ADS

click to open

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Afixis Sto Limani Tou Pirea

......... Είχανε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες του πλοίου προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαν. Κάποια στιγμή ο Τηλέμαχος γλίστρησε έξω στο κατάστρωμα διασχίζοντας την εξωτερική πόρτα του ακκομοδεσίου του πλοίου στη δροσιά της υγρασίας που ερχόταν από τη θάλασσα.
Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και κοίταζε σαστισμένος τις εικόνες από το λιμάνι του Πειραιά την ώρα που ξημερώνει.
Έχει καρφώσει τα μάτια του στη στεριά, και ο μικρούλης προσπαθεί να πιαστεί από πολλά πράγματα για να αισθανθεί ότι μπορεί απ' τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω που μόλις τον αντικρίζει και είναι τεράστιος και δαιδαλώδης.. Οι αισθήσεις του λαίμαργα αποτύπωναν τη θέα από το πολύβουο και ανήσυχο λιμάνι του Πειραιά, ένας γρήγορα αναπτυσσόμενος χώρος που εκτείνονταν εμπρός του, ένα περιβάλλον μιας πραγματικής μεγαλούπολης.
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα χωρίς δυσκολία από τα χείλη του.
«Μαμά! Μαμά, έλα, έλα να δεις.! Πω-πω! Κοίτα σπίτια! Κοίτα πλοία!»
««Κοίτα, κοίτα, Μαμά! Να-να και αυτοκίνητα! »
Πώς να περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη την ώρα ο μικρός αδελφός του που ξαφνικά από το μικρό απομονωμένο οικισμό βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μια κοσμοπολίτικη πολιτεία γεμάτη ζωή και κίνηση. Η παραλία φωτόλουστη, πλοία να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι, ρίχνοντας ή τραβώντας την άγκυρα, να λύνονται ή να δένονται στις προβλήτες.
Το φως του ήλιου ξεχύνεται γύρω στο σκληρό γαλάζιο χρώμα του ουρανού εκτυφλωτικό, επιθετικό, σαν να θέλουν οι αχτίδες να κυνηγήσουν ότι κρύβει τον πρωτόγνωρο νέο κόσμο στα φτωχά και ανίδεα χωριατόπουλα.
Η μητέρα τους στην αρχή νόμισε πως την γελούν τα μάτια της αντικρίζοντας να ξεδιπλώνεται μπροστά της μία πολύβουη πολιτεία, ζωντανή που σφύζει από ζωή, μέσα από τους πολυσύχναστους κεντρικούς της δρόμους δημιουργώντας μια ζωντανή ατμόσφαιρα.
Όταν συνήλθε από την έκπληξη τον κοίταξε τρυφερά πήρε τα χέρια του μες στα δικά της χέρια, του χαμογέλασε και τον έσφιξε στο στήθος της.
Ο μικρός Τηλέμαχος κούρνιασε πάνω της και ένιωσε την αγκαλιά της σαν ο φρέσκος δροσερός αέρας που μπήκε στα πνευμόνια του.
Το χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπο της μητέρας του, του Αλκιβιάδη του θύμισε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γιαλού την ώρα που δεν φυσάει.
Αυτή ήταν η μητέρα τους.
Ήταν το δροσερό ποτήρι που εναπόθεταν την κάθε ελπίδα τους, τα βάσανα, τις χαρές τους και τους καημούς τους... 
Ήταν ένα τριαντάφυλλο, που μύριζε τόσο γλυκά.
Είναι πάντα δίπλα τους, σιωπηλά, διακριτικά, γεμάτη καταλυτική αγάπη, νιάξιμο, φροντίδα, δύναμη και προσμονή.
Είναι η γλυκιά τους μάνα. 
Αμίλητη τώρα ατένιζε την θέα απ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο εκεί έξω και αναρωτιόταν αν αυτή η περιπέτεια, θα αποτελούσε μια νέα καλύτερη σελίδα στη ζωή τους. Σκέφτεται  πως μια καινούργια αυγή τους είχε ξημερώσει και προσδοκούσε να καταφέρουν να κάνουν όσα αυτή είχε ονειρευτεί στην εφηβεία της σήμερα τα παιδιά της.
Ακόμα αναρωτιόταν αν η απόφαση να πάρουν τους δρόμους της ξενιτιάς με στόχο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την μίζερη ζωή του φτωχικού χωριού ήταν η σωστή απόφαση.
Με τα μάτια μισόκλειστα φαντάζεται, ήταν ωραίο να φαντάζεται διάφορα μα δεν έβρισκε άκρη στις σκέψεις της. Ηθελε να ρωτήσει τον εαυτό της εκατομμύρια πράγματα και δεν είχε απαντήσεις να του δώσει. Πού πήγαιναν, τι έπρεπε να περιμένουν. Χιλιάδες «κι αν...», «ίσως» και τι θα γινόταν στο τέλος.
Τόσο την είχαν απορροφήσει οι σκέψεις της που δεν πήρε είδηση πότε το πλοίο πρόσδεσε στην προβλήτα και ήδη ξεκινούσε η αποβίβαση.
........Στην έναρξη της εφηβείας του ο Αλκιβιάδης μπαίνοντας στον αθέατο κόσμο της μνήμης του ανακαλύπτει τοπία ανέγγιχτα, διαβάζει στο τετράδιο του μυαλού του ιστορίες γοητευτικές, αισθάνεται να βρίσκονται τα πάντα μέσα εκεί σε μι’ αρμονική ισορροπία. Κι όμως μια γκρίζα κουκκίδα, κάτι σαν βαθιά ομίχλη, του σκεπάζει την πρόσβαση να ανακαλύψει το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Λίγα χρόνια αργότερα έφηβος πλέον έκανε το ίδιο ταξίδι δυο-τρία καλοκαίρια.
Τα ταξίδια ήταν πανέμορφα μια και το πλοίο παρέπλεε συνεχώς τις ακτές της Πελοποννήσου εκεί όπου οι νότιες παρυφές του Πάρνωνα βουτάνε στο Μυρτώο Πέλαγος και τα αρώματα του βουνού σμίγουν με την αύρα της θάλασσας.
Η άγρια ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, αυτής της γεωγραφικής ορεινής περιοχής του Ζάρακα με τα πέντε χωριά του. Ομορφότερο όλων το παράκτιο Κυπαρίσσι, με μια φυσιογνωμία στεριανή και νησιώτικη μαζί, κτισμένο αμφιθεατρικά, κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και σκοτεινιάζει νωρίς λόγω των κορυφών του Ζάρακα, που εμποδίζουν τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει τον τόπο. Όταν κοιτάζεις την περιοχή από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς το Μυρτώο Πέλαγος.
Θυμάται το Γέρακα. Από τις πιο εντυπωσιακές γωνιές της Λακωνίας, ένα μικρό λιμάνι που αναδύεται μέσα από ένα επιβλητικό τοπίο. Άφωνος θα μείνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης πλησιάζοντας το Λιμάνι του Γέρακα. Ένα σπανιότατο φιόρδ μοναδικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται μπροστά του. «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία, στο έργο του «Λακωνικά».
Μια ματιά είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς πόσο συναρπαστικά πολυσχιδές είναι το τοπίο και να υποπτευθεί πόσο θεαματικά πολυτάραχη είναι η γεωλογική του ιστορία.
Η γαλήνη του τοπίου και η γραφικότητα του οικισμού συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό.
 Ο ακύμαντος κόλπος του, ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Το πλοίο έμπαινε με την πλώρη στον αρκετά στενό όρμο και φουντάριζε αρόδο, επικίνδυνα κοντά στα βράχια και τα αβαθή. Η αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων γινόταν με καΐκια. Αναχώρηση με ανάποδα, διότι ούτε λόγος για χώρο να γυρίσει εκεί μέσα. Μετά το Γέρακα, στέκει καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ένας πελώριος βράχος, η Μονεμβασιά. Το πέτρινο καράβι του Ρίτσου. Η αγέρωχη καστροπολιτεία.
 «Όταν η θάλασσα σμίλεψε την πέτρα... Όταν ο ήλιος γέμισε χρώματα τον ουρανό... Όταν η ακρογιαλιά καλύφθηκε από την ξανθιά άμμο... Γεννήθηκε ένα μέρος για τις πιο όμορφες και έντονες στιγμές μας.» Ατμόσφαιρα ερωτική, γεμάτη μυστήριο και μαγεία, είναι η ώρα που κυνηγούσε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του κάστρου.
....Ανασκαλεύοντας τη μνήμη ο Αλκιβιάδης νιώθει μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση, ότι όλο αυτό το ταξίδι της μετανάστευσης το έζησε ακουμπισμένος στις κουπαστές του θρυλικού επιβατικού πλοίου της ακτοπλοΐας το περίφημο «Μυρτιδιώτισα.»
Η σιλουέτα του πλοίου είναι χαραγμένη στη μνήμη των ταξιδιωτών ανεξίτηλα! Ήταν το καράβι της άγονης γραμμής, που μετέφερε τις χαρές τους, τις λύπες τους, τα όνειρά τους. Είναι το καράβι που έφερε μεγάλη αλλαγή στη θαλάσσια συγκοινωνία και δεν σκιάχτηκε τις φουρτούνες του Κάβο Μαλιά, γιατί είχε στο τιμόνι του την ίδια τη Παναγία τη Μυρτιδιώτισα.
Το Μυρτιδιώτισα είχε ναυπηγηθεί στη Σκωτία το 1929 ως Lochness για την παραδοσιακή ακτοπλοϊκή εταιρία MacBrayne. Στην Ελλάδα το έφερε το 1958 ο Σ. Μπιλίνης και έγραψε την ιστορία του στη λεγόμενη «μαύρη γραμμή» (Πειραιάς- ανατολικά παράλια Πελοποννήσου, Κύθηρα) ώσπου διαλύθηκε το 1973 στο Πέραμα.
Η αφίσα εποχής ξεκινά την αναφορά της στο «νεοαγορασθέν πολυτελέστατον ατμόπλοιον Μυρτιδιώτισσα», παραθέτοντας τα βασικά του χαρακτηριστικά και την εσωτερική διαμόρφωση, προτού δημοσιεύσει το πρόγραμμα δρομολογίων του. Για το Μυρτιδιώτισα, έλεγαν πως του ήταν γραφτό να ταξιδεύει σε μυστικιστικές γραμμές, από τα ανεμοδαρμένα νησιά των Εβρίδων στις κακοτράχαλες ακρογιαλιές της Λακωνίας, από την ομίχλη των Σκωτσέζικων φιόρδ στις σφηκοφωλιές των όρμων στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα, στο Πόρτο Κάγιο, στο Σολοτέρι.
Το Μυρτιδιώτισσα πραγματοποίησε το παρθενικό του δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της ανατολικής Πελοποννήσου το καλοκαίρι 1958.
Ήταν ένα πλοίο ιστορία. Μια όαση, σε μία άγονη γραμμή. Καράβι μιας άλλης εποχής, κουβαλώντας πάντα περήφανες ράτσες ανθρώπων.
Ήταν το πλοίο που η οικογένεια του ξεκίνησε το μακρινό της ταξίδι.
.....Στον Πειραιά η οικογένεια επιβιβάστηκε στην επιβατική αμαξοστοιχία του ΟΣΕ με προορισμό τη Λαμία, κουβαλώντας μαζί τους και τα λιγοστά υπάρχοντα τους, μόλις δυο μπόγους που ήταν όλη κι όλη η κινητή τους περιουσία τυλιγμένη σε σεντόνια.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button