η Στέλλα μας, χαμένη στις σκέψεις της βρίσκεται σε κατάσταση παρατεταμένης σιωπής.
«Ανάθεμα με! Με τον Χριστόφορο σου! Και είναι τουλάχιστον τρία τέταρτα της ώρας η διαδρομή με το ταξί. Λοιπόν ντύσου, χτενίσου, πάω να τηλεφωνήσω για ταξί και πάμε να την αλλάξουμε. Τον υπάλληλο εσύ θα τον παρά-καλέσεις από μένα να το ξεχάσεις.»
«Μα δεν έχω κάρτα μετακίνησης δεν μπορώ να πάω στην πόλη.»
«Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει μόνο πρέπει να το κάνω, λοιπόν η κρατάς την οθόνη για ντεκόρ στον ασύρματο, η ξεκινάμε, έλεγχος δεν γίνεται κάπου, έκτος και έχεις κατά νου να κάνεις καμία εγκληματική πράξη.»
Το σκέφτηκε το βλέμμα της ταξίδεψε στο γκρίζο του ορίζοντα από την αγωνία της αλλά στο τέλος το αποφάσισε.
«Πάμε να την αλλάξουμε.»
Στην διαδρομή ακούστηκε σειρήνα από περιπολικό της αμέσου δράσης πίσω μας. Την πείραξα στην αγωνία της.
«Αν αρχίσουν να σου κάνουν ερωτήσεις τι τους λέμε;»
Η καρδιά πρέπει να άρχισε να κτυπά δυνατά στο στέρνο της. Το βλέμμα της πρόδιδε ένα είδος υποταγμένης έντασης, σαν τον σκύλο που περιμένει να τον χαϊδέψεις.
Το περιπολικό μας προσπέρασε και χάθηκε μακριά μας. Άρχισε να συνέρχεται και για να ξαναβρεί την ψυχραιμία της κοίταζε συνεχώς το ρολόι της, έτσι όπως την νανούριζε το ρυθμικό κούνημα του αυτοκινήτου στον αυτοκινητόδρομο..
«Κατέβα έχουμε φτάσει.»
Τότε μόνο ξεκόλλησε τα μάτια από το ρολόι.
Έγινε η αλλαγή της οθόνης, της επιστραφήκαν και  250 δολάρια διαφορά τιμής, τα οποία βέβαια τα κατανάλωσε στο κατάστημα σε παρελκόμενα του υπολογιστή.
Γύρισε μονάχη στο πλοίο, απόλυτα ικανοποιημένη, αγκαλιά με την καινούργια της οθόνη. Δεν ήταν και μεγάλο το ρίσκο θα σκέφτηκε.
Έκτοτε δεν την ξανακούσαμε να μας μιλεί για τον Χριστόφορο.

Το καναρίνι .....
Ξεμπάρκαρα από την Ιαπωνία. 
Στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου στο Τόκιο κάποιος της ασφάλειας αεροδρομίου με αντελήφθη ότι σ’ ένα μικρό κλουβί το έχω καμουφλαρισμένο. 
«Σερ! Δεν επιτρέπονται στον θάλαμο επιβατών ως χειραποσκευή το κλουβί με το πουλί.»
«Μάλιστα! Κύριε ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες που μου δώσατε θα το παραδώσω στις αποσκευές.»
Δεν το παρέδωσα… Επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο….
Λίγο πριν ξεκινήσει ο έλεγχος επιβατών.… 
Καταφτάνει αεροσυνοδός εδάφους… «Παρακαλώ είστε ο Κύριος @@@@».
«Ολόκληρος αυτός είμαι από όταν με γέννησε η μάνα μου! … Συγγνώμη! Χωρίς παρεξήγηση εννοώ ντυμένος βέβαια..»-
«Σας καταλαβαίνω! Νομίζω ότι έχετε ένα πουλάκι σε κλουβί;» Χαμογελώντας μειλίχια….
«Δυστυχώς ναι! Μπορώ να το αρνηθώ;»
«Νομίζω πως όχι.»
«Τουλάχιστον ελπίζω να μην είναι τελευταία φορά που το βλέπω.»
«Σας το εγγυώμαι κύριε θα φτάσει ασφαλές… Έλληνας είστε; Αγαπώ την Ελλάδα»
«Σ’ ευχαριστώ. Καλοσύνη σας.»
Όντως έφτασε ασφαλές με τις αποσκευές.
Την σκύλα την διαβήκαμε. Σειρά της Χάρυβδης…
Στην εξωτερική αίθουσα αναμονής η σύζυγος με τους δυο μπόμπιρες..
Πριν ακόμη έλθουν αποσκευές ζητώ στον έλεγχο την αδεία να βγω να τους αγκαλιάσω.
Επιστρέφοντας στους ιμάντες  λέω στο αυτί του πεντάχρονου μπόμπιρα να με ακολουθήσει.
Του δίνω το μικρό κλουβί με το καναρίνι.
«Αμολήσου στη μαμά και μην στο πάρει κανείς…»
Τα παιδιά στον έλεγχο γέλασαν πλατιά με κατανόηση… 

Το τραγούδι του ήταν δυνατό, φυσικό, και με ευδιάκριτους ήχους.
Πλησιάζοντας ο χρόνος να ξαναφύγω για εργασία γνώριζα ότι θα υπάρξει πρόβλημα με την παρατεταμένη απουσία μου, αλλά δεν υπήρχε λύση. 
Στα πρώτα τηλέφωνα η σύζυγος μου με πληροφόρησε ότι δεν τρώει την τροφή του. Σε μερικές ημέρες απεβίωσε. Παράξενη πολύ παράξενη είναι η πανίδα στη φύση, πόσο μάλλον όταν περιβάλλεσαι από στοιχεία που δεν γνωρίζεις τα όρια τους.
 
Web Informer Button