Δεν ήταν βέβαια καμία ξεχωριστή μεγαλοφυΐα ούτε ως άτομο καμία ξεχωριστή περίπτωση, αλλά «υπηρετούσε» τo σχολικό του καθήκον για μάθηση με σχετική υπακοή. Ανακαλεί στη μνήμη του εκείνη την πρώτη του σχολική χρονιά στο νέο του σχολείο στη τρίτη τάξη που την τελείωσε με άριστα δέκα. Η επίδοση αυτή οφειλόταν ως συνέπεια στο διαχρονικό δάνειο της γνώσης που του είχε εμφυσήσει η Ιωάννα. Η Ιωάννα μια όμορφη και ευγενική κοπελιά, κατείχε μια ξεχωριστή θέση στη έναρξη της μαθητικής του ζωής. Ηταν άτομο ξεχωριστό, η βασίλισσα της έκτης τάξης του μονοτάξιου σχολείου του χωριού τους εκεί στα μακρινά Κουλέντια. Πρωτάκι για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχε πάρει την πρωτοβουλία να τον υιοθετήσει ως είθισται στα μονοτάξια σχολεία της εποχής εκείνης και είχε βάλει στόχο και την υιοθεσία της να την κάνει άτομο ξεχωριστό. Της χρωστάει πολλά για τα θεμέλια της γνώσης που του καλούπωσε, γιατί οι γονείς του ήταν αγράμματοι. Με την καθοδήγηση της αισθανόταν απόλαυση να ασχολείται με μεγάλη επιθυμία και όρεξη για μάθηση. Ως καθοδηγητής, του εντρύφησε την αγάπη για το βιβλίο. Υπήρξε καλός μαθητής, χωρίς να είναι ιδιαίτερα επιμελής και συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις, δεν δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο, στους δασκάλους και στους συμμαθητές του. Κι επειδή ήθελε να τα έχει καλά και με τους γονείς του, έκανε ότι χρειαζόταν να κάνει, πήγαινε στο σχολείο καταβάλλοντας τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια στα μαθήματα του επιδιώκοντας να πάρει ίσα ίσα έναν αξιοπρεπή βαθμό. Τον υπόλοιπο χρόνο έπαιζε ποδόσφαιρο και, όταν γύριζε στο σπίτι, περνούσε αρκετές ώρες στο κρεβάτι διαβάζοντας το ένα μυθιστόρημα μετά το άλλο. Καμία σχέση με το τυπικό ωράριο των άλλων μαθητών ούτε φροντιστήρια ούτε ιδιαίτερα. Αλλά ακόμη κι έτσι, οι βαθμοί του δεν ήταν ιδιαίτερα άσχημοι. Τα κατάφερνε λοιπόν όχι κι άσχημα στο σχολείο και στα μαθήματα, αλλά όχι σε βάρος της προσωπικής ευχαρίστησης, είχε ισορροπία ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις και στο παιχνίδι, στην παρέα με συνομηλίκους, στην τεμπελιά και στο χασομέρι της παιδικής ηλικίας. Με τον καιρό μεγαλώνοντας του άρεσε να διαβάζει μυθιστορήματα και να χάνεται μέσα τους, προσφέροντας του καθαρά προσωπική απόλαυση!
Σήμερα στην θύμηση του ποια παιδιά εκείνης της τρίτης τάξης στο τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας κατέχουν ξεχωριστή θέση στη μνήμη του, η απάντηση του βγήκε αβίαστα.
Την πρώτη του χρονιά στο νέο του σχολείο δυο συμμαθήτριες και ένας συμμαθητής του ξεχώριζαν τόσο για το ήθος τους όσο και για την άρτια επιμέλεια που έδειχναν στην εκπαίδευσή τους. Ποτέ του δεν ένοιωσε την ανάγκη να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, να τους συναγωνιστεί στις διακρίσεις. Τώρα, καλόβολα γυρεύει να τους φέρει μπροστά του, η εικόνα τους να ξαναζωντανέψει στα μάτια του, να θυμηθεί όλες τις ωραίες αναμνήσεις τους, τα πρόσωπα τους, τα σουσούμια τους. Μα δε του έρχονται στο νου παρά θολές οι εικόνες τους, σαν χαμένες σε χαμηλό φωτισμό λες και είναι βγαλμένες σε αργές ταχύτητες κλείστρου και κουνημένα καρέ.
Η Στέλλα Ένα λιγνό κορίτσι με μπούκλες στα ξανθό-καστανά της μαλλιά, μελιά μάτια και ένα πρόσωπο με τέλειες, (τουλάχιστον έτσι το έβλεπε αυτός) αναλογίες, γαλλική μυτούλα και σώμα που παρέπεμπε σε αθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής. Η φήμη της μεσουρανούσε στη μαθητική τους τη τάξη. Μάζευε τον κόσμο γύρω της όπως το φως τις πεταλούδες. Αυτός το έβρισκε απίθανο να είναι μόνη της, διότι σύμφωνα με το παλιό απόφθεγμα, οι ωραίες δεν μένουν ποτέ μόνες. Η Στέλλα ήταν ξεχωριστή μαθήτρια, αυτή που ξεχώριζε με τη θετική έννοια, η διαλεχτή, η διακεκριμένη. Χαρισματικό παιδί που έδειχνε πως μπορεί να τα καταφέρει από μόνη της στη ζωή. Άσπρη και καστανόξανθη, εκείνο που τη ξεχώριζε περισσότερο ήταν τα μεγάλα φωτεινά, μάτια της, που βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα λες και ονειρευόταν τον μεγάλο έρωτα μέσα στην παιδιάστικη παρουσία της. Δεν ήταν ακόμη έφηβη, που κέρδισε τα πρώτα βραβεία σε αρκετούς διαγωνισμούς για νέους μουσικούς. Παρακολούθησε μαθήματα σε ωδείο, έκανε ιδιαίτερα μαθήματα με φημισμένους σολίστες. Ο Αλκιβιαδης έμαθε πως η Στέλλα πήγε να συνεχίσει τις σπουδές της σ’ ένα μουσικό πανεπιστήμιο στη Γαλλία με υποτροφία. Μερικά χρόνια αργότερα είδε το πρόσωπο της να φιγουράρει σε εξώφυλλα περιοδικών μ΄ένα νοσταλγικό, οικείο χαμόγελο, σαν παλιό αναμνηστικό που αναδύθηκε ξαφνικά μετά από χρόνια απ’ τα βάθη μιας παλιάς ξεχασμένης φωτογραφίας. Τα μάτια της έλαμπαν με απίστευτη χάρη, μια μπούκλα ξεχώριζε στα ήδη ανακατεμένα μαλλιά της και τα λιτά και απέριττα κείμενα τους ν’ αναφέρονται στην πλούσια και αξιόλογη καλλιτεχνική της δραστηριότητα. Επιτυχημένη μουσικός, πολυτάλαντη καλλιτέχνιδα με μακρά και εντυπωσιακή καριέρα η Στέλλα ήταν όμορφη σαν πάντα που είχε τη ζωή μπροστά της!
Η Μαρία: Ένα κοριτσόπουλο με τη λευκή λάμψη του δέρματος, ιδανικό μοντέλο για να ζωγραφίσεις το πορτρέτο μιας νεαρής κοπέλας. Ο Αλκιβιαδης τη θεωρούσε πως είχε τα σημάδια μιας πολύ ευαίσθητης ψυχής που στην αγκαλιά της χωρούσε όλη τη νεανική τους τάξη και το πλατύ της χαμόγελο εξέπεμπε αισιοδοξία και θετική ενέργεια. Διέθετε το ευλογημένο προνόμιο του προικισμένου ατόμου με δημιουργικότητα και ικανότητα μάθησης. Ένα φυσικό ταλέντο στο γράψιμο και πολύ της άρεσε να διαβάζει. Πριν από κάποιο καιρό είχε βρει αυτό το κείμενο της «Rosemarie Urquico» στο οποίο εξηγούσε γιατί ένα κορίτσι που διαβάζει είναι η κατάλληλη σύντροφος. Μεταξύ άλλων, έγραψε ότι: «Βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί το αξίζεις. Αξίζεις ένα κορίτσι που μπορεί να σου δώσει τον πιο πολύχρωμο κόσμο. Αν θέλεις όλον τον κόσμο και τους κόσμους πίσω από αυτόν, βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει. Ακόμα καλύτερα, βγες με ένα κορίτσι που γράφει.»
Η Μαρία ξεχώριζε για τους ευγενικούς της τρόπους και την καλοσύνη της. Ήταν ήσυχο, πρόσχαρο κοριτσόπουλο και γλυκόλογο. Θυμάται τα μεγάλα μελαχρινά της μάτια που κάποιες φορές κοιτάζανε τόσο παράξενα και πετούσαν τόσο αστραφτερές αναλαμπές που δε βαστούσες να τα βλέπεις. Εκείνο που την ξεχώριζε περισσότερο μέσα σε όλη την παρέα ήταν πως βαστιόταν πάντα καθαρή, και δε φαινότανε ποτέ αχτένιστη. Ίσιωνε με τις παλάμες τα σγουρά μαλλιά της, με τη φανταχτερή τους λάμψη, το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε συχνά ακόμη και μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού, στεκόταν άξαφνα κι έσιαζε τα μαλλιά της, την έβλεπες που κοίταζε γύρω της με την αστραφτερή μελαχρινή ματιά της και μ' ένα γέλιο γλυκό ευαίσθητο, που έδειχνε τα αστραφτερά λευκά της δόντια.
Ο Δημήτρης. Ευαίσθητη, εξευγενισμένη, χαρούμενη ψυχή, έσφυζε από υγεία η παρουσία του. Αν και από μεγαλοαστική οικογένεια είχε αμοιβαία φιλική σχέση μ’ όλους στην τάξη και έχαιρε εκτίμησης στις καθημερινές συντροφιές. Στο γαλήνιο πρόσωπο του τα φωτεινά μελιά μάτια γίνονταν πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν από την αγωνία, όπως ο ήλιος από τα σύννεφα όταν κάτι του πήγαινε στραβά, γέμιζαν σύννεφα, ένιωθε παγιδευμένος.
Ο Αλκιβιάδης σήμερα χαράζοντας μονοπάτια στην κατσιφάρα της μνήμης, του έρχονται εκείνες οι στιγμές που συνειδητοποιεί πως έχει περάσει μια ακόμη πίστα ενηλικίωσης. Με άλλα λόγια, «το τώρα είναι τώρα, το αύριο είναι αύριο», βολτάροντας τη ζωή με συνοδοιπόρο το χρόνο. Φυλλομετρώντας τα παιδικά του χρόνια η θύμηση τους, βγήκε πάλι μπροστά σα νοσταλγία που κραδαίνει γιρλάντα χαράς κι αυτός ενήλικας πια νιώθει πως βουτά δάχτυλα και ψυχή σε τόνους ζάχαρη άχνη και σε τεράστια δοχεία με μελοκάρυδο… Ναι, έτσι ακριβώς!
Τα Πρώτα Χρόνια στο Αραπόρεμα!.....
Ωραίο, ανθρώπινο!
ΑπάντησηΔιαγραφή