...Ένα μικρο απόσπασμα από τo...Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ...(Part:6)...Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε λεπτομέρειες στο Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part..1).....
.......Νωρίς το απόγευμα ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά όταν οι γυναίκες αναχώρησαν από τον μικρο παραλιακό οικισμό τους για το χωριό. Η Νεφέλη πρόθυμα συνόδευσε τη Φαίδρα, ήθελε και η ίδια να συμμετάσχει στον εσπερινό του κοντινού μοναστηριού. Ευκαιρία ήταν.
Η Φαιδρά έδωσε τα κλειδιά της μηχανής και της αποθήκης στο Νικηφόρο και τον ευχαρίστησε θερμά που αναλαμβάνει να μεταφέρει τη μηχανή του συζύγου της στο χωριό.
«Σ' ευχαριστώ Νικηφόρε! Το εκτιμώ πολύ που μπαίνεις στο κόπο!» Του λέει και η φωνή της τον περιέλουσε με τη γοητεία της που τον έκανε να ανατριχιάσει. Αν η φωνή της ήταν γεύση θα ήταν ζεστή σοκολάτα σκέφτηκε ο Νικηφόρος.
Αναχώρησαν λοιπόν οι γυναίκες με προορισμό το χωριό που από εκεί θα έπαιρναν και την ηλικιωμένη χήρα μητέρα της Φαίδρας να πάνε στο μοναστήρι. H Δανάη δεν ακολούθησε τις δυο γυναίκες, έμεινε με τις νεαρές παρέες της στη μικρή καφετέρια του χωριού αναμένοντας τον γυρισμό τους. Από τα μικρά της χρόνια δεν ήταν από εκείνους τους νέους ανθρώπους που νιώθουν μια βαθύτερη ανάγκη να ασχολούνται με τα θρησκευτικά ζητήματα της πίστης τους. Από οικογενειακή και μόνο παράδοση ήταν μια απλή χριστιανή και όπως ήταν αναμενόμενο δεν ακολούθησε τις γυναίκες στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα.
Κάποια στιγμή όμως σηκώθηκε βιαστικά λέγοντας στην παρέα της πως πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι για ένα σημαντικό ραντεβού και θα επέστρεφε!. Φρόντισε να δικαιολογηθεί στις κολλητές της ότι έπρεπε να αναλάβει να κατατοπίσει τον οικογενειακό τους φίλο το Νικηφόρο που θα αποθηκεύσουν την μηχανή του πάτερα της που την φέρνει από το εξοχικό τους.
Η πιο στενή της φίλη που το τελευταίο καλοκαίρι είχαν παρέα μετατρέψει μυστικά την αποθήκη του πατρικού σπιτιού σε καβάτζα για sex, την συμβουλεύει δήθεν φιλικά. «Να φροντίσεις Χρυσή μου την αποθήκη να την έχετε κλειδώσει από μέσα πριν σας συνεπάρει το σεξουαλικό πάθος.»
... Το απόγευμα ήταν ακόμη ηλιόλουστο όταν έφθασε ο Νικηφόρος με τη μηχανή και βρήκε τη Δανάη να τον περιμένει στο σπίτι της γιαγιά της. Τη βρήκε έξω στην αυλή, πάνω από τον κήπο τον γεμάτο λουλούδια. Καθόταν σε ένα παγκάκι στο πλάι της πλακόστρωτης αυλής, η εμφάνιση της μονοπωλούσε το χώρο και τον κοιτούσε κατάματα μέσα από ένα άκρως αυθάδικο βλέμμα. Ένα καυλιάρικο μωρό super-sexy. Ο θησαυρός της άγουρης της νιότης, στα δεκαεννέα της χρόνια, ψηλή, καστανό-μελαχρινή και γεμάτη σφρίγος. Αισθανόταν ήδη πολύ γυναίκα. Φορούσε ένα κολλητό φανελάκι που άφηνε την γραμμωμένη της κοιλίτσα να φαίνεται, χωρίς να φοράει σουτιέν με τις ρογίτσες της να τρυπάνε το λεπτό ύφασμα και να κοιτάζουν τον ουρανό όλο αυθάδεια. «Αχ! τα νιάτα!» θα σκεφτόταν όποιος την έβλεπε. Ένα μίνι τζιν φουστανάκι έσκαγε ακριβώς εκεί που χώριζε το κωλαράκι της από τους μηρούς, αφήνοντας σε άπλετη θέα τα ατελείωτα μαυρισμένα της μπούτια. Και προσεγμένο, φορούσε τέλεια ψηλοτάκουνα τσοκαράκια, αυτά τα πολύ σέξι με καλοβαμμένα κατακόκκινα νύχια. Και το μάτι! αχ τι μάτι ήταν αυτό θεέ μου. Είχε τα πιο συναρπαστικά με ιριδίζοντα χρώματα αστραφτερά μάτια, πλαισιωμένα από τις μακρύτερες και πιο γυριστές βλεφαρίδες που ήταν μονίμως γελαστά. Όντως, κολασμένο μωρό! Μωρό φτιαγμένο για να κλείνει σπίτια, να χαλάει οικογένειες και να σε στέλνει αδιάβαστο με το εξπρές των δώδεκα και τριάντα στην κόλαση να καίγεσαι αιώνια στα καζάνια της για πάρτη της.
Το πρόσωπο του φωτίστηκε από έκπληξη και έμεινε να την κοιτάζει αποσβολωμένος και ευχαριστημένος από το θέαμα που έβλεπε.
Ήταν φανερό ότι είχε συνεπαρθεί και του άρεσε και κάτι μέσα του άρχισε να φουντώνει ηδονικά.
Ήταν απίστευτα όμορφη στο φως του ήλιου. Τα γκρίζα μάτια της είχαν γαλάζιες και πράσινες πιτσιλιές. Σαν οπάλια, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων.
Ένα καυλιάρικο μωρό που το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Μια ψηλή θεά δεκαοκτώ-δεκαεννιά χρονών που θέλεις να σταματήσει ο χρόνος δίπλα της, και που επιθυμείς να την πάρεις πολλές φορές.
Της Δανάης ακόμη ηχούσαν στο μυαλό της οι δυνατές κραυγές πάθους και το έντονο σεξ οργασμού που με λεπτομέρειες αφουγκραζόταν το θορυβώδη έρωτα της χθεσινής νύχτας και την ερωτική κραιπάλη που είχε ζήσει η μιλφάρα η Νεφέλη στην αγκαλιά του Νικηφόρου. Όταν έπεσε για ύπνο όπως αναμενόταν οι ώρες της κυλούσαν πολύ δύσκολα. Αναπαρήγαγε μέσα στο μυαλό της τις σκηνές που φανταζόταν πως διαδραματίζονταν στο εσωτερικό της εξοχικής κατοικίας τις στιγμές που ο Νικηφόρος γαμούσε τη Νεφέλη με κραυγές και ήχους ευχαρίστησης κατά τη διάρκεια του σεξ! Ήξερε πολύ καλά ότι η Νεφέλη και πάλι αυτό το βράδυ θα ούρλιαζε από ηδονή με το Νικηφόρο να περιποιείται κάθε τρύπα της, ενώ η ίδια παρέμενε εκεί στο παγωμένο κρεβάτι της. Λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να νιώσει και η ίδια την ίδια ηδονική ένταση! Το αγόρι της τώρα που τα σκέφτεται, δεν είχε καταφέρει ποτέ να την ικανοποιήσει πραγματικά, παρόλο που τον έβρισκε ελκυστικό. Ρε παιδί μου, ήταν απλά παντελώς άπειρος και πολύ γλυκός για τις προτιμήσεις της. Η Δανάη γούσταρε κάποιον αρσενικό άνδρα με προσόντα να την δαμάσει, να της κάνει τις φαντασιώσεις της πραγματικότητα. Να τη γαμάει σαν πουτάνα και να που τώρα ο Νικηφόρος με την αρρενωπότητα στη φυσιογνωμία του ήταν σίγουρη πως είναι ο κατάλληλος άνδρας που θα μπορούσε να της προσφέρει κατάσαρκα έναν αμείωτο ερωτισμό ανταποδίδοντας του όλους τους χυμούς της! Αυτές οι εικόνες έκαναν παρέλαση στο μυαλό της και η καύλα χτιζόταν σιγά σιγά μέσα της. Σκεφτόταν τι απίστευτο γαμήσι θα έκανε με το Νικηφόρο και η σύγκριση με το αγόρι της, της φάνταζε ότι νεαρός φίλος της ήταν απίστευτα ανεπαρκής για το πυρακτωμένο μουνί της που διαμαρτυρόταν και ήταν έντονα βασανιστικό που δεν έλεγε να ηρεμήσει.
Το μόνο λοιπόν που μπορούσε να κάνει ήταν να καταστρώνει σχέδια στο διαβολεμένο μυαλό της. Η Δανάη σκαρφίζεται πως είναι η κατάλληλη ώρα να παίξει με το μυαλό του Νικηφόρου για να τον κάνει να τη θέλει σαν τρελός και να την πηδήξει! Χωρίς χρονοτριβή σηκώνεται από το περβάζι και του απευθύνεται για να τον προλάβει πριν κατέβει από την μηχανή..
«Μην κατεβαίνεις από τη μηχανή σε παρακαλώ κύριε Νικηφόρε. Αν δεν σου γίνομαι βάρος θα εκτιμούσα τη βοήθεια σου για μια εξυπηρέτηση με τη μηχανή.»
Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να μη προσέξει τις ορθωμένες θηλές της και το σφιχτό δέρμα της, και καθώς τον πλησίαζε γεμάτη χάρη, αναστέναξε σιγανά, μουρμούρισε «πίσω μου σ'έχω σατανά!» κοιτάζοντας το δέκα-εννιάχρονο διαβολάκι.
Το δέκα-εννιάχρονο διαβολάκι κοντοστέκεται στο πλατύσκαλο της αυλής και ξεκινά να σχεδιάζει με σκοπό να του στείλει ορατά σήματα, που να του αρέσουν. Να του στείλει σήματα από αυτά που πυροδοτούν το ανθρώπινο σώμα στο αρχικό στάδιο την επιθυμία. Σκύβει ότι τάχα μου κάτι της έπεσε, ψάχνει και κάνει πως δεν το βρίσκει. Σκύβοντας, τα πόδια της είναι ενωμένα και δεν έχει λυγίσει τα γόνατα. Ψάχνοντας στριφογυρίζει στη θέση της με τον Νικηφόρο να βρίσκεται ακόμη καβάλα στη μηχανή ακριβώς πίσω της χαμηλά στην είσοδο της αυλής και σε κάποια σχετική απόσταση..
«Κοίτα το καυλιάρικο μωρό! Μου δείχνει το «μύδι» της! Μωρρρροοό μου!!!!» Μονολόγησε ο Νικηφόρος ερεθισμένος από τη θέα που του προσέφερε η έφηβη γυναίκα. Τα μάτια του είχαν ακινητοποιηθεί εκεί! Η θέα του τρυφερού νεανικού μουνιού τίναξε σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον ήδη πρησμένο πούτσο του. Βρίσκεται στο στάδιο, που το ανθρώπινο σώμα του κατακλύζεται από ένα χημικό κοκτέιλ, αδυνατεί να σκεφτεί σωστά και αρχίζει να επιθυμεί το αντικείμενο του πάθους.
Ο Νικηφόρος τα ‘βάλε με τον εαυτό του για τις απαγορευμένες σκέψεις που έκανε. Με αυτές τις σκέψεις νιώθει συναισθηματική έξαρση με αποτέλεσμα να παρασύρεται και ως θεατής της ομορφιάς της, και να συνεπαίρνεται από τη σαγήνη που του προκαλεί το νεαρό κορίτσι. Τόσο που αισθανόταν να χάνει το μυαλό του, και ουσιαστικά δεν ήταν μόνο νεαρή γυναίκα, ήταν ταυτόχρονα το άγνωστο εκείνο κομμάτι του εαυτού του που ήρθε στην επιφάνεια μέσα από εκείνες τις σκέψεις του για μια ανάρμοστη και ασύμπτωτη κατά μια έννοια μαγική ερωτική χημεία που κατακλύζει το κορμί του και συμβαίνει χωρίς να το έχει επιλέξει απρόβλεπτα να γίνει συμπτωματική ερωτική συνάντηση.
Ήταν παράλογο σύμφωνα με την λογική του να επιθυμεί να γαμήσει την νεαρή κοπέλα. Αλλά το ένστικτό που δε λογάριαζε τη λογική έκανε το καυλί του να τεντώσει απ’ την καύλα. Αν είναι να το ζήσεις αγόρι μου, ζήσε το, μέχρι τελευταίας ρανίδας. Συγχρόνως όμως μην παραιτηθείς ποτέ από το ρόλο του ήρεμου, ουδέτερου παρατηρητή μιας τέτοιας σχέσης. Μην χαθείς μέσα της. Ζήσε το σαν να σε βλέπεις να παίζεις σε ταινία. Ζήσε το, αλλά με τις κεραίες της επίγνωσης αφυπνισμένες και καλό δρόμο μεχρι το πυροτέχνημα να σκάσει, και εσύ τότε να βαρεθείς το ρόλο του αρσενικού επιβήτορα και όλα θα έλθουν και πάλι στη σωστή τους θέση....
Βγαίνοντας από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις του ο Νικηφόρος παίρνοντας αργές, μετρημένες ανάσες, συνέχισε να παρατηρεί το νεαρό κορίτσι. Τα βλέμματα τους συναντούνται και αναμετράει ο ένας τον άλλο.Τα μελιά του μάτια ακτινοβόλησαν όπως το σπασμένο γυαλί. Στα τριάντα τρία του χρόνια είναι στα ντουζένια του σαν γάτος που γυρνοβολάει στα κεραμίδια. Και αυτό το κορίτσι έχει κάτι που του ανάβει την πρωτόγονη πλευρά της φύσης του, του διεγείρει τον ερεθισμό, και τον ερωτικό οίστρο του που καμιά φορά όπως και τώρα να νιώθει ότι είναι χάσιμο χρόνου να καταπολεμάει τη λογική και την υπευθυνότητα που επιβάλλεται στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Η Δανάη σηκώθηκε όρθια και πρόλαβε να διακρίνει την έξαψη στη ματιά του Νικηφόρου. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε στα κόκκινα χείλια της. Του χαμογέλασε ικανοποιημένη πονηρά και όλο νόημα. Τον Νικηφόρο στεγνός πυρετός τον έπιασε. Αχ αυτό το κορίτσι με τα μάτια φωτιά. Τον κοίταζε και άναβε. Κατέβηκε το πλατύσκαλο και χόρευαν οι ρώγες της. Είναι φανερό ότι βιώνει κι αυτό το ερωτικό σκίρτημα σαν γαργαλητό στο στομάχι. Έχει κι αυτό τα ντουζένια της που δεν την αφήνουν ήρεμα να κοιμηθεί το βράδυ. Τον κοιτούσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, καθώς σκέψεις ρίζωναν μέσα της. Η ιδέα να της κάνει έρωτα αυτός ο άντρας ήταν ιδιαίτερα ερεθιστική και ήταν και κάτι που δρα ως διεγερτικό της σεξουαλικής επιθυμίας πάνω της. Στις φλέβες της κυλούσε φλογερό αίμα και το μυαλό της ήταν ήδη γεμάτο με τρυφερές περιπτύξεις και λάγνες φαντασιώσεις, παρορμήσεις που επιθυμούσε για να τις δοκιμάσει. Βλέπεις εις την ηλικία της οι ορμές δεν τιθασεύονται.
Τότε ήταν που στράφηκε μ' ένα χαμόγελο στο Νικηφόρο που του ζέστανε κάτι που είχε ξυπνησει χαμηλά στην κοιλιά του και με περίσσιο νάζι και την αθωότητα προσωποποιημένη του εξήγησε τι ακριβώς εξυπηρέτηση του ζητούσε.
«Κύριε Νικηφόρε! Θα ήθελα σας παρακαλώ αν δεν σας κάνει ιδιαίτερο κόπο να με πας πάλι πίσω στο εξοχικό μας σπίτι! Θέλω να πάρω τον φορητό υπολογιστή μου που τον έχω ξεχάσει και μου είναι απαραίτητος για τα τεστ εξαμήνου της σχολής μου.»
Στην αρχή υπήρχε μια αμηχανία και στους δυο. Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. Η λογική έλεγε ότι δεν μπορούσε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα. Η αλήθεια ήταν ότι ο Νικηφόρος δεν ήταν εντελώς κλειστός στο σεξ. Δε χρειαζόταν παρακάλια για να αναλάβει δράση. Ήξερε να χαρίζει στη γυναίκα ηδονή, αλλά δεν είχε αυτή τη σπίθα της διαφθοράς, που θα ανέβαζε τη Δανάη στα ύψη. Καλή η προσπάθεια της σκέφτηκε, όμως κατάλαβε από τον τρόπο που μισόκλεισε τα μάτια της ότι δεν υπήρχε ούτε ένα κύτταρο αθωότητας σε όλο της το κορμί.
Βλέποντας τον Νικηφόρο κάπως δειλά αναποφάσιστο να το σκέπτεται δεν έχασε χρόνο, στάθηκε μπροστά στην μηχανή και του λέει με περιπαικτική ευγένεια.
«Μπορείς απλώς να αρνηθείς αν φοβάσαι να πας κάπου μόνος μαζί μου. Θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να ανακαλύψω τι φοβάσαι πιο πολύ; Εμένα ή τα σχόλια που φαντάζεσαι πως θα ακούσεις αύριο;»
Ο Νικηφόρος έσμιξε τα φρύδια του καθώς κοίταξε την Δανάη και την είδε να παίρνει αυτό το αδηφάγο βλέμμα και την πόζα του ξαναμμένου θηλυκού κατάλαβε τις προθέσεις της και έπιασε το υπονοούμενο. Το γέλιο του απλώθηκε ζεστό πάνω στο δέρμα της. «Εσένα κορίτσι μου γιατί να σε φοβηθώ; Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος;» Της είπε μ’ ένα χαμόγελο που μίκρυνε λίγο αλλά δεν χάθηκε από τα συνεχώς γελαστά του μάτια. «Αλλά μου φαίνεται ότι κάποια δεν είναι και πολύ φρόνιμη.» της λέει ο Νικηφόρος με ένα τόνο μαλώματος στη φωνή του, έχοντας στο μυαλό του τη σκηνή στο πλατύσκαλο που έσκυψε και έψαχνε να βρει αυτό που της έπεσε!
«Εε... γιατί καλέ;...Τι κακό έκανα;» απάντησε δήθεν κάπως ντροπαλά η Δανάη.
«Λάθος μου! Δεν είναι προσεχτική ήθελα να πω και είπα φρόνιμη.»
Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και πάλι για λίγο ακόμη αμίλητοι, σιωπηλοί. Χωρίς να πάρει μια συνειδητή απόφαση, την πλησίασε αργά. Δεν ήταν σίγουρος πώς θα την αντιμετώπιζε ή τι θα της έλεγε. Εξαρτιόταν από την παρόρμηση που θα του ερχόταν πρώτη τη στιγμή που θα έφτανε κοντά της.
Έπιασε τον εαυτό του να βράζει από ένα καυτό, δυσάρεστο συναίσθημα. Η Δανάη γυμνή από κάτω του, να βογκάει. Δεν υπήρχε τίποτα που να επιθυμούσε περισσότερο εκείνη τη στιγμή. Κι αυτό ήταν λογικό, φυσικά. Τη φαντάστηκε να κλείνει το κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες του, να τη φιλάει λάγνα επί πολλά λεπτά, μέχρι να λιώσει και να μείνει ξέπνοη στην αγκαλιά του, να τη βασανίσει μέχρι να τον ικετέψει και να ουρλιάζει. Αντιθέτως με ότι σκεφτόταν, στάθηκε με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες του, παρατηρώντας την ανέκφραστος.
Έγειρε στο πλάι το κεφάλι του και την περιεργάστηκε από πάνω έως κάτω. «Ώστε ξέχασες τον υπολογιστή; Μάλλον ερωτευμένη είσαι κορίτσι μου!» της είπε τελικά για να σπάσει τη σιωπή.
«Σε παρακαλώ! Με κάνεις να φαίνομαι ανόητη! Τη μια απρόσεχτη, την άλλη ερωτευμένη και ξεχνάω. Τι να υποθέσω! Μια χαρά κοπλιμέντα!» και του χαμογέλασε με εκείνο το σκανδαλιάρικο αισθησιακό χαμόγελο της, ναζιάρικα και δηκτικά, στρώνοντας ταυτόχρονα τις μακριές τούφες των καστανών μαλλιών της που είχαν ξεφύγει από την κοτσίδα της.
Η προοπτική να επιστρέψει στην παραλία με τη μηχανή και η νεαρή γυναίκα καβάλα πίσω του τον προβληματίζει, αλλά αντιμέτωπος με την ναζιάρικη επιμονή της Δανάης, ο Νικηφόρος δεν μπορούσε παρά να συμμορφωθεί καθώς οι συνηθισμένες άμυνες του δεν ήταν πια πιο αποτελεσματικές από τα πεσμένα τείχη που περιέβαλλαν το παλιό λιοτρίβι του χωριού. Ο Νικηφόρος της έγνεψε να την βοηθήσει να ανέβει στην μηχανή ενώ την ίδια ώρα θύμωνε με τον εαυτό του που έκανε τόσο έντονα «πονηρές» σκέψεις για την νεαρή κοπέλα.
«Αυτό το «κύριε Νικηφόρε» όμως που ακούστηκε για δεύτερη φορά στ΄ αυτιά του Νικηφόρου του ήχησε κάπως για ειρωνικό και χαμογέλασε με ευχάριστη διάθεση..
«Ανέβα στη μηχανή και κάνε μου τη χάρη κορίτσι μου και μη με δουλεύεις! Δανάη! Τα κυριλίκια κομμένα. Εμένα θα με λες Νικηφόρο, η μπάρμπα-Νικηφόρο ή όπως αλλιώς θες. Εντάξει; Χωρίς κυριλίκια» Κατέληξε γελώντας.
«Ε...όχι και μπάρμπα, δεν είσαι και τόσο μεγάλος πια, αν και!» έκανε μια μικρή παύση η Δανάη και μετά το πέταξε το καρφί της. «Αν και κρίνοντας από κάποιες φωνές χθες το βράδυ στην παραλία σε μερικά πράγματα μάλλον είσαι μεγάλος!»
Ο Νικηφόρος την κοίταξε στα μάτια, η Δανάη είχε ζωγραφισμένο με αέρα ένα άνετο, ειρωνικό χαμόγελο και πονηρό βλέμμα, που δεν θέλει να αφήσει τίποτα στην τύχη.
«Λοιπόν! Είπαμε Νικηφόρο με λένε! Και όσο θα μου χρωστάς την εξυπηρέτηση, δεν θέλω να μου χρωστάς. Χαρά μου να σε εξυπηρετήσω! Άλλωστε ποιος δεν θα ήθελε να πάει μια βόλτα με τη μηχανή ένα τόσο εξαίσιο πλάσμα και θα το αρνηθώ εγώ;.»
«Δεν ξέρω πώς πρέπει να το πάρω αυτό! Πως να το ερμηνεύσω.»
«Να το πάρεις σαν κομπλιμέντο. Που διαμαρτύρεσαι πως κάνω άσχημα σχόλια! Είσαι ότι πιο δροσερό υπάρχει στο χωριό σας.»
«Ευχαριστώ! Μπάρμπα Νικηφόρε ! Χαίρομαι και με κάνεις και νιώθω πολύ όμορφα μαζί σου!»
«Κι εγώ χαίρομαι,. Από την κουβέντα μας νιώθω ότι είσαι πολύ καλή παρέα.»
«Και εγώ αισθάνομαι πολύ άνετα την επαφή μας αν και είσαι κάπως διαφορετικός από τις συνηθισμένες μου παρέες.»
«Τι εννοείς δηλαδή; Δεν είμαι και κανένας εξωγήινος Δανάη μου».
«Όχι. όχι εννοώ είσαι πολύ κύριος, δεν είσαι κανένα παιδαρέλι.»
Η Δανάη συνέχισε να χαμογελά χαρούμενη καθώς τη βοήθησε να καβαλήσει στη μηχανή. Αγκάλιασε τον άνδρα βολεύτηκε στη θέση της και πέρασε τα χέρια της γύρω από το κορμί του και ξεκίνησαν. Κρατήθηκε από πάνω του, ριγώντας από ευχαρίστηση. Στον ομαλό του δρόμου συνάντησαν ένα μεγάλο κοπάδι από πρόβατα που όταν εμπόδιο στη διαδρομή τους και τους καθυστερούσαν.
Ο Νικηφόρος αποφάσισε να παρακάμψει τον αυτοκινητόδρομο και να ακολουθήσει έναν τραχύ αγροτικό δρόμο ανάμεσα στη χέρσα γη, κατηφορίζοντας στριφογυριστά μονοπάτια σπαρμένα με λουλούδια και διασχίζοντας άνυδρα χωράφια στην ήσυχη απογευματινή λιακάδα, με τον ζεστό αέρα, και τον γαλάζιο ουρανό. Το έδαφος ήταν λιγότερο καλλιεργήσιμο γύρω τους, με περισσότερη πέτρα παρά χώμα και καλυμμένο με θάμνους.
«Κρατήσου καλά επάνω μου γιατί ο δρόμος είναι κακοτράχαλος και έχει πολλά νεροφαγώματα, να μην μας συμβεί κάποιο ατύχημα, σε θέλω κορίτσι μου σώα και αρτιμελή όταν επιστρέψουμε πίσω.»
Στην αρχή ο Νικηφόρος ήταν προσεχτικός δοκιμάζοντας με ελαφρά μαρσαρίσματα τα «αρπάγματα» της εντούρο που οδηγούσε στο ανώμαλο έδαφος. Όντως είχε πολύ «πουσάρισμα» με αποτέλεσμα με το παραμικρό χάδι του γκαζιού τα άλογα της να τινάζονται αφηνιασμένα! Σε λίγο όμως συνήθισε τον κακοτράχαλο δρόμο και τώρα οδηγούσε με άνεση. Η Δανάη τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της με το κορμί της κολλημένο πάνω του πίσω από την πλάτη του, τιτιβίζοντας χαρούμενη. Έτριβε τα βυζιά της στην πλάτη του κι αυτός το ένιωθε σαν χάδι. Περισσότερο μάλλον για να τρίβεται πάνω του παρά γιατί φοβόταν. Αλλά αυτό άρεσε και σε εκείνον. Ανατρίχιαζε καθώς ένιωθε την ανάσα της να καίει το αφτί του και τον λαιμό του. Ένιωσε τα χέρια της να τον σφίγγουν πάνω της πέραν όμως του κανονικού. Ένα άγγιγμα στο λαιμό του, με τα μάγουλα της τον κάνει να ανατριχιάσει ολόκληρος.
.... Ο Νικηφόρος στέκεται προς το παρόν αμήχανα, δεν του είναι εύκολο να ξεπεράσει δισταγμούς κι αναστολές και αυτό του προκαλεί διάχυτη ανησυχία και νευρικότητα και τι μεγάλο πρόβλημα μπορούσε να γίνει αυτό, αυτός, ο ανάρμοστος πόθος του για εκείνη τη νεαρή γυναίκα. Η Δανάη το κατάλαβε ότι ο Νικηφόρος προσπαθούσε να κρατήσει αποστάσεις, καθώς συλλογιζόταν τις συνέπειες αυτής της επαφής τους και το αποφάσισε να σπάσει αυτή τον πάγο, να αναλάβει δράση και να παίξουν το μεγάλο παιχνίδι! Τον φιλούσε πεταχτά στο σβέρκο και ο Νικηφόρος άρχισε να αισθάνεται ότι τα φιλιά τρυπούσαν τις άμυνες του, έβαζαν φωτιά σε όλο του το δέρμα.
Αυθόρμητα όπως τον κρατούσε σφιχτά κολλημένη επάνω του χωρίς προειδοποίηση κατέβασε το χέρι της πιο χαμηλά και έπιασε να χαϊδεύει το φούσκωμα του παντελονιού του που στο εσωτερικό το πέος του άρχισε να παίρνει την ανιούσα, και να φτάνει στον αφαλό του. Η διέγερση και η ευχαρίστηση που του προκαλούσε την γέμιζε ικανοποίηση και αύξανε και τη δική της έντονη ερωτική διάθεση και σκεφτόταν ότι εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελε, ήταν αυτό το πέος μέσα της να την γεμίζει ηδονή.
Αυτός είναι αλήθεια δεν το περίμενε τόσο θάρρος και ενστικτωδώς έπιασε τον καρπό της και της έσφιξε το χέρι τόσο ώστε η Δανάη ένιωσε κάτι να σαρώνει ολόκληρο το κορμί της. Ήταν μια αίσθηση ανακούφισης, η εντύπωση ότι όλα πήραν το δρόμο τους. Μια ζεστασιά μαζεύτηκε στα δάχτυλά τους.
«Έι, τι κάνεις εκεί;» Της λέει έκπληκτος, απ' την αναπάντεχη έκπληξη που του επιφύλαξε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μία κι ύστερα άλλη μία φορά, εμβρόντητος. Η ευθύτητα της χειρονομίας της τον έβγαζε έξω απ’ τα νερά του. Πολύ έξω απ’ τα νερά του!
«Τι κάνω;» Του είπε χαδιάρικα.
«Τι κάνεις;. Αχ βρε παλιοκόριτσο δεν καταλαβαινεις τι μου 'χεις κάνεις;..Με έχεις ανάψει κορίτσι μου!. Αυτό κάνεις.»
«Δηλαδή τώρα που είμαστε μόνοι μας εδώ στην ερημιά; και έχεις ανάψει τι είναι αυτό που σκέφτεσαι;»
«Μα ρε κορίτσι μου τι είναι αυτά που λες; Είσαι σοβαρή; Μη μου βάζεις ιδέες για την ερημιά! Μη σε παρακαλώ δεν είναι σωστό!»
Η Δανάη σίγουρη πια ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο σφίγγει με την παλάμη της το φούσκωμα στο καβάλο του παντελονιού και του λέει.
«Δηλαδή άμα σε προκαλέσω και άλλο, έχεις σκοπό να με αποπλανήσεις!»
«Μα δεν θέλω να σε αποπλανήσω κορίτσι μου! Αλλά γιατί μου το κανείς αυτό και με προκαλείς και με φτιάχνεις; Θέλω και πολύ νομίζεις; Ήδη νιώθω μια ακατανίκητη επιθυμία να σε καταβροχθίσω.» Και η καρδιά του να σφυροκοπά σαν ο αγέρας στα πανιά.
«Μπα; Γιατί; Τι έχω εγώ και δεν θες να με αποπλανήσεις.; Νοσογόνα βακτήρια έχω και φοβάσαι μην σε κολλήσω;» Του είπε με σκέρτσο και νάζι πουτάνας.
«Δεν είναι δίκαιο να μου κάνεις προσωπικές ερωτήσεις. Μπορεί να σου πω την αλήθεια.»
Μα δεν ήταν σίγουρος τι θα της έλεγε. Για μια στιγμή άφησε τον εαυτό του να το σκεφτεί, καθώς φαντάστηκε την πρωτόγονη ικανοποίηση που θα ένιωθε αν τη διεκδικούσε, αν τη σήκωνε στα μπράτσα του και τη μετέφερε σε ένα μαλακό σημείο του εδάφους με μια ζωώδη επιθυμία να τη ρίξει στο ζεστό από τον ήλιο χορτάρι και να την ικανοποιήσει στις καύλες της απολαμβάνοντας την. O Νικηφόρος κούνησε το κεφάλι του για να καθαρίσει το μυαλό του, ανήσυχος από το δρόμο που είχαν πάρει οι σκέψεις του. Ό,τι κι αν ήταν, δεν ήταν από τους άντρες που θα επιβαλλόταν με το ζόρι σε μια γυναίκα. Ωστόσο, η φαντασίωση ήταν πολύ έντονη για να την αγνοήσει. Καταβάλλοντας κόπο, τιθάσευσε τις σεξουαλικά βάρβαρες παρορμήσεις του.
«Γιατί δεν μου απαντάς;» επέμεινε εκείνη.
«Ω, Θεέ μου! Μωρό μου, σε παρακαλώ… Μη μου το κάνεις αυτό…Σε παρακαλώ!» Νιώθει όμως συνάμα το κορμί του να αναριγεί με την σκέψη της Δανάης γυμνή από κάτω του, να βογκάει. Δεν υπήρχε τίποτα που να επιθυμούσε εκείνες τις στιγμές περισσότερο. Κι αυτό ήταν λογικό, φυσικά. Όταν μια νεαρή γυναίκα είναι πρόθυμη να κάνει έρωτα μαζί του, δεν υπήρχε καμία ανάρμοστη πρόκληση.
Η Δανάη δεν του συνέχισε. Είχε ξεκινήσει κάτι που δεν ήξερε προς τα που ακριβώς πήγαινε… Όμως του είχε εμπιστοσύνη. Σφίχτηκε ξανά πάνω του. Αυτή τη φορά όμως, προφανώς, ακόμα πιο δυνατά και πιο ηδονικά. Το κορμί του αντέδρασε έντονα κάψα γλίστρησε κάτω από την επιδερμίδα του και μαζεύτηκε σε άβολα σημεία. Μύες σφίχτηκαν, φούσκωσαν. Ένιωθε την πίεση, του στήθους της πάνω του, και τα χέρια της να γαντζώνονται στο φούσκωμα του παντελονιού του. .
Αυτό της ξύπνησε πόθο και ηδονή, κάνοντας τις ρώγες της να ορθωθούν ατίθασες, προκλητικές... Γλυκιά κι η κάθε κίνησή της, όλο χάρη. Την ένοιωθε να έχει ανατριχιάσει από ηδονή.
Και ο ίδιος την ήθελε αφόρητα! Να της κάνει έρωτα. Οι όποιες αντιστάσεις του είχαν εξουδετερωθεί.... Ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται από έξαψη.
Σε μερικούς πειρασμούς, αποφάσισε ο Νικηφόρος δεν πρέπει να αντιστέκεσαι. Γιατί είναι τόσο επίμονοι ώστε απλώς θα επιστρέφουν, ξανά και ξανά. Επομένως η λογική του λέει πως σε τέτοιους πειρασμούς πρέπει οπωσδήποτε να υποκύπτεις, είναι ο μόνος τρόπος να τους ξεφορτωθείς.
Εξερευνούσαν τα όρια τους, κατά κάποιο τρόπο, ο ένας του άλλου.. Ο έρωτας θέλει φαντασία, χωρίς πρέπει και στερεότυπα. σκέφτηκε η Δανάη όταν αποφάσισε να λασκάρει στα γρήγορα και αδέξια την ζωστήρα απ’ το παντελόνι του και να του ανοίξει το φερμουάρ.
Ήταν περίεργη κατά πόσο το θέαμα του καυλιού του μέσα από το παντελόνι του ήταν το ίδιο εντυπωσιακό όσο η αίσθηση του στην παλάμη της.
«Ακόμα δεν έκανα τίποτα αγορίνα μου, τώρα να δεις τι θα γίνει» του είπε κι έχωσε το χέρι της μέσα από το παντελόνι και το γλίστρησε κάτω από το λάστιχο του εσωρούχου του. Ξέρει τι ζητά και πως να το πάρει. Δεν την σταματά τίποτα, είναι ανυπόμονη, και να τώρα κρατά τη στύση του στα δάχτυλά της, και ανεβοκατεβάζει το δέρμα στο σκληρό μαρκούτσι του. Αυτή η πρόστυχη επαφή απελευθέρωσε μέσα της ένα σωρό σκέψεις και ένα επιφώνημα θαυμασμού και λαγνείας ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη της.
«Ουάου! Εντυπωσιακό! »....
Ο αυθόρμητος, βαθύς στεναγμός που της ξέφυγε πρόδιδε τον πόθο και το δέος.... για αυτό που έπιανε γυμνό.. Όρθιο θηρίο, στητό και σ’ όλο του το μεγαλείο που κόντευε να τρυπήσει τα ρούχα του.
«Τώρα εξηγείται γιατί αυτή η «σκύλα» η Νεφέλη βογκούσε ασταμάτητα από ηδονή» του ψιθύρισε..... και τον έσφιξε με δύναμη στο χέρι της.
«Βρε παλιοκόριτσο!» Αναστέναξε μέσα απ' τα δόντια του ο Νικηφόρος δίνοντας της να καταλάβει ότι η αντίστασή του ήταν προσποιητή.. «Τι κάνεις εκεί στο φίλο μου, δεν ντρέπεσαι; Θα φωνάξω την αστυνομία!»
«Πω πω! Θεέ μου, Είναι ακόμα πιο μεγάλος απ’ όσο φαινόταν αυτός είναι σωστό θηρίο!», είπε λιγωμένη η κοπέλα και κούνησε τρυφερά το χέρι της πάνω κάτω στην σκληρή καυτή παλλόμενη σάρκα του Νικηφόρου. «Όλη αυτή η πούτσα έγινε έτσι για μένα αγορίνα μου; Τέτοια καύλα για μένα μωρό μου;» τον ρωτούσε με ένα καυλιάρικο ύφος.
«Ξέρεις, το αγόρι μου λέει πως τραβάω πολύ καλή μαλακία στον πούτσο του πριν τον αφήσω να με γαμήσει... Μάλιστα λέει πως το ευχαριστιέται πάρα πολύ…», ψιθύρισε η Δανάη.
«Ωχ... μάλλον έχει δίκιο», βόγκηξε ο Νικηφόρος νιώθοντας τον πούτσο του να φουσκώνει και να πρήζεται όσο ποτέ άλλοτε.
Κολλάει πάνω του, το ένα της μάγουλο να σμίγει με το δικό του με τις ακανόνιστες ανάσες τους να μπερδεύονται μεταξύ τους. Η ονειρική αίσθηση έγινε πιο έντονη και τον κάνει να ανατριχιάζει από ηδονή και επιθυμία αλλά και λαχτάρα για έρωτα.
Τα μαλλιά της έλαμπαν στο ηλιόφως, η επιδερμίδα της ήταν απαλή σαν πέταλο λουλουδιού και οι καμπύλες τόσο ντελικάτες και απαλές όσο ο ώριμος λωτός.
Έκλεισε τα δάχτυλά της γύρω του, νιώθοντας τη θέρμη του καθώς έσφιγγε το σκληρό του πέος. Το ζούληξε δυνατά και απότομα, το νιώθει να σκληραίνει ακόμα και να ορθώνεται έτοιμο για καυλωτικές διεισδύσεις.
«Θα σε κάνω να χύσεις αγόρι μου! Θέλω να νιώσω την πούτσα σου να σπαρταράει στην χούφτα μου.» ψιθύρισε ξεδιάντροπα η Δανάη.
«Ωχ θεέ μου! Μη μου το κάνεις αυτό!», προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί ο Νικηφόρος που καταλάβαινε ότι δεν θα κρατιόταν για πολύ ακόμα πάσχιζε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. Έδινε κανονική μάχη.
Είχαν κατέβει από την μηχανή.....
«Να πάρει» είπε παραιτημένος. «Θα το κάνω. Παρότι ξέρω πως μετά θα γίνω σκόνη.»
Ο Νικηφόρος είναι περιπετειώδης, παθιασμένος, κυνηγός, ριψοκίνδυνος στο σεξ, έχει έντονη σεξουαλικότητα. Ανάβει φωτιές και έχει τις πιο απίθανες ιδέες. Τα δίνει όλα και τα θέλει όλα. Δεν είναι και πολύ πιστός. Γυρεύει εμπειρίες πρωτόγνωρες, αισθησιακές, πολλές φορές και με μεγαλύτερες γυναίκες. Δεν έχει ταμπού και του αρέσουν οι δύσκολες περιπτώσεις. Είναι τολμηρός και ρισκάρει. Δεν μπερδεύει σεξ και σχέση. Γι΄ αυτόν το σεξ είναι κινητήριος δύναμη. Του αρέσει να επιδεικνύει τις ικανότητές του και να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Είναι όμως ρομαντικός και συναισθηματικός αλλά του αρέσουν οι προκλήσεις.
«Τι θα κάνεις;» ρώτησε η Δανάη και τον κοίταζε επίμονα και μαργιόλικα. Η κοπέλα είχε φέρει τη συζήτηση ακριβώς σ’ αυτό το σημείο!
Τον Νικηφόρο τον είχε πιάσει μια φιλοσοφική διάθεση περί ηθικής και της το είπε!
«........Δηλαδή εγώ τώρα ρε Δανάη, έχω δικαίωμα πρόσβασης σ’ αυτό το θεσπέσιο κορμί σου; Σαν παντρεμένος πρέπει ν’ αμύνομαι σ’ αυτούς τους γαργαλιστικούς πειρασμούς σου; Ε, όχι ρε γαμώτο είναι άδικο, να βλέπεις αυτό το όμορφο θηλυκό να σε θέλει και εγώ να κάνω το κορόιδο για να μην «πατήσω το στεφάνι μου»
«Ε, δεν είναι ανάγκη να το πατήσεις, απλώς το πηδάς.» Του λέει γλαφυρά η Δανάη με εκείνο το χαριτωμένο ρυθμικό και στρογγυλεμένο Σαρακατσανέικο ιδίωμα. Όταν ήθελε στόλιζε τα λόγια της με παρεμβαλλόμενες τσουχτερές παροιμίες, τη μία πιο ξετσίπωτη από την άλλη, συνδυάζοντάς λάγνες προβλέψεις σεξουαλικής μορφής που τις πετούσε εκεί που δεν το περίμενες, κάνοντας και τους ανάλογους μορφασμούς. Ήταν απόλαυση να την ακούς.
Την κοίταξε περίεργα, και αυτός με πονηρό χαμόγελο, έτοιμος ν’ αποδεχτεί αυτή την εκδοχή αλλά και κάποιο σκεπτικισμό, πιθανόν για τις συνέπειες ενός «πηδήματος του στεφανιού». Η κοπέλα είχε διακινδυνεύσει πολλά για τούτη τη στιγμή και δε θα τον άφηνε να ξεγλιστρήσει τόσο εύκολα. «Είναι μάταιο να αντιστέκομαι», ψέλλισε ο Νικηφόρος. Ακούστηκε κάτι σαν μουγκρητό από τα βάθη του λαιμού του και, επιτέλους, τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της. Στην αρχή η Δανάη νόμιζε ότι σκόπευε να τη σπρώξει μακριά, αλλά μετά την έσφιξε και την κόλλησε πάνω του, πιέζοντας τα στήθη της στο στέρνο του. Το στόμα του πλανήθηκε για λίγο πάνω από το δικό της και ύστερα της είπε με έναν πονηρό ψίθυρο: «Ποιος είμαι εγώ να της αρνηθώ μια τέτοια περιπέτεια;»
Έτσι, πολύ γρήγορα, η κοπέλα ένιωσε τη λαχτάρα της να φουντώνει. «Αφού θέλεις να κάνουμε παιγνίδια, τότε θα κάνουμε παιγνίδια». Τα σώματά τους παρέμειναν κολλημένα, ενώ το πιο ευαίσθητο σημείο της ανατομίας της τριβόταν λίγο πιο πάνω από το γόνατό του. Σπίθες πάθους άναψαν μέσα της και ταξίδεψαν στις φλέβες της για να μην αφήσουν κανένα σημείο του εαυτού της ανεπηρέαστο. Μα την Αφροδίτη, ήταν καλύτερο απ’ όσο φανταζόταν. Τα μάτια της έκλεισαν και παραδόθηκε, η ζεστή του ανάσα χάιδευε το μάγουλό της σαν άγγιγμα εραστή. Τρέμοντας, άφησε τα χέρια της να ανηφορίσουν στην πλάτη του και βύθισε τα δάχτυλά της στα καστανά, μεταξωτά μαλλιά του. «Ηρέμησε, κορίτσι μου.» Ακόμα κι αν την ήθελε όσο τον ήθελε κι εκείνη, δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις αναστολές του. Όχι εντελώς. Αλλά τουλάχιστον μπορούσε να απολαύσει τη στιγμή. Α, ναι, μπορούσε να την απολαύσει πάρα πολύ. Επιτέλους, ο Νικηφόρος ανταποκρινόταν! Η μύτη του έτριψε το σαγόνι της. Οι θηλές της ήταν σκληρές, πολύ σκληρές, και καθώς βασανίζονταν χτυπώντας στον κορσέ της ενίσχυαν τη λαχτάρα της. Ο Νικηφόρος άρπαξε σφιχτά τα μαλλιά της από το κεφάλι της. «Σου φαίνεται διασκεδαστικό να παίζεις με έναν παντρεμένο άντρα;» Η Δανάη έμεινε ακίνητη, κοιτάζοντας τα μάτια του. Ειλικρινά, δεν είχε ιδέα πόσο ελκυστικός ήταν; «Αν ξέρεις τι είσαι, γλυκέ μου, τότε ξέρεις πως είσαι σέξι και υπέροχα απειλητικός».
«Ήρεμα, γλύκα μου. Ωραία λοιπόν, όταν με κοιτάζεις έτσι, το μόνο που θέλω είναι να σε βάλω κάτω, κι ένας Θεός ξέρει από πότε έχει να σου πετάξει τα μάτια έξω ένας άντρας.»
Και τον ήθελε ακόμα πιο πολύ. Μια ακόμα ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της, φτάνοντας μέχρι τα μέλη της τράβηξε το κεφάλι του προς το δικό της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Το στόμα του άνοιξε αμέσως και οι γλώσσες τους συναντήθηκαν, υγρές. Εκείνη πίεσε ακόμα περισσότερο, καθώς τον ήθελε πιο πολύ. Τον ήθελε ολόκληρο. Γλώσσες φωτιάς τύλιξαν όλο το κορμί της και έτριψε το σώμα της πάνω στον ανδρισμό του, ανίκανη να συγκρατηθεί.
Κάθε επίφαση μιας καθωσπρέπει συμπεριφοράς προφανώς είχε κάνει φτερά. «Και κάτι μου λέει ότι θα τα κατάφερνες και με το παραπάνω -θέλω να πω, διάολε, να μου πετάξεις τα μάτια έξω.»
Ο Νικηφόρος έπαψε εντελώς να σκέφτεται και έκανε όλα όσα ήθελε, δάγκωσε απαλά το πάνω χείλι της και έπειτα το κάτω, σφράγισε τα στόματα τους, άγγιξε τη γλώσσα της με τη δική του, έπαιξε μαζί της. Ένα φιλί άρχιζε προτού τελειώσει το προηγούμενο, μια αλυσίδα από ερωτικά χάδια, ανάλαφρα αγγίγματα και σπρωξίματα.
Η ευχαρίστηση τον διαπερνούσε ολόκληρο, αντηχώντας σε κάθε φλέβα και νεύρο. Και, ο Θεός βοηθός, αλλά πονούσε για περισσότερα. Πέθαινε να βάλει τα χέρια του κάτω από τα ρούχα της και να νιώσει κάθε πόντο του κορμιού της. Ήθελε να σύρει τα χείλη του πάνω της χαράσσοντας κρυφά μονοπάτια, να φιλήσει και να γευτεί κάθε σημείο της. Η Δανάη ανταποκρίθηκε, περνώντας το μπράτσο της γύρω από το λαιμό του. Κρατήθηκε πάνω του λες και οι αισθήσεις κατέφθαναν από παντού. Και κατέφθαναν.
Αν δεν τους χώριζαν τα ρούχα, αυτό που έκαναν θα ήταν ένα κανονικό ερωτικό σμίξιμο εκεί στην εξωτερική αυλή του ερημικού εξοχικού.. Ο Νικηφόρος συνέχισε να τη φιλά για πολλή ώρα αφότου θα έπρεπε να έχει σταματήσει, όχι μόνο γιατί δεν το απολάμβανε, αλλά και γιατί ήταν διστακτικός να αντιμετωπίσει αυτό που θα συνέβαινε στη συνέχεια. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Ήταν δύσκολο να πει κανείς ποιος από τους δυο ήταν πιο σοκαρισμένος.
Ο Νικηφόρος έκανε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να μην ενδώσει στις σεξουαλικές επιθυμίες του. Στένεψε τα μάτια του κι έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του. «Πες μου κάτι», της είπε συγκρατημένα. «Δεν είσαι παρθένα, έτσι;» Η Δανάη τον κοίταξε έκπληκτη για την απρόσμενη ερώτηση και του έγνεψε αρνητικά. «Όχι, φυσικά και δεν είμαι. Αλλά δεν ένιωθα αυτόν τον περίεργο πόθο, και ίσως γι’ αυτό να μη με συγκίνησε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Καλά να πάθω». «Κατάλαβα», είπε ο Νικηφόρος. «Τότε πρέπει να αναπληρώσουμε τη σωματική και ψυχική επαφή, έτσι δεν είναι;» Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα, ανοίγοντας τα χείλη της με τη γλώσσα του. Η Δανάη γουργούρισε από ηδονή, κόλλησε πάνω του και, με τη χαρακτηριστική της τόλμη, αφέθηκε στο καινούριο. Οι γλώσσες τους, καυλωμένες ακόμα, γεμάτες λαιμαργία αναζήτησαν τον δικό τους οργασμικό χορό. Για λίγα λεπτά μόνο φιλιόνταν, χαϊδεύοντας ο ένας τον άλλο.
«Σε θέλω», μουρμούρισε τραχιά ο Νικηφόρος. «Καιρός ήταν», του απάντησε ψιθυριστά.
Τον πήρε από το χέρι και τον παρέσυρε μέσα στο σπίτι. ««Πάμε σπίτι μου. Εκεί θα είμαστε πολύ πιο άνετα. Έλα έχουμε πάνω από τρεις ώρες ώσπου να γυρίσουν από το μοναστήρι.»
Ήταν πολύ παράξενο που ο Νικηφόρος με τόση ευκολία της παρέδωσε απολύτως τον έλεγχο. Με τα δάχτυλά του έπαιζε με την άκρη του φορέματος της. Έπειτα το ανασήκωσε, πέρασε το χέρι του κάτω απ’ το εσώρουχό της, το κατέβασε στον κώλο της και προχώρησε ανάμεσα στα πόδια της στο σημείο όπου τον ποθούσε περισσότερο από οπουδήποτε, καθώς τεντωνόταν προς τα πίσω για να συναντήσει το χέρι του, έχοντας ήδη χάσει το μυαλό της. «Είσαι υγρή, γλυκιά μου.....................................................
..... Γυρίζοντας πίσω στο χωριό καβάλα στη μηχανή η Δανάη έχει γαντζωθεί επάνω στο Νικηφόρο τον αγκαλιάζει σφιχτά και τα φιλιά της του δίνουν να καταλάβει πόσο πολύ έμεινε ικανοποιημένη μαζί του μετά το σεξουαλικό τους σμίξιμο!
Μάλιστα, αυτός εκτίμησε με εσωτερική ικανοποίηση τα χάδια της νιώθοντας ένα αίσθημα «επιβράβευσης» για τις επιδόσεις του στο κρεβάτι μαζί της.
Αφού τακτοποίησαν την μηχανή στην αποθήκη τον ρώτησε αν θέλει να ξαναβρεθούν, αφού αυτή προφανώς το ήθελε και με το παραπάνω......
Αυτός έχοντας ξεπεράσει τις αρχικές του ενστάσεις και χωρίς να έχει πλέον το παραμικρό ίχνος ενδοιασμού της λέει. «Το ξέρεις ότι το θέλω!...... Κάτι άλλο;»
«Ναι! Να γαμηθούμε εδώ και τώρα, εδώ στην αποθήκη στα όρθια», του απάντησε και ο τόνος της φωνής αλλά και η χροιά βοηθούν να δημιουργηθεί ένα πλέγμα οικειότητας αλλά και μιας ερωτικής προδιάθεσης. .
«Το ξέρεις αυτό που ζητάς δεν είναι σωστό… Δεν πρέπει…»
«Γιατί δεν πρέπει;»
«Γιατί το παρατραβάμε…»
«Τι θα πει το παρατραβάμε»;»
«Ξέρεις τι θα πει…»
«Αυτό που ξέρω είναι πως θέλω να γαμηθώ και πάλι μαζί σου. » Του λέει με αυτοπεποίθηση και τον κοιτάει στα μάτια σαν να του δηλώνει ότι θα τον κάνει δικό της.
«Μην με αγγίζεις εκεί γαμώτο…»
«Πω! πω! Είναι σαν πέτρα, πολύ πέτρα όμως. Καύλωσα πάλι τρελά η πουτάνα. »
«Δεν φοβάσαι μη μας δούνε; Μην γίνουμε ρόμπες.»
«Γιατί να φοβηθώ; Εδώ είμαστε εγώ κι εσύ, δεν πειράζουμε κανέναν…»
«Εγώ κι εσύ. Είσαι σίγουρη κοπέλα μου;»
«Ναι, εγώ κι εσύ» και συνεχίζει να του χουφτώνει το κοντάρι του πάνω από το παντελόνι κάνοντας τον ακόμα ποιο σκληρό.
«Οοοο Πανάθεμα σε!» Η καύλα του, ήταν ανυπόφορη. Ο Νικηφόρος βογκάει από ευχαρίστηση και καύλα.
«Ναι, εγώ κι εσύ… Και αυτός εδώ, που μεγαλώνει.»…
Ο Νικηφόρος άρχισε στα σοβαρά να φοβάται ότι θα τους πάρουν είδηση.…
«Άσε με να τον πιάσω, ψωλαρά μου…:» Η Δανάη είναι πολύ ερεθισμένη και χαϊδεύεται δείγμα πως είναι και πάλι στο προκαταρκτικό στάδιο της σεξουαλικής πράξης. .
«Φοβάμαι πως δεν θα το γλιτώσουμε το απρόβλεπτο κακό…» Της λέει ο Νικηφόρος
Η Δανάη απτόητη, αναψοκοκκινισμένη, αρκετά καυλωμένη και με μια περίεργη αλλά όλο πρόκληση ματιά, τον αγκάλιασε τρυφερά και άρχισε με την γλώσσα της να του γλείφει το αυτί του.
«Τον πιάνω καύλα μου. Τον πιάνω και είναι σαν πάσσαλος.» Λέει με ενθουσιασμό. Γλυκός ο λόγος της, κελάρυσμα δροσάτο.
Ο Νικηφόρος πάγωσε κυριολεκτικά και μη μπορώντας να αντιδράσει της είπε: «Σε παρακαλώ... Μη με αγγίζεις εκεί..:» με χαμηλό τόνο στη φωνή..
«Έλα ρε μωρό μου... Μη γίνεσαι δύσκολος.»
«Δανάη σταμάτα την πλάκα, μη ξεχνάς είμαι άνδρας, σε παρακαλώ σταμάτα γιατί δεν αντέχω άλλο και δεν θα φταίω εγώ για ότι συμβεί, έλα κορίτσι μου σταμάτα.! Δεν είμαστε μόνοι. Από λεπτό σε λεπτό έρχεται η μητέρα σου και η γιαγιά σου.» Της λέει βαριανασαίνοντας από την ηδονή και τον φόβο μην τους πιάσουν.
Αυτή όμως δεν σταματούσε.
«Ωωωω έλα τώρα..:» του είπε κι αυτή τη φορά τον έπιασε από τη μέση, τον τράβηξε πάνω της και κόλλησε το κορμί της στο τοίχο.
«Με καυλώνεις μωρό μου... Θέλω τόσο πολύ να με γαμήσεις» ήταν έτοιμη να εκραγεί.
Ο Νικηφόρος έπιασε τα χέρια της και την απομάκρυνε από πάνω του.
«Παίζεις με τη φωτιά…»
«Ξέρω πως το μουνί μου καίει και σε θέλει ψωλαρά μου!»
«Δεν γίνεται τώρα»
«Γιατί γαμώ το, γιατί;» του φώναξε μέσα στα μούτρα, με εκνευρισμό, απογοήτευση και παραίτηση, και πλέον δίχως κανέναν ερωτικό τόνο στη φωνή της, παραιτήθηκε από την προσπάθεια της.
...Τα γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο, εκτυλίχθηκαν µε όλο και ταχύτερους ρυθμούς αυτό το σαββατόβραδο για να γίνουν τελικά ιστορίες, αιχμηρά ανατρεπτικές και καυστικές.
Τίποτα δεν προανήγγειλε ότι θα γεννιόνταν νέες ερωτικές περιπέτειες με κεντρικούς πρωταγωνιστές τη Φαίδρα τη Νεφέλη και το Νικηφόρο και την τρελή τροπή που θα έπαιρναν τα επερχόμενα γεγονότα.
.... Η εντυπωσιακή μηχανή μεγάλου κυβισμού, το εργαλείο που έγινε ο ερωτικός «συνδετικός κρίκος» του Νικηφόρου με την δέκα οκτάχρονη Δανάη παρκάρισε με ασφάλεια στην αποθήκη του σπιτιού στο χωριό αναμένοντας την έλευση του ιδιοκτήτη της, όταν με το καλό ξεμπαρκάρει.
Βρίσκονται πλέον οι δυο τους και πάλι πίσω στο χωριό περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή την επιστροφή της Φαίδρας με την μητέρα της και την Νεφέλη από το μοναστήρι. Η Δανάη ανήσυχη νιώθει ακόμη ερωτική διέγερση και την ανάγκη για τρελές καταστάσεις.... καίγεται από καύλα και της ήρθε επιθυμία να ξεσαλώσει και να κάνει παθιασμένα έρωτα εκεί μέσα στην αποθήκη, αλλά βιώνει έντονη δυσαρέσκεια που απορρέει από το ότι ο Νικηφόρος την παρούσα στιγμή απέφυγε πεισματικά να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές της επιθυμίες και ανάγκες.
Όχι ότι δεν είχε διάθεση και ο Νικηφόρος για σεξ μαζί της αλλά η σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία να απολαύσει το σεξ και στον ασυνείδητο φόβο όταν το κάνει αυτό μήπως πληγωθούν, εκτεθούν ή «τιμωρηθούν» για τις «κακές» πλευρές του εαυτού τους επηρεάζει άμεσα την επιθυμία του και τη συμπεριφορά του. Κατά την αντίληψη του υπάρχουν και όρια που αν τα παραβιάζεις, υπάρχει ο φόβος να γίνουν τσακωτοί ....να τους πιάσουν στα πράσα ... και να θέσουν σε κίνδυνο οικογένειες.
Τελικά η Δανάη αποφάσισε με δυο εξαδέλφες της να πάνε σε μια μουσική εκδήλωση στη παραλιακή ντίσκο και με το τέλος της μουσικής εκδήλωσης θα επέστρεφε στο χωριό και θα έμενε στη γιαγιά της.
Τις στιγμές εκείνες που ετοιμάζονταν προς αναχώρηση βρήκε ευκαιρία να ξεμοναχιάσει το Νικηφόρο, να του δώσει αρχικά ένα πεταχτό ρουφηχτό φιλί και καπάκι μια γεμάτη γονατιά στα σκέλια με στόχο τα γεννητικά του όργανα. Ένα άμεσο χτύπημα που, ενώ είναι πολύ επώδυνο, προκαλεί συνήθως μόνο προσωρινά το επώδυνο αίσθημα ενώ υποχωρεί σχετικά γρήγορα.
«Καυλιάρη μου εσύ σε πόνεσα;»
«Τι με πόνεσες βρε μωρό μου! στο χέρι μου τα 'δωσες.»
«Με συγχωρείς άλλα είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου και δεν ηρεμώ όσο το σκέφτομαι ότι απόψε θα γαμήσεις πάλι την κωλόγρια.» Εννοεί τη Νεφέλη βέβαια.
«Λες πράγματα χωρίς να ξέρεις…»
«Χθες το βράδυ τα βογκητά σας ακουγόταν μέχρι έξω στη παραλία. Σου τρυπούσαν το κεφάλι τα ηδονικά αχ και βαχ, οι αναστεναγμοί της. Σου λέει κάτι αυτό;»
«Δηλαδή τι να μου λέει;»
«Πως έζησε μια παθιασμένη νύχτα και πως τη γάμησες καλά… Και οι γυναίκες ξέρουν να τιμούν τον καλό γαμιά τους… Βογκούσε από καύλα λες και ήθελε να πεθάνει πάνω στον πούτσο σου.»
«Δανάη! Γλυκό μου κορίτσι. Μη γίνεσαι χυδαία, ενώ είσαι τόσο γλυκιά και αθώα.»
«Αλήθεια γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας στη ντισκοτέκ; Θα περάσουμε καλά. Αν γουστάρεις και παρτούζες, θα μας γαμήσεις μαζί με την ξαδέρφη μου, μου ζήτησε να συμμετάσχει και αυτή όποτε θέλουμε.»
«Πολύ καλό μου ακούγεται, δεν θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα αλλά νομίζω πως και εσύ το ξέρεις ότι απλά αυτό δεν γίνεται.»
«Ναι δεν γίνεται γιατί υπάρχει η μιλφάρα που κερατώνει τον άντρα της χωρίς αναστολές και η καημενούλα νιώθει πολύ μόνη και καυλωμένη οπότε έχει βρει την παρηγοριά που έψαχνε στο καυλί σου έτοιμη να το ρουφήξει στην πρώτη ευκαιρία! Θα καλοπεράσει απόψε ολονυχτίς καβαλώντας την πούτσα σου ανάμεσα στα σκέλια της και εσύ να της πετάς τα μάτια έξω μέχρι το ξημέρωμα και εκείνη να μην χορταίνει.»
«Δανάη ηρέμησε! Το μυαλό σου μένει στα ίδια και στα ίδια και μοιάζει πια με παλιό πικάπ στο οποίο έχει κολλήσει η βελόνα.»
Για να αλλάξει θέμα ο Νικηφόρος αντιλαμβανόμενος ότι υπήρξε κάποια στιγμή ένταση ανάμεσα στη Δανάη και την Φαίδρα την ρωτάει. «Με τη Φαίδρα πως τα πηγαίνεις; Διακρίνω μια αυταρχικότητα από μέρος της;»
«Όποιος την γνωρίζει, τη λατρεύει. Για τη γλύκα της, τη ζωντάνια, την ευστροφία της. Είναι γοητευτική κυρία. Εγώ, πάλι ξέρω, ότι είναι καλύτερα να έχουμε απόσταση. Είναι το σκληρό καρύδι στην οικογένεια. Το ξέρω ότι μ' αγαπάει. Κι εγώ. Δεν φτάνει, όμως. Τα λόγια που έχω ανταλλάξει με τη μάνα μου δεν επαναλαμβάνονται. Ούτε η ένταση των στιγμών.»
Μάνα και κόρη μπορούν να τσακωθούν για το τίποτα. Η μικρή δεν χάνει ευκαιρία να προκαλέσει την μητέρα της. Να της κάνει κριτική. Λες και ζητάει διαρκώς τη σύγκρουση με την μητέρα της.
«Τι φταίει και βγάζετε αυτή την ένταση;»
«Η μάνα μου, η αγάμητη, που μου σπάει τα νεύρα. Αν τύχει να τσακωθούμε, απλώς δεν θα θες να είσαι μπροστά. Τραγωδίες. Η αγαμησιά φταίει!… Όταν μια γυναίκα μένει απότιστη, αυτά παθαίνει… Θέλει επειγόντως έναν άντρα… Κάποιον να τη πασσαλώσει.»
Η Δανάη αεράτη, φωτεινή, πανέμορφη, σίγουρη για τον εαυτό της, απομακρύνθηκε περπατώντας αγέρωχα και κουνώντας λικνιστικά τους γοφούς καθώς έστειλε ένα βλέμμα στο Νικηφόρο γεμάτο υποσχέσεις και μηνύματα. Όπως: «Δεν τελειώσαμε, αγόρι μου».
Αλίμονο που Θα ξεμπέρδευε έτσι εύκολα ο Νικηφόρος. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Στο τέλος της αυλής η Δανάη κοντοστάθηκε. Πήρε προκλητική στάση κοιτάζοντας για τελευταία φορά το Νικηφόρο, και βγήκε στο δρόμο σινάμενη και κουνιστή. Το δεκαοκτάχρονο πουτανί ξέρει τόσο καλά το παιχνίδι της πρόκλησης. Όλες οι πράξεις της προμελετημένες αποβλέπουν στην εξουδετέρωση των αντιστάσεων του Νικηφόρου. Κι αυτός όμως τη βοηθάει σ’ αυτό. Θαρρώντας τον εαυτό του γυναικοκατακτητή πέφτει στην καλοστημένη παγίδα της.
Ο Νικηφόρος έχωσε τα χέρια στις τσέπες του και αναστέναξε τσιτωμένος. Το συμβάν τον είχε αφήσει ανήσυχο και εκνευρισμένο.
Η Νεφέλη είχε κάνει την εμφάνιση της και τον κοίταξε καχύποπτα.
«Πρέπει να καβγάδισες με τη μικρή μας δεσποινίδα;» παρατήρησε.
«Δεν ήταν καβγάς» είπε απολογητικά ο Νικηφόρος.
«Τότε τι ήταν;»
«Απλά σαν μεγαλύτερος την συμβούλεψα κάπως πιεστικά και αντέδρασε.»
«Ελπίζω να μην ήσουν κακός μαζί της..»
«Εγώ, κακός με τη Δανάη;.» Της λέει και στη συνέχεια συμπληρώνει άηχα την σκέψη του.
«Εγώ, κακός με τη Δανάη; Για μένα θα έπρεπε να ανησυχείς. Έπειτα από την συζήτηση που είχα μαζί της, εγώ φεύγω σέρνοντας ξοπίσω μου τα εντόσθια μου και παρά το νεαρό της ηλικίας της είναι όχι απλά καλή, αλλά «δυναμίτης» στο σεξ;!»