ADS

click to open

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ta Prota Chronia Sto "Araporema"

....Έχουν περάσει πλέον δύο ολόκληρα χρόνια από τότε που η οικογένεια του Αλκιβιάδη αποφάσισε να μετοικήσει στο νέο τόπο διαμονής της στη πόλη της Λαμίας. Ζούσαν σε μια λαϊκή φτωχογειτονιά, το «Άραπόρεμα,» κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν οι συνθήκες διαμονής τους εκεί. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια μέσα από πολλές μεταπτώσεις να βρουν τον βηματισμό τους και την προσαρμογή τους στις δύσκολες νέες συνθήκες στα νέα δεδομένα.
«Υπάρχουν μερικά πρόσωπα που σημαδεύουν την ύπαρξή σου, που αυξάνουν την αγωνιστικότητά σου, που αποτελούν πρότυπα. Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους που με το παράδειγμά τους σιωπηλά χωρίς επίδειξη, χαράσσουν πορεία για τη ζωή τους επηρεάζοντας και τη δική σου ζωή.»
Ένα τέτοιο πρόσωπο υπήρξε η μητέρα τους η Ιοκάστη που ως πραγματικός μαχητής της ζωής με μεγάλη δύναμη ψυχής αναζητά με κάθε τρόπο από τον Κλέαρχο να βρουν ένα κοινό βηματισμό και πυξίδα προκειμένου να έχει επιτυχία αυτή η προσαρμογή στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της οικογένειας τους. Τι να πει κανείς γι' αυτή τη γυναίκα, μια μαχητής η οποία δίδαξε θάρρος, και έδωσε αγάπη στα παιδιά της. Ένας μαχητής της καθημερινής ζωής που παρέδωσε μαθήματα δύναμης και δεν το έβαζε κάτω παρά τις όποιες δυσκολίες και που ποτέ της δεν παραπονέθηκε. Γυναίκα «λέαινα» που ριχνόταν στη μάχη, διεκδικώντας για τα παιδιά τους αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Ένας φάρος για τα παιδιά της που τόσο πολύ την αγάπησαν.
Η Ιοκάστη μια  ηρωίδα εργαζόμενη μητέρα ήταν το κέντρο της ζωής τους, μια γυναίκα δυναμική, έξυπνη, γενναία, σκληρή, εργατική, ακούραστη....
Χαλκέντερη, είχε ανάστημα.. Λένε «Το ύψος του ανθρώπου ξεκινά από τα πόδια και φτάνει μέχρι το κεφάλι. Απ’ εκεί και πάνω, ξεκινάει το ανάστημα». Το ανάστημα της Ιοκάστης ήταν πιο ψηλό από το μπόι της. Μέσα από την εργατικότητα και τις πράξεις της εισέπραττε την αναγνώριση και την αποδοχή.
Δυστυχώς ωριμάζοντας οι συνθήκες τα δείγματα του Κλέαρχου δεν έχουν να κάνουν με πολύ μεγάλη προσπάθεια ... τουναντίον αυτή την επίπονη διαδικασία την υπονομεύει συχνά με την αδράνεια του. Ακόμη και όταν οι πρώτες αχτίδες μιας νέας ανατολής αρκετά ενδιαφέρουσας για την οικογένεια έχουν ήδη φανεί δεν είναι αρκούντως παρών σ’ αυτή τη δύσκολη προσπάθεια.!
Ο Κλέαρχος από τα πρώτα χρόνια στη μεγάλη πόλη έδειξε δείγματα λειτουργικής αντιφατικότητας. Αποζητούσε να είναι φίλος με όλους  δεν ανεχόταν τη μικρότητα, ή την κακία και την ατιμία…. είχε εγωισμό και εκεί που είχε ενδιαφέροντα ήταν τολμηρός και δραστήριος. Ταυτόχρονα δεν ήταν αρκούντως ευσυνείδητος και αφοσιωμένος στην οικογένεια του. Εν κατακλείδι, σκιά ήταν τα ελαττώματα του που δεν ήταν δυνατό να εξαλειφθούν. Δεν ήταν αυτό που ορίζουμε φιλόπονος. Δηλαδή δεν ήταν λάτρης της σκληρής δουλειάς. Δεν ήταν αρκούντως εργατικός..
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ακαμάτηδες στο καφενείο στο χωριό του έλεγαν.  «Αν ήταν η δουλειά καλό θα δούλευε κι ο δεσπότης.»
Επιπλέον του άρεσε ο γυναικείος ποδόγυρος. Σε ποιον δεν αρέσει άλλωστε; Το μάτι του έπεφτε σε κάθε γυναικείο ποδόγυρο λες και ήταν πεινασμένος. Λες και είχε να δει γυναίκα από την εποχή που η μάνα του τον βύζαινε.
Εργάζεται περιστασιακά φορτοεκφορτωτής και σε όποιον τον ρωτά με τι ασχολείται, απαντά τόσο γενικόλογα όπως θα έκανε οποιοσδήποτε τη βγάζει με δουλειές του ποδαριού και θέλει να το κρύψει.
Τα πρώτα τους χρόνια έμειναν σ’ μια περιοχή από τις παλαιότερες και φτωχότερες γειτονιές της Λαμίας που βρίσκεται σε μια ρεματιά γεμάτη ανηφόρες, καθώς χαρακτηριστικά ήταν τα σκαλοπάτια που υπήρχαν για να προσεγγίζουν οι κάτοικοι τα σπίτια τους.. Οι περισσότεροι που κατοικούσαν στην γειτονιά αποτελούσαν φθηνό εργατικό δυναμικό που πήγαιναν στη δουλειά τους με τα πόδια, δεν είχε λεωφορείο η γειτονιά και οι πιο πολλοί ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Τούτη η πινακοθήκη ανθρώπων και χαρακτήρων εκπροσωπούσε την αληθινή ζωή της συνοικίας και καταλαβαίνουμε την τεράστια δυσκολία να είσαι φτωχός, όπως η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, που ζούσε εκεί.
Φτωχικά σπίτια κατά μήκος του ρέματος, τα περισσότερα αν όχι όλα χτισμένα με λάσπη και τούβλα και µε θέα στο ρέμα. Μια γειτονιά με αναμνήσεις αλλοτινών εποχών, που παιδιά έπαιζαν ανέμελα κρυφτό, κυνηγητό, ανεβοκατέβαιναν τα σκαλάκια, με τις φωνές τους να αντηχούν στα γύρω στενά και οι μανάδες να μαζεύονται στα πεζούλια για κουβέντα μετά τη λάτρα του σπιτιού. Χαμηλά σπίτια, με μια τουαλέτα στον εξωτερικό χώρο. Αρκετά μεγάλες οι αυλές τότες, πλακοστρωμένες ή όχι, ήτανε καθεμιά κι ένας παράδεισος. Περιβολάκια και παρτέρια ολόγυρα με λογής-λογής λουλούδια, από γιασεμί και σκυλάκια, μέχρι χρυσάνθεμα, μέχρι γαζίες και ξέχωρα αυτά που είναι φυτεμένα στις γλάστρες. Η ύδρευση ήταν ένα από τα βασικότερα προβλήματα. Τα χρόνια εκείνα οι κάτοικοι της γειτονιάς έπαιρναν το νερό από μια δημοτική  βρύση, από όπου το μετέφεραν με δοχεία. Ο ευπρεπισμός των σπιτιών και η φροντίδα της αυλής ήταν βασικό μέλημα των κατοίκων του φτωχού συνοικισμού. Στα πλινθόκτιστα σπίτια ζούσε ένας ολόκληρος κόσμος με μεγάλες στερήσεις, αναζητώντας συνεχώς τρόπους να ομορφαίνει την δύσκολη καθημερινότητά του. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, βοηθούσαν ο ένας τον άλλο στις δυσκολίες και τις γιορτές έστηναν γλέντια στις αυλές. Η δύσκολη πρόσβαση λόγω της μορφολογίας του εδάφους με τις ανηφόρες και τις κατηφόρες δεν ενοχλούσε κανέναν.
Το σπίτι παλιό στενόμακρο με τεράστιο κήπο, Μπροστά από την πόρτα της κύριας κατοικίας υπήρχε μια μεγάλη κληματαριά, για να τους προστατεύει από τον ήλιο και τη βροχή ανάλογα µε την εποχή. Λίγο πέρα από την κύρια κατοικία, υπήρχε κήπος µε τριανταφυλλιές, γαριφαλιές, ντάλιες, ζουμπούλια, γιασεμιά, κυκλάμινα και πανσέδες και  πολλά δένδρα. Ένας καταπράσινος κήπος περιφραγμένος με λυγαριές, σκίνα και βάτα. Ακριβώς δίπλα στον χωμάτινο κακοτράχαλο δρόμο αμέσως μετά τη κοίτη του ρέματος όπου τα νερά του απ' άκρη σ' άκρη, στέρευαν το καλοκαίρι.
Οι χειμωνιάτικες λίμνες που στα παιδικά του μάτια έμοιαζαν τεράστιες, μεταμορφώνονται σε γούρνες χάνοντας το πολύ νερό τους και ο ποταμός αυτό το θηρίο του χειμώνα γίνεται ένα καχεκτικό ρυάκι τα καλοκαίρια. Η οικογένεια μένει σε δυο συνεχόμενα ισόγεια δωμάτια. Ένα οι γονείς και το άλλο τα παιδιά. Το υπόλοιπο σπίτι έχει ακόμη δυο συνεχόμενα στη σειρά ισόγεια δωμάτια με τζάκι όπου έμεναν οι ιδιοκτήτες. Τους χωρίζει μια απλή μεσοτοιχία. Η κουζίνα και  τουαλέτα είναι εξωτερικές και κοινές. Στον κήπο υπάρχουν δυο ακόμη κτίσματα που χρησιμεύουν για αποθήκες. Ανατολικά στο σύνορο του κήπου υπάρχει μια μικρή οικία πρόσφατα ανακαινισμένη. Η ιδιοκτήτης  μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας είχε αποβιώσει πρόσφατα και οι κληρονόμοι ευρισκόμενοι στην Αμερική είχαν παραχωρήσει την διαχείριση στους γείτονες τους που συγχώνευσαν τις αυλές και την μικρή οικία την έχουν ενοικιάσει σε μια έφηβη σπουδάστρια.
Μόλις είχε περάσει ένας χρόνος από την μετακόμιση της οικογένειας στο οίκημα και οι ιδιοκτήτες της οικίας αναχώρησαν στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση και ταυτόχρονα  ενοικίασαν τα δωμάτια τους σ’ ένα ζευγάρι λίγο μεγαλύτεροι από στην ηλικία των γονιών του που ήρθαν στη Λαμία από τα μέρη της Θεσσαλίας. Όταν τους πρωτοείδε, με το πλάι του ματιού του ο Αλκιβιάδης τους έκανε τριανταπεντάρηδες την εποχή εκείνη που αντάλλαξαν γνωριμία με τους γονείς του μέσα από τα ευχάριστα και πλατιά χαμόγελα τους. Ο άνδρας ψηλός, λιγνός, καλοντυμένος κι ευγενής, ήταν όμως στεγνός με λευκή επιδερμίδα και ξανθά μαλλιά. Φορούσε καινούργια ρούχα, το κοστούμι του, από φτηνό γκρίζο ύφασμα, ήταν τόσο καινούργιο, πού διατηρούσε ακόμα την τσάκιση του πανταλονιού και το σακάκι του ερχόταν πολύ φαρδύ. Ο Αλκιβιαδης τον θυμάται ότι συνήθως φορούσε γυαλιά ηλίου, εκινείτο νωχελικά και τόσο αργά που έδειχνε ανίκανος να κάνει οτιδήποτε βιαστικά. Τον φαντάστηκε να καίγεται το σπίτι του και αυτός να κινείται με την ταχύτητα που μεγαλώνει το γρασίδι, για να το σώσει. Η γυναίκα αντιθέτως ήταν μια μπριόζα και, πληθωρική γυναίκα με πλούσιες καμπύλες και μπούστο, κέρδιζε πάντα τις εντυπώσεις. Μια αυθόρμητη παρουσία που με τα πλούσια προσόντα της άφησε κάγκελο τον Κλέαρχο, ο οποίος παριστάνοντας τον αδιάφορο και ντροπαλό στους γύρω του, την κοίταξε με όση λαγνεία χωρούσε το βλέμμα του. 
Εκείνη δεν φάνηκε να ενοχλείται, απεναντίας το λάγνο βλέμμα του Κλέαρχου δεν την άφησε εντελώς ανεπηρέαστη. Τον κοίταξε μ' ένα γυναικείο νάζι και ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Η πληθωρική γυναίκα γνωρίζει πολύ καλά πως να ανάβει φωτιές και να ανεβάζει τη θερμοκρασία στα ύψη με το πληθωρικό κορμί και τα πλούσια προσόντα της και να κερδίζει την εκτίμηση του αρσενικού πληθυσμού.
Ο Κλέαρχος από εκείνη την ημέρα την είχε μέσα στο μυαλό του συνέχεια και δεν μπορούσε να την βγάλει. Ένιωθε κάτι μέσα του να φτερουγίζει. Ένα πρωτόγνωρο ηδονικό αναρρίγισμα διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Εκείνη ήξερε ότι του άρεσε. Κάθε φορά που την συναντούσε η φωνή του λιγώνονταν και όλο του το παρουσιαστικό άλλαζε όψη. Προσπαθούσε να δείχνει ευγενικός και εξυπηρετικός μα καταλάβαινε την έξαψη του, τον ήξερε καλά. Ήξερε ότι έριχνε κλεφτές ματιές στο στήθος της, ακόμη πιο κλεφτές ματιές στον πισινό της και πως από το πρόσωπο επικεντρώνοταν με ηδονική λαχτάρα, στα χείλη της.. Του έριχνε ικανοποιημένη, χαμόγελα όλο υπονοούμενα γνωρίζοντας καλά τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του και τα λαγγεμένα μάτια της μαρτυρούσαν και την δική της ηδονή.
Ο Κλέαρχος αυτά έβλεπε και ηδονικές ανατριχίλες δονούσαν το κορμί του. Την φανταζόταν σαν ερωμένη του που τον ερέθιζε περισσότερο από την τρυφερότητα και τους ήσυχους, δακρύβρεχτους οργασμούς της Ιοκάστης του.
Ο Αλκιβιάδης το θυμάται που ένα βράδυ του φθινοπώρου τους χαιρέτησε ο σύζυγός γιατί αναχωρούσε. Θα επέστρεφε στη Θεσσαλία όπου είχε κάποιες οικογενειακές υποθέσεις να τελειώσει, πήρε άδεια από την νέα του εργασία και θα έλειπε ίσως δυο με τρεις εβδομάδες. Και κάπου εκεί άνοιξε η συζήτηση για το αν θα μπορούσαν οι γονείς του μέχρι να επιστρέψει να νοιάζονται και να προσέχουν την σύζυγο του και αν χρειαστεί κάποια βοήθεια να της συμπαρασταθούν.
Μεγάλο λάθος του.
Η Νεφέλη. Είναι το όνομα της. Τα μάτια του Κλέαρχου ήταν αυτά που τη χάιδευαν, τόσο τολμηρά. Το απολάμβανε να τον βλέπει να ανάβει να κοκκινίζει και να ζορίζεται, ξέροντας ότι έφτανε να κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι για να τον έχει δικό της όποτε ήθελε.
Στην ουσία αγαπούσε τον άνδρα της. Είναι παντρεμένη με ένα καλό άνθρωπο αλλά δυστυχώς η τύχη τους έφερε να είναι φτωχοί. Οι δυσκολίες πολύ μεγάλες ο σύζυγος λείπει τακτικά στις δουλειές του και αυτή έχοντας καταλάβει πως κάτι της έλειπε σεξουαλικά, θα ήταν το ιδανικό να κερατώσει τον σύζυγό της απλώς με κάποιον καλύτερό στο κρεβάτι. Θύμα, ο Κλέαρχος στο μυαλό της. Υποτίθεται ότι θα τη βοηθούσε να σώσει τον γάμο της. Τη βόλευε να τον έχει. Ο Κλέαρχος ήταν γι' αυτήν κάτι σαν δίχτυ ασφαλείας ή κάτι που το συντηρείς, όχι για καθημερινή χρήση, αλλά για να το έχεις πρόχειρο όταν το χρειαστείς.
Μια σειρά από σαθρά τούβλα χωρίζει τις κρεβατοκάμαρες τους και δεν χρειάζεται να ψάχνουν για ερωτική φωλιά φτάνει να απουσιάζουν τα έτερα τους ήμισυ. Ούτε ο Κλέαρχος αντιστάθηκε στον πειρασμό, ακριβώς λόγω της νέας φιλίας τους. Δεν είχε αντιστάσεις να τη φέρει πισώπλατα στην Ιοκάστη, αλλά και στον καινούργιο του φίλο. Δεν είχε κανένα πρόβλημα, και φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία να πέσει στο κρεβάτι με τη νέα γειτόνισσα.
Ήταν ένα φθινοπωρινό σκηνικό του καιρού.  Ηλιοφάνεια με λίγες νεφώσεις. Στο σχολείο του Αλκιβιάδη έγινε απολύμανση από την υγειονομική υπηρεσία σχολικών κτηρίων και έδιωξαν τους μαθητές πολύ ενωρίς. Η Ιοκάστη είναι στη δουλειά, ο Κλέαρχος εάν δεν έχει βρει μεροκάματο σίγουρα, σκέπτεται ο Αλκιβιάδης θα ‘ναι στο καφενείο να παίζει χαρτιά. Τα μικρά αδέλφια του συνήθως είναι στη θεία τους που είναι άνεργη αυτή την εποχή.
Ο Αλκιβιάδης φθάνοντας στην είσοδο της αυλής  βλέπει τρία κοριτσόπουλα, ασάλευτα-αμίλητα να στέκονται στριμωγμένες πίσω από τις γρίλιες στο κλειστό παράθυρο του σπιτιού που μένει η Νεφέλη και να έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον και την προσοχή τους στα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του δωματίου. Είναι η  δωδεκάχρονη εξαδέλφη του η Μερόπη, η εντεκάχρονη Ιόλη από την απάνω γειτονιά και η δεκάχρονη Μυρσίνη, γειτονόπουλα που μένει τρία σπίτια παρακάτω στην όχθη του ρέματος. Ταυτόχρονα, έριχναν κλεφτές ματιές γύρω τους μην τύχει και φανεί κάποιος  απρόοπτος επισκέπτης. Ο τεράστιος κήπος γύρω τους τις προφυλάσσει από τα αδιάκριτα  βλέμματα των γειτόνων και από τυχαίους περαστικούς στο χωματόδρομο.
Με τα κεφάλια σκυφτά στήνουν τ' αυτί, αφουγκράζονται με έξαψη και ενδιαφέρον τη γλυκιά ευωδιά της ερωτικής διέγερσης που σαν αχτίνα ξεπηδά μέσα από τις χαραμάδες στις γρίλιες του παραθύρου. Το ηδονικό σμίξιμο δυο σωμάτων.
Τα κοριτσόπουλα παρακολουθούν τον έρωτα που είναι χωμένος στο πετσί του ανθρώπου, υποδόρια, εσώψυχα. Προίκα του για να ’χει ο άνθρωπος μαγιά να αναπλάθεται.
Πρώτη τον είδε η ξαδέλφη του. Τινάχτηκε σαν να την χτύπησε ρεύμα. Κάτι ψιθύρισε στα αλλά κορίτσια.  «Σςςςςς»... έβαλε το δάχτυλο της μπροστά στα χείλη της. Του ζητούσε να μην μιλήσει.
Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε πίσω του μιας και ήταν σίγουρος πως ήταν μονάχος του. Απορημένος δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει.
Ξαφνικά η Μερόπη πετιέται όρθια, επικρατεί μια μικρή αναστάτωση, τράβηξε τις φίλες της από τα χέρια και του έκανε νόημα να τις ακολουθήσει χωρίς θόρυβο και όλοι μαζί να πιλαλούν αλαφιασμένοι  να κρυφτούν στην αποθήκη, εκεί στην άκρη του μεγάλου κήπου.
........ Στο εσωτερικό του δωματίου εδώ και ώρες ο Κλέαρχος έχει πέσει με τα μούτρα ανάμεσα στα σκέλια της Νεφέλης. Οι ερωτικές φωνές της καλύπτονται από τον ήχο του γραμμοφώνου που έπαιζε το «Diana» του Paul Anka.
Λίγο αργότερα η Νεφέλη, διαπίστωνε πως ο Κλέαρχος ήταν όντως εξαιρετικά προικισμένος από τη φύση. Ακριβώς την ίδια διαπίστωση προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν και τα κοριτσόπουλα κρυφά μέσα απ΄τις γρίλιες του παραθύρου στο δωμάτιό. Προσπαθούν να δουν αυτό που ακούν με τα δικά τους μάτια, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν. Οι γρίλιες επιτρέπουν να περνάει το φως αλλά είναι αδιαπέραστες στο βλέμμα τους.
Το κεφάλι της Νεφέλης ανεβοκατέβαινε πάνω στο προικισμένο πέος του Κλέαρχου.
«Τι 'ναι αυτό, αντράκλα μου, αυτό είναι η πηγή με το αθάνατο νερό» του είπε εντυπωσιασμένη από την ποσότητα και την ορμή του σπέρματος του και έσκυψε ξανά πάνω στην πηγή, για να κατακτήσει την αθανασία.
Αφού ξεδίψασε, ανακάθισε στο κρεβάτι, έφτιαξε τα μαλλιά της, διόρθωσε το μπούστο της, άναψε δυο τσιγάρα και του πρόσφερε το ένα. Καρέλια κασετίνα τα τσιγάρα.
Ο Κλέαρχος δέχτηκε να πάει στο κρεβάτι της Νεφέλης το πρωινό, αφού πρώτα τον διαβεβαίωσε πως ο άντρας της και δεν θα επέστρεφε πριν από τον επόμενο μήνα. Και η Ιοκάστη έφυγε πρωί-πρωί στη δουλειά στο καμίνι. Η Ιοκάστη για να τους θρέψει και να  τους μεγαλώσει. Τα παιδιά της. Δουλεύει σκληρά τα πρώτα χρόνια  σ' ένα εργοστάσιο παραγωγής κεραμοποιίας, σε σκληρές συνθήκες εργασίας ακόμη και για τους άνδρες.
Η Νεφέλη φρόντισε ακόμα να ενημερώσει τον Κλέαρχο πως ο σύζυγός της είχε πρόβλημα και ανικανότητα να διατηρήσει μια στύση που να είναι αρκετή και ικανοποιητική για την σεξουαλική επαφή τους. Έτσι λοιπόν θεωρεί να είναι κατανοητό πώς αναζητεί τρόπους για να ημερέψει τις ατίθασες σεξουαλικές ορμές της.Για την ακρίβεια, του είπε. «Είμαι σίγουρη πως στους φίλους του θα έχει υπερηφανευτεί πολλές φορές ότι μου πετάει τα μάτια έξω. Πως με πηδάει πρωί και βράδυ και ας έχει να με πηδήξει κάτι μήνες.  Ειλικρινά δεν ενθυμούμε πότε του σηκώθηκε για τελευταία φορά.».
Από την άλλη ο Κλέαρχος σκοπεύει να της αποδείξει πως είναι ακμαίος, ντούρος και βαρβάτος… χαρίζοντας της μια πρωτόγνωρη εμπειρία.
Τα δωμάτιο είναι άνω κάτω. Οι δυο εραστές κυνηγιούνται παρασύροντας στο πέρασμά τους έπιπλα και αντικείμενα. Η σεξουαλική επιθυμία της Νεφέλης δεν προβληματίζει τον Κλέαρχο που είναι ένας ερωτικά ακούραστος επιβήτορας. Πού και πού σταματούν για λίγο τις ερωτικές περιπτύξεις για να βάλουν ξανά από την αρχή στο πικ απ τον δίσκο του Paul Anka που καλύπτει τους ερωτικούς τους στεναγμούς.
«Πού έμαθες να τα κάνεις όλα αυτά γαμιά μου;» Του λέει κάθε λίγο και λιγάκι η Νεφέλη.
Την ώρα που η Νεφέλη λέει... «είσαι θεός γαμιά μου, θεός!!» και αυτός μπαίνει για μια ακόμα φορά μέσα της φωνάζοντας. «Τι καύλα είσαι εσύ!!», ο Κλέαρχος συνειδητοποιεί πως ίσως έχουν κι άλλη παρέα εκτός από τον Paul Anka. Κάτι σκιές του φάνηκαν σαν τρεμούλιασμα  στο παράθυρο...
Σηκώθηκε πήγε στο παράθυρο το άνοιξε αμυδρά, κοίταξε ερευνητικά έξω για μερικά δευτερόλεπτα με το ένα μάτι πίσω από τις γρίλιες των κλειστών παραθυρόφυλλων... Κοιτάζοντας είδε την αχνή φιγούρα, όπως σχηματιζόταν μέσα από το κλειστό παράθυρο σηκώνοντας τα φρύδια του. Ακριβώς απέναντι στεκόταν η νεαρή ψηλή μελαχρινή κοπέλα, σπουδάστρια. Στεκόταν μπροστά στην είσοδο που οδηγούσε στη μικρή κάμαρα της, μόλις αφιχθείσα στην αυλή, την ώρα που τα κοριτσόπουλα και ο Αλκιβιάδης πιλαλούσαν από το παράθυρο να κρυφτούν στην αποθήκη. Η νεαρή κοπέλα κοίταζε ερευνητικά με τα μάτια γεμάτα καχυποψία προς το μέρος του παραθύρου ψάχνοντας την αιτία που θα μπορούσε να λύσει τις απορίες και τα ερωτηματικά που είχαν γεννηθεί μέσα της γιατί τα παιδιά αλαφιασμένα τρέξανε να κρυφτούνε. Ίσως να αναρωτιέται ποια είναι η σκανταλιά που έχουν κάνει και έτρεξαν πανικόβλητα..
Ο Κλέαρχος έμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτικός χαζεύοντας με τη μορφή της όμορφης νεαρής κοπέλας στη συνέχεια αποφάσισε να χειριστεί την κατάσταση επιθετικά. Άνοιξε ελάχιστα το παραθυρόφυλλο κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Την κοίταξε έντονα κι επίμονα και κι εκεί οι ματιές τους κόλλησαν θαρρείς και μαγνητίστηκαν. Ένα ανεξήγητο συναίσθημα με μια ματιά χωρίς λέξεις νιώθουν σ' όλο τους το είναι. Αυτή κατάφερε να διαβάσει στο βλέμμα του το ερωτικό κάλεσμα πριν ο Κλέαρχος ξανακλείσει τα παραθυρόφυλλα. «Μ’αρέσουν οι σαραντάρες αλλά εσύ νεαρή μου έχεις άλλη χάρη, άλλη καύλα.» Έλεγε το βλέμμα του. Η σκέψη ότι η δεκαοκτάχρονη κοπελιά που ήταν εκεί έξω πιθανώς αφουγκραζόταν το ερωτικό τους παραλήρημα τον ικανοποιούσε και τον ξεσήκωνε ταυτόχρονα. Ιδέες τρύπωσαν στο μυαλό του. Στη συνέχεια γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε ερευνητικά το προφίλ της Νεφέλης. «Έχεις δίκιο. Ο αέρας ήταν που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων και έριχνε σκιές στο παράθυρο. Δεν υπάρχει ψυχή έξω.» της λέει καθησυχαστικά, και δεν έκλεισε πάλι το παράθυρο.
«Πάντα αναμμένη», σκέφτηκε για την Νεφέλη. «Πάντα πρόθυμη».
Αλλά τώρα είχε τρυπώσει καλά στο μυαλό του η μορφή της όμορφης δεκαοκτάχρονης .. Χαμογέλασε πλατιά με τη σκέψη αυτή, η όμορφη μελαχρινή νεαρή γυναίκα τον καύλωνε τόσο πολύ. Τούμπανο πάλι το πέος του..
Τον βλέπει η Νεφέλη και του ψιθύρισε. «Τι είναι αυτό με σένα.»
Ο Κλέαρχος έκλεισε το πικ απ κι άφησε τις ερωτικές κραυγές τους να φτάσουν εκεί έξω στη νεαρή κοπέλα που τώρα ήταν σίγουρος ότι τους αφουγκραζόταν...
Στην αποθήκη η Μερόπη στάθηκε να πάρει ανάσα, σήκωσε το φουστάνι της και με την άκρη του σκούπισε το κατακόκκινο και ξαναμμένο κάτω από τις σκούρες αφέλειες πρόσωπο της.
Μετά το ξάφνιασμα, του χαμογέλασε και τον κοίταξε τρυφερά.. «Ντροπαλό και συνεσταλμένο το ξαδερφάκι μου;» Ο Αλκιβιάδης ήταν μόλις δέκα χρονών. Κατέβασε τα μάτια. Τα μάγουλά του κοκκίνισαν, ένιωσε αμήχανα.
«Μα γιατί δεν μιλάς; Μήπως ντρέπεται, το καλό μου;» Τον ρώτησε δήθεν σοβαρά.
Ο Αλκιβιάδης σάστισε. Ανασήκωσε το κεφάλι του κοιτάζοντας τη ερωτηματικά με ακαθόριστο συναίσθημα.
«Έλα από δω. Έλα κοντά μου.» Του ψιθύριζε συνωμοτικά.
Έκατσε όσο το δυνατόν πιο κοντά του κι άρχισε να τον χαϊδεύει απαλά. Τον χάιδευε στοργικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
«Τι; δεν σου αρέσουμε σαν κορίτσια;» Τον ρώτησε με ύφος παιχνιδιάρικης επίπληξης.
Ένοιωθε ανήμπορος να κάνει κάτι.
Έγειρε πάνω του. Με ανάλαφρες κινήσεις έβαλε το χέρι της στο παντελόνι του. Είδε τα μάτια της να λάμπουν, τη μύτη της να ζαρώνει και τα λακκάκια στα μάγουλά της να βαθαίνουν. Επιφυλακτικός και συνεσταλμένος την κοίταζε απορημένος και γεμάτος αμφιβολία δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει. Ένιωθε περίεργα. Ήταν το μοναδικό αγόρι στη θηλυκή παρέα τους. Ένοιωθε πραγματικά να μην ξέρει τι πρέπει να κάνει.
«Μυρσίνη! η σειρά σου να γνωρίσει το κατοικίδιο σου.» Πρόσταξε την Μυρσίνη και της ανασήκωσε το φόρεμα. Η κίνηση αυτή του αποκάλυψε το λευκό κιλοτάκι της Μυρσίνης. Η Μερόπη ήταν ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός της παρέας. Από πολύ μικρή  είχε έμφυτη εξυπνάδα αλλά και στις πάρλες τέτοια ευφράδεια που όλους τους είχε χαζέψει με τις χάρες της, γρήγορα λοιπόν έγινε η βασίλισσα της παρέας, και τους είχε όλους του χεριού της.
Ένας θόρυβος που ακούστηκε από το δωμάτιο της  σπουδάστριας,, τους επανέφερε στην τάξη… κι έβαλε τέλος στη γλυκιά αυτή εμπειρία. Αυτή ήταν η πρώτη του «ερωτική επαφή» με το άλλο φύλλο.
Της  μικρής του ξαδερφούλας την ώρα εκείνη τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα, η αναπνοή της λαχανιασμένη και σίγουρα κάτι άλλο πιο εντυπωσιακό είναι αυτό που ζητούσε και όχι το δικό του αυτό που είχε μέσα από το παντελόνι.
Η Μερόπη συνέχισε να κρατάει το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Υπήρχαν, άραγε, κάποια ίχνη περιέργειας εκεί μέσα; «Ξέρεις ποιος είναι μέσα στο δωμάτιο;» Τον ρώτησε.
Κοιτάχτηκαν μέσα στην απόλυτη σιωπή.
Τελικά είπε: «Δεν ξέρω ποιος είναι, αλλά εσείς πιθανότατα ξέρετε.»
«Χαμογελούν» τα μάτια της, και το χαμόγελό της απλώνεται σε όλο της το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι ήξερε.
Η δωδεκάχρονη εξαδέλφη του η Μερόπη: Μέτριο ανάστημα, γεμάτο σώμα, ωραίο πρόσωπο, μαλλιά καστανά προς το ξανθό, με αφέλειες ανακατεμένες και αφοπλιστικά ατημέλητες και μάτια με σκανταλιάρικο βλέμμα. Μια αεικίνητη παρουσία απίστευτα τρυφερή, παιχνιδιάρα. Ήταν σκέτο πειραχτήρι δίνοντας μια φρέσκια αύρα στην παρέα, η γλώσσα της έκοβε κι έραβε μ' αφάνταστη ευκολία.
Η εντεκάχρονη Ιόλη: Πολύ ψηλή για την ηλικία της, επιβλητική, παχουλή και άχαρη. Σύντομα η οικογένεια της μετακόμισε σ' άλλη γειτονιά. Μάθανε ωστόσο ότι οι ζουμερές καμπύλες είχαν εξελιχτεί σε μια γοητευτική μελαχρινή ψηλή κοπέλα. Παντρεύτηκε σύντομα, ούτε καν έφηβη ακόμη.
Η δεκάχρονη Μυρσίνη: Κανονικό ανάστημα,  αδύνατο σωματάκι, μελαχρινή, τα πυκνά, μαύρα μαλλιά της ήταν συνήθως πιασμένα σε έναν μικρό κότσο στον αυχένα της.
Υπήρχαν εποχές, που Αλκιβιάδης όταν δεν έτρεχε ανέμελα στις αλάνες της γειτονιάς τον δέχονταν στην παρέα τους και τον πείραζαν άκακα. Α! τα όμορφα κοριτσόπουλα. Ήταν πολύ σκανταλιάρικα. «Φασαριόζικα γλυκά πειραχτήρια» και μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, κρυφτοκυνηγητό, μακριά γαϊδούρα, κλέφτες και αστυνόμους, αγαλματάκια, μήλα και τέτοια σπουδαία πράγματα.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button