ADS

click to open

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Adelfe Mou Ton Xassame

...Ξυπνάς μια μέρα κι η άνοιξη γλιστράει απροειδοποίητα σα πολύχρωμο χαλί στις δυτικές παρυφές της Πάρνηθας. Όλο τον Μάρτιο, φυσούσαν δυτικοί και βόρειοι άνεμοι και όταν ο ήλιος έδυε όλα έμοιαζαν φωταγωγημένα στις μικρές αυλές στις βόρειες συνοικίες της πόλις μας. Οι ακακίες, οι πασχαλιές, οι αμυγδαλιές, και όλα αυτά τα μεγάλα και γυμνά το χειμώνα δέντρα ξυπνάνε σαν από λήθαργο, ότι κ' αν συμβεί δε αργότερα, καταιγίδα, χιονοθύελλα, χαλάζι, δεν ξανά-κοιμούνται μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου. Ο δροσερός αέρας στις ανηφορικές πλαγιές μυρίζει κιόλας φυλλώματα.
Την εποχή εκείνη το μεγάλο πετρελαιοφόρο όπου ήταν ναυτολογημένος, εκτελούσε εργασίες επισκευών στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Εδώ και τρεις μήνες του είχε λείψει η οικογένεια του. Λόγω πολλών άλλων πιεστικών υποχρεώσεων, δεν είχε το χρόνο που θα ήθελε να αφιερώσει στην οικογένεια του και τώρα στην διάρκεια των επισκευών προσπαθεί τον ελεύθερο χρόνο που έχει να τον αφιερώνει στην σύζυγο και τα παιδιά τους. Σήμερα ταχτοποιώντας τις τελευταίες λεπτομέρειες με τον επικεφαλής των συνεργείων επισκευών, αργά το απόγευμα αναχώρησε για το σπίτι του όπου περίμεναν την άφιξή του με ανυπομονησία.. Η σύζυγος τον πληροφόρησε στο τηλέφωνο ότι του έχει φτιάξει και ένα ταψί αναποδογυριστή μηλόπιτα με καραμελωμένα μήλα, αφράτη και να μην αργήσει και κρυώσει…  (την συνταγή της αδυναμίας του)…. Είναι έτοιμη να  την «κατασπαράξει.»
Φθάνοντας στο σπίτι,  η κουζίνα μύριζε το άρωμα της κανέλας άλλα μηλόπιτα δεν φαινόταν πουθενά.
«Προ ολίγου πέρασε ο αδελφός σου να μας δει, κι αφού πρώτα έφαγε δυο κομμάτια μηλόπιτα, φεύγοντας μας πήρε και το ταψί ολάκαιρο στέλνοντας φιλιά στον αέρα......»
«Χαλάλι του. Το ξέρεις ότι εκτιμά τη μαγειρική σου.» Βιάστηκε να δικαιολογήσει τον αδελφό του μ' ένα πλατύ χαμόγελο για να της φτιάξει η διάθεσή της.
Κατά τις έξι παρά κάτι κτύπησε το τηλέφωνο. 
«Ο αδελφός θα ‘ναι.» Σκέφτηκε. «Θα παίρνει με διάθεση να δικαιολογηθεί και να απολογηθεί για την ληστεία του.»
Στην άλλη άκρη ήταν όντως ο μικρότερος αδελφός του.
Η φωνή του ακούγεται «πιεσμένη», τραχιά και βραχνή, παρουσιάζει «σπασίματα».
Αυτός ο τόνος της φωνής του αδελφού του τον έβγαλε απότομα από τις ευχάριστες σκέψεις του και ο ήχος της φωνής του αντήχησε σαν μικρό καμπανάκι μέσα στο κεφάλι του. Η πρώτη σκέψη του ήταν ότι ο αδελφός του είχε πάλι μπλεξίματα και θα έπρεπε να τον ξεμπλέξουν εκείνοι. 
«Αδελφέ μου τον χάσαμε.» Κατάλαβε να του λέει.
«Τι θέλεις να πεις;» Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς εννοούσε ο αδελφός του.
«Τον χάσαμε, έφυγε ξαφνικά και αυτός απ’ την ζωή.» Επανέλαβε ο μικρότερος αδελφός του παραδομένος, σαν να  κατάπινε τα λόγια του, αναλογιζόμενος πως μόλις πρόσφατα είχαν χάσει τη λατρευτή μητέρα τους! Ούτε ένας χρόνος δεν είχε περάσει από την απώλεια της.
......Η υπέροχη μητέρα τους.
Απεβίωσε στα εξήντα επτά της χρόνια με πολύ καλή σωματική υγεία από αιφνίδιο θάνατο (την πρόδωσε η αγνή καρδιά της) που ξάφνιασε τόσο το γιατρό της, καθώς και όλους τους άλλους γύρω τους.
Υπάρχουν ακόμη μέσα του αναμνήσεις από το παρελθόν, αν και έχουν ξεθωριάσει και δεν είναι τόσο ζωντανές με το πέρασμα του χρόνου, που τις κουβαλά ακόμα και σήμερα. Τις ψυχολογικές ουλές από τον θάνατο της. Αυτός επέστρεψε εσπευσμένα από το Χιούστον των ΗΠΑ όπου βρισκόταν.
Δεν τα κατάφερε, δεν πρόλαβε να την ασπαστεί για τελευταία φορά. Αν και το επιθυμούσε.
Τον πρώτο καιρό μες στα βαθιά μεσάνυχτα σαν λύκος μοναχικός, σερνόταν κρυφά μέσα από τους ίσκιους και τρύπωνε σαν φάντασμα στην τελευταία κατοικία της.
Ήθελε να είναι ολομόναχοι οι δυο τους. Να τα πούνε. Και να μην τους ακούει κανείς. Στεκόταν πάνω από την λιτή μαρμάρινη πλάκα, η ψυχή του κομμάτια. Κλαίει, μ' έντονο, γοερό κλάμα και τα δάκρυα που καίγανε χύνονται ζεστά απάνω στο κρύο μάρμαρο. Γονατιστός επάνω της και αναρωτιόταν «Γιατί;»  Καμία απάντηση από πουθενά. «Που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου. Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Γιατί; Χάθηκαν τα χάδια σου τα τρυφερά. Γιατί; Γιατί;»
........ Ακούγοντας λοιπόν σήμερα αναστατωμένο τον μικρότερο αδελφό του, ένας καταρράκτης μαύρες ιδέες και κακά προαισθήματα ήρθαν να φωλιάσουν στο μυαλό του σαν απαγορευμένες επιθυμίες.
«Με πήραν τηλέφωνο απ’ την Ρόδο, ο αδελφός μας (το τζινάκι μας) είναι νεκρός. Με ειδοποίησαν πως το βρήκαν νεκρό ενώ κοιμόταν στο κρεβάτι σπίτι του.»
Ο αδελφός τους δεν ήταν άρρωστος. Πέθανε ξαφνικά. Σταμάτησε τη νύχτα στον ύπνο του να κτυπά η καρδιά του. «Τίποτε δεν προμήνυε το τραγικό περιστατικό». 
Ο Αδελφός είχε καθίσει με τους φίλους του μέχρι αργά μεσάνυχτα σε μια ταβέρνα και στη συνέχεια αναχώρησε για το σπίτι του για ύπνο. Το πρωί της Δευτέρας θα επέστρεφε στον Αφάντου όπου εργαζόταν τον τελευταίο καιρό.
Όταν η διήγηση της συνομιλίας με τον μικρό αδελφό του τελείωσε, στο δωμάτιο έπεσε σιωπή! 
Καθώς τον έπνιγε ένα καινούριο κύμα θλίψης, σκέφτηκε πως ο αδερφός του ζούσε πάντα στα όρια της έντονης ζωής. Αυτή τη φορά τα είχε υπερβεί. Από την παιδική του ηλικία ο αδελφός ήταν μεν  ονειροπόλος, αλλά ήταν και ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή που του άρεσε να λέει πως ήταν ελεύθερος άνθρωπος και επαγγελματικά δεν ευδοκίμησε να στεριώσει κάπου μόνιμα.
Τελειώνοντας το τηλεφώνημα μαύρα φίδια τον είχαν ζώσει σ' έναν σφικτό κλοιό. Κλονίστηκε, αλλά ακόμη δεν το δεχόταν, δεν ήθελε να το πιστέψει, δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Δεν το πιστεύω!» δήλωσε. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!»
Τη στιγμή που η πληροφορία ρίζωσε στο μυαλό έφτασε η ψυχή στα πόδια του. Ένοιωσε σαν να ‘φύγε μεμιάς όλος ο αέρας από μέσα του, είχε την αίσθηση ότι δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Το αίμα έτρεχε γρήγορα στα μηλίγγια του και τα δάκρυα κυλούσαν από τα δυο του μάτια. Η είδηση του θανάτου του αδελφού του ήρθε και φώλιασε μέσα του αργά επώδυνα σαν το βήμα του λύκου, όπως το σύρσιμο της έχιδνας, έτσι όπως έρχονται όλες οι κακές σκέψεις και φωλιάζουν μέσα μας μια μέρα που το κακό φουντώνει όπως οι ανοιξιάτικοι θάμνοι.
 Ο ήλιος στα δυτικά άρχισε να γέρνει, ένοιωσε μια λεπτή ψύχρα να τον ζώνει. Το δωμάτιο σκοτείνιασε, όλα γύρω του ξαφνικά σώπασαν, έξαψη πλημμύρισε το μυαλό του. Ένας οξύς πόνος άρχισε να τον βασανίζει στο στομάχι, ξεράθηκαν τα χείλη του. Ο πόνος συνέχεια δυνάμωνε. 
Η γυναίκα του στεκόταν δίπλα του ξαφνιασμένη και λίγο τρομαγμένη., τον κοιτούσε στα μάτια που τώρα είχαν γίνει πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν απ’ την αγωνία, όπως το φεγγάρι απ’ τα σύννεφα.
Το έβλεπε στο συγκλονισμένο πρόσωπο του να μεγαλώνει η απελπισία του και αναζητούσε κι αυτή απαντήσεις. Αυτός με μάτια θολά λες κ’ έβλεπε έναν απαίσιο εφιάλτη, με φωνή βραχνή και αφύσικη της εξήγησε όσο πιο σύντομα τα γεγονότα που του μετέφερε ο μικρότερος αδελφός του.
Όταν της ανήγγειλε την είδηση, εκείνη ανασήκωσε τα χέρια της και τράβηξε πίσω τα μαλλιά της σα να ήθελε να σπρώξει μακριά την εικόνα που περνούσε απ’ τα μάτια της. 
Κρατήθηκε από το μπράτσο του ... 
«Πότε συνέβη το μοιραίο; Πώς έτσι ξαφνικά;» Τα χέρια της τον χάιδεψαν με τρυφερότητα στους ωμούς, έσκυψε και έγειρε στο στήθος του για να μη φανεί και το δικό της μέγεθος της θλίψης.
Βαθιά επηρεασμένη από την απρόσμενη είδηση που τους άφησε άναυδους, προσπάθησε να του δώσει κουράγιο και δυνάμεις. Να τον παρηγορήσει. Οι αναστεναγμοί της αντηχούσαν όμοια με το θρόισμα των φύλλων στους πανύψηλους ευκαλύπτους στο απέναντι πεζοδρόμιο του σπιτιού τους καθώς τα κουνούσε ο αγέρας, πασχίζοντας ταυτόχρονα να κρύψει τη δική της βαθιά θλίψη και συγκίνηση, να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε εκεί ακίνητος, αναποφάσιστος λες και ήταν χωμένος στο βούρκο και βυθιζόταν αργά-αργά δίχως να μπορεί να κάνει κάτι για να ξεφύγει. Ο βούρκος έφτανε ήδη μέχρι το λαιμό του, τόνε ρουφάει, βουλιάζει-βουλιάζει, σε μια σιωπηλή καταβόθρα...
Η γυναίκα του τον γράπωσε από τον αγκώνα, τον ταρακούνησε νοιώθοντας την αδήριτη ανάγκη του να πάρει καθαρό αέρα. Ένα αίσθημα ανακούφισης διαπέρασε τις φλέβες του. Μπορούσε ν’ αναπνεύσει ελευθέρα. Τη φίλησε για να την καθησυχάσει.
«Νομίζω ότι σας πέφτει το βάρος να φύγετε και να πάτε να τον φέρεται.» Του είπε κοιτάζοντας τον μες στα μάτια. «Ναι πρέπει να φύγω.» Της λέει, καθώς τον έπνιγε ένα καινούριο κύμα θλίψης, βίωσε την αίσθηση του αναπόφευκτου. Μουδιασμένος, καθώς κατευθυνόταν προς το τηλέφωνο να κλείσει μια πτήση για τη Ρόδο την επομένη το ένιωθε ότι ένα μέρος του εαυτού του είχε χαθεί..
Η γυναίκα του τώρα, είναι αυτή που είχε χάσει το θάρρος της και συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια λες και την είχε πιάσει πυρετός. Ή θρησκευτική πίστη ήταν βαθιά ριζωμένη στην ψυχή της και η μεταφυσική ελπίδα την οδηγεί στη ζωή της πιστεύοντας πάντα σ’ αυτό που συνήθιζε να λέει.
«Όλα είναι γραφτό να γίνουν έτσι!» 
Συγκράτησε όμως το παραλήρημα της ψυχής της. 
«Ο Θεός ας τον δεχθεί στην αγκαλιά του. Ήταν θέλημα του.» Πρόφερε για κατευόδιο….
Αυτός δεν ήθελε ακόμη να πιστέψει αυτό που συνέβηκε να το παραδεχτεί και να το συνειδητοποιήσει μέσα του. Δεν.....δεν...δεν....  Στέκονταν όρθιος κοιτάζοντας πέρα τις βουνοπλαγιές θαρρείς και περίμενε κάποιον να ρθει. Ζωντανή η χαμογελαστή μορφή του φαίνεται να αιωρείται μπροστά στα μάτια του. Σαν να τη βλέπει τώρα την ψηλόλιγνη κορμοστασιά του κάτω από το λαμπερό Ήλιο του δειλινού όρθια, σα να ήθελε να αναμετρηθεί με τον ίσκιο του ή με κάτι πιο δυνατό απ’ αυτόν. Θα μπορούσε να τον ζωγραφίσει με το γλυκό χαμόγελο του και με το βλέμμα του χαμένο πέρα μακριά.
Η καρδιά φτερούγισε, χτυπάει «τρελά», χωρίς ρυθμό, και ζάλη στο κεφάλι όταν κατάλαβε ότι η πραγματικότητα έλιωσε τις ελπίδες του, αφήνοντας τον στον πόνο.
Γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά; Και δεν άφησε πίσω του ούτε ένα αντίο;
Γύρω του τόση ησυχία επικρατούσε. Ακουγόταν ακόμη και το πέταγμα της μύγας.
Οι μεγαλύτερες τραγωδίες έρχονται χωρίς να τις  έχουμε σκεφτεί και μας δαγκώνουν όπως οι δαγκάνες του σκορπιού. «Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μου αδελφέ, γλυκό μας ...(Τζινάκι).. Θα μας λείψεις πάρα πολύ αγαπημένε μου αδελφέ, θα μας λείψεις ...  Πως να σου πω το τελευταίο αντίο; πως;.» 
Η γλώσσα μπερδεύτηκε και οι  λέξεις σχηματίστηκαν στα χείλη του χωρίς να ειπωθούν.Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν το πως νιώθει....
"Όργωνε ο Χάρος, όργωνε. Τον κάματο δεν παύει
μέρα και νύχτ' ακοίμητο τ' αλέτρι του δουλεύει.
Eσυνεπήρε το βλαστό, τον έγειρε στο χώμα
και δίχως σάλαγο, βουβός, περνά και διβολίζει."
Με πόνο ψυχής συλλογίστηκε πως η ζωή που έζησε  ο αδελφός του είχε αφήσει τα σημάδια της. Η τραγική κατάληξη του αδελφού του και η αυλαία του αποχαιρετισμού της ζωής του, ίσως τελικά και να ‘ταν ταιριαστή με το πάθος και τις κρυφές καθημερινές αλήθειες που έζησε στην σύντομη ζωή του. Τον αδελφό του ο χρόνος και η μοίρα τον είχαν αλλάξει, και ταυτόχρονα ο ίδιος ο χρόνος του ακύρωσε και τα όνειρα για το μέλλον.
Ο δεύτερος αδελφός του το μικρό τρομαγμένο αγόρι στη λέμβο της αναχώρησης εκεί στην προβλήτα της Μονεμβασιάς, εξελίχθηκε σ’ ένα ξεχωριστό παιδί, ένα παιδί με πολλά ταλέντα, ένα νέο και πολύ όμορφο αγόρι που σκεφτόταν ότι «καλά προχωρά η ζωή».
Τον θυμάται στην εφηβεία του να συντελείτε η σωματική μεταμόρφωση του. Μέχρι τότε ένα μέτριου ύψους παιδί ψήλωσε απότομα στα δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρόνια του, κι ακόμα συνέχισε να ψηλώνει, σαν κάποιο χέρι μαγικό να έπλασε το κορμί του. Ψήλωσε αρκετά, απέκτησε φυσική ομορφιά, και από έφηβος έδειχνε μεγάλη αυτοκυριαρχία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του.Το πρόσωπό του είχε στιβαρή χάρη και το βλέμμα του ήταν χαϊδευτικό, ήμερο, αντίφεγγε με μελί φωτεινές αναλαμπές. Ένας όμορφος έφηβος με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Αγαπούσε τον αθλητισμό και τη βυζαντινή μουσική. Γυμνασμένος και πολύ καλός αθλητής. Μαύρη ζώνη στο καράτε, φοβερός στο ποδόσφαιρο.
Δεν ήταν βέβαια καμία πολύ ιδιαίτερη μεγαλοφυΐα αλλά, ήταν καλός σε όλα, είχε κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν από τους τρεις, έξυπνος, όμορφος, γεννημένος αθλητής. Ήταν ότι μπορεί να ονειρευτεί ένας γονιός. Η περιπετειώδης ιδιοσυγκρασία του εκδηλώνεται ήδη απ' την εφηβική του ηλικία, όπως και το πρώιμο ξεχωριστό ταλέντο του. Και τα δυο θα τον ακολουθήσουν δια βίου.
Είχε όμως ένα ελάττωμα… Ήταν ταυτόχρονα, τρομακτικά απείθαρχος, για τις απαιτήσεις που απαιτούνται για μια επιτυχή καριέρα. Δεν είχε την ικανότητα να χαλιναγωγεί τον εαυτό του, δεν είχε την απαιτούμενη ισορροπία αποφάσεων, και το εφήμερο συναίσθημα επικρατούσε πάντα του ρεαλισμού στις αποφάσεις της ζωής του.
Πολλές φόρες την προσπάθεια των αδελφών του να δει τα γεγονότα με την συνήθη λογική την αντιμετώπιζε σχεδόν αδιάφορα. Απλώς αναρωτιόταν γιατί ανησυχούσαν όλοι τους χωρίς λόγο, και αφηνόταν να παρασυρθεί από το συναίσθημα της εφήμερης ικανοποίησης.
Ήταν ταλέντο, το οποίο αν πίστευε λίγο παραπάνω ο ίδιος, στον εαυτό του, ίσως να τον βλέπαμε σε πολλά πρωτοσέλιδα του αθλητικού τύπου. Αλλά η ζωή δεν καθορίζεται με ίσως και μπορεί αλλά από τις πράξεις και τις αποφάσεις.
Τα πρώτα χρόνια στην Λαμία ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή για τα οικονομικά της οικογένειας. Ο Μπάμπης με παιδικό θάρρος και ευρηματικότητα συγχρόνως με την σχολική και την αθλητική απασχόληση εργαζόταν παράλληλα στους νυχτερινούς κινηματογράφους της πόλης και είχε μια αξιόλογη οικονομική συνεισφορά στην οικογένεια. Οι σχολικές του επιδόσεις στα μαθήματα ήταν σχετικά μέτριες διότι ελάχιστα τον απασχολούσαν πέρα από τα αθλητικά και τα καλλιτεχνικά μαθήματα. Η ιδιαίτερα αξιόλογη σχολική ικανότητα του ήταν η ζωγραφική. Τέλειωσε το λύκειο απλώς γιατί έπρεπε να το τελειώσει. Μπορεί να ‘ταν ένα χαρισματικό παιδί, αλλά οδήγησε την ζωή του χωρίς πηδάλιο, ανήσυχος, χωρίς πληρότητα, τελικά βούλιαξε στο βάλτο της καθημερινότητας, με τα σπουδαία του χαρίσματα χαμένα. Από την εφηβική του ηλικία η περιπέτεια ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή του. Η καριέρα του στο ποδόσφαιρο πρόωρα έσβησε! Από την εφηβεία του, για ένα καπρίτσιο και μια προσωπική κόντρα με τον προπονητή του. Το πλούσιο ποδοσφαιρικό ταλέντο με το οποίο τον προίκισε η φύση, ποτέ δεν αναδείχτηκε. 
Είχε πάρει το όνομα του αδικοχαμένου θείου του Λάμπρου, αδελφού της μητέρας τους που σκοτώθηκε σε ενέδρα στον εμφύλιο πάνω στον ανθό της ηλικίας του.
Η καταγωγή της μητέρας τους ήταν πέρα από τα ορεινά χωριά του Ζάρακα που είναι κουρνιασμένα ανάμεσα στα νοτιοανατολικά κορφοβούνια του ορεινού όγκου του Πάρνωνα.
Με την άφιξη της οικογένειας στη Λαμία ο Λάμπης έγινε Μπάμπης καθώς συνηθίζεται στη ρουμελιώτικη καθημερινή διάλεκτο. Ταυτόχρονα ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια του είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Ένα πορτραίτο νεαρού άνδρα, με στιβαρό και ταυτόχρονα ήρεμο δυναμισμό. Η ιστορία του έδειξε ότι ούτως ή άλλως εντυπωσιακή παρουσία του σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητη και όπου σύχναζε πολύ εύκολα οι γυναίκες βρίσκανε στην αγκαλιά του όλες τους τις καλοκαιριάτικες ερωτικές επιθυμίες. Και σίγουρα ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν είχε δώσει πολλές αφορμές για μόνιμες δεσμεύσεις. Έμεινε μοναχικός και λεύτερος να χαρεί τη ζωή του σύμφωνα με τις ιδεολογικές του θεωρήσεις. Δεν είχε μάθει να θέτει ρεαλιστικούς στόχους, ποτέ του δεν έκανε σοβαρή προσπάθεια να καρποφορήσει ολοκληρωτικά μια σχέση του. Ίσως να μην καταλάβαινε την επιθυμία να αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί με αφοσίωση, επειδή πιθανόν να μην αισθάνθηκε κάτι παρόμοιο......
Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Είχε όλα τα φυσικά και πνευματικά προσόντα να κάνει αξιοζήλευτη καριέρα στους θεατρικούς χώρους. Ήταν υπέροχος αφηγητής, τ' αδέλφια του κρέμονταν απ' τα χείλη του στις ατέλειωτες αφηγήσεις του. Δυστυχώς δεν θέλησε ν’ ασχοληθεί. Πολλοί το πίστευαν ότι ίσως αυτός ο χώρος να ‘ταν η ευκαιρία που θα κτυπούσε την πόρτα του, θα ‘ταν ο τόπος που θα του άνοιγε το δρόμο να φτάσει στο υπήνεμο λιμάνι της ταραχώδους ζωής του.
Στο στρατό υπηρέτησε σε ειδική μονάδα Μοίρας Καταδρομών.....  Η ειδική αυτή μονάδα επανδρωνόταν με εθελοντές. Η επιλογή και η εκπαίδευση όχι απλώς δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από αντίστοιχες μονάδες ανορθόδοξου πολέμου και καταστροφών αλλά ήταν ακόμα πιο σκληρή και δύσκολη. Μάθαιναν τεχνικές επιβίωσης και τα πράγματα ήταν τόσο δύσκολα που μόνο ένα μικρό ποσοστό τελείωνε την εκπαίδευση του. Και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του. Ίσως ήθελε να αποδείξει κάτι στον εαυτό του. Ενώ είναι ικανότατος εκπαιδευόμενος ταυτόχρονα είναι απείθαρχος, δεν υπακούει συνήθως σε εντολές, δεν ευθυγραμμίζεται με τους κανόνες, για τους λοχίες και τους λοχαγούς του ήταν μια σκέτη καταστροφή. Σε κάποια χειμερινή άσκηση στο Στρυμόνα ποταμό βιαιοπράγησε με τον έχοντα το πρόσταγμα μες στο ποτάμι και για λίγο έλειψε να τον πνίξει. Βλέποντας οι εκπαιδευτές του τον ατίθασο χαρακτήρα του θεώρησαν ότι είναι καλύτερα να του δώσουν φύλλο πορείας για άλλη μονάδα με λιγότερες απαιτήσεις. Τον προγραμμάτισαν μετάθεση για την Ρόδο. Ένας ταγματάρχης επικεφαλής της μονάδος τον θεωρούσε αφρόκρεμα της Μοίρας και όχι απαραίτητα κακό στρατιώτη. Αδυνατούσε να συναινέσει να υποβιβάσουν έναν από τους καλύτερους ορεσίβιους καταδρομείς που συνάντησε στην καριέρα του σε χωροφύλακα στη Ρόδο. Τελικά κατέληξε ανενεργός καταδρομέας στην σχολή πολέμου στη Ρεγγίνα Θεσσαλονίκης.. Ακόμη και εκεί στη Ρεγγίνα η σχέση του με τον στρατό ήταν πολυτάραχη..
Κόρη από «Σόι»! Θεσσαλονικιά! Με την μανά της αντάμα ροβόλησαν Αθήνα. 
Το χέρι της κυρά Γιαννούλας  φιλούσαν. Μήπως και τον καταφέρει! Το ναι να πει...
Έλα όμως που οι Σλαύες και οι Κροάτησες με τα φιλήδονα χείλη και τις προκλητικές καμπύλες τον σαγηνεύουν την εποχή εκείνη. Δεν του αφήνουν χώρο για ήρεμες και σταθερές σχέσεις.
Η μετέπειτα επαγγελματική ζωή του πολυτάραχη και ασταθής. Ασχολήθηκε με μια πληθώρα από επαγγέλματα. Από δουλειές του ποδαριού μέχρι επιτυχημένες επιχειρήσεις.
Με το πέρασμα του χρόνου βυθιζόταν σε μια περιπετειώδη προσωπική αναζήτηση, χωρίς πρόγραμμα και σταθερότητα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια συνεχή τυχοδιωκτική περιπέτεια που τη ζούσε μ’ έντονο και εφήμερο πάθος.
Ήταν μια εποχή που τον θυμάται να έχει αποκτήσει γνωριμίες με στρατολόγο της λεγεώνας ενόπλων μισθοφόρων που προμήθευε απόστρατους των ειδικών δυνάμεων σε χώρες του τρίτου κόσμου. Με πολύ κόπο και πειθώ ο αδελφός του τον απέτρεψε να καταταγεί σε ιδιωτικό μισθοφορικό στρατό με έδρα το Εμιράτο του Ομάν στο Περσικό κόλπο και να τον συμβουλεύει να μην αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο στις επιθυμίες του, στα συναισθήματα, τις ορμές και τις διαθέσεις του αλλά να ελέγχει τον εαυτό του.
Η βασική του διαμονή τα τελευταία χρόνια ήταν το νησί της Ρόδου.... Του ήταν της μοίρας γραφτό τελικά να πάει στη Ρόδο. Μα πολλούς χειμώνες συνήθως τον βρίσκανε σε συχνά ταξίδια ενίοτε στις Σκανδιναβικές χώρες ενίοτε στην Ιρλανδία, ακόμη και στη Γαλλία και την Ολλανδία.
Τα σύντομα ταξίδια που έκανε στο εξωτερικό οφείλονταν στο γεγονός ότι πολλοί αρκετοί ξένοι τουρίστες, γυναίκες και άντρες, τον είχαν ερωτευθεί, οπότε εκτός από το κρεβάτι και τον έπαιρναν και στα ταξίδια τους. Η ανήσυχη φύση του από την εφηβεία ακόμη αναζητά να γευτεί πάμπολλες εμπειρίες, τις άγνωστες σ’ αυτόν πλευρές του κόσμου μας. Φύσει ανήσυχο και τολμηρό πνεύμα, η ζωή του ήταν μια περιπέτεια, μια αναζήτηση, μια Οδύσσεια.
Ο καιρός περνούσε και ο αδελφός του συνέχισε να περιπλανιέται. Κάθε τόσο άλλαζε πόλη και δουλειά. Στα ταξίδια του είδε ένα μεγάλο κομμάτι της Ελλάδας και της Ευρώπης χωρίς ουσιαστικά να το προσέξει. Γνώρισε πολλούς ανθρώπους, έκανε με μεγάλη ευκολία παντού φιλίες, οι γυναίκες τον έβρισκαν ακαταμάχητο τις τραβούσε σαν μαγνήτης.
Πάντα του ήταν ικανός να κάνει ενέργειες ανεπιτήδευτες, ανεξιχνίαστες, απρόβλεπτες. Δεν έμενε πολύ σε κάθε δουλειά. Γρήγορα έχανε το ενδιαφέρον του και ξεκινούσε χωρίς πρόγραμμα για καινούργιους τόπους. Ήταν στην πραγματικότητα η καραμπινάτη περίπτωση ενός εξευγενισμένου αληθινού νομά που δεν νοιαζόταν να έχει αστικούς καθωσπρεπισμούς, στη σύγχρονη εποχή, που είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι σαν να ωθούσε τις ενέργειες του μια αθέατη φυσική δύναμη.
Περνώντας τα πρώτα χρόνια της νιότης ίσως και να είχε στιγμές που κάνοντας ενδοσκόπηση να αισθάνθηκε ότι περπατούσε λάθος μονοπάτι στη ζωή του. Πολλές φορές, σε ώρες περισυλλογής, ίσως και να σκεπτόταν με μια αδιόρατη πίκρα ότι ήταν πολύ αργά για να αλλάξει μονοπάτι. Μια τέτοια κατάσταση συνεχούς νεότητας που επιζητούσε να του ήταν βαρύ, και έρχεται η στιγμή που υπάρχει το τίμημα και η συντριβή. Όλα τη στιγμή αυτή έχασαν την ομορφιά τους εξαφανίστηκαν.
Τον αδελφό του τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος για τη ζωή. Και η ίδια η ζωή τον έδιωξε από την αγκαλιά της. Δε χρειάστηκε και πολύς κόπος για να αναποδογυρίσει το σκάφος παρασύροντας στο βυθό ότι υπήρχε πάνω του.
Ο σοφός παππούς τους έλεγε.
«Ο καλύτερος τρόπος για να προβλέψεις το μέλλον, είναι να το δημιουργήσεις εσύ ο ίδιος.»
Όταν τον βάλανε κάτω απ' τη γη ήταν μονάχα σαράντα τριών ετών.
Χάθηκε έτσι ξαφνικά. Ποιος θα το 'λεγε. Σαράντα τρία χρόνια ανέμελης ζωής που ξαφνικά ένα ύπουλο τσίμπημα στην καρδιά τον σκόρπισε για πάντα.
Λάκισε απ' τούτη τη ζωή χωρίς να τους πει ούτε ένα αντίο.....

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

O Anemos Tis Mnimis... Thimisses Paidikes

"Μαζεύω τις θύμησες, τις παιδικές μου, απ’ τον οικισμό το μικρό, εκεί στα περίχωρα της Μονεμβασιάς. Σκαλίζω την μνήμη να βγάλει μέχρι και την tis τελευταία σταγόνα της θύμησης. Τις αποθέτω στο λευκό χαρτί εμπρός μου να ξαναφυτρώσουν."

Παρυφές της Πάρνηθας, χειμώνας του 2013.
Καθώς οι δαιμονισμένες σπιλιάδες που κατέβαιναν με απίστευτη ταχύτητα μέσα από τις χαράδρες της Πάρνηθας, παρέσερναν τα πάντα στο πέρασμά τους, ξύριζαν το οροπέδιο της πόλης παρασύροντας τα σύννεφα που κάλυπταν εναλλάξ το κόκκινο τ’ ουρανού με κηλίδες κατράμι, κι ο ήλιος που έγερνε πίσω τους πήρε να χάνεται, βουλιάζοντας προς το τα δυτικά του Θριάσιου πεδίου ενώ ο εκκωφαντικός θόρυβος του αέρα δημιουργούσε μια τρομακτική ατμόσφαιρα  στην σκοτεινιασμένη ήμερα.  Την ώρα τούτη βούλιαζε κι εκείνος στις αναμνήσεις του με το βλέμμα στραμμένο στα μολυβένια σύννεφα του ουρανού, που έρχονταν από άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, από άλλο χρόνο, ίσκιοι αλαργινοί. Την ώρα τούτη με τα φτερά της φαντασίας του κατάφερε να περιπλανηθεί μακριά σ’ εκείνη την ιδιαίτερη γωνιά της γενέτειρας γης, και η φαντασία τον παρασύρει σε ένα ατέρμονο ταξίδι του χθες. Εκείνη τη στιγμή έμπαινε στο λαβύρινθο της μνήμης. ........ 
Το τοπίο και η ζωή των ανθρώπων του χθες απλώνονται ολοζώντανα μπροστά του. Όλα ήταν στις αναμνήσεις του όπως τα θυμόταν από παλιά. Το μικρό χωριό πλαγιασμένο νωχελικά στο λιόφωτο χορταριασμένης πλαγιάς, με μυρωδάτη χλόη και πολύχρωμα λουλούδια. Μπορούσε να ακούσει τον αδιάκοπο ψίθυρο των δέντρων από το μικρό αλσύλλιο με τις χαρουπιές στα βορινά του οικισμού όταν λικνίζονταν στη πρωινή αύρα. Αγνάντεψε πέρα δυτικά προς το βουνό του Κούνου που ορθωνόταν μεγαλοπρεπές από την ακτή, με τις χαμηλότερες πλαγιές του πράσινες από τα κυματιστά δέντρα και με τη γυμνή του κορφή ν’ αγγίζει τα σύννεφα.
Σήμερα σαν πολίτης τρίτης ηλικίας που ζει και κινείται μέσα στην κοινωνική και οικονομική κρίση του αστικού ιστού είχε αβίαστα βγάλει το συμπέρασμα ότι άμα είσαι φτωχός στην πόλη δεν θα περάσεις καλά. Υπήρχαν όμως εποχές που σε κάποια μέρη ένας φτωχός μπορούσε να ζήσει λιτά, ευτυχισμένα και με αξιοπρέπεια. Ήταν η περίοδος της παιδικής του ηλικίας που οι φτωχοί χωρικοί, εξασφάλιζαν τα προς το ζην με τη λιγοστή γεωργική τους ασχολία και συμπλήρωναν τον επιούσιο με το κυνήγι.
Μπουμπουτσέλια: 1957
.......Το φθινόπωρο τη χρονιά εκείνη ήταν σαν ένα μακρύ καλοκαίρι. Έτσι κύλησαν οι πρώτοι μήνες του φθινοπώρου, που μόνο φθινόπωρο δεν ήταν. Με θερμοκρασίες υψηλές για την εποχή, ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβρης έδιναν την εντύπωση ενός παρατεταμένου Αυγούστου. Ο Νοέμβριος όμως φαίνεται εισάκουσε τις ευχές των κατοίκων του μικρού οικισμού. Οι βροχές τον μήνα αυτό ήταν θείο δώρο για όλα τα πλάσματα, μα περισσότερο για τους γεωργούς και κτηνοτρόφους που τις περιμένουν με μεγάλη ανυπομονησία. Η συλλογή του ελαιοκάρπου άρχισε και το πρώτο αγουρέλαιο, άρχισε ήδη να γεμίζει τα πήλινα σταμνιά τους... Η παραγωγή λαδιού και βρώσιμης ελιάς αναμένετο ικανοποιητική αν και η έλλειψη βροχοπτώσεων θα έχει τις επιπτώσεις της.
Οι μέρες κυλούσαν, ταξίδευαν και ο χειμώνας ξεκίνησε βαρύς, φορτωμένος κακοκαιρίες. Μέρες τώρα κατέφθαναν από τα βόρεια, παρακινημένα από το ένστικτο, τα αποδημητικά πουλιά προσδοκώντας να βρουν ένα πιο φιλόξενο περιβάλλον, μα βρέθηκαν σε αντίξοες συνθήκες. Τσίχλες και κοκκινολαίμηδες, αφού τρύγησαν και την τελευταία ρόγα των αμπελιών, ρίχτηκαν στους λόγγους με τις κουμαριές και τα βάτα. Ευτυχώς κουμαριές, σκίνα, μυρτιές και αγριελιές είναι κατάφορτες, και οι τελευταίες βροχές είχαν μαλακώσει τους καρπούς τους. Το έδαφος στις πλαγιές ξηρό, ακατάλληλο για παραγωγή σκουληκιών, που αποτελούν την κύρια τροφή της τσίχλας και της μπεκάτσας. Οι σκιερές όχθες της ρεματιάς αποτελούν ίσως το μοναδικό κατάλληλο βιότοπο των ταλαιπωρημένων αυτών πουλιών. Τα μηνύματα πάντως που λαμβάνει ο πατέρας του είναι πως φέτος θα είναι μια πλούσια χρονιά σε τσίχλες και μπεκάτσες προς τέρψη των κυνηγών και κυρίως για τις παγίδες τους, που ήδη ετοιμάζουν τα καλάθια τους.
Ήταν αργά τ' απόγευμα. Ο ουρανός μπορεί να ήταν γεμάτος από κακούς οιωνούς, η ατμόσφαιρα μπορεί να παλλόταν από τα άσχημα καιρικά φαινόμενα ο πατέρας του όμως δουλεύοντας πυρετωδώς συνέχιζε να νοιάζεται για να στήσει τις παγίδες του με πλήρη αδιαφορία για τις καιρικές αλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους. Η ρεματιά που ξεκινά από τους δυτικούς λόφους του οικισμού διασχίζει τη μικρή λιμνούλα με το μεγάλο πλάτανο κατηφορίζει μέχρι το λίμνασμα στους καλαμιώνες ενός ξεροπόταμου που αγκαλιάζει τη χέρσα γη, και από εκεί συνεχίζει νοτιοανατολικά σε μυχό του Μυρτώου πελάγους. Από το μεγάλο πλάτανο μέχρι τους καλαμιώνες είναι μια απόσταση λίγες εκατοντάδες μέτρα. Θυμάται τον πατέρα του τους χειμώνες να θεωρεί το σύνορο αυτό τόπο ιερό για την διατροφή της φαμίλιας του. Εκεί έστηνε τις αγαπημένες του παγίδες για τα πουλιά. Εάν κάποιος συγχωριανός του καταπατούσε την περιοχή του, αγανακτούσε σαν τον ηγούμενο, που βλέπει να παραβιάζουν το κατώφλι του μοναστηριού του.
Πολλοί κυνηγοί της εποχής εκείνης χρησιμοποιούσαν τεχνικές παγίδευσης με δίχτυα και θηλιές που σήμερα δεν επιτρέπονται πλέον. Ο πατέρας του της παγωμένες νύκτες του Δεκέμβρη έπιανε μπεκάτσες με θηλιές που κατασκεύαζε από αλογότριχες, ώστε την επαύριον με τη λεία του να εξασφαλίζει περισσότερη τροφή στο φτωχικό τραπέζι της φαμίλιας. Το κυνήγι της μπεκάτσας και της τσίχλας με παγίδες το χειμώνα αποτελούσε ανταμοιβή του σκληρού καθημερινού μόχθου. Το κρέας τους, το πάστωναν σε κιούπια με λάδι, συνεχίζοντας να θυμίζουν τον τρόπο που κάποτε συντηρούνταν από το κυνήγι όλες οι οικογένειες ενός τόπου σκληρού, φτωχού και άγονου.
"Σήμερα η επέκταση των αστικών περιοχών, η κατασκευή μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, οι προσχώσεις ελών και κοιλάδων, η παράχωση καλαμιώνων, η ισοπέδωση των λόφων και η αποψίλωση των δασών, και κάθε είδους άγριας βλάστησης, η καταστροφή βιοτόπων από τις επεκτάσεις οικιστικής και γεωργικής γης στερούν από τη πανίδα το φυσικό περιβάλλον που χρειάζονται."
Από νωρίς τις απογευματινές ώρες ανά διαστήματα έβρεχε, και η βροχή όσο έπεφτε, αυτός στεκόταν κάτω από τον πελώριο πλάτανο που ορθωνόταν επιβλητικά πλάι στην ανατολική πλευρά της λασπιασμένης όχθης της ρεματιάς. Μια φωτεινή λάμψη - ένα μεγάλο φωτεινό σκίσιμο με εκτυφλωτική λαμπρότητα, φάνηκε στον ουρανό, τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να ανοιγοκλείσει τα μάτια του, και μετά ένα πολύ δυνατό μπουμπουνητό.  Θυμήθηκε το δάσκαλο στο σχολειό που τους δίδασκε ότι ο κεραυνός μπορεί να κτυπήσει πάνω στο δέντρο που βρίσκεσαι και να σε σκοτώσει. Ο τόπος γύρω του είχε δέντρα. Πολλά δέντρα. Άραγε να υπήρχε κίνδυνος γι’ αυτόν, τώρα με τα πολλά δέντρα γύρω του «αναρωτήθηκε».
Δεν ήξερε.
Θα βοηθούσε σε τίποτα αν δεν ακουμπούσε πάνω στο δέντρο;
Ούτε αυτό το γνώριζε αλλά από ένστικτο απομακρύνθηκε δυο βήματα μακριά από τον κορμό του τεράστιου πλάτανου.
Οι Δίδυμοι βράχοι.
Περίμενε καρτερικά τον πατέρα του να γυρίσει εκεί που ήταν το σημείο αντάμωσης, στο ξέφωτο της ρεματιάς, καθώς το τελευταίο φως της ημέρας έσβησε γύρω του. Άστραφτε ακόμη πέρα στον ορίζοντα κι η βροχή ακουγόταν σαν χαμηλό μουρμουρητό, καθώς η ώρα περνούσε βασανιστικά και ο πατέρας του αργούσε να δώσει σημεία ζωής. Και ψηλά, από την πνοή ανέμου που φυσά, τα γκρίζα σύννεφα, μ' ένα δυνατό θρόισμα τρέχουν ορμητικά προς την ανατολή, με μια κίνηση βουερή και σπασμωδική, ίδιος καταρράχτης πάνω από το μουντό τοίχο του ορίζοντα. Και στις όχθες της ρεματιάς δεν υπάρχει ούτε ησυχία ούτε σιωπή. Εν' απροσδιόριστο ψιθύρισμα βγαίνει από μέσα από τους θάμνους που αναταράζονται αδιάκοπα, και από τα δέντρα με τις ψηλές κορφές, σα να κυλούν υποχθόνια νερά. Και ξαφνικά, το φεγγάρι ανέτειλε μες από την ανάρια και χλωμή καταχνιά, και το χρώμα του ήτανε κατακόκκινο. Τα μάτια του έπεσαν πέρα στους πελώριους δίδυμους γκρίζους βράχους που δέσποζαν στην κορυφή της απέναντι ανηφορικής πλευρά του λόφου, και που τους φώτιζε το φως του φεγγαριού. Κι οι βράχοι ήταν γκρίζοι και ψηλοί, που ο άνεμος και η βροχή έχουν σμιλέψει την ασβεστολιθική τους επιφάνεια δίνοντας τους μια μεγαλοπρεπή, απέριττη, ομορφιά.
Η ομορφιά του έμοιαζε περισσότερο με αριστούργημα της τέχνης παρά με δημιούργημα της φύσης.
Οι βράχοι, φαντασμαγορικοί, ορθώνονταν στην άγονη απογυμνωμένη πλαγιά χιλιάδες χρόνια. Οι απρόσιτες και απόκρημνες κορφές τους αποτελούν ιδανικό καταφύγιο για μερικά ζευγάρια κιρκινέζια.  Ένα άγριο και επιβλητικό τοπίο, που γίνεται όμως απρόσιτο και πολύ επικίνδυνο όταν λυσσομανά η τραμουντάνα.
Για τα παιδιά του οικισμού, ήταν οικείοι, έχοντας ακούσει τόσες και τόσες παράξενες ιστορίες για την ύπαρξη τους. Την άνοιξη γινόταν ο τόπος εξόρμησης για τα παιδικές τους εξερευνήσεις. Στον ίσκιο των βράχων απολαμβάνοντας τις μυρωδιές του βρεγμένου χώματος, και την μεθυστική ευωδιά των κυκλάμινων που στόλιζαν τον λόφο, οραματίζονταν από κοινού το μέλλον τους, μοιράζονταν τα όνειρα τους.
Σκαρφάλωναν στους βράχους πολλές φορές με παιδική ανεμελιά που έθετε σε κίνδυνο τη ζωής τους, για να αγναντέψουν τον μακρινό ορίζοντα εκεί που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό, και με τα φτερά τ’ ονείρου αναζητούσαν τόπους μακρινούς φαντασμαγορικούς, πέρ’ από τα στενά σύνορα του φτωχικού οικισμού τους, πέρ’ από τη θάλασσα.
Απόψε το θέαμα των βράχων με τον ήλιο να έχει χαθεί πίσω τους, τυλιγμένους στην ομίχλη κάτω από το φως της γεμάτης σελήνης τον συνεπήρε, το τοπίο γίνεται μαγευτικό, λησμόνησε για μια στιγμή τον πάτερα του. Μόνο για μια στιγμή. Απομονωμένες σκέψεις πέρναγαν από το νου του. Ένιωσε ένα αδύναμο ρίγος στο κορμί του, προσπαθώντας να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που δεν πήγαινε καλά με τον πατέρα του, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Ο χρόνος επιστροφής του από το συνηθισμένο στήσιμο στις παγίδες διαρκούσε αφύσικα πολύ.
Ανακάθισε κι έψαξε εναγωνίως με το βλέμμα την ρεματιά, γυρεύοντας ένα σημάδι που θα του έδινε απαντήσεις. Αγνάντευε μέσα απ’ το διάσελο αλλά δεν υπήρχε καμία κίνηση γύρω του. Έβαζε πολλά με το νου του, τρόμαζε στην ιδέα μήπως είχε κάτι κακό συμβεί, μαύρες σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό του, η καρδιά του φτερούγιζε, το σώμα του τσίτωνε, γύριζε πέρα δώθε, δεν μπορούσε άλλο να περιμένει, η νύκτα άρχισε ν’ απλώνει το μαύρο της πέπλο της ολόγυρα.
Φόβοι τον κυριεύουν ακατανίκητοι, νοιώθει σαν τρομαγμένο σπουργίτι. Το θρόισμα στις φυλλωσιές των δέντρων, το ημίφως του φεγγαριού, απελευθερώνει και εξάπτει τη φαντασία του. Σαν να είδε αγνάντια του τα αερικά και τα δαιμόνια του έξω κόσμου να διαβαίνουν άυλες σκιές, όλο αυτό το μυστηριώδες πλήθος που δίνει ζωή στους λόφους και στις κοιλάδες να κυκλοφορούν γύρω του, μορφές αλλόκοτες, αέρινες ανατριχίλες, ένα στοιχειό να πηδά εδώ κι εκεί κάτω από τους βράχους και να τρέχουν πίσω του αερικά, νεράιδες, και περιπλανώμενα εξωτικά. Πνεύματα λευκά που πετούσαν στον αέρα και μεταμορφώνονταν σε μαύρα συννεφάκια εμπρός από το φεγγάρι. Μα μπορεί να ‘ναι και ψευδαίσθηση που τη δημιουργεί η ανταύγεια του φυσικού τοπίου σκέφτηκε στο φως του φεγγαριού. Η νύχτα είχε προχωρήσει και οι βράχοι ξεχώριζαν μόνο από το φως του φεγγαριού όταν δεν είναι εντελώς κρυμμένο από τα σύννεφα. 
Καμιά ζωή ολόγυρα. Πλήρης ερημιά. Ξεσπάει τρομαχτικό μπουμπουνητό, πέφτει πυκνό σκοτάδι, αλλάζει ο τόπος.
Μες στις αστραπές και τις βροντές ξεκρίνει καθαρά τους δίδυμους βράχους, και τα κάθετα βράχια του έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους. Τους κοίταζε με βλέμμα προσηλωμένο σαν να μην μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν βράχοι η πύργοι που κρύβονταν δράκοι. Φυσάει ο άνεμος και τα δένδρα της ρεματιάς τρέμουν και ψιθυρίζουν θορύβους όλο μυστήριο που έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από την ίδια τη γη σαν φίδι που ζει και σέρνεται πάνω στην λασπώδη άμμο και χαλικώδη βυθό της ρεματιάς.
Μέσα στο κλίμα της παρατεταμένης προσοχής, ο παραμικρός θόρυβος γιγαντώνεται, το τρίξιμο στα κλαδιά του πλάτανου του προκαλεί ταραχή ίση µε το χτύπημα κεραυνού και κάθε λεπτό της ώρας περνάει µε ταχύτητα σαλιγκαριού.
Νιώθει αιχμάλωτος της αναμονής, δεν μπορεί να πάει πουθενά, δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να περιμένει επινοώντας τρόπους να περάσει την ώρα του. Κρατά την αναπνοή του μισό λεπτό κι ύστερα, ξεφυσώντας, πήρε μια βαθιά ανάσα, ίσιωσε το βλέμμα μπροστά κοιτάζοντας στον άδειο χώρο επίμονα, προσπαθώντας να κατανικήσει έναν ακατανόητο φόβο και μια περιρρέουσα αίσθηση απειλής που κορυφώνεται και ταυτόχρονα γίνεται ο εφιάλτης του ότι τίποτα και κανένας δεν μπορεί να τον σώσει, όταν το «κακό» εισβάλλει από παντού γύρω του.
Ένας κόμπος του ’έκλεινε το λαιμό, καθώς συλλογιζόταν πως θα ήταν αν συγκέντρωνε το θάρρος να διασχίσει την ρεματιά να φύγει μόνος να γυρίσει στο δρόμο που οδηγούσε στον οικισμό, και να ζητήσει βοήθεια. Δεν τολμούσε...
Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε πάντα εκεί ακίνητος σαν άγαλμα αναποφάσιστος. Σιγαλιά! Όλο εκείνο το μυστηριώδες πλήθος από σκιές που δίνει ζωή στους λόφους και στους βράχους αλαργεύουν, τ’ όραμα αραιώνεται κι αφανίζεται. Οι θόρυβοι ακούγονται πια πολύ απόμακρα, σα το βουητό της μέλισσας.
Κάποια βήματα που πλησίαζαν τον έκαναν να σηκώσει τα μάτια και επιτέλους το βλέμμα του πέφτει στο λευκό φως που άστραψε μέσα από τη ρεματιά, ο φωτεινός φακός του πατέρα του έλαμψε ζωηρά, μέσα από τις πρώτες συστάδες από τις άγριες χαμηλές βατομουριές ,με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φαναριού σαν υδάτινες κλωστές στην αριστερή πλευρά του πλάτανου.
Τα βήματα ακούγονταν πιο καθαρά πια σαν βήματα αγγέλου που τρέχει να αναγγείλει τα χαρμόσυνα μηνύματα. Αυτός όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. 
Στο μανδύα της καταχνιάς και της δρόσου το περίγραμμα του κορμιού του ήταν θαμπό, αλλά τα χαρακτηριστικά του ήταν τα χαρακτηριστικά του πατρός του που στο φως του φεγγαριού, τον βλέπει ν’ ανηφορίζει με γοργές δρασκελιές κοντά του. Αντικρίζει τη ματιά του γεμάτη φροντίδες και στις λιγοστές ρυτίδες πάνω στο πρόσωπο του διαβάζει την κούραση, και μια φλόγα να σιγοκαίει πίσω από καλοσυνάτα μάτια, που τον έκαναν να μοιάζει με τους παλιούς δασκάλους.
Ένα αίσθημα ανακούφισης διαπέρασε τις φλέβες του και άστραψε μέσα του.. Τώρα μπορούσε να αναπνεύσει ελευθέρα. Η ψυχή του ημέρεψε στη θαλπωρή εκείνη, βούλιαξε σε μια νάρκη όλο γλυκύτητα. Μισόκλεισε τα μάτια του, κι ένιωσε το φως του φαναριού ν’ αφήνει στα βλέφαρα του ένα χάδι.
«Πατέρα! Εδώ είμαι! Πατέρα!» του φώναξε....
Η βροχή είχε από νωρίς σταματήσει αλλά από τις φυλλωσιές του πλάτανου συνέχιζαν ακόμη να πέφτουν μια μια σταλαγματιές βροχής γύρω του.
«Φοβήθηκα που άργησες πατέρα». Είπε.
Τα χαρακτηριστικά του πατέρα του τη μια φωτίζονταν και την άλλη ξεθώριασαν στο σκοτάδι, όταν τα κινούμενα σύννεφα έκρυβαν το φεγγάρι.
«Ήταν πιο δύσκολο απ' ότι περίμενα». Του δήλωσε ο πατέρας του φτάνοντας δίπλα του κοντά-ανασαίνοντας και σκουπίζοντας το μέτωπό του. Με μια χειρονομία γεμάτη κατανόηση άπλωσε με στοργή και ακούμπησε το χέρι πάνω στο κεφάλι του.
«Αγόρι μου όλα είναι καλά, πάψε τώρα ν’ ανησυχείς», του είπε.
Αυτός έτρεμε και ψέλλιζε, περισσότερο από τη χαρά και τη συγκίνηση για το καλό τέλος, παρά από τον φόβο του.
«Λυπάμαι που έμεινες μόνος στον ερχομό της νύκτας. Έλα ώρα να πάμε πίσω στο σπίτι».
Ξεκίνησαν με βήματα γοργά για την επιστροφή στον οικισμό, η μητέρα του αφόρητα θ’ αγωνιούσε κ’ αυτή, καθώς τους περίμενε να γυρίσουν, ήταν πρόκληση η αργοπορία τους. Το κρύο γλιστρούσε μέσα στα ρούχα του και τον τρυπούσε ως το κόκαλο. Απορούσε πώς άντεχε ο πατέρας του, με τη σχετικά ελαφριά για τις συνθήκες ενδυμασία του, τελικά ίσως να ήταν πιο ανθεκτικός απ’ ότι νόμιζε, στους τριάντα χειμώνες του.
Όταν επέστρεψαν βρήκαν τη μητέρα τους να τους περιμένει στην εξώπορτα κρατώντας το φανάρι στο χέρι. Άνοιξε την αγκαλιά της και έκρυψε μέσα το παιδικό κεφάλι του. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα σωθικά της, βγάζοντας τη συσσωρευμένη αγωνία της.
Όταν η γαληνή πλημμυρίζει τις αναστατωμένες ψυχές, είναι σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει.

Στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, είναι αλήθεια ότι δοκίμασε πολλές φορές πλούσια γεύματα απ’ το κυνήγι. Πάντα όμως ξυπνούσε μέσα του ο ίδιος βαθύς πόνος και η σιωπηλή οδύνη που ένοιωθε κάθε φορά που επέστρεφε ο πατέρας του από το κυνήγι, γιατί δεν άντεχε να βρίσκεται αντιμέτωπος με τα άψυχα θηράματα. Το θεωρούσε βάρβαρη εξόντωση, που καλλιεργεί τη βία στη φύση και στη ζωή. Από τις πιο ακριβές αναμνήσεις της ζωής του είναι οι φορές, όπου τον έπαιρνε μαζί του ο πατέρας του στο κυνήγι και τον μάθαινε να μαζεύει μανιτάρια, βρούβες, βολβούς, οβριούς και άγρια σπαράγγια.

Ο Τσαλαπετεινός στην αυλή του Μπάρμπα Παναγιώτη Καραστατήρη...
Ο άνεμος της μνήμης σήμερα, γέμισε πολύχρωμες παιδικές εικόνες το μυαλό του, χρώματα της ανατολής, του γέρματος, του ουράνιου τόξου.
Γλυκοχαράζει. Η κορυφή του Κούνου σκεπασμένη με ανάλαφρη πάχνη. Ακούει μονάχα τις πέρδικες να κακαρίζουν και τα πρώτα κελαηδοπούλια που ξυπνούν. Ακούει ακόμα κουδούνια από κοπάδια και το θρόισμα του ανέμου.
Ήταν άνοιξη και το ελαφρό αεράκι σχημάτιζε μικρά κύματα που ζωντάνευαν τα γύρω δέντρα. Του άρεσε πολύ το ανοιξιάτικο στοιχείο. Ήταν ικανός να κάθεται ώρες ακίνητος να χαζεύει τη φύση. Το βλέμμα του ακολούθησε ένα περαστικό σύννεφο πάνω απ’ τους λόφους, καθώς ο ανοιξιάτικος ήλιος ανυψωνόταν βαριεστημένα. Έμπλεξε τα δάχτυλά του κι άρχισε να παρατηρεί αντικρίζοντας από μακριά τη φιγούρα ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού που κάθισε και αναπαύεται στη διχάλα της μικρής συκιάς απέναντι στην αυλή του μπάρμπα Παναγιώτη. Ένα πουλί -από τις εξωτικότερες μορφές πουλιών- της λακωνικής γης. Ένας τσαλαπετεινός (Upupa epops) από τα πιο εντυπωσιακά πουλιά της φύσης, που ξεχωρίζει από το μακρύ λοφίο του με τις μαύρες μύτες. Τον πρωτοείδε να ξεπροβάλλει αργά μέσα από μια συστάδα από σκίνα και πουρνάρια στο μπροστινό χαντάκι του σπιτιού πετώντας νωθρά, κυματιστά, ανοίγοντας χαρακτηριστικά αργά τις φτερούγες του, σαν πεταλούδα, αναδεικνύοντας με χάρη τούς πολύχρωμους σχηματισμούς των φτερών του. Ο Ήλιος τώρα χαμήλωνε πέρα στα δυτικά πάνω από το λόφο του Άγιου Παντελεήμονα λούζοντας στο γέρμα του με μια καθάρια ακτινοβολία γύρω του, που έκανε τα πλουμιστά χρώματα του τσαλαπετεινού να λαμπυρίζουν. Το πούλι έμεινε εκεί με τις κομψές καμπυλωτές γραμμές του και τραγουδούσε.
Πανέμορφα πουλιά, έχουν δημιουργηθεί μύθοι κι ιστορίες γι΄ αυτά από τα αρχαία χρόνια!
Δεν είναι πουλιά που περνούν απαρατήρητα!
Αυτός λουσμένος από τη ζεστασιά της καθαρής ανοιξιάτικης μέρας ένοιωσε μια απίστευτη ευχαρίστηση να φουσκώνει σαν την παλίρροια μέσα του... .. .. .. .. .. .. ..

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Mia Palia Photogafia K' Ena Gramma

Χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα.
Ναυτικός.
Ήταν το πρώτο μου μπάρκο.
Δόκιμος μηχανικός σ’ ένα ατμοκίνητο γκαζάδικο του χίλια εννιακόσια πενήντα.
Ταξιδεύουμε στης θάλασσας τα πλάτη κάτω απ' έναν έναστρο ουρανό, πάνω στους πέντε ωκεανούς του πλανήτη. Νοιώθω το πλοίο να σκίζει τα κύματα κάτω από τ’ απόκοσμο και χαοτικό βάθος του ουρανού, κάτω από μακρινούς πλανήτες και γαλαξίες. Χιλιάδες τόνοι μέταλλο ταξιδεύουν ακούραστα στις πέντε ηπείρους του πλανήτη μέσα στο χρόνο με μοναδικό φόντο τον ορίζοντα. Εκεί που το μπλε της θάλασσας ανταμώνει και φιλιώνει αρμονικά με το μπλε του ουρανού. Μια νοερή οριζόντια γραμμή τα χωρίζει. Η αείροη πηγή του μυστηρίου της ζωής τα συνδέει..
Ώρα οκτώ το πρωί.
Ο μονότονα σταθερά επαναλαμβανόμενος ήχος απ’ το σήμαντρο (καμπάνα) υπενθυμίζει την κλασσική παραδοσιακή παράδοση-παραλαβή της βάρδιας του μηχανοστασίου. Αγκομαχώντας, ανέβηκα τις μεταλλικές σκάλες του μηχανοστασίου, προχώρησα στο εξωτερικό κατάστρωμα της πρύμνης και εξουθενωμένος κάθισα στις πρυμιές πίντες (δέστρες), κοντά στον τεράστιο εργάτη της Άγκυρας για να ξεκουραστώ και να βλέπω πέρα από τα ρέλια του καραβιού τον ορίζοντα στις τροπικές θάλασσες, μακριά από τα καζάνια και τις τουρμπίνες του μηχανοστασίου.
Πλέοντας την τροπική θάλασσα με την αφόρητη ζέστη και την ανυπόφορη υγρασία που κάνει την αναπνοή σου να «πιάνεται» σ' αυτή την περιοχή της πρύμνης δεν ήμουν ο μόνος. Ο Συριανός θερμαστής …ο Αντώνης…. ανέβαινε πίσω μου μετά την κοπιαστική του βάρδια στο στόκολο των καζανιών με τα ρούχα μουσκεμένα απ' τον ιδρώτα και κάνοντας πάντα την ίδια κίνηση. Να σκουπίζεται στο λαιμό με ένα δικτυωτό μαντήλι …το μαντήλι της φωτιάς….. 
Κουρασμένος κι αυτός, απ’ την βάρδια του να παρακολουθεί τις φωτιές και τα νερά στα καζάνια, προσπαθούσε τώρα να ανασάνει και να δροσιστεί στις πίντες του πρυμιού καταστρώματος.
Ο Αντώνης ήταν ένας άνδρας πενήντα περίπου χρονών είχε μέτριο ανάστημα, ένα κανονικό σώμα, και παρά την πολύ σκληρή δουλειά στα καζάνια του πλοίου είχε μερικά έξτρα κιλά συγκεντρωμένα γύρω από την κοιλιά του. Η κοιλιά του, θύμιζε αυτή των εγκύων, έχοντας λεπτά χέρια και πόδια. Τα σπαστά γκρίζα μαλλιά του ήταν αραιά κι από κάτω τους φαίνεται το δέρμα της κεφαλής του.
Το στόκολο του λεβητοστασίου ήταν η περιοχή του, το βασίλειό του, εκεί όπου κυβερνούσε τις φωτιές και τα νερά των καζανιών του πλοίου σαν απόλυτος μονάρχης.
Αραγμένος δίπλα από την οβάλ πόρτα της κουζίνας που δεν έκλεινε καλά, τώρα ξεκουραζόταν με τα χέρια πίσω από το σβέρκο,ακουμπώντας πάνω στο πρώτο σκαλοπάτι της σιδερένιας σκάλας που οδηγούσε στο ντεκ της τσιμινιέρας. Τον βλέπω μετά από λίγο να χαϊδεύει τα αραιά κοντά γένια του, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, και γερνώντας προς πίσω ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στον γκρίζο σιδερένιο μπουλμέ και χαμογελούσε με το τσιγάρο στο ακρόχειλο του με τα μάτια μισόκλειστα και ο καπνός από το τσιγάρο να κάνει δαχτυλίδια ανεβαίνοντας προς τα πάνω .
 Τον παρατηρώ έτσι που χαμογελά, και τον νοιώθω ότι χάνεται στην ανακουφιστική αγκαλιά του χρόνου. Η μήπως και ονειρεύεται με τα μάτια μισόκλειστα;. 
Χαμογελώντας συνεχίζει να χαϊδεύει τα γένια του. Κι αυτή τη φορά για τα καλά κλείνει τα μάτια πλημμυρισμένος απ’ ένα πέπλο λάμψης στο μέτωπο, παραδίδεται στο όνειρο του. Ίσως να γυρνά στα χρονιά της εφηβείας του, περπατώντας τα σοκάκια της Άνω Σύρου, στην εποχή που ερωτεύτηκε μια καθολική κοπελιά.  Φαίνεται ότι την θυμόταν γιατί τα μάτια του λαμπύριζαν, κι έπειτα άρχιζαν να αλλάζουν να γίνονται υγρά, θολά και το χρώμα τους ν’ ανοίγει. Ίσως να βλέπει κάπου χωμένο σε μακρινές ομίχλες το πρόσωπο της που απομακρύνεται και χάνεται στα βάθη του ορίζοντα, ανάλαφρα σαν πούπουλο.
Ταξιδεύοντας αφήνουμε πίσω μας το Πορτ Λούις, συνεχίζουμε βόρεια κατά μήκος της μεγάλης δαντελωτής ακτογραμμής του Αγίου Μαυρικίου. Άσπρες αμμουδιές, οργιώδης ζούγκλα, απότομες βουνοπλαγιές, καταρράκτες και χιλιόμετρα κοραλλένιας δαντέλας στον Ινδικό ωκεανό. Ένας παράδεισος επί της γης. Ήλιος που καίει, σμαραγδένια νερά, τροπική βλάστηση και αμμουδιά απαλή σαν πούδρα. Ένας επίγειος παράδεισος ανατολικά της Μαδαγασκάρης, στον Τροπικό του Καρκίνου. Εδώ που πριν από εκατομμύρια χρόνια δημιουργήθηκε από έκρηξη υποθαλάσσιου ηφαιστείου ένα νησί.
Η θάλασσα λαμπερή γαλάζια, παντού όσο φτάνει το μάτι, λικνίζεται απαλά και αναστενάζει σαν μια πελώρια αναπνοή. Το φως του ήλιου ξεχύνεται σαν άστρα που σπιθίζουν, που παρασύρουν, ψιθυρίζουν και λαμπυρίζουν από τις κορυφές των κυμάτων πέρα μακριά και σχηματίζουν ένα φωτεινό μονοπάτι στην επιφάνεια, που συνεχίζει προς τον ορίζοντα.
Σιγά, σιγά ένας-ένας μαζεύονται από το πλήρωμα, όσοι αυτή την ώρα ξυπνούν, στην πρύμη, για να πιουν τον πρωινό καφέ τους.
Είναι η ώρα που σε λίγο θα πάμε όλοι για δουλειά, ...over time.... τόσο το προσωπικό καταστρώματος όσο και προσωπικό μηχανής. 
Σήμερα η ζέστη είναι ανυπόφορη. Στο κατάστρωμα οι τρέχουσες καιρικές συνθήκες είναι σχετικά υποφερτές, έχει ασθενή αέρα που είναι αναζωογονητικός και δροσίζει. Στο μηχανοστάσιο όμως οι συνθήκες είναι πιο δύσκολες, οι θερμοκρασίες υψηλές και η υγρασία αφόρητη. Αυτή την εποχή που ταξιδεύουν στα τροπικά κλίματα θέλει μεγάλη προσοχή.
Το πλοίο ένα χαλύβδινο γκαζάδικο, ατμοκίνητο, παλαιάς ήδη τεχνολογίας.... και ο αερισμός του όχι τόσο καλός σε ιδιαίτερα επιβαρυμένους θερμικά χώρους, όπως το μηχανοστάσιο και το λεβητοστάσιο.
«Σήμερα θα έχουμε καύσωνα στο μηχανοστάσιο». Λέει ο Λευτέρης ο λαδάς, που μόλις τώρα πίνει τον καφέ του κι αυτός. Οι συνθήκες εργασίας μέσα στον πιο «σκληρό» χώρο του πλοίου, στο μηχανοστάσιο, όπου οι θερμοκρασίες που επικρατούν είναι υψηλές και ο αέρας κακής ποιότητας είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Εκτός από τα επικίνδυνα ταξίδια στη θάλασσα και τις όποιες στερήσεις συνεπάγεται η ζωή πάνω στο πλοίο, τα πληρώματα μηχανής, οι επαγγελματίες αυτοί, ασκούν μια κοπιαστική και ανθυγιεινή εργασία.
Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν οκτώ και μισή. Ήξερα ότι εάν δεν ήθελα να έχω μουρμούρα από το Δεύτερο, έπρεπε να σηκωθώ αμέσως και να κατέβω στο μηχανοστάσιο. 
Στο πλοίο υπήρχε ένα γνωμικό για το Δεύτερο μηχανικό.
«Λένε ότι το δάγκωμα του είναι χειρότερο απ’ το γάβγισμα του».
Ο Αντώνης ήταν ακόμη μισοκοιμισμένος. 
«Που πας». Με ρώτησε. 
Είχε μια δυσκολία να σηκωθεί από το πρωινό ραχάτι, άλλα του ήταν αδύνατο να βρει κάποια δικαιολογία ώστε να μην κατέβει στο μηχανοστάσιο για το over time. 
«Περίμενε έρχομαι μαζί σου». 
Ακούμπησε στην άκρη το άδειο του φλιτζάνι, σηκώθηκε από το σκαλοπάτι, κούμπωσε τη φόρμα του και πέρασε γρήγορα την είσοδο του μηχανοστασίου. 
Κι εγώ αγαπώ τόσο πολύ αυτές τις πρωινές στιγμές της αδράνειας που στη διάρκεια τους ξεχνάς ακόμη και τα τέσσερα αυγά μάτια και το μπέικον με τα ψωμάκια που έμειναν άθικτα πίσω μας στη τραπεζαρία.
Ο Δεύτερος μοίρασε τις δουλειές του μηχανοστασίου. Tο μηχανοστάσιο είναι η καρδιά του πλοίου. Η καρδιά είναι το μηχανοστάσιο του ανθρώπου. Η καρδιά δεν ξέρει τίποτα. Η καρδιά αντλεί, κινείται. Το μηχανοστάσιο απλώς φροντίζει για την κίνηση του καραβιού, όχι για την πορεία του. 
Στον Αντώνη ανέθεσε να βοηθήσει το θερμαστή της πρωινής βάρδιας. Λόγω της κακής ποιότητας των καυσίμων που το πλοίο είχε εφοδιαστεί τελευταία, οι καυστήρες στους λέβητες άφηναν προσμίξεις από λασπώδη και στερεά κατάλοιπα  στο δάπεδο της εστίας που έπρεπε να αναδευτούν και να καούν πριν αποκτήσουν μεγάλο όγκο και δημιουργήσουν περαιτέρω λειτουργικά προβλήματα στο σύστημα.
Ο Αντώνης μ’ ένα μεγάλο σε μήκος σιδερένιο λοστό που χωνόταν βαθιά μέσα στο σωρό αποσπούσε από το δάπεδο τα ανθρακώδη στερεά κατάλοιπα. Ταυτόχρονα αύξανε την παροχή του αέρα καύσης στην εστία του λέβητα. Τα κατάλοιπα αμέσως αναφλέγονταν. Άστραφτε και βροντούσε η εστία του λέβητα. Η αναλαμπή απ’ τις φλόγες χόρευε τρελά πάνω στο δάπεδο, συνέχιζε το δαιμονισμένο της χορό πάνω στους πλαϊνούς υδρότοιχους και την οροφή. Κόκκινες και πορτοκαλιές σκιές σειούνται, λυγιούνται, σφιχταγκαλιάζονται ή ξαφνικά ξεμακραίνουν. Αργότερα ζαρώνουν και γίνονται τόσες δα μικρούλες, και μετά σε κάθε νέο ανάδεμα, ώσπου να πεις τρία σηκώνονται τεντώνουν το λαιμό τους με ορμή, και τα ανθρακώδη έπαιρναν και πάλι φωτιά, βγάζοντας μια κίτρινη στριγκή λάμψη. Σαν ένα γιγαντιαίο ταμπούρλο που βροντούσε ρυθμικά.
Ο Αντώνης, χειριζόταν το λοστό με χορευτική ικανότητα. Σ’ αυτό ήταν πραγματικά άπιαστος, ήταν ο καλλιτέχνης του στόκολου. Η μια προσπάθεια μετά την άλλη και δώσ’ του, έριχνε με το λοστό και δε σταματούσε.
Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του, έτρεχε στα μάτια του.
Έτσι κύλησε η ώρα μέχρι το coffee time των δέκα.
Ο μοναδικός χώρος στο πλοίο που είχε κλιματισμό ήταν η τραπεζαρία και το καπνιστήριο του πλοίου με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια υποφερτή ατμόσφαιρα. Στη διάρκεια λοιπόν της εικοσάλεπτης διακοπής από τις εργασίες όλο το πλήρωμα μαζευόταν εκεί για τον καφέ του.
Ο Δεύτερος μηχανικός του πλοίου ήταν ένας τριανταπεντάρης άνδρας από εκείνους τους γυμνασμένους τύπους με ευθυτενές σώμα και έκφραση ετοιμότητας στο πρόσωπο. Υποψιαζόμουν ότι πίσω απ’ το στεγνό του ύφος κρύβονταν ωκεανοί συναισθήματος. Αλλά εκείνος το κρατούσε για τον εαυτό του. Πάντα ψύχραιμος, ολιγόλογος, ολιγαρκής. Στεγνός, ναι, αυτή την αίσθηση που μου έδινε. Λες κι είχε μεγαλώσει σε μια Ατακάμα συναισθημάτων. Αν δεν ξέρετε τι είναι η Ατακάμα, αναζητήστε «η πιο άνυδρη έρημος της Γης».
Με ρώτησε για τον Αντώνη, και αν ξέρω γιατί δεν ήρθε στον καφέ.
Πήρε τηλέφωνο τη βάρδια του μηχανοστασίου και ρώτησε. Ένοιωσε ανακούφιση μαθαίνοντας ότι ο Αντώνης πίνει τον καφέ του παρέα με τον συνάδελφο του στο στόκολο. Η ασφάλεια των ανδρών της επιστασίας του ήταν το πρώτο μέλημα του. Για την ακρίβεια ενδιαφερόταν για τη σωματική και ψυχική υγεία των υφισταμένων του και ας μη το φανέρωνε το στεγνό πρόσωπο του.
Τελειώνοντας το coffee time το προσωπικό μηχανής συναντηθήκαμε στην πλατφόρμα έλεγχου του μηχανοστασίου. Ο Δεύτερος φώναξε εμένα και τον Αντώνη.
«Θα πας στην πλατφόρμα του βοηθητικού ψυγείου να σκουπίσεις και να καθαρίσεις το μπουλμέ στη πλευρά της θάλασσας». Είπε του Αντώνη.
«Κατάλαβες;»
«Κατάλαβα». Επανέλαβε ο Αντώνης γεμάτος ανακούφιση όταν συνειδητοποίησε την εργασία που του αναθέτει ο Δεύτερος.
«Διάβολε, είμαι το κατάλληλο άτομο γι’ αυτή τη δουλειά». Δήλωσε με στόμφο.
Ο Δεύτερος συγκρατήθηκε με κόπο για να μη γελάσει
«Εσύ θα πας στο αριστερό ιππάριο τροφοδοσίας να αλλάξεις σαλαμάστρες στα βάκτρα παλινδρόμησης. Μπορείς;». Με ρώτησε.
«Δεν έχω πρόβλημα». Είπα και το εννοούσα.
«Και έχε το νου σου στο θερμαστή δίπλα σου, θα αράξει άλλα μην τον ανησυχείς, έχει ταλαιπωρηθεί τις προηγούμενες ώρες, έχουμε και αυτή τη διαβόλου υγρασία που σου τρυπάει το κόκκαλο». Με συμβούλεψε ο Δεύτερος.
Δεν είχε περάσει μισάωρο, ο Αντώνης νοιώθοντας ταλαιπωρημένος απ’ τον πόλεμο με τις φωτιές των καζανιών, έγειρε το κορμί του άβολα να αναπαυτεί στο μεγάλο εγκάρσιο νομέα του σκάφους πίσω από το τεράστιο ψυγείο, πάνω στην επιφάνεια της δροσερής λαμαρίνας. Εκεί που κανείς δεν τον έβλεπε. Ο τραχύς θόρυβος του μηχανοστασίου και οι δονήσεις της προπέλας τον νανούρισαν. Ο Αντώνης αποκοιμήθηκε. Χάνοντας τον Αντώνη από την οπτική επαφή χαμογέλασα με κατανόηση. Θυμήθηκα μια παλιά ιστορία που έλεγε ο παππούς για έναν κολλήγο εκατοχρονίτη γέροντα.
«Προσπαθούσε έντιμα να κάνει τη δουλειά που του ζητούσαν, δουλειά πολύ πάνω από τις δυνάμεις του, εξαντλημένος εδώ και πολύ καιρό. Υστέρα κοιμήθηκε».
Αποκοιμιόταν παντού, ακόμη και στο μηχανοστάσιο, με τον ιδρώτα να μουσκεύει τα ρούχα του.
Πετάχτηκε ξαφνιασμένος, διαπιστώνοντας ότι εγώ είχα ήδη φύγει από το μηχανοστάσιο αποκαρδιώθηκε. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα κοιμήθηκε κουρνιασμένος εκεί.
«Σκατά», μονολόγησε όταν κατάλαβε ότι η ώρα ήταν ήδη δώδεκα, κατέβηκε στο δάπεδο της πλατφόρμας και με ύφος σκυθρωπό ξεκίνησε για το μεσημεριανό δείπνο.
Ώρα δώδεκα και δέκα μεσημέρι.
Βρισκόμασταν στο χώρο της μεγάλης τραπεζαρίας πληρώματος του πλοίου, το πλήρωμα βαδίζοντας γοργά ελάμβανε θέση για το μεσημεριανό γεύμα. Ο Αντώνης με το στόμα ορθάνοιχτο κρατούσε τα ματιά προσεκτικά χαμηλωμένα έριχνε κλεφτές ματιές γύρω του και στο πρόσωπο του καμωνόταν επιδέξια τον δύσμοιρο και ταλαιπωρημένο από την δύσκολη εργασία που του είχαν αναθέσει να εκτελέσει. Είχε τα μελαγχολικά λαμπερά του ματιά καρφωμένα στο κενό με σφιγμένο χαμόγελο και πονεμένη ματιά. Τα αραιά μαλλιά του ήταν τραβηγμένα πίσω με το λευκό μαντήλι της φωτιάς δεμένο γύρω από το μέτωπο να συγκρατεί τον ιδρώτα του. Προσπαθούσε να προσελκύσει την προσοχή απ’ το πλήρωμα γύρω απ’ τα δυο μεγάλα τραπέζια της τραπεζαρίας του πλοίου στραμμένη επάνω του. Κοίταζε φευγαλέα προς τη διεύθυνση που βρισκόταν ο Δεύτερος μηχανικός με την άκρη του ματιού και το στόμα ανοικτό φροντίζοντας να μην χάσει την ταλαιπωρημένη έκφραση, ώστε να αποσπάσει την προσοχή του, να δείξει ότι εργάστηκε με ζήλο και έφερε εις πέρας τη δουλειά που του είχε αναθέσει.
Κάπου κάπου κοίταζε πάνω από τον ώμο του προς το μέρος μου, να δει εάν είχα αναφέρει κάτι για το ραχάτι του. Αντικρίζοντας το φιλικό μου χαμόγελο μάζεψε το κουράγιο του και προχώρησε να καθίσει στο κάθισμα του.
Ο καμαρωτός μη αναγνωρίζοντας τον καθημερινό μας Αντώνη, σ’ αυτή την γεμάτη ανησυχία έκφραση στο πρόσωπο του συνειδητοποίησε ότι κάτι συμβαίνει σήμερα.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε
«Τι;» ψιθύρισε.
Η φωνή του βγήκε βραχνή, σαν να μην ήταν συνηθισμένος να μιλά καθώς καθόταν στην θέση του.
Το πρόσωπο του στράφηκε στο καμαρότο, που η παρέμβαση του έγινε η αιτία να διακοπεί η πρόσκαιρη θεατρική του παράσταση.
Αυτό τον επανέφερε από την παράσταση του. Έμεινε για λίγο ασάλευτος σχεδόν υπνωτισμένος.
«Αναρωτιόμουν για την καλή σου υγεία. Χαλάρωσε δείχνεις χλωμός σαν ζυμάρι.» Συνέχισε ο καμαρωτός.
Τα καπνιστήρια και οι τραπεζαρίες των πλοίων είναι ένα περιβάλλον που τα αστεία και οι φάρσες ευδοκιμούν.
Ο Αντώνης ακόμη και στα πενήντα και, χρόνια του ζούσε ακόμη την εποχή της αθωότητας. Η αθωότητα κάποιες στιγμές, με εκείνο το ανόητο, λαμπερό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, έμοιαζε λες και η χαρά είχε ριζώσει σαν ουράνιο τόξο μέσα στο κεφάλι του.
Για μένα είναι πολύ δύσκολο να δεχτώ ....και με ξενίζει η κατάχρηση.... σ' αυτές τις φάρσες, που συνήθως έχουν σαν στόχο ορισμένα επιρρεπή άτομα. 
Πιστεύω ότι είναι βαναυσότητα απέναντι τους η ευκολία να γίνονται θύματα.
Θα κάνω μια αναδρομή σε πολύ πρόσφατα γεγονότα και πως περνούσαν την ελεύθερη ώρα τους το πλήρωμα. Θα αναφερθώ ιδιαίτερα στον πύρινο λόγο που έβγαλε ο Αντώνης στην τραπεζαρία την προηγουμένη εβδομάδα.
«Λόγο, θέλουμε λόγο». Τον παρότρυνε σύσσωμο το πλήρωμα.
Ο Αντώνης έπλεε σε πελάγη ανείπωτης χαράς, με αίσθημα ενθουσιασμού ένιωθε να υψώνει το ανάστημά του και αυτό του δίνει θάρρος και δύναμη να υπερασπίζεται με πείσμα τις ιδέες του.
Για να τον βλέπει καλύτερα και να τον ακούει όλο το πλήρωμα, έπειτα από παρότρυνση του Γραμματικού, έβγαλε τα παπούτσια του και ανέβηκε πάνω στο τραπέζι. Μιλούσε ενάντια στη ανάλγητη πρακτική της εφοπλιστικής εργοδοσίας και την ανύπαρκτη ευαισθησία τους.
Έλεγε πολλά και ασυνάρτητα μεταξύ τους.
Τον ρωτούσαν τι θα έκανε στο δικό του πλοίο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, έπλεξε το εγκώμιό του φανταστικού πλοίου με την στεντόρεια φωνή του.
«Θα βάλω μασίνια με κόκα κόλα». Έλεγε.
Το πλήρωμα ξέσπασε στα γέλια και χειροκροτούσε ενθουσιωδώς από κάτω.
Ο Αντώνης ίσιωνε με καμάρι τους ώμους, και ανταπέδιδε το χειροκρότημα.
Είχε μια ψύχωση με τα μασίνια του νερού, τα ήθελε να ρέουν άφθονη κόκα κόλα.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Τις στιγμές αυτές ο φτωχός καταφρονεμένος Θερμαστής μεταμορφώνεται, ένιωθε πως δεν ήταν ένας ξένος, ένας παρείσακτος. Ένιωθε ο κόσμος που ανήκει τον δέχεται σαν κάτι ξεχωριστό στην αγκαλιά του.
«Ευδαιμονία» ήταν η λέξη που μου ερχόταν στο νου έτσι όπως έβλεπα την παρουσία του.
«Νιώθει όμορφα», συλλογίστηκα. 
«Νιώθει την ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει τα ίχνη του.»
Ώρα εννέα το βράδυ.
Ο Αντώνης ήταν ανοικτός τύπος, ευδιάθετος και πομπώδης συνήθως, που εξακολουθούσε να φέρεται σαν μικρό παιδί. Ήταν ένας πτωχός εργαζόμενος θερμαστής στο στόκολο του πλοίου με αφάνταστα αγαθή καρδιά. Μπορεί με τις φωτιές να μάλωνε μα δεν ήξερε να πει όχι σε κανέναν. Μια τέτοια καλοσύνη καρδιάς συνήθως οι γύρω του τον αντάμειβαν με ευγένεια και συμπάθεια. Ήταν και φορές που μερικοί τον πλήγωναν και τον ταπείνωναν. Κρυφογελώντας συνωμοτικά έλεγαν πως, με το πέρασμα του χρόνου το μυαλό του έμεινε πίσω, δεν ακολούθησε τη βιολογική ανάπτυξη του κορμιού του.
Λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την προσωπική του ζωή. Δεν είχε τελειώσει σχεδόν ούτε το δημοτικό σχολείο στο νησί του τη Σύρα. Ο πατέρας του,  απουσίαζε συχνά στα καράβια και μικρός έμενε με τη μητέρα του μια αγαθή νησιώτισσα. Η μητέρα του τον έστελνε στο σχολείο μα έλα όμως, που δεν άρεσαν στο Αντώνη τα αναθεματισμένα τα γράμματα. Προτιμούσε να κάθεται στο λιμάνι να χαζεύει τα καράβια και ο νους του ταξίδευε μακρυά. Καμιά φορά, έκανε και κανένα θέλημα, δούλευε σαν αχθοφόρος στην αγορά του λιμανιού και του δίνανε κάποιο χαρτζιλίκι, όταν δεν έπαιζε ποδόσφαιρο στις αλάνες της γειτονιάς του. Στη περιπετειώδη εφηβεία του δούλευε πρόσκαιρα σε βοηθητικές εργασίες στην αποβάθρα του λιμανιού. Τη στρατιωτική του θητεία, την υπηρέτησε απαλλασσόμενος από το όπλο, είχε ξενοιάσει από ένοπλες υπηρεσίες που του επίτρεψε να γλιτώσει από την περισσότερη ταλαιπωρία του στρατού, δεν εκτελούσε σκοπιές, δεν πήγαινε σε βολές, πορείες και ασκήσεις.
 Από όσα γνώριζα δεν είχε κάνει δική του οικογένεια ήταν ελεύθερος δεν είχε παντρευτεί ποτέ του.
Στην εφηβική του ηλικία πολλές φορές τις ελεύθερες ώρες ο Αντώνης τις περνούσε περιδιαβαίνοντας τακτικά το δρόμο της γειτονιάς τους στην πλευρά που ζούσε μια νεαρή και πολύ όμορφη γειτονοπούλα του η Βενετία, με την οποία ακόμη και σήμερα στις αναμνήσεις του είναι «το πάθος της ζωής του» ο κρυφός του έρωτας που καίει τα σωθικά του. Οι γονείς της αλλά και η ίδια η κοπέλα ήταν καθολικοί στο θρήσκευμα, έμεναν στην Άνω Χώρα, όπως αναφερόταν παλιότερα η Άνω Σύρος, που βρίσκεται στον έναν από τους δύο μεγάλους λόφους πάνω από την Ερμούπολη. Αναφέρεται ενίοτε και ως «λόφος των καθολικών» και είναι εκείνος που βρίσκεται αριστερά, μπαίνοντας στο λιμάνι. 
Ήταν μια μουντή φθινοπωριάτικη ημέρα που νεαρός άνδρας τώρα στέκεται στη παραλία της Σύρου. Τα βήματα του τον έχουν οδηγήσει εκεί, γιατί δεν ξέρει που να πάει. Ο πατέρας του εδώ και μερικά χρόνια δεν υπάρχει πια και η μητέρα του μόλις άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο της πόλης. Το στομάχι του γουργούρισε σ’ αυτές τις σκέψεις. Αφόρητη σιωπή τον πλάκωσε, σκίρτησε από τον πόνο που καυτός αφόρητος απλωνόταν σιγά σιγά στο κορμί του, ανέβασε λυγμούς από τα στήθη και πότισε με καυτά δάκρυα τα μάτια. Η μητέρα του ήταν γι' αυτόν η βαθιά, η μεγάλη, η τρυφερή του αγάπη. Ένιωσε ξαφνικά εντελώς μόνος και απροστάτευτος που πρέπει να διαχειριστεί την μοναξιά του. Μεμιάς εικόνες – ενός έρημου σπιτιού, ανασφάλειας, και όλων όσων αντιπροσωπεύει μια μητρική θαλπωρή, ξεπήδησαν στις σκέψεις του και τον πλημμύρισαν φόβους. Δεν υπήρχε τρόπος να καταπνίξει η να παραμερίσει τα συναισθήματα του. Η αίσθηση της μοναξιάς τον πλημμύρισε. Ένοιωθε εντελώς μόνος και απροστάτευτος με την αίσθηση ότι είναι μηδαμινός και μόνος σε όλο το σύμπαν. Και δεν έχει πλέον και κανένα στήριγμα, ουδείς στην οικογένεια υπάρχει να σταθεί στο πλευρό του. Μόνος κι έρημος είναι!
Ο Αντώνης έβαλε τα κλάματα. Δεν έκλαψε υστερικά, ούτε ούρλιαξε, όπως συνήθως κάνουν οι άνθρωποι για να πνίξουν την οργή τους στα δάκρυα. Έκλαψε με τα συνεχή μονότονα αναφιλητά κάποιου που μόλις ανακάλυψε ποσό μόνος είναι και θα συνεχίσει να είναι για πολύ καιρό ακόμη. Έκλαψε γιατί κάθε ίχνος ασφάλειας και λογικής έμοιαζε να έχει χαθεί από τον κόσμο του. Η μοναξιά ήταν μια πραγματικότητα. Σ’ αυτή την κατάσταση όμως, η παραφροσύνη ήταν ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Ο Αντώνης άρχισε να βαδίζει στον ανηφορικό δρόμο της μικρής πόλης, έχοντας πίσω του το λιμάνι και την ανατολή. Φθάνοντας στο μικρό τους σπίτι έπεσε βουβός μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι του. Τα δάκρυα του μούσκευαν το μαξιλάρι. 
«Είμαι ορφανό! Είμαι ορφανό!» έλεγε μέσα στ’ αναφιλητά, και μια ασήκωτη πέτρα του πλάκωνε το σβέρκο. Αυτό που του έδινε τον ίλιγγο ήταν ο θάνατος της μάνας του. 
«Είμαι ορφανό! Είμαι πεντάρφανο!» μουρμούριζε στο μαξιλάρι. 
Ήταν ένα τυφλό βρέφος που το ξεκόλλησαν απ’ το βυζί που θήλαζε. Ο κόσμος γύρω του ήταν καθαρό σκοτάδι. Τα ματιά του γέμισαν και πάλι καυτά δάκρυα κι ευχήθηκε να ήταν εκεί η Βενετία και να τον αγκάλιαζε. Το πρόσωπο του κοκκίνισε σ’ αυτή τη σκέψη. Ο ύπνος τον νίκησε. Κοιμήθηκε προτού σταματήσουν ολότελα οι λυγμοί του. Κοιμήθηκε κουλουριασμένος γύρω από το μαξιλάρι του φορώντας τα καθαρά του ρούχα. Τα δάκρυα του είχαν ζωγραφίσει γραμμές στα πυρωμένα μάγουλα του και στο χέρι κρατούσε χαλαρά το ναυτικό φυλλάδιο που πρόσφατα είχε αποκτήσει.
Έξι μήνες αργότερα ο νεαρός Αντώνης είχε σχεδόν ξεφύγει από την απελπισία του. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, έμοιαζε να έχει ωριμάσει, παρακάμπτοντας τις φοβίες του, απόκτησε τη διάθεση που είχε χάσει ώστε να καταφέρει να επιβιώσει ολομόναχος σαν αυτάρκης ενήλικας πλέον.
Σύντομα στο μυαλό του τα έχει ξεχάσει όλα διότι απλούστατα στη ζωή η σαρκοβόρα σκόνη της πραγματικότητας κάθεται πάνω και στην πιο μαύρη εικόνα και ξεθωριάζει ακόμα και το πιο μαύρο γεγονός. «Ακόμα και η πιο σκοτεινή νύχτα τελειώνει και ο ήλιος ανατείλει ξανά.» Αποφάσισε να κάνει το πρώτο του ταξίδι. Μπαρκάρισε ναυτικός-καθαριστής- σ’ ένα  φορτηγό πλοίο Liberty.  Ένα από τα πολλά θρυλικά πλοία ανάγκης, γεννημένα μέσα στη δίνη και στην ταραχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου που το όνομά τους συνδέθηκε με την αναγέννηση της ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας. Ήταν η πρώτη φορά υστέρα από πολύ καιρό που ο Αντώνης δεν φοβήθηκε να αντιμετωπίσει τη ζωή.
Αυτά όλα συνέβησαν πριν από τριάντα χρόνια.
.......Τις τελευταίες μέρες ο Αντώνης βλέποντας πόσο σοβαρά τον αντιμετώπιζα σε αντίθεση με το υπόλοιπο πλήρωμα με γυρόφερνε για μια πολύ προσωπική του υπόθεση.
Σήμερα μετά την βραδινή βάρδια των τέσσερις οκτώ βρισκόμασταν παρέα οι δυο μας στην μικρή, στενάχωρη γκρίζα καμπίνα του. Απολαμβάνοντας ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο, μου ανοίγει την καρδιά του, και μιλάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας του. 
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Αντώνης ανατρέχει νοερά στο παρελθόν και ξετυλίγει σταδιακά κλωστή - κλωστή το κουβάρι του παρελθόντος και κεντά μια ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.! Κάθε κόμπος της κλωστής και μια πίκρα, μια χαρακιά στο κέντημα της ζωής του. 
«Τη ζωή πρέπει να τη δέχεσαι όπως έρχεται. Αυτή είναι η πρώτη εντολή ακόμα και πριν τις Δέκα εντολές. Πρέπει να δέχεσαι το απρόοπτο και ότι προκύπτει από αυτό. Χωρίς το απρόοπτο η ζωή δεν είναι ολοκληρωμένη, είναι σαν κάποιος που δεν ξέρει κολύμπι να τσαλαβουτάει στα ρηχά, όταν η πραγματική θάλασσα είναι μόνο εκεί που υπάρχει βάθος. Αυτό είναι κάτι που μου δίδαξε ο σοφός βοσκός παππούς μου.» Του είπα.
«Θέλω να με βοηθήσεις να γράψω ένα γράμμα» και μου εξήγησε τι ακριβώς ζητούσε.
Ήταν η πρώτη μου φορά βρισκόμουν στον ιδιωτικό του χώρο, και είχα απορροφηθεί να κοιτάζω με ιδιαίτερη προσοχή ένα ημερολόγιο με καλλιτεχνική αξία κατά την κρίση μου, που βρισκόταν κρεμασμένο πάνω από το μικρό γραφειάκι του.
Καθώς μου μιλούσε ο Αντώνης σκέφτηκα στην αρχή ότι αστειεύεται μ’ αυτή την παιδική αφέλεια που είχα συνηθίσει στη συμπεριφορά του.
Τ’ άκουγα όλα αυτά χωρίς να λέω τίποτε. Μια τέτοια ιστορία μου φαινόταν εφηβικά καμώματα, κακόγουστη και αστεία και αναρωτιόμουν πως στα κομμάτια θα γλίτωνα απ’ αυτή την ιστορία.
Κι όμως το γράμμα που ζητούσε να του γράψω δεν ήταν γι’ αυτόν ένα αστείο με αποτέλεσμα να καταλάβω πως δεν θα γλίτωνα πια…… Πίσω από τα μαύρα λαμπερά μάτια του διαπίστωσα έκπληκτος ότι μου μιλούσε με απόλυτη σοβαρότητα.
Βλέποντας πόσο σοβαρά αντιμετώπιζε ο Αντώνης την υπόθεση, χάρηκα που είχα προλάβει να συγκρατηθώ από κάποιο πολύ φθηνό και πικρόχολο σχόλιο.
Έτσι λοιπόν κάτι που ξεκίνησε σαν κακόγουστο αστείο για μένα, σύντομα έγινε πολύ αλλόκοτο, και αποκτούσε ενδιαφέρον.
«Δεν έχω πρόβλημα θα σε βοηθήσω όσο μπορώ». Του είπα και το εννοούσα.
«Είμαι φίλος σου και θα σε βοηθήσω, ακόμα και αν δεν συμφωνώ μαζί σου. Λοιπόν να σου κάνω αυτή τη μικρή εξυπηρέτηση. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, αν δεν θέλεις να γίνουμε ο περίγελος του βαποριού».
Ο Αντώνης το σκέφτηκε πριν απαντήσει και κούνησε το κεφάλι καταφατικά λέγοντας πως, ναι, νόμιζε ότι καταλάβαινε. «Ότι πεις εσύ, και σ’ ευχαριστώ». Είπε.
Ήταν μια απλή αυθόρμητη πράξη καλοσύνης, αλλά ο Αντώνης βρέθηκε να παλεύει για να πνίξει τα χαρούμενα συναισθήματα του. Τελικά κατόρθωσε να χαμογελάσει. «Σ’ ευχαριστώ πολύ». Είπε πάλι. Όλα αυτά απλά γρατζούνιζαν την επιφάνεια της χαράς του Αντώνη, που άγγιζε την απόλυτη ευδαιμονία.
Ξεκινώντας την ιστορία, κουβεντιάζαμε για τις αναμνήσεις του τις γεμάτες όνειρα. Και η κουβέντα καθόλου δεν άργησε να φτάσει στον μεγάλο του καημό που τσιγκλούσε ακόμη και τότε τα σώθηκα του. Ναι η κουβέντα οδήγησε εκεί που σχεδόν όλοι ζήσαμε κάποια στιγμή! Έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. . Και του Αντώνη ο ανεκπλήρωτος έρωτας ήταν η Βενετία... Χήρα σήμερα ζούσε μόνη της εκεί πίσω στο ανηφορικό καλντερίμι της Άνω Σύρου και της καθολικής συνοικίας της γενέτειρας του. Στην Ερμούπολη της Σύρου. Πρέπει να είχε κάτι μαγικό πάνω της η γυναικά αυτή για τον Αντώνη. Συζητώντας μαζί μου βίωνε ξανά το δέος και την ευφορία των ονειροφαντασιών του. Το συμπέρασμα που έβγαζα από την κουβέντα μας ήταν ότι οι ονειροφαντασίες του ήταν αληθινές για τον  Αντώνη και τις μοιραζόταν με κάποιο τρόπο μαζί μου. Και αυτό ήταν η χαρά του. Κάτι μέσα του έλεγε πως πρέπει να το κάνει, πως θα ήταν για αυτόν ένας σκοπός, απελευθέρωση, ανάρρωση και ξύπνημα από το μαρμάρωμα του εαυτού του.
Μια ώρα μετά εγκατέλειψα την προσπάθεια να αποφύγω αυτό που μου ζητούσε. 
«Επιμένεις;»
«Ναι! Θέλω να μου γράψεις αυτό το γραμμα.» είπε.
«Έχεις φωτογραφία;»
«Ναι! Είναι απαραίτητη;»
«Τότε πώς θα στη περιγράψω;»
Με δέουσα προσοχή έβγαλε από το πορτοφόλι του μια φωτογραφία, ένα γυναικείο, ασπρόμαυρο πορτραίτο, την απέθεσε σαν θησαυρό πολύτιμο, στο μικρό τραπέζι εμπρός μας. Στη φωτογραφία είναι η Βενετία. Ένα γλυκό μελαχρινό κορίτσι, με μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια αμυγδαλωτά κι ένα χαμόγελο στα χείλη. Συνδυάζει την κοριτσίστικη γοητεία με την γυναικεία κομψότητα. Εικόνα ελαφρά ξεθωριασμένη, μισοχαμένη στην αχλή του παρελθόντος.
Πέρασαν πολλά χρόνια που απέκτησε αυτή τη φωτογραφία. Την φυλάει τυλιγμένη προσεκτικά, με ευλάβεια, σε καθαρό λευκό χαρτί να μην τη διαβρώσει ο χρόνος. Την ξετυλίγει αργά, αργά σε τακτά χρονικά διαστήματα και νοιώθει την ίδια συγκίνηση, όπως εδώ και πολλά χρόνια. Η λάμψη που ανάβλυζε απ’ τα μάτια της φωτογραφίας ήταν για τον Αντώνη μαγική πηγή. Νοιώθει αυτό το λαμπερό βλέμμα να τον λούζει, να τον χαϊδεύει. Αχ και να γινόταν να κρατήσει αυτή η μαγική στιγμή όσο γίνεται περισσότερο. Συναίσθημα ωραίο σαν ίλιγγος. Ένοιωθε ξαφνικά ότι η φωτογραφία ήταν όλη γεμάτη μέλι κι αρωματικά βότανα. Για μια στιγμή πιστεύω ότι ένοιωσε να τον πλημμυρίζει η νοσταλγία. Είδε τον εαυτό του νεαρό, μ’ ένα σακάκι ριγμένο στον ώμο και τη γραβάτα του χαλαρή σαν κάποιος που επιστρέφει από το γύρο του κόσμου και ξαναβρισκόταν και πάλι στο δρόμο της γειτονίας της. Τα πόδια του δεν ήθελαν να προχωρήσουν, όλοι οι μύες ως και τα κόκαλα, του φαίνονταν δυο φόρες βαρύτερα. Αχ και να την έβλεπε να βγαίνει από το σπίτι της, από τη μπροστινή τη πόρτα, να διασχίζει τον πεζόδρομο, με τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά, το μεταξωτό φουλάρι ν’ ανεμίζει στους λεπτούς της ώμους και το άρωμα της γλυκιά ευωδία να διασκορπίζεται γύρω της, με τις ριπές τ’ απαλού ανέμου. Και, μ’ αυτή τη σκέψη, χαμογελούσε.
Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Στη καμπίνα έφτανε στα αυτιά μας ο ανεπαίσθητος θόρυβος από τις τουρμπίνες του μηχανοστασίου που στριφογυρίζουν αδιάκοπα σα να βαστούν από τα βάθη του πλοίου τον έντονο ρυθμό της ζωής. Ο Αντώνης σήκωσε το ποτήρι με το ποτό στο χέρι του και πρόσεξε ένα μικρό ράγισμα στο χείλος. Προσπαθούσε να εκτιμήσει όλα όσα η φωτογραφία του ιστορούσε άλλα το μυαλό του αρνιόταν να συντονιστεί. 
«Πριν είκοσι πέντε χρόνια». Μουρμούρισε χαμηλόφωνα.
«Την είδα,» είπε κάποια στιγμή, κι έπνιξε τον αναστεναγμό του. Είχαν ξυπνήσει μέσα του οι καημοί. 
«Ναι. Ωραία. Χαίρομαι για σένα. Αλλά… Όταν λες την είδες; Εννοείς τι;»
«Το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου.»
«Αυτό είναι καλό νέο. Πού την είδες;»
«Χθες βράδυ στον ύπνο μου! Είμαστε στη Ντελαγκράτσια.»
Είπε αυτή τη φράση, έχοντας την έκφραση της απόλυτης ευτυχίας στο πρόσωπο, περιμένοντας από μένα… Δεν ξέρω τι. Να χειροκροτήσω;
Αν ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που να με είχε συνηθίσει σε παρόμοιες δηλώσεις, ίσως και να το έκανα. Ίσως να γελούσα. Αλλά ήταν ο πτωχός μου Αντώνης.
Συνήλθα όταν συνέχισε να μιλάει.
«Δεν ήταν απλό όνειρο. Ήταν εκεί, μπροστά μου, ολοζώντανη. Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια απ’ το πρόσωπο της.»
Χαμογέλασα και του γύρισα την πλάτη. Υποτίθεται για να βάλω ποτό! Όμως ήθελα να σκεφτώ πώς θα αντιδρούσα. Έπρεπε να πάρω μέρος στη ψευδαίσθηση του; Δεν ξέρω γιατί, αλλά αποφάσισα να είμαι ειλικρινής.
«Πως τη γνώρισες; είχατε κάποια σχέση, επαφή στο παρελθόν.» ρώτησα.
«Είναι μια γειτονοπούλα μου. Μια κοπελιά της Πάνω Γειτονιάς, που.......» είπε ο Αντώνης.
«Όχι, θέλω να πω. Έχετε μιλήσει έχετε βγει πουθενά; Κάπου. Πέρα απ’ τ’ όνειρο της Ντελαγκράτσια;». 
Ο Αντώνης δεν μ’ άκουγε. Δεν τέλειωσε ποτέ τη φράση του, την έκοψε στη μέση. Η λαχτάρα του πετούσε σε αλαργινούς καιρούς και στη φαντασία του σύχναζαν άλλες νωπότερες σκιές. 
Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε. Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω μου, με τη λάμψη να ‘χει χαθεί τώρα από μέσα τους, να ‘χει σβήσει σαν τη φλόγα ενός κεριού στον άνεμο. Ανοιγόκλεισε το στόμα του, δεν βγήκε κανένας ήχος όμως. Δεν ήξερε τι να πει. Ήταν τόσο βαθιά η συγκίνηση του.
Η μορφή της Βενετίας πρέπει να χάθηκε, και στη θέση της να είδε τώρα το πρόσωπο της μητέρας του στο νοσοκομείο, με τα λευκά μαλλιά της να κρέμονται από την άκρη του φορείου με τα μάτια ολοσκότεινα, το δέρμα της κάτασπρο, και τα χείλια της να κουνιούνται σαν να παραμιλάν, να απαγγέλλουν ποιήματα, χωρίς να βγάζουν μιλιά. Η μητέρα του απλώνει το χέρι της, όμως αυτός δεν προλαβαίνει να το πιάσει. Δεν θα ξαναγυρίσει. 
Πέθανε του λένε. «Πάει.» Κι αυτό το «πάει», αυτό το τελεσίδικο, το μαύρο του θανάτου, αδυνατεί να το καταλάβει. Δεν μπορεί να το δεχτεί ότι πέθανε, δεν μπορεί να δεχτεί πως δε θα την ξαναδεί, δε θα ξανακούσει τη φωνή της, δε θα μοιραστεί πράγματα μαζί του. Δάκρυα κυλούν στα μάτια του και παγώνει το μέσα του. Αρνείται.
Η ζωή είναι ένας κόμπος που διαρκώς πρέπει να θυμάσαι πώς λύνεται και ένα  ξέφτισμα του πανιού της ζωής μας φανερώνει ότι το υφάδι της είναι το πιο πολύ καμωμένο από τη θλίψη. Πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια θα συλλογίστηκε, όπως το βλέμμα του νοερά θα πλανιόταν στον κόλπο της Ντελαγκράτσια με τους κατάφυτους κήπους που κοσμούν το νησί, μέχρι την άκρη του φάρου στο Βιγλοστάσι. Έτσι απλά! Σαν ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού.
Εγώ τον κοιτούσα παρασυρμένος, η ζωή του ξετυλίχτηκε μπροστά στα συμπονετικά μάτια μου.
Η ταραχή του δεν διήρκεσε παρά λίγες στιγμές μονάχα. Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία του τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα είναι φως, μια γλύκα: Το πρόσωπο του σαν να έκρυβε ένα χαρούμενο μυστικό έγινε και πάλι εύθυμο και φωτεινό σαν όμορφη φθινοπωρινή μέρα. Αυτός ήταν ο Αντώνης. Πίσω απ' αυτό το χαρούμενο, αθώο κι καλόκαρδο πρόσωπο κρύβεται ένα θλιμμένο παιδί. Μ’ ευκολία κατόρθωνε να βάζει στο περιθώριο κάθε άσχημη σκέψη.
Αναστέναξε, πήρε μια τελευταία βαθιά ανάσα, ρουφώντας τη γλυκιά λάμψη που ανέδινε η φωτογραφία αναζητώντας αυτή την αίσθηση της ευτυχίας, την αίσθηση του ουράνιου τόξου. Πίνοντας μια γουλιά ουίσκι από το ποτήρι του, δίπλωσε με αργές προσεκτικές κινήσεις την παλιά φωτογραφία και την έβαλε πάλι στο πορτοφόλι του.
Κάθισα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα, άφησα τον Αντώνη να μιλήσει, τον ρώτησα για κείνα που δεν αφορούσαν τόσο το όνειρο του -την όμορφη κοπέλα- αλλά τον ίδιο τον ονειρευτή. Είναι ώρα να μάθω μερικά πράγματα για τον εαυτό σου. Φυσικά, η αφήγηση αυτή γράφεται για τη Βενετία κι όχι για σένα. Όπως και να το κάνουμε όμως, η ιστορία περνάει μέσα από τα δικά σου μάτια -ποια είναι η Βενετία και τι έκανε στη ζωή της, άρα θα πρέπει να εξηγήσω ορισμένα πράγματα για τον αφηγητή. Για εσένα, με άλλα λόγια.
«Μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσω για τον εαυτό μου, «ποιος είμαι εγώ;» λέει ταπεινά ο Αντώνης λες και τον βασάνιζε το άγχος ότι μπορεί να μην παρουσιάζει τον εαυτό του αρκετά αντικειμενικά. Αυτού του είδους οι προβληματισμοί δεν φαίνεται να απασχολούν πολλούς ανθρώπους. Άμα τους δοθεί η ευκαιρία, οι άνθρωποι είναι απρόσμενα ειλικρινείς όταν μιλούν για τον εαυτό τους. «Είμαι τίμιος κι ανοιχτός μέχρι σημείου γελοιότητας», λένε, ή «είμαι πολύ ευαίσθητος και κάθε άλλο παρά τύπος που επιβιώνει άνετα στον κόσμο». Όπως επίσης είναι αμέτρητες οι φορές που έχω δει ανθρώπους να δηλώνουν ευαίσθητοι τη στιγμή που πληγώνουν άλλους ανθρώπους χωρίς προφανή λόγο. Εκλεπτυσμένοι, έντιμοι και ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι, χωρίς να συνειδητοποιούν τι κάνουν, εκμεταλλεύονται «ελαφρά τη καρδία» καταστάσεις.
«Σαφώς κανείς δεν ξέρει τόσο πολλά στοιχεία για τον εαυτό σου όσα ο ίδιος ο εαυτός σου. Έτσι θα καταφέρω να σχηματίσω μια σαφέστερη εικόνα για τον εαυτό σου.» του απάντησα και άρχισα να γράφω και να του διαβάζω μες στη σιγαλιά της νύχτας. Έγραφα λέξεις που ρίζωναν μέσα στην ψυχή του και στέκουν σαν αερικά μέσα του. Ένα γράμμα γεμάτο λέξεις που κατάφεραν να πετάξουν σα μαγικό χαλί κατευθείαν στην καρδιά του κι εκεί ρίζωσαν και βλάστησαν κι αναπόλησαν και σχημάτισαν χίλιες δύο άλλες εικόνες από εκείνες τις εποχές της νιότης του. Για όλα τα ανεκπλήρωτα όνειρα του, για όλα όσα πόθησε να κάνει. Και γέμισε η ψυχή του φως κι αγάπη και σκέψεις για όλα όσα φέρνει ο καιρός κι ο χρόνος. Έγραφα σα να του ζωγράφιζα εικόνες που μένουν, θύμησες και λόγια που δεν θα θέλει να ξεχάσει. Του διάβασα πολλές φορές εκείνο το γράμμα. Ήθελε να θυμάται όλες τις λέξεις, τις φράσεις, το δέσιμο τους με εικόνες που ίσως κι αυτός έζησε κάποτε.
Μόλις τέλειωσα για τελευταία φορά την ανάγνωση δεν μπορείτε να φανταστείτε τη βαθιά εντύπωση που του έκανε καθώς και την συγκίνηση που προκάλεσε στην ψύχη του. Το ρούφηξε μονορούφι. Όλα αυτά τον συνάρπαζαν. Είχα την αίσθηση ότι όλα όσα άκουγε τα ένιωθε ότι τα έζησε στ’ αλήθεια και ένιωθε ο ευτυχέστερος των θνητών. 
Ήταν ήδη μεσάνυχτα. «Θα πρέπει κι εγώ να πηγαίνω τώρα». Του είπα.
Έμεινε και πάλι μόνος του με τον εαυτό του, με το παρελθόν του, και με το κεφάλι του γεμάτο από παλιές βασανιστικές ιδέες. Αναζητούσε χέρια αόρατα να τον πάρουν στη γλυκιά αγκαλιά τους….  να βιώσει την αίσθηση…. να χαθεί βουτώντας στον πλούτο ... της μαγείας των ονείρων του. 
Ευχαρίστως θα ανανέωνε αυτά τα σύντομα όνειρα του τουλάχιστον για μερικές ακόμα στιγμές άλλα τελικά ακόμη και ο ίδιος το ήξερε πως τα όνειρα του είναι χλωμά και διαλύονται σαν το πρωινό σκοτάδι.  Τον έρωτα που δεν γεύτηκε γιατί του τον πήρε στρόβιλος δυνατός και χάθηκε σαν τα κύματα που φεύγουν. Κι ο πόνος που φωλιάζει μέσα του μοιάζει με «Σιωπητήριο» στο ακατοίκητο χάος.
Το γράμμα δεν το έστειλε ποτέ. Ήταν ένα γράμμα προορισμένο ότι δε θα έφτανε ποτέ στον παραλήπτη του ... Ξέρω ότι το χρησιμοποιούσε να τυλίγει με έκφραση περίσσειας λατρείας και με μοναδική ευλάβεια την παλιά φωτογραφία.
Κράτησε το λόγο του. Κανείς άλλος δεν έμαθε αυτά που εγώ του έγραψα εκείνο το βράδυ....

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Atherapeuta Eroteumenos

....Μια καλοκαιρινή μέρα προς το τέλος της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια ογδόντα. Βρισκόμουν αραγμένος στη πρύμνη ενός φορτηγού πλοίου γενικών φορτίων ταξιδεύοντας στον ποταμό Ορινόκο με προορισμό τον λιμένα Πουέρτο Ορντάνς, στο εσωτερικό της Βενεζουέλας, ρεμβάζοντας τη φύση και φιλοσοφώντας! Ηταν η ώρα που ο ήλιος μας αποχαιρετά, και μοιάζει να συμβαίνει κάτι μαγικό! Κάθε μέρα, το ηλιοβασίλεμα την ίδια περίπου ώρα, στον ίδιο καμβά, η φύση ζωγραφίζει με τα πιο απίθανα χρώματα τη μεγαλοπρεπή έξοδο του ουράνιου αναχωρητή. Σ’ αυτό το φωτεινό ενδιάμεσο όλα γύρω πλημμυρίζουν με μια λάμψη θεϊκή. Μυριάδες πορφυροκόκκινες πινελιές βάφουν τον ορίζοντα, φωτίζουν απόκοσμα τα νερά του θηριώδη ποταμού, τρυπούν τα δαντελένια σύννεφα… Ο ήλιος βουτά δυτικά στον Ειρηνικό ωκεανό για να ξεδιψάσει, κρύβεται σαν κυνηγημένο πουλί πίσω από λόφους και βουνοκορφές. Ο χρόνος μοιάζει να παγώνει, σαν να θέλει να κρατήσει για πάντα αυτή την εικόνα ζωντανή. Τις στιγμές αυτές τα λόγια περισσεύουν. Οι καρδιές χτυπούν δυνατά. Η σκέψη αφήνεται σε ταξίδια νοερά. Αυτό το ηλιοβασίλεμα μ' όλη την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια της γύρω φύσης ήρθε και κάθισε δίπλα μου ο γραμματικός του πλοίου. Χμ! Σκέφτηκα! οι σκέψεις τις επίπονης εργασίας του μετά από ένα δύσκολο και κουραστικό εικοσιτετράωρο, διαπίστωσα πως τον κρατούσαν σε υπερένταση και αναζητούσα τρόπο να μην αφήσω τις σκέψεις της εργασίας να τον συντροφεύουν και εκεί στην ολιγόωρη ανάπαυση του. Άλλωστε είχαν σπάσει οι βάρδιες της γέφυρας για να 'χει λίγο ελεύθερο χρόνο στα δύσκολα από κάθε άποψη λιμάνια του ποταμού.Έμεινε αρκετή ώρα χαμένος συντροφιά με τις σκέψεις του μέχρι να τον παρακινήσω να ξεκινήσει και πάλι την τελευταία αφήγηση του που είχαμε διακόψει την προηγούμενη ήμερα για τα κρυφά τα ανομολόγητα πάθη του και τις μικρές του ασήμαντες αμαρτίες του. Αυτά που δεν λες, αυτά που δεν ζεις, αυτά που δεν θες να παραδεχθείς ούτε στον εαυτό σου πως είναι αυτός που σε δυναστεύει. Οι συναισθηματικές προκλήσεις έχω καταλάβει πως τον δυναστεύουν σε τέτοιο βαθμό που πολλές φορές νιώθει να τον καταπιέζουν και αναζητά ένα κάλεσμα για φυγή. Αν προσθέσω ακόμα τον αισιόδοξα ανέμελο χαρακτήρα του, που δεν θέλει να προβληματίζει κανένα με επιπλέον σκοτούρες. Κάθισε πιο αναπαυτικά και άφησε τις σκέψεις του ελεύθερες να σμίγουν με τον ορίζοντα και το ηλιοβασίλεμα να γίνεται ο καμβάς για να στηθεί ολόκληρη ανάλυση για τον καημό του έρωτα που τον συνόδευε στα σπλάχνα του, παρασυρμένος από τα εφήμερα του πάθη και τα ερωτικά σκιρτήματα που του προκάλεσε η νεαρή κυρία. Τόμοι ολόκληροι έχουν γραφτεί και κιλά από δάκρυα έχουν χυθεί με θέμα αυτές τις ιστορίες.
 .........«Άνοιξα την πόρτα να κατέβω από το ταξί, ένα κύμα ζέστης με κτύπησε λες και κατέβαινα από αεροπλάνο σε αερολιμένα της κεντρικής Αφρικής. Μπροστά μου απλωνόταν η μεγάλη μαρίνα γεμάτη από σκάφη, πίσω μου η μικρή πλατεία κρυμμένη στο πράσινο, όαση δροσιάς στην αποπνικτική ατμόσφαιρα, μια ζεστή καλοκαιρινή ημέρα. Βρέθηκα στο νούμερο που έγραφε η κάρτα ότι ήταν τα γραφεία της εταιρείας. Έριξα μια ερευνητική ματιά στην είσοδο και διαπίστωσα τον όροφο που βρισκόταν το γραφείο που αναζητούσα. Αφήνοντας πίσω μου τον ανελκυστήρα ένας διάδρομος οδηγούσε σε μια μεγάλη αίθουσα που ακτινοβολούσε από το φως, άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί ολόγυρα. Μια σειρά από γραφεία με γυναίκες και άνδρες που πληκτρολογούσαν καθισμένοι πίσω από οθόνες υπολογιστών η απαντούσαν στα τηλέφωνα. Την είδα όρθια μπροστά στο μεγάλο φωτοτυπικό μηχάνημα να περιμένει τις σελίδες της αντιγραφής. Φορούσε απαλό διακριτικό γκρίζο χρώμα ναυτικό παντελόνι όπως το χρώμα της πλυμένης καθαρής στάχτης, εφαρμοστό στους γλουτούς, φάρδαινε πάνω από τα γόνατα και που στένευε καθώς κατέβαινε, ώσπου σταματούσε στη μέση της κνήμης, κουμπώνοντας σφικτά στην αρχή τους, αφήνοντας στην θέα τις υπέροχα λαξευμένες αθλητικές της γάμπες. Το σύνολο το έκλεινε ένα πόλο βαμβακερό μπλουζάκι χωρίς μανίκια σε μπλε ελέκτρικ του ουρανού χρώμα, με ανασηκωμένο τον γιακά, που της αγκάλιαζε γάντι το ελκυστικό της σώμα και ένα ζευγάρι μπεζ ξώφτερνες γόβες απ’ αυτές που φορούν οι βραζιλιάνικες χορεύτριες της σάμπα. Την πολύ λεπτή μέση της, την έσφιγγε μια πλατιά, σε σκούρο μολυβί χρώμα, ζώνη. Ευθυτενής, καθώς τέντωνε το κορμί της να φτάσει τις σελίδες μια λυγερή ευκινησία γεμάτη αέρινη χάρη χαρακτήριζε τις κινήσεις της, πραγματικά είχε ένα υπέροχο παράστημα, ήταν απλώς ακαταμάχητη, και απίστευτα σέξι. Λεπτή, ψηλή πάνω από ένα εβδομήντα, με ένα ζευγάρι μαύρα μάτια να λάμπουν και αέρινα πλούσια καστανά μαλλιά, σαν της διαφήμισης του πρωτοποριακού μαλακτικού στα βραδινά σήριαλ της τηλεόρασης. Σηκώνοντας το δεξί της χέρι να ταχτοποιήσει της σελίδες παρατήρησα ότι φορούσε βέρα, ξαφνικά αναρωτήθηκα πως θα ήταν ο άνδρας της, ένα τσίμπημα ζήλιας με γέμισε σε κάθε ίνα του κορμιού, το συναίσθημα ήταν μοναδικό.
Την παρακολούθησα να περπατά προς το γραφείο της με την όμορφη κατατομή της, το πλούσιο στήθος της που έστεκε στητό πάνω από το ίσιο στομάχι και την ίσια κοιλιά της. Χωρίς να ξεκολλήσω τα μάτια από τους γλουτούς της, που με αναστάτωναν, καθώς τάχυνε το βήμα και λικνίζονταν στο βάδισμα της. Βυθιζόμουν σ’ ένα κόσμο όπου ένοιωσα να με πλημμυρίζει πάλι εκείνο το αίσθημα που οι σκέψεις βγαίνουν από την καρδιά σου και όχι από το κεφάλι σου, μόνο που το ένοιωθα δυο φόρες χειρότερα σήμερα. Ρώτησα να μάθω ποιος είναι ο υπεύθυνος πληρωμάτων. Μου έδειξαν τα γραφείο της. Ναι ήταν εκείνη. Ζαλισμένος στιγμιαία αποπροσανατολισμένος έμεινα ασάλευτος τουλάχιστον για ένα λεπτό, την κοίταξα λες και την έβλεπα μόλις τώρα για πρώτη φορά. Με κοίταξε και μου χάρισε μια λάμψη από το μεγάλο χαμόγελο της, ένοιωσα έντονα το βλέμμα της, ένα πλούσιο χρώμα χαρακτήριζε την φωνή της. Το χέρι της ήταν σταθερό και κράτησε το δικό μου, μου φάνηκε ότι μου το κρατούσε έναν αιώνα. Ιδιαίτερα ευχάριστη κυρία, σεμνή, προσιτή και διαλλακτική επαγγελματίας, που είχε όλα τα χαρακτηριστικά της λεπτότητας και της πνευματικής καλλιέργειας.»
....... Όταν τελείωσε την αφήγηση κάθισε για λίγη ώρα χαμένος στις σκέψεις του σαν ο ποιητής που παρασυρμένος μετουσιώνει το ερωτικό του μαρτύριο σε αισθητική, πνευματική ομορφιά και ερωτική εκτόνωση! Τελικά μ' ένα τίναγμα  βγήκε από την ονειροπόληση του και κοίταξε τριγύρω με κοίταξε με προσδοκία, αλλά εγώ έμεινα σιωπηλός δεν είπα τίποτα.
Αυτός ήταν ο γραμματικός του πλοίου μας, που ξεχειλίζει από ζωή και πάθος, διηγείται τον τελευταίο ερωτικό καημό του με ποιητική αδεία. Ένας όμορφος νεαρός άνδρας που έσφυζε από ζωντάνια και ενεργητικότητα, εξαιρετικά αρρενωπός, ξανθός με αετίσιο βλέμμα.
Περίμενε υπομονετικά να του δείξω την αντίδρασή μου και το βρήκα διασκεδαστικό, που η αναμονή του είχε εντείνει ακόμα περισσότερο την περιέργεια του.
«Πώς είναι να διηγείσαι ξανά μια πασίγνωστη και πολυδουλεμένη επιθυμία του ανθρώπου;» Τον ρώτησα τελικά και κοιτάζοντας τα ανοιχτό-κάστανα μάτια του, συμπλήρωσα: «Μάλλον διακρίνω ότι πολύ εύκολα αφυπνίζει μέσα σου η κρυμμένη διάθεση να περπατήσεις στα μονοπάτια της περιπέτειας και στο άγνωστο που κρύβεται στα σκοτεινά βάθη της ψυχής σου».
«Μάστορα το έχουμε ξανασυζητήσει, η δική σου καρδιά είναι κτισμένη ολόγυρα μάλλον με σκληρούς και άκαμπτους νορβηγικούς γρανίτες. Ο έρωτας προκαλεί συναίσθημα ευφορίας, και επηρεάζει και περιοχές διανοητικών λειτουργιών του εγκεφάλου μας.» Μου αντιγύρισε με χαμόγελο.
«Ίσως να φαίνομαι απόμακρος κάποιες φορές ή ακόμη και παράξενος, προσεγγίζοντας διαφορετικά τις σχέσεις με τ' άλλο φύλλο αλλά έχε υπόψιν ότι πολλές φορές η εικόνα του «Φαίνομαι» ίσως και να είναι διαφορετική από το «Είμαι». Του αντιγύρισα, σάμπως να συζητούσαμε ακαδημαϊκά.
 «Ο έρωτας βλέπει όχι με τα μάτια, αλλά με το μυαλό, έγραφε κάποιος μεγάλος συγγραφέας, και πιστεύω ότι η αγάπη δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα που λάμπει σαν νεραϊδόσκονη.» Συνέχισα τον αντίλογο διατηρώντας τον φιλικό μου τόνο στ' ολοφάνερα φιλικό συναίσθημα της σπόντας του. 
Το βλέμμα του ταξίδεψε αργά γύρω του, ως την άκρη του ορίζοντα, ήταν η σειρά του που δεν μίλησε.
«Σε καταλαβαίνω! Μ' ευκολία η έξαψη σαν φίδι φωλιάζει χαμηλά κάτω στην κοιλιά σου.» Τον πειράζω γελώντας με τις καλύτερες προθέσεις μου και με χαλαρή διάθεση,.
«Καλωσόρισες στην παρέα του φευγάτου.» Μου δήλωσε χαρωπά, κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε πλατιά, μ' εκείνο το γνώριμο γέλιο του όταν τον πείραζα καλόκαρδα και γελούσαμε με την καρδιά μας.
«Μάστορα κάπου διάβασα και εγώ ότι η φαντασία έχει τρεις πιστούς! Τους εραστές, τους ποιητές και τους τρελούς.» Μου λέει με μαλακή φωνή και έμοιαζε ο πιο καλόκαρδος νεαρός άνδρας του κόσμου. Το πρόσωπό του ήταν καθαρό, και είχε πολλή αθωότητα το χαμόγελο του.  
Στο Αυγουστιάτικο σούρουπο το πλοίο μας τραβά ήσυχα από ένα ευρύ κανάλι, μίλια μακριά από όπου τα ύδατα του τερατώδους ποταμού εκκενώνονται στον Ατλαντικό ωκεανό. Διάστικτα ασημένια και ρόδινα του γλυκού νερού δελφίνια ξεφυσούν και κυλούν στην επιφάνεια, συντροφιά στην απέραντη μοναξιά μας. Στη γαλήνια και διαυγή ατμόσφαιρα το τοπίο είχε μια άγρια ομορφιά, μερικά σύννεφα έκαναν την εμφάνιση τους μακριά στα δυτικά. Το βλέμμα αγκάλιαζε τη πλούσια σκούρα πράσινη βλάστηση που καλύπτει σαν ομοιόμορφος μανδύας τους μικρούς λόφους τους οποίους χωρίζουν βαθιές κοιλάδες. Υπάρχουν μονοπάτια αδιάβατα για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ανάμεσα στους λόφους και πέρα στη πυκνή ζούγκλα που εκτείνεται σε μια έκταση απέραντη για χιλιάδες χιλιόμετρα, τυλιγμένη στη πάχνη της ζέστης. 
Όταν η εποχή των βροχών φθάνει από το Μάιο μέχρι το Νοέμβριο, ο ποταμός αυξάνεται κατακλύζοντας μεγάλες περιοχές καλλιεργήσιμων εδαφών και βοσκοτόπια. Ένας ποταμός των αντιθέσεων, μια υδάτινη οδός που βρίσκεται για αιώνες στο χείλος της πολιτισμικής αλλαγής από της πηγές του όπου οι άγριοι άνθρωποι ζουν, ως της εκβολές του.
Τον θυμάμαι που τον πρωτογνώρισα, να δηλώνει ερωτοχτυπημένος με μια όμορφη ισπανικής καταγωγής γιατρό από το Καράκας την πρωτεύουσα της Βενεζουέλας, έρωτας αγιάτρευτος μου εκμυστηρευόταν, τον είχε επισκεφτεί σε τρία τέσσερα λιμάνια τη καραϊβικής θάλασσας, οπού ερχόταν στο πλοίο μας με το αεροπλάνο της γραμμής να τον συναντήσει. 
Του θύμισα κάποιες ιστορίες που κυκλοφορούσαν στα κύματα και αφορούσαν παράξενες πτυχές για τα καμώματα του Έρωτα τους με την κυρία.
«Μάστορα μην τις ακούς τις ιστορίες, προσπαθούν να με διαβάλουν.»  Έλεγε χαμογελώντας με νόημα.
«Οι φήμες επιμένουν και φουντώνουν για ένα ειδύλλιο.»  Του απάντησα.
 Απολάμβανα το μυρωδάτο διπλό εσπρέσο με το κρουασάν μου, προσπαθώντας μέσα στις σκέψεις να ψυχογραφήσω τον φίλο μου. Κάθε καινούργια γνωριμία του ήταν ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή του, μια αξέχαστη εμπειρία, που ξεχείλιζε από πάθος και θα ήθελε να ζήσει τον μεγάλο έρωτα.
«Έχεις ακούσει ένα ποίημα για κάποιο μεταλλωρύχο, που έψαχνε στα βάθη της γης να ανακαλύψει αυτό που ονειρευόταν.» Τον ρώτησα.
Του φάνηκε πολύ παράξενη η ερώτηση μου.
……«Βράχε γίνε κομμάτια
έτσι όπως σε χτυπώ με το βαρύ σφυρί
για ν’ ακουστεί ο κρότος σου ως τον ουρανό!
Εκεί κάτω πρέπει να ανοίξω το δρόμο μου
προς ένα τέρμα που μόλις τολμώ να φανταστώ
Άραγε λάθεψα; Αυτό το μονοπάτι
δεν οδηγεί στο φως
Αν ψάχνω προς τα πάνω
το φως με τυφλώνει.
Όχι, πρέπει να κατέβω στα σπλάχνα της γης,
Εκεί που βασιλεύει νύχτα…
Βαρύ σφυρί άνοιξε μου το δρόμο.
Που πάει ολόισα στη καρδιά της φύσης.»….***
«Δηλαδή τι λέει το ποίημα». Αναρωτήθηκε κοιτάζοντας ερωτηματικά το ποτήρι με την παγωμένη σάγκρια που κρατούσε στο χέρι του, λες και μπορούσε να εμπνευστεί και αποκρυπτογραφήσει την απάντηση στο περιεχόμενο του.
«Προσπαθώ να φτιάξω ένα πορτρέτο που να σου ταιριάζει.» Του λέω, κάθε καινούργια γνωριμία σου είναι ένα αίσθημα εντονότερο από το προηγούμενο.
«Θα το εξειδικεύσεις στην καθημερινή διάλεκτο που η κοινή λογική μπορεί και κατανοεί.» Μου απάντησε.
 Το ποίημα είναι όπως οι Περσίδες, που ίσως δούμε απόψε στον έναστρο ουρανό. Τ' αστράκια που γοήτευσαν και καθήλωσαν τη Δανάη, τη μητέρα του Περσέα, όταν βρέθηκε στην αγκαλιά του Δία. Τα δεκάδες φωτεινά πεφταστέρια που στολίζουν τις νύχτες του Αυγούστου και μπορούν να τα απολαύσουν αυτές τις νύκτες οι αθεράπευτα ρομαντικοί και όχι.
Πρόκειται για μια βροχή αστεριών. Αποτελείται από υπολείμματα του κομήτη Swift-Tuttle που κάνει μια πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο κάθε 130 χρόνια. Οι διάττοντες αστέρες που παρατηρούμε είναι τα σωματίδια σκόνης και βράχων που άφησε πίσω του ο κομήτης αυτός κατά την πορεία του μέσα από το ηλιακό μας σύστημα. Το όνομά τους οφείλεται στο βόρειο αστερισμό του Περσέα, όπου βρίσκεται και το σημείο εκκίνησης τους. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Με κοίταξε παράξενα γεμάτος ευφορία, στη συνέχεια γύρισε το βλέμμα του αφήνοντας το να χαθεί στο μακρινό ορίζοντα, έβλεπε τ’ αστέρια καθώς κρυβόταν ένα, ένα, πίσω από τα σύννεφα που έφταναν από τη δύση κάνοντας το τοπίο μελαγχολικό. Γύρισε με κοίταξε για λίγο ερευνητικά, σαν να ήμουν μηχάνημα που έκαιγε κάποιο άγνωστο μέχρι τότε καύσιμο. Χάνοντας κάθε ενδιαφέρον, γύρισε το βλέμμα του προς τον ουρανό και η συζήτησή μας ξέφτισε. «Δεν είναι αυτός για τέτοιες κουβέντες, πρέπει να είπε μέσα του.»  
Σαν από μηχανής θεός μια σκιά έκανε την εμφάνιση της στην αλέα της πρύμνης, και όταν έγινε πιο ευδιάκριτη, εμφανίστηκε ο τρίτος πλοίαρχος του πλοίου ένα νεαρό γοητευτικό παλικάρι από την Κρήτη που προστέθηκε στην παρέα μας. Ήμουν σίγουρος ότι η νύχτα θα ήταν μεγάλη απόψε.
«Γιαννάκη μόλις είχα ξεκινήσει να ανακρίνω τον φίλο μας εκ δεξιών για την τελευταία περιπέτεια σας στην Ιαπωνία. Λοιπόν κάθισε δίπλα μας πάρε ένα ποτήρι σάγκρια και διηγήσου την ιστορία με τον μοναδικό τρόπο που γνωρίζεται εσείς οι κρητικοί.»
Έγινε σιωπή. Ήταν η σιωπή που πάντα γίνεται στην αναμονή.
..... Είμαστε στα 1987 στο Καβασάκι, πόλη στην Ιαπωνία, στο νοτιοανατολικό νησί, μεταξύ του Τόκιο και της Γιοκοχάμα, στον κόλπο του Τόκιο σε μια ιδιαίτερα αστικοποιημένη περιοχή, είναι ένας σημαντικός λιμένας και βιομηχανικό κέντρο της μεγάλης βιομηχανικής ζώνης. Από τον τουριστικό οδηγό ανακαλύψαμε ότι στην ευρύτερη περιοχή λειτουργεί από το 1983 τεράστιο θεματικό πάρκο ψυχαγωγίας, το επιτυχές, γνωστό τουριστικό αξιοθέατο η ντίσνευλαντ του Τόκιο, ένας δημοφιλής πόλος έλξης για τους επισκέπτες. Αποφασίσαμε λοιπόν το σαββατοκύριακο να την επισκεφτούμε, ο γραμματικός εγώ και ο δόκιμος μηχανικός με καταγωγή από τα μέρη του Γυθείου.
Βρισκόμαστε στο τελευταίο Σάββατο τον Ιούλιο, υπάρχει παραδοσιακό φεστιβάλ και εορτασμός πέρα από τον ποταμό που διασχίζει την περιοχή, και μια τεράστια επίδειξη πυροτεχνημάτων, που προσελκύει εκατομμύρια θεατές. 
Ήταν πέντε κοριτσόπουλα από κάποια κολεγιακή ομάδα, νεαρές κομψές έφηβες, των δεκαοκτώ χρονών, με πλούσια μαύρα μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια. Ντυμένες ομοιόμορφα με λευκά καθαρά πουκάμισα, αρκετά κοντές πλισέ φούστες γκρίζο-γαλανό το χρώμα με μακριές τιράντες να κρέμονται από τους λεπτούς ώμους. Κάλτσες λευκές αθλητικές λίγο κάτω από τα γόνατα, μαύρα σκαρπίνια παπούτσια. Τα άβαφα πρόσωπα τους με τα διάφανα βλέμματα έδιναν μια σεμνή εμφάνιση στη νεανική τους παρουσία. Οι σέξι μαθήτριες που η φαντασίωση τους βρίσκεται στην κορυφή των ανδρικών συνειδήσεων διαχρονικά. Η ιδέα ότι η στολή μαθήτριας είναι sexy είναι διάχυτη παντού στο κόσμο.
Ο Γραμματικός είχε μια ικανότητα που κερδίζει τις εντυπώσεις, και αν δεν απατώμαι μάστορα, εσύ του έχεις προσδώσει τον ορισμό της θανατηφόρας έλξης που έχει ο φίλος μας με το γυναικείο φύλλο. Στάθηκε τις παρακολουθούσε, τα πρόσωπα τους ακτινοβολούσαν, άρχισε να βγάζει το λευκό από ινδικό μετάξι πουκάμισο του. Έκπληξη ανάμεικτη με περίεργα ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα των κοριτσιών. Το έστρωσε χαλί, γονάτισε προσκυνητής και ικέτευε την μεγαλύτερη και αρχηγό της παρέας να περάσει πατώντας πάνω από το πουκάμισο του. Τα κοριτσόπουλα τον κοιτούσαν χωρίς να μπορούν να το πιστέψουν αυτό που συμβαίνει, γέλια σαν ανοιξιάτικα νεοσσών τιτιβίσματα αντήχησαν γύρω μας, ήταν μια χαρούμενη και απρόσμενη ενέργεια, το πήραν για παιγνίδι. Όταν το νεαρό κορίτσι επιτέλους αποφάσισε να του κάνει το χατίρι, σήκωσε το πουκάμισο του το πήρε στην αγκαλιά με ευλάβεια όπως κάτι το πολύ πολύτιμο, και με περίσσια τρυφερότητα το φίλησε.
«Θησαυρέ μου όταν σε είδα για πρώτη φορά με μάγεψες, ήθελα μόνο να δω τα μάτια σου να λάμπουν από ευτυχία.» είπε στο κορίτσι.
Γοητευμένες από την προσωπικότητα και το αδιαμφισβήτητο ταμπεραμέντο του, η εξέλιξη ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και τα αποτελέσματα εντυπωσιακά. Είχε ένα χάρισμα ένα δώρο. Ήταν απολαυστικός, ευχάριστος, θαυμάσιος. Τρεις μεγάλοι κεραυνοβόλοι έρωτες ξεκινούσαν από εκείνη τη στιγμή στο πλακόστρωτο της ντίσνευλαντ. Την ημέρα της αναχώρησης η προβλήτα γέμισε κοριτσόπουλα με λευκά μαντήλια στα χέρια και άφθονα δάκρυα στα μάτια, νομίζω ότι ο πιο δύσκολος χωρισμός ήταν αυτός του δόκιμου μηχανικού, με πάθος έχει αγκαλιαστεί με την κοπέλα του εκεί στη σκάλα εισόδου του πλοίου μέχρι που έλυσε και ο τελευταίος κάβος δεν έλεγαν να αποχωριστούν τα σώματα τους.
«Αληθεύει μάστορα ότι το επόμενο ταξίδι είναι Ιαπωνικοί λιμένες;.» Με ρώτησαν αδημονώντας να μάθουν αν όντως αληθεύει.
«Είναι πολύ πιθανόν.» Τους απάντησα τόσο αφηρημένα και τόσο αόριστα.
Η έκφραση στα πρόσωπα τους, μου εξηγεί γιατί ο χωρισμός είναι τόσο επώδυνος ακόμη και όταν ξέρουμε ότι είναι η σωστή επιλογή. Πονάει όταν σκέφτεσαι, πονάει όταν θυμάσαι, πονάει ακόμη κι όταν αποκτήσεις μια απόσταση από τα πράγματα με στόχο το να ξεχάσεις. Για να ξεφορτωθούν τις δύσκολες αναμνήσεις, όπως ο χωρισμός, χαριτολογώντας άλλαξα την κουβέντα.
«Νίκο αληθεύει η ιστορία με μια όμορφη γιατρό απ' το Καράκας που έχει δηλώσει πως θα σε ευνουχίσει όταν και όπου σε συναντήσει;» Τον ρώτησα αστειευόμενος..
«Μάστορα μην ακούς τι λένε, φήμες είναι.»
«Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, η σεξουαλικές σου επιθυμίες με μπερδεύουν αφάνταστα», του είπα με απόλυτα σοβαρό ύφος.  «Ξέρεις τι εννοώ, πώς γίνεται όλο αυτό το πράγμα.»
«Εσύ τι άποψη έχεις;» με ρώτησε.
«Η σεξουαλική επιθυμία δεν είναι κάτι που το καταλαβαίνεις», του είπα, δίνοντάς του μια νερόβραστη απάντησή μου. «Απλώς υπάρχει! Να την ακούω στα κύματα που ψιθυρίζουν για ένα ζεστό βράδυ με υγρασία, στο Μαρακάιμπο που γνωρίστηκες με την φιλήδονη Ιζαμπέλ και χορεύατε παθιασμένα το «Live now. Life is short. Time is luck». Υποψιάζομαι πως κάτι έφτασε και στα αυτιά της γιατρού για εκείνο το βράδυ! Και οι φήμες που κυκλοφορούν λένε πως είναι ζόρικη η κοπελιά. Φυλάξου, έχε τον νου σου! Έχω δει ταύρο να ερωτεύεται και να μουγκρίζει σαν να τον τσίμπησε αλογόμυγα-και τράγο ν᾽ αγαπάει γίδα και να την ακολουθάει παντού.»
**.....Έγνων δὲ ἐγὼ καὶ ταῦρον ἐρασθέντα, καὶ ὡς οἴστρῳ πληγεὶς ἐμυκᾶτο· καὶ τράγον φιλήσαντα αἶγα, καὶ ἠκολούθει πανταχοῦ.

**Δάφνις και Χλόη.... Έλληνας Λόγγος, συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα.
***Ο μεταλλωρύχος – Ερρίκος Ίψεν 1871
 
Web Informer Button