Ήταν κοντά στο Ηλιοβασίλεμα τέλη του Ιούλη και έκανε μια διαβολεμένη ζέστη, αλλά εκεί στην ακροθαλασσιά που ξεκινούσε η τσιμεντένια προβλήτα του λιμένα το φρέσκο θαλασσινό αεράκι κρατούσε την θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά είχαν λουστεί στον ιδρώτα καθώς περίμεναν να επιβιβαστούν στο μικρό επιβατικό καΐκι που θα τους μετέφερε στο μεγάλο καράβι, που φάνταζε σαν μαύρο-άσπρο κάστρο, πάμφωτο, επιβλητικό και περήφανο και είχε φουντάρει αρόδο στο αγκυροβόλιο στον ανοικτό κόρφο σε μια θάλασσα γεμάτη ρυτίδες. Κατάμαυρο το σκαρί. Άσπρη η γέφυρα. Και το όνομα του γραμμένο με άσπρη λαδομπογιά μαζί με το νηολόγιο.
Στο τέλος της τσιμεντένιας προβλήτας της μικρής μαρίνας του λιμένα είχε πλαγιοδετήσει η «Αρτεμισία» ένα παραδοσιακό ξύλινο καλοδιατηρημένο επιβατικό καΐκι που μόλις είχε βγει από τον ταρσανά του Γυθείου και ήταν ολόφρεσκα βαμμένη. Ένα γερό σκαρί με ευκολίες, και καθίσματα για επιβάτες. Τα πλευρά της, φρεσκοβαμμένα, άστραφταν, λειασμένα και ξασπρισμένα. Ο καπετάνιος της, γαλήνιος στο απογευματινό μελτεμάκι καθοδηγούσε τους επιβάτες να πάρουν ασφαλείς θέσεις.
Ήταν ώρα του ηλιογέρματος, όταν ο καπετάνιος του καϊκιού με την ήρεμη φωνή του έγνεψε στον άντρα στην αποβάθρα και αυτός του έλυσε τα σχοινιά! Έβαλε εμπρός τη μηχανή, και κράτησε την τιμονιέρα σταθερά στα χέρια του, η Αρτεμισία σκαμπανέβασε ελαφρά όταν ο καπετάνιος έβαλε όπισθεν για να απομακρυνθεί από την προβλήτα, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, με μια επιδέξια μανούβρα. Θα μπορούσε να οδηγήσει το καΐκι και με κλειστά μάτια. Ο ίδιος είχε κάνει αυτή τη διαδρομή τόσες φορές, που είχε χάσει το λογαριασμό. Μπορεί να του είχε γίνει ρουτίνα, αλλά δεν ήταν ποτέ μονότονη. Ένιωθε ως συνήθως, την ελευθερία της θάλασσας και του γαλανού ουρανού, ενώ κρατούσε το τιμόνι και αφουγκραζόταν το βόμβο της μηχανής.
Η «Αρτεμισία» ταρακουνήθηκε καθώς αναχωρούσε από τη προβλήτα του μικρού λιμένα για να γλιστρήσει στα βαθιά νερά.
Ο καιρός μαλακός καλοκαιρινός, πουνέντες, και το καΐκι στην απογευματινή παλίρροια γύριζε κι έπιανε να μποτζάρει απ’ τ’ αντιμάμαλο που γεννιόνταν καθώς η θάλασσα χτυπούσε στην προβλήτα και πισωγύριζε. Ο καπετάνιος τιμόνευε με μαεστρία, κάνοντας οχτάρια πάνω στα κύματα. Σιγοτραγουδούσε κιόλας.
Το απαλό αεράκι τους χάιδευε το πρόσωπο. Ήταν ζεστό και ας ήταν ήδη σούρουπο. Λευκά, ακίνδυνα σύννεφα φαίνονταν διάσπαρτα στον ορίζοντα. Τα νερά που έσκιζε το καΐκι ήταν καταγάλανα.
Όταν η «Αρτεμισία» έβαλε πλώρη το ανοικτό πέλαγος και απομακρυνόταν από την ακτή μαζί της απομακρυνόταν και αυτός και ίσως έφευγε για πάντα, αφήνοντας πίσω του το μικρό φτωχό οικισμό τους, το πετρόκτιστο ασβεστοβαμμένο σχολείο του στα Κουλέντια, τη μικρούλα καταπράσινη λίμνη στου «Μειμέτ αγά», με το λιγοστό τρεχούμενο νερό που άρδευε τα περιβόλια του οικισμού.
Πριν γνωρίσει την απέραντη θάλασσα γνώρισε τη μικρή τεχνητή λίμνη στα δυτικά όρια του οικισμού τους, κάτω από τη σκιά ενός γιγάντιου αιωνόβιου πλατάνου. Πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν τριγύρω την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με καθάρια νερά, που ξεπρόβαλε πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια σου.
Το μακρινό τους ταξίδι του ξενιτεμού μόλις είχε ξεκινήσει με το ασπρογάλανο καΐκι την «Αρτεμισία.» Ήταν το πρώτο τους βήμα.
Η φαμίλια ....η μητέρα πρωτίστως..... είχε γυρίσει την πλάτη της στον τόπο της και σ’ αυτό που της ήταν οικείο, αλλά και αυτό το τίμημα ήταν μικρό, προκειμένου να παλέψει ώστε να μπορέσει να προσφέρει στα παιδιά της όλα όσα ονειρευόταν πως δικαιούνταν.
Ο Τηλέμαχος ο τετράχρονος αδελφός του άκουσε τον υπόκωφο παφλασμό των κυμάτων καθώς σκάνε στον καθρέφτη του καϊκιού, λικνίζοντας το, τρόμαξε. Δε σάλευε, το πρόσωπο του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, μια παράξενη ταραχή.. Τα χέρια του τρέμανε, άρπαξε το παντελόνι του συνεπιβάτη εμπρός του και το κρατούσε σφικτά φοβισμένα, δάκρυα ξεχείλισαν απ' τα μάτια του. Ο κύριος στοργικά ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του μικρού αγοριού και του μίλησε καθησυχαστικά.
Ο Τηλέμαχος αναστέναξε άφησε το παντελόνι σήκωσε τα μάτια και τα χαμήλωσε πάλι, νιώθοντας ανίσχυρος και φοβισμένος, ...
Κάθισε χάμω στο κατάστρωμα αγκάλιασε τα γόνατα του, ακούμπησε πάνω τους, το πηγούνι του κι άρχισε να κλαίει με ένα νευρικό, καταπιεσμένο κλάμα.
Η μητέρα τους τον πλησίασε τρομαγμένη, τον σήκωσε όρθιο, είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα..... δάκρυα άφθονα. Έδωσε το μικρό δίχρονο αδελφό τους που κρατούσε στην αγκαλιά, στον άνδρα της, έβγαλε τη ζακέτα της και σκέπασε το αγόρι της, κι αυτό κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της μάνας του γραπώνοντας τα δάχτυλά της.
«Ψυχή μου!» Του ψιθύριζε με τρυφερότητα. «Εδώ είμαι εγώ, δεν θα σ' αφήσω πότε!» Και τον κρατάει στο στήθος της όπως όταν ήταν μωρό να μην της κλαίει.
«Εδώ είναι η μανούλα σου», του λέει γλυκά, αποθέτοντας ένα τελευταίο χάδι στο μέτωπό του πριν σηκωθεί. Ο Τηλέμαχος αναστενάζει και τα μάτια του λάμπανε ζωηρά τώρα, μπορούσες να δεις στα μάτια του την ανακούφιση καθώς κοίταζε την μητέρα τους.
Η «Αρτεμισία» έπλεε χρησιμοποιώντας τη μισή ταχύτητά της, σκαμπανέβαζε, υστέρα από πάλεμα με την παλίρροια, κάποτε έφτασε μπροστά στο έμπα του λιμανιού δίπλα στο μεγάλο ποστάλι. Ο καπετάνιος πήρε στροφή στη στερνή μανούβρα, να καβατζάρει, για να φέρει το καΐκι στα δίπλα στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου με ασφάλεια στο κύμα. Μπήκανε στην απανεμιά. «Στις Θέσεις σας παρακαλώ!» φώναξε ο καπετάνιος. «Ένας- ένας στη σκάλα, οι γυναίκες και τα παιδιά πρώτα.» Αυτό έκανε ένα σωρό δειλά πρόσωπα να στραφούν προς το μέρος του. Οι επιβάτες έσπευσαν να τον υπακούσουν.
....Τρία κοφτά κι ένα παρατεταμένο σφύριγμα, σκόρπισαν γύρωθε τη χαρά και τον αποχαιρετισμό του καραβιού. Οι προπέλες αναδεύτηκαν μαντίλια ανέμισαν ψηλά στο κατάστρωμα, στη γέφυρα και στην αποβάθρα. Σφύριζε το καράβι την αναχώρηση και χύθηκε λεύτερο μπροστά, μαζί σφύριζαν και τα καΐκια. Σφύριζαν το φευγιό στους ταξιδιάρηδες. Για όσους ήτανε να φεύγουνε. Να πάνε μακριά σε άλλους τόπους. Σε τόπους που τους περιμένανε, και καθώς το πλοίο αύξανε ταχύτητα οι επιβάτες κουνούσαν τα μαντίλια όσο περισσότερο μπορούσαν, συντηρώντας τον δεσμό με τα πρόσωπα που χάνονταν στην ακτή.
Ο ήλιος τραβά δυτικά πίσω απ’ τα ψηλώματα βασιλεύοντας με τις τελευταίες του αχτίνες, να πορφυροβάφουν στρωτό γυαλί τα νερά, κι οι ίσκιοι πέφτουν βιαστικοί στα κύματα της λακωνικής ακτής. Ανατολικά βρίσκεται το Μυρτώο Πέλαγος και το πλοίο χαράζει πορεία στον ανοικτό ορίζοντα. Η Παλιά Μονεμβάσια, νότια του μεγάλου βράχου, μένει πίσω τους. Ο ουρανός ήταν καθαρός, τα πρώτα άστρα φάνηκαν στο στερέωμα.
Το σούρουπο έδωσε τη σκυτάλη στην νύχτα που μοσχοβολά την υγρή οσμή της θάλασσας και το φεγγάρι ένας χρυσαφένιος δίσκος, αναδύεται πέρα στον μακρινό ορίζοντα έτοιμο κι’ αυτό να αρχίσει το ταξίδι του στον ουρανό, φτάνοντας πέρα, στους μακρινούς ωκεανούς, στις μακρινές θάλασσες, κι αυτός συλλογιέται ακουμπισμένος στην κουπαστή την αναχώρηση, φέρνει στα μάτια του τη γη που γεννήθηκε ν’ απομακρύνεται μέσα στ' απόνερα που αφήνει πίσω της η προπέλα του «Ποσταλιού».
Ή λάμψη της δύσης αναλήφθηκε απ' τις βουνοκορφές, το σούρουπο γέμιζε το Μυρτώο πέλαγος, και άρχισε να σκοτεινιάζει πέρα από την κορυφή της Κουλοχέρας στα χωριά του Ζάρακα. Ένα μεγάλο γλαροπούλι βούτηξε στο νερό. Τα στεφάνια πάνω στην απαλή επιφάνεια της θάλασσας πλάταιναν ολοένα. Μπροστά στον ορίζοντα πρόβαλε η βραχονησίδα Παραπόλα. Στην αρχή ήταν μια μικρή κουκκίδα στο βάθος του αστροφώτιστου ορίζοντα που άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή καθώς την πλησίαζαν.
Και πίσω εκεί μακριά, μια άλλη κουκκίδα, καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ο πελώριος βράχος της Μονεμβασιάς, το πέτρινο καράβι του Ρίτσου, η αγέρωχη καστροπολιτεία ξεμακραίνει.
«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για τον τόπο του, τη Μονεμβασιά. Για τον άγριο βράχο, την Άκρα Μινώα -όπως ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα- που αποκόπηκε από την Πελοπόννησο με έναν σεισμό το 375 μ.X. και πήρε τη μορφή που πήρε σήμερα.
Είχε πια σχεδόν νυχτώσει.
Άφιξη στο Λιμάνη του Πειραιά!.....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου