ADS

click to open

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

O Klearchos

.................Με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, την Απελευθέρωση και την έναρξη του αιματοβαμμένου εμφυλίου πολέμου με τις σκληρές ένοπλες αναμετρήσεις ανάμεσα στη «νόμιμη» κυβέρνηση και το στρατό των ανταρτών ο Κλέαρχος ο πατέρας του Αλκιβιάδη, έχει μπει στην άνοιξη των δεκαοκτώ του χρόνων. Την εποχή εκείνη περιπλανώμενος αναζητώντας εργασία και τροφή βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή του τόπου καταγωγής του, στις άγονες νότιο-δυτικές πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα. Η περιοχή έχει μικρά χωριά που βρίσκονται «σκαρφαλωμένα» στις ορθοπλαγές, στο νότιο μέρος της λακωνικής χερσονήσου του ακρωτηρίου Μαλέας. Σε μία από τις πιο άγονες και φτωχές περιοχές του νότου. Μικρά χωριά που όπως όλα τα χωριά της εποχής του εμφυλίου με επισφράγιστες πόρτες των σπιτιών, τα τείχη και οι φράχτες τους που μας πάνε πίσω, σε ένα παρελθόν μιας βαθιάς διαιρεμένης κοινωνίας, τις κρυφές εσωτερικές αυλές, τα μισόκλειστα παράθυρα, οι κουρτίνες που ανεμίζουν. Όλο τον χρόνο καλοκαίρι κι η κάψα ανυπόφορη. Η φτώχεια στα παντοπωλεία, η κυρά που τρέχει φευγαλέα και κρυφά στον εραστή της, τα ξοφλημένα καφενεία όπου λείπει η χαρά και έσβησε νωρίς η φλόγα στους γέροντες που έχουν απομείνει στις καρέκλες που κάποτε γέμιζαν ζωή με ξωμάχους αγρότες. Με τους χαφιέδες χωροφύλακες του νέου κράτους που ιδρύεται. Όλο αυτό το φόντο έχει να κάνει με βιώματα για τόπους και ιστορικές στιγμές σε μια εποχή της πρόσφατης ιστορίας μας που οι άνθρωποι κλήθηκαν να επιλέξουν πώς θα επιβιώσει η κοινωνική συνοχή στις τοπικές κοινωνίες μέσα από τα τραύματα τους στην εποχή που έρχεται, και αυτή την κοινωνική οικοδόμηση δεν την έκαναν όλοι πάντα τίμια. Μία δυσπρόσιτη περιοχή που είχε παραμείνει ανόθευτη και αληθινή φωλιασμένη στα βουνά. Δεν υπήρχε εύκολος δρόμος να διαβεί, υπήρχαν όμως εκατοντάδες μονοπάτια. Δεν υπήρχαν αριστουργηματικά σπίτια, υπήρχαν όμως μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονταν στον χρόνο, άνθρωποι φιλόξενοι, ταπεινοί, καταπονημένοι, αλλά περήφανοι για την καταγωγή τους.
Στην πρώιμη εφηβική του ηλικία ο Κλέαρχος ορφανός από μητέρα και από πατέρα αποχωρίστηκε και τον μεγαλύτερο αδελφό του που έφυγε για τη Στερεά Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και για να εκπληρώσει την στρατιωτική του θητεία. Ο Κλέαρχος λοιπόν συνέχισε τις περιπλανήσεις στα διάφορα χωριά της περιοχής κάνοντας ένα σωρό δουλειές του ποδαριού για να τα φέρει βόλτα. Έζησε ως επαίτης και εργάτης. Μάζευε ό,τι έβρισκε από τα περιβόλια και άρχισε να χτυπάει πόρτες, πράγμα που δεν δίσταζε να κάνει, μερικές φορές όταν ήταν εντελώς εξαθλιωμένος μετά από μέρες περιπλάνησης. Σε μερικά σπίτια προσφερόταν να κάνει καμιά δουλειά με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαΐ. Όπως και να 'χει, πέρασε πολλές μέρες στο χείλος της πείνας και για χρόνια θυμόταν τις περιπέτειες του. Παρά το μικρό της ηλικίας του ήταν ικανός καλλιεργητής ήξερε να αξιοποιεί τη βλαστική περίοδο της περιοχής. Η γεωργία ήταν  μια δραστηριότητα στενά συνυφασμένη με τη ζωή του. Η σχολική του μόρφωση δεν κράτησε πολύ. Δεν τον γοήτευαν τα γράμματα. Ήξερε να γράφει και να διαβάζει, να προσθέτει και να αφαιρεί κι αυτά ήταν αρκετά για να τα βγάλει πέρα, του έφταναν. Παράτησε το σχολείο στα δέκα με ένδεκα του χρόνια για να ακολουθήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του στις άγονες περιπλανήσεις του. 
.........Βρισκόμαστε λοιπόν στα χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε-σαράντα έξι. Την εποχή εκείνη ο Κλέαρχος ήταν ένας μελαχρινός όμορφος νεαρός μόλις στα δέκα οκτώ του χρόνια, ένας νεαρός με αθλητική κοψιά και με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των μελαχρινών ανδρών της Νότιας Ελλάδας. Ήταν απλά ένας χθεσινός έφηβος. Όμορφος και άγουρος άνδρας, αλλά στιβαρός, γεροφτιαγμένος. Και κλασσικά οι ορμόνες του ήταν στο ζενίθ. Παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας του είχε ήδη καταφέρει να ποτίζει ξένα περιβόλια. Είχε ήδη καταφέρει να 'χει γαμήσει μερικές χωριατοπούλες, όσο ακόμη είχαν ζουμί. Η αλήθεια είναι ότι την εποχή εκείνη της εφηβείας του το είχε έτσι και αλλιώς φετίχ, με τις μεγαλύτερες του. Στο χωριά τα χρόνια μετά τον πόλεμο η ζωή ήταν ιδιαίτερα σκληρή και ο πληθυσμός αποτελείτο κυρίως τις γυναίκες τα νεαρά κορίτσια και μικρά παιδιά καθώς οι άντρες ήταν είτε ξενιτεμένοι είτε στρατευμένοι με τον εμφύλιο. Την ώρα λοιπόν που οι σε ενεργή ηλικία άνδρες πολεμούν ο ένας τον άλλο, οι γυναίκες που μένουν πίσω  προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους. Ταυτόχρονα με την καλλιέργεια των αγρών αναζητούν και κάποιον να καλλιεργεί και να ποτίζει τα μουνιά τους να μην αραχνιάζουν.
Τα μουνιά αποτελούν τα λουλούδια ενός φανταστικού μποστανιού, το οποίο οι σύζυγοι ως κηπουροί τα ποτίζουν, δηλαδή τα περιποιούνται αναλόγως. Και ως γνωστόν, τα λουλούδια θέλουν πότισμα, οπότε όταν λείπουν οι κηπουροί κανονικά θα πρέπει να αφήσουν κάποιον στο πόδι τους.
Περιπλανώμενος από χωριό σε χωριό Κλέαρχος, έχει προσωρινά ριζώσει στο μικρό αγροτικό-κτηνοτροφικό χωριό του ακρωτηρίου Μαλέα και τις ημέρες εκείνες τον είχε προσλάβει μια ηλικιωμένη χήρα που ζούσε σ' ένα παλιό δίπατο σπίτι με μεγάλο κήπο. Παρουσιάστηκε στο σπίτι αναζητώντας δουλειά και φαγητό επάνω που είχε αρχίσει η χήρα να απελπίζεται με την κατάντια του κήπου και αναζητούσε τις υπηρεσίες κάποιου εργάτη. Η γειτονιά βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα του χωριού, ήταν απομονωμένη και αρκετά ήσυχη. Το σπίτι της χήρας ξεχώριζε, ήταν το μοναδικό δίπατο της περιοχής. Η χήρα είχε και μια κόρη. Άγαμη. Κάτι μεταξύ είκοσι και είκοσι πέντε ετών, σε ηλικία την υπολόγισε, με λιπόσαρκο κορμί και στεγνό πρόσωπο. Της κόρης δεν της είναι εύκολο να συνειδητοποιήσει, ότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια που περιμένει τον καλό της να 'ρθει από την ξενιτιά. Έκλαψε μέχρι που τα δάκρυα της στέγνωσαν, μέχρι που στέγνωσε από σκέψεις και συναίσθημα, μέχρι που η καρδιά της έγινε έρημος .... 
Τον παρακολουθούσε αθέατη, πάνω από το δωμάτιό της κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες. Δυο μέρες τώρα εκείνος έσκαβε το χώμα, τακτοποιούσε τα παρτέρια, τραβούσε και ξερίζωνε τα άγρια χόρτα που είχαν πνίξει όλο τον χώρο πότιζε τους λάκκους των δέντρων, φρεζάριζε το χώμα, κι αυτή τον εξέταζε. Ήταν νέος κι όμορφος, και κείνη τη μικροκαμωμένη γυναίκα. Πόσο θα ήθελε να είναι λίγο πιο μεγαλόσωμη και γεματούλα! Τα σκούρα υγρά του μάτια να σαρώνουν ολόγυρά του και τα χείλη του σκληρά και σαρκώδη ν' αποκαλύπτουν μια αρρενωπή εμφάνιση. Τον έβλεπε που έσκυβε, που σηκωνόταν, άλλαζε εργαλεία και σκούπιζε με την ανάστροφη της παλάμης το ιδρωμένο μέτωπο του.
.....Τον είχε κρυφοκοιτάξει πολλές φορές όταν γύμνωνε το κορμί του, και ξεπλενόταν με το νερό, τον είχε κοιτάξει σα να 'ταν αυτή που του σαπούνιζε τις δυνατές του πλάτες, στράγγιζε τα μαλλιά του και έβαζε με απίστευτη οικειότητα τα χέρια της πάνω σε κάθε μέλος του κορμιού του.  
Σήκωσε το βλέμμα της στραμμένο πολύ μακριά, βυθισμένο στο άλικο χρώμα του ηλιοβασιλέματος και μέσα από μια ομίχλη είδε τον εαυτό της και τον εργάτη να κάνουν έρωτα πάνω στου Κούνου τα ψηλώματα στο σούρουπο που έσβηνε. Τα χέρια έτρεξαν αργά πάνω στο σώμα της καθώς τα δάχτυλά της διαπερνούσαν τις ρόγες της τις ένιωσε σκληρές. Τα άφησε εκεί να τις χαϊδεύει και που και που να τις τραβούν ελαφρά. Ένιωθε την υγρασία ανάμεσα στα πόδια της να μην έχει μόνο μία αιτία. Ο ιδρώτας της ανταγωνιζόταν τον εσωτερικό της κόσμο. Αυτό που ένιωθε ήταν πρωτόγνωρο. Δεν είχε ποτέ της τόσο δυνατές σεξουαλικές ορμές. Το αντίθετο θα έλεγε. Τώρα όμως ήταν παραδομένη στις σκέψεις αυτές. Ήταν πολύ ερεθισμένη και ανήμπορη να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Μια επιθυμία μέσα της προέτρεπε τον εαυτό της να το απολαύσει. Έτσι και έκανε. Το χέρι της κινούνταν ήρεμα και μεθοδικά πάνω κάτω μέσα από το λάστιχο της κιλότας της. Κατέβασε το χέρι της πιο χαμηλά μέχρι τα δάχτυλά να συναντήσουν το αιδοίο της. Είχε πολύ καιρό να νιώσει κάτι τέτοιο. Οι φαντασιακές εικόνες διαδέχονταν η μία την άλλη. Τον φαντάστηκε δίπλα της με τα σκούρα μάτια της εντελώς κλειστά, όταν τελικά τα άνοιξε διάπλατα τίναξε πίσω το κεφάλι της μ' ένα μισόπνιχτο λαρυγγικό ήχο. Έμεινε για λίγο ακίνητη και συνειδητοποίησε πως είχε κολλήσει στον τοίχο μέσα στο άδειο δωμάτιο της. Ο οργασμός την είχε παραλύσει.
...... Η κόρη νόμιζε πως δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, αλλά αυτός, μόλις διέκρινε απ' την πρώτη κιόλας μέρα, να κουνιούνται οι κουρτίνες στο παράθυρο, κατάλαβε.
Χωρίς την παραμικρή αλλαγή στις κινήσεις του συνέχιζε το σκάψιμο και το ξερίζωμα των χόρτων και την άφηνε να τον παρακολουθεί με την ησυχία της.
Τότε, έτσι για να παίξει μαζί της, έχωνε, με αργές κινήσεις, τις άκρες του πουκαμίσου βαθιά μέσα στο παντελόνι του. Τέλος, άνοιγε τα πόδια και τακτοποιούσε με τη χούφτα το καβάλο. Τη φανταζόταν να τρίβει, με το αριστερό χέρι, τη ρώγα του στήθους της, με το άλλο να χαϊδεύει την κοιλιά της κοντά στον αφαλό, αφήνοντάς το στη συνέχεια να γλιστρήσει κάτω απ' τη μέση της και ερεθιζόταν περισσότερο. Με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε την κίνηση της κουρτίνας και περίμενε. Το μυαλό της γυναίκας είναι πραγματικά ένας τεράστιος λαβύρινθος. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι θέλει. 
Ας παίξουμε το παιχνίδι με τους δικούς της κανόνες. Πόσο θ' αντέξει; αναρωτιόταν.
...... Αντιλήφθηκε την κρυψώνα μου, σκεφτόταν η γυναίκα κάθε φορά που εκείνος έστρεφε το σώμα προς την πλευρά που ήταν το παράθυρο της, άνοιγε τα πόδια του στη διάσταση και με πρόστυχες σχεδόν κινήσεις, τακτοποιούσε τα ρούχα του, χουφτώνοντας στο τέλος με τα στιβαρά του χέρια το εμφανές φούσκωμα του παντελονιού του.
..... Από κοντά του έδειχνε πάνω από είκοσι πέντε ετών. Στεγνή γυναίκα. Την νιώθει να έχει ζήσει στερημένα νιάτα. Είναι μια νέα γυναίκα στερημένη σεξουαλικά στη ζωή, της λείπουν τα απλά, σκέφτηκε και σχεδόν τη λυπήθηκε. «Μου δείχνει ότι της αρέσω κι ενώ φαίνεται να φλερτάρει μαζί μου, δεν κάνει το επόμενο βήμα, παρά είναι ντροπαλή.» Αυτή δείχνει αγχωμένη και νιώθει μια μικρή νευρικότητα, όχι δυσάρεστη, που βρίσκεται απέναντι του. Ένοιωθε πως ήταν απερισκεψία της να τον φέρει μέσα στο σπίτι. Το αίμα κυλάει ορμητικά στις φλέβες του. Της αγκαλιάζει την μέση ενώ την στριμώχνει στην γωνία. «Τι κάνεις εκεί» του λέει τσιτωμένη. «Άσε να χαρείς όσο είναι νωρίς σε παρακαλώ, μεγάλη γυναίκα είμαι για σένα.» Στην αρχή αντιστέκονταν σθεναρά θέλοντας να φωνάξει μα αυτός ήταν πιο δυνατός και την κράταγε σφιχτά ενώ την φιλούσε παθιασμένα! Η ανάσα της μύριζε καφέ ενώ το δέρμα της μύριζε κάποιο ωραίο άρωμα.  Εκείνη τον βαρούσε με τα χέρια όσο μπορούσε αλλά αυτός δεν αισθανόταν τίποτα. «Δύσκολη, ξέρει τι θέλει αλλά δεν ξέρει πώς να το κερδίσει.»
Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της μελαχρινής σαρανταπεντάρας με τις μακριές κατάμαυρες πλεξίδες απ' το διπλανό χωριό. Πριν καλά-καλά κλείσει τα δέκα-επτά του χρόνια έγινε...άντρας. Όμορφη δεν  ήταν, μα είχε γλύκα σε όλα της, και κάλεσμα θηλυκό. Κορμί κοντό και τροφαντό, που τον περίμενε κάθε βράδυ. Ο σύζυγος της ναυτικός, ταξίδευε με τα καράβια, έλειπε από το σπίτι τους πολύ καιρό τώρα. Η γυναίκα, άρχισε να τον «φλερτάρει» από την πρώτη μέρα που εργάτης βοτάνιζε το αμπέλι της. Ήθελε να γευτεί αυτό το μεγαλόσωμο αγόρι οπωσδήποτε. «Θα έχει ένα παλούκι τούτος δω άλλο πράμα», σκεφτόταν. Η σαρανταπεντάρα γυναίκα λοιπόν δεν άργησε να την πέσει ερωτικά στο νεαρό άνδρα, και αυτός ανταποκρινόμενος στο ερωτικό της κάλεσμα έθεσε τον εαυτό του στην διάθεσή της. Είχε τελειώσει, σχεδόν η δουλειά στο αμπέλι και η γυναίκα βλέποντας πως της φεύγει ο μικρός, τον κάλεσε την Κυριακή - η δουλειά θα τελείωνε το Σάββατο - να του προσφέρει ένα πλούσιο γεύμα. Θα ήταν μια ανταμοιβή για την καλή δουλειά που είχε κάνει. Στο κρεβάτι η γυναίκα σπαρταρούσε μέσα στα δυνατά χέρια του έφηβου ανοιγοκλείνοντας τους μηρούς της ενώ εκείνος παλινδρομούσε τη λεκάνη του με γρήγορες κινήσεις σαν έμβολα ατμομηχανής σε μεγάλη ταχύτητα ενώ το έμβολο του μπαινόβγαινε, αφρισμένο, κάνοντας ένα βαθύ θόρυβο. Ήταν αχόρταγη, είχε αδυναμία και στο σοδομισμό. Παρά τον πολύ προικισμένο φαλλό του, χανόταν ανάμεσα στα τροφαντά καπούλια της.
....... Αλαφιασμένη η  κόρη σταμάτησε να αντιστέκεται. Κατάλαβε ότι μπορεί να την παρατήσει και να φύγει. Χωρίς καν να τον κοιτάζει, αγκάλιασε το σφιχτό κορμί του, έγειρε το κεφάλι της στην αγκαλιά του, αγκιστρώθηκε πάνω του με την καρδιά της να γουργουρίζει παιχνιδιάρικα σαν αγριοπερίστερου μπροστά σε σπόρους. Βυθίστηκε πάνω του για να γίνει ένα μαζί του, για να τρυπώσει στο καταφύγιο της αγκαλιάς του που της προσφέρουν τα δικά του χέρια. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν τόσο κοντά με κάποιον. Η πρώτη φορά που το δέρμα της άγγιζε ενός άλλου και άφηνε τους χυμούς και τις ουσίες της ύπαρξής της να βγουν από τους πόρους του. Ο Κλέαρχος την υποδέχτηκε χωρίς να πει λέξη, σαν να υποδεχόταν προσκυνητή. Πήρε το ερωτικό «παιχνίδι» στα χέρια του! Τα χέρια του χαϊδεύουν τη γυμνή της πλάτη μέχρι να φτάσουν τους γλουτούς της. Τους σφίγγει με δύναμη κολλώντας την πάνω του. Τα πόδια τους έχουν ήδη σταυρωθεί και θαρρείς πως ο φαλλός δίνει το δικό του φιλί στο αιδοίο της.
...... Την τρίτη μέρα, αργά το απόγευμα έσπρωξε την πόρτα της αποθήκης ελαφρά, και την άνοιξε αργά-αργά, προσπάθησε οι κινήσεις της να είναι απαλές, να μην κάνει θόρυβο και πριν την κλείσει πίσω της σάρωσε με το βλέμμα τον περίγυρο. Τον βρήκε όρθιο, η σιλουέτα του σκυφτή πάνω από μια λεκάνη νερό να πλένεται και τα νερά να στάζουν από πάνω του, κόμπιασε, είχε παραλύσει. Όχι από φόβο. Αμέσως προχώρησε ευθεία μπροστά κι εκείνος την είδε, δεν έκανε καμία κίνηση, σαν να την περίμενε ανασήκωσε τον κορμό του και την κοίταξε όπως τα αρπακτικά το θήραμά τους. Η μάνα της δεν τη ρώτησε τι έκανε τόση ώρα και γιατί άργησε αδικαιολόγητα, μπήκε στο σπίτι, διότι δεν άντεχε τώρα να κοιτάξει τη μάνα της στα μάτια παρά χώθηκε στην κάμαρά της κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι. Φοβόταν μην τυχόν και ανοίξει την πόρτα η μάνα της και τότε θα την άρχιζε στις ερωτήσεις. Αισθάνθηκε την κιλότα της να μουλιάζει από τα υγρά ανάμεσα στα πόδια της είχε ακόμη την αίσθηση του εκεί, χαμηλά. Άκουγε ακόμη τον εαυτό της να ψιθυρίζει με μισόσβηστη και λιγωμένη φωνή. «Μη! σταμάτα σε παρακαλώ!» Μα εκείνος δεν άκουγε τίποτα, ήξερε τι έκανε και το έκανε καλά, σφιχτά όσο έπρεπε, και ήταν τόσο απαλό το χέρι του, πολύ πιο απαλό από την κόχη του κρεβατιού της όπου ξέδινε κάποια πρωινά, μόλις ξυπνούσε, διακριτικά, μην τυχόν και την πάρει είδηση η μητέρα της.
...... Έμαθε η μάνα της από «καλοθελητές» ότι η κόρη της «τραβιέται». Σε χωριά με τόσους λίγους κατοίκους δεν λείπουν οι καλοθελητές οι οποίοι χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσεις δεν θ’ αργήσουν να ‘ρθουν όλα να στα διηγηθούν, αλλά όπως και η στάμνα που απ’ το πολύ πήγαινε-έλα στη βρύση κάποτε πέφτει και σπάει κι επειδή μια του κλέφτη δυο του κλεφτή μια ωραία βραδιά, σίγουρα αυτή που υποψιαζόταν λιγότερο, τον έκαναν τσακωτό  στο κρεβάτι της.
Κοντά στο ηλιοβασίλεμα η γριά μητέρα της είπε πως πάει εσπερινό, θ' αργήσει να γυρίσει, θέλει να προσευχηθεί και να εξομολογηθεί,το σπίτι να προσέχει. Την επισκέφθηκε και πάλι, μπαίνει στην αυλή τους. Μιλούν, γνωρίζονται καλύτερα, σιγά-σιγά ανοίγεται, έρχεται κοντά του μ' έναν τρόπο ερωτικό. Τα μάτια της έλαμπαν, όλη την είχε τυλίξει ένα βελούδινο πέπλο ηδονής που τον είχε στην αγκαλιά της. Του ζήτησε να πάνε στην  κάμαρας της. Τον ένοιωθε σαν η δροσερή πηγή που ξεπροβάλλει μέσ' από τη ξεραμένη γη, και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στο δωμάτιο της. Ένα διακριτικό άρωμα από τριαντάφυλλα του γαργάλησε τη μύτη. Και ξαφνικά τρεις κατσαπλιάδες οπλισμένοι έκαναν εισβολή στο σπίτι με άγριες διαθέσεις. Τα ξαδέλφια της έλεγαν ότι είναι. Μαζί και η «έννομη» τάξη του χωριού και ο γραμματέας της κοινότητας από πίσω τους ακολουθούσε.
Ο Κλέαρχος με την αμηχανία αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, έπνιξε το κύμα πανικού που ένιωσε να φουσκώνει μέσα του, τον πνίγει η αγωνία για τις διαθέσεις των εισβολέων. Η ξερακιανή κόρη κατευθύνθηκε έξω, κλείνοντας αθόρυβα πίσω της την πόρτα. Δεν του χρειάστηκε χρόνος για να καταλάβει ότι τον απειλούσαν θανάσιμα. Έχει μένει άναυδος επειδή δεν πιστεύει όσα ακούει ή βλέπει. Στο δωμάτιο, πρόσκαιρα έπεσε μια αμήχανη σιωπή, που τη διέκοψε ο γραμματέας.
«Τι κάνουμε μ’ αυτόν;»
Ο Κλέαρχος είχε την εντύπωση ότι έβλεπε ένα κακό όνειρο, το κλίμα γινόταν βαρύ, το μούδιασμα σαν φίδι σέρνεται μέσα του και του θυμίζει ότι το φονικό, εκείνες τις ήμερες δεν ήταν κάτι δύσκολο.
«Κοιμήθηκες με ορφανό απροστάτευτο κοριτσόπουλο. Χήρας κόρη.
Είναι ζήτημα, θρησκευτικών και ηθικών επιταγών και νόμος τους, ορίζει ότι ο γάμος είναι η μόνη λύση». Του είπαν.
«Ε όχι και τόσο δροσερό και ανίδεο το κοριτσόπουλο.»  Άλλα δεν τολμούσε να το πει φωναχτά, τα χείλη του παρέμεναν ακίνητα. Ένιωθε την απειλή να σφίγγει γύρω του σαν μέγγενη. Συνειδητοποίησε ότι είχε παγιδευτεί, ότι βρισκόταν στα χέρια τους χωρίς να μπορεί να αντιδράσει και ένα συναίσθημαµα αγανάκτησης τον πνίγει. 
Χαμήλωσε το κεφάλι και δεν μίλησε. Ήξερε πολύ καλά την απάντηση. Τον είχε ακούσει πολλές φορές αυτόν τον ηθικό κανόνα. Έσκυψε το κεφάλι και κάθισε στον ξηλωμένο καναπέ πικραμένος. Είχαν δίκιο τα ξαδέλφια της. Ποιος ήταν αυτός που μπορούσε να αρνηθεί.
«Δώστε μου να υπογράψω.» Ψέλλισε χωρίς και ο ίδιος να το πιστεύει αυτό που του συμβαίνει. 
Όσο περνούσε η ώρα το μούδιασμα χανόταν και άφηνε τη θέση του ένα βραδυφλεγή θυμό να θεριεύει μέσα του που ήταν ανίκανος να αντιδράσει. Του έδωσαν τα χαρτιά και το αμυδρό χαμόγελο, που μαλάκωνε το σκληρό τους πρόσωπο, δεν έκρυβε την ικανοποίηση τους. Όλα εντάξει, δε χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα θα τον αφήσουν στην ησυχία του ..
Τον καιρό εκείνο εκτυλίσσεται γύρω του, μια ανθρώπινη τραγωδία, ένας εμφύλιος σπαραγμός, συνθήκες όπου απειλείται η ζωή του καθενός με ευκολία. Και εκείνοι πού 'χαν τον πάνω λόγο (και το πάνω χέρι) στο χωριό τα τελευταία χρόνια, ήταν ο σταθμάρχης της χωροφυλακής και οι χαφιέδες που ποτέ δεν έλειψαν, όπως τώρα που το έκαναν φανερά και φυσικά φοβήθηκε για την ζωή του. 
Άγρια μεσάνυχτα συνοπτικά έγινε γάμος με παπά και κουμπάρο και με την γραμματεία της κοινότητας ανοικτή να δηλωθεί πάραυτα. Από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε παντρεμένος. Που να πει τον πόνο του; με μια γυναίκα μεγαλύτερη του που δεν την ήθελε.
Αξημέρωτα πήγε κρυφά σ' ένα φιλικό του σπίτι, με το γιο αχώριστοι από μικρά παιδιά. Στην ίδια γειτονιά μεγάλωσαν, τα ίδια παιχνίδια έπαιξαν.
Μέσα του έβραζε ο θυμός για την προσβολή που έπαθε και είχε το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια χάμω. Βρίσκει τη λύση στην σιωπή γιατί τον πνίγει η ντροπή του.
Του δάνεισαν το άλογο τους. Ο Κλέαρχος δεν έχασε λεπτό, καβάλησε το άλογο τράβηξε τα χαλινάρια και ξεκίνησε, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Χύθηκε σαν τον άνεμο καλπάζοντας πέρα από τους λόφους πήδηξε πάνω από μια συστάδα θάμνων και χάθηκε μέσα στη βλάστηση και ανάμεσα στα ελαιόδεντρα. 
Έφθασε στους Μολάους. Αναζήτησε βοήθεια και στήριξη από τον αδελφό της θετής μητέρας του. Με τις γνωριμίες του θείου του, στρατολογήθηκε στις παραστρατιωτικές δυνάμεις της περιοχής, στα τάγματα εθνοφυλακής «ΧΙΤΕΣ». Ο Θείος του ήταν μια περίεργη υπόθεση, ένας δύσκολος άνθρωπος, μερακλής, μόρτης, παθιασμένος με τα κουμπούρια και τους τσαμπουκάδες, γνωστός στην περιοχή με το παρατσούκλι «Τσαχλαμπούρης». Μόνο σε φονικά δεν ήταν μπλεγμένος. Μετέπειτα ο «Τσαχλαμπούρης» έγινε ο νονός του Αλκιβιάδη. Ο Κλέαρχος χειρίζεται κι αυτός σαν τον θείο του με ικανότατα τα όπλα. Γενναίος, υγιής από φυσικού του, πολύ σύντομα τον εμπιστεύθηκαν σε μια ομάδα που στρατοπέδευσε στο ορεινό χωριό της οικογένειας της Ιοκάστης. Το σπίτι του παππού ήταν αρκετά μεγάλο, οι παραστρατιωτικοί επίταξαν ένα μέρος του  μαζί με τα τρόφιμα, τις προμήθειες και μερικά ζώα του. Οι παρακρατικές αυτές οργανώσεις είχαν  στρατιωτική δομή, αντίστοιχη εκπαίδευση και αυστηρή ιεραρχία. Η οργανωμένη δράση τους ασκούσε εξουσία στις περιοχές τους.  
Αργότερα όταν ο εγγονός του, ο Κλέαρχος τζούνιορ τον ρωτούσε τον παππού του. «Τι έκανες στα νιάτα σου παππού». Αυτός του απαντούσε με μία λιγόλογη και αόριστη αναφορά. «Ήμουν σε μια συμμορία αγόρι μου.» 
Η Ιοκάστη τον μάλωνε. «Σιώπα τι είναι αυτά που λες στο παιδί» Και συμπλήρωνε. «Στρατιώτης στο στρατό ξηράς ήταν καρδούλα μου.»
..... Ο επικεφαλής της οργάνωσης έστειλε μήνυμα στους συγγενείς της κοπέλας και τους απείλησαν ότι εάν τολμήσουν να πειράξουν το παλικάρι του δε θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα στα σπίτια τους· όλα θα γκρεμιστούν!
Έστειλαν και υστερόγραφο. Ο γραμματέας της κοινότητας και ο παπάς της ενορίας τους να κινήσουν τάχιστα διαδικασίες ακύρωσης του γάμου αυτοδικαίως ως μηδέποτε γενόμενος: να θεωρηθεί ως  «λευκός» γάμος.... και απείλησαν σοβαρά ότι θα κρεμάσουν το γραμματέα στην πλατεία του χωριού, και τον παπά στο καμπαναριό της εκκλησίας.
 Από τότε κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει. Τις μέρες εκείνες οι αντίπαλες  παρατάξεις  έκαψαν πολλά σπίτια στα χωριά τους. (ανταρτών, χιτών μεταξύ τους).

Click to Open
Klearchos Kai Iokasti
.....

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

Oi Rizes tou... Ap' Tin Paidikotita Stin Efivia!

.....Ι..... "Ιοκάστη" ........ Η ΜΗΤΕΡΑ του....
Μία σούπερ ηρωίδα που φρόντιζε πάντα για την οικογένεια της...... Βάζοντας τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα......... και στη ζωή της η επιλογή της ήταν έντονα μονογαμική. 
«Η μονογαμία δεν είναι ούτε γενετική προδιάθεση, ούτε κοινωνική σύμβαση. Είναι επιλογή» 
 ΙΙ......"Κλέαρχος".... Ο Πατέρας του........... 
«Η μονογαμία δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό μας. Αν ήταν, θα είχαμε στύση μόνο όταν βρίσκαμε το μονογαμικό μας ταίρι.» 
ΙΙΙ.... "Αλκιβιάδης".... «απ' την παιδικότητα στην εφηβεία!.»

...Τα χελιδόνια της φωτιάς θάλασσες και αν περνούνε του ριζωμού τα χώματα ποτέ δεν λησμονούνε.
Οι αναμνήσεις μου είναι μέρος της ιστορίας, της οικογένειας μου. Προσπαθώ να τις σώσω σαν ανάμνηση τουλάχιστον, υπακούοντας στην προτροπή του ποιητή:
«Τούτο μόνο να ξέρεις
ότι σώσεις μες στην αστραπή
καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει
και θα διαρκέσει σε χρόνους τακτούς,  όσους η γνώση ορίζει…»
....Τα χρόνια περνάνε και στο διάβα τους, σαν ορμητικά ποτάμια παρασύρουν οτιδήποτε εμείς οι άνθρωποι αφήνουμε να παρασυρθεί.. Άτιμο πράγμα η νοσταλγία. Ο τόπος που ο άνθρωπος είδε το πρώτο φως της ημέρας κι έζησε τα παιδικά του χρόνια είναι αρκετά ριζωμένος μέσα του. Λένε ότι στα πρώτα παιδικά μας χρόνια αποθηκεύονται περισσότερες εικόνες από όσες στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας. Ακόμη λένε ότι τα παιδικά μας χρόνια είναι η πατρίδα μας. Το «άλγος του νόστου», η νοσταλγία, δηλαδή η οδύνη που γεννιέται από την ακατανίκητη επιθυμία για επιστροφή σε έναν παραδείσιο γενέθλιο τόπο. Τον δέκατο έβδομο αιώνα η νοσταλγία του γενέθλιου τόπου θεωρείτο μια ήπια μορφή ψυχικής ασθένειας, μια μορφή μελαγχολίας η οποία, όπως πίστευαν, μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο. 
Ο νόστος για το παρελθόν του Αλκιβιάδη του ξυπνά μια δίψα στο μυαλό του που εξωραΐζει, λειάνει γωνίες και πολλές φορές μπορεί να δημιουργήσει μια όχι αντιπροσωπευτική εικόνα όσων νομίζει ότι θυμάται. Χτυπά, δίχως διάκριση, το μυαλό και την καρδιά του για κάτι που έχασε, αλλά ποτέ δεν ξέχασε. Αφουγκράζεται και νοσταλγεί τόπους, χρώματα, τον αέρα που πρώτο-ανάσανε και την παιδική ζωή που έζησε στις βουνοπλαγιές τις μυρωμένες από θυμάρι και καψαλισμένα αγκάθια.
Βλέποντας αναδρομικά ήταν φανερό ότι όλα τα σκέπαζε μια χρυσή βροχή από αναμνήσεις που έρχονται να ταράξουν τα στάσιμα νερά της λήθης.
Λες και ήταν χθες.
Δεν ήταν βέβαια.
Θυμήθηκε μια ιστορία που του ‘χε πει κάποτε ο γέρος πάππους του, που παραπονιόταν πως η ζωή του ήταν τόσο σύντομη που του φαινόταν ότι μόλις μια μέρα πριν ήταν παιδί. Ο γέρος του είχε πει. «Θυμάμαι τα καινούργια παπούτσια που φόρεσα όταν ήμουν δέκα χρονών. Μου φαίνεται σα να ‘ταν χθες. Που πήγε ο χρόνος;» Ο χρόνος συνεχίζοντας το αιώνιο και ακούραστο ταξίδι του μας αφήνει πίσω του να ζούμε με τις νοσταλγικές αναμνήσεις μας.
Η κάθε αναδρομή σε ότι βρίσκεται θαμμένο στους απέραντους κάμπους του χρόνου, είναι συγκινητική και οι μνήμες αυτές δεν πρέπει να φθείρονται, αλλά να διατηρούν την ομορφιά και την αξία των χρόνων εκείνων. Τότε που παιδιά αμέριμνα και ξυπόλητα, ξέγνοιαστα και πεινασμένα γυρνούσαν στις γειτονιές, στους δρόμους και στα χωράφια, χωρίς τους φόβους και του κινδύνους. Τότε, που τα χρόνια ήταν τόσο πλούσια σε... φτώχεια.
Έχει περάσει καιρός από τότε. Πολύς καιρός, από τα δύσκολα χρόνια, τα χρόνια της μετανάστευσης που οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου, σαν τα πουλιά σκορπίσανε και χαθήκανε στους ορίζοντες των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας. Τι τους έβγαζε από τον τόπο τους, δεν ήταν και δύσκολο να το μαντέψεις.
..... Ο Αλκιβιάδης σκαλίζει τη μνήμη του και ανασύρει εικόνες φορτωμένες με απέραντη νοσταλγία, που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν έχουν φύγει από την καρδιά και το μυαλό του. Είναι μερικές φορές που αναζητά να βγάλει μέχρι και τις τελευταίες σταγόνες της θύμησης. Να τις αποθέσει στο λευκό χαρτί εμπρός του να ξανά-φυτρώσουν. 
«Κουνάει» το μυαλό του και του ζητάει να διαλέξει στα τυφλά μια ιστορία να σας πει, από αυτές που έζησε με υλικά από τη ζωή του αλλά και από τις ζωές των άλλων γύρω του. Ίσως ο καθένας ναι βγάλει κάποιο δικό του νόημα απ' αυτήν και να διαβάσει και κάτι και από τη δικιά του ζωή σ' αυτήν.
Ένα στρώμα ομίχλης, μια λευκή κουρτίνα καλύπτει τις αναμνήσεις. Έπειτα λες και φύσηξε το βοριαδάκι που διώχνει την ομίχλη, η ατμόσφαιρα καθαρίζει και βγαίνουν στο σεργιάνι οι μορφές απ' τα πολύχρωμα απόνερα των αναμνήσεων. Θυμάται τις φτωχικές γειτονιές που μεγάλωσε. Σαν αυτές που βλέπουμε σήμερα στις παλιές μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες. Μπορεί η ανάγκη επιβίωσης να μετατρεπόταν σε πρωτεύουσα προτεραιότητα, άλλα η αλληλεγγύη των ανθρώπων μέσα στην ανέχεια, ο έρωτας, η φιλία, και η επιθυμία της σεξουαλικότητας διατηρούσαν προνομιακό πεδίο επαφής ανάμεσα στα μέλη που απάρτιζαν τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο της γειτονιάς.
Συχνά το μυαλό όλων μας γυρίζει στο τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας -πολύ κοινότυπη έκφραση και νομίζω ότι θα παρεξηγηθώ. Ας το θέσω διαφορετικά. Από τότε που αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τη ζωή μας. Το μυαλό μας λοιπόν γυρίζει στους παλιούς καιρούς και ιδιαίτερα σε στιγμές που οι σχέσεις ήταν γεμάτες πάθος και αξέχαστες ερωτικές στιγμές και οι οποίες έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένες στις μνήμες. Ο Αλκιβιάδης δεν ξέρει γιατί, αλλά οι μνήμες οι γεμάτες νοσταλγία του θυμίζουν το τέλος του καλοκαιριού και όταν πέσουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής που αναδύεται μια μοναδική μυρωδιά. Έτσι και οι αναμνήσεις του αναδύουν τα πρώιμα παιδικά και νεανικά του χρόνια και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και προσπαθεί να ιστορήσει παραστάσεις που βίωσε τα χρόνια εκείνα με έμφαση τις ερωτικές σχέσεις, τα σαρκικά πάθη και τις σεξουαλικές επιθυμίες του μικρόκοσμου στο περιβάλλον όπου μεγάλωσε και ανδρώθηκε κι αυτά που τον επηρέασαν στα πρώτα του ερωτικά βήματα.
.........Το μυαλό του ξεκινάει ένα ταξίδι των αναμνήσεων με αφετηρία που ξεκινά από τις ρίζες του και τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του και τερματικό σταθμό στο σήμερα στην ηλικία των εξήντα δυο του χρόνων τώρα στη μεγαλούπολη.  Ο νους πηγαίνει πίσω, σε ανύποπτα παιδικά χρόνια αθωότητας. και με νοσταλγία αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές των παιδικών του χρόνων στο αγαπημένο χωριό του σοφού παππού του από την μητέρα του. Ήταν πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια, που τα καλοκαιρινά απογεύματα οι δυο τους είχαν ατέλειωτες ώρες συζητήσεων και ξεγνοιασιάς, εκεί, στην  δυσπρόσιτη μα και μαγευτική περιοχή του Ζάρακα, τα Καρήκια που διατηρούσε η οικογένεια τα μαντριά της.  Να του διηγείται όπως κανένας άλλος την ιστορία του έθνους, να την ερμηνεύει, να την εξηγεί, να εμβαθύνει στις αντιθέσεις, με μια οπτική διασύνδεσης ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Πόσο του έλειπαν οι συζητήσεις τους αυτές, που τότε ευαίσθητος, παρατηρητικός, ρουφούσε τα πάντα γύρω του σαν σφουγγάρι, ακόμα και σήμερα που και ο ίδιος είναι πια παππούς, και προσπαθει αυτή τη μοναδική σχέση που είχε μαζί του να την αποκτήσει και ίδιος με τα μικρά εγγόνια του.
...Ο Παππούς ο πατέρας της μητέρας του ήταν ένας αυτό-απασχολούμενος, αγρότης-κτηνοτρόφος αγωνιστής από τα ορεινά χωριά του Πάρνωνα που για την πατριωτική του στάση που τήρησε η οικογένεια του στην αντίσταση οι Χίτες του παρακράτους κατέστρεψαν όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, με το πλιάτσικο και τη φωτιά. Ένας πραγματικός, ρομαντικός χωρικός του Ζάρακα, με αραιή γενειάδα, αρβανίτικη προφορά, βλέμμα γαλήνιο και μια ζεστή γλυκύτητα να φωτίζει τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τον άκουγε με προσοχή και ανοιχτό το στόμα που χαιρόταν να αναπολεί και να αφηγείται τις ιστορίες του, με τις μνήμες και τα βιώματα του από το μικρασιατικό πόλεμο.
Πολέμησε στη πρώτη γραμμή στη μάχη του Σαγγάριου ποταμού, πολέμησε μέχρι τέλους. Η συνέχεια είναι λίγο ή πολύ γνωστή. Το χίλια εννιακόσια είκοσι δυο ακολούθησε πορεία υποχώρησης με μία φάλαγγα, αυτή υπό τον συνταγματάρχη Γαρδίκα κατάφερε να διαφύγει την αιχμαλωσία. Οι άλλες  φάλαγγες αιχμαλωτίσθηκαν από τον εχθρό. Πώς να ξεχάσει όμως εκείνη τη φοβερή χρόνια του 1922, τον Αύγουστο εκείνο. Ο παππούς πολέμησε κι έζησε την υποχώρηση, τη θύελλα, την οδυνηρή πραγματικότητα. Την τραγωδία του ξεριζωμού με κορύφωση την καταστροφή της Σμύρνης πλάκα βαριά στην καρδιά του κάθε Έλληνα, αδιάφορο αν κατοικούσε από πριν στη Μητροπολιτική Ελλάδα ή αν έφτασε εξόριστος κι εξουθενωμένος απ τη Μικρασία. Τίποτα δεν έμεινε στην Ανατολή, που να μην έγινε στάχτη. Αίμα πολύ κοκκίνισε τα ποτάμια.
Τόσες και τόσες φορές του είχε μιλήσει για τους «ξένους» που πάντα φρόντιζαν για το «καλό» τούτου του τόπου, με σκοπό το αιματοκύλισμα του λαού. Του μιλούσε για τις χαμένες πατρίδες, εκεί που χάθηκαν και οι φίλοι του όταν ξεπουλήθηκε ο ελληνικός στρατός από τους πατριώτες που μας κυβερνούσαν, όπως έλεγε με πόνο και θυμό. Και οι «φίλοι», οι σύμμαχοι, που εξαγόραζαν συνειδήσεις και με κάθε ευκαιρία έσπερναν το θάνατο, την πείνα και την εξαθλίωση… «Και όχι μόνο σε μας, σταυραετέ μου! Και όχι μόνο σε μας! Μόνο που εμείς ξέρουμε ότι του Έλληνα ο σβέρκος δεν ανέχεται για πολύ τον ντορβά. Το έχει αποδείξει η ιστορία μας…»
Ο παππούς, όπου έμπαινε, γέμιζε ίσκιο ο τόπος. Είχε πολλά πνευματικά χαρίσματα αλλά ήταν μερικές στιγμές που δυσκολευόταν να αρθρώσει, να βρει λέξεις να καλύψουν όλα όσα θα ήθελε να πει. Με τις αναρχικές ιδέες του που αντλήθηκαν από τις εμπειρίες του. Να ηχούν στα αφτιά του Αλκιβιάδη. Να του ζητά να μην φοβάται, να παραβεί τα όρια, της κατεστημένης τάξης στη κοινωνία όταν οι επαναστατημένοι νέοι θέλουν να την ανατρέψουν, να γίνει παρέα με ανθρώπους που μάθανε να ζουν τη ζωή και όχι να τη χαζεύουν ζηλεύοντας όλους τους άλλους που τη ζουν! 
Να γνωρίζεις γιε μου! Αν κάποτε ο άνθρωπος έμοιαζε αλυσοδεμένος στα δεσμά της μοίρας και των ουράνιων σωμάτων πλέον αυτό το ρόλο τον έχουν πάρει εξίσου μαγεμένες δυνάμεις. Αν παρατηρήσουμε την ιστορία πάντα υπήρχε ένα μαγεμένο αντικείμενο του οποίου η άξια χρήσης ήταν ως κατώφλι μεταξύ του ιερού και του πραγματικού κόσμου. Αυτό μπορεί να ήταν το στέμμα, ο θρόνος η ένα στεφάνι. Το πρόσωπο είναι φθαρτό. Όπως κάποτε ο θεός ήταν κριτής της ανθρωπινής μοίρας πλέον οι αγορές ως εξίσου οι νέες θεότητες παίρνουν εγκάρδια αυτό το ρόλο ως αφηρημένες και υπερβατικές οντότητες.
Ωστόσο, όσο μιλούσε, τόσο ξεχνιόταν και το βλέμμα ξαστέρωνε, τόσο το πρόσωπο του έπαιρνε ένα παράξενο φως. Ήταν, σαν να ξαναζούσε τις αναμνήσεις του! Του διηγείται ιστορίες από την ίδια του τη ζωή και οι μνήμες του, αντιπροσωπεύουν τη συναισθηματική νοημοσύνη του κόσμου που γνώρισε, την εποχή ακόμα που οι άνθρωποι κουβέντιαζαν μεταξύ τους και κουβέντιαζαν πολύ.
«Να το ξέρεις» του έλεγε «Σε όλα τα μέρη τα πάθη είναι τα ίδια. Σε όλα τα μέρη οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες επιθυμίες, τις ίδιες αξίες και τις ίδιες διαχρονικές αγωνίες. Πιθανώς πραγματοποιούνται ή εφαρμόζονται με διαφορετικούς τρόπους, αλλά οι αξίες είναι ίδιες. Τελικά μπορεί οι άνθρωποι να διαφέρουν σε φυσικά χαρακτηριστικά από μέρος σε μέρος, αλλά είναι ίδιοι και απαράλλαχτοι ως προς τα πάθη, τις επιθυμίες, κ' αυτή τη σχέση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Γιατί αυτό που μας γοητεύει είναι μια ζωή χωρίς σύνορα. Αλλά στη ζωή κάθε σύνορο που περνάμε δημιουργεί το νέο σύνορο… Και έτσι συνεχίζουμε το ταξίδι… με την ίδια την ψυχή μας, την ψυχή του ανθρώπου, που καταπίνει την πίκρα κι αποζητά τη χαρά. Αν δεν ξεχνούσε ο άνθρωπος, γιε μου δεν θα υπήρχε!».
«Και όλα τα μουνιά είναι ωραία,γιε μου! Με τρίχες ή χωρίς, με σημάδια ή όχι, μικρά, μεγάλα, όπως και να΄ναι. Αν τα ποτίζεις σωστά.» Τον συμβούλευε στην εφηβεία του.
Πολλές φορές το σκερτσόζικο ακαταμάχητο χιούμορ του, με το χαριτωμένο, γεμάτο γκριμάτσες πρόσωπο του τον έστελνε.
Αν και ποτέ δεν αισθάνθηκε ούτε πολύ κοντά στις ιδέες του αναρχισμού ούτε όμως και πολύ μακριά, κάτι μέσα του του έλεγε και του λέει ακόμη. «Να μάθεις να διαβάζεις τι κρύβεται πίσω απ’ αυτά που σου λένε οι άνθρωποι, αλλά και τα βιβλία…» τον συμβούλευε.
Να μην αδικήσει την γιαγιά.  Μια νεαρή επαναστάτρια, ψηλή, στητή σαν κυπαρίσσι με αρχοντική θωριά. Μια γυναίκα λεβέντισσα, μια γυναίκα αρχόντισσα, ένα καθαρό μυαλό  που ατένιζε και ζούσε τη ζωή περήφανα, αγέρωχα. Ήταν αγράμματη, δεν είχε πάει καθόλου στο σχολείο, μα είχε τη σοφία των ανθρώπων που ζυμώνονται στον αγώνα της ζωής. Πλούσια δεν ήταν, μα είχε πλούτο ψυχικό, γεμάτη αγάπη για τους ανθρώπους, κι αυτό φαινόταν στα μάτια της, το έδειχναν τα έργα της.
Η γιαγιά του αυτή είχε μια ιδιαιτερότητα. Σε μια από τις διαδρομές της από τα Καρίκια στη Ρειχιά που ήταν στο μήνα της για να τεκνοποιήσει από ημέρα σε ημέρα δεν καθόταν στο σπίτι της. Την έπιασαν οι πόνοι στο μονοπάτι όταν έφτασε στη θέση στη «Ράχη του Μίνι», και γέννησε καταμεσής του μουλαρόδρομου τα  δίδυμα παιδιά της μονάχη της χωρίς ανθρώπου βοήθεια, έκοψε μονάχη της τους ομφάλιους λώρους, τα πήρε στην ποδιά της και έφτασε στο χωριό  διανύοντας μια απόσταση  έξι χιλιομέτρων περίπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι και εκεί που έφτασε δεν την περίμεναν γιατροί και νοσοκόμοι, αλλά οι γειτόνισσες με τα πρακτικά βοηθήματα για την ίδια και τα νεογέννητα. 
Τi άλλο από γενναιότητα ήταν αυτή η περίπτωση αυτής της αγρότο-κτηνοτρόφισσας του Ζάρακα; 
Αυτής της σκληροτράχηλης λεβεντομάνας που αγωνιστές ανάθρεψε με τον ιδρώτα και με το αίμα της. Έζησε και αποδήμησε πλήρης ημερών στα εκατό της έτη.
........ Αναζητώντας σήμερα τις διαδρομές της ζωής, του περασμένου που αφήνει σημάδια, ίχνη, ραμμένες κλωστές στο  υφαντό της συνείδησης ο Αλκιβιάδης, ανατρέχει στο παρελθόν, νοιώθει μια ατομική και συλλογική συνειδητοποίηση της αναζήτησης της ρίζας του. Όπως συμβαίνει με τα δέντρα, δεν μπορεί κανείς να ανυψωθεί προς το φως, χωρίς να βυθίζει τις ρίζες του βαθιά στο χώμα. Η αναζήτηση της ρίζας παίρνει γι αυτόν την μορφή της πατρίδας  που εμπεριέχει τους πρόγονους του και οι ρίζες τους απλώνονται, διακλαδώνονται στην καταγωγή του. Η πατρική γη δίνει τόπο στις ρίζες των αναμνήσεών του, στις πιο βαθιές του, ανάγκες, σωματικές και πνευματικές. Το να μην έχεις πατρίδα ή το να ξεριζώνεσαι, όπως συνηθίζουμε να λέμε, είναι μια από τις πιο βίαιες πράξεις που μπορεί κανείς να δεχτεί. Δεν είναι τόσο εύκολο να ξεριζωθούν οι άνθρωποι. Ακόμη κι αν κάποιος γκρέμισε συθέμελα το σπίτι και τη γειτονιά των παιδικών σου αναμνήσεων, εκείνα στέκονται ανέπαφα στην ψυχή του ξεριζωμένου και κληρονομούνται ως τραύμα, αλλά και ως παρηγοριά, ως σταθερό σημείο.
«Μόχθων δ’ ουκ άλλος ύπερθεν ή γας πατρίας στέρεσθαι» (Δεν υπάρχει χειρότερος πόνος από τη στέρηση της πατρικής γης) γράφει ο Ευριπίδης στη «Μήδεια».
. .....Το γενεαλογικό δέντρο του του Αλκιβιάδη από την πλευρά του πατέρα του είναι ασαφές. Τον παππού του, (τον πατέρα του πατέρα του,) δεν τον γνώρισε είχε φύγει πολύ νέος από τη ζωή. Ονομαζόταν Θεόδωρος και είχε καταγωγή από από την κοινότητα  Άγιος Μάμας του Δημοτικού Διαμερίσματος Ελίκας, κοντά στη Μονεμβασιά, που ανήκει στον ευρύτερο Δήμο Βοιών Λακωνίας. Σύμφωνα με ιστορικές προφορικής παράδοσης διηγήσεις και φήμες ως πηγές πληροφοριών για τις οικογενειακές τους ρίζες, οι πληροφορίες τον Αλκιβιάδη τον οδηγούν στο μακρινό παρελθόν, στα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο.
Ακολουθώντας ο  Αλκιβιάδης το νήμα της οικογενειακής ιστορίας που ξετυλίγεται από τον ένα σταθμό στον άλλο αποκαλύπτει την ιστορική διαδρομή οικογένειας. Η αφήγηση για ξαδέρφια που ξενιτεύτηκαν, για  θείους με συναρπαστικές ιστορίες και άλλα πολλά, γρήγορα η απλή περιέργεια για τις ρίζες του, το ιστορικό της οικογένειάς του, εξελίχθηκε σε κανονικό χόμπι. Ώρες επί ωρών κατανάλωνε μετά τη δουλειά για τη συμπλήρωση, ψηφίδα-ψηφίδα, του γενεαλογικού του δέντρου και σημερα μιλάει για τις ρίζες του, και την ανάγκη του για επιστροφή στο παρελθόν,
...... *** Η οικογένεια  του πατέρα σε βάθος χρόνων είχε καταγωγή από το παραδοσιακό χωριό Λιασίνοβα της Καρδαμύλης στη Δυτική Μάνη, όπου και το 1956 μετονομάστηκε σε Προσήλιο και όπως μαρτυρά και το όνομά του, είναι ένα ηλιόλουστο χωριό σχεδόν όλο το χρόνο, και η οικογένεια ονομάζονταν «Μαστρογιανναίοι.» Εκεί ζούσαν άνθρωποι περήφανοι, που ήξεραν να κάνουν το δηλητήριο της ζωής φάρμακο, άνθρωποι θυμόσοφοι, που αποδείκνυαν την αγάπη στα δύσκολα, άνθρωποι συνετοί και δίκαιοι ή υπερόπτες είναι μονάχα μερικοί από τους χαρακτήρες που οι ζωές τους, μικρά ξεχωριστά ποτάμια, κυλούν ορμητικά σε πάθη, έρωτες, πλάνες, δεινά, προσδοκίες, συγκρούσεις, μέσα στη δίνη ιστορικών και πολιτικών γεγονότων στα τέλη του 17ου αιώνα. H οικογένεια σύμφωνα με την παράδοση είχε σλάβικο αίμα και πέντε παιδιά. Τέσσερα αγόρια και μία κόρη. Μια φορά πήγε η κόρη να δει τα βόδια που έβοσκαν στο λιβάδι τους και την ενόχλησε ένας συγχωριανός της κάτι που οι δικοί της το θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα και τους χαρακτήρες που αποτυπώνουν την εποχή τους. Έριξαν κλήρο για το ποιος θα ξεπλύνει τη ντροπή απ αυτόν που προσέβαλε την υπόληψη της οικογένειας. Κι ο κλήρος επιτέλεσε το χρέος του! Δεν μπορούσε όμως να μείνει στο χωριό, έφυγε,  από τα μέρη της Δυτικής Μάνης προς τα ανατολικά της Μάνης στα χωριά του Ταΰγετου πάνω από το Γύθειο! Εκεί ρίζωσε έγινε ποιμένας απέκτησε μαντριά και αιγοπρόβατα και παντρεύτηκε. Ήταν σκληροτράχηλος άνδρας, μεγαλόσωμος, γεροδεμένος. Στον καινούργιο του τόπο που ρίζωσε λόγω του μεγάλου όγκου της σωματοδομής του και της σλαβικής καταγωγής του, τον αποκαλούσαν με το σλαβικό προσωνύμιο «Στούμπο», που σημαίνει ακατέργαστη μεγάλη πέτρα (κοτρόνα). Το οποίο προσωνύμιο έμεινε και επωνυμία. Κάποιος απόγονος πιθανόν παιδί του ήταν υπερβολικά γεροδεμένος, ρωμαλέος. Είχε σηκώσει στους ώμους του ένα γαϊδούρι φορτωμένο και το μετέφερε εκατό μέτρα με το φορτίο του.. Η πρώτη γραπτή ύπαρξη της οικογένειας Στούμπου στην περιοχή είναι του έτους 1754. Σε έγγραφο του μοναστηρίου της Γόλας ο Γεώργιος Κονίδης υπογράφει ως μάρτυρας μαζί με τον Στρατήγη Στούμπο και τον Δημητράκη Κροτάκη απόδειξη δανεισμού χρημάτων από τους καλόγερους του μοναστηρίου.  Ο Στρατήγης ήταν άνδρας υπερβολικά γεροδεμένος, ρωμαλέος. Κάποτε είχε σηκώσει στους ώμους του ένα γαϊδούρι μαζί με το φορτίου του και το μετέφερε εκατό μέτρα.
Στη συνέχεια ιστορίες και δρώμενα  που βρίσκονται θαμμένα οικογενειακά ίχνη του παρελθόντος μιλούσαν για έναν περιπλανώμενο νεαρό εργάτη της γης από τα μέρη του Ταϋγέτου που αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, εμφανίστηκε στο Φοινίκη και στην ευρύτερη περιοχή της Ελίκας. Ήταν καλοφτιαγμένος, το κορμί του έχει δουλευτεί σκληρά στους αγρούς και το μυαλό και η καρδιά του έσφυζαν από ζωή και θέληση. Η φήμη ότι ήταν μεγάλος γυναικάς μάλλον δεν ήταν ένας διαδεδομένος μύθος όταν έκλεψε μια κοπέλα της περιοχής και την μετέφερε σε σπήλαιο που ίσως ήταν το καταφύγιο του τον πρώτο καιρό για να της δείξει τα κυνηγετικά του τρόπαια, κι έπειτα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.  Αυτές είναι του Αλκιβιάδη οι πρώτες εξακριβωμένες ρίζες. Ο πάππους του Αλκιβιάδη γεννήθηκε το 1904 στο Άγιο Μάμα της Ελίκας. Ήταν ο μικρότερος από τα τρία παιδιά της οικογένειας.  Καθώς ήταν ψηλός, επιβλητικός και με λεβέντικη κορμοστασιά ήταν ένα απ’ τα πιο περιζήτητα παλληκάρια του περιοχής. Αναζητώντας εργασία βρέθηκε στον οικισμό Μπουμπουτσέλια στην περιοχή της Μονεμβάσιας και ασχολήθηκε με γεωργικές εργασίες στα κτήματα ενός κτηματία που είχε πέντε κόρες κι έβγαζε το μεροκάματο του. Γρήγορα κατέληξε να έχει δεσμό με τη μια κόρη του κτηματία την πραγματική γιαγιά του Αλκιβιάδη (την Ζαφείρω) και τον ανάγκασαν να την παντρευτεί -και παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο. Εκείνη ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, εκείνος είκοσι. Απέκτησε μαζί της δυο αγόρια, το 1924 τον μεγαλύτερο αδελφό του Κλέαρχου και το 1928 τον Κλέαρχο.
H μητέρα του Κλέαρχου (η γιαγιά Ζαφειρούλα) ήταν φιλάσθενη γυναίκα με εύθραυστη κι επισφαλή υγεία και ο γάμος της έγινε αμέσως άλλη μία αιτία στεναχώριας. Ο γάμος τους εξ άλλου δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένος, τα πράγματα μέρα με τη μέρα γίνονταν όλο και πιο δυσάρεστα στη σχέση τους αφήνοντας τα σημάδια ότι ο γάμος τους έχει ήδη καταστραφεί. Πολύ σύντομα μετά το γάμο, τους ο παππούς απέκτησε ερωτική σχέση με μια νεαρή γειτόνισσα τους με συγγένεια εκ πλαγίου (παιδί ξαδέρφου) με την σύζυγο του τη Ζαφείρω. Η Ζαφείρω το έμαθε έγινε έξαλλη ξεσπούσε συχνά σε κλάματα, ενώ έλεγε ότι ποτέ πια δεν θα ξανανιώσει ευτυχισμένη. Ήταν πλέον αδύνατο για τη Ζαφείρω να προσποιείται ότι δεν ήξερε ότι ο άντρας της συναντούσε συχνά την ανιψιά της ιδιαιτέρως. Και ο γάμος της άρχισε να καταρρέει. Μολονότι έκανε ότι μπορούσε για να τον ευχαριστήσει, ο παππούς «είχε συνεχώς παράπονα, φώναζε και κραύγαζε,» ενώ την ταπείνωνε συχνά αποκαλώντας την «ηλίθια» και άλλα τέτοια, μπροστά στους φίλους του. Η δύσκολη αυτή κατάσταση συνεχίστηκε και το 1931 ο παππούς εγκατέλειψε την Ζαφείρω και τα δυο μικρά του αγόρια και κατέφυγε προς τα μέρη της Καλαμάτας αντάμα με τον νέο έρωτα του για το φόβο αντιποίνων απ' τους αδελφούς της νέας συντρόφου του. Τα αδέλφια της κοπέλας, απειλούσαν ότι θα σφάξουν την αδελφή τους που τους ντρόπιασε στο χωριό με τα καμώματα της, όταν κλέφτηκε με τον γείτονα τους  αφήνοντας πίσω τους μια μητέρα (τη θεία της) με δυο μικρά παιδιά ορφανά! Που σημαίνει πως την εποχή εκείνη σε τέτοια θέματα οι συγγενείς δεν αστειεύονταν.
Η γιαγιά η Ζαφείρω δεν είχε γερή κράση, ήταν εύθραυστη και ευάλωτη και από τη στιγμή που την εγκατέλειψε ο σύζυγος της αντί να παλέψει με νύχια και με δόντια να ζήσει με τα  δύο της παιδιά, της φτώχειας τα βάσανα και ο καημός μαράζωσαν τη ψυχή της. Σαν να έσερνε βασανιστικά αργά τα κουρασμένα της βήματα πάνω σε μια ατέλειωτη ανηφοριά. Το κορμί της ταλαιπωρημένο ερείπωνε, η λογική την είχε εγκαταλείψει αφήνοντας μόνη την τρομαγμένη ψυχή. Η χολή που κατάπιε της δηλητηρίασε το μυαλό κι έφτασε να κάνει φριχτές σκέψεις που τρόμαξε με τον ίδιο εαυτό της. Οι κακές οι σκέψεις της σφυρηλατούσαν το μυαλό τα βράδια. «Θεέ μου, βοήθησε μας. Είναι άδικο.» Ο πόνος της δεν περνάει ούτε από τις μεγάλες δαγκωματιές στο μαξιλάρι. Το ουρλιαχτό μπορεί να μην ακούγεται στους δρόμους του χωριού, αλλά τη χτυπάει μέσα της πολύ πιο δυνατά, πολύ πιο έντονα.. Οι μέρες διαδέχονταν η μια την άλλη ολόιδιες με τον ίδιο πόνο στα σωθικά με τους ίδιους κακούς οιωνούς να της θαμπώνουν τα μάτια. Πέρασε άγρυπνες νύχτες να σκέφτεται τα ιδία και τα ιδία, προσπαθώντας να δώσει κουράγιο και δυνάμεις στον εαυτό της. Μα η φωτιά έκαιγε τα σπλάχνα της, απ' τον καημό. Βαλάντωνε, κλονίστηκε η υγεία της δείχνει σημάδια ψυχολογικής παραίτησης. Τι να κάνει, και πώς να πορέψει η δόλια γυναίκα τις ανάγκες της φαμίλιας τώρα χωρίς την στήριξη του άντρα, με δυο ορφανά στην αγκαλιά. Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες στη σωματική και στην ψυχική της υγεία. Άφησε την ύπαρξη της να τυλιχτεί σε μαύρο νυφικό, τη καρδιά της στα χέρια μοίρας, και η ψυχή της αναζητούσε να προσελκύσει τη συμπόνια του Θεού. Η αποτυχία του γάμου της δυσβάσταχτη και δυστυχώς γρήγορα και επώδυνα έγραψε τον επίλογο ο θάνατος. Η ψυχή της είχε ακόμη κι΄ αυτή να χλομιάσει και ο θάνατός της έμοιαζε με αυτοκτονία. Αναζήτησε το θάνατο, τον γεννήτορα της ησυχίας, που παύει νόσους, πόνους, οδύνες. Μια φορά μόνο έρχεται στους ανθρώπους, κανείς δεν τον είδε δυο φορές.
Η γιαγιά Ζαφείρω δραπέτευσε από τη ζωή και κρύφτηκε μέσα σε έναν τάφο. Πέθανε από συγγενή καρδιακή ανεπάρκεια σε ηλικία μόλις τριάντα πέντε ετών. Το 1935. Ίσως, ίσως αυτό αποζητούσε στην ακμαία ηλικία της. Με τη ψυχή της εξαντλημένη δυσκολευόταν να βρει γαλήνη σε αυτόν τον σκοτεινό, μπερδεμένο και δυσχερή κόσμο. Να βρει γαλήνη στην ήδη φουρτουνιασμένη ψυχή της. Να βρει ανάπαυση από τις πίκρες το στραγγισμένο της σώμα που αδιάκοπα ταλαιπωρούσε για να τα καταφέρουν να ζήσουν. Ο νους, σαν τον στομώνει ο πόνος, τέρψεις δε γυρεύει, το θάνατο γυρεύει.
Έναν Γολγοθά ανεβαίνουν τα μικρά παιδιά, από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Ο πατέρας τους έχει εξαφανιστεί και η ταλαιπωρημένη μητέρα τους πέθανε απ τον καημό της. 
Ο Κλέαρχος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο σπίτι της οικογένειας της μητέρας του στα Μπουμπουτσέλια, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του μέχρι το θάνατο της μητέρας τους. Μετά τη φυγή του πατέρα τους, αναγκάστηκαν να ζήσουν ακραία φτωχικά και δύσκολα χρόνια.
Ο παππούς του Αλκιβιάδη μετά το θάνατο της γιαγιάς Ζαφείρω, γύρισε  και πάλι στο χωριό όταν και οι αντιδράσεις είχαν απλώς κάπως καταλαγιάσει. Παντρεύτηκε επίσημα τον έρωτα του, την Διαμάντω. Αποδείχθηκε πιστός σύζυγος, και πολύ αφοσιωμένος στην νέα οικογένεια του. Απέκτησαν πέντε παιδιά, ετεροθαλή αδέλφια του Κλέαρχου. Τρία κορίτσια και δυο αγόρια. 
Στην περίοδο της Γερμανικής κατοχή, προσεβλήθη από φυματίωση. Η αρρώστια τον πλημμύρισε στα πνευμόνια του όπως η κατσιφάρα που κατεβαίνει πυκνή και σκεπάζει τις πλαγιές και μπαίνει στα στενά του χωριού του και τυλίγεται γύρω τους...
Ακούραστα αργά αλλά με σταθερό ρυθμό και το κακό είχε ήδη προχωρήσει μέσα του. Δεν υπάρχει γιατρικό τίποτα δεν μπορεί να γίνει πια. Η γιαγιά Διαμάντω ήταν η μόνη που τον φρόντιζε σ' ένα απομονωμένο παλιό χαμόσπιτο που βρισκόταν σε μια απόμακρη θέση του οικισμού, έως τον θάνατο του το 1942. Απεβίωσε στα τριάντα οκτώ του χρόνια, αφήνοντας χήρα τη νέα του σύζυγο και επτά παιδιά ορφανά, (το ένα στην αγκαλιά της μάνας) που έμειναν στους δρόμους. 
Στη διάρκεια της νοσηλείας του η γιαγιά Διαμάντω ένοιωσε ταυτόχρονα στο πετσί της και τον κοινωνικό ρατσισμό λόγω της επαφής της με τον νοσούντα σύζυγο της. Δεν παραπονιόταν. «Ο κόσμος δουλειά δεν έχει, με τους άλλους ασχολείται. Τα στόματα του κόσμου έλεγε, δεν είναι τσουβάλια να τα ράψεις.» Μέχρι που πούλησε το καλύτερο τους αγρόκτημα να συνδράμει στην αποκατάσταση της υγείας του και προσευχόταν με υπομονή κάθε μέρα και παρακαλούσε το Θεό να είναι πάντα δίπλα τους.
Σκηνές αρχαίας τραγωδίας της μάνας και των ανηλίκων παιδιών η ζωή.... που γίνεται μαρτύριο. Τ' αδέλφια της Διαμάντω έχοντας εκφράσει την οργισμένη αντίθεσή τους δεν δέχονται την επιλογή της αδελφής τους. Ακόμα και όταν είχε παντρευτεί, η ρετσινιά δεν βγήκε ποτέ από πάνω τους, ο σύζυγος της δεν ήταν ένα πρόσωπο αποδοχής τους.... Δεν της συμπαραστέκονται στα προβλήματα της, δεν δείχνουν καμία στοργή, ίχνος συμπόνιας και συγχώρεσης για την επιλογή της. Ήταν και οι καιροί δύσκολοι που αγρίευαν την καρδιά των ανθρώπων και στέγνωναν την αγάπη. Σαν Φτερό στον άνεμο η μάνα αυτή σίγουρα ήταν αληθινή ηρωίδα που έπρεπε να παλέψει, να αγωνιστεί σκληρά για να συνεχίσουν τη ζωή τους. 
Είναι περίοδος της κατοχής ακόμη στην Ελλάδα. Φτώχεια δυστυχία παντού. Στήριγμα δεν είχε μείνει στη χήρα μητέρα και τα ορφανά. Παρατημένα κι άπορα δεν μπορούν να υπολογίσουν πια καμιά υπηρεσία. Τις περισσότερες φορές τα ορφανά ζούσαν χάρη στη φροντίδα της ενορίας, αλλά συνήθως κάποιων γειτόνων όταν έβρισκαν καταφύγιο σε στάβλους και αχυρώνες ακόμη και σε σπηλιές. Περιφερόμενοι από οικισμό σε οικισμό πεινασμένοι και κακόμοιροι. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα την έβγαζε η κακομοίρα η χήρα με τα ορφανά της μέχρι που μια μέρα που έκανε κρύο πολύ εμφανίστηκε σαν από μηχανής Θεός ένας πραματευτής από τα μέρη της Κορινθίας στην εμποροπανήγυρη της Ελίκας. Βλέποντας την τραγική φιγούρα της χήρας, και μαθαίνοντας την αγωνία και τον αγώνα επιβίωσης που δίνει για να μεγαλώσει τα ορφανά παιδιά της με περιπέτειες, και βάσανα την λυπήθηκε. 
Χείρα βοηθείας για τ' αναγκαία δεν μπορούσε να τους προσφέρει. Για να επιβιώσουν τη συμβούλεψε να πάρει τα παιδιά της και να ανηφορίσει στη Σκάλα του Ευρώτα, και στην εύφορη περιοχή γύρω απ' τον ποταμό διότι εκεί θα έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στους απέραντους ορυζώνες, θα βρίσκουν τουλάχιστον ένα πιάτο ρύζι στο τραπέζι τους για να επιβιώσουν.
Μάλλον ο πραματευτής σίγουρα είχε κατά νου την «Σταχομαζώχτρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.» Η Γιαγιά Διαμάντω σαν την πέρδικα μαζεύει αυτά που γέννησε κάτω από τις φτερούγες της σαν καλή μητέρα, φόρτωσε την φαμίλια και άνοιξαν πανιά για μέρος απάνεμο. Καμιά φορά ο άνθρωπος πιστεύει πως θ’ αλλάξει την μοίρα του, αν αλλάξει τόπο. Απάγκιασαν σ’ ένα μικρό, φτωχικό καμαράκι, στην Σκάλα του Ευρώτα όπου στέριωσαν. Έβγαλαν ρίζες. 
Κάθε την γιορτή του Αγίου Μάμα η γιαγιά Διαμάντω μνημόνευε και προσευχόταν υπέρ υγείας για τον άγνωστο πραματευτή. Ο Μεγάλος του αδελφός και ο Κλέαρχος δεν την ακολούθησαν. Ήδη από τον καιρό που έχασαν τη μητέρα τους είχαν ξεπορτίσει από την πατρική στέγη και είχαν ανοίξει τις δικές τους ανεξάρτητες φτερούγες, περιπλανώμενοι στα χωριά προσφέροντας παιδική εργασία για να αντιμετωπίσουν την επιβίωση τους. Ουσιαστικά ο Κλέαρχος μικρό παιδί τα πρώτα σκληρά χρόνια της κατοχής απλά ακολουθούσε τον κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του στις περιπλανήσεις.
Ο Αλκιβιαδης σήμερα θυμάται πως ο Κλέαρχος δεν μιλούσε ποτέ για τη νεκρή μητέρα του. Γενικά δεν ήταν ομιλητικός, και ό,τι και να του συνέβαινε, ποτέ δεν μιλούσε για τα συναισθήματά του λες και ήταν μολυσματικά μικρόβια σε στόμα ασθενούς. Ο Αλκιβιαδης δεν θυμάται να είχε ρωτήσει ποτέ τον πατέρα του για τη νεκρή γιαγιά του. Εκτός από μια φορά, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός, που τον ρώτησε χωρίς να θυμάται γιατί: «Πώς ήταν η γιαγιά;» Θυμόταν αυτή τη συζήτηση πολύ καθαρά. Ο πατέρας του κοίταξε αλλού και σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει. «Ήταν φιλάσθενη», είπε.  Περίεργος τρόπος για να περιγράφεις έναν άνθρωπο. Δεν ήταν διατεθειμένος να πει περισσότερα.
**Μα και της Ιοκάστης το οικογενειακό της δέντρο με τον γενάρχη της οικογενείας της στην περιοχή του Ζάρακα είχε την δική του μυστηριώδη προσωπικότητα που πεθαίνοντας άφησε πίσω του αναπάντητα ερωτηματικά και απορίες που δημιούργησαν πλήθος φημών. Οι φήμες που κυκλοφορούν μας γυρνούν πριν από την εποχή του Ιμπραήμ Πασά και του Κολοκοτρώνη,. Κανείς δεν ξέρει ούτε θυμάμαι που και πότε είχε ακούσει να κυκλοφορούν οι φήμες που μιλούσαν για ένα στιβαρό άνδρα από τις Σπέτσες που τρέχει να φύγει, πήρε το δρόμο του μισεμού γιατί είχε ανοιχτούς λογαριασμούς στον τόπο του. Κυνηγημένος και περιπλανώμενος  προς την άγνωστη γη, εξώκειλε στην θαλάσσια περιοχή Βλυχάδα του Ζάρακα. Εξόριστος, μοναχικός, φτωχός, άγνωστος, πορευόταν με τα βρισκούμενα. Ήταν όμορφος με ξανθομάλλικο κεφάλι και σταρένιο δέρμα. Πως είναι Αλβανός λέγανε. Μα ήταν Έλληνας έτσι έλεγε. Ποτέ δεν ξεκαθάρισαν τι απ' τα δυο ήταν αληθινό μα η αλήθεια είναι πως τον τραβούσαν τα χώματα μας γιατί σαν τρελός αγάπησε μια Ζαρακοτοπούλα. 
Κοριτσόπουλα ανυπόδητα από τα Πιστάματα έπλεναν ρούχα κάποιο ηλιόλουστο απόγευμα δίπλα στην αμμουδιά, ανάμεσα στα βράχια του πανέμορφου μυχού. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή κι η μοίρα του ενός ασυνήθιστα όμορφου κοριτσόπουλου συμπλέκεται αδιαχώριστα με τη ζωή κι τη μοίρα του άγνωστου ξένου, και σαν ήρωες ζουν και λαμβάνουν δράση πότε στον πραγματικό και πότε στον φανταστικό κόσμο, αφήνοντας πίσω τους ένα θαμπό σύννεφο στους επιγόνους που αναζητούν απαντήσεις για τις ρίζες τους. .....

Click to Open
            (Ο Κλέαρχος).....

Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

Daydreams! Sto Vathi Blue tou Okeanou Kai To Skyblue

Μετά από μια δύσκολη και κοπιαστική ημέρα έχοντας διασχίσει την ταραγμένη θάλασσα, ο Αλκιβιάδης μ' ένα βαθύ στεναγμό, εξουθενωμένος, τεντώθηκε ηδονικά, σήκωσε το κεφάλι κι άφησε το σπίρτο του βλέμματός του να πλανηθεί έξω απ' το μεγάλο φινιστρίνι του γραφείου του. Στο βάθος του ορίζοντα, οι τελευταίες αχτίδες από το φως της μέρας έκαναν τον χώρο να μοιάζει βυθισμένος στις σκούρες μπλε και μαβιές σκιές του δειλινού, του ωκεάνιου δειλινού που ποτέ δεν προλάβαινε να τις χαρεί, γιατί είναι τόσο σύντομες. 
Κατέβασε μια γουλιά απ’ το παλιό κονιάκ με την κεχριμπαρένια όψη και το ευγενικό του άρωμα, περίμενε δυο τρία λεπτά πριν από τη δεύτερη γουλιά.... ύστερα άφησε το ποτήρι του, απλώθηκε στον αναπαυτικό καναπέ του γραφείου του και αφέθηκε εις την σιωπή της βαθιάς σκέψης και εις την γαλήνη των ονειροπολήσεων του προκειμένου να ακούσει το μέσα του… την καρδιά του, την ψυχή του… την πεμπτουσία της ύπαρξης του! …Να φέρει ζωή στη ζωή τους! . 
Σε ελάχιστα λεπτά, η νύχτα θα έπεφτε, βαριά και βελούδινη, στον κόσμο γύρω του. Καθώς περνούν ώρες ονειροπολώντας η φαντασία του τείνει να υπερβάλλει σκέφτηκε μ’ ένα αθέλητο χαμόγελο. 
Ονειροπολεί ως συνήθως την Ανδρομάχη του και τα παιδιά τους, το αναπόσπαστο μέρος της ζωής του και του μέλλοντος τους. 
Την Ανδρομάχη του: 
Μια δοκιμασμένη σχέση που έχει ήδη χτίσει εμπιστοσύνη και κοινούς κώδικες με δυνατούς συναισθηματικούς δεσμούς που βασίζεται σε πραγματική αγάπη και ενδιαφέρον, ώστε να μπορεί να επιβιώνει και να αντέχει στην απόσταση και η ίδια η απόσταση μπορεί να ενισχύει και να βελτιώνει τη λειτουργία της σχέσης τους! 
Σίγουρα η απόσταση τους προσθέτει ένα βαθμό δυσκολίας που βασικό ρόλο παίζει η δέσμευση για προσπάθεια και διατήρηση του δεσμού εξίσου και από τις δύο πλευρές καθώς και η εμπιστοσύνη στην δύναμη του ζευγαριού για το κοινό τους μέλλον σε μια δύσκολη πίστα που την ορίζει η απόσταση αλλά ταυτόχρονα πασπαλίζει τον έρωτά τους με πάθος, ένταση, συναίσθημα και επιβεβαίωση. 
Δύσκολο να οριστεί και ακόμη πιο δύσκολο να μετρηθεί η ευτυχία αλλά αν η ευτυχία είναι η κατάσταση ευφορίας και ψυχοσωματικής ικανοποίησης τότε ο Αλκιβιάδης νιώθει τόσο ευτυχισμένος και ονειρεύεται πως βρίσκεται μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού τους. 
Η Ανδρομάχη με το σώμα της μελιχρό σιρόπι, μετατράπηκε σε μια ναζιάρα γατούλα που κούρνιασε γουργουρίζοντας πρόθυμα μέσα στην αγκαλιά του, απολαμβάνοντας τα χάδια και την προσοχή του συντρόφου της και αυτός τη γεύεται άπληστα.. 
Αγκαλιάστηκαν τρισευτυχισμένοι κι έπειτα ο Αλκιβιάδης την σήκωσε στον αέρα. Η σωματική τους ρώμη βρίσκεται σε ακμή. Η αρτιμέλεια ζηλευτή. Ευκίνητος και γρήγορος ανάλαφρη όπως ήταν, τη στριφογύρισε και την παρέσυρε. Τα πόδια της δεν άγγιζαν πια χάμω τα χέρια της και τα μαλλιά της ανακατεύονταν στον χαρούμενο χορό τους. 
Ο Αλκιβιαδης φαινόταν να απολαμβάνει το ανεξέλεγκτο κοκκίνισμα του προσώπου της. Χάιδεψε με τον αντίχειρά του τη λεπτή, απαλή επιδερμίδα κάτω από το σαγόνι της. «Δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια» της είπε σχεδόν αφηρημένα. «Μου θυμίζουν την πρώτη φορά που αντίκρισα τη Θάλασσα.» Τα ακροδάχτυλα του ακολούθησαν τη γραμμή του σαγονιού της. «Όταν ο άνεμος κυνηγάει τα κύματα μπροστά του, το νερό έχει το ίδιο γκριζοπράσινο που έχουν τώρα τα μάτια σου... κι έπειτα, στο βάθος του ορίζοντα, γίνεται σκούρο γαλάζιο.» Η Ανδρομάχη μπορούσε μόνο να υποθέσει ότι την περιέπαιζε πάλι. Παίρνοντας μια μεγάλη ανάσα τον κοίταξε ευτυχισμένη. «Τι θέλεις από μένα;» Ο Αλκιβιάδης άργησε να απαντήσει, τα δάχτυλά του σύρθηκαν μέχρι το λοβό του αυτιού της, μαλάζοντας τον απαλά. «Θέλω τα μυστικά σου. Και θα τα μάθω, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.»
Χωρίς να το συνειδητοποιήσουν βρέθηκαν ξαφνικά στον καναπέ, αγκαλιασμένοι πάντα. Άρχισαν να φιλιούνται ώσπου τα γέλια τους έγιναν μουρμουρητά κι ασυνάρτητοι ήχοι. Κάποτε η Ανδρομάχη τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και σηκώθηκε όρθια.. Στάθηκε στο κέντρο του δωματίου. Η ανάσα της ήταν τραχιά και τα μαλλιά της ανακατεμένα. 
«Ε φτάνει.! Σταμάτα το αυτό.»
«Ανδρομάχη.!» Ο Αλκιβιάδης έκανε να σηκωθεί από τον καναπέ ξετρελαμένος μαζί της, άλλα εκείνη τον σταμάτησε, τεντώνοντας τα χέρια στο στήθος του και πισωπάτησε. 
«Όχι Αλκιβιάδη άκουσε με.» 
Ο Αλκιβιάδης έχει περίσσεια αδρεναλίνης και την εκλιπαρεί με το βλέμμα του να μη του αρνηθεί, ζητιανεύοντας ψήγματα στοργής
«Κοίτα Αλκιβιάδη… Το ξέρεις το πόσο θέλω να… Μα είναι η ώρα που όπου να είναι έρχονται τα λατρεμένα βλαστάρια μας. Τα φέρνει ο πάππους από το σχολείο τους…. Καταλαβαίνεις!»  
Ο Αλκιβιάδης χαμογέλασε «μάλιστα», είπε και σηκώθηκε. Πήγε ως το παράθυρο και κοίταξε έξω. Την ένιωσε που ήρθε και τον αγκάλιασε από πίσω,την ένιωσε να σφίγγεται πάνω του σαν να ζητούσε προστασία και συμπαράσταση. Γύρισε και την πήρε στην αγκαλιά του. Την αγαπούσε. Την αγαπούσε πολύ. Οκτώ χρόνια ήταν μαζί και ήξερε ότι ταίριαζαν οι δυο τους. Του άρεσε αυτό το κορίτσι από την πρώτη στιγμή, ήταν καλή πάστα ανθρώπου. Δεν κοιτούσε μόνο το συμφέρον της, ήταν γεμάτη αισθήματα και αισιοδοξία, της άρεσε να προσφέρει δίχως να περιμένει ανταμοιβή. Περνούσαν καλά οι δυο τους κι αυτό με τον καιρό τους είχε δέσει αρμονικά. Όμως ακόμα και στις αντιπαραθέσεις τους, ο καβγάς έβρισκε διέξοδο. Ξεθύμαιναν εύκολα. Άφηναν κατά μέρος τους εγωισμούς και έψαχναν για πιθανές λύσεις. Ξεκίνησε και πήγε στην πόρτα εξόδου. Σταμάτησε στο κατώφλι και κοίταξε πίσω του. Συμφιλιώνεται ενώ ο πόθος του καταλάγιαζε αργά-αργά στα μάτια του.... Υπακούοντας με καρτερία στην έκκληση της. «Εντάξει! Προφανώς φοβάσαι πως αν συνεχίσω, δε θα καταφέρεις να ελέγξεις τον πόθο σου για μένα.» 
Με πλατύ χαμόγελο, γελαστά μάτια και ένα ρόδινο χρώμα έβαψε το πρόσωπό της οι καθάριες γκρίζες ίριδες των ματιών της είχαν τώρα πινελιές στο πράσινο χρώμα του ωκεανού.
«Είσαι ένα άσωτο κάθαρμα, ένας ασυνείδητος παλιάνθρωπος, ένας...» 
Εκείνος την κοίταξε πειρακτικά και άφησε το βλέμμα του να χρονοτριβήσει στη λυγερή, όμορφη σιλουέτα της. «Μην ξεχάσεις το ακόλαστος μουρντάρης» της είπε, που απολάμβανε διαστροφικά να την ενοχλεί. «Διαφωνούμε συνεχώς. Δεν αντέχουμε ο ένας τον άλλον. Λες και είμαστε παντρεμένοι.»  και βγήκε προτού εκείνη βρει κάτι να του πετάξει..
Ο Αλκιβιάδης βυθίζεται απολαυστικά στη μαγεία μιας τελευταίας ονειροπόλησης…. Είναι στη στιγμή που τίποτα δεν τον βιάζει… που δεν έχει βιασύνη για τίποτα μέσα του… είναι στη στιγμή που ονειρεύεται τόσο ζωντανά πως αγκαλιάζει αυτούς που αγαπά, αυτούς που εκεί είναι δοσμένος ολοκληρωτικά! Την Ανδρομάχη του που με την τρυφερότητα και την αγάπη της μάνας, κράτα απ’ το χέρι τα λατρευτά βλαστάρια τους.
To βράδυ τoν βρήκε χωμένο στην πολυθρόνα του γραφείο του, κρατώντας το ποτήρι με το κονιάκ. Αν και αργά, συνεχίζει να ατενίζει την θάλασσα που άλλαζε χρώμα! Πόσο τον ηρεμούσε η γαλήνη της θάλασσας! Η μουσική από το cd του Αντρέα Μποτσέλι «Best Songs Of Andrea Bocelli» στους ήχους του «Can't Help Falling In Love», ήταν για αυτόν πηγή έμπνευσης! Πόσο τον άγγιζε αυτό το τραγούδι, τον ταξίδευε σ΄ έναν ονειρεμένο τόπο γεμάτο με την αγάπη τους. Με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά του στο άκουσμά του. Πώς είναι δυνατόν να είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος μακριά από τα πρόσωπα που αγαπά και τον κάνουν ευτυχισμένο;
Οι αναμνήσεις χαϊδεύουν τα σφαλισμένα του μάτια και του υπόσχονται σύντομα έναν βαθύ γλυκό ύπνο, που θα συνεχίσει να τον ταξιδεύει στον μαγικό κόσμο των ονείρων.
Και όταν βυθίστηκε στον ύπνο το όνειρο είναι η όμορφη παλίρροια που φτάνει ως την Ανδρομάχη του και τα παιδιά τους: 
Τους αγαπούσε με μια υπερβολικά μεγάλη ένταση που τον πλημμυρίζει, και αυτή η πλημμύρα της αγάπης γεμίζει την ψυχή του από χαρά κι αγαλλίαση.
Κι ως τότε ίσως δεν τους έλεγε τόσο συχνά όσο το έλεγε στον ίδιο τον εαυτό του. 
Θα τους το έλεγε από εδώ και πέρα. Θα τους το έλεγε σ’ όλη τους τη ζωή από εδώ και πέρα.

Click to OpenAndrea Bocelli .....

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

From ULCC: Steam Tanker to SD14 (Ax auto to atimo to Jim Beam)

Είμαστε στα τέλη της Άνοιξης αρχές καλοκαιριού του 1981.
Ταξιδεύω με την πτήση της  KLM από Αθήνα για Κάιρο και με τελικό προορισμό μου το SUEZ  προκειμένου να επιβιβαστώ σ’ ένα φορτηγό πλοίο προς ναυτολόγηση. Δεύτερος μηχανικός σ' ένα SD14 κτισμένο στα ναυπηγεία του Σάουθαμπτον της Αγγλίας. Συνταξιδιώτης στο διπλανό κάθισμα ήταν Έλληνας ασυρματιστής με καταγωγή από την Κέρκυρα όπως μου συστήθηκε που πήγαινε και αυτός στο SUEZ για ναυτολόγηση  σε πλοίο αν ενθυμούμαι καλά της εταιρείας του Ωνάση.
Κάποια στιγμή πάνω από τον αεροδιάδρομο μεταξύ της Ρόδου και της Κύπρου άρχισαν ισχυρές αναταράξεις. Το αεροπλάνο πήγαινε σαν βάρκα, πότε πάνω, πότε κάτω. Είχαμε πέσει σε κενό αέρος. Τις στιγμές εκείνες αισθανόμουν ότι το αεροπλάνο πέφτει σε ελεύθερη πτώση.
Όταν οι αναταράξεις ηρέμησαν και ένιωθα ήδη καλύτερα η έκπληξη μου ήρθε από τον συνεπιβάτη μου.
Τότε ήταν που ο συνάδελφος ασυρματιστής βρήκε ευκαιρία να μου μιλήσει για την οδυνηρή του πτήση με αεροσκάφος της Ολυμπιακής αεροπορίας που απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Ιωάννης Καποδίστριας της Κέρκυρας με προορισμό την Αθήνα αλλά δεν κατόρθωσε ποτέ να προσγειωθεί ομαλά. Κατέπεσε σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από το αεροδρόμιο Ελληνικού στη θαλάσσια περιοχή της Βούλας, κοντά στο θεραπευτήριο του ΠΙΚΠΑ όπου και συνετρίβη. Σε τριάντα επτά ανέρχονταν τα θύματα του τραγικού αεροπορικού δυστυχήματος, ενώ οι διασωθέντες ήταν 16. Και ανάμεσα στους διασωθέντες και ο τολμηρός μου συνεπιβάτης της πτήσης.
Είχαν περάσει δέκα χρόνια από τότε.
Μου εξομολογήθηκε ότι την ζωή του την χρωστά κατά κύριο λόγο στην ψύχραιμη αεροσυνοδό που τον πέταξε έγκαιρα ούτε που κατάλαβε πως από την έξοδο κίνδυνου στην θάλασσα. Αυτό μόνο θυμάται…
Εγώ είχα χάσει τη φωνή μου από έκπληξη και το έντονο συναίσθημα (με άφησε άναυδο το θάρρος του να ταξιδεύει ξανά)…
Βλέποντας δε να συνεχίζω να κοιτώ με επίμονη τα φτερά του αεροπλάνου που η ταλάντωση τους ακόμη δεν είχε κοπάσει πλήρως, για να εκλογικεύσει τους φόβους μου βάλθηκε να μου εξηγήσει «να μην φοβάμαι!»
«Νεαρέ μου η γνώση νικάει τον φόβο! Πρώτον δεν υπάρχουν κενά στην ατμόσφαιρα: Αυτό που οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν έτσι είναι τα καθοδικά ρεύματα αέρα που είναι ισχυρότερα από την ανυψωτική δύναμη του αεροσκάφους. Η έκθεσή του αεροσκάφους σε ένα τέτοιο ρεύμα προκαλεί μια απότομη καθοδική κίνηση, η οποία στους επιβαίνοντες δημιουργεί την αίσθηση της πτώσης. Τα αεροσκάφη είναι φτιαγμένα για να αντέχουν σε κάτι τέτοιο. Φαντάσου ότι το φτερό που κοιτάς με αδημονία έχει τη δυνατότητα να λυγίσει μέχρι και 6 μέτρα . Η πιθανότητα να πεθάνει κανείς σε αεροπορικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης πτήσης είναι μία στα έντεκα εκατομμύρια. Με άλλα λόγια, η πιθανότητα να πεθάνεις από καρδιακή προσβολή μέσα στην καμπίνα του αεροπλάνου είναι οχτώ φορές μεγαλύτερη».
Ταυτόχρονα επιδέξια γύρισε την συζήτηση σε προσωπικές ερωτήσεις.
Μου έδωσε την αίσθηση ότι ήθελε να αποφύγει κάθε ερώτηση για το δυστύχημα και το σεβάστηκα.
Πλέον η συζήτηση περιστράφηκε στα επαγγελματικά μας.
Αυτός βρισκόταν κοντά στο να συνταξιοδοτηθεί. Υπολόγιζε ένα δυο μπάρκα ακόμη και θα κατέθετε την υπηρεσία του.
Εγώ τον πληροφόρησα ότι ήμουν έτοιμος να αποκτήσω δίπλωμα μηχανικού Α! τάξης αλλά λόγο ότι η μέχρι χθες υπηρεσία μου αφορούσε μεγάλα πετρελαιοφόρα πλοία κινούμενα με ατμό, αποφάσισα να αλλάξω παραστάσεις πριν την απόκτηση του διπλώματος και γι' αυτό τώρα πήγαινα να εργαστώ σε ένα ντιζελοκίνητο φορτηγό πλοίο και συγκεκριμένα σ’ ένα SD14…
Ήταν η σειρά του να με κοιτάξει με περιέργεια.
«Μεγάλη αλλαγή.» Μου λέει.
«Από τους Γίγαντες των 300.000 dead weight σ’ ένα πλοίο 14.000 dead weight.» Συμπλήρωσε.
«Όντως τουλάχιστον ελπίζω να ‘ναι ενδιαφέρουσα η αλλαγή.» Περισσότερο το τόνισα στον εαυτό μου παρά του απάντησα. 
Στη συνέχεια κάποια στιγμή πέσαμε πάλι σε μικρές αναταράξεις, λες και περνούσαμε πάνω από μικρά, κοφτά κύματα έριξα τελείως πίσω το κάθισμα, γύρισα στο πλάι και με προσεχτική, κατευναστική φωνή παρουσίασα χαμηλόφωνα τα στατιστικά αυτά δεδομένα στη γυναίκα δίπλα στο παράθυρο που τρέμοντας από φόβο αδημονούσε να τελειώσει το ταξίδι. «Βεβαίως, οι στατιστικές δεν βοηθούν αν φοβάστε» πρόσθεσα. «Σας το λέω γιατί ξέρω τι περνάτε».  Η γυναίκα που μέχρι τότε είχε το βλέμμα στραμμένο έξω από το παράθυρο, γύρισε και με κοίταξε, λες και μόλις ανακάλυπτε ότι κάποιος καθόταν δίπλα της.
«Σας ευχαριστώ» είπε, έκανε πως χαμογέλασε κι ύστερα ξαναγύρισε προς το παράθυρο, ακούμπησε το μέτωπο πάνω στο τζάμι, λες και ήθελε να κρύψει το φόβο της. 
Τέλος πάντων, εγώ το καθήκον μου το είχα κάνει. «Με συγχωρείτε» είπα. «Δεν είχα πρόθεση να σας ενοχλήσω...»
Γύρισε ο σώμα της ελάχιστα προς το μέρος μου. 
«Όχι, μη ζητάτε συγγνώμη, είναι ωραίο που υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που νοιάζονται. Έστω κι ελάχιστοι. Συνήθως μας τρομοκρατεί οτιδήποτε στενάχωρο και Θλιβερό».
«Έχετε δίκιο» είπα, και προς μεγάλη μου χαρά, είχα μόλις βρει ένα σταθμό με Rock μουσική, κι ετοιμαζόμουν να φορέσω τ' ακουστικά μου όταν το φωτάκι με την ένδειξη «Προσδεθείτε» άναψε και μια αεροσυνοδός ήρθε και έλεγξε τις ζώνες μας πριν από την προσγείωση και έμεινα με τ' ακουστικά στα χέρια.
Φθάνοντας στο Κάιρο τον καθένα μας τον παρέλαβε ο πράκτορας του, χωρίσαμε και έκτοτε δεν συναπαντηθήκαμε ξανά.
Τον θυμόμουν κάθε φορά που ταξίδευα με αεροπλάνο και πέφταμε σ' αναταράξεις.
Ευαγγέλιο μου έμειναν τα λόγια του.
«Νεαρέ μου η γνώση νικάει τον φόβο! Και να γνωρίζεις δεν υπάρχουν κενά στην ατμόσφαιρα: Αυτό που οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν έτσι είναι τα καθοδικά ρεύματα αέρα που είναι ισχυρότερα από την ανυψωτική δύναμη του αεροσκάφους.».
Στο πλοίο συνάντησα τον Πρώτο μηχανικό του πλοίου με τον οποίο είχαμε ήδη γνωριστεί από παλιά και μας σύνδεε οικογενειακή φιλία. Ο Πρώτος εκτελούσε ταυτόχρονα και χρέη αρχιμηχανικού στην εταιρία όταν δεν ταξίδευε, η οποία να σημειώσω ήταν μια οικογενειακή εταιρεία..
Το πλοίο ήταν ναυλωμένο από την Άπω Ανατολή με προορισμό Ευρωπαϊκούς λιμένες εκφόρτωσης και στη συνέχεια είχαμε ναύλο από τις Κάτω χώρες για λιμένες της Ανατολικής ακτής των ΗΠΑ.
Γενικά τα ταξίδια μας ήταν πολύ καλά, με ήρεμες θάλασσες.
Πλοίαρχος στο πλοίο ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Πρώτου μηχανικού ένας αψύς Μανιάτης της Μεσσηνιακής Μάνης. Μια λεβέντικη καρδιά που έλεγε αυτό που ένιωθε, αυτό που σκεφτόταν, με κατανόηση και ειλικρίνεια απέναντί σου. Ντόμπρος.
Το πλήρωμα αποτελείτο από Μανιάτες και Βατικιώτες με λίγες εξαιρέσεις. Όπως ο Γραμματικός του πλοίου, με καταγωγή από την Κεφαλλονιά πολιτικός πρόσφυγας στην Πολώνια την ζοφερή περίοδο του εμφυλίου πολέμου όπου και διέμενε.
Ο καπετάν Γεράσιμος ήταν μια ανεκτίμητη μονάδα του εμπορικού μας ναυτικού. Οι γνώσεις του στο αντικείμενο της ναυσιπλοΐας και των φορτώσεων των πλοίων ήταν πανεπιστημιακής εγκυκλοπαίδειας.
Μιλούσε και διαχειριζόταν τουλάχιστον έξι γλώσσες και το ‘χε καημό που δεν τα κατάφερνε αρκετά ικανοποιητικά νομίζω στα Γαλλικά.
Η αφεντιά μου σε προσωπικό επίπεδο από τις ανέσεις ενδιαίτησης των γιγάντιων ULCC πλοίων βρίσκομαι στριμωγμένος σε μια μικρή καμπίνα του SD14 μ’ ένα υποτυπώδες γραφείο και κοινά λουτρά. Νιώθω ότι ξεστράτισα και κάτι μου πήραν από τον πολιτισμό μου άλλα σε αντιστάθμισμα κατάλαβα ότι ένιωθα πολύ πιο ήρεμος και χαλαρός και σαφώς πια ο χρόνος κυλά πιο ήρεμα με μικρότερες ταχύτητες, με πολύ διαφορετικό τρόπο. Γενικά ήταν μία νέα εμπειρία, χωρίς κανένα παράπονο.
Τελειώνοντας την εκφόρτωση στους λιμένες της Ανατολικής ακτής, αρμενίζουμε νότια-νοτιοδυτικά για το λιμάνι του Χιούστον που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της πολιτείας του Τέξας στις ΗΠΑ, και είναι το πιο πολυσύχναστο στις ΗΠΑ. Φορτώσαμε πρώτες ύλες πετροχημικών προϊόντων και αναχωρήσαμε τέλος Αυγούστου με προορισμό τον λιμένα της Σαγκάης στην Κίνα.
Το ταξίδι αυτό ήταν μια πολύ πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα, όταν διασχίσαμε την παγκοσμίου φήμης Διώρυγα του Παναμά που συνδέει τον Ατλαντικό ωκεανό με τον Ειρηνικό. Η διώρυγα του Παναμά (ισπανικά: Canal de Panamá‎) είναι ένας τεχνητός δίαυλος 82 χλμ. (51 ναυτικών μιλίων) στον Παναμά, ο οποίος ενώνει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό. Είναι η δεύτερη σε ναυτιλιακή σπουδαιότητα από την άποψη των θαλασσίων μεταφορών στον κόσμο, μετά τη Διώρυγα Σουέζ. Ενώνει την επί του Ατλαντικού βόρεια ακτή με εκείνη του Ειρηνικού στα νότια, χρησιμοποιώντας δεξαμενές που ανυψώνουν τα πλοία στα 26 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, που είναι το επίπεδο της τεχνητής λίμνης Gatún και τα χαμηλώνουν πάλι στην άλλη πλευρά στο ύψος της θάλασσας.
Αφήνοντας πίσω μας την διώρυγα του Παναμά ο ανθυποπλοίαρχος μ' εντολή πλοίαρχου σχεδίασε τον ορθοδρομικό πλου (πλους ελάχιστης διαδρομής) του πλοίου στο γνωμονικό ναυτικό χάρτη από τον Παναμά στον λιμένα προορισμού την Σαγκάη.
Αρχές φθινόπωρου μας βρίσκει να ταξιδεύουμε στην ωκεάνια διαδρομή νοτιοανατολικά της Ιαπωνίας όταν το δελτίο καιρού μας πληροφορεί ότι νοτιότερα της πορείας μας την περιοχή την σαρώνει μια ισχυρή τροπική καταιγίδα. Η «Λόλα».
Σπέρνοντας την καταστροφή στις Φιλιππίνες, η τροπική καταιγίδα «Λόλα» έπληξε και τις ανατολικές ακτές της Φορμόζας, με πανίσχυρους ανέμους και τεράστια κύματα. Η ισχύ της είχε εξασθενήσει ωστόσο αναμενόταν να ενισχυθεί ξανά σε τυφώνα προσεγγίζοντας Βόρεια τις ανατολικές ακτές της Ιαπωνίας. Το μετεωρολογικό δελτίο μας πληροφορούσε πως θα απολέσει κάποια από την ισχύ της φθάνοντας κοντά στη ακτές, ωστόσο παράμενε επικίνδυνη με ριπές ανέμου μέγιστης ταχύτητας 120 χιλιομέτρων την ώρα.
Ο πλοίαρχος αποφάσισε να ελαττώσουμε ταχύτητα στο μίνιμουμ εν αναμονή της τελικής πορείας και της εξασθένισης της καταιγίδας για την αποφυγή οποιονδήποτε δυσάρεστων γεγονότων καθώς και της αποφυγής να συναντηθούμε με τον τυφώνα. 
Περνώντας ένα τριήμερο σ΄ αυτή την αναμονή η καταιγίδα εξασθένισε και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι στην κανονική του ταχύτητα για τον τελικό προορισμό του.
Το λιμάνι της Σαγκάης βλέπει την Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας στην ανατολή και τον Κόλπο του Χανγκτσόου στον νότο. Η Σαγκάη είναι η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη στον κόσμο ενώ αποτελεί σημαντικό οικονομικό κέντρο και πολυσύχναστο λιμάνι της Κίνας. Το αποικιακό παρελθόν της Σαγκάης είναι έκδηλο σε κάθε γωνιά της και συνυπάρχει αρμονικά με το προφίλ της συνεχώς αναπτυσσόμενης μεγαλούπολης με τους πελώριους ουρανοξύστες και τα τεράστια πολυκαταστήματα της.
Στην Κίνα έγινε αντικατάσταση Επιστασίας μηχανοστασίου.
Ο Πρώτος πριν αναχωρήσει από το πλοίο με φώναξε στο γραφείο του ιδιαιτέρως.
Μου ζήτησε να προσέχω και να μην στεναχωρώ τον αδελφό του διότι έχει και κάποιο μικρό πρόβλημα καρδίας.… Βλέπω ότι ταιριάζετε άλλα στο λέω γιατί ώρες-ώρες είστε αγύριστα κεφάλια και οι δυο σας.
Και «Αφήνω το μηχανοστάσιο στα χέρια σου και ότι χρειαστείς στη διάθεση σου.»
«Εντάξει δεν έχω κάποια αντίρρηση, άλλα αυτό με το μηχανοστάσιο μου ακούγεται κάπως. Παράταιρο;»
«Έξυπνος είσαι ξέρεις εσύ πώς να το χειριστείς»
Μου είπε και κάτι για κηπουρούς που δεν αρμόζουν σε δημόσιο διάλογο.
Τελειώνει η εκφόρτωση και το πλοίο είναι ελεύθερο από φορτίο χωρίς ναύλο και άμεσα διαθέσιµο στην ελεύθερη αγορά.
Μένουμε κάπου είκοσι μέρες ανοικτά της ακτής στο αγκυροβόλιο εν αναμονή της χρονικής στιγμής που θα βρεθεί το κατάλληλο ναύλο..
Ο νέος μας Πρώτος μηχανικός ήταν ένας χαμηλών τόνων άνθρωπος, ευγενικός με καταγωγή από κάποιο νησί των Κυκλάδων. Άπλα ήταν μεγάλης ηλικίας και της παλιάς σχολής των μηχανικών που κάθε καινούργια τεχνολογία του φάνταζε κάπως δύσκολα. Μου τόνισε ότι το μηχανοστάσιο ειναι στα χέρια μου. (Ήταν ήδη η δεύτερη φορά που μου τόνισαν ότι το μηχανοστάσιο είναι στα χέρια μου.) Με τον καιρό αποδείχτηκε ότι είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία.
Στο αγκυροβόλιο της Σαγκάης εφοδιαστήκαμε με καύσιμα. Όταν ο πράκτορας μας έδωσε τα χαρτιά με τα πιστοποιητικά των καύσιμων λόγο της πλούσιας εμπειρίας μου από τα γκαζάδικα ένοιωσα μια βαθιά ικανοποίηση για την άριστη ποιότητα σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά των καυσίμων.
Αργά το απόγευμα βρίσκομαι στη γέφυρα του πλοίου παρέα με τον καπετάν Γεράσιμο και έχουμε μια φιλική συζήτηση. Από τα ερτζιανά κύματα ακούμε Πρώτο μηχανικό άλλου πλοίου που βρισκόταν ελλιμενισμένο στο αγκυροβόλιο να συνομιλεί με το γραφείο του και να αρνείται πεισματικά να παραλάβει καύσιμα από την Σαγκάη. Με μια περιέργεια ρώτησα τον πράκτορα που βρισκόταν στο πλοίο αν γνωρίζει γιατί συμβαίνει αυτό. Μου δήλωσε πως και ο ίδιος δεν μπορεί να καταλάβει γιατί συμβαίνει αυτό. Τα καύσιμα είναι ακριβώς τα ιδία μ’ αυτά που εφοδιαστήκαμε και εμείς. Η συζήτηση έκλεισε εκεί και εγώ έμεινα με την απορία με την τόσο αρνητική στάση του μηχανικού.
Έχει μπει για τα καλά ο Νοέμβριος όταν οι νέες οδηγίες είναι να προσεγγίσουμε τον λιμένα Τσονγκτζίν που βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Βόρειας Κορέας, στην Επαρχία Βόρειου Χαμγκιόνγκ, στην Ιαπωνική Θάλασσα προς φόρτωση.
Προχωρημένο φθινόπωρο με το πλοίο σε κατάσταση έρματος μετά από ένα ταξίδι τεσσάρων ημερών φτάσαμε στον προορισμό μας στον λιμένα φόρτωσης. Κατά την διάρκεια του πλου ο καιρός ήταν βροχερός κατά διαστήματα άλλα η ορατότητα ήταν καλή και ο άνεμος ασθενής.
Το προς φόρτωση και μεταφορά εμπόρευμα ήταν χύδην φορτίο αργιλοπυριτικό ορυκτό που χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωτρήσεις πετρελαίου και με προορισμό τον λιμένα εκφόρτωσής, το Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Το μετάλλευμα προερχόμενο από την ενδοχώρα έφτανε στο λιμάνι με πολύ χαμηλό ρυθμό με αποτέλεσμα η φόρτωσης του πλοίου καθυστερούσε.
Ένας ακόμη ανασχετικός παράγοντας στο ρυθμό φόρτωσης ήταν και η κακοκαιρία που ενέσκηψε στην περιοχή. Ο χειμώνας εκείνες τις ήμερες ξεκίνησε βαρύς και δύσκολος με το θερμόμετρο να κατρακυλά χαμηλά. Και κάτω από τέτοιες συνθήκες σταματούσε η φόρτωση γιατί το φορτίο δεν έπρεπε να βραχεί.
..... Βρισκόμαστε ήδη μερικές ημέρες στην προβλήτα όταν η αντλία παροχής πετρελαίου στο λέβητα του πλοίου παρουσίασε πρόβλημα τροφοδοσίας του προς καύση.καυσίμου στην εστία. Αλλάζουμε την αντλία με την αμοιβή και ξεκινώ επιθεώρηση της αντλίας. Με έκπληξη παρατηρώ ότι οι οδόντες του ογκομετρικού στροφείου της αντλίας είναι απίστευτα φθαρμένοι (φαγωμένοι). Δεν είχε περάσει περισσότερο από ένα διήμερο και δυστυχώς και η καινούργια αντλία παρουσίασε πανομοιότυπο πρόβλημα.
Με έζωσαν τα φίδια κατά τα κοινώς λεγόμενα. Αμέσως η μνήμη μου ανακάλεσε το συμβάν με τον Πρώτο μηχανικό που αρνείτο να παραλάβει καύσιμα στη Σαγκάη.
«Διάβολε λες.»
Τα σημάδια ήταν φανερά πέρα από κάθε αμφιβολία.
Οι βλάβες παρουσιαστήκαν όταν καταναλώσαμε το παλιό καύσιμο από τις ημερησίας κατανάλωσης δεξαμενές και αυτές άρχισαν να πληρούνται με το καινούργιο καύσιμο. Και η αλλαγή αυτή είχε ολοκληρωθεί μερικές ώρες πριν την άφιξη στον λιμένα, λογικά και η μηχανή εργάστηκε κάποιες ώρες με το καινούργιο καύσιμο.
Στο αγκυροβόλιο στη Σαγκάη είχε γίνει μια εκτεταμένη συντήρηση της μηχανής, και στους καυστήρες είχαν τοποθετηθεί καινούργια προστόμια καυστήρων. Τα εξάρμωσα και πάλι προς επιθεώρηση. Με έκδηλη ταραχή διαπίστωσα ότι είχαν μικρές φθορές ανεπίτρεπτες για την καλή λειτουργιά του συστήματος.
Τα προβλήματα υπαρκτά και δύσκολα.
Το πλοίο διέθετε και δεύτερη εφεδρική δεξαμενή ημερησίας κατανάλωσης η οποία ήταν γεμάτη με παλιό καύσιμο.
Ο λέβητας χωρίς αντλία παροχής πετρελαίου, με μεγάλο κόπο και επινόηση προσαρμόσαμε μια αντλία και τον λειτουργήσαμε με την εφεδρική δεξαμενή πετρελαίου.
Ο ατμός ήταν άκρως απαραίτητος διότι οι θερμοκρασίες  στην περιοχή είχαν πέσει στους 20 βαθμούς Κελσίου υπό το μηδέν.
Σε διαβούλευση με τον Πρώτο τον παροτρύνω να έλθει σε επαφή με το γραφείο και να ζητήσει να μας λύσουν το πρόβλημα του καύσιμου, διότι είναι ορατά τα σημάδια ότι η μηχανή πολύ σύντομα θα έχει λειτουργικό πρόβλημα.
Η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ διστακτικός και υποχωρητικός με τους απέναντι του γραφείου. Ίσως γιατί και ο ίδιος δεν κατανοούσε ότι μπορεί να συμβεί τόσο μεγάλο πρόβλημα. Δεν του έχει ξανασυμβεί.
Συνομίλησα απ’ ευθείας με τον καπετάνιο.
«Κάπτεν! Το γνωρίζεις ότι πριν τριάμισι  μήνες έγινα πατέρας και δεν έχω δει τον γιο μου. Επειδή το γραφείο δεν συμμερίζεται τους φόβους μου σου μιλώ ειλικρινά ότι εάν ο προορισμός ήταν ανατολικά εγώ θα ετοίμαζα την βαλίτσα μου και θα κατασκήνωνα στην προβλήτα μέχρι να αποφάσιζαν οι βόρειο Κορεάτες τι θα έκαναν μαζί μου.
Τώρα Νότια έχει τόσα πολλά ασφαλή λιμάνια προσέγγισης που πιστεύω ότι σε κάποιο θα τα καταφέρουμε να προσεγγίσουμε διότι σίγουρα τα σημάδια μου δείχνουν ότι παραπάνω από εβδομάδα ταξίδι δεν κάνουμε.
«Έχω και εγώ μιλήσει με το γραφείο και δεν συμμερίζονται τους φόβους σου…» Μου λέει.
«Χίλιες φορές κι άλλες τόσες να βγω υπερβολικός και φαντασιόπληκτος, αλλά τα προβλήματα βλέπω να ΄ρχονται....»
Ταυτόχρονα ο κάπτεν άδραξε την ευκαιρία να μου απευθύνει μια φιλική επίπληξη με πολύ σοβαρό τρόπο.
……..Την προηγούμενη ο  κομισάριος υπεύθυνος του φορτίου και του κόμματος είχε απευθύνει πρόσκληση στο πλήρωμα να παρευρεθεί σε μια εκδήλωση για την φίλια των λαών και εγώ με εύσημο τρόπο βρήκα δικαιολογίες να μην συμμετέχω στην αποστολή και αυτό μου το κρατούσε.......
«Τώρα στ' αλήθεια εγώ σου φταίω που είσαι η Κεφαλή του πλοίου και δεν μπόρεσες να την κάνεις και ‘συ μ' ελαφρά πηδηματάκια από τις…. ανούσιες παράτες τους;»…
Τέλειωσε η φόρτωση το πλοίο συνοδεία ρυμουλκών οδηγήθηκε στην έξοδο του λιμένα, αφήσαμε τον πιλότο και βγήκαμε στην ανοικτή θάλασσα. Την πρώτη ήμερα του ταξιδιού όλα καλά είχε και ο καιρός ηρεμήσει και είχαμε ακόμη λίγο πετρέλαιο από το παλιό. Την δεύτερη ήμερα ξεκίνησε η μηχανή να λειτουργεί με το νέο καύσιμο και εγώ να μην μπορώ να κοιμηθώ παρακολουθώντας τυχόν παρενέργειες. Τρίτη ήμερα και οι αντλίες πετρελαίου υψηλής πίεσης άρχισαν να παρουσιάζουν διαρροή από τα εμβολοχιτώνια τους. Το πρόβλημα ορατό και περνώντας ο χρόνος βαίνει επιδεινούμενο.
Ξημερώματα της τέταρτης ημέρας αποφασίζουμε ότι το πλοίο αδυνατεί να συνεχίσει για πολύ τον πλου. Σε μερικές ώρες έχουμε δυνατότητα να προσεγγίσουμε το Χονγκ Κονγκ η το Καοσιούνγκ της Φορμόζας.
Επιλέξαμε το δεύτερο. Ήταν πιο κοντινό και με πιο ασφαλές αγκυροβόλιο από πολλές απόψεις.
Φτάσαμε στο αγκυροβόλιο λίγο πριν δύσει ο Ήλιος. Είναι γνωστό ότι η αγκυροβολία όσο και το δέσιμο στο λιμάνι αποτελούν τα μεγαλύτερα άγχη του ταξιδιού αφού απαιτούν μανούβρες και συντονισμένη προσπάθεια του πληρώματος.
«Κάπτεν όλα τώρα είναι στα δικά σου χέρια και στη ναυτοσύνη σου.
Κανόνισε την προετοιμασία για το φουντάρισμα όσο πιο ανώδυνα μπορείς διότι κατά 99% όταν η μηχανή κάνει «κράτει» δεν το βλέπω να ξαναπαίρνει μπροστά.. Αντλίες και καυστήρες έχουν παραδώσει πνεύμα…»
Όντως η μηχανή παράδωσε πνεύμα και δεν ξανά-ξεκίνησε!
Ίσως του Μανιάτη πλοιάρχου η ψυχή του να ‘χε πάει στο στόμα κατά την διαδικασία αλλά έκανε άψογη και ασφαλή αγκυροβολία.
Στο πλοίο κατέφθασε κατεπειγόντως ο πρώην Πρώτος μηχανικός που εκτελούσε και χρέη Αρχιμηχανικού.
Δίνουμε δείγμα του καυσίμου σ’ εξειδικευμένο χημικό εργαστήριο προς ανάλυση και ταυτόχρονα παραγγείλαμε τα απαραίτητα ανταλλακτικά που απαιτούνται για τις επισκευές των αντλιών και των καυστήρων της Κυρίας μηχανής.
Τα αποτελέσματα της εργαστηριακής ανάλυσης ήταν ότι τα καύσιμα είχαν σε περιεκτικότητα υπερβολικά υψηλό ποσοστό σε Βανάδιο και Σιλικόνη, και θεωρηθήκαν ακατάλληλα για καύση σε μηχανές εσωτερικής καύσης.
(Εμ γι’ αυτό διάβολε ο Πρώτος μηχανικός εκεί στη ράδα στη Σαγκάη ωρυόταν ότι δεν παίρνει καύσιμα από εκεί. Ποιος να ξέρει τι νίλα είχε πάθει ο καψερός στο παρελθόν.)
«Τη νίλα του Δράμαλη» Θα πρόσθετα εγώ...
...... Σαββατόβραδο αναμένοντας τα ανταλλακτικά των επισκευών αποφασίστηκε μια ομαδική έξοδο του πληρώματος.
Στο πλοίο έχουν παραμείνει οι βάρδιες ο Πρώτος μηχανικός ο Γραμματικός και μερικοί ακόμη.
Την ομάδα εξόδου την απαρτίζουν ο Αρχιμηχανικός ο Πλοίαρχος, οι αξιωματικοί καταστρώματος και μηχανής ο ασυρματιστής οι μάγειρο-καμαρότοι κλπ. Μια σχετικά μεγάλη εύθυμη παρέα φίλων από δώδεκα άτομα που χαλαρώνουν.
Γύρω στις δέκα η ώρα, βραδινή, σύσσωμη η μεγάλη παρέα καταλήξαμε σ’ ένα μικρό μπαρ κοντινό στον λιμένα το «Μπάρκο». Ένας μικρός χώρος με ευχάριστη και προσεγμένη διακόσμηση και ατμόσφαιρα. Ένας γνήσιος τύπος του AMERICAN BAR που η πελατεία του δεν ήταν μόνιμη αλλά διεθνής από τα πληρώματα των πλοίων. Τα σκαμπό του δε ήταν κινητά κατά τρόπο που μπορούσαμε να καθίσουμε άνετα, σχηματίζοντας την παρέα μας και να συζητήσουμε.
Πιάσαμε τον οβάλ πάγκο του Μπαρ από άκρη σ’ άκρη στριμωγμένοι αλλά με περίσσιο κέφι.
Περνώντας η ώρα ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες αλλά αρκετοί μπορώ να πω για τον χώρο του μαγαζιού.
Περασμένα μεσάνυχτα και έχουμε ήδη καταναλώσει τρία με τέσσερα μπουκάλια Johnnie Walker.
Οι περισσότεροι ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση..
Ο Κάπτεν κοιτάζει το ρολόι του και βάζει τις φωνές
«Που πάτε ορέ! Ένα μπουκάλι ακόμη και φύγαμε.»
«Έχουμε ήδη πιει πολύ, Κάπτεν μου»
Έχει ψιλομεθύσει κιόλας και έχει έρθει στο κέφι, του αρέσει η παρέα μας ας μη του χαλάσουμε το χατίρι.
«Ένα τελευταίο ποτηράκι και φύγαμε.»
«Μπάρμαν πιάσε άλλο ένα Johnnie Walker.»
Δυστυχώς το κατάστημα δεν έχει άλλο Johnnie Walker.
Ο Μπάρμαν φεύγει για λίγο και ψάχνει μήπως και βρει. Τζίφος! Τέτοια ώρα τέτοια λόγια,… όλα κλειστά.
Στην προσθήκη του μπαρ φιγουράρουν μεταξύ άλλων και δυο μπουκάλια ουίσκι Jim Beam..
Εντολή Κάπτεν. «Κατέβασε μας ένα απ’ αυτά.»
Ο μάγειρας σαν πιο έμπειρος της παρέας με τα ποτά θα επιθυμούσε να μην τ' ανακατέψουμε. Ταυτόχρονα μας διηγήθηκε την ιστορία του Johnnie Walker που μας τελείωσε: Πως από ένα μικρό παντοπωλείο έγινε ο διάσημος «Περπατητής.»
Είπαμε πως δεν γίνεται να  χαλάσουμε χατίρι στον Κάπτεν, όποτε χαλάλι του ανοίγουμε και το Jim Beam.
Βάζει στο ποτήρι του πίνει μια γουλιά, σαν να ξινίζει το μούτρο του, αντιλαμβανόμαστε πως δεν τους αρέσει πια η γεύση του ουίσκι όταν αφήνει το ποτήρι στον πάγκο και δεν το ξαναδοκιμάζει..
Ταυτόχρονα κανείς άλλος δεν βλέπω να τιμά τον «Τζίμι.» …. Μένει το μπουκάλι γεμάτο, δώρο στον μπάρμαν και εμείς περασμένα μεσάνυχτα και με το μυαλό θολό απ’ το ποτό, αποφασίσαμε ότι είναι ώρα να ξεκινήσουμε για το πλοίο.
Ο μπάρμαν μας ευχαρίστησε, υποκλίθηκε σαν γνήσιος ανατολίτης μας έσφιξε τα χέρια, τον διαβεβαιώσαμε πως περάσαμε μια ευχάριστη βραδιά και ύστερα μας άνοιξε αργά την πόρτα και μας άφησε να βγούμε στη νύχτα. Ο μπάρμαν στεκόταν στην άκρη της πόρτας και συνέχισε να υποκλίνεται με χάρη καθώς μας αποχαιρετούσε.
Πάνω από τον έρημο, απαλά φωτισμένο δρόμο, ένα μεγάλο φεγγάρι ορθωνόταν στο μισοσυννεφιασμένο ουρανό.
«Νομίζω πως η δροσιά της νύχτας θα μας κάνει καλό.» Λέω στην παρέα τεντώνοντας το κορμί μου.. «Κι όχι τίποτα άλλο, αλλά είμαι και λίγο ζαλισμένος. Χωρίς να έχω πιει πολύ».
Καθώς διαβαίνουμε το κατώφλι του μπαρ, εδώ αρχίζουν τα ωραία με τον Κάπτεν. Άρχισε να ταλαντεύεται και χρειάστηκε να κρατηθεί επίμονα από μια κολόνα, για να σιγουρευτεί για τη στάση του. Μα ούτε κι αυτό τον βοηθούσε.
Να επισημάνω ότι μιλάμε για κάποιον που καταναλώνει πολύ λογικές ποσότητες αλκοόλ και όχι για κάποιον, που χρειάζεται μια μπουκάλα ουίσκι για να την «ακούσει». Το παραπάνω ποτηράκι λοιπόν τον επηρέασε περισσότερο απ’ όσο εκείνος νόμιζε, αφού μετά τη χαλάρωση του ήρθε η ευφορία και γενικά έγινε πιο αυθόρμητος από το συνηθισμένο. Βγαίνοντας έξω στην υγρασία της νύχτας άρχισε και παραπατούσε από το μεθύσι. Ο αδελφός του μου κάνει νόημα να τον έχω τον νου μου και να τον βοηθήσω αν χρειαστεί. Σαν μικρότερος τον σεβόταν και δεν ήθελε να του δείξει ότι έχει ανάγκη από βοήθεια.
Πηγαίνω δίπλα του προσπαθώντας να τον πείσω να στηριχτεί επάνω μου αλλά εκείνος αρνήθηκε πεισματικά και συνέχισε να προχωρήσει μολονότι ήταν εμφανές πως δεν ήταν σε θέση να περπατήσει σταθερά.
«Απόψε δεν πάω πουθενά !» λέει μέσα στο μεθύσι του.
«Χάλια είναι εκεί που πάμε, γι’ αυτό μην πας πουθενά!»
Στη συνέχεια θυμήθηκε την ιστορία με τις δηλώσεις μου στη Κορέα που του δήλωσα ότι αν το ταξίδι ήταν ανατολικά θα κατέβαινα από το πλοίο, και άναψε σαν δαδί. Όρθωσε κορμί του και το γελαστό πρόσωπό του συννέφιασε σαν μαρτιάτικος ουρανός.
«Άλλο πάλι και τούτο! Είχε στραβώσει στ’ αλήθεια μ’ αυτή την ιστορία.»
« Είναι και το μυαλό του θολό απ’ το ποτό, κι όλα του φταίνε.» Σκέφτηκα.
Και με την μανιάτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά συρμένη, γυρίζει και μου λέει:
«Τελικά είσαι πολύ μεγάλο καθίκι! Αλλά σε πάω!»
«Είμαι ένα κάθαρμα, δεν το αρνούμαι. Ναι ξέρω πόσο άσχημα φέρθηκα και πόσο καθίκι είμαι, αλλά έλα και στηρίξου επάνω μου.»
«Καλά, λοιπόν! Αφού επιμένεις, αλλά σ' το ξαναλέω: είσαι πολύ μεγάλο καθίκι!»
Συνεχίσαμε, λοιπόν, να περπατάμε σιωπηλοί. Ακούγοντας τον ήχο των βημάτων μας, προσπαθούσα να κρατήσω το βήμα μαζί του, η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και μπορούσα να βλέπω τα πόδια του ολοκάθαρα.
Ο Κάπτεν, τώρα δίπλα μου περπατούσε αδιάφορα με το κεφάλι σκυφτό. Ούτε που μιλούσε, λέξη δεν ανταλλάξαμε όπως τον κρατούσα αγκαζέ. Αυτό μου έκανε εντύπωση.
Είχαμε φτάσει στην προβλήτα όταν τα πόδια μου είχαν αρχίσει να κουράζονται. Διασχίσαμε την είσοδο, για να φτάσουμε στο κιγκλίδωμα με τις λάντζες, κι εκεί επιβιβαστήκαμε.  Απέναντι στο αγκυροβόλιο τα φώτα των πλοίων, που έφεγγαν εκεί, παιχνίδιζαν στο μάτι.
Ο αδελφός του πήδησε πρώτος στη λάντζα για να τον κρατήσει να κατέβει στο κατάστρωμα του σκάφους. Ο Κάπτεν προσγειώθηκε στο εξωτερικό κάθισμα της «λάντζας» τεντώθηκε, τέντωσε την πλάτη του, τους ώμους, το λαιμό του και έγειρε το κορμί του πάνω στη κουπαστή. Άπλωσε τα πόδια του, στήριξε τους αγκώνες του ακούμπησε το κεφάλι του στην ξύλινη πλάτη του στο στέγαστρο του μικρού σκάφους και από εκεί παρατηρούσε και έμεινε να κοιτάζει επίμονα το φεγγαρολουσμένο νερό δίχως να σαλεύει.
Ταχτοποιήθηκα και κάθισα δίπλα του παρατηρώντας πέρα τα φώτα των πλοίων που έμεναν πάντα ακίνητα, κρέμονταν σαν παραλυμένα.
Μόλις ξεκίνησε η λάντζα ο καπετάνιος με μισοκλεισμένα τα βλέφαρα έριξε ένα βλέμμα εμπρός του έπειτα έφερε σιγά το χέρι στα μαλλιά και τα έστρωσε με την παλάμη.  
«Είσαι εντάξει; Πως αισθάνεσαι;» Τον ρώτησα και τον κοίταξα....
Δεν μου απάντησε. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας κάθε άλλος θόρυβος του λιμανιού πνιγόταν από το βίντσι ενός μεγάλου πετρελαιοφόρου που αγκυροβολούσε έξω του λιμένα. Μαούνες φορτωμένες με σωρούς προϊόντα στριμώχνονταν στο βάθος της προβλήτας.
Κ έπειτα, σα να θυμήθηκε έξαφνα μου έπιασε το χέρι στο μπράτσο: Σαν κάτι να είχε ξεχάσει, κάτι σημαντικό.  
Με κοίταξε χαμογελώντας με ορθάνοιχτα μάτια. «Ώστε, λοιπόν, είχες κιόλας σκοπό να φτάσεις ίσαμε εκεί!»
Το βίντσι του μεγάλου βαποριού σταμάτησε να κάνει θόρυβο εκεί έξω από το βραχίονα του λιμανιού.
Το κατάλαβα, η μνήμη του είχε ξαναγυρίσει στα γεγονότα της Κορέας, την απουσία μου στην «παράτα» και την δήλωση μου ότι θα εγκαταλείψω το βαπόρι
Καθισμένος κοντά του έμεινα σιωπηλός και τον άφησα να συνεχίσει τις σκέψεις του προσπαθώντας να διακρίνω το πλοίο μας που ο μακρουλός μεγάλος όγκος του πετρελαιοφόρου του έφραζε την ορατότητα μπροστά μας.
Το βίντσι του βαποριού ακούστηκε πάλι που έτριζε.
«Διορθώνουν τα κλειδιά της άγκυρας.»  είπε ο καπετάνιος
«Σαν να αγκυροβόλησε πολύ κοντά στο βραχίονα του λιμανιού.» Συμπλήρωσα για να σπάσω τη σιωπή μου.
Ούτε που μίλησα ξανά… ήταν και ο καπετάνιος σιωπηλός και απόμακρος αλλά νηφάλιος τώρα μέχρι που η λάντζα πλαγιοδέτησε στη σκάλα του βαποριού.
Την επόμενη μέρα ένα κυριακάτικο πρωινό σαν κι αυτό που ο Θεός ξημέρωσε με καθαρό ουρανό, ο Καπετάνιος μας ανάλαφρος σαν πούπουλο, σηκώθηκε νηφάλιος και με διαύγεια πνεύματος και προσπαθεί να βρει την πραγματικότητα της προηγούμενης.
Τα θυμάται όλα... Μα πιο πολύ θυμάται τον Jim Beam...
«Άτιμο πράγμα αυτό το Jim Beam.! Με χάλασε!»
Το θέμα είναι τώρα τι λες στον Κάπτεν μας που είχε κατεβάσει ένα μπουκάλι Johnnie Walker και απλώς έβρεξε τα χείλη του με το Jim Beam.
Θυμήθηκα τα λόγια του παππού μου που με συμβούλευε στην εφηβεία μου...
«Γιατί όπως όλοι ξέρουμε τελικά, δε φταίει το ποτό γενικά, φταίει εκείνο το τελευταίο ποτό για όλα!»
Το πλοίο ανεφοδιάστηκε καινούργια καύσιμα τα μολυσμένα διαβρωτικά καύσιμα παραδόθηκαν σε υποδοχή της στεριάς. Έγιναν οι απαραίτητες επισκευές και συνεχίσαμε το ταξίδι για τον λιμένα εκφόρτωσης.
Στο Σουέζ ζήτησα και έγινε αντικατάστασης μου…
Συμπλήρωσα δέκα μήνες μπάρκο κάνοντας ακριβώς τον γύρο του κόσμου σαν άλλος Φιλέας Φογκ.
Ο γύρος του κόσμου σε δέκα μήνες….

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Ulcc Steam Tanker: Kapetan Panagiotis

Δεν είχαν περάσει ούτε δυο εβδομάδες από την επιστροφή μου στην Ελλάδα όταν ο Τεχνικός διευθυντής με αναζήτησε στο τηλέφωνο.
«Καλημέρα! Ελπίζω να ξεκουράστηκες.»
«Δεν μου αρέσει ο πρόλογος , ύποπτα μου μυρίζει, για  μπες στο κυρίως θέμα»
«Ετοιμάσου να πας Καλαμάτα.»
«Το ξέρεις ότι τα ρούχα μου δεν έχουν βγει ακόμη από τον σάκο;»
«Περνά το Καπετάν Παναγιώτης. Έχουμε πρόβλημα με τα καύσιμα γι αυτό σε παρακαλώ ετοιμάσου. Αύριο πρωί φεύγεις.»
«Το πότε φεύγω τακτοποιήθηκε. Το πότε γυρίζω τι λέει η γυάλινη σφαίρα;.» Για να είμαι ειλικρινής δε με εξέπλητταν πλέον αυτές οι συνθήκες εργασίας, οπότε η αντίδραση μου ήταν ανώφελη.
«Αυτό θα το συζητήσουμε μαζί σύντομα.»
«Μαζί να το συζητήσουμε δεν έχω πρόβλημα. Στη συμβία και στα παιδιά τι λένε; Που τους υποσχέθηκα πως θα τους αφιερώσω λίγο χρόνο;» 
«Ίσως την επόμενη φορά, έχεις περισσότερο χρόνο.»
«Κατάλαβα! Με άλλα λόγια θα τους τραγουδήσω την μαντινάδα. Ήρθε και πάλι η στιγμή αγάπες να σας αφήσω, αλλά να ξέρετε πάντοτε πάλι γρήγορα θα γυρίσω.» 
Διάβολε είχαμε συμφωνήσει με την εταιρεία ότι θα δουλεύω δυο τρίμηνα το χρόνο σαν Relief Engineer αντικαθιστώντας τους Πρώτους μηχανικούς, τα μόνιμα πληρώματα, ώστε να κάνουν τις απαραίτητες διακοπές τους και καταντήσαμε να δουλεύουμε δώδεκα μήνες το χρόνο. «Ευτυχώς που δεν έχει δεκατρείς μήνες ο χρόνος» σκέφτηκα..
Δυο τρεις φορές χρειάστηκε να πάω με ελικόπτερο για αλλαγή μεσοπέλαγα Καραϊβική θάλασσα, όποτε το να πάω Καλαμάτα είναι σαν διαδρομή ...Κολιάτσου-Παγκράτι ..... 
Το πλοίο ερχόταν από Καραϊβική θάλασσα ήταν κενό φορτίου θα παραλάμβανε τροφοδοσία, θα εκτελούσε αλλαγές πληρώματος στη Καλαμάτα και θα αναχωρούσε με τελικό προορισμό λιμένα του Περσικού κόλπου προς φόρτωση.
Το KAPETAN PANAGIOTIS ήταν ένα Ultra Large Crude Oil Tanker πρώην ESSO MEDITERRANEAN που έχει ναυπηγηθεί το 1976 στα ναυπηγεία : Ishikawajima Heavy Industries, Japan.
Η χωρητικότητα του πλοίου ήταν : 457,154  DWT και το  βύθισμα του 26,00 μέτρα. Το ολικό μήκος του (LOA) 378,40 μέτρα και το πλάτος του 68,00 μέτρα.
Propulsion: 2 Steam Turbines from IHI, Tokyo with 45,000 PS/33.570  KW 
Shaft: 80 RPM
Consumption: 227.5 ton /day  
Speed: 16.3 knots laden / 17.2 knots in ballast - 5-blade propeller with a diameter of 9.50 m
Ένας γίγαντας, από τα μεγαλύτερα πλοία που κυκλοφορούσαν.
Πλοίαρχος του πλοίου ο καπετάν Λευτέρης από την Κάρυστο Ευβοίας, ο υποπλοίαρχος επίσης από την Κάρυστο και ο αντλιωρός του πλοίου από την Κάρυστο, ένα ψηλό κορμί ένας όμορφος άντρας, μια ευχάριστη φιγούρα απ' αυτούς που οι γυναίκες έλκονται όχι μόνο για το όμορφο ανδρικό τους πρόσωπο, γαμπρός του καπετάν Λευτέρη. Είχε νυμφευτεί την δεύτερη κόρη του καπετάν Λευτέρη. Ο Δεύτερος μηχανικός ήταν από τα μέρη της Αμφιλοχίας. 
Όλοι τους κουβαλούσαν μια ενδιαφέρουσα ιστορία για τις προσωπικότητες τους. Ο καπετάν Λευτέρης στα πενήντα του χρόνια ψηλός με αρχοντικό παράστημα και καλοσυνάτο βλέμμα, είχε σύζυγο ιαπωνικής καταγωγής που του είχε χαρίσει δυο πανέμορφες κόρες. Μιλούσε με ζέση και τρυφερή αγάπη για την οικογένεια του και ποσό ανεκτίμητη θεωρούσε τη συμβολή της συζύγου του στο κτίσιμο της ευτυχισμένης οικογένειας του. Ο υποπλοίαρχος ένας ψηλός, σωματώδης άντρας µε πυκνή γενειάδα και καλοσυνάτα μάτια, ήταν κάτοχος ενός μικρού τουριστικού σκάφους που την εποχή αυτή το είχε παροπλίσει. Η τουριστική αγορά βρισκόταν σε ύφεση. Ο αντλιωρός είχε ένα ψαροκάικο, που το παράτησε  για να ακολουθήσει το πεθερό του στη θάλασσα. Ο Δεύτερος μηχανικός είχε μια μεγάλη φυτεία με καλαμπόκι στην Αμφιλοχία και ταξίδευε έξι μήνες στη θάλασσα και έξι μήνες αγρότης.
Παραλαμβάνοντας το πλοίο την απαραίτητη τροφοδοσία απέπλευσε με ρότα προς το κανάλι του Σουέζ και με τελικό προορισμό το Περσικό κόλπο.
Οι πληροφορίες για τα καύσιμα ήταν ότι πρόσφατα το πλοίο είχε εφοδιασθεί μια ποσότητα Heavy fuel oil (HFO) με χαρακτηριστικά: maximum density: 1022 kg/m3 at 15°C, τα οποία καύσιμα παρουσίαζαν προβλήματα στην καύση τους και είχαν παραμείνει ανενεργά στην πρωραία δεξαμενή καυσίμων. Αναχωρώντας το πλοίο από την Καλαμάτα με μια γρήγορη επιθεώρηση διαπίστωσα ότι μερικά δίκτυα έρματος του πλοίου να χρίζουν επισκευών και συντήρησης, με αποτέλεσμα να ζητήσω επικουρικά δυο τεχνίτες σωληνουργούς-λαμαρινάδες από την εταιρεία τους όποιους και παραλάβαμε στο Σουέζ. Ήταν δυο Ρουμάνοι στην καταγωγή με τους όποιους είχα εργαστεί στο πρόσφατο παρελθόν και σε άλλο πλοίο, δυο πολύ αξιόλογοι Τεχνίτες (Fitters) οι οποίοι τελικά αποδείχθηκαν άκρως απαραίτητοι σε δύσκολες στιγμές που αντιμετωπίσαμε στο πλοίο. Όπως…
Συμβάν Πρώτο: Φορτωμένοι διασχίζουμε το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας όταν το ψυγείο κενού παρουσιάζει κρακ στο κέλυφος και διαρροή θαλασσίου νερού ψύξης στο μηχανοστάσιο σε μεγάλες ποσότητες. Οι μεγάλες αντλίες μόλις που προλαμβάνουν την απάντληση των υδάτων. Χάρις στην ικανότητα των τεχνιτών συγκολλήσαμε ένα λαιμό σωλήνα μεγάλης διαμέτρου περιφερειακά του κρακ με φλάντζα στο τέλος του και επάνω του προσαρμόσαμε τυφλή φλάντζα προς αποκατάστασή της διαρροής. Η προσπάθεια αποκατάστασης του απρόβλεπτου προβλήματος, μια δύσκολη και επίπονη εργασία έλαβε αίσιο τέλος με το ψυγείο κενού να εργάζεται χωρίς διαρροή και το πλοίο να συνεχίζει το ταξίδι του με αμείωτη ασφάλεια.
Συμβάν Δεύτερο: Είναι ώρα πέντε πρωινή: Έχουμε αφήσει πίσω μας τον Κόλπο του Άντεν και το Αφρικανικό Κέρας, όταν αναστατωμένος με καλεί στο τηλέφωνο ο καπετάν Λευτέρης και με πληροφορεί ότι έχουμε νερά στο πρωραίο στεγανό (Forepeak). Σε επιθεώρηση με τον υποπλοίαρχο διαπιστώνουμε ρήγμα του σκάφους γύρω στους εξήντα πόντους πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Υπήρχε μια σχετική θαλασσοταραχή όταν κάποιος βουβός μεγάλος κυματισμός που δημιουργούσε το αντιμάμαλο του ωκεανού στο αφρικάνικο κέρας κουτούλησε το γίγαντα και του επέφερε τη ζημιά. Οι δυο τεχνίτες με την βοήθεια και του πληρώματος συγκόλλησαν ένα μεγάλο έλασμα λαμαρίνα για προσωρινή αποκατάσταση μέχρι τον λιμένα, όπου έγινε επιθεώρηση από νηογνώμονα και μόνιμη αποκατάσταση σε μεγάλο μέρος της δεξιάς μάσκας του πλοίου. 
Τα καύσιμα: Τελειώνοντας η εκφόρτωση του πλοίου σε υποθαλάσσιους αγωγούς της Καραϊβικής θάλασσας, επιστρέφουμε με το πλοίο κενό φορτίου δια της Μεσογείου θάλασσας στον Περσικό κόλπο. Διάρκεια ταξιδιού αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε προς καύση τα προβληματικά καύσιμα τα οποία είχαν παραμείνει ανενεργά στην πρωραία δεξαμενή καύσιμων. Το πλοίο για την παραγωγή ατμού διέθετε δυο λέβητες τύπου «D». Κάθε τέσσερις ημέρες γινόταν απομόνωση εναλλάξ τους ενός λέβητα και πλήρης καθαρισμός της εστίας του από τις επικαθήσεις από τα στερεά κατάλοιπα του καύσιμου που προσομοίαζαν σε ηφαιστειακό τοπίο. Μια εργασία επίπονα κουραστική υπό αντίξοες συνθήκες που συμμετείχε όλο το πλήρωμα του πλοίου, μηχανής και καταστρώματος στην αποβολή των κατάλοιπων από τις εστίες των λεβήτων.
Ζήσαμε κάποιες δύσκολες στιγμές, που όμως περάσαν αθόρυβα. Για να επιτευχθούν τα παραπάνω απαιτείτο η συνεργασία και ο αποτελεσματικός συντονισμός των εργασιών του πληρώματος. Ήμασταν όλοι μαζί, μια ομάδα που μπορέσαμε έτσι να ξεδιπλώσουμε την ενέργεια μας, με τρόπο που να κάνουμε τα δύσκολα να φαίνονται εύκολα και να μοιάζουν αρκετά σαν μια απλή υπόθεση.  Η συνεργασία μας δεν ήταν μόνο ένα προσωπικό χάρισμα του πληρώματος αλλά και ανάγκη άρτιας επαγγελματικής αντίδρασης. Η γνώση και οι δεξιότητες αποτέλεσαν καίριους παράγοντες ιδιαίτερα, στα χαρακτηριστικά του θαλάσσιου περιβάλλοντος την περίοδο που συναντήσαμε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες.
Αυτή είναι η ζωή του ναυτικού! Οι θαλάσσιες μεταφορές και οι λιμένες είναι ζωτικής σημασίας για το διεθνές εμπόριο και τις διεθνείς συναλλαγές. 
Όλοι μας ενθυμούμαστε ιστορίες για τα μεγάλα ταξίδια των εξερευνητών που αποκάλυψαν στους προγόνους μας την απεραντοσύνη του πλανήτη μας, και τους πλούσιους πόρους του. Αυτό δεν έχει αλλάξει ούτε σήμερα. 

 
Web Informer Button