ADS

click to open

Slider

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Myrtle

... Ένα μικρο απόσπασμα από τo...Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ...(Part:6)...Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε λεπτομέρειες στο Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part:1) Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part..1).....
...Η Εριφύλη χωρίς παύσεις συνέχισε να διηγείται στη φιλενάδα της την Ελπινίκη τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν «εμπιστευτικά» με τα ερωτικά πεπραγμένα, της γειτόνισσας της, της Αλεξάνδρας. Μια άκρως πρωτότυπη «γαργαλιστική» ιστορία που κάνει θραύση στις γυναικείες συναθροίσεις της γειτονιάς και μη, λες και είναι βγαλμένη από τα πρωινάδικα social media, με πρωταγωνίστρια την ανυποψίαστη Αλεξάνδρα ωσάν ηθοποιό που έχει τον κύριο ρόλο στο έργο. Η ιστορία της παρουσίαζε ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό ενδιαφέρον και η Ελπινίκη απολαμβάνει να παρακολουθεί τη συνέχεια της ιστορίας. 
Η Αλεξάνδρα με την παρέμβαση και τη συμβολή της αδελφής της, της Μυρτώ η ερωτική ζωή της κατάληξε αναπάντεχα να αποκτήσει μόνιμο και αίσιο τέλος. Πως το λέμε σύμφωνα με την παροιμία, Ελπινίκη μου που ύστερα από πολλές περιπέτειες φτάνουμε σε αίσια έκβαση; Τέλος καλό, όλα καλά λοιπόν για την χυμώδη Αλεξάνδρα μας.! Με λίγη υπομονή και πολύ τύχη βρήκε επιτέλους έναν πολύ αξιόλογο άντρα, και τον παντρεύτηκε επίσημα με παπά και με κουμπάρο. Η αδελφή της η Μυρτώ εργάζεται στη γραμματεία μεγάλης και γνωστής πολυεθνικής βιομηχανίας τροφίμων. Ένα παλικάρι, εξωτερικός συνεργάτης της εταιρείας την πολιορκούσε στενά εκδηλώνοντας τον ενδιαφέρον του και τις ερωτικές του διαθέσεις με πρόθεση τη σύναψη ερωτικών σχέσεων μαζί της και με σκοπό να γίνουνε ζευγάρι,αλλά εκείνη παρουσίαζε ισχυρή και επίμονη αντίσταση στην ερωτική πολιορκία του, που σημαίνει ότι δεν την ενδιέφερε να συνάψει ερωτική σχέση μαζί του. Κατά τα φαινόμενα το μυαλό της και οι ανησυχίες της ήταν εστιασμένες κάπου αλλού. Εγώ είχα βάσιμες υποψίες ότι ο Νικηφόρος μου ήταν ο άνδρας που την ενδιέφερε σοβαρά και ίσως τον ονειρευόταν να γίνουν ζευγάρι και μάλλον απογοητεύτηκε όταν πληροφορήθηκε τη πολύ σοβαρή του σχέση μαζί μου. Σαν συνομήλικες γυναίκες είναι σημαντικό ότι υπάρχει ανοιχτή επικοινωνία και κατανόηση μεταξύ μας και παραμένει η σχέση μας υγιής. Η Μυρτώ είναι ακόμη και σήμερα ελεύθερη και πολύ αφοσιωμένη επαγγελματικά στη δουλειά της που την αγαπάει. 
Όντως η αδελφή της Αλεξάνδρας η Μυρτώ είχε το μυαλό της στο Νικηφόρο αλλά αυτό που δεν ήξερε η Εριφύλη ούτε και η ιδία η Μυρτώ ήταν ότι και ο Νικηφόρος μια εποχή είχε σφόδρα επιθυμήσει να συνάψει ακόμη και επίσημη σχέση μαζί της. Η οικογένεια της Μυρτώ είχε τρεις τρεις κοπέλες (αδελφές.) ανύπαντρες. Την Ελπίδα είκοσι τριών ετών την εποχή εκείνη, την Αλεξάνδρα είκοσι ενός ετών και τη Μυρτώ η μικρότερη από τις αδελφές της δεκαενιάχρονη. Γυρίζοντας στην Ελλάδα από το τελευταίο του μπάρκο, νεαρός μηχανικός της ναυτιλίας ο Νικηφόρος η μητέρα του γλυκά και χαμογελαστά αρχίζει τα μητρικά κηρύγματα να τον προτρέπει πως είναι στη κατάλληλη ηλικία και ψυχολογικά ώριμος για να παντρευτεί και είναι πια καιρός να κάνει και αυτός δική του οικογένεια.
«Να σου βρω και μια καλή κοπέλα και να κάνεις δίκη σου οικογένεια.» 
«Και τι είναι η κοπέλα για να τη βρεις ρε μάνα; Ραπανάκι για την όρεξη στη λαϊκή αγορά;»
«Με ακούς, παιδάκι μου;». 
«Ναι, ρε μάνα, σε ακούω, καθαρά και δυνατά!». 
«Γιατί δεν απαντάς, παιδί μου;».
«Ναι ρε μάνα! Ξέρεις κάτι όμως; Δεν είναι ότι δε χρειάζομαι έναν καλό σύντροφο στη ζωή μου, είναι όμως που η ζωή είναι περίεργη!»
Ο Νικηφόρος στην παρούσα φάση της ηλικίας του, ένιωθε να μην είναι ακόμα έτοιμος να προχωρήσει στην πραγματοποίηση μιας ερωτικής σχέσης από επιλογή και από ανάγκη κοινωνικής υποχρέωσης, με αποτέλεσμα το γάμο και τα παιδιά. Οι επιλογές που είχε την εποχή εκείνη ήταν άλλες! Ήθελε να πετύχει επαγγελματικά, και να έχει μια οικονομική ανεξαρτησία έχοντας κατά νου μια ποιο μακροπρόθεσμη προσέγγιση ενός γάμου, όταν νιώσει πως έχει αποκτήσει την ικανότητα να ζει μια ασφαλή και ευέλικτη ζωή. Ο Νικηφόρος γνώριζε πως η μητέρα του ετοίμαζε προξενιό να ζητήσουν ένα από τα δυο μεγαλύτερα κορίτσια της οικογένειας. Ο Νικηφόρος για να μην χαλάσει ολοσχερώς τις νοητικές επιθυμίες της μητρός του δέχθηκε να του κάνει την προξενήτρα με την προϋπόθεση ότι συμφωνεί για το προξενιό μόνο όσο άφορα την μικρή αδελφή το βλαστάρι τους τη Μυρτώ. Η μητέρα του κατάλαβε ότι ο όρος που έθετε ο γιος της ουσιαστικά σήμαινε άρνηση εκ μέρους της οικογένειας των κοριτσιών και έτσι παραιτήθηκε από το επίδοξο προξενιό. Η αλήθεια είναι πως και του Νικηφόρου σκιρτούσε η καρδιά του για την μικρή σκερτσόζα, δυναμική απαστράπτουσα και ελκυστική δεκαενιάχρονη Μυρτώ! Όταν την συναντούσε στο δρόμο η στο λεωφορείο το βλέμμα του τα έλεγε όλα και μπορούσε πολύ εύκολα η Μυρτώ να καταλάβει κάτι για τα συναισθήματα του. Όμως όπως αποδείχτηκε ποτέ της δεν κατάλαβε. Το συναισθηματικό βλέμμα του δεν ήταν αρκετό για τη Μυρτώ να τον νιώσει και να κατανοήσει τι βίωνε ο Νικηφόρος, να μπει στα παπούτσια του  και να προχωρήσει σε ειδύλλιο με αίσιο τέλος που αυτός επιθυμούσε.. 
..Όταν λοιπόν η Μυρτώ θέλησε να ξεφορτωθεί το νεαρό άντρα που την πολιορκούσε και της εκδήλωνε φορτικά το ερωτικό του ενδιαφέρον προσπαθώντας να κερδίσει την ερωτική της  προσοχή, βρήκε τον τρόπο να απαλλαγεί προτείνοντας την αδελφή της ως μια καλή επιλογή.
Το κουβέντιασε με την αδελφή της και της τον σύστησε στα σοβαρά για γαμπρό.
Αρχικά ο νεαρός έμεινε έκπληκτος. «Σοβαρά μου μιλάς τώρα; Πραγματικά επιμένεις σοβαρά να συναντηθώ με την αδελφή σου;» της λέει. 
«Σοβαρότατα! Είναι Όμορφη, έξυπνη, νοικοκυρά. Βέβαια είναι λίγο τσαούσα, αλλά θα στρώσει όταν παντρευτείται.»
«Και εσύ έχεις την εντύπωση ότι μόλις με δει η αδελφή σου θα πέσει ξερή από έρωτα και θα πει αμέσως το ναι, έτσι;. Και αν η κοπέλα έχει αντίρρηση; αν αγαπάει άλλον, ρε κορίτσι μου;» την ξαναρώτησε ο νεαρός.
«Η ερώτηση «αν αγαπάει άλλον» για να λάβεις μια χρήσιμη απάντηση, είναι όχι!  Εσείς οι δύο είμαι σίγουρη θα τα πάτε πολύ καλά μαζί καθώς σαν άτομα και οι δύο είστε γεμάτοι ενέργεια, ζωντάνια και ενθουσιασμό, έχετε «κοινά σημεία» που αφορούν διάφορα πράγματα, όπως ενδιαφέροντα, απόψεις, και κοινές ανάγκες! Με καταλαβαινεις πιστεύω!» 
Δεν χρειάστηκε και πολύ να το σκεφτεί ο νεαρούς άνδρας και το αποφάσισε να συναντηθεί με την Αλεξάνδρα, και η αλήθεια είναι πως εντυπωσιάστηκε από την πρώτη ματιά που την γνώρισε και δεν άργησε να την ερωτευτεί. Τον ερωτεύτηκε και η Αλεξάνδρα, πολύ σύντομα έγινε ο γάμος τους και είναι σήμερα ένα πολύ ταιριαστό και αγαπημένο ζευγάρι με παιδιά.
«Δηλαδή η αδελφή της Αλεξάνδρας η Μυρτώ από σεξ δεν. Δεν το τοποθετεί στις προτεραιότητες της ζωής της σαν νέα γυναίκα που είναι;» απορεί η Ελπινίκη με την ιστορία της Εριφύλης.
«Βλέπεις η Μυρτώ, είναι και λίγο φεμινίστρια, έμαθε να ανήκει στον εαυτό της και σε κανέναν άνδρα. Κατά καιρούς βέβαια δεν ξεχνά ότι είναι και γυναίκα και μπορεί να μην εκφράζεται εύκολα αλλά σεξουαλικά έχει και αυτή τις ανάγκες της, που χρειάζονται μια αντρική αγκαλιά να μοιραστεί μαζί του τις πιο πονηρές φαντασιώσεις της να μπορεί και να θέλει να είναι και η ερωμένη του να της ποτίζει το μουνάκι της, αλλά μην το θεωρήσει ποτέ του ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει και χωρίς αυτόν.»
«Ολίγον φεμινίστρια λοιπόν η Μυρτώ μας.» εκφράζει γνώμη, δίνοντας έμφαση στην προβολή του λόγου της η Ελπινίκη.
«Οπότε παντρεύτηκε η Αλεξάνδρα και ησύχασε και ο Μιλτιάδης.» κλείνει τη διήγηση της ιστορίας της Αλεξάνδρας η Εριφύλη.




Alexandra

... Ένα μικρο απόσπασμα από τo...Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ...(Part: 1)...Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε λεπτομέρειες στο Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part:1) Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part..1).....
Οι δυο φιλενάδες η Εριφύλη και η Ελπινίκη, είναι πολύ καλές στο να εκτρέπουν συζητήσεις και να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα όταν το θέμα τους γίνεται προσωπικά ευαίσθητο. Για να αποφύγουν λοιπόν τη δύσκολη συζήτηση που κακά τα ψέματα είχε φορτιστεί από τα φαντασιακά τους σεξουαλικά σενάρια, και τις προσωπικές ερωτικές τους επιθυμίες πως υπάρχει αυξημένο ερωτικό ενδιαφέρον για κάποιον άλλον άνδρα εκτός συζυγικής κλίνης, αποφάσισαν να κάνουν μια σύντομη παύση να ξεθωριάσουν οι ένοχες σκέψεις τους, να πάρουν μια ανάσα και να μοιραστούν μια ποιο «ελαφριά» κουβέντα. Και φυσικό κι επόμενο όταν προσπαθείς να αποφύγεις αυτές τις δύσκολες συζητήσεις, τι πιο χαλαρό και εποικοδομητικό, από τις ανάλαφρες συζητήσεις γύρω από τα τελευταία κουτσομπολιά της γειτονιάς τους. Οι δυο γυναίκες έχουν επενδύσει χρόνο και φροντίδα στην τακτική παρέα τους! Κάνει καλό στην υγεία τους! Γνωρίζουν ότι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας άντρας για την υγειά του, είναι να βρει μια σύντροφο και να παντρευτεί. Μια γυναίκα, όμως το καλύτερο που έχει να κάνει για να προστατέψει την υγεία της είναι να καλλιεργεί και να φροντίζει τη σχέση με τις φιλενάδες της. Το κουτσομπολιό τις βοηθά στην καταπολέμηση της κατάθλιψης και τους δημιουργεί ένα αίσθημα ευεξίας. Κοριτσάκι μου, λέει η μια την άλλη. Κοριτσάκι μου, και κουκλίτσα μου έτσι μιλάνε με υποκοριστικά και με γλυκόλογα! Καμαρώνουν σαν φίλες, νοιάζονται, μοιράζονται τις πίκρες τους, γιορτάζουν τις χαρές τους. Όταν πονάνε, ξημερώνονται στο τηλέφωνο, όταν έχει την ανάγκη η μια της άλλης, κόβουν το λαιμό τους για να βρεθεί δίπλα της. Πηγαίνουν αγκαζέ στα μαγαζιά, πίνουν καφέδες σερί, λένε τα δικά τους, πάνε μαζί στον γιατρό όταν φοβούνται, λένε τα μυστικά τους, τσακώνονται καμία φορά, κι ύστερα τα βρίσκουν ξανά και φιλιώνουν ξανά κι ούτε γάτα ούτε ζημιά και ξεκινάνε με το αλατάκι στην καθημερινότητά τους τα κουτσομπολιά. Και ως γνωστόν τα κουτσομπολιά τείνουν να διαδίδονται σαν τα συμπτώματα της γρίπης που μπορεί να είναι ενίοτε και σοβαρά..
 Είπαν πολλά και διάφορα οικογενειακά τους και μη. Επειδή όμως η Ελπινίκη διακατέχεται από έντονη σκανδαλοθηρική περιέργεια σύντομα οδήγησε την κουβέντα, αφού πρώτα την γλύκανε με το μαλακό και με μια στάλα πονηριάς, στο καυτό θέμα του αποτυχημένου γάμου που αφορούσε την γειτόνισσα  της Εριφύλης την Αλεξάνδρα. Η περιέργεια της τροφοδοτείται από την επιθυμία της για πληροφορίες των γεγονότων που δεν είναι γενικά διαθέσιμες στο ευρύ κοινό. Είναι πάρα πολύ περίεργη να μάθει λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής, της Αλεξάνδρας και κυρίως να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι πώς κατέληξε απρόσμενα και άδοξα τόσο πολύ σύντομα ο γάμος αυτής της νεαρής γυναίκας.
Η Αλεξάνδρα επάνω στην καλύτερη και πιο ζωντανή περίοδο της νιότης της στα είκοσι δυο της χρόνια είχε έναν αποτυχημένο γάμο. Ο γάμος της δεν κατέληξε σε επιτυχή και ευτυχισμένη ένωση, αλλά είχε αρνητικά αποτελέσματα, και πολύ σύντομα κατέληξε ως μη γενόμενος και σε οριστική ακύρωση .
 Η Αλεξάνδρα και η Εριφύλη είναι γειτόνισσες, συνομήλικες και ως φίλες πρέσβευαν τη λαϊκή δοξασία που λέει πως συνήθως οι γυναίκες έχουν δυο ηλικίες, τις ανέραστες που γεννήθηκαν γριές και τις ερωτιάρες που εμπνέουν έρωτα, είναι αγαπησιάρες και μένουν πάντα νέες. Μια τέτοια ερωτιάρα και αγαπησιάρα γυναίκα εκτός από την Εριφύλη είναι και η Αλεξάνδρα που δυστυχώς πριν μερικά χρόνια  έζησε μια δραματική ιστορία του αποτυχημένου γάμου της. Παντρεύτηκε με προξενιό έναν άνδρα που της τον γνώρισαν κάποιοι στενοί συγγενείς της από την μακρινή Αυστραλία. Την πρώτη της νύχτα του γάμου η Αλεξάνδρα σαν νύφη βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χειρότερη εμπειρία της μέχρι τότε ζωής της. Ο άντρας που της προξένεψαν αντιμετώπιζε σοβαρά σεξουαλικά προβλήματα. Όπως έλεγαν οι «κακές γλώσσες» στον οικογενειακό περίγυρο ο γαμπρός είχε το σύνδρομο του μικρού πέους και ήταν ανίκανος να ανταποκριθεί με επάρκεια στις λειτουργίες «κανονικού σεξ». Το ζεύγος δεν ευτύχησε να έχει την εμπειρία μιας κανονικής ολοκληρωμένης σεξουαλικής επαφής. Το «εις σάρκα μίαν» έμεινε γράμμα κενό εξαιτίας της ανικανότητας του ανδρός να «ολοκληρώσει την γαμήλια ένωση» με το έτερον του ήμισυ. Το χριστιανικό ζευγάρι βίωνε ένα νεκρό γάμο και στο βάθος υποκρίνονταν μεταξύ τους, αγνοώντας την ξεκάθαρη διδασκαλία τής Βίβλου, η οποία µας παραγγέλλει να αγαπούμε τον-τη σύζυγό µας, και να εκπληρούμε τις ανάγκες του-της και να υπηρετούμε ο ένας τον άλλο. Ο γάμος της αποδείχθηκε ένα φιάσκο και ακυρώθηκε με την συγκατάθεση των δυο πλευρών ως μη γενόμενος. Καταλαβαίνεις το τραυματικό σοκ της κοπέλας και αντίστοιχο ήταν και σούσουρο από τα κουτσομπολιά στη γειτονιά μας. Για να πνίξει τον πόνο της η Αλεξάνδρα και να ηρεμήσει και τις σεξουαλικές ορμές της σαν μια πολυοργασμική γυναίκα, δε χρειάστηκε να κάνει τάματα, προσευχές και παρακλήσεις γιατί πολύ σύντομα βρήκε εραστή. Τον Μιλτιάδη! Έναν τριαντάρη άνδρα στη γειτονιά τους παντρεμένο με παιδιά. Σήμερα λοιπόν μαθαίνοντας η Ελπινίκη ότι η Αλεξάνδρα απέκτησε εραστή ήταν αρκετό να έχει έντονη επιθυμία να πληροφορηθεί και να μάθει περισσότερα, που κάτι τέτοια πιπεράτα κουτσομπολιά της γειτονιάς τα κυνηγάει με το τουφέκι για να είναι πάντα ενημερωμένη.
Δεν είχε περάσει πολύς χρόνος από τότε που εκδόθηκε το διαζύγιο και η Αλεξάνδρα αποφασίζει να επενδύσει τα δάπεδα στα εξωτερικά μπαλκόνια στο σπιτιού που της είχαν παραχωρήσει οι γονείς της και εξωτερικά βρισκόταν σε ημιτελή κατάσταση. Μια μικρή κομψή μονοκατοικία με μεγάλο κήπο δίπλα στο πατρικό της. Απευθύνεται στο κοντινό γείτονα της το Μιλτιάδη και του ζητά να αναλάβει τη διαδικασία να αποπερατώσει τις εργασίες αυτές στο σπίτι της. Ο Μιλτιάδης είναι οικοδόμος τεχνίτης που αναλαμβάνει την εσωτερική και εξωτερική επένδυση διαφόρων επιφανειών με μάρμαρα και πλακίδια... (Μαρμαράδες.... Έτσι δεν τους λένε Ελπινίκη μου). Ηταν μια εργασία μιας εβδομάδας απασχόλησης για τον τεχνίτη. Στη δεύτερη ημέρα είχε περάσει η ώρα και ο τεχνίτης δεν είχε εμφανιστεί ακόμη! Η Αλεξάνδρα δικαίως είναι εκνευρισμένη και εξανίσταται που δεν έχει παρουσιασθεί ο Μιλτιάδης οι εργασίες αποπεράτωσης καθυστερούν και τα μπαλκόνια του σπιτιου μοιάζουν σαν γιαπί! Έχει ακούσει πολλά σχόλια για τους τεχνίτες οικοδομών που κατά πάγια συνήθεια τους δεν είναι συνεπείς να εκτελέσουν στην ώρα τους το πρόγραμμα των εργασιών που αναλαμβάνουν και να τελειώνουν τις εργασίες τους χωρίς να προκαλούν άγχος και αγωνία στους ιδιοκτήτες. Ο Μιλτιάδης έφτασε  καθυστερημένα στο σπίτι της Αλεξάνδρας. Χτύπησε το κουδούνι της και με  μεγάλη καθυστέρηση του ανοίγει την πόρτα η Αλεξάνδρα. Το θέαμα που αντικρίζει ο Μιλτιάδης είναι η Αλεξάνδρα φορώντας μια ρόμπα μπάνιου αρκετά ανοιχτή ώστε να βλέπει το τρομερό ντεκολτέ της, ιδρωμένη, αλλά πάντα κοκέτα. Το ντεκολτέ της φαντάζει του Μιλτιάδη σαν ηλιοβασίλεμα. Πώς είναι το δέος και ο θαυμασμός που του προκαλεί ένα εντυπωσιακό τοπίο; Ε, αυτό επί δυο είναι το συναίσθημα που του δημιουργεί μια ματιά στο ντεκολτέ της Αλεξάνδρας. Είχε αλλάξει και προχωρημένο look στην κόμμωση, είχε και ένα πολύ πονηρό υφάκι που σε γενικό πλαίσιο, και με λίγα λόγια, χωρίς λεπτομέρειες το υποστήριζε με την εξωτερική της εμφάνιση. Της απολογείται που καθυστέρησε να έλθει για την προγραμματισμένη εργασία του αλλά εκτάκτως πήγε αυτός το μικρο γιο τους στο νηπιαγωγείο και εκεί τον καθυστέρησαν στο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων για κάποιες ιδιωτικές ενημερώσεις που αφορούσαν τον άτακτο μπόμπιρα τους..
Η Αλεξάνδρα του απαντά πως τον καταλαβαίνει τον συμμερίζεται και δεν χρειάζεται να δικαιολογείται  και ζητάει και αυτή συγνώμη απολογούμενη που τον άφησε να περιμένει αρκετό χρόνο στην εξώπορτα αλλά συγύριζε το σπίτι είχε βάλει ηλεκτρική σκούπα και δεν άκουσε το κουδούνι με την πρώτη. Όσο περισσότερο την κοιτούσε ο Μιλτιάδης διαπίστωνε πως η Αλεξάνδρα είχε ένα απίστευτο νεανικό δέρμα και οι βυζάρες της διαγράφονταν πάρα πολύ καλά όσα δεν έκρυβε η ρόμπα που φορούσε με τις θηλές να τεντώνουν το ύφασμα ενώ από πίσω η ρόμπα ήταν τόσο κολλητή που μπορούσε να δει να διαγράφεται το εσώρουχο της.
Ο Μιλτιάδης με την άδεια και τη βοήθεια της Αλεξάνδρας έκανε χώρο στη μπαλκονόπορτα και εκεί ετοίμασε τα σύνεργα του για να φρεσκάρει τα μάρμαρα στο μπαλκόνι του καθιστικού του σπιτιού. Όσο αυτός ετοίμαζε τα εργαλεία του έφερε καφέ όπως ήταν ακόμη με την ρόμπα του μπάνιου. Σκύβοντας να αποθέσει τον καφέ του, έγινε το θαύμα! Λύθηκε η χαλαρά δεμένη ζώνη της ρόμπας της και η ρόμπα της ανοίγει τόσο πολύ, ώστε να του προσφέρει μια υπέροχη άπλετη θέα των βυζιών της και της γυμνής σάρκα της πίσω από το άνοιγμα της ρόμπας. Ο Μιλτιάδης κολλάει το βλέμμα του πάνω της και δεν απομακρύνεται αλλά εστιάζει σε αυτό με ένταση, λόγω έκπληξης αρχικά, αλλά με θετικό θαυμασμό και έντονο ενδιαφέρον στη συνέχεια κολλάει χωρίς να κάνει καμία ενέργεια παρά μόνο να κοιτάζει τη βαθιά βυζοχωρίστρα της με τις μεγάλες μαύρες θηλές της που είχαν αποκαλυφθεί. Η Αλεξάνδρα αναψοκοκκινισμένη από το συμβάν η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα από το φυσιολογικό, ζήτησε συγνώμη και ανασήκωσε το κορμί της και άρχισε να τραβάει αργά προς τα επάνω της τη ρόμπα για να τυλιχθεί καλύτερα. Ο Μιλτιάδης στέκεται σαν στήλη άλατος σαν κάποιον που είναι ακινητοποιημένος, σαν να έχει γίνει άγαλμα από ροζ αλάτι των Ιμαλαΐων και την κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. Μέσα σε λίγα λεπτά στη θέα του κορμιού της  ο πούτσος του σηκώθηκε κι έγινε σκληρός σαν σιδερό. Χωρίς καν να το σκεφτεί δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη, ριψοκινδυνεύει και την αιφνιδιάζει ευχάριστα!
«Άστη ρόμπα ρε Αλεξάνδρα! Άστη να θαυμάσω το κορμί σου.» Της είπε.
«Δηλαδή σου αρέσω σαν γυναίκα;» και σαν μια έμφυτη εσωτερική παρόρμηση να οδηγεί τις πράξεις της έμεινε έτσι μια στιγμή με τη ρόμπα μισάνοιχτη κλείνοντας τα μάτια για να αφήσει τον Μιλτιάδη ανεμπόδιστα να θαυμάσει την ομορφιά της
Στη θέα της ημίγυμνης και όμορφης γυναίκας μπερδεύει τα λόγια και τις σκέψεις του! «Τι 'ναι αυτά που λες ρε κούκλα μου!  Άκου αν μου αρέσεις. Και πως να μην με τρελαίνεις με τέτοια κορμάρα! Σαν μαγνήτης με τραβάει το κορμί σου και είναι επικίνδυνο που βρίσκομαι κοντά σου. Αφράτο κορμί μόνο για  καλοφαγάδες.» Ξεστόμισε στο τέλος μέσα από τα δόντια του.
Και όντως είναι κορμάρα η Αλεξάνδρα, με τις  καμπύλες της που δηλώνουν αυτοπεποίθηση μιας και θεωρείται πως οι γυναίκες αυτές είναι ακομπλεξάριστες και δεν έχουν το αιώνιο πρόβλημα με τη σωστή διατροφή. Οι άνδρες δεν μένουν ασυγκίνητοι από την ωραία εξωτερική εμφάνιση της. Μια ωραία λαμπερή γυναικεία φιγούρα, σε μια εμφάνιση που ολοκληρώνεται με ένα λαμπερό, ελκυστικό χαμόγελο. 
Αυτά τα τελευταία λόγια του Μιλτιάδη ήταν η αιτία να της προκαλέσουν, ηδονικά ερεθίσματα που την κάνουν να διεγείρεται και το βλέμμα της έγινε πιο λάγνο κι επιθετικό, και πριν προλάβει ο Μιλτιάδης  να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, κόλλησε το στόμα της στο δικό του σε ένα βαθύ, παθιασμένο γλωσσόφιλο. Αμέσως αυτός έχωσε το χέρι μου κάτω από τη ρόμπα της κι άρχισε να της χαϊδεύει έντονα το εφήβαιο της πάνω από το κιλοτάκι της. Ένιωθε την υγρασία της, ακόμα και πάνω από το εσώρουχο. Η Αλεξάνδρα άρχισε να βογκάει από καύλα και έβαλε το χέρι της πάνω στον πούτσο του που ήταν ήδη πέτρα. Σταμάτησε να τον φιλάει και του λέει: 
«Γδύσου».
Δεν περίμενε να του το πει και δεύτερη φορά. Ήταν σε τέτοια διέγερση που πέταξε ρούχα και εσώρουχο αστραπή και έμεινε γυμνός στο σαλόνι.
«Θα ήθελες να γίνω ο άντρας σου για μια-δύο ώρες σήμερα;» της λέει.
Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια,! Ηταν γυμνοί και οι δυο. 
Το πρώτο που κοίταξε με ενδιαφέρον η Αλεξάνδρα ήταν η «περιουσία» του. Δεν ήταν απλώς απογοητευμένη ήταν κυριολεκτικά τσουρουφλισμένη από την τελευταία εμπειρια της με το ανδρικό μόριο.
«Αα, από ότι βλέπω έχεις πλούσια τα ελέη του Θεού»! αναφώνησε η Αλεξάνδρα με ένα ελαφρώς αμήχανο χαμόγελο μεν γεμάτο ευχαρίστηση θαυμαστικό σχόλιο δε για να περιγράψει τα ικανοποιητικά φυσικά προσόντα του Μιλτιάδη.
«Θέλεις να πάμε μέσα στο κρεβάτι;» της λέει.
Η Αλεξάνδρα αναψοκοκκισμένη έγνεψε καταφατικά βιώνοντας την έντονη αφύπνιση της σεξουαλικότητας της. Εκείνες τις στιγμές κυριαρχούν οι δικές της σεξουαλικές ανάγκες και δεν λαμβάνει υπόψιν ότι ο Μιλτιάδης είναι παντρεμένος με παιδιά. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης εμφανίστηκε στα χείλη του καθώς ξάπλωσε κοντά της και την αγκάλιασε! Κυλιστήκαν στο κρεβάτι και τα κορμιά τους ακουμπήσανε. Το βλέμμα του εξερευνούσε το πληθωρικό γυμνό της κορμί, σκεπτόμενος ότι η αγαμησιά της τον έσπρωξε στο κρεβάτι της κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να φαντασθεί ότι θα συμβεί!................................................................................................. 
«Τι μου έκανες ματάκια μου; Με πήγες σε κόσμους που δεν ήξερα ότι υπάρχουν. Τόση καύλα, τόσα χρόνια, τόση προσμονή.  
Καθώς έφευγε ανανέωσαν το ραντεβού τους για όποτε τους βολέψει και τους δυο και η Αλεξάνδρα του είπε και πάλι με νόημα στην πόρτα! «Σε κανέναν τίποτα, έτσι;».
Της έκλεισε το μάτι και έφυγε! «Η δουλειά μου εδώ τελείωσε, για σήμερα σκέφτηκε χορτασμένος!»
Καθώς τον είδε να απομακρύνεται δάγκωσε τα χείλη της και μουρμούρισε «πω, πω τι γαμήσια ήταν αυτά, Αλεξάνδρα; Μας άρεσε και ας μην είναι και πολύ εμφανίσιμος άνδρας.»
Από κείνη την μέρα δεν τον έχει όσο θα ήθελε και νιώθει ότι είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα της διπλής ζωής του, αλλά βρίσκουν τον τρόπο να περνάνε λίγες ώρες μαζί, ώστε να ξεδίνουν, στο μέτρο του δυνατού πάντα, γιατί o «άτακτος» είναι παντρεμένος που δεν μπορεί μεν να κρατήσει τις καύλες του, αλλά δεν είναι ο άνδρας που θα «έκλεινε την πόρτα» του γάμου πίσω του, αφήνοντας τη γυναίκα και τα παιδιά τους.
Ο Μιλτιάδης ήταν η κόλαση και ο παράδεισος για την Αλεξάνδρα, Ελπινίκη μου!


Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Valeria

...Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία Ι: (Part:2)....Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε για περισσότερες λεπτομέρειες Μυθοπλασία Ι: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία Ι (Part..1)
 ..............................Ο Αλκιβιαδης λίγο έλειψε να μη την αναγνωρίσει. Από μακριά το μόνο που έβλεπε ήταν οι μακριές γάμπες της, που διαγράφονταν ανάγλυφα κάτω από το ύφασμα μιας υπέροχη σικάτης φούστας. Ξαφνικά το θέαμα της ομορφιάς της τον πανικόβαλε. Ήταν ψηλή λεπτή και ένα διακριτικό μακιγιάζ συμπλήρωνε την εικόνα αυτής της γυναίκας. Στην αρχή μπερδεύτηκε με μια παράξενη σύμπτωση. Του φάνηκε φτυστή η Μία Γουάλας, η ηρωίδα του Πάλπ Φίξιον, που την υποδυόταν η Ούμα Θέρμαν. Όμορφη τρομερά αισθησιακή. Την αναγνώρισε ήταν η Βαλερία...........................................Το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Κοιτούσε τον κόσμο με ορθάνοιχτα μάτια, κατάμαυρα, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων. Πάντα στην τρίχα! .......................................
........Στη Θεσσαλονίκη περασμένα μεσάνυχτα Σαββάτου προς ξημερώματα της Κυριακής, όπως είδαμε η Ναυσικά και η Ανδρομάχη είχαν την ευκαιρία να ζήσουν μια συναρπαστική λεσβιακή εμπειρία γεμάτη έντονη σεξουαλική ενέργεια και πάθος, παρασυρμένες από το ανομολόγητο πάθος της μιας για την άλλη, που κατέκλυσε τα κορμιά τους, θόλωσε το μυαλό τους και εξαφάνισε την λογική τους με αποτέλεσμά να κάνουν το τόλμημα να επιδοθούν σε τολμηρά σεξουαλικά παιχνίδια μεταξύ τους. Και οι δύο ομολογούσαν πως αναστατώθηκαν οι αισθήσεις τους όσο καμιά άλλη φορά και δεν είχαν την δύναμη να αντισταθούν ώστε τα πάντα μπορούσαν να συμβούν τη νύχτα τους στη Θεσσαλονίκη. Η ένταση της επιθυμίας, ο ίλιγγος των αισθήσεων άρπαξε την ψυχή τους και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας. Η στάση τους δεν άφηνε περιθώρια για παρανοήσεις. Τις είχε ενώσει μια νύχτα μαγείας και τρέλας. Η αλήθεια είναι πως μερικά χρόνια πριν δεν θα είχαν διανοηθεί ακόμη και να συζητήσουν το εν λόγω θέμα, πόσο μάλλον ως δυο ετερόφυλες γυναίκες να τολμήσουν να δοκιμάσουν και να μοιραστούν μαζί την εμπειρία προσφέροντας σεξ η μια στην άλλη, υπερβαίνοντας το πολιτισμικό εμπόδιο, της ηθικοπλαστικής υποκρισίας και του πουριτανισμού. Το σεξουαλικό πάθος και η αξία του έρωτα υπερίσχυσε της όποιας λογικής τους και με αμοιβαίο σεβασμό επιτρέποντας και στις δύο να είναι ανοιχτές και ειλικρινείς μεταξύ τους, μοιράστηκαν πολλαπλούς οργασμούς σε σύντομο χρόνο μέχρι τον «επόμενο γύρο», δεδομένου ότι σαν γυναίκες ήξεραν τι ήθελαν και κατ΄επέκταση πως να φέρει την κορύφωση της σεξουαλικής διέγερσης η μία στην άλλη. Το ερωτικό πάθος είναι θεόσταλτο από την Αφροδίτη δηλώνει στους στίχους του ο Ευριπίδης και «είναι φυσικό, άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί να σφάλλουν». 
Το ερωτικό πάθος και η ηδονή που έζησαν εκείνο το Σάββατο δεν το είχαν βιώσει ποτέ ξανά στη ζωή τους, παρόλο που και οι δυο γυναίκες είχαν μια υγιή, δραστήρια και ικανοποιητική σεξουαλική ζωή. Αυτή η επαφή τους τις έκανε να απενοχοποιήσουν το λεσβιακό σεξ, να αγαπήσουν το σώμα τους να μην έχουν ταμπού στο κρεβάτι. Απλά αφέθηκαν. Σαν γυναίκες ήξεραν ακριβώς που και πότε να αγγίξει η μια την άλλη. Τι ήθελαν να ακούσουν, να λέει η μια στην άλλη. Νοιαζόταν να ικανοποιήσει η μια την άλλη. Δεν θα ξεχάσουν τον τρόπο που προσπαθούσε να ικανοποιήσει η μια την άλλη και αυτό τους δημιουργούσε ένα επίπεδο εμπιστοσύνης, επιτρέποντας και στις δύο να αισθάνονται ασφαλείς μεταξύ τους, μεχρι που αποφάσισαν πως το σεξ με γυναίκα είναι αλλιώς και αγκαλιασμένες έπεσαν σε βαθύ ύπνο στο άνετο και αναπαυτικό κρεβάτι του ξενοδοχείου!
 Πίσω στην Αθήνα τον Αλκιβιάδη το ίδιο σαββατόβραδο τον απασχολούσε κάτι που πολύ απλά μπορεί να συμβεί στον καθένα. Από νωρίς βιώνει το αίσθημα της μοναξιάς του σε μια φορτισμένη συναισθηματική κατάσταση, έχοντας έντονες νυχτερινές αϋπνίες, και οι αϋπνίες τον ταξίδευαν στα μονοπάτια της μνήμης, και του ζητούσαν επίμονα να ζήσει ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες! Η αιτία που ζει τις εσωτερικές ενσυνείδητες συγκρούσεις του είναι η ερωτική επιθυμία για μια γυναίκα, που σήμερα την είδε μετά από χρόνια με μια λαχτάρα που κατάφερε να τον αγγίξει και να χαραχτεί βαθιά στην συνείδηση του απρόσμενα το μεσημέρι του Σαββάτου και του δημιουργεί την αίσθηση πως μέσα του γεννιέται κάτι μυστικό, κάτι συνωμοτικό, μα και ανησυχητικό μαζί, και ο νους του αδυνατεί να σταματήσει να τη σκέφτεται. Η μορφή της είχε κάνει νυχτερινή απόβαση στο μυαλό του και στη σκέψη της δεν ησυχάζει με τίποτα. Νιώθει απόψε αυτό το ρομαντικό συναίσθημα γι αυτή τη γυναίκα με τον ψυχισμό ενός εφήβου, τότε που έψαχνε τη ζωή του χωρίς να ξέρει πού θα τη βρει. Ένιωσε ένα μικρό τσιμπηματάκι στην καρδιά με τις αναδυόμενες σκέψεις. Είχε πρόσφατα αφήσει πίσω του τα σαράντα του χρόνια κι η Βαλερία σήμερα του είχε φανεί ίδια με την αέρινη οπτασία που έβλεπε στα εφηβικά του όνειρα. Και σήμερα στα σαράντα του χρόνια γνωρίζει ότι η σεξουαλική επιθυμία είναι ένα πάθος στο οποίο υπάγονται όλα τα άλλα πάθη και στο οποίο όλα ενώνονται και η πραγματική ευτυχία στηρίζεται στις αισθήσεις και η αρετή δεν ικανοποιεί καμιά από αυτές!
Η ιστορία του ξεκίνησε όπως κάπως έτσι ξεκινούν πολλές ιστορίες οι οποίες συμβαίνουν κάποτε! Κι όμως η μέρα είχε ξεκινήσει φυσιολογικά, με όλες τις συνήθειές της, τους εξαναγκασμούς και τις μικρές απολαύσεις της. Όταν λοιπόν ξημέρωσε το Σάββατο τίποτα δεν προανήγγειλε ότι αυτό το συνηθισμένο Σάββατο που απολάμβανε τη προσωρινή μοναξιά του θα ερχόταν κάποια στιγμή να πολιορκείται από μύχιες και ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες, και το ενδιαφέρον και η προσοχή του να εστιάζεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που έγινε η εφήμερη ηρωίδα του και το αντικείμενο του αναπάντεχου ερωτικού του πάθους. Κεντρική πρωταγωνίστρια μια παλιά τους φίλη, η γοητευτική Βαλερία με την απαράμιλλη κομψότητα της. Τίποτα δεν προμήνυε την τρελή τροπή που θα έπαιρναν οι σεξουαλικές του διαθέσεις απ' τα επερχόμενα γεγονότα και αυτό το έντονο αίσθημα κάψας που είχε νιώσει να απλώνεται χαμηλά στην κοιλιά του από την παρουσία της Βαλερίας.
Ο Αλκιβιάδης άνοιξε τα μάτια του στις επτά και δέκα. Τον είχε ξυπνήσει η καμπάνα της μικρής εκκλησίας τους, η μέρα φάνταζε ωραία, ηλιόλουστη, κάτι που έπρεπε να εκμεταλλευτεί, μια και το φθινόπωρο ήταν προ των πυλών. Ως συνήθως, τεντώθηκε απλώνοντας τα χέρια του στο κρεβάτι τα σεντόνια ήταν κρύα. Η Ανδρομάχη η εδώ και δέκα πέντε χρόνια σύντροφος του, είχε ήδη αποδράσει από χθες Παρασκευή πρωί για τη τριήμερη εκδρομή  της.   
Πήγε στο μπάνιο, έκανε την πρωινή του τουαλέτα έπλυνε τα δόντια του, μετά πήγε στο δωμάτιο έβγαλε τις πιτζάμες του και έβαλε ρούχα εργασίας κήπου. 'Έφτιαξε το πρωινό καφέ του, πήγε βόλτα το σκύλο, καθάρισε το κλουβί με τον παπαγάλο άνοιξε το Κομπιούτερ και  έλεγξε τα  Εmail του. Ο Αλκιβιάδης αυτό το ΠΣΚ ζει τη προσωρινά εργένικη ζωή του χαλαρός και νηφάλιος. Ξεκινώντας η μέρα του χωρίς αναταράξεις σαν να βρισκόταν σε ήρεμα νερά, ήταν η Ανδρομάχη του που του προκάλεσε μια ανησυχία! Συνήθως όταν απουσίαζε τον έπαιρνε πάντα πρώτη τηλέφωνο απ' τα άγρια χαράματα να μιλήσουν, να έχουν επαφή. Σήμερα ασυνήθιστο περνούσε η ώρα, ανέβηκε ο ήλιος και το τηλέφωνο δεν κτύπησε! Την πήρε πρώτος εκείνος και το τηλέφωνο δεν του απαντούσε. Ανησύχησε! Την πήρε και πάλι, άργησε να το σηκώσει και όταν το σήκωσε του δικαιολογήθηκε πως την πήρε βαθιά ο ύπνος γιατί από βραδύς τη ταλαιπώρησαν οι κολικοί της! Ο Αλκιβιάδης ανησύχησε και αναστατώθηκε που η Ανδρομάχη του βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τέτοιο δυσάρεστο γεγονός μα η ίδια τον καθησύχασε, λέγοντάς του πως όλα είναι καλά και ήταν κάτι περαστικό και πάει της πέρασε! Τον διαβεβαίωσε πως ήδη ένιωθε πολύ πιο ευχάριστα αναμένοντας τις προγραμματισμένες εξόδους σ’ αυτή την τριήμερη «απόδραση» της που συμβάλλουν ακόμη περισσότερο στην καλή της διάθεση, και της προσφέρουν μία ανάλαφρη διάθεση ελευθερίας και παράλληλα θα ξεδώσει, θα εκτονωθεί, και θα αποβάλει άγος, νεύρα και φυσικά την κακή διάθεση.
«Ανδρομάχη Μωρό μου! Με έκανες ν’ ανησυχήσω. Καλά εγώ έλειπα από δίπλα σου! Ο ρασοφόρος ο φίλος μας που ήταν να σου συμπαρασταθεί στη ταλαιπωρία σου; Η Ναυσικά;!»
«Η Ναυσικά ο Θεός να την έχει καλά, χάρις την αδελφική φιλία που μας ενώνει μου συμπαραστάθηκε στις ιδιαίτερες αυτές στιγμές μου με αλληλεγγύη και εχεμύθεια αγάπη μου! Ευτυχώς που ήταν κάτι περαστικό, μπορεί να με ταλαιπώρησε αλλά σημασία έχει που στο τέλος όλα πήγαν καλά! Ήταν κάτι που το έζησα πολύ έντονα τη νύχτα αλλά δεν χρειάζεται να υπερβάλουμε και εσύ δεν χρειάζεται να ανησυχείς αγάπη μου γιατί έχω βρει το κατάλληλο καταπραϋντικό και να τώρα με την κουβέντα μας καθυστερώ να πάρω πάλι τη δόση μου στην ώρα της!»
«Ναι έχεις δίκιο αγάπη μου να μην σε καθυστερώ, και σε παρακαλώ Ανδρομάχη μου να προσέχεις τον εαυτό σου και να μη μου ταλαιπωρείσαι! Άλλωστε το ταξίδι το έκανες για να ξεδώσεις από τα καθημερινά. Ο καιρός πως είναι στη Θεσσαλονίκη;»   
«Εντάξει αφού το είπαμε αυτό, ότι και να ήταν πάει και πέρασε! Καλά είμαι τώρα και σ΄ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. Ο καιρός είναι τέλειος αν και η πρόγνωση αναφέρει βροχή. Εσύ πως είσαι αγάπη μου; Για πες μου, σου λείπω;»
«Καλά είμαι αγάπη μου απλά μου λείπεις αλλά εσύ μη το σκέφτεσαι κοίτα να περνάς όμορφα και μη σε νοιάζει εγώ εδώ είμαι και θα σε περιμένω να μου πεις ωραίες και πολλές ιστορίες του ταξιδιού σου! Φιλιά πολλά!.»
«Κούκλε μου! δεν ξέρεις πόσο σε λατρεύω!» του ψιθύρισε. «Ποσό σε λατρεύω όταν είσαι τόσο χαλαρός και τρυφερός μαζί μου ! Σου στέλνω πολλά φιλιά.» 
Η αλήθεια είναι πως όταν ο Αλκιβιαδης ακούει τη φωνή της Ανδρομάχης, ειδικά η φωνή της στο τηλέφωνο νιώθει μια ευχαρίστηση. Η θύμηση αυτής της φωνής τον ευχαριστεί, αφού είναι η φωνή του προσώπου που αγαπά. Η φωνή της Ανδρομάχης είναι πολύ ηχηρή, ζεστή, ο τρόπος που λέει: Εμπρός, η Ανδρομάχη είμαι, όλα αυτά τα απροσδιόριστα πράγματα. Και όντως, υπάρχει μια πολύ φευγαλέα ευχαρίστηση στη θύμηση αυτής της φωνής και ειδικά τώρα που είναι στη μοναξιά του.
....... Και όμως! Σαν κάτι απροσδιόριστο να τον προβληματίζει σήμερα τον Αλκιβιάδη! Λίγο περίεργα μου τα λέει η Ανδρομάχη μου! Εντάξει για δέκα πέντε χρόνια παντρεμένοι πολύ καλά τα πάμε στη σχέση μας. Όταν όμως ξαφνικά «ξεχνάει» να σε πάρει τηλέφωνο και στο καπάκι πριν κλείσει το τηλέφωνο θυμήθηκε με έμφαση να σου πει πως σε «λατρεύει» λογικά σου δημιουργεί αντικρουόμενα συναισθήματα και ταυτόχρονα καταιγισμό από αρνητικές σκέψεις.» Μουρμούρισε προβληματισμένος ο Αλκιβιάδης κλείνοντας το τηλέφωνο! «Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, αυτά που λέει είναι αυτά που κάνει! Το μόνο σίγουρο είναι οι  εικασίες που έχεις. Γιατί στις εικασίες με τον εγκέφαλο βλέπεις και όχι με τα μάτια! Σκέψου Αλκιβιάδη σε τι πέλαγος άγνοιας κολυμπάς όταν αυτά που σου καλλιεργεί στον εγκέφαλο δεν είναι και τόσο σίγουρο ό,τι είναι έτσι όπως λέγονται! Βιάζεται λέει να πάρει το γιατρικό της!» Ύποπτο του φαίνεται! Συγκρατήθηκε όμως, αντιστάθηκε στον πειρασμό γιατί σε κάτι τέτοιες στιγμές προσπαθούσε να ‘ναι όσο μπορούσε πιο ευγενικός μαζί της. Τι να κάνει Σαββάτο πρωί! Να Ανοίξει κουβέντα με επιχειρήματα; Καλά κρασιά, επτά-μηδέν θα λήξει το σκορ εις βάρος του και θα τρώει και τι γκρίνια της για κάνα τριήμερο. Οπότε δεν έχει κανένα νόημα, να μπει σε κουβέντα με την Ανδρομάχη, τσάμπα χαμένος χρόνος αν υπάρχει διαφωνία. Δεν πρόκειται ποτέ να βρει άκρη. Της λέει «ναι αγάπη μου δίκιο έχεις» και καθάρισε. Απλά τρώει λίγη ώρα μέχρι να το πει, γιατί οι γυναίκες γενικά δεν αποδέχονται την εύκολη παράδοση. Τον θέλουν τον τσακωμό. Όπως θα 'θελαν αν μπορούσαν το κομμωτήριο, το μανικιούρ και το πεντικιούρ σε καθημερινή βάση. Το κομμωτήριο κι ο τσακωμός δεν είναι μια συνήθεια, είναι DNA. Δεν θέλουν να κερδίσουν το μπρα ντε φερ με μία κίνηση. Δεν γίνεσαι πειστικός Αλκιβιάδη. Το κάνεις όπως κάνουν αυτές τον ψεύτικο οργασμό. Δυσθυμείς, βογκάς, διαφωνείς και μετά παραδίνεσαι. Γι αυτό Αλκιβιάδη δώσε δύο-τρία λεπτά από το χρόνο σου. Αυτή είναι, σύμφωνα με τον σοφό παππού του, η καλύτερη συμβουλή αν θέλει να μην του τα ζαλίζει όλη την ώρα η γυναίκα του. Το τι θα κάνει τελικά είναι μια άλλη υπόθεση. Θα ξαναβγεί με τους κολλητούς του, θα ξαναστάξει το κατούρημα στη λεκάνη, θα ρίξει καφέ στο πάτωμα, θα συνεχίσει να κοιτά τον κώλο της κάθε Τζένιφερ Λοπέζ -απλά δεν θα το λέει. 
«Ναι αγάπη μου, έχεις δίκιο, εγώ φταίω!». Αυτό είναι το τρίπτυχο της ευτυχίας. Ο Αλκιβιάδης το έχει εμπεδώσει!
...Κατά τ' άλλα όμως το Σαββάτο του είχε ξεκινήσει φυσιολογικά, με όλες τις συνήθειες του, τους εξαναγκασμούς και τις μικρές απολαύσεις του. Καθώς είχε τελειώσει το σκάλισμα στα παρτέρια του κήπου καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με το laptop μπροστά του και με καλή διάθεση και με τα ακουστικά στα αφτιά, είχε συνδέσει στο YouTube τη Σινέντ Ο' Κόνορ στο Nothing Compares 2 U, και ταυτόχρονα είχε ανοίξει το blog του στο ιντερνέτ και προσπαθούσε να σπαταλήσει έτσι το ελάχιστο ταλέντο του δημιουργώντας και χρησιμοποιώντας λέξεις που να χαϊδεύουν τα αφτιά των αναγνωστών που καταβροχθίζουν τις ιστορίες στο ιντερνέτ και αναζήτησε να γράψει κάτι γαργαλιστικό που θα λειτουργούσε ως πικάντικο τυράκι για τους αναγνώστες του, και κάπως έτσι η μέρα του κύλησε γρήγορα και δημιουργικά. Είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο δημιουργικής έμπνευσης, και τώρα ήθελε να βγει έξω! Αναρωτήθηκε τι θα προτιμούσε για μεσημεριανό γεύμα. Η σκέψη να βγει έξω για φαγητό δεν τον ενθουσίαζε. Άλλωστε ήταν αρχή του να μη πλησιάζει εύκολα καταστήματα ταχυφαγίας ή καντίνες. Το ψυγείο στη κουζίνα τους, ήταν φίσκα, δεν έλειπαν ποτέ τα τρόφιμα. Τη προοπτική όμως να φάει κάτι κατεψυγμένο την απέρριψε. Το θρεπτικό, ισορροπημένο, περιορισμένο σε λίπος γεύμα θα ήταν το ιδανικό! Η υγιεινή και γευστική διατροφή του ανέβαζε το ηθικό! Σήμερα αποφάσισε να πεταχτεί στο super market της περιοχής με τα βιολογικά προϊόντα που έχει γεύματα όμορφα τοποθετημένα μέσα σε  κουτιά φαγητού, θα ήταν το «γεύμα του στο πόδι». Η αλήθεια είναι ότι ήθελε να βγει λίγο έξω οπότε γιατί όχι; Πήγε στο δωμάτιο του και ετοιμάστηκε να βγάλει τα πρόχειρα ρούχα που φορούσε και να βάλει ένα τζιν και ένα πουκάμισο καθαρό. Έκανε αρκετή ζέστη οπότε το σκέφτηκε και δεν άλλαξε. «Εντάξει στο super market πηγαίνω όχι στο μέγαρο μουσικής» και ξεπόρτισε βάζοντας και κάτι ξεφτισμένα ανδρικά Μοκασίνια College που ήταν έξω από την κυρία είσοδο. Σαν σκιά, μέσα στην αντηλιά, είδε τον εαυτό του στη μεγάλη τζαμαρία της μπαλκονόπορτας, είχε κάνει και ένα σχετικά βαθύ κούρεμα τελευταία, αποφάσισε πως από εμφάνιση ήταν να τον κλαίνε οι ρέγγες. 
Ενώ έκανε μια βόλτα στο κατάστημα αναμένοντας να εκτελέσουν τη παραγγελία του στο βιολογικό τμήμα του εστιατορίου βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια γυναίκα ιδιαίτερα ελκυστική που τον μαγνήτισε. Ο Αλκιβιαδης λίγο έλειψε να μη την αναγνωρίσει. Από μακριά το μόνο που έβλεπε ήταν οι μακριές γάμπες της, που διαγράφονταν ανάγλυφα κάτω από το ύφασμα μιας υπέροχη σικάτης φούστας. Ξαφνικά το θέαμα της ομορφιάς της τον πανικόβαλε. Ήταν ψηλή λεπτή και ένα διακριτικό μακιγιάζ συμπλήρωνε την εικόνα αυτής της γυναίκας. Στην αρχή μπερδεύτηκε με μια παράξενη σύμπτωση. Του φάνηκε φτυστή η Μία Γουάλας, η ηρωίδα του Πάλπ Φίξιον, που την υποδυόταν η Ούμα Θέρμαν. Όμορφη τρομερά αισθησιακή. Την αναγνώρισε ήταν η Βαλερία που προχωρούσε προς το τμήμα με τα ψάρια και τα κατεψυγμένα θαλασσινά του καταστήματος! Ήταν αυτόπτης μάρτυρας μιας εξαιρετικής ομορφιάς και έμεινε άναυδος με την σέξι και ιδιαίτερα ελκυστική παρουσία της. Εντυπωσιακή, ψηλή καλοφτιαγμένη χάρμα ιδέσθαι. Η επιδερμίδα της σαν ώριμο στάχυ, το αγέρωχο ύφος της και οι ιδανικές αναλογίες της θύμιζαν αρχαίο άγαλμα της Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου. Τα μαύρα μαλλιά της, πολύ ωραία, άφηναν κάποιες τούφες να πέφτουν ατημέλητα και να αγκαλιάζουν το πρόσωπό της. Το βήμα της γοργό, η περπατησιά της λυγερή, σφιχτοί μηροί, που σίγουρα τους διατηρούσε με τζόκινγκ και καθημερινό γυμναστήριο! Μία θύελλα τεστοστερόνης! Ένα λαχταριστό κορμί που άναβε φωτιές. Τέρψη των ματιών και ξύπνημα των πόθων. Στο ρυθμό της μουσικής των τακουνιών της που κοπανούσαν στα πλακάκια του καταστήματος, η σιλουέτα της, ελισσόταν ανάμεσα στους πελάτες και οι πιο αδιάκριτοι από αυτούς έστρεφαν το κεφάλι στο πέρασμά της. Τα αίματα άναβαν, οι καρδιές επιτάχυναν και το μυαλό τους κατακλυζόταν από ένοχες σκέψεις. Αυτή περπατούσε σα να μη τη βλέπουν, αλλά κάποια βλέμματα την έχουν ήδη γδύσει. Η Βαλερία όπως τη βλέπει σήμερα στα τριάντα πέντε της χρόνια ήταν μια μελαχρινή γυναίκα πιο όμορφη από τότε που τη γνώρισε ο Αλκιβιαδης. 
Το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Κοιτούσε τον κόσμο με ορθάνοιχτα μάτια, κατάμαυρα, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων. Πάντα στην τρίχα! Η αλήθεια ήταν πως ο Αλκιβιαδης αν και είχε εκπλαγεί τα πρώτα δευτερόλεπτα, δεν είχε ξαφνιαστεί ωστόσο. Ελεημόνησε τον εαυτό του αμήχανος! Δεν ήξερε που να κρυφτεί με το θέαμα που παρουσίαζε. Καταστροφή! Έμοιαζε να καταριέται τον εαυτό του, βλαστήμησε δις! Πρώτον γιατί δεν έβαλε το τζιν και το καθαρό πουκάμισο! Τα παπούτσια ας πούμε πως τρώγονται. Αμ! το άλλο με το κοντοκουρεμένο κεφάλι! Και του γκρίνιαζε η Ανδρομάχη! «Κούκλε» μου να σε χαρώ εγώ! Σαν ηλίθιος είσαι μ αυτό το κούρεμα! Τι μύγα σε τσίμπησε και κουρεύτηκες έτσι! Αχ βρε Ανδρομάχη μου πως γίνεται να έχεις πάντα δίκιο.! Μην αμελείς ποτέ την εξωτερική σου εμφάνιση του τόνιζε πάντα! Το σαν ψαράς ντύσιμο μπορεί να είναι δελεαστικό για σένα, αλλά σίγουρα όχι και για τους γύρω σου! 
Γοητευμένος από το θέαμα μπροστά του, με ένα μείγμα θαυμασμού και επιθυμίας εμφανές στα μάτια του! «Είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε δέσμιοι της χημείας και της φύσης. Κι αυτή η δέσμευση, που άρχισε εκατομμύρια χρόνια πριν, εξακολουθεί να ασκεί την ίδια έντονη επιρροή «τραβώντας» μας κυριολεκτικά από τη μύτη!» Σκεφτόταν ο Αλκιβιαδης και είχε μια στιγμή δισταγμού πριν μαζέψει το κουράγιο του και τη πλησιάσει να τη χαιρετήσει! Χαιρετήθηκαν αλλά δεν μπορούσε να το χωνέψει ακόμα και τυμπάνιζε νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στο παντελόνι του.  Δίπλα του η Βαλερία με άψογο χτένισμα και σικάτο ντύσιμο και αυτός, σαν συνοδός που έχει βγάλει το σκύλο βόλτα στα χώματα του γειτονικού πάρκου. Ακόμα και στη θλιβερή κατάσταση που ένιωθε ότι βρισκόταν του ήταν δύσκολο να μη σκάσει ένα χαμόγελο βλέποντας την υποδοχή που του είχε επιφυλάξει με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Βαλερία με τη χαρούμενη όψη της, μ' ένα εγκάρδιο και πλατύ χαμόγελό και το χέρι προτεταμένο για χειραψία, ήταν το έναυσμα για μια πολύ ευεργετική επίδραση στα συναισθήματα του Αλκιβιάδη. Τώρα ένιωθε πολύ πιο χαλαρωμένος για την ασουλούπωτη εμφάνιση του. Ακόμα κι η στιγμιαία ψιλοκουβέντα που έπιασε με τον υπάλληλο στο πάγκο με τα ψάρια τον είχε ηρεμήσει και ξαναβρήκε για λίγο την καλή του διάθεση. Της χαμογελούσε ευγενικά, με την ιδιαίτερη συστολή που τον κατείχε. Εντάξει δεν ήταν και γελοίο το θέαμα του μα αυτός αντικειμενικά πίστευε, πως η σημερινή αμφίεση του δεν ταίριαζε και πολύ στη φυσιογνωμία του.
Ο Υπάλληλος απευθυνόταν με κάτι μακρόσυρτα «κυρία μου! σε ψιλές φέτες θέλετε το σολομό», καθώς οι κλεφτές ματιές του όλο ξέφευγαν προς τις ωραίες γάμπες της Βαλερίας πέρα από το να βεβαιωθεί ότι της είχε φανεί χρήσιμος.
«Μη μου πεις πως συχνάζεις κι εσύ στο βιολογικό τμήμα του super market;» ήταν αναμενόμενο, το σχόλιο της.
«Όχι συχνά μα σήμερα που είμαι εργένης προσπαθώ να αντλήσω έμπνευση για το δείπνο μου! Ακολουθώ το συρμό που λέει πως τα βιολογικά προϊόντα είναι hot τάση, κι οι συνταγές τους είναι ισορροπημένες και δεν παχαίνουν.» 
«Ναι, έχεις δίκιο! Πώς και Σαββατοκύριακο, είσαι εργένης; Η Ανδρομάχη;»
«Είναι Θεσσαλονίκη με τη φίλη σας τη Ναυσικά.»
«Με τι Ναυσικά; Επαγγελματικό ή ταξίδι αναψυχής;»
«Στο  πλαίσιο ενός συνεδρίου, που συμμετέχει η φίλη σας η Ναυσικά, βρήκαν ευκαιρια και απέδρασαν ένα τριήμερο παρέα!»
«Τι συνέδριο;»
«Κάτι με Ηλεκτρονική Μάθηση νομίζω! Ξέρεις τη Ναυσικά. Λογικά της ταιριάζει!» 
«Καλά λες! Τα παιδιά; Στο χωρίο με παππού και γιαγιά;»
«Ναι! η τελευταία τους εβδομάδα των διακοπών.» 
Απορροφημένοι έλεγαν πολλά και διάφορα, όταν ο υπάλληλος τη πληροφόρησε πως είναι έτοιμα τα φιλέτα του φρέσκου σολομού που είχε παραγγείλει η Βαλερία, και αμφότεροι ξεκίνησαν για τα ταμεία του καταστήματος. Ο Αλκιβιάδης όμως κοίταζε τη Βαλερία αχόρταγα, με ένα απροσδιόριστο βλέμμα. Έδειχνε αδιάφορος, ή μάλλον ήθελε να το παίξει αδιάφορος γιατί μέσα του σκεπτόταν πως αυτός ο λαχταριστός κορίτσαρος θα γινόταν ιδανικός παρτενέρ στο κρεβάτι του. Αυτό το πανέμορφο αψεγάδιαστο κορμί με τις αρμονικές καμπύλες και τα ατέλειωτα πόδια! . Η Βαλερία έριξε μια κλεφτή ματιά και το κατάλαβε ότι τη κοιτάζει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν φάνηκε να πειράχτηκε. Ίσως να κολακεύτηκε κιόλας από την εμφάνιση της.
Η Βαλερία ήταν ο τελευταίος κρίκος της παρέας τριών κοριτσιών από το δημοτικό σχολείο. Η Ανδρομάχη, η Ναυσικά και η Βαλερία. Ήταν κι οι τρεις μια χαρά γκόμενες, η Βαλερία όμως ήταν η πιο εκκεντρική και ανεξάρτητη της ομάδας, ήταν πολύ καλή με τα μικρά παιδιά. Το περιπετειώδες ταμπεραμέντο της διασκέδαζε πολύ τις φίλες της, που τρελαίνονταν για τις θεοπάλαβες ιστορίες της.
Τη θυμάται από τα εφηβικά της χρόνια μαθήτρια του λυκείου! Απλή ζωή ζούσε και ζει η Βαλερία ακόμη και σήμερα από όσο γνωρίζει. Ήσυχα τα εφηβικά της χρόνια, συνετές σπουδές, γάμο µε άντρα που την ερωτεύτηκε και την αγάπησε! Και τα κατάφερε τελικά και έγινε καθηγητρια και αποδείχτηκε ότι ήταν πλασμένη γι’ αυτή τη δουλειά. Η επικοινωνία, η ζεστή ατμόσφαιρα, οι αιχμηρές συζητήσεις, αυτός ήταν ο δρόμος της! Ατενίζοντας την σήμερα, μετά από μερικά χρόνια που είχε να τη δει, τόσο όμορφη, τόσο ζωντανή του αγγίζει όλες τις αισθήσεις του μυαλό του, το οποίο λειτουργεί στιγμιαία και αναρωτιέται! Άραγε μήπως πίσω από αυτή τη σταθερή ζωή, καταφέρνει να κρύβει απαγορευμένες επιθυμίες και ένοχα μυστικά όπως όλοι μας. 
Τίποτα δεν προανήγγειλε και τίποτα δεν προμήνυε ότι μια απλή ουρανοκατέβατη συνάντηση με μια οικογενειακή φίλη από τα παλιά ανάμεσα στα ράφια ενός super market θα του πυροδοτούσε ένα τόσο έντονο αίσθημα κάψας που στο πέρασμα της ώρας άρχισε να απλώνεται χαμηλά στην κοιλιά του και ο ίδιος ολόκληρος να φλέγεται από πόθο που ζητούσε ικανοποίηση.
Ο Αλκιβιαδης δεν μπορούσε παρά να γοητευτεί από τη γοητεία της Βαλερίας που ξυπνούσε μέσα του μια πρωτόγονη λαχτάρα αλλά σαν άνδρας δεν είχε ταμπεραμέντο πιτ μπουλ που ορμάει σε ό,τι γυναικείο ποδόγυρο κινείται και του αρέσει, αλλά ήταν υπομονετικός και επίμονος, κάτι που πολλές φορές είχε αποδειχτεί εξίσου προσοδοφόρο με το θράσος που του έλειπε. Δεν είχε αυτή τη σπίθα της διαφθοράς, ώστε να δείξει τον απόκρυφο πόθου του στην ηρωίδα του με εμμονή και χωρίς ενοχές εγκαταλείποντας κάθε κοινωνικά θεμιτό, για να ικανοποιήσει τον ανικανοποίητο πόθο του εισβάλλοντας μέσα στο ασφαλές οικογενειακό της λιμάνι. Διάβολε! Αλήθεια πόσο ανόητος άραγε να της φαίνεται με τους δισταγμούς του! Η λογική του έλεγε ότι δεν μπορούσε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα. Η Βαλερία είναι το «κλειδί», ακόμη κι ένα ζεστό χαμόγελο της μπορεί να βοηθήσει πολύ στο να σπάσει ο πάγος!
Ο κόμπος στο στομάχι του γινόταν όλο και πιο σφιχτός όσο περπατούσαν ο ένας διπλά στον άλλο. Μόλις βγήκαν από την αυτόματη πόρτα του καταστήματός στο υπαίθριο πάρκινγκ, οι δυο τους ήταν σιωπηλοί. Ο Αλκιβιάδης στενάζει βαριά. Ένας τέλειος στεναγμός απίστευτης καύλας. Αλλά με μια δόση αθωότητας και ενοχής μαζί. Σαν να ομολογεί στον εαυτό του πως ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρέπει να το σκέφτεται αυτό. Ότι είναι απαγορευμένο. Αλλά και ότι δεν μπορεί να σταματήσει να το σκέφτεται. Ότι ο πειρασμός είναι πολύ μεγάλος για να μπορέσει ν’ αντισταθεί. Πήρε μια γεμάτη ανάσα και προσπάθησε να συντονιστεί με το περιβάλλον.
Την παρακολουθούσε που πήγαινε στο αυτοκίνητο της. Είχε ένα απίστευτο βάδισμα. Κάτι στους γοφούς της θύμιζε αιλουροειδές και έδινε την αίσθηση ότι βάδιζε σε αργή κίνηση. Έπρεπε να σταματήσει να την κοιτάζει. Αν κοίταζε συνέχεια τα οπίσθια της κινδύνευε να στραβολαιμιάσει.
Πλάθει «σενάρια» που ανάβουν την ερωτική του φλόγα. Η σεξουαλική επιθυμία τείνει να σχετίζεται με τις φαντασιώσεις του και του ζητά να πάρει την πρωτοβουλία και να αφήσει τη συστολή του για λίγο στην άκρη.
Έπειτα, καθώς ο Αλκιβιάδης ετοιμαζόταν να πάρει το αυτοκίνητο, στάθηκε μπροστά στη πόρτα του και βλέποντάς την Βαλερία έτοιμη να μπει στο αυτοκίνητο της, αμφιταλαντεύτηκε για μερικά δεύτερα  και κοιτάζοντας τη στα μάτια ξεφούρνισε: «Συγγνώμη που σε κοιτάζω επίμονα, αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι δεν το περίμενα μετά από τόσα χρόνια που είχαμε να ιδωθούμε να αντικρίσω μια τόσο όμορφη και σέξι γυναίκα!» Ο Αλκιβιαδης σαν σωστός που ήταν τζέντλεμαν κατά τη διάρκεια της επαφής τους της την έπεφτε μεν παιχνιδιάρικα, αλλά όχι πολύ περισσότερο του επιτρεπτού.
«Μην το πάρεις στραβά! Αν δεν είχες αυτοκίνητο θα δεχόσουν να σε πάω σπίτι σου; Έτσι, για να θυμηθούμε τα παλιά τότε που είμασταν γειτόνοι...» 
Απλώνεται μεταξύ τους μια παύση.
Μετά από κάμποσα δευτερόλεπτα της λέει, «είπα κάτι που δεν έπρεπε;»
«....»
«Βαλερία;»
«Μμμ;»
«Είπα κάτι κακό;»
«Σκέφτομαι.»
«Τι σκέφτεσαι;»
«Εε!, ναι, γιατί όχι», ψέλλισε η Βαλερία αιφνιδιασμένη. 
«Ωραία! χάρηκα πολύ που σε είδα. Προτείνω να κανονίσουμε, με την πρώτη ευκαιρία ένα φιλικό δείπνο να έρθουν και πάλι οι οικογένειες μας πιο κοντά.
Η Βαλερία τον λοξοκοίταξε κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της θετικά. Του Φάνηκε πως προσπαθούσε να επιλέξει με προσοχή τα λόγια της.
Η κίνηση στην έξοδο του super market αυξανόταν διαρκώς και ο Αλκιβιαδης τη περιεργαζόταν μέσα από τα σκούρα τζάμια του αυτοκινήτου και από τη θέση του οδηγού όπου στρογγυλοκάθησε στο σκιερό πάρκινγκ! Σαν ένας περίεργος που κατασκοπεύει από κάποιο παράθυρο, μπορούσε να παρακολουθεί την Βαλερία χωρίς να είναι σίγουρος αν εκείνη ξέρει ότι ήταν αντικείμενο παρατήρησης του. Παρατηρούσε σχολαστικά κάθε της μορφασμό, επιζητώντας να εισβάλει λαθραία στις σκέψεις της και να αποκτήσει πολύχρωμο περιεχόμενο απ' τη προσωπική της ζωή. Όμορφη, προσεγμένη γυναίκα πραγματικό θηλυκό η όποια ξέρει με μαεστρία ν’ αναδεικνύει τα δυνατά της σημεία που της χάρισε η φύση. Τη θυμήθηκε πώς ήταν νεαρή δεκαοκτάχρονη, όταν τους σύστησε η Ανδρομάχη και πρωτογνωρίστηκαν. Κάτω από το σκανταλιάρικο βλέμμα της, το χαρούμενο γέλιο της κρυβόταν μια θερμή νεαρή γυναίκα πάντα έτοιμη να βοηθήσει τους φίλους της.
Η Βαλερία το κατάλαβε ότι ο Αλκιβιαδης είχε προσηλωθεί πάνω της επίμονα και διεκδικητικά και κινείτο ανέμελα, σχεδόν απρόσεκτα. Το ψηλό κορμί της ήταν ελαφρώς σκυφτό, το πρόσωπό της χαλαρωμένο, με μια μόνιμη ρυτίδα ανησυχίας στο χαμόγελο της. Το φως του μεσημεριανού ήλιου στο εσωτερικό του αυτοκινήτου της έπεφτε στο πρόσωπό της κι εκείνος δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της. Ανεβαίνοντας στο αυτοκίνητο την είδε να κάθεται στο κάθισμα να τον κοιτά και του φάνηκε πως του χαμογέλασε με μια λάμψη σκανταλιάς στα μάτια της. Χαμογέλασε κι αυτός και χαιρέτησε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του. Μπορεί να ήταν η λαχτάρα του, που έκανε το κορμί του να κινηθεί, γιατί εκείνη έστρεψε απότομα τη προσοχή της στην έξοδο του πάρκινγκ! Επιλέγει από ένστικτο, τη στιγμή που θα του ρίξει μία και μοναδική ματιά, λίγο πριν αποχωρήσει απ’ το σκηνικό. Ο Αλκιβιαδης, έχοντας περάσει τη βασανιστική δοκιμασία της αδιαφορίας, νιώθει το ακαριαίο κοίταγμα της να μαγνητίζει την προσοχή του και να καρφώνεται σαν κεντρί στην καρδιά του. Η Βαλερία αποχωρώντας αυτοκρατορικά, έχει ήδη θέσει τους κανόνες της. Εκείνη βασίλισσα στον θρόνο, εκείνος πιστός ιππότης αφιερωμένος στη γοητεία της.
Έμεινε να τη βλέπει να ξεμακραίνει ασάλευτα, βουβά. Τα βλέμματά τους ενώθηκαν τελευταία φορά. Ο Αλκιβιάδης. έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να τιθασεύσει τις αισθήσεις του και με τη σκέψη στραμμένη στο τελευταίο χαμόγελο της. Αυτό το χαμόγελο! Πόσο λαχταρούσε ν΄ακουμπήσει τα χείλη του στα δικά της, φιλώντας τη στοργικά στα κερασένια της χείλια, ενώ θα τη κρατούσε προστατευτικά στην αγκαλιά του. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, ο σφυγμός του είχε αφηνιάσει και το φούσκωμα ανάμεσα στα πόδια του δεν έπαυε να του υπενθυμίζει τη διέγερσή του με σουβλιές. Προσπάθησε μάταια να αντισταθεί στις ανήθικες σκέψεις του επικαλούμενος τη κοινωνική ηθική του που επιτάσσει σεβασμό και να μην εμπλέκεται σε παράνομες ερωτικές υποθέσεις! Ωστόσο, όπου υπερχειλίζει το συναίσθημα, είθισται να ωχριά η πειθώ του μυαλού. Πως το λέει ο μεγάλος δάσκαλος ο Φρόιντ! «Το σεξουαλικό ένστικτο, δεσπόζει κάθε άλλου, ακόμα και του ενστίκτου τής αυτοσυντήρησης.»
Έτσι, του Αλκιβιάδη, παρά τις ενστάσεις του αυτό το σαββατόβραδο η Βαλερία εντελώς ξαφνικά, από το πουθενά είχε εισβάλει στο συναίσθημα του σαν μια γλυκιά αμαρτία η παρουσία της. Μια αμαρτία κρυμμένη στο πάθος του. Αυτό είναι. Ένα πάθος. Ένα ανομολόγητο πάθος που είχε γίνει η βραδινή του ερωτική πρέζα στη μοναξιά του, σαν γρύλος που τραγουδά μες στο κεφάλι του, σαν γρύλος επίμονος! Αυτό το βράδυ σκέφτεται με τη ψυχή και το συναίσθημα κι όχι με τη λογική, και είναι κι αυτό το δάγκωμα που νιώθει σαν τη σκέφτεται! Στο μυαλό του τη φαντάζεται, ότι είναι ερωτικό ζευγάρι και αυτή η διαπίστωση του προκαλούσε μια συναισθηματική κατάσταση στην οποία βιώνει για κάτι που θα ήθελε να συμβεί στο εγγύς παρόν ή στο μέλλον!
..Έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει η πιο λατρεμένη του ώρα της ημέρας και ενώ ο ήλιος προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το οροπέδιο της Πλάτωσης και το Θριάσιο πεδίο, είχε φτάσει η στιγμή για την πιο χαλαρωτική απόλαυση. Ο Αλκιβιαδης διάλεξε από το έπιπλο ένα μπουκάλι Mandarin Napoleon αυτό το εξαιρετικό βελγικό κονιάκ ηλικίας δέκα ετών ακούμπησε ένα ποτήρι στον πάγκο της κουζίνας πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια. Σέρβιρε προσεκτικά κονιάκ στο ποτήρι, δεν ήθελε λεκέδες στη λευκή επιφάνεια του μαρμάρου. Φέρνοντάς το στο στόμα, έκλεισε τα μάτια του απολαμβάνοντας τις αρωματικά αλκοολούχες γεύσεις του cognac που άρχισαν να ρέουν στις φλέβες του, και σε αρμονική συντροφιά να δένουν με τις γεύσεις του μαλακού ganache εσπρέσο και τις γεύσεις από κομποτέ μανταρίνι. Το συνηθισμένο του εκρηκτικό μείγμα ξύπνησε τις αισθήσεις του, και ένα αίσθημα ευεξίας και πληρότητας τον κατέλαβε μονομιάς. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, θεωρούσε ένα απολαυστικό άρωμα μια από τις πραγματικά απλές απολαύσεις της ζωής. Έκλεισε τα φώτα πήρε το ποτήρι με το λικέρ και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο όπου ήταν το γραφείου του. Το λάτρευε το μικρο του δωμάτιο. Ο χώρος σε συνδυασμό με το φως που έμπαινε από τα παράθυρα του δημιουργούσαν την αίσθηση ότι βρισκόταν σε μπαλκόνι. Το δωμάτιο το είχε διακοσμήσει η Ανδρομάχη όπως και το υπόλοιπο σπίτι. Είχε διαλέξει ταπετσαρίες, βιβλιοθήκες, γραφείο, φωτογραφίες και πίνακες για τους τοίχους. Και ο Αλκιβιαδης ήταν ενθουσιασμένος με ό,τι είχε κάνει. Ποτέ δεν αμφισβήτησε το γούστο της, μάλιστα, ένιωθε πολύ περήφανος! Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι του κι ένιωσε την αψάδα του αλκοόλ να μειώνει την ένταση που ένιωθε. Όχι εντελώς, όμως. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα κυματιστά μαύρα μαλλιά του και στριφογύρισε το ποτό μέσα στο ποτήρι του.
Άνοιξε την Τιβί on demand και πέφτει σε μια πρωινάδικη εκπομπή απ΄ αυτές που παρακολουθεί η πεθερά του με τις παρουσιάστριες που το κάνουν με όλους τους ισχυρούς της τηλεόρασης και των περιοδικών για να εξασφαλίσουν μια θέση στο γυαλί, και μετά βγάζουν στη φόρα το εσώρουχο και το ψεύτικο στήθος τους για να ξεχωρίσουν. Παίρνει η άλλη τηλέφωνο, λέει, είμαι σαράντα χρονών, παντρεμένη, με επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα, βγάζω πολλά λεφτά και επειδή δουλεύω αρκετές ώρες είμαι πολύ κουρασμένη και όταν γυρίζω σπίτι και δε μπορώ να κάνω τις δουλειές του σπιτιού, οπότε τις κάνει ο άντρας μου. 
«Μα καλά κυρία μου, ο άντρας σας δε δουλεύει; δεν είναι κουρασμένος;»
«Ναι δουλεύει, είναι κουρασμένος αλλά εγώ βγάζω περισσότερα.»
«Συγγνώμη να σας ρωτήσω κάτι προσωπικό, εξωσυζυγική σχέση διατηρείτε;»
«Τι λέτε καλέ, βεβαίως και διατηρώ!»
«Παρντόν; Γιατί κυρία μου;»
«Γιατί το να βλέπω τον άντρα μου στην κουζίνα και γενικά να τον βλέπω να κάνει τις δουλειές του σπιτιού με ξενερώνει εύκολα, δεν με εξιτάρει στο ερωτικό παιχνίδι δεν μου δημιουργεί ένταση, πάθος και σεξουαλικό μαγνητισμό. Εγώ θέλω έναν ερωτικό παρτενέρ πολύ δυναμικό, εκρηκτικό που η αδρεναλίνη του να χτυπάει κόκκινο, και έτοιμο για δράση πάντα, ώστε να μου κινεί το ερωτικό και σεξουαλικό ενδιαφέρον συνεχώς. Κοινώς να διακρίνεται στον ερωτικό τομέα με απίστευτες αντοχές ώστε να παρασύρει και να τεντώνει τις αισθήσεις μου στα άκρα. Να με οδηγεί στην κορύφωση της σαρκικής και ψυχικής ηδονής.
Γρήγορα βαρέθηκε και έκλεισε την τηλεόραση καταλήγοντας στο εξής. Η Γυναίκα στις δυτικές κοινωνίες σήμερα, έχει εθιστεί στην αγορά και την δύναμη που αυτή της παρέχει. Κοινωνικό status κλπ. Αυτά τα πρότυπα έχει από την τηλεόραση και τις «πετυχημένες» φίλες, αυτά επιθυμεί. Αυτό όμως, είναι η διάσπαση της οικογένειας γενικά στον δυτικό κόσμο, κάνει συνειρμούς και σκέψεις για γνωστές τηλεπερσόνες που παριστάνουν τις κυρίες και δεν αφήνουν τεκνό για τεκνό χωρίς να το πηδήξουν. Παράγοντες του θεάτρου, της τηλεόρασης, του καλλιτεχνικού χώρου γενικώς, που εκβιάζουν. «Εσύ θα μου κάτσεις κι εγώ θα σε κάνω φίρμα» Νεαρά κοριτσόπουλα προκειμένου να αποκτήσουν κάποιο δεύτερο ρόλο σε σίριαλ πέφτουν στα γόνατα και με το στόμα ανοιχτό, αποθεώνουν και τον τελευταίο κάμεραμαν.
Βούλιαξε στην καρέκλα του γραφείου πίσω από τον υπολογιστή, έκανε μισή στροφή και βρέθηκε να κοιτάζει απ΄το παράθυρο ατενίζοντας στον ορίζοντα το νυχτερινό ουρανό λες και αναζητούσε εκεί τη μορφή της που θα ήθελε να βρίσκεται απόψε μαζί του. Ακολουθούσε βαθιά σιωπή. Το μυαλό του ήταν καθαρό σαν τον καθαρό νυχτερινό ουρανό, με το φεγγάρι και τον πολικό αστέρα στη θέση τους να τρεμοσβήνουν ζωηρά. Ο Αλκιβιαδης  ανοιγόκλεισε τα μάτια, όρθωσε το κορμί του στην καρέκλα και έκανε πάλι μισή στροφή, ώστε να βρεθεί αντίκρυ στην οθόνη του δεκαεφτάρη TOSHIBA Notebook. Κούνησε το ποντίκι και η οθόνη απέκτησε ζωή. Ήταν αργά, είχε ήδη πάει μεσάνυχτα, αλλά ο Αλκιβιάδης δεν είχε καμιά όρεξη να κοιμηθεί, ήταν πολύ νευρικός. Αν πήγαινε για ύπνο, θα αναμάσαγε τα ίδια και τα ίδια. Καλύτερα να απασχολούσε το μυαλό του. Άνοιξε τον πλοηγό ιντερνέτ, πληκτρολόγησε το κωδικό του blogger και άνοιξε νέα ανάρτηση. Είχε τόσα πράγματα να γράψει, τόσες ιστορίες να πει. Αυτό που του έλειπε ήταν η σωστή διέξοδος, απ’ όπου θα ξεχύνονταν οι σκέψεις και οι ιδέες, σαν λάβα που μετά θα έπηζε σε μια σταθερή ροή.
Η ανάρτηση, αναμφίβολα, όταν θα ήταν πιο νηφάλιος θα κατέληγε στη «διαγραφή» ή στα «πρόχειρα», αλλά του άρεσε και η ιδέα να φλερτάρει με τον κίνδυνο να το ανεβάσει στο blog του και να στείλει το link με MSN στη Βαλερία να το διαβάσει. Ήπιε μαζεμένες τρεις γουλιές από το ποτό του νιώθοντας το μελένιο υγρό να κατηφορίζει στο λαιμό του παρασύροντας μαζί του και έναν ενοχλητικό κόμπο. Ναι, αυτό έφταιγε. Η γυναίκα απόψε είναι συνεχώς στο μυαλό του σε σημείο που νιώθει μπερδεμένος και δεν μπορεί να ελέγξει τη σεξουαλική του ισορροπία!. Στη θύμηση της επιταχύνονται όλα: οι χτύποι της καρδιάς του, η ανάσα του, οι σκέψεις του. Τους φαντάζεται να βρίσκονται οι δυο τους σ΄ ένα μέρος και έναν χώρο απόλυτης ηρεμίας, αυθεντικής φιλοξενίας, αδιαπραγμάτευτης ποιότητας και διακριτικής πολυτέλειας.  Σ΄ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο μέσα στη φύση, δίπλα στο κύμα, να μοιράζονται μαζί μοναδικές ερωτικές στιγμές. Έχει κατά νου και την μεγάλη έγκυρη πανεπιστημιακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε και αναφέρεται για την απιστία μεταξύ συζύγων, να θέλει τις γυναίκες καθηγήτριες να είναι επιρρεπείς στην απιστία και οι πιο ευάλωτες στους πειρασμούς που θα εμφανιστούν στο δρόμο τους. Ταυτόχρονα όλο και κάτι είχε πάρει το αυτάκι του στα συνήθη γυναικεία κουτσομπολιά της Ανδρομάχης με την Ναυσικά για την πρώην μελαχρινή με μεγάλα όμορφα μάτια, καλοσχηματισμένο σώμα με όμορφες καμπύλες, φιλενάδα τους! Η Βαλερία είχε εξελιχθεί σε προσωπικότητα, που απέπνεε αυτοπεποίθηση. Οι περισσότεροι μάλιστα την θεωρούσαν ότι είχε πρωτοποριακές, ενδεχομένως και εκκεντρικές, απόψεις, θέσεις ή συμπεριφορές, αφού μεταξύ των άλλων ντύνονταν κομψά, βάση των επιταγών της εποχής και ήταν φιλική με τους μαθητές. Με δυο λόγια είναι ένα γοητευτικό πλάσμα για τη μικρή κοινότητα του σχολείου. Τόσο για τους μαθητές που οι περισσότεροι ονειρεύονται να «πηδήξουν» μία τέτοια «μουνάρα» καθηγήτρια, όσο και για πολλούς καθηγητές που επίσης θα ήθελαν να την ρίξουν στο κρεβάτι τους.
«Ανδρομάχη έχεις μάθει για τα ερωτικά κατορθώματά της φίλη μας της Βαλερίας;»
«Της Βαλερίας; όχι δεν ξέρω κάτι! Πάει πολύς καιρός που έχω να μάθω νέα της. Έχουμε χαθεί. Εσύ τι έχεις μάθει;»
«Να οι φήμες και οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει ανακαλύψει ότι το απαγορευμένο πόσο μάλλον το παράνομο είναι πιο γλυκό και το απολαμβάνει με έναν παίδαρο.»
«Δηλαδη; Όταν λες απαγορευμένο και γλυκό; Τι εννοείς; ότι τα φοράει στον άνδρα της;»
«Εσύ τι λες να εννοώ; Ότι ρίχνει άχνη στη μπουγάτσα;»
Στην αρχή η Ανδρομάχη ξαφνιάστηκε γιατί θυμάται τη φιλενάδα τους από το λύκειο! Την είχε για συμμαζεμένη κοπέλα και δεν το περίμενε να ακούσει τέτοια σχόλια για το άτομο της. «Τι να σου πω ρε Ναυσικά! Εγώ πάντως την έκοβα σεμνή και μετρημένη. Μεταξύ μας το πιστεύεις ότι μπορεί να είναι αλήθεια τα κουτσομπολιά πως η Βαλερία πέφτει σε παράνομο κρεβάτι;.»
«Αυτές οι σεμνές φιλενάδα μου είναι οι μεγαλύτερες καριόλες, να ξέρεις.»
«Για λεγε τι έχεις μάθει! Είμαι όλη αυτιά.»
«Έμαθα από έγκυρη πηγή ότι το «πνίγει το κουνέλι» στην αγκαλιά του νεαρού γυμναστή του λυκείου που εργάζεται.»
«Έχει μαθευτεί δηλαδή ότι έχει επιλέξει να ανοίξει την πόρτα στο σεξ που της χτύπησε ο νέος νοικάρης χωρίς να διώξει τον προηγούμενο νοικοκύρη;»
«Ε ναι! Όπως συμβαίνει συχνά με κάθε μυστικό, που από στόμα σε στόμα, τελικά γίνεται μουσικό όργανο κι ο ήχος του μπορεί να φτάσει πολύ μακριά.»
..Φαντάζεται τον εαυτό του και τη Βαλερία ότι είναι ήρωες σε ερωτική νουβέλα που έχουν βρει καταφύγιο σε παραλιακό ξενοδοχείο στην αγκαλιά του Μυρτώου πελάγους και του Πάρνωνα! Η μπαλκονόπορτα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν μισάνοιχτη, και ο μαΐστρος, το δροσερό αυτό θαλασσινό αεράκι συμβολίζει την απαλλαγή τους από τα προβλήματα που τους βασανίζουν, έκανε τις τραβηγμένες κουρτίνες να ανεμίζουν ελαφρά καθώς δυνάμωνε προμηνώντας μιαν φθινοπωρινή μπόρα. Είχε πέσει το σούρουπο, ο ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα βαθύ μενεξεδί. Η θάλασσα ήταν όμοια με ζωγραφιά από λάδι, μα υπήρχε κάτι δυσοίωνο έτσι όπως φούσκωνε ο αφρός και τα κύματα έσκαγαν με μανία στη στεριά, στη μικρή προβλήτα και στα βράχια κάτω από το ξενοδοχείο. Εκεί νιώθουν προστατευμένοι και ασφαλείς σε κάθε στιγμή τους από περίεργα βλέμματα. Η Βαλερία ένιωθε όμορφη και δεν χρειαζόταν να αμφιβάλει ότι ο Αλκιβιάδης την ήθελε. Την κοιτούσε όλη την ώρα μ΄ ένα άπληστο βλέμμα. Επιτέλους μπορούν να αγκαλιαστούν. Οι κινήσεις τους έχουν τόση φυσικότητα, που δίνουν την εντύπωση ότι γνωρίζονται από πάντα. Για μια στιγμή, μια μικρούλα στιγμή, επέτρεψε στον εαυτό του να φανταστεί ότι ήταν στην αγκαλιά του τα μακριά, λεπτά δάχτυλά της να χώνονται μέσα στα σκούρα μαλλιά του, το σώμα της να λυγίζει στα δυνατά χέρια του που τη χάιδευαν και την άγγιζαν, τα χείλη της να σμίγουν με τα δικά του και τα βογκητά της να αντηχούν στον νυχτερινό αέρα από τα χάδια του. Τον κοίταξε καθώς το χέρι του ταξίδεψε στο λείο περίγραμμα του μπούστου της και στο στητό της στήθος το ελεύθερο στη νυχτερινή δροσιά. Τα δόντια του άστραψαν στο πονηρό χαμόγελό του, καθώς εκείνος κοίταξε προς τα κάτω τον ερεθισμένο μαστό και ψέλλισε «πανέμορφη», προτού χαμηλώσει τα χείλη του στη σκοτεινή κορυφή που είχε σκληρύνει από τον δροσερό αέρα και τη θερμή αγκαλιά του. Η Βαλερία άφησε το κεφάλι της να πέσει προς τα πίσω σε έκσταση, ανίκανη να ελέγξει την ευχαρίστηση που ένιωθε στα χέρια του, και απόμεινε ακίνητη, νιώθοντας τις θηλές της να σκληραίνουν καθώς το χέρι του τη χάιδευε και το στόμα που περνούσε ξανά και ξανά τη γλώσσα του πάνω από το στήθος της! «Αλκιβιάδη…» Το όνομά του, που ξέφυγε από τα χείλη της  με ένα βαθύ βογκητό, έσκισε τη σιωπή.Τα χέρια τους γλιστράνε παντού, σαν σε κατακτημένα εδάφη. Τα δικά του είναι πιο βιαστικά από τα δικά της. Η Βαλερία ανατρίχιασε καθώς το χέρι του χάιδεψε την πλάτη της.
Ο Αλκιβιαδης δεν έδινε σημασία, δεν άκουγε το σφύριγμα του αέρα, ούτε τον άγριο βόμβο του νερού καθώς, για εκείνον, τίποτα έξω από το δωμάτιο δεν υπήρχε εκείνη την ώρα. Το μόνο θρόισμα που έφτανε ως τα αυτιά του και τον μεθούσε ήταν εκείνο των σεντονιών, ήταν το θρόισμα από τα ρούχα της που έπεφταν στο δάπεδο με ένα ρυθμό γαλήνιο και παθιασμένο ταυτόχρονα, σε τέλειο συντονισμό με τις κινήσεις των χεριών του. Ακόμη και το πιο απαλό του άγγιγμα έκανε το κορμί της να τυλίγεται στις φλόγες. Η Βαλερία άφησε ένα σιγανό βογκητό ηδονής και σήκωσε τα χέρια στον αέρα, βοηθώντας τον να της βγάλει το αέρινο φουστάνι που είχε φορέσει νωρίτερα εκείνο το πρωί. Πολύ γρήγορα, ένας μικρός σωρός από ρούχα σχηματίστηκε γύρω από τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της, το μεταξωτό μαντίλι που είχε δέσει στο λαιμό, το φουστάνι, τα λευκά μικροσκοπικά εσώρουχά της.
«Κάνε μου έρωτα, θέλω να με λατρεύεις ως το ξημέρωμα, να γίνεις δικός μου σαν να μην υπάρχει ξημέρωμα…» μουρμούρισε ξέπνοα, έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι και αφέθηκε στα χάδια του.
Οι άκρες των δαχτύλων του διέσχισαν απαλά τις καμπύλες της και η Βαλερία ένιωσε ρευστή, σαν να την έπλαθε ο Αλκιβιαδης με το χάδι, με το άγγιγμα του.
«Μη σταματάς, φίλα με, νιώσε με…» ψιθύρισε η Βαλερία, που δεν μπορούσε, πια, να ακούσει ή να ελέγξει τον εαυτό της.
Υπήρχε απελπισία στις ανάσες, στο λαχάνιασμα της, στη μαύρη πείνα που έκανε να στάζουν οι χυμοί του κορμιού της, να τρελαίνεται, να αγριεύει ο πόθος της και να τη σέρνει σε τοπία αχανή, απάτητα. Τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στα πυκνά καστανά του μαλλιά και η τυραννία της απόλαυσης εξακολούθησε για κάμποση ώρα, σχεδόν την έφερε στο απόγειο, μα η Βαλερία πρόλαβε να απομακρύνει τον εραστή της. Εκείνος χαμογέλασε, ανέβηκε στο κρεβάτι και την τράβηξε πλάι του.
Οι ανάσες τους, κοφτές, απεγνωσμένες, σαν να υποψιάζονταν ότι στ’ αλήθεια δε θα υπήρχε ξημέρωμα, έσμιξαν με τον ήχο του ανέμου και της θάλασσας, ακολούθησαν ασύνειδα τις κινήσεις και τις ενώσεις των νεφών οι στεναγμοί τους ήταν οι πρώτες βροντές, η κυοφορία της βροχής του φθινοπώρου, της λυσσασμένης μπόρας που μόνο αυτή θα μπορούσε, ίσως, να μετρηθεί, να συγκριθεί με το ανελέητο ρυθμικό σφυροκόπημα στις καρδιές τους. Και πώς να περιγράψει τη λαγνεία τους δίχως κανιβαλισμό! Χωρίς να διαγραφεί η οδοντοστοιχία τους πάνω στους γυμνούς τους ώμους, ίδιους με το σχήμα ενός αφάγωτου λωτού τη στιγμή της κορύφωσης που η θύελλα ξεσπά στον εγκέφαλο κάτι σαν έκρηξη πυροτεχνημάτων! Την κοιτάζει στα μάτια και η ανάσα του γίνεται πιο έντονη. Κάθε στιγμή κρατά μία αιωνιότητα και έχει τη δική της σημασία. Η ένταση του πόθου ολοένα και μεγαλώνει. Τα χείλη του μόλις που την ακουμπούν. Η φωνή του είναι σιγανή και αισθησιακή καθώς της ψιθυρίζει: «Σε θέλω. Θέλω να μπω μέσα σου και να σε νιώσω... έστω κι αν αυτό θα γίνει μόνο μία και μοναδική φορά»
Ακούμπησε την παλάμη της στο στήθος του. Η φωνή της ήταν βραχνή. «Κι εγώ εσένα! Σε θέλω!» Γλίστρησε τα δάχτυλά της προς τα κάτω ως το στομάχι του κι ένιωσε τα χέρια του να σφίγγουν τους γυμνούς ώμους της καθώς έπεφτε στα γόνατα μπροστά του. 
«Δεν είσαι υποχρεωμένη να…» 
«Είπα ότι σε θέλω! Δεν έχω επιλογή. Ήξερα τι ακριβώς ήθελα από τη στιγμή που συμφώνησα να έρθω εδώ μαζί σου». Ακολουθεί σιωπή και η Βαλερία απαλλαγμένη από όλα τα ρούχα της, γυμνή μπροστά του αφήνεται στις δικές της σαρκικές ανάγκες. 
 Αποχαυνωμένος όπως ήταν, αποδεικνύοντας εν τέλει -έστω και μεταφορικά- πως οτιδήποτε δε βγαίνει από μέσα του, τελικά καταλήγει να τον φέρνει σε κατάσταση νωθρότητας και πλήρους αδράνειας, παραλύοντας τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει. Του πήρε λίγα λεπτά για να βγει από τους φανταστικούς αισθησιακούς μαιάνδρους της αφήγησης του. Οι κρόταφοι του χτυπούσαν μισόκλεισε τα μάτια κι αναστέναξε ζαλισμένος από το ονειρικό σεξουαλικό του ταξίδι με τη Βαλερία να είναι εκεί παρούσα στο ταξίδι του για
μεγάλα χρονικά διαστήματα, και να κατέχει τις σκέψεις του, όπως μια μεραρχία έχει υπό την κατοχή της μια αλλοτριωμένη εδαφική έκταση. Τα αφτιά του βούιζαν με τις ανήθικες σκέψεις που είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του. Απόμεινε να κοιτάζει την οθόνη με βαριά βλέφαρα. Όσο και να κοίταζε την οθόνη μπροστά του, δε θα έγραφε άλλο. Έβλεπε το δρομέα να αναβοσβήνει ανυπόμονα, μα το μυαλό του είχε αδειάσει από ιδέες. Ένα διάλειμμα, αυτό χρειαζόταν. 
Διάβασε και ξαναδιάβασε το κείμενο που ήταν αποθηκευμένο στο πρόχειρο προτού κλείσει τον υπολογιστή. Κράτησε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και βάλθηκε να καταλάβει τι του είχε συμβεί παραδομένος σε έναν κυκεώνα συλλογισμών που υποτίθεται ότι θα του δώσουν το κλειδί της λύσης στις επιθυμίες του. Συλλογίζεται σαν τον Σπαρτιάτη στρατηγό που εξετάζει τα έντερα των ζώων πριν τη μάχη. Ναι, είναι πολύ σημαντική μια μάχη (το μέλλον ενός λαού) Δε μπορούμε να την αφήσουμε στην τύχη. Εκείνο το βράδυ έμεινε πολλές ώρες καθισμένος επάνω στην καρέκλα του γραφείου. Έβαλε ένα δεύτερο πότο το έπινε ήσυχα αφήνοντας τη φαντασία του να ταξιδέψει μέσα στον λαβύρινθο της αβεβαιότητας που νιώθει. Κοίταξε έξω από το παράθυρο του, το φωτισμένο δρόμο. Είχε νυχτώσει εδώ και ώρες, αλλά ήταν πολύ απορροφημένος με την εργασία του για να το καταλάβει.
 Έβλεπε τα φώτα από τα αυτοκίνητα να περνούν απέναντι στη γέφυρα του περιφερειακού της Αττικής οδού. Το διασκέδαζε να μαντεύει από πού έρχονται και που πηγαίνουν. Δεν είχε καμιά διάθεση να πάει να ξαπλώσει και η μοναχική ατμόσφαιρα στο γραφείο του, του φαινόταν ιδανική συντροφιά για την όντως παράξενη διάθεση του. Κάπως έτσι ένιωθε τις βραδινές εκείνες ώρες πριν κοιμηθεί. Συνειδητοποιεί πως οι ώρες αυτές, που γύρω επικρατεί ησυχία και ηρεμία, του δίνουν χρόνο να αναλογιστεί, να σκεφτεί, να κρίνει και οι επιθυμίες του ζητάνε πλέον τη λύση τους. Τα πρόβλημα που τον απασχολεί έρχεται για να του υπενθυμίσει πως πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό ώστε να αμβλυνθεί. Οι φαντασιώσεις του επιστρέφουν απρόσκλητες κι εκείνο το συναίσθημα που προσπαθει να πείσει τον εαυτό του ότι είναι ανύπαρκτο, φροντίζει να ενισχυθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να το περάσει ανεπαίσθητα. Αυτά που φοβάται δεν μπορούν παρά να είναι όσα του έρχονται στο μυαλό! Είναι οι πιο ενδόμυχες, οι πιο δικές του σκέψεις. Το πορτρέτο της Βαλερίας του προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα, μελαγχολία ανάμεικτη με ελπίδα. Μελαγχολία και ελπίδα που μοιράζονται τον ίδιο χώρο! Με μια ελπίδα που καίει μέσα του σαν άλυτο σταυρόλεξο που λέγεται επιθυμία πως να κατακτήσει το ζωντανό πορτρέτο. Ονειρευόταν να γευτεί με θέρμη την αποδοχή της. Και εκεί που ετοιμάζεται για ακόμα μια φορά να αντιμετωπίσει τον εαυτό του, πως να ξεπεράσει το συναίσθημα του ανεκπλήρωτου ερωτικού απωθημένου που του προκάλεσε η τυχαία συνάντηση με τη Βαλερία, η μορφή της Ανδρομάχης εισβάλλει ανάμεσα στις σκέψεις του. Έπεσε σε λογισμούς να τη σκέφτεται στη Θεσσαλονίκη στο δικό της σενάριο! Ελεύθερη κι απενοχοποιημένη, σαφώς ανανεωμένη, μ’ αυτοπεποίθηση σε μια χαλαρή έξοδο μια ανέμελης βόλτας, για ένα ποτό σε ένα μπαρ, που σίγουρα θα της προσφέρει πολλές ευκαιρίες για ενδιαφέρουσες ανδρικές γνωριμίες με αποτέλεσμα οι παλμοί της να ανεβαίνουν κι η αδρεναλίνη της να χτυπάει κόκκινο, που την βάζει σε μια διαδικασία να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που της παρουσιάζεται να ζήσει έντονες ερωτικές στιγμές, σε μια άλλη ανδρική αγκαλιά που θα εκτοξεύσει στα ύψη το σε ύπνωση σεξουαλικό της πάθος. Ίσως της καλλονής η αίγλη της να της θύμισε μέσα της παροπλισμένα συναισθήματα, ερωτικές επιθυμίες και ανάγκες, που αυτός είναι συγκρατημένος και ανίκανος να τα εκτιμήσει και «παγωμένα» μένουν ανικανοποίητα και υποτιμούνται στη σχέση τους; Κρυφογέλασε με τις σκεψεις του. «Ίσως αύριο που θα έρθει να μου διώξει τα φαντάσματα της νύχτας. Όλα μες στης ζωής τα βήματα είναι», ψιθύρισε και κάπου εκεί χάθηκε στην αγκαλιά των σεντονιών.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε πιασμένος από έναν άσχημο ύπνο. Όλα τα χθεσινά του ξανάρχονταν στο νου, τριγύριζαν στο μυαλό του και τον απασχολούσαν. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και χασμουρήθηκε. Έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο. Έκανε ένα μορφασμό βλέποντας το είδωλο του στον απέναντι καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας. Αυτό που έβλεπε ήταν γένια τριών ημερών κύκλους γύρω από τα μάτια και μερικά ατίθασα ανακατεμένα μικρά τσουλούφια από τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του, ξανάπεσε πίσω στο κρεβάτι. Ένιωθε ένας άλλος εαυτός του. «Σκατά! Είσαι αξιοθρήνητος!» Παραδέχθηκε συνοφρυωμένος. «Πρέπει να κάνεις ένα χλιαρό ντους να συνέλθεις» μονολόγησε. Ύστερα από αρκετή ώρα μέσα στο ντους βγαίνοντας στο μπαλκόνι καλημέρισε τη πρωινή αύρα! Προσπαθεί να επανέλθει στην κανονικότητα του και να αφήσει πίσω του τις νυχτερινές ονειροφαντασίες του, ν΄ αφήσει πίσω το γεγονός, ότι η ανάμνηση της Βαλερίας «στοιχειώνει τη σκέψη του». Το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να αναζητήσει μέσα του τις απαντήσεις στο πως θα προχωρήσει παρακάτω κλείνοντας τη πόρτα στις σφοδρές ερωτικές επιθυμίες του για τη Βαλερία και ακολούθησε το κλασικό του πρωινό σύστημα στις αργίες και στις μοναξιές του. Βόλτα το σκύλο στο πάρκο, περιποίηση στο παπαγάλο και σήμερα να μη ξεχάσει το καναρίνι και να καθαρίσει την λεκάνη της άμμου για την υγιεινή του γάτου τους.
Η επερχόμενες ώρες ήταν απολύτως προβλέψιμες μιας συνηθισμένης Κυριακής.





Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Danae

...Ένα μικρο απόσπασμα από τo...Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ...(Part:6)...Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε λεπτομέρειες στο Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part:1) Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part..1).....
.......Νωρίς το απόγευμα ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά όταν οι γυναίκες αναχώρησαν από τον μικρο παραλιακό οικισμό τους για το χωριό. Η Νεφέλη πρόθυμα συνόδευσε τη Φαίδρα, ήθελε και η ίδια να συμμετάσχει στον εσπερινό του κοντινού μοναστηριού. Ευκαιρία ήταν.  
Η Φαιδρά έδωσε τα κλειδιά της μηχανής και της αποθήκης στο Νικηφόρο και τον ευχαρίστησε θερμά που αναλαμβάνει να μεταφέρει τη μηχανή του συζύγου της στο χωριό.
«Σ' ευχαριστώ Νικηφόρε! Το εκτιμώ πολύ που μπαίνεις στο κόπο!» Του λέει και η φωνή της τον περιέλουσε με τη γοητεία της που τον έκανε να ανατριχιάσει. Αν η φωνή της ήταν γεύση θα ήταν ζεστή σοκολάτα σκέφτηκε ο Νικηφόρος.
Αναχώρησαν λοιπόν οι γυναίκες με προορισμό το χωριό που από εκεί θα έπαιρναν και την ηλικιωμένη χήρα μητέρα της Φαίδρας να πάνε στο μοναστήρι. H Δανάη δεν ακολούθησε τις δυο γυναίκες, έμεινε με τις νεαρές παρέες της στη μικρή καφετέρια του χωριού αναμένοντας τον γυρισμό τους. Από τα μικρά της χρόνια δεν ήταν από εκείνους τους νέους ανθρώπους που νιώθουν μια βαθύτερη ανάγκη να ασχολούνται με τα θρησκευτικά ζητήματα της πίστης τους. Από οικογενειακή και μόνο παράδοση ήταν μια απλή χριστιανή και όπως ήταν αναμενόμενο δεν ακολούθησε τις γυναίκες στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα.
Κάποια στιγμή όμως σηκώθηκε βιαστικά λέγοντας στην παρέα της πως πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι για ένα σημαντικό ραντεβού και θα επέστρεφε!. Φρόντισε να δικαιολογηθεί στις κολλητές της ότι έπρεπε να αναλάβει να κατατοπίσει τον οικογενειακό τους φίλο το Νικηφόρο που θα αποθηκεύσουν την μηχανή του πάτερα της που την φέρνει από το εξοχικό τους.
Η πιο στενή της φίλη που το τελευταίο καλοκαίρι είχαν παρέα μετατρέψει μυστικά την αποθήκη του πατρικού σπιτιού σε καβάτζα για sex, την συμβουλεύει δήθεν φιλικά. «Να φροντίσεις Χρυσή μου την αποθήκη να την έχετε κλειδώσει από μέσα πριν σας συνεπάρει το σεξουαλικό πάθος.»
... Το απόγευμα ήταν ακόμη ηλιόλουστο όταν έφθασε ο Νικηφόρος με τη μηχανή και βρήκε τη Δανάη να τον περιμένει στο σπίτι της γιαγιά της. Τη βρήκε έξω στην αυλή, πάνω από τον κήπο τον γεμάτο λουλούδια. Καθόταν σε ένα παγκάκι στο πλάι της πλακόστρωτης αυλής, η εμφάνιση της μονοπωλούσε το χώρο και τον κοιτούσε κατάματα μέσα από ένα άκρως αυθάδικο βλέμμα. Ένα καυλιάρικο μωρό super-sexy. Ο θησαυρός της άγουρης της νιότης, στα δεκαεννέα της χρόνια, ψηλή, καστανό-μελαχρινή και γεμάτη σφρίγος. Αισθανόταν ήδη πολύ γυναίκα. Φορούσε ένα κολλητό φανελάκι που άφηνε την γραμμωμένη της κοιλίτσα να φαίνεται,  χωρίς να φοράει σουτιέν με τις ρογίτσες της να τρυπάνε το λεπτό ύφασμα και να κοιτάζουν τον ουρανό όλο αυθάδεια. «Αχ! τα νιάτα!» θα σκεφτόταν όποιος την έβλεπε. Ένα μίνι τζιν φουστανάκι έσκαγε ακριβώς εκεί που χώριζε το κωλαράκι της από τους μηρούς,  αφήνοντας σε άπλετη θέα τα ατελείωτα μαυρισμένα της μπούτια. Και προσεγμένο, φορούσε τέλεια ψηλοτάκουνα τσοκαράκια, αυτά τα πολύ σέξι με καλοβαμμένα κατακόκκινα νύχια. Και το μάτι! αχ τι μάτι ήταν αυτό θεέ μου. Είχε τα πιο συναρπαστικά με ιριδίζοντα χρώματα αστραφτερά μάτια, πλαισιωμένα από τις μακρύτερες και πιο γυριστές βλεφαρίδες που ήταν μονίμως γελαστά. Όντως, κολασμένο μωρό! Μωρό φτιαγμένο για να κλείνει σπίτια, να χαλάει οικογένειες και να σε στέλνει αδιάβαστο με το εξπρές των δώδεκα και τριάντα στην κόλαση να καίγεσαι αιώνια στα καζάνια της για πάρτη της. 
Το πρόσωπο του φωτίστηκε από έκπληξη και έμεινε να την κοιτάζει αποσβολωμένος και ευχαριστημένος από το θέαμα που έβλεπε. 
Ήταν φανερό ότι είχε συνεπαρθεί και του άρεσε και κάτι μέσα του άρχισε να φουντώνει ηδονικά. 
Ήταν απίστευτα όμορφη στο φως του ήλιου. Τα γκρίζα μάτια της είχαν γαλάζιες και πράσινες πιτσιλιές. Σαν οπάλια, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων.
Ένα καυλιάρικο μωρό που το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Μια ψηλή θεά δεκαοκτώ-δεκαεννιά χρονών που θέλεις να σταματήσει ο χρόνος δίπλα της, και που επιθυμείς να την πάρεις πολλές φορές. 
Της Δανάης ακόμη ηχούσαν στο μυαλό της οι δυνατές κραυγές πάθους και το έντονο σεξ οργασμού που με  λεπτομέρειες αφουγκραζόταν το θορυβώδη έρωτα της χθεσινής νύχτας και την ερωτική κραιπάλη που είχε ζήσει η μιλφάρα η Νεφέλη στην αγκαλιά του Νικηφόρου. Όταν έπεσε για ύπνο όπως αναμενόταν οι ώρες της κυλούσαν πολύ δύσκολα. Αναπαρήγαγε μέσα στο μυαλό της τις σκηνές που φανταζόταν πως διαδραματίζονταν στο εσωτερικό της εξοχικής κατοικίας τις στιγμές που ο Νικηφόρος γαμούσε τη Νεφέλη με κραυγές και ήχους ευχαρίστησης κατά τη διάρκεια του σεξ! Ήξερε πολύ καλά ότι η Νεφέλη και πάλι αυτό το βράδυ θα ούρλιαζε από ηδονή με το Νικηφόρο να περιποιείται κάθε τρύπα της, ενώ η ίδια παρέμενε εκεί στο παγωμένο κρεβάτι της. Λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να νιώσει και η ίδια την ίδια ηδονική ένταση! Το αγόρι της τώρα που τα σκέφτεται, δεν είχε καταφέρει ποτέ να την ικανοποιήσει πραγματικά, παρόλο που τον έβρισκε ελκυστικό. Ρε παιδί μου, ήταν απλά παντελώς άπειρος και πολύ γλυκός για τις προτιμήσεις της. Η Δανάη γούσταρε κάποιον αρσενικό άνδρα με προσόντα να την δαμάσει, να της κάνει τις φαντασιώσεις της πραγματικότητα. Να τη γαμάει σαν πουτάνα και να που τώρα ο Νικηφόρος με την αρρενωπότητα στη φυσιογνωμία του ήταν σίγουρη πως είναι ο κατάλληλος άνδρας που θα μπορούσε να της προσφέρει κατάσαρκα έναν αμείωτο ερωτισμό ανταποδίδοντας του όλους τους χυμούς της! Αυτές οι εικόνες έκαναν παρέλαση στο μυαλό της και η καύλα χτιζόταν σιγά σιγά μέσα της. Σκεφτόταν τι απίστευτο γαμήσι θα έκανε με το Νικηφόρο και η σύγκριση με το αγόρι της, της φάνταζε ότι νεαρός φίλος της ήταν απίστευτα ανεπαρκής για το πυρακτωμένο μουνί της που διαμαρτυρόταν και ήταν έντονα βασανιστικό που δεν έλεγε να ηρεμήσει.
Το μόνο λοιπόν που μπορούσε να κάνει ήταν να καταστρώνει σχέδια στο διαβολεμένο μυαλό της. Η Δανάη σκαρφίζεται πως είναι η κατάλληλη ώρα να παίξει με το μυαλό του Νικηφόρου για να τον κάνει να τη θέλει σαν τρελός και να την πηδήξει! Χωρίς χρονοτριβή σηκώνεται από το περβάζι και του απευθύνεται για να τον προλάβει πριν κατέβει από την μηχανή..
«Μην κατεβαίνεις από τη μηχανή σε παρακαλώ κύριε Νικηφόρε. Αν δεν σου γίνομαι βάρος θα εκτιμούσα τη βοήθεια σου για μια εξυπηρέτηση με τη μηχανή.» 
Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να μη προσέξει τις ορθωμένες θηλές της και το σφιχτό δέρμα της, και καθώς τον πλησίαζε γεμάτη χάρη, αναστέναξε σιγανά, μουρμούρισε «πίσω μου σ'έχω σατανά!» κοιτάζοντας το  δέκα-εννιάχρονο διαβολάκι.
Το δέκα-εννιάχρονο διαβολάκι κοντοστέκεται στο πλατύσκαλο της αυλής και ξεκινά να σχεδιάζει με σκοπό να του στείλει ορατά σήματα, που να του αρέσουν. Να του στείλει σήματα από αυτά που πυροδοτούν το ανθρώπινο σώμα στο αρχικό στάδιο την επιθυμία. Σκύβει ότι τάχα μου κάτι της έπεσε, ψάχνει και κάνει πως δεν το βρίσκει. Σκύβοντας, τα πόδια της είναι ενωμένα και δεν έχει λυγίσει τα γόνατα. Ψάχνοντας στριφογυρίζει στη θέση της με τον Νικηφόρο να βρίσκεται ακόμη καβάλα στη μηχανή ακριβώς πίσω της χαμηλά στην είσοδο της αυλής και σε κάποια σχετική απόσταση..
 «Κοίτα το καυλιάρικο μωρό! Μου δείχνει το «μύδι» της! Μωρρρροοό μου!!!!» Μονολόγησε ο Νικηφόρος ερεθισμένος από τη θέα που του προσέφερε η έφηβη γυναίκα. Τα μάτια του είχαν ακινητοποιηθεί εκεί! Η θέα του τρυφερού νεανικού μουνιού τίναξε σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον ήδη πρησμένο πούτσο του.  Βρίσκεται στο στάδιο, που το ανθρώπινο σώμα του κατακλύζεται από ένα χημικό κοκτέιλ, αδυνατεί να σκεφτεί σωστά και αρχίζει να επιθυμεί το αντικείμενο του πάθους. 
Ο Νικηφόρος τα ‘βάλε με τον εαυτό του για τις απαγορευμένες σκέψεις που έκανε. Με αυτές τις σκέψεις νιώθει συναισθηματική έξαρση με αποτέλεσμα να παρασύρεται και ως θεατής της ομορφιάς της, και να συνεπαίρνεται από τη σαγήνη που του προκαλεί το νεαρό κορίτσι. Τόσο που αισθανόταν να χάνει το μυαλό του, και ουσιαστικά δεν ήταν μόνο νεαρή γυναίκα, ήταν ταυτόχρονα το άγνωστο εκείνο κομμάτι του εαυτού του που ήρθε στην επιφάνεια μέσα από εκείνες τις σκέψεις του για μια ανάρμοστη και ασύμπτωτη κατά μια έννοια μαγική ερωτική χημεία που κατακλύζει το κορμί του και συμβαίνει χωρίς να το έχει επιλέξει απρόβλεπτα να γίνει συμπτωματική ερωτική συνάντηση.
Ήταν παράλογο σύμφωνα με την λογική του να επιθυμεί να γαμήσει την νεαρή κοπέλα. Αλλά το ένστικτό που δε λογάριαζε τη λογική έκανε το καυλί του να τεντώσει απ’ την καύλα. Αν είναι να το ζήσεις αγόρι μου, ζήσε το, μέχρι τελευταίας ρανίδας. Συγχρόνως όμως μην παραιτηθείς ποτέ από το ρόλο του ήρεμου, ουδέτερου παρατηρητή μιας τέτοιας σχέσης. Μην χαθείς μέσα της. Ζήσε το σαν να σε βλέπεις να παίζεις σε ταινία. Ζήσε το, αλλά με τις κεραίες της επίγνωσης αφυπνισμένες και καλό δρόμο μεχρι το πυροτέχνημα να σκάσει, και εσύ τότε να βαρεθείς το ρόλο του αρσενικού επιβήτορα και όλα θα έλθουν και πάλι στη σωστή τους θέση....
Βγαίνοντας από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις του ο Νικηφόρος παίρνοντας αργές, μετρημένες ανάσες, συνέχισε να  παρατηρεί το νεαρό κορίτσι. Τα βλέμματα τους συναντούνται και  αναμετράει ο ένας τον άλλο.Τα μελιά του μάτια ακτινοβόλησαν όπως το σπασμένο γυαλί. Στα τριάντα τρία του χρόνια είναι στα ντουζένια του σαν γάτος που γυρνοβολάει στα κεραμίδια. Και αυτό το κορίτσι έχει κάτι που του ανάβει την πρωτόγονη πλευρά της φύσης του, του διεγείρει τον ερεθισμό, και τον ερωτικό οίστρο του που καμιά φορά όπως και τώρα να νιώθει ότι είναι χάσιμο χρόνου να καταπολεμάει τη λογική και την υπευθυνότητα που επιβάλλεται στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Η Δανάη σηκώθηκε όρθια και πρόλαβε να διακρίνει την έξαψη στη ματιά του Νικηφόρου. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε στα κόκκινα χείλια της. Του χαμογέλασε ικανοποιημένη πονηρά και όλο νόημα. Τον Νικηφόρο στεγνός πυρετός τον έπιασε. Αχ αυτό το κορίτσι με τα μάτια φωτιά. Τον κοίταζε και άναβε. Κατέβηκε το πλατύσκαλο και χόρευαν οι ρώγες της. Είναι φανερό ότι βιώνει κι αυτό το ερωτικό σκίρτημα σαν γαργαλητό στο στομάχι. Έχει κι αυτό τα ντουζένια της που δεν την αφήνουν ήρεμα να κοιμηθεί το βράδυ. Τον κοιτούσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, καθώς σκέψεις ρίζωναν μέσα της. Η ιδέα να της κάνει έρωτα αυτός ο άντρας ήταν ιδιαίτερα ερεθιστική και ήταν και κάτι που δρα ως διεγερτικό της σεξουαλικής επιθυμίας πάνω της. Στις φλέβες της κυλούσε φλογερό αίμα και το μυαλό της ήταν ήδη γεμάτο με τρυφερές περιπτύξεις και λάγνες φαντασιώσεις, παρορμήσεις που επιθυμούσε για να τις δοκιμάσει. Βλέπεις εις την ηλικία της οι ορμές δεν τιθασεύονται.
Τότε ήταν που στράφηκε μ' ένα χαμόγελο στο Νικηφόρο που του ζέστανε κάτι που είχε ξυπνησει χαμηλά στην κοιλιά του και με περίσσιο νάζι και την αθωότητα προσωποποιημένη του εξήγησε τι ακριβώς εξυπηρέτηση του ζητούσε.
«Κύριε Νικηφόρε! Θα ήθελα σας παρακαλώ  αν δεν σας κάνει ιδιαίτερο κόπο να με πας πάλι πίσω στο εξοχικό μας σπίτι! Θέλω να πάρω τον φορητό υπολογιστή μου που τον έχω ξεχάσει και μου είναι απαραίτητος για τα τεστ εξαμήνου της σχολής μου.»
Στην αρχή υπήρχε μια αμηχανία και στους δυο. Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. Η λογική έλεγε ότι δεν μπορούσε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα. Η αλήθεια ήταν ότι ο Νικηφόρος δεν ήταν εντελώς κλειστός στο σεξ. Δε χρειαζόταν παρακάλια για να αναλάβει δράση. Ήξερε να χαρίζει στη γυναίκα ηδονή, αλλά δεν είχε αυτή τη σπίθα της διαφθοράς, που θα ανέβαζε τη Δανάη στα ύψη. Καλή η προσπάθεια της σκέφτηκε, όμως κατάλαβε από τον τρόπο που μισόκλεισε τα μάτια της ότι δεν υπήρχε ούτε ένα κύτταρο αθωότητας σε όλο της το κορμί.
Βλέποντας τον Νικηφόρο κάπως δειλά αναποφάσιστο να το σκέπτεται δεν έχασε χρόνο, στάθηκε μπροστά στην μηχανή και του λέει με περιπαικτική ευγένεια.
«Μπορείς απλώς να αρνηθείς αν φοβάσαι να πας κάπου μόνος μαζί μου. Θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να ανακαλύψω τι φοβάσαι πιο πολύ; Εμένα ή τα σχόλια που φαντάζεσαι πως θα ακούσεις αύριο;»
Ο Νικηφόρος έσμιξε τα φρύδια του καθώς κοίταξε την Δανάη και την είδε να παίρνει αυτό το αδηφάγο βλέμμα και την πόζα του ξαναμμένου θηλυκού κατάλαβε τις προθέσεις της και έπιασε το υπονοούμενο. Το γέλιο του απλώθηκε ζεστό πάνω στο δέρμα της. «Εσένα κορίτσι μου γιατί να σε φοβηθώ; Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος;» Της είπε μ’ ένα χαμόγελο που μίκρυνε λίγο αλλά δεν χάθηκε από τα συνεχώς γελαστά του μάτια. «Αλλά μου φαίνεται ότι κάποια δεν είναι και πολύ φρόνιμη.» της λέει ο Νικηφόρος με ένα τόνο μαλώματος στη φωνή του, έχοντας στο μυαλό του τη σκηνή στο πλατύσκαλο που έσκυψε και έψαχνε να βρει αυτό που της έπεσε!
«Εε... γιατί καλέ;...Τι κακό έκανα;» απάντησε δήθεν κάπως ντροπαλά η Δανάη.
«Λάθος μου! Δεν είναι προσεχτική ήθελα να πω και είπα φρόνιμη.»
Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και πάλι για λίγο ακόμη αμίλητοι, σιωπηλοί. Χωρίς να πάρει μια συνειδητή απόφαση, την πλησίασε αργά. Δεν ήταν σίγουρος πώς θα την αντιμετώπιζε ή τι θα της έλεγε. Εξαρτιόταν από την παρόρμηση που θα του ερχόταν πρώτη τη στιγμή που θα έφτανε κοντά της.
Έπιασε τον εαυτό του να βράζει από ένα καυτό, δυσάρεστο συναίσθημα. Η Δανάη γυμνή από κάτω του, να βογκάει. Δεν υπήρχε τίποτα που να επιθυμούσε περισσότερο εκείνη τη στιγμή. Κι αυτό ήταν λογικό, φυσικά. Τη φαντάστηκε να κλείνει το κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες του, να τη φιλάει λάγνα επί πολλά λεπτά, μέχρι να λιώσει και να μείνει ξέπνοη στην αγκαλιά του, να τη βασανίσει μέχρι να τον ικετέψει και να ουρλιάζει. Αντιθέτως με ότι σκεφτόταν, στάθηκε με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες του, παρατηρώντας την ανέκφραστος. 
Έγειρε στο πλάι το κεφάλι του και την περιεργάστηκε από πάνω έως κάτω. «Ώστε ξέχασες τον υπολογιστή; Μάλλον ερωτευμένη είσαι κορίτσι μου!» της είπε τελικά για να σπάσει τη σιωπή.
«Σε παρακαλώ! Με κάνεις να φαίνομαι ανόητη! Τη μια απρόσεχτη, την άλλη ερωτευμένη και ξεχνάω. Τι να υποθέσω! Μια χαρά κοπλιμέντα!» και του χαμογέλασε με εκείνο το σκανδαλιάρικο αισθησιακό χαμόγελο της, ναζιάρικα και δηκτικά, στρώνοντας ταυτόχρονα τις μακριές τούφες των καστανών μαλλιών της που είχαν ξεφύγει από την κοτσίδα της.
Η προοπτική να επιστρέψει στην παραλία με τη μηχανή και η νεαρή γυναίκα καβάλα πίσω του τον προβληματίζει, αλλά αντιμέτωπος με την ναζιάρικη επιμονή της Δανάης, ο Νικηφόρος δεν μπορούσε παρά να συμμορφωθεί καθώς οι συνηθισμένες άμυνες του δεν ήταν πια πιο αποτελεσματικές από τα πεσμένα τείχη που περιέβαλλαν το παλιό λιοτρίβι του χωριού. Ο Νικηφόρος της έγνεψε να την βοηθήσει να ανέβει στην μηχανή ενώ την ίδια ώρα θύμωνε με τον εαυτό του που έκανε τόσο έντονα «πονηρές» σκέψεις για την νεαρή κοπέλα.
«Αυτό το «κύριε Νικηφόρε» όμως που ακούστηκε για δεύτερη φορά στ΄ αυτιά του Νικηφόρου του ήχησε κάπως για ειρωνικό και χαμογέλασε με ευχάριστη διάθεση..
«Ανέβα στη μηχανή και κάνε μου τη χάρη κορίτσι μου και μη με δουλεύεις! Δανάη! Τα κυριλίκια κομμένα. Εμένα θα με λες Νικηφόρο, η μπάρμπα-Νικηφόρο ή όπως αλλιώς θες. Εντάξει; Χωρίς κυριλίκια» Κατέληξε γελώντας.
«Ε...όχι και μπάρμπα, δεν είσαι και τόσο μεγάλος πια, αν και!» έκανε μια μικρή παύση η Δανάη και μετά το πέταξε το καρφί της. «Αν και κρίνοντας από κάποιες φωνές χθες το βράδυ στην παραλία σε μερικά πράγματα μάλλον είσαι μεγάλος!»
Ο Νικηφόρος την κοίταξε στα μάτια, η Δανάη είχε ζωγραφισμένο με αέρα ένα άνετο, ειρωνικό χαμόγελο και πονηρό βλέμμα, που δεν θέλει να αφήσει τίποτα στην τύχη.
«Λοιπόν! Είπαμε Νικηφόρο με λένε! Και όσο θα μου χρωστάς την εξυπηρέτηση, δεν θέλω να μου χρωστάς. Χαρά μου να σε εξυπηρετήσω! Άλλωστε ποιος δεν θα ήθελε να πάει μια βόλτα με τη μηχανή ένα τόσο εξαίσιο πλάσμα και θα το αρνηθώ εγώ;.»
«Δεν ξέρω πώς πρέπει να το πάρω αυτό! Πως να το ερμηνεύσω.» 
«Να το πάρεις σαν κομπλιμέντο. Που διαμαρτύρεσαι πως κάνω άσχημα σχόλια! Είσαι ότι πιο δροσερό υπάρχει στο χωριό σας.»  
«Ευχαριστώ! Μπάρμπα Νικηφόρε ! Χαίρομαι και με κάνεις και νιώθω πολύ όμορφα μαζί σου!»
«Κι εγώ χαίρομαι,. Από την κουβέντα μας νιώθω ότι είσαι πολύ καλή παρέα.»
«Και εγώ αισθάνομαι πολύ άνετα την επαφή μας αν και είσαι κάπως διαφορετικός από τις συνηθισμένες μου παρέες.»
«Τι εννοείς δηλαδή; Δεν είμαι και κανένας εξωγήινος Δανάη μου».
«Όχι. όχι εννοώ είσαι πολύ κύριος, δεν είσαι κανένα παιδαρέλι.»
Η Δανάη συνέχισε να χαμογελά χαρούμενη καθώς τη βοήθησε να καβαλήσει στη μηχανή. Αγκάλιασε τον άνδρα βολεύτηκε στη θέση της και πέρασε τα χέρια της γύρω από το κορμί του και ξεκίνησαν. Κρατήθηκε από πάνω του, ριγώντας από ευχαρίστηση. Στον ομαλό του δρόμου συνάντησαν ένα μεγάλο κοπάδι από πρόβατα που όταν εμπόδιο στη διαδρομή τους και τους καθυστερούσαν. 
Ο Νικηφόρος αποφάσισε να παρακάμψει τον αυτοκινητόδρομο και να ακολουθήσει έναν τραχύ αγροτικό δρόμο ανάμεσα στη χέρσα γη, κατηφορίζοντας στριφογυριστά μονοπάτια σπαρμένα με λουλούδια και διασχίζοντας άνυδρα χωράφια στην ήσυχη απογευματινή λιακάδα, με τον ζεστό αέρα, και τον γαλάζιο ουρανό. Το έδαφος ήταν λιγότερο καλλιεργήσιμο γύρω τους, με περισσότερη πέτρα παρά χώμα και καλυμμένο με θάμνους.
«Κρατήσου καλά επάνω μου γιατί ο δρόμος είναι κακοτράχαλος και έχει πολλά νεροφαγώματα, να μην μας συμβεί κάποιο ατύχημα, σε θέλω κορίτσι μου σώα και αρτιμελή όταν επιστρέψουμε πίσω.»
Στην αρχή ο Νικηφόρος ήταν προσεχτικός δοκιμάζοντας με ελαφρά μαρσαρίσματα τα «αρπάγματα» της εντούρο που οδηγούσε στο ανώμαλο έδαφος. Όντως είχε πολύ «πουσάρισμα» με αποτέλεσμα με το παραμικρό χάδι του γκαζιού τα άλογα της να τινάζονται αφηνιασμένα! Σε λίγο όμως συνήθισε τον κακοτράχαλο δρόμο και τώρα οδηγούσε με άνεση. Η Δανάη τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της με το κορμί της κολλημένο πάνω του πίσω από την πλάτη του, τιτιβίζοντας χαρούμενη. Έτριβε τα βυζιά της στην πλάτη του κι αυτός το ένιωθε σαν χάδι. Περισσότερο μάλλον για να τρίβεται πάνω του παρά γιατί φοβόταν. Αλλά αυτό άρεσε και σε εκείνον. Ανατρίχιαζε καθώς ένιωθε την ανάσα της να καίει το αφτί του και τον λαιμό του. Ένιωσε τα χέρια της να τον σφίγγουν πάνω της πέραν όμως του κανονικού. Ένα άγγιγμα στο λαιμό του, με τα μάγουλα της τον κάνει να ανατριχιάσει ολόκληρος. 
.... Ο Νικηφόρος στέκεται προς το παρόν αμήχανα, δεν του είναι εύκολο να ξεπεράσει δισταγμούς κι αναστολές και αυτό του προκαλεί διάχυτη ανησυχία και νευρικότητα και τι μεγάλο πρόβλημα μπορούσε να γίνει αυτό, αυτός, ο ανάρμοστος πόθος του για εκείνη τη νεαρή γυναίκα. Η Δανάη το κατάλαβε ότι ο Νικηφόρος προσπαθούσε να κρατήσει αποστάσεις, καθώς συλλογιζόταν τις συνέπειες αυτής της επαφής τους και το αποφάσισε να σπάσει αυτή τον πάγο, να αναλάβει δράση και να παίξουν το μεγάλο παιχνίδι! Τον φιλούσε πεταχτά στο σβέρκο και ο Νικηφόρος άρχισε να αισθάνεται ότι τα φιλιά τρυπούσαν τις άμυνες του, έβαζαν φωτιά σε όλο του το δέρμα. 
Αυθόρμητα όπως τον κρατούσε σφιχτά κολλημένη επάνω του χωρίς προειδοποίηση κατέβασε το χέρι της πιο χαμηλά και έπιασε να χαϊδεύει το φούσκωμα του παντελονιού του που στο εσωτερικό το πέος του άρχισε να παίρνει την ανιούσα, και να φτάνει στον αφαλό του. Η διέγερση και η ευχαρίστηση που του προκαλούσε την γέμιζε ικανοποίηση και αύξανε και τη δική της έντονη ερωτική διάθεση και σκεφτόταν ότι εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελε, ήταν αυτό το πέος μέσα της να την γεμίζει ηδονή.
Αυτός είναι αλήθεια δεν το περίμενε τόσο θάρρος και ενστικτωδώς έπιασε τον καρπό της και της έσφιξε το χέρι τόσο ώστε η Δανάη ένιωσε κάτι να σαρώνει ολόκληρο το κορμί της. Ήταν μια αίσθηση ανακούφισης, η εντύπωση ότι όλα πήραν το δρόμο τους. Μια ζεστασιά μαζεύτηκε στα δάχτυλά τους.
«Έι, τι κάνεις εκεί;» Της λέει έκπληκτος, απ' την αναπάντεχη έκπληξη που του επιφύλαξε.  Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μία κι ύστερα άλλη μία φορά, εμβρόντητος. Η ευθύτητα της χειρονομίας της τον έβγαζε έξω απ’ τα νερά του. Πολύ έξω απ’ τα νερά του!
«Τι κάνω;» Του είπε χαδιάρικα.
«Τι κάνεις;. Αχ βρε παλιοκόριτσο δεν καταλαβαινεις τι μου 'χεις κάνεις;..Με έχεις ανάψει κορίτσι μου!. Αυτό κάνεις.»
«Δηλαδή τώρα που είμαστε μόνοι μας εδώ στην ερημιά; και έχεις ανάψει τι είναι αυτό που σκέφτεσαι;»
«Μα ρε κορίτσι μου τι είναι αυτά που λες; Είσαι σοβαρή; Μη μου βάζεις ιδέες για την ερημιά! Μη σε παρακαλώ δεν είναι σωστό!» 
Η Δανάη σίγουρη πια ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο σφίγγει με την παλάμη της το φούσκωμα στο καβάλο του παντελονιού και του λέει.
«Δηλαδή άμα σε προκαλέσω και άλλο, έχεις σκοπό να με αποπλανήσεις!»
«Μα δεν θέλω να σε αποπλανήσω κορίτσι μου! Αλλά γιατί μου το κανείς αυτό και με προκαλείς και με φτιάχνεις; Θέλω και πολύ νομίζεις; Ήδη νιώθω μια ακατανίκητη επιθυμία να σε καταβροχθίσω.» Και η καρδιά του να σφυροκοπά σαν ο αγέρας στα πανιά. 
«Μπα; Γιατί; Τι έχω εγώ και δεν θες να με αποπλανήσεις.; Νοσογόνα βακτήρια έχω και φοβάσαι μην σε κολλήσω;» Του είπε με σκέρτσο και νάζι πουτάνας. 
«Δεν είναι δίκαιο να μου κάνεις προσωπικές ερωτήσεις. Μπορεί να σου πω την αλήθεια.» 
Μα δεν ήταν σίγουρος τι θα της έλεγε. Για μια στιγμή άφησε τον εαυτό του να το σκεφτεί, καθώς φαντάστηκε την πρωτόγονη ικανοποίηση που θα ένιωθε αν τη διεκδικούσε, αν τη σήκωνε στα μπράτσα του και τη μετέφερε σε ένα μαλακό σημείο του εδάφους με μια ζωώδη επιθυμία να τη ρίξει στο ζεστό από τον ήλιο χορτάρι και να την ικανοποιήσει στις καύλες της απολαμβάνοντας την. O Νικηφόρος κούνησε το κεφάλι του για να καθαρίσει το μυαλό του, ανήσυχος από το δρόμο που είχαν πάρει οι σκέψεις του. Ό,τι κι αν ήταν, δεν ήταν από τους άντρες που θα επιβαλλόταν με το ζόρι σε μια γυναίκα. Ωστόσο, η φαντασίωση ήταν πολύ έντονη για να την αγνοήσει. Καταβάλλοντας κόπο, τιθάσευσε τις σεξουαλικά βάρβαρες παρορμήσεις του.
«Γιατί δεν μου απαντάς;» επέμεινε εκείνη.
«Ω, Θεέ μου! Μωρό μου, σε παρακαλώ… Μη μου το κάνεις αυτό…Σε παρακαλώ!» Νιώθει όμως συνάμα το κορμί του να αναριγεί με την σκέψη της Δανάης γυμνή από κάτω του, να βογκάει. Δεν υπήρχε τίποτα που να επιθυμούσε εκείνες τις στιγμές περισσότερο. Κι αυτό ήταν λογικό, φυσικά. Όταν μια νεαρή γυναίκα είναι πρόθυμη να κάνει έρωτα μαζί του, δεν υπήρχε καμία ανάρμοστη πρόκληση.
Η Δανάη δεν του συνέχισε. Είχε ξεκινήσει κάτι που δεν ήξερε προς τα που ακριβώς πήγαινε… Όμως του είχε εμπιστοσύνη. Σφίχτηκε ξανά πάνω του. Αυτή τη φορά όμως, προφανώς, ακόμα πιο δυνατά και πιο ηδονικά. Το κορμί του αντέδρασε έντονα κάψα γλίστρησε κάτω από την επιδερμίδα του και μαζεύτηκε σε άβολα σημεία. Μύες σφίχτηκαν, φούσκωσαν. Ένιωθε την πίεση, του στήθους της πάνω του, και τα χέρια της να γαντζώνονται στο φούσκωμα του παντελονιού του. .
Αυτό της  ξύπνησε πόθο και ηδονή, κάνοντας τις ρώγες της να ορθωθούν ατίθασες, προκλητικές... Γλυκιά κι η κάθε κίνησή της, όλο χάρη. Την ένοιωθε να έχει ανατριχιάσει από ηδονή.
Και ο ίδιος την ήθελε αφόρητα! Να της κάνει έρωτα. Οι όποιες αντιστάσεις του είχαν εξουδετερωθεί.... Ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται από έξαψη. 
Σε μερικούς πειρασμούς, αποφάσισε ο Νικηφόρος δεν πρέπει να αντιστέκεσαι. Γιατί είναι τόσο επίμονοι ώστε απλώς θα επιστρέφουν, ξανά και ξανά. Επομένως η λογική του λέει πως σε τέτοιους πειρασμούς πρέπει οπωσδήποτε να υποκύπτεις, είναι ο μόνος τρόπος να τους ξεφορτωθείς. 
Εξερευνούσαν τα όρια τους, κατά κάποιο τρόπο, ο ένας του άλλου.. Ο έρωτας θέλει φαντασία, χωρίς πρέπει και στερεότυπα. σκέφτηκε η Δανάη όταν αποφάσισε να λασκάρει στα γρήγορα και αδέξια την ζωστήρα απ’ το παντελόνι του και να του ανοίξει το φερμουάρ. 
Ήταν περίεργη κατά πόσο το θέαμα του καυλιού του μέσα από το παντελόνι του ήταν το ίδιο εντυπωσιακό όσο η αίσθηση του στην παλάμη της.
«Ακόμα δεν έκανα τίποτα αγορίνα μου, τώρα να δεις τι θα γίνει» του είπε κι έχωσε το χέρι της μέσα από το παντελόνι και το γλίστρησε κάτω από το λάστιχο του εσωρούχου του.  Ξέρει τι ζητά και πως να το πάρει. Δεν την σταματά τίποτα, είναι ανυπόμονη, και να τώρα κρατά  τη στύση του στα δάχτυλά της, και ανεβοκατεβάζει το δέρμα στο σκληρό μαρκούτσι του. Αυτή η πρόστυχη επαφή απελευθέρωσε μέσα της ένα σωρό σκέψεις και ένα επιφώνημα θαυμασμού και λαγνείας ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη της. 
«Ουάου! Εντυπωσιακό! ».... 
Ο αυθόρμητος, βαθύς στεναγμός που της ξέφυγε πρόδιδε τον πόθο και το δέος.... για αυτό που έπιανε γυμνό.. Όρθιο θηρίο, στητό και σ’ όλο του το μεγαλείο που κόντευε να τρυπήσει τα ρούχα του.
«Τώρα εξηγείται γιατί αυτή η «σκύλα» η Νεφέλη βογκούσε ασταμάτητα από ηδονή» του ψιθύρισε..... και τον έσφιξε με δύναμη στο χέρι της.
«Βρε παλιοκόριτσο!» Αναστέναξε μέσα απ' τα δόντια του ο Νικηφόρος δίνοντας της να καταλάβει ότι η αντίστασή του ήταν προσποιητή.. «Τι κάνεις εκεί στο φίλο μου, δεν ντρέπεσαι; Θα φωνάξω την αστυνομία!»
«Πω πω! Θεέ μου, Είναι ακόμα πιο μεγάλος απ’ όσο φαινόταν αυτός είναι σωστό θηρίο!», είπε λιγωμένη η κοπέλα και κούνησε τρυφερά το χέρι της πάνω κάτω στην σκληρή καυτή παλλόμενη σάρκα του Νικηφόρου. «Όλη αυτή η πούτσα έγινε έτσι για μένα αγορίνα μου; Τέτοια καύλα για μένα μωρό μου;» τον ρωτούσε με ένα καυλιάρικο ύφος.
«Ξέρεις, το αγόρι μου λέει πως τραβάω πολύ καλή μαλακία στον πούτσο του πριν τον αφήσω να με γαμήσει... Μάλιστα λέει πως το ευχαριστιέται πάρα πολύ…», ψιθύρισε η Δανάη.
«Ωχ... μάλλον έχει δίκιο», βόγκηξε ο Νικηφόρος νιώθοντας τον πούτσο του να φουσκώνει και να πρήζεται όσο ποτέ άλλοτε.
Κολλάει πάνω του, το ένα της μάγουλο να σμίγει με το δικό του με τις ακανόνιστες ανάσες τους να μπερδεύονται μεταξύ τους. Η ονειρική αίσθηση έγινε πιο έντονη και τον κάνει να ανατριχιάζει από ηδονή και επιθυμία αλλά και λαχτάρα για έρωτα.
Τα μαλλιά της έλαμπαν στο ηλιόφως, η επιδερμίδα της ήταν απαλή σαν πέταλο λουλουδιού και οι καμπύλες τόσο ντελικάτες και απαλές όσο ο ώριμος λωτός.
Έκλεισε τα δάχτυλά της γύρω του, νιώθοντας τη θέρμη του καθώς έσφιγγε το σκληρό του πέος. Το ζούληξε δυνατά και απότομα, το νιώθει να σκληραίνει ακόμα και να ορθώνεται έτοιμο για καυλωτικές διεισδύσεις.  
«Θα σε κάνω να χύσεις αγόρι μου! Θέλω να νιώσω την πούτσα σου να σπαρταράει στην χούφτα μου.» ψιθύρισε ξεδιάντροπα η Δανάη.
«Ωχ θεέ μου! Μη μου το κάνεις αυτό!», προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί ο Νικηφόρος που καταλάβαινε ότι δεν θα κρατιόταν για πολύ ακόμα πάσχιζε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. Έδινε κανονική μάχη.
Είχαν κατέβει από την μηχανή.....
«Να πάρει» είπε παραιτημένος. «Θα το κάνω. Παρότι ξέρω πως μετά θα γίνω σκόνη.»
Ο Νικηφόρος είναι περιπετειώδης, παθιασμένος, κυνηγός, ριψοκίνδυνος στο σεξ, έχει έντονη σεξουαλικότητα. Ανάβει φωτιές και έχει τις πιο απίθανες ιδέες. Τα δίνει όλα και τα θέλει όλα. Δεν είναι και πολύ πιστός. Γυρεύει εμπειρίες πρωτόγνωρες, αισθησιακές, πολλές φορές και με μεγαλύτερες γυναίκες. Δεν έχει ταμπού και του αρέσουν οι δύσκολες περιπτώσεις. Είναι τολμηρός και ρισκάρει. Δεν μπερδεύει σεξ και σχέση. Γι΄ αυτόν το σεξ είναι κινητήριος δύναμη. Του αρέσει να επιδεικνύει τις ικανότητές του και να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Είναι όμως ρομαντικός και συναισθηματικός αλλά του αρέσουν οι προκλήσεις.
«Τι θα κάνεις;» ρώτησε η Δανάη και τον κοίταζε επίμονα και μαργιόλικα. Η κοπέλα είχε φέρει τη συζήτηση ακριβώς σ’ αυτό το σημείο! 
Τον Νικηφόρο τον είχε πιάσει μια φιλοσοφική διάθεση περί ηθικής και της το είπε!
«........Δηλαδή εγώ τώρα ρε Δανάη, έχω δικαίωμα πρόσβασης σ’ αυτό το θεσπέσιο κορμί σου; Σαν παντρεμένος πρέπει ν’ αμύνομαι σ’ αυτούς τους γαργαλιστικούς πειρασμούς σου; Ε, όχι ρε γαμώτο είναι άδικο, να βλέπεις αυτό το όμορφο θηλυκό να σε θέλει και εγώ να κάνω το κορόιδο για να μην «πατήσω το στεφάνι μου»
«Ε, δεν είναι ανάγκη να το πατήσεις, απλώς το πηδάς.» Του λέει γλαφυρά η Δανάη με εκείνο το χαριτωμένο ρυθμικό και στρογγυλεμένο Σαρακατσανέικο ιδίωμα. Όταν ήθελε στόλιζε τα λόγια της με παρεμβαλλόμενες τσουχτερές παροιμίες, τη μία πιο ξετσίπωτη από την άλλη, συνδυάζοντάς λάγνες προβλέψεις σεξουαλικής μορφής που τις πετούσε εκεί που δεν το περίμενες, κάνοντας και τους ανάλογους μορφασμούς. Ήταν απόλαυση να την ακούς.
Την κοίταξε περίεργα, και αυτός με πονηρό χαμόγελο, έτοιμος ν’ αποδεχτεί αυτή την εκδοχή αλλά και κάποιο σκεπτικισμό, πιθανόν για τις συνέπειες ενός «πηδήματος του στεφανιού». Η κοπέλα είχε διακινδυνεύσει πολλά για τούτη τη στιγμή και δε θα τον άφηνε να ξεγλιστρήσει τόσο εύκολα. «Είναι μάταιο να αντιστέκομαι», ψέλλισε ο Νικηφόρος. Ακούστηκε κάτι σαν μουγκρητό από τα βάθη του λαιμού του και, επιτέλους, τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της. Στην αρχή η Δανάη νόμιζε ότι σκόπευε να τη σπρώξει μακριά, αλλά μετά την έσφιξε και την κόλλησε πάνω του, πιέζοντας τα στήθη της στο στέρνο του. Το στόμα του πλανήθηκε για λίγο πάνω από το δικό της και ύστερα της είπε με έναν πονηρό ψίθυρο: «Ποιος είμαι εγώ να της αρνηθώ μια τέτοια περιπέτεια;»
Έτσι, πολύ γρήγορα, η κοπέλα ένιωσε τη λαχτάρα της να φουντώνει. «Αφού θέλεις να κάνουμε παιγνίδια, τότε θα  κάνουμε παιγνίδια». Τα σώματά τους παρέμειναν κολλημένα, ενώ το πιο ευαίσθητο σημείο της ανατομίας της τριβόταν λίγο πιο πάνω από το γόνατό του. Σπίθες πάθους άναψαν μέσα της και ταξίδεψαν στις φλέβες της για να μην αφήσουν κανένα σημείο του εαυτού της ανεπηρέαστο. Μα την Αφροδίτη, ήταν καλύτερο απ’ όσο φανταζόταν. Τα μάτια της έκλεισαν και παραδόθηκε, η ζεστή του ανάσα χάιδευε το μάγουλό της σαν άγγιγμα εραστή. Τρέμοντας, άφησε τα χέρια της να ανηφορίσουν στην πλάτη του και βύθισε τα δάχτυλά της στα καστανά, μεταξωτά μαλλιά του. «Ηρέμησε, κορίτσι μου.» Ακόμα κι αν την ήθελε όσο τον ήθελε κι εκείνη, δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις αναστολές του. Όχι εντελώς. Αλλά τουλάχιστον μπορούσε να απολαύσει τη στιγμή. Α, ναι, μπορούσε να την απολαύσει πάρα πολύ. Επιτέλους, ο Νικηφόρος ανταποκρινόταν! Η μύτη του έτριψε το σαγόνι της. Οι θηλές της ήταν σκληρές, πολύ σκληρές, και καθώς βασανίζονταν χτυπώντας στον κορσέ της ενίσχυαν τη λαχτάρα της. Ο Νικηφόρος άρπαξε σφιχτά τα μαλλιά της από το κεφάλι της. «Σου φαίνεται διασκεδαστικό να παίζεις με έναν παντρεμένο άντρα;» Η Δανάη έμεινε ακίνητη, κοιτάζοντας τα μάτια του. Ειλικρινά, δεν είχε ιδέα πόσο ελκυστικός ήταν; «Αν ξέρεις τι είσαι, γλυκέ μου, τότε ξέρεις πως είσαι σέξι και υπέροχα απειλητικός».
«Ήρεμα, γλύκα μου. Ωραία λοιπόν, όταν με κοιτάζεις έτσι, το μόνο που θέλω είναι να σε βάλω κάτω, κι ένας Θεός ξέρει από πότε έχει να σου πετάξει τα μάτια έξω ένας άντρας.»
 Και τον ήθελε ακόμα πιο πολύ. Μια ακόμα ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της, φτάνοντας μέχρι τα μέλη της τράβηξε το κεφάλι του προς το δικό της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Το στόμα του άνοιξε αμέσως και οι γλώσσες τους συναντήθηκαν, υγρές. Εκείνη πίεσε ακόμα περισσότερο, καθώς τον ήθελε πιο πολύ. Τον ήθελε ολόκληρο. Γλώσσες φωτιάς τύλιξαν όλο το κορμί της και έτριψε το σώμα της πάνω στον ανδρισμό του, ανίκανη να συγκρατηθεί.
Κάθε επίφαση μιας καθωσπρέπει συμπεριφοράς προφανώς είχε κάνει φτερά. «Και κάτι μου λέει ότι θα τα κατάφερνες και με το παραπάνω -θέλω να πω, διάολε, να μου πετάξεις τα μάτια έξω.» 
Ο Νικηφόρος έπαψε εντελώς να σκέφτεται και έκανε όλα όσα ήθελε, δάγκωσε απαλά το πάνω χείλι της και έπειτα το κάτω, σφράγισε τα στόματα τους, άγγιξε τη γλώσσα της με τη δική του, έπαιξε μαζί της. Ένα φιλί άρχιζε προτού τελειώσει το προηγούμενο, μια αλυσίδα από ερωτικά χάδια, ανάλαφρα αγγίγματα και σπρωξίματα.
Η ευχαρίστηση τον διαπερνούσε ολόκληρο, αντηχώντας σε κάθε φλέβα και νεύρο. Και, ο Θεός βοηθός, αλλά πονούσε για περισσότερα. Πέθαινε να βάλει τα χέρια του κάτω από τα ρούχα της και να νιώσει κάθε πόντο του κορμιού της. Ήθελε να σύρει τα χείλη του πάνω της χαράσσοντας κρυφά μονοπάτια, να φιλήσει και να γευτεί κάθε σημείο της. Η Δανάη ανταποκρίθηκε,  περνώντας το μπράτσο της γύρω από το λαιμό του. Κρατήθηκε πάνω του λες και οι αισθήσεις κατέφθαναν από παντού. Και κατέφθαναν. 
Αν δεν τους χώριζαν τα ρούχα, αυτό που έκαναν θα ήταν ένα κανονικό ερωτικό σμίξιμο εκεί στην εξωτερική αυλή του ερημικού εξοχικού.. Ο Νικηφόρος συνέχισε να τη φιλά για πολλή ώρα αφότου θα έπρεπε να έχει σταματήσει, όχι μόνο γιατί δεν το απολάμβανε, αλλά και γιατί ήταν διστακτικός να αντιμετωπίσει αυτό που θα συνέβαινε στη συνέχεια.  Κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Ήταν δύσκολο να πει κανείς ποιος από τους δυο ήταν πιο σοκαρισμένος. 
Ο Νικηφόρος έκανε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να μην ενδώσει στις σεξουαλικές επιθυμίες του. Στένεψε τα μάτια του κι έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του. «Πες μου κάτι», της είπε συγκρατημένα. «Δεν είσαι παρθένα, έτσι;» Η Δανάη τον κοίταξε έκπληκτη για την απρόσμενη ερώτηση και του έγνεψε αρνητικά. «Όχι, φυσικά και δεν είμαι. Αλλά δεν ένιωθα αυτόν τον περίεργο πόθο, και ίσως γι’ αυτό να μη με συγκίνησε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Καλά να πάθω». «Κατάλαβα», είπε ο Νικηφόρος. «Τότε πρέπει να αναπληρώσουμε τη σωματική και ψυχική επαφή, έτσι δεν είναι;» Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα, ανοίγοντας τα χείλη της με τη γλώσσα του. Η Δανάη γουργούρισε από ηδονή, κόλλησε πάνω του και, με τη χαρακτηριστική της τόλμη, αφέθηκε στο καινούριο. Οι γλώσσες τους, καυλωμένες ακόμα, γεμάτες λαιμαργία αναζήτησαν τον δικό τους οργασμικό χορό. Για λίγα λεπτά μόνο φιλιόνταν, χαϊδεύοντας ο ένας τον άλλο. 
«Σε θέλω», μουρμούρισε τραχιά ο Νικηφόρος. «Καιρός ήταν», του απάντησε ψιθυριστά.
Τον πήρε από το χέρι και τον παρέσυρε μέσα στο σπίτι. ««Πάμε σπίτι μου. Εκεί θα είμαστε πολύ πιο άνετα. Έλα έχουμε πάνω από τρεις ώρες ώσπου να γυρίσουν από το μοναστήρι.» 
Ήταν πολύ παράξενο που ο Νικηφόρος με τόση ευκολία της παρέδωσε απολύτως τον έλεγχο. Με τα δάχτυλά του έπαιζε με την άκρη του φορέματος της. Έπειτα το ανασήκωσε, πέρασε το χέρι του κάτω απ’ το εσώρουχό της, το κατέβασε στον κώλο της και προχώρησε ανάμεσα στα πόδια της στο σημείο όπου τον ποθούσε περισσότερο από οπουδήποτε, καθώς τεντωνόταν προς τα πίσω για να συναντήσει το χέρι του, έχοντας ήδη χάσει το μυαλό της. «Είσαι υγρή, γλυκιά μου.....................................................
..... Γυρίζοντας πίσω στο χωριό καβάλα στη μηχανή η Δανάη έχει γαντζωθεί επάνω στο Νικηφόρο τον αγκαλιάζει σφιχτά και τα φιλιά της του δίνουν να καταλάβει  πόσο πολύ έμεινε ικανοποιημένη μαζί του μετά το σεξουαλικό τους σμίξιμο!
Μάλιστα, αυτός εκτίμησε με εσωτερική ικανοποίηση τα χάδια της νιώθοντας ένα αίσθημα «επιβράβευσης» για τις επιδόσεις του στο κρεβάτι μαζί της.
Αφού τακτοποίησαν την μηχανή στην αποθήκη τον ρώτησε αν θέλει να ξαναβρεθούν, αφού αυτή προφανώς το ήθελε και με το παραπάνω......
Αυτός έχοντας ξεπεράσει τις αρχικές του ενστάσεις και χωρίς να έχει πλέον το παραμικρό ίχνος ενδοιασμού της λέει. «Το ξέρεις ότι το θέλω!...... Κάτι άλλο;»
«Ναι! Να γαμηθούμε εδώ και τώρα, εδώ στην αποθήκη στα όρθια», του απάντησε και ο τόνος της φωνής αλλά και η χροιά βοηθούν να δημιουργηθεί ένα πλέγμα οικειότητας αλλά και μιας ερωτικής προδιάθεσης. .
«Το ξέρεις αυτό που ζητάς δεν είναι σωστό… Δεν πρέπει…»
«Γιατί δεν πρέπει;»
«Γιατί το παρατραβάμε…»
«Τι θα πει το παρατραβάμε»;»
«Ξέρεις τι θα πει…»
«Αυτό που ξέρω είναι πως θέλω να γαμηθώ και πάλι μαζί σου. » Του λέει με αυτοπεποίθηση και τον κοιτάει στα μάτια σαν να του δηλώνει ότι θα τον κάνει δικό της.
«Μην με αγγίζεις εκεί γαμώτο…»
«Πω! πω! Είναι σαν πέτρα, πολύ πέτρα όμως. Καύλωσα πάλι τρελά η πουτάνα. »
«Δεν φοβάσαι μη μας δούνε; Μην γίνουμε ρόμπες.»
«Γιατί να φοβηθώ; Εδώ είμαστε εγώ κι εσύ, δεν πειράζουμε κανέναν…»
«Εγώ κι εσύ. Είσαι σίγουρη κοπέλα μου;»
«Ναι, εγώ κι εσύ» και συνεχίζει να του χουφτώνει το κοντάρι του πάνω από το παντελόνι κάνοντας τον ακόμα ποιο σκληρό.
«Οοοο Πανάθεμα σε!» Η καύλα του, ήταν ανυπόφορη. Ο Νικηφόρος βογκάει από ευχαρίστηση και καύλα.
«Ναι, εγώ κι εσύ… Και αυτός εδώ, που μεγαλώνει.»…
Ο Νικηφόρος άρχισε στα σοβαρά να φοβάται ότι θα τους πάρουν είδηση.…
«Άσε με να τον πιάσω, ψωλαρά μου…:» Η Δανάη είναι πολύ ερεθισμένη και χαϊδεύεται δείγμα πως είναι και πάλι στο προκαταρκτικό στάδιο της σεξουαλικής πράξης. .
«Φοβάμαι πως δεν θα το γλιτώσουμε το απρόβλεπτο κακό…» Της λέει ο Νικηφόρος
Η Δανάη απτόητη, αναψοκοκκινισμένη, αρκετά καυλωμένη και με μια περίεργη αλλά όλο πρόκληση ματιά, τον αγκάλιασε τρυφερά και άρχισε με την γλώσσα της να του γλείφει το αυτί του.
«Τον πιάνω καύλα μου. Τον πιάνω και είναι σαν πάσσαλος.» Λέει με  ενθουσιασμό. Γλυκός ο λόγος της, κελάρυσμα δροσάτο.
Ο Νικηφόρος πάγωσε κυριολεκτικά και μη μπορώντας να αντιδράσει της είπε: «Σε παρακαλώ... Μη με αγγίζεις εκεί..:» με χαμηλό τόνο στη φωνή..
«Έλα ρε μωρό μου... Μη γίνεσαι δύσκολος.»
«Δανάη σταμάτα την πλάκα, μη ξεχνάς είμαι άνδρας, σε παρακαλώ σταμάτα γιατί δεν αντέχω άλλο και δεν θα φταίω εγώ για ότι συμβεί, έλα κορίτσι μου σταμάτα.! Δεν είμαστε μόνοι. Από λεπτό σε λεπτό έρχεται η μητέρα σου και η γιαγιά σου.» Της λέει βαριανασαίνοντας από την ηδονή και τον φόβο μην τους πιάσουν.
Αυτή όμως δεν σταματούσε.
«Ωωωω έλα τώρα..:» του είπε κι αυτή τη φορά τον έπιασε από τη μέση, τον τράβηξε πάνω της και κόλλησε το κορμί της στο τοίχο. 
«Με καυλώνεις μωρό μου... Θέλω τόσο πολύ να με γαμήσεις» ήταν έτοιμη να εκραγεί.
Ο Νικηφόρος έπιασε τα χέρια της και την απομάκρυνε από πάνω του.  
«Παίζεις με τη φωτιά…»
«Ξέρω πως το μουνί μου καίει και σε θέλει ψωλαρά μου!»
«Δεν γίνεται τώρα»
«Γιατί γαμώ το, γιατί;» του φώναξε μέσα στα μούτρα, με εκνευρισμό, απογοήτευση και παραίτηση, και πλέον δίχως κανέναν ερωτικό τόνο στη φωνή της, παραιτήθηκε από την προσπάθεια της.
 ...Τα γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο, εκτυλίχθηκαν µε όλο και ταχύτερους ρυθμούς αυτό το σαββατόβραδο για να γίνουν τελικά ιστορίες, αιχμηρά ανατρεπτικές και καυστικές.
Τίποτα δεν προανήγγειλε ότι θα γεννιόνταν νέες ερωτικές περιπέτειες με κεντρικούς πρωταγωνιστές τη Φαίδρα τη Νεφέλη και το Νικηφόρο και την τρελή τροπή που θα έπαιρναν τα επερχόμενα γεγονότα.
.... Η εντυπωσιακή μηχανή μεγάλου κυβισμού, το εργαλείο που έγινε ο ερωτικός «συνδετικός κρίκος» του Νικηφόρου με την δέκα οκτάχρονη Δανάη παρκάρισε με ασφάλεια στην αποθήκη του σπιτιού στο χωριό αναμένοντας την έλευση του ιδιοκτήτη της, όταν με το καλό  ξεμπαρκάρει.
Βρίσκονται πλέον οι δυο τους και πάλι πίσω στο χωριό περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή την επιστροφή της Φαίδρας με την μητέρα της και την Νεφέλη από το μοναστήρι. Η Δανάη ανήσυχη νιώθει ακόμη ερωτική διέγερση και την ανάγκη για τρελές καταστάσεις.... καίγεται από καύλα και της ήρθε επιθυμία να ξεσαλώσει και να κάνει παθιασμένα έρωτα εκεί μέσα στην αποθήκη, αλλά βιώνει έντονη δυσαρέσκεια που απορρέει από το ότι ο Νικηφόρος την παρούσα στιγμή απέφυγε πεισματικά να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές της επιθυμίες και ανάγκες.
Όχι ότι δεν είχε  διάθεση και ο Νικηφόρος για σεξ μαζί της αλλά η σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία να απολαύσει το σεξ και στον ασυνείδητο φόβο όταν το κάνει αυτό μήπως πληγωθούν, εκτεθούν ή «τιμωρηθούν» για τις «κακές» πλευρές του εαυτού τους επηρεάζει άμεσα την επιθυμία του και τη συμπεριφορά του. Κατά την αντίληψη του υπάρχουν και όρια που αν τα παραβιάζεις, υπάρχει ο φόβος να γίνουν τσακωτοί ....να τους πιάσουν στα πράσα ... και να θέσουν σε κίνδυνο οικογένειες.
Τελικά η Δανάη αποφάσισε με δυο εξαδέλφες της να πάνε σε μια μουσική εκδήλωση στη παραλιακή ντίσκο και με το τέλος της μουσικής εκδήλωσης θα επέστρεφε στο χωριό και θα έμενε στη γιαγιά της.
Τις στιγμές εκείνες που ετοιμάζονταν προς αναχώρηση βρήκε ευκαιρία να ξεμοναχιάσει το Νικηφόρο, να του δώσει αρχικά ένα πεταχτό ρουφηχτό φιλί και καπάκι μια γεμάτη γονατιά στα σκέλια με στόχο τα γεννητικά του όργανα. Ένα άμεσο χτύπημα που, ενώ είναι πολύ επώδυνο, προκαλεί συνήθως μόνο προσωρινά το επώδυνο αίσθημα ενώ υποχωρεί σχετικά γρήγορα. 
«Καυλιάρη μου εσύ σε πόνεσα;» 
«Τι με πόνεσες βρε μωρό μου! στο χέρι μου τα 'δωσες.»
«Με συγχωρείς άλλα είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου και δεν ηρεμώ όσο το σκέφτομαι ότι απόψε θα γαμήσεις πάλι την κωλόγρια.» Εννοεί τη Νεφέλη βέβαια. 
«Λες πράγματα χωρίς να ξέρεις…»
«Χθες το βράδυ τα βογκητά σας ακουγόταν μέχρι έξω στη παραλία. Σου τρυπούσαν το κεφάλι τα ηδονικά αχ και βαχ, οι αναστεναγμοί της. Σου λέει κάτι αυτό;»
«Δηλαδή τι να μου λέει;»
«Πως έζησε μια παθιασμένη νύχτα και πως τη γάμησες καλά… Και οι γυναίκες ξέρουν να τιμούν τον καλό γαμιά τους… Βογκούσε από καύλα λες και ήθελε να πεθάνει πάνω στον πούτσο σου.»
«Δανάη! Γλυκό μου κορίτσι. Μη γίνεσαι χυδαία, ενώ είσαι τόσο γλυκιά και αθώα.»
«Αλήθεια γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας στη ντισκοτέκ; Θα περάσουμε καλά. Αν γουστάρεις και  παρτούζες, θα μας γαμήσεις μαζί με την ξαδέρφη μου, μου ζήτησε να συμμετάσχει και αυτή όποτε θέλουμε.»
«Πολύ καλό μου ακούγεται, δεν θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα αλλά νομίζω πως και εσύ το ξέρεις ότι απλά αυτό δεν γίνεται.»
«Ναι δεν γίνεται γιατί υπάρχει η μιλφάρα που κερατώνει τον άντρα της χωρίς αναστολές και η καημενούλα νιώθει πολύ μόνη και καυλωμένη οπότε έχει βρει την παρηγοριά που έψαχνε στο καυλί σου έτοιμη να το ρουφήξει στην πρώτη ευκαιρία! Θα καλοπεράσει απόψε ολονυχτίς καβαλώντας την πούτσα σου ανάμεσα στα σκέλια της και εσύ να της πετάς τα μάτια έξω μέχρι το ξημέρωμα και εκείνη να μην χορταίνει.»
«Δανάη ηρέμησε! Το μυαλό σου μένει στα ίδια και στα ίδια και μοιάζει πια με παλιό πικάπ στο οποίο έχει κολλήσει η βελόνα.»
Για να αλλάξει θέμα ο Νικηφόρος αντιλαμβανόμενος ότι υπήρξε κάποια στιγμή ένταση ανάμεσα στη Δανάη και την Φαίδρα την ρωτάει. «Με τη Φαίδρα πως τα πηγαίνεις; Διακρίνω μια αυταρχικότητα από μέρος της;»
«Όποιος την γνωρίζει, τη λατρεύει. Για τη γλύκα της, τη ζωντάνια, την ευστροφία της. Είναι γοητευτική κυρία. Εγώ, πάλι ξέρω, ότι είναι καλύτερα να έχουμε απόσταση. Είναι το σκληρό καρύδι στην οικογένεια. Το ξέρω ότι μ' αγαπάει. Κι εγώ. Δεν φτάνει, όμως. Τα λόγια που έχω ανταλλάξει με τη μάνα μου δεν επαναλαμβάνονται. Ούτε η ένταση των στιγμών.»
Μάνα και κόρη μπορούν να τσακωθούν για το τίποτα. Η μικρή δεν χάνει ευκαιρία να προκαλέσει την μητέρα της. Να της κάνει κριτική. Λες και ζητάει διαρκώς τη σύγκρουση με την μητέρα της.
«Τι φταίει και βγάζετε αυτή την ένταση;»
«Η μάνα μου, η αγάμητη, που μου σπάει τα νεύρα. Αν τύχει να τσακωθούμε, απλώς δεν θα θες να είσαι μπροστά. Τραγωδίες. Η αγαμησιά φταίει!… Όταν μια γυναίκα μένει απότιστη, αυτά παθαίνει… Θέλει επειγόντως έναν άντρα… Κάποιον να τη πασσαλώσει.»
Η Δανάη αεράτη, φωτεινή, πανέμορφη, σίγουρη για τον εαυτό της, απομακρύνθηκε περπατώντας αγέρωχα και κουνώντας λικνιστικά τους γοφούς καθώς έστειλε ένα βλέμμα στο Νικηφόρο γεμάτο υποσχέσεις και μηνύματα. Όπως: «Δεν τελειώσαμε, αγόρι μου». 
Αλίμονο που Θα ξεμπέρδευε έτσι εύκολα ο Νικηφόρος. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Στο τέλος της αυλής η Δανάη κοντοστάθηκε. Πήρε προκλητική στάση κοιτάζοντας για τελευταία φορά το Νικηφόρο, και βγήκε στο δρόμο σινάμενη και κουνιστή. Το δεκαοκτάχρονο πουτανί ξέρει τόσο καλά το παιχνίδι της πρόκλησης. Όλες οι πράξεις της προμελετημένες αποβλέπουν στην εξουδετέρωση των αντιστάσεων του Νικηφόρου. Κι αυτός όμως τη βοηθάει σ’ αυτό. Θαρρώντας τον εαυτό του  γυναικοκατακτητή πέφτει στην καλοστημένη παγίδα της. 
Ο Νικηφόρος έχωσε τα χέρια στις τσέπες του και αναστέναξε τσιτωμένος. Το συμβάν τον είχε αφήσει ανήσυχο και εκνευρισμένο. 
Η Νεφέλη είχε κάνει την εμφάνιση της και τον κοίταξε καχύποπτα.
«Πρέπει να καβγάδισες με τη μικρή μας δεσποινίδα;» παρατήρησε.
«Δεν ήταν καβγάς» είπε απολογητικά ο Νικηφόρος.
«Τότε τι ήταν;»
«Απλά σαν μεγαλύτερος την συμβούλεψα κάπως πιεστικά και αντέδρασε.» 
«Ελπίζω να μην ήσουν κακός μαζί της..» 
«Εγώ, κακός με τη Δανάη;.» Της λέει και στη συνέχεια συμπληρώνει άηχα την σκέψη του.
«Εγώ, κακός με τη Δανάη; Για μένα θα έπρεπε να ανησυχείς. Έπειτα από την συζήτηση που είχα μαζί της, εγώ φεύγω σέρνοντας ξοπίσω μου τα εντόσθια μου και παρά το νεαρό της ηλικίας της είναι όχι απλά καλή, αλλά «δυναμίτης» στο σεξ;!»



 
Web Informer Button