ADS

click to open

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

Koulentia Monemvasias

.Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης.Το χωριό βρίσκεται «σκαρφαλωμένο» στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά.... στο νότιο μέρος της λακωνικής χερσονήσου και της νότιας προέκτασης του Πάρνωνα που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας και στο μέσον της ορεινής διαδρομής που οδηγεί από τη Μονεμβάσια και τις ακτές του Μυρτώου πελάγους στην Παντάνασσα και τις ακτές του Λακωνικού κόλπου. Ορθοπλαγιασμένο σε μία άγονη και φτωχή περιοχή του νότου που σε κάποια ιστορική στιγμή λόγοι ασφαλείας, λόγοι προστασίας ή όποιοι άλλοι λόγοι, οδήγησαν τους οικιστές να απομακρυνθούν από τη θάλασσα και κρύφτηκαν στα βουνά για να μην τους ανακαλύπτουν οι πειρατές. Όμως από εκείνον τον εξώστη του χωριού, απλωνόταν στα πόδια του το Μυρτώο πέλαγος ενώ το ίδιο το χωριό, κρεμασμένο στο φρύδι του Κούνου, έδειχνε έτοιμο να κυλήσει στο Μεγάλο Ρέμα. Ο δρόμος σ’ όλο το μήκος στριφογυρίζει ιλιγγιωδώς στις ορεινές πλαγιές προσφέροντας ένα θέαμα από φαράγγια, και γκρεμούς. Ένα πετρόχτιστο και ήσυχο μικρό χωριουδάκι στη σκιά του Κούνου με θέλγητρα την εξαιρετική φυσική ομορφιά του. Τα πετρόχτιστα σπίτια με τα κεραμίδια, ταιριάζουν αρμονικά με τη λακωνική γη, και προσθέτουν τη δική τους πινελιά στην καλαίσθητη εικόνα του. Άτιμο πράγμα η νοσταλγία. Ο τόπος που ο άνθρωπος είδε το πρώτο φως της ημέρας κι έζησε τα παιδικά του χρόνια είναι αρκετά ριζωμένος μέσα του. Λένε ότι στα πρώτα παιδικά μας χρόνια αποθηκεύονται περισσότερες εικόνες από όσες στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας. Εκεί που πρώτο αντικρίζεις τον ουρανό και αναπνέεις στον αέρα χτίζεται η πατρίδα σου και τα θεμέλια της ύπαρξης σου. Ο νόστος για το παρελθόν ξυπνά μια δίψα στο μυαλό του και όμορφες αναμνήσεις στην ψυχή του. Αφουγκράζεται και νοσταλγεί τόπους, χρώματα, τον αέρα που πρώτο-ανάσανε και την παιδική ζωή που έζησε στις βουνοπλαγιές τις μυρωμένες από θυμάρι και καψαλισμένα αγκάθια. Σήμερα ξεκινώντας από Μονεμβάσια προσπερνά τα Νόμια και αφήνοντας πίσω τα Λυρά συνεχίζει η διαδρομή στις ορεινές στροφές έως και το ψηλότερο σημείο. Μετά τις πρώτες στροφές της κατάβασης άρχισε να φανερώνει μπρος στα μάτια του ένα γοητευτικά όμορφο θέαμα. Tο τοπίο, μεταφράζει στο μάτι, στο μυαλό, στην ψυχή του εντυπώσεις, αισθήματα, καθώς ταξιδεύει και συνάμα αισθάνεται το μάτι να τρυπώνει στις βουνοπλαγιές ψάχνοντας ξεχασμένες παιδικές αναμνήσεις. Ένταση από συγκινησιακή φόρτιση συσσωρεύεται και ξεχειλίζει στην ύπαρξη του. Oλα του δίνουν την αίσθηση πως τα έχει ξαναζήσει, πως τα ξαναβρίσκει, έχει την εντύπωση πως θυμάται παλιές αναμνήσεις. Αναμνήσεις που ξέχασε απ' τα παιδικά του χρόνια, όταν είχε μόλις ανοίξει τα μάτια! Μήπως εκεί δεν είχε ζήσει άλλοτε! Είναι σαν ένα κομμάτι ονείρου που ξανάρχεται στο μυαλό του. Ένιωσε ότι ξανά γεννήθηκε από τις στάχτες, ένιωσε πως πετούσε κι αυτός πάνω από το χωριό σαν τα αποδημητικά πουλιά που βρίσκουν ενστικτωδώς την παλιά φωλιά τους.... Mακρινοί λόφοι, βράχια, σπίτια ποτέ του δεν είχε νιώσει τόσο έντονα το αίσθημα του να στέκεται πάνω από τον κόσμο και ο κόσμος να ήταν κάτω του. Τ' αγέρι εδώ νοσταλγικά τραγούδια μουρμουρίζει και η σκέψη του κρυφαλάργεψε και στα παλιά γυρίζει. Και αγναντεύει από εκεί τους δρόμους και τα σπίτια και βρίσκεται σε όνειρο γλυκό μα την αλήθεια! Βουνά τριγύρω, οι δρόμοι του χωριού, τα στενά, η εκκλησιά, τα καφενεία όλα έχουν το καθένα τους και μία ιστορία και τα σπίτια πάντα ίδια με τις σαν παπαρούνες κόκκινα στις στέγες τους κεραμίδια. Όλα αυτά από μακριά του φαίνονται ζυγισμένα μεταξύ τους και πιο μικρά λες και γονατίζουν για προσευχή. Νιώθει πως όλα είχαν μικρύνει, ακόμα και τα μακρινά βουνά ένα σταχτί μπλε στην άπνοη ζέστη του ορίζοντα είχαν κ’ αυτά μικρύνει. Ρουφούσε με τον αισθητήρα της ψυχής του την αντηλιά της θάλασσας του Μυρτώου πελάγους και τις ατέλειωτες αποχρώσεις του πράσινου, που τις έσπαζαν με μικρές χρωματιστές πινελιές οι ανθισμένες βουκαμβίλιες και οι κεριμιδοκόκκινες στέγες των σκόρπιων σπιτιών. Όπως το πρωτοβλέπει από μακριά το χωριό κείτεται γαλήνια μέσα σε μία ηρεμία χωρίς σύννεφα απλωμένο σαν δίχτυ στο πλούσιο ανάγλυφο επάνω στους λόφους, κάτω απ’ τον άπλετο γαλάζιο ουρανό στη σκιά του Κούνου, μέσα στης φύσης το κάλος, με τα έντονα και λαμπερά χρώματα του και σχήματα, φαντάζει πολύχρωμος τσαλαπετεινός που αμέριμνα τσιμπολογά στο μαλακό έδαφος. Tο πρωί ο ήλιος μπαίνει στο χωριό ύστερα από μία κόκκινη αυγή, κατόπιν το γιόμα γυρίζει χαϊδεύοντας τις προσόψεις των σπιτιών προτού πάει να γείρει πίσω από τους λόφους. Το χωριό μου! Έλεγε και ξανάλεγε με λαχτάρα και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης για την ζωή, που ατένιζε έστω και αργά, τον τόπο που γεννήθηκε. Θυμάται την εποχή που αφήνοντας πίσω του το Μεγάλο Ρέμα και το μονοπάτι που οδηγούσε προς τον μικρό οικισμό τους τα Μπουμπουτσέλια εισερχόταν από τη νοτιανατολική είσοδο στον χωματόδρομο του χωριού τους τα Κουλέντια. Αυτόν το χωματόδρομο, αυτά τα μέρη τα είχε περιδιαβεί νοερά κάθε μέρα για τριάντα χρόνια τώρα. Αν και περάσαν τα χρόνια τα πάντα του φαίνονται τόσο οικεία και καθόλου παράξενο που αναγνωρίζει τα πάντα λες και είναι και πάλι στο σπίτι του. Γνώριζε κάθε του στροφή και κάθε του λακκούβα μέχρι να διασχίσει τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο στο γραφικό κατάλευκο σπίτι της νουνάς του, του Θ. Καραστατήρη.... του «Τσαχλαμπούρη».... με τα μπλε παράθυρα και πόρτες, τα αριστοτεχνικά φτιαγμένα και να εισέλθει στη ζεστή αγκαλιά του χωριού, να προσπεράσει την παρακείμενη εκκλησία και να φτάσει στο παλιό πέτρινο σχολείο. Στο διάβα του παντού γύρω του βλέπει λευκό του ασβέστη και σπίτια σαν να ξεφυτρώνουν ίδια λευκά στολίδια στις γερτές πλαγιές της επάνω και της κάτω γειτονιάς. Το βλέπει από ψηλά, κατηφορίζοντας τις στροφές έτσι όπως είναι απλωμένο πάνω στην πλαγιά του υψώματος, με φόντο πίσω του τις κορυφές του Κούνου, σου δημιουργεί την εντύπωση του χωριού βίγλα. Αυτή η ξεχωριστή του θέση άλλωστε, "σαν κάστρο χωρίς τείχη", έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην τουρκοκρατία για την επιβίωση των κατοίκων του. Ένας παραδοσιακός οικισμός κτισμένος στη νότια πλευρά του λιόφυτου λόφου με κάτασπρα σπίτια στολισμένα με γλάστρες και μια πλακόστρωτη πλατεία στο κέντρο του χωριού που στη μέση της στέκεται η εκκλησία της Παναγίας, με το πέτρινο καμπαναριό της να καταλήγει σ’ έναν πυργίσκο μ, ένα ρολόι που κοιτάζει προς τον Λεβάντε. Το καλοκαίρι, οι πελαργοί κτίζουν την φωλιά τους στον πυργίσκο του καμπαναριού. Κάτω από την πλατεία δεσπόζει ή τούρκικη βρύση, μια γούρνα µε βρύσες µε πόσιμο νερό. Το καλοκαίρι μικρά διαβολάκια δεν είχαν πρόβλημα να μπουγελώνονται, που το είχαν δει σαν παιγνίδι, και στο τέλος σε πολλά τους άρεσε να βάζουν ολόκληρο το κεφάλι μέσα μέσα στο νερό, αφού πρώτα άνοιγαν τις βρύσες να γεμίσει καλά η γούρνα. Το ότι μπορεί να είχαν πιει πριν μια ώρα οι γάιδαροι και τα πρόβατα, αυτό δεν ήταν πρόβλημα!…Το νερό που πίνανε τα πρόβατα δεν το συχαίνονταν τα παιδιά του δημοτικού. Πόσο όμορφη ήταν η έξαψη που είχε νοιώσει στην πρώτη του επαφή με το σχολείο του χωριού, το κτισμένο με γκρίζα πέτρα πάνω στο δυτικό λόφο με τους μικρούς λιθόκτιστους δρόμους, με την περιποιημένη μεγάλη αυλή του και γύρω του στις κακοτράχαλες πλαγιές του, η φύση το φθινόπωρο μαστορεύει συναρπαστικά τη συνέχεια στο χρόνο, φυτεύοντας αγριολούλουδα, βατομουριές, μολόχες, τσουκνίδες και η δροσερή αύρα του μαΐστρου ελαφριά και υγρή ξεχύνεται πίσω απ’ τις πλαγιές και σέρνεται ανάμεσα στα χαλκοπράσινα φρέσκα φύλλα. Στο σχολείο πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα τους περίμενε το καζάνι με το «το πρωινό ρόφημα». Η αρμόδια επιστάτρια απ' το χάραμα άναβε τη φωτιά και έβαζε να βράσει το καζάνι που το είχε γεμίσει πάνω απ' τη μέση με νερό. Μόλις το νερό ζεσταινόταν, έριχνε στο καζάνι αρκετές κουταλιές γάλα σκόνη από μια χάρτινη σακούλα μ' αμερικάνικα γράμματα πάνω της. Όταν το γάλα έπαιρνε βράση έδινε το σύνθημα στα παιδιά που άρπαζαν τ' αραδιασμένα σ' ένα ράφι κύπελλα και στέκονταν στη σειρά. Η επιστάτρια άρπαζε την κουτάλα, την βουτούσε βαθιά ανακάτωνε μια τελευταία φορά και άρχιζε τη διανομή. Στο σχολείο θυμάται πως υπήρχε ο θεσμός της υιοθεσίας των παιδιών της Πρώτης δημοτικού από τα παιδιά της Έκτης. Ο Αλκιβιάδης την έζησε έντονα ως πρωτάκι την εικόνα της διαδικασίας, μόλις έφτασε η στιγμή της υιοθεσίας του. Υπήρξε για αδιευκρίνιστους λόγους μήλον της έριδος ενός κοριτσιού και ενός αγοριού. Σήμερα στύβει την μνήμη μα δεν τον βοηθά να του δείξει τον καθοδηγητή του. Δεν θυμάται καθαρά ποιος τον υιοθέτησε. Είναι κάποια μέρη που του φέρνουν στο μυαλό μας εικόνες που γεμίζουν, τις αισθήσεις μας, που μας γυρίζουν πίσω στο παρελθόν, το ντυμένο με την αίγλη του περασμένου. Ίσως να είναι ο τόπος που καθορίζει τους ανθρώπους και η αίσθηση που αφήνει αυτή η σχέση, ανθρώπων και τοπίου, να είναι μοναδική. Είναι μαρτυρίες μνήμης και αποτύπωση της πρώιμης ζωής του, εικόνες που μιλούν για την ιστορία του χωριού του, και τις παραδόσεις των ανθρώπων του. Πλέει μες στο ποτάμι του χρόνου, στη γλυκύτατη γη των προγόνων του. Απόμερο χωριό, χτισμένο αμφιθεατρικά, με όμορφη θέα και σκιερές ρεματιές, όπου κρύβεται η μαγεία της φύσης, η ριζωμένη στα βάθη του χρόνου. Η τραχιά κ’άγονη γη, η γεμάτη λόγγους, χρειάστηκε χαλύβδινη θέληση, αγώνα, και μόχθο που διέθεσαν οι πρώτοι οικιστές για να τη μετατρέψουν καλλιεργήσιμη και αποδοτική, να καλλιεργήσουν σιτηρά και να φυτέψουν αμπέλια και ελιές. Μοίρασαν και τα βοσκοτόπια της, και μόχθησαν γι΄ αυτή, και την αγάπησαν. Άνθρωποι αυθεντικοί ακούραστοι ξωμάχοι που παλεύουν εδώ και αιώνες την τραχιά αλλά όμορφη γη τους. Ρωμαλέοι και σκληροτράχηλοι αγρότες, και κτηνοτρόφοι με σκληρή δουλειά στη μάνα γη την καλλιεργούσαν να βλαστήσει, να καρποφορήσει, και να εκθρέψει τους καλλιεργητές και τα ζωντανά τους. Καλοί δουλευτές της γης τους οι άντρες και οι γυναίκες. Χρέος είναι, να τιμούμε, τους πρώτους αυτούς οικιστές και να θυμίζουμε την ιστορική τους μνήμη και την κληρονομιά τους. Η ζωή τους ήταν φτωχή και δύσκολη, χωρίς πολυτέλειες, δεν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, αλλά φτωχοί και φτωχότεροι. Πήγαιναν στην εκκλησία και στο σχολείο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από δύσβατα μονοπάτια και χωματόδρομους. Ευσεβείς και θεοφοβούμενοι, τηρούσαν τις παραδόσεις και τα έθιμα τους και ήταν περήφανοι για το χωριό τους. Οι πρώτου οικιστικοί πυρήνες στον πανέμορφο οικισμό χρονολογούνται από το χίλια τριακόσια μ.χ Η ευρύτερη περιοχή παρουσιάζει έντονο περιηγητικό ενδιαφέρον για ένα οδοιπορικό στις ημιορεινές εκτάσεις, με κυριότερο χαρακτηριστικό τα περιπατητικά μονοπάτια της ζωογόνου φύσης, που συνδέουν το χωριό το με τους υπόλοιπους οικισμούς του δήμου Μονεμβάσια. ..................................................................... Παραθέτω επίσης μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία:

Σημείωση: Ι

... (Δημοσίευση Εφημερίδας ''ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ'' φύλλο 264 - Αύγουστος 2008)
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΗ΄ ΑΙ. Β΄ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1715-1821 ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ.
ΣΗΜ. 1.Ελένης Δ. Μπελιά. «Στατιστικά Στοιχεία της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς κατά το 1828».
-Κουλέντια: «Προ της αλώσεως της Πελοποννήσου [από τους Τούρκους στα 1715], το χωρίον τούτο κατωκείτο από 170 οικογενείας [χριστιανικάς]. Αύται υπήρχον και μέχρι της επαναστάσεως των 1770, όπου μια μόνον οικογένεια οθωμανική κατώκει τότε. Διασκορπισθέντων των χριστιανών τήδε κακείσε, εξήλθον του Φρουρίου [της Μονεμβασίας] οθωμανικαί οικογένειαι έως δέκα και κατώκησαν, ύστερον δε εκ διαλειμμάτων συνήχθησαν ολίγαι τινές χριστιανικαί, ώστε εις τους εσχάτους χρόνους των 1821 κατώκησαν οικογένειαι χριστιανικαί 35, οθωμανικαί 12. Ήδη [1828] ευρίσκονται οικογένειαι χριστιανικαί 45, ψυχαί 192».
Σήμερα στην περιοχή των Κουλεντίων διατηρούνται στον προφορικό λόγο τουρκικά τοπωνύμια όπως: Στου Μάτημπέη, στου Μεϊμέταγα κ.ά

Σημείωση: ΙΙ

Διοικητικές μεταβολές ΟΤΑ
Κ. Κουλεντίων Ν. Λακωνίας
ΦΕΚ 261Α - 31/08/1912
Σύσταση της Κοινότητας με έδρα τον οικισμό Κουλέντια
ΦΕΚ 261Α - 31/08/1912
Ο οικισμός Βουβουτσέλια προσαρτάται στην Κοινότητα Κουλεντίων
ΦΕΚ 261Α - 31/08/1912
Ο οικισμός Φούτια προσαρτάται στην Κοινότητα Κουλεντίων
ΦΕΚ 287Α - 10/10/1955
Ο οικισμός Κουλέντια της Κοινότητας μετονομάζεται σε Ελληνικόν
ΦΕΚ 287Α - 10/10/1955
Ο οικισμός Βουβουτσέλια της Κοινότητας μετονομάζεται σε Παναγίτσα
ΦΕΚ 287Α - 10/10/1955
Η Κοινότητα μετονομάζεται σε Κοινότητα Ελληνικού

Σημείωση: ΙΙΙ

Πηγη:http://old.eyploia.gr/modules.php
Την ύπαρξη του Linum hellenicum κατέγραψαν και στοιχειοθέτησαν δύο καθηγητές της Βιολογίας που υπογράφουν μια ανυπολόγιστης αξίας εργασία. Το βιβλίο τους, «Endemic Plants of Peloponnese»
«Ενδημικά φυτά της Πελοποννήσου» είναι μια εκπληκτική δουλειά καταγραφής των σπάνιων ή μοναδικών λουλουδιών του Μοριά, ζωγραφισμένα από τον Bent Johnson. Και, ώ, της ελληνικής πρωτοτυπίας, το βιβλίο αυτό δε χρηματοδοτήθηκε ούτε από ελληνικό υπουργείο, ούτε από την Περιφέρεια Πελοποννήσου, ούτε από Ελληνική Τράπεζα ή οργανισμό, ούτε και είναι έκδοση ελληνικού εκδοτικού οίκου. Εκδόθηκε από τον οίκο GADS FORLAG (KOBENHAVN 2001) με τη χορηγία του ιδρύματος Carlsberg Foudation και κυκλοφόρησε μόνο στην αγγλική.
Ο καθηγητής κ. Γρηγόρης Ιατρού μας είπε τα εξής για το λουλούδι «στη σελίδα 199 του βιβλίου μας απεικονίζονται τα δύο ενδημικά φυτά του γένους Linum, τα οποία εμφανίζονται αποκλειστικά στην Πελοπόννησο, από ολόκληρο τον κόσμο.
Το πρώτο ανακαλύφθηκε και περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1989 από την περιοχή του χωριού Ελληνικόν από όπου πήρε και το όνομά του και αργότερα βρέθηκε και σε κάποιες άλλες γειτονικές περιοχές της χερσονήσου του Μαλέα.
Δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο.
Το δεύτερο ανακαλύφθηκε και περιγράφηκε το 1994 από την περιοχή του Βλαχιώτη στη Λακωνία και ονομάστηκε προς τιμήν του καθ. Κ. Δ. Φοίτου και αυτό δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο εκτός από τις ελάχιστες περιοχές της Πελοποννήσου στην Λακωνία»…

  • Κατεβάστε τον νέο 3d χάρτη του Δήμου Μονεμβασιάς (Α4 pdf, 6 MB)
  • Click to Open
    Δίδυμοι Βράχοι!
    .....

    Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

    Ta Monopatia Pou Odigousan Gia to Sxolio

    ...Και ήρθε μια μέρα στο τέλος του καλοκαιριού που οι γονείς του είπαν πως είναι καιρός ν’ αρχίσει να μαθαίνει γράμματα, καθότι «Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο».
    Τα παιδιά που ζούσαν στους απόμακρους οικισμούς του χωριού ξεκινούσαν καθημερινά ένα μακρινό ταξίδι προς τη γνώση για να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Τα παιδιά από τα Μπουμπουτσέλια ξεκινούσαν τα πέντε χιλιόμετρα μιάμισης ώρας ποδαρόδρομο ταξίδι για τα παιδικά τους πόδια ανάμεσα από κακοτράχαλα μονοπάτια για να φτάσουν στο σχολείο τους στα Κουλέντια.
    Φθινόπωρο, ο τόπος χλοϊσμένος, ήσυχος, οι χωρικοί  ετοιμάζονταν για το όργωμα, τη σπορά και τα ξεχερσώματα, τα κοπάδια βοσκούσαν στις πλαγιές.
    Με το γλυκοχάραμα της αυγής, στο πρώτο λάλημα του πετεινού στο μισοσκόταδο του μικρού σπιτιού, πλησίαζε η μάνα στο λιτό ξύλινο κρεβάτι του κοιμώμενου μικρού παιδιού της, χάιδευε το μέτωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' τα βάσανα πρόσωπο της, και όσο μπορούσε πιο γλυκά, του έλεγε: «Σήκω, γιε μου. Σήκω μην και σε πάρει η μέρα και ο δρόμος είναι μακρύς.»
    Σηκωνόταν, ντυνόταν, έπαιρνε το δεματάκι με το λιτό φαγητό που ετοίμαζε η μάνα του, κι έτοιμος αποχαιρετούσε τον πατέρα και η μάνα φιλώντας τον με τρυφερότητα τον ξεπροβόδιζε:
    «Άντε καλό δρόμο γιε μου, στην ευχή του Θεού, και να προσέχεις παιδί μου», και παρέα με τον πιστό σκύλο την «Μπέττυ» δίπλα του ξεχυνόταν στο χωματόδρομο για το χωριό τα Κουλέντια την έδρα του οικισμού πίσω από την δυτική μεριά του αντικρινού λόφου. Ανηφορίζοντας βορειοδυτικά το λόφο του οικισμού προσπερνούσε ένα μικρό δασύλλιο από χαρουπιές με πλούσιες φυλλωσιές, που συνήθως τις λίκνιζε ο άνεμος. Ένοιωθε μια δροσιά στην ψυχή του σαν ανάλαφρη πνοή, μεθυσμένος από τους χυμούς της φύσης. Το χώμα του φθινοπώρου είναι παντού νοτισμένο. Ανατέλλοντας ο ήλιος το πρωινό τραβά απ’ τη χλόη την υγρασία που τη βλέπει ν’ ανεβαίνει σχηματίζοντας διαφανές κουρτίνες κάτω απ’ τις φυλλωσιές. Φτάνοντας στην κορφή του λόφου παρατηρούσε πως όλη η έκταση γύρω από την άλλη μεριά ήταν το Μεγάλο Ρέμα, η κοιλάδα που χωρίζει τον λόφο του οικισμού από το λόφο του χωριού. Εκεί στις πλατωσιές στο Μεγάλο Ρέμα βρίσκονται σκόρπια καλλιεργήσιμα λιβάδια, πολλά δέντρα από ελιές, συκιές, αμυγδαλιές, και παράμερα, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, δένδρα πυκνά το ένα πλάι στο άλλο, ένα δάσος από ορεινά κυπαρίσσια που βρέθηκε εκεί στις παρυφές της κοιλάδας. Οι πλευρές της κοιλάδας γέρνουν αρμονικά και είναι ορθάνοιχτες, να βλέπουν στο μακρινό ορίζοντα μια υποψία θάλασσας. Όταν μπαίνει σ’ αυτή τη φωλιά, σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή του, τον μεθάει το άρωμα απ' το θυμάρι τις κουμαριές, και απ΄τις λυγαριές. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, σου δίνουν καινούργια ζωή, που σε κάνει κι ανασαίνεις πιο εύκολα.
    Πολλές φορές οι νοτιάδες έφερναν σύγνεφα το ’να πίσω από τ’ άλλο στη κοιλάδα, μα όταν που άνοιγε πάλι ο ουρανός, γινόταν ξάστερος, ροδοβαμμένος και χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις ράχες και ήταν ο ήλιος όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό ξεχυνόταν στο Μεγάλο Ρέμα.
    Εκεί στα μέσα στην ανηφόρα της δυτικής πλαγιάς του ρέματος που οδηγούσε από τον οικισμό στο χωριό, στο μέσον σχεδόν της διαδρομής, σ’ ένα πλάτωμα, νερό γάργαρο καθάριο ανάβλυζε στη βάση ενός βράχου. Νεροκολοκύθες (φλασκιά) κομμένες στα δυο υπήρχαν στο πλάτωμα της μικρής πηγής και χρησίμευαν ως σκεύος και κυρίως ως δοχείο νερού, για τους κουρασμένους στρατοκόπους να πιουν δροσερό νερό και να ξεδιψάσουν πριν συνεχίσουν τη διαδρομή στα ανηφορικά μονοπάτια µε τη μεγάλη κλίση. Η προνομιακή θέση αυτής της φυσικής τοποθεσίας για όσους ταξιδεύουν από τους οικισμούς στο χωριό είναι το μοναδικό πλάτωμα που συναντάει ο ταξιδιώτης ύστερα από μια κοπιαστική πορεία που προϋποθέτει το πέρασμα από τους μουλαρόδρομους, και τα λιθόστρωτα μονοπάτια.  Το πλάτωμα συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, ώστε να ξεκουραστεί ο πεζοπόρος και να αποκαταστήσει το βιολογικό του ρυθμό που αναστατώθηκε από την κοπιαστική πορεία. Το πλάτωμα επιβάλλει την ανάπαυλα και διευκολύνει την έκφραση συναισθημάτων ανακούφισης για τον εξαντλημένο ταξιδιώτη. Στο διάβα τους οι ταξιδιώτες σταματούσαν εκεί για λίγο, κάθονταν αναπαυτικά στο πεζούλι κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης φουντωτής σκαμνιάς, και έπιναν από το γάργαρο νερό να ξαποστάσουν και να μαζέψουν τη δύναμη που χρειάζονταν να συνεχίσουν το ταξίδι. Ταυτόχρονα  καθισμένοι στο δροσερό τον ίσκιο, χαϊδεύοντας το μαλακό υγρό χώμα της αγαπημένης γης, νιώθουν να εκμηδενίζεται η χαμένη ενότητα και ο διαχωρισμός του ανθρώπου από τη φύση.
     Αγναντεύοντας το απλωμένο τοπίο, ο κουρασμένος διαβάτης αποκτούσε ελεύθερη και ανοιχτή σχέση με τη φύση και με τις σκέψεις του «ακούει» τις κρυφές συνομιλίες του με τα δέντρα, τα βουνά, την θάλασσα. Με τα ουράνια σώματα. Με την πηγή δίπλα του που δίνει νερό γλυκό και δροσερό και ήταν η κατάλληλη στιγμή και ο κατάλληλος χώρος για να «ακούσουν» τι συμβαίνει γύρω τους ώστε να υποδαυλίσουν ενέργεια στα όνειρα τους και να αναθερμάνουν τις προσδοκίες τους. Να ανιχνεύσουν τα συναισθήματά τους και να γυρεύουν απαντήσεις για το νόημα της ζωής παρά το ότι το γνωρίζουν πως πάντα κάτι τους διαφεύγει και αυτό είναι τόσο μεγάλο που δε θα το ανακαλύψουν ποτέ.
    Μπορούν να κολυμπήσουν μέσα τους και να ξεκινήσουν τον εσωτερικό τους διάλογο με έντονη την αίσθηση της μεταφυσικής. Να καταδυθούν στα βάθη της και να αφεθούν να τους παρασύρει η δίνη της. Ν’ απλώσουν τα φτερά της αντίληψης και να πετάξουν στην απεραντοσύνη, στην αντανάκλαση του απερίγραπτου κενού που περιέχει τα πάντα. Ο τόπος είναι ο πρωταγωνιστής, και η μοναξιά που δημιουργεί η άγρια ερημιά του τόπου, κυριαρχεί στο πνεύμα, μιλεί στις αισθήσεις των ανθρώπων, δείχνει το μονοπάτι της συνάντησης με μια ψιχάλα από κόκκους της γνώσης. Είναι οι στιγμές που η γαλήνη πλημμυρίζει τις κουρασμένες ψυχές, σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει.  Μια αρχέγονη σχεδόν μεταφυσική αίσθηση τον ωθεί να ζωντανέψει με την φαντασία του, τους ανθρώπους που ζούσαν, πολεμούσαν, για την επιβίωση τους σ’ αυτό το τόπο. Σ' αυτή την σκληρή χέρσα γη κάθε πέτρα κι ένας σιωπηλός μάρτυρας του ιδρώτα τους. Παρασύρεται στα περασμένα, κατορθώνει να αισθανθεί μέσα από τις αισθήσεις του την περιγραφή του κόσμου της εποχής εκείνης. Τέτοιες ώρες μυριάδες λεπτομέρειες του δείχνουν εικόνες απ' το παρελθόν γυμνωμένες, που είναι τόσες πολλές σαν να θέλει να χωρέσει μια θάλασσα στους οφθαλμούς του.
    .......... Αφήνοντας πίσω του το πλάτωμα της πηγής, συνεχίζει στο μονοπάτι που σαν κορδέλα αποκριάτικη ξετυλίγεται κάτω απ' τα πόδια του, με τις μικρές απότομες στροφές και τα χωμάτινα σκαλοπάτια του. Ανατολικά του ανατέλλοντας ο πρωινός ήλιος του Σεπτεμβρίου δίνει στα σταφύλια αρωματικούς χυμούς, στα σύκα το μέλι ξεχειλίζει και βγάζει μια σταγόνα κρύσταλλο ρουμπίνι στο πίσω μέρος. Χίλια ζουζούνια πολύχρωμα πεταρίζουν τριγύρω και αγριοπούλια σηκώνονται τρομαγμένα από την καλόβολη καθισιά τους. Τα πουρνάρια, τα σκίνα, οι φασκομηλιές, το τοπίο όλο μοσχομύριζε. Μερικά φθινοπωρινά κρινάκια προβάλουν κιόλας, ποτισμένα από τις πρώτες βροχές. Τελειώνοντας η σχολική μέρα στο δρόμο της επιστροφής το Μεγάλο Ρέμα άλλαζε χρώμα καθώς ο ήλιος βρίσκεται στη δύση του, τα πράγματα βαθαίνουν και διάφανα λάμπουν σαν κρύσταλλα. Το τοπίο αποκτούσε τη λάμψη τού χρυσού, οι διάσπαρτες ελιές γέμιζαν το τοπίο µε ασημένιες ανταύγειες. Οι βράχοι των απέναντι λόφων έπαιρναν το χρώμα τού στιλπνού γρανίτη, δίνοντας στα φυτρωμένα γύρω τους πεύκα το πραγματικό τους χρώμα. Το χρυσοπράσινο των φύλλων σκουραίνει. Το πραγματικό τους σώμα. Νεανικό, φουντωτό, υγιές. Ένας ανήσυχος ψίθυρος ξεσηκωνόταν απ’ τα πεύκα τη στιγμή που ο ήλιος έπεφτε στον γκρεμό και χανόταν, βάφοντας τον ορίζοντα µε το αίμα του.
    Σκαλίζοντας σήμερα το ταξίδι της μνήμης συνεχίζει να περιπλανιέται στο παιδικό του παρελθόν και εκείνο που του μένει είναι πως νιώθει πάντα παιδί που ακολουθεί την πορεία του στον κόσμο, και στο μακρινό του ταξίδι της ζωής, δίχως βαλίτσα πάρα μόνο μνήμη. Κουβαλώντας μαζί του εικόνες από έναν τόπο πολύ οικείο και πατρικό και ως εσαεί παρόν. Κι εκείνα που θυμάται κι εκείνα που θέλει να ξεχάσει καθώς στο κάδρο της μνήμης υπάρχουν και εικόνες απ' το παρελθόν που λαμβάνουν χώρα σ' ένα ζοφερό τοπίο.
    Το τοπίο κάποια καλοκαίρια φαντάζει άνεμο-δαρμένο και η φύση μοιάζει να έχει παραμείνει αναλλοίωτη στον πέρασμα των χρόνων. Οι εικόνες αυτές είναι τόσο φευγαλέες που του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, στη περιγραφή μιας εποχής όπου η φυσική επικοινωνία στις κοινότητες ήταν κάτι ολότελα φυσικό να είναι δύσκολη. Ίχνος, σημάδι, δεν υπήρχε από κάποια μηχανή της σημερινής μας εποχής στα μέρη εκείνα. Ήταν οι εποχές που κάτω απ’ την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού πριν ακόμα ο ήλιος ξεμυτίσει βρίσκονταν όλοι οι χωρικοί στο χωράφι κι άρχιζαν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού με το δρεπάνι στο ένα χέρι, με την παλαμαριά στο άλλο. «Ώρα καλή κι ευλογημένη!» εύχονταν όλοι μαζί και φραπ-φραπ τα δρεπάνια άρχιζαν να κόβουν τα στάχυα. Με τι χαρά γινόταν ο θέρος το πρωί με τη δροσιά! Το μεσημέρι το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο. Πετούσαν οι θεριστάδες τα δρεπάνια στη γη κι έπιαναν τον ίσκιο ενός δέντρου που βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού. Εκεί έτρωγαν τα φτωχικά τους φαγητά, με γέλια, χαρές και χωρατά. Πλάγιαζαν και ξεκουράζονταν για λίγο κι όταν έπεφτε πάλι η δροσιά άρπαζαν τα δρεπάνια και συνέχιζαν τη δουλειά. Στα ψηλώματα στους λιβαδότοπους συναντούσες πέτρινα κυκλικά αλώνια, σε τοποθεσίες επιλεγμένες, σε μέρη ανοιχτά που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες. Οι «ντραλίκοι», μεγάλες πέτρες όρθιες τοποθετημένες κυκλικά στ’ αλώνι να οριοθετούν το χώρο και να μην διασκορπίζονται τα στάχυα. Στη ντάλα του καλοκαιριού, καλότυχοι θεωρούνταν όσοι κοντά στο αλώνι τους είχαν κάποιο δεντρί με μεγάλη φούντα, στον ίσκιο του να φάμε και να ξαποστάσουν στα άχυρα μέχρι να κατέβει λίγο ο ήλιος και ύστερα να πιάσουνε πάλι δουλειά.
    «Στριφογυρίζει τ’ άλογο στο στρίγερο τριγύρα, τ’ αστάχυα καλοπάτητα ξεγδύνουν τα κεφάλια και δείχνουν, του γεωργού τη χαρά, τη σιταροπλημμύρα.» (Η καλλιέργεια του σταριού και του κριθαριού ξεκινούσε το Δεκέμβριο και αποτελούσε  για το χωριό τον ουσιαστικό κύκλο ζωής του. Ο κύκλος αυτός συνεχιζόταν με τη συγκομιδή, και την άλεση.)
    Σήμερα τ' αλώνια είναι κορνίζα μιας άλλης εποχής. Μον’ στις ρούγες του χωριού περιπαιχτικά την παροιμία πλάθουν.
    «Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ' άχερα στ' αλώνι, γιατί τα παίρνει ο άνεμος και δεν τα συμμαζώνει».
    Ήταν και εποχές που καθώς το τοπίο διάνυε τα πιο ζεστά καλοκαίρια το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο, καμίνι ολόφλογο, έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σαν βροχή από βελόνες. Άνεμος δε φυσούσε, τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε, τα λίγα νερά της μικρής λιμνούλας ακίνητα λαμποκοπούσαν, σαν από μέταλλο ή από λάδι, και στους γύρο λόφους τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα, τα σφεντάμια και οι φτέρες άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα, τα πουλιά χωνότανε βαθύτερα, λουφάζαν μέσα στα κλαριά. H επιφάνεια της γης στους ξεροπόταμους στέγνωσε, σχηματίστηκε πάνω της μια λεπτή και σκληρή κρούστα. Τα αγριόχορτα ξεράθηκαν κι απόμειναν μονάχα οι ρίζες. Η ατμόσφαιρα γίνηκε ανάρια κι ο ουρανός πιο ξέθωρος και κάθε μέρα που περνούσε, όλο ξεθώριαζε η γης, το κοκκινόχωμα γίνηκε τριανταφυλλί και το γκρίζο χώμα γύριζε στο άσπρο. Μες στα χαντάκια, το χώμα τριβόταν σε σκόνη και τα μερμήγκια άρχισαν επιδρομές στα σιτοχώραφα.
    Και ήταν και κάποιες ήμερες που το λιοπύρι ήταν τόσο δυνατό και ανυπόφορο, που πάνω στην πέτρα μπορούσες να ψήσεις αυγά. Τότε μόνο το φλύαρο τραγούδι του τζίτζικα, φωνή της λαύρας χυνόταν ολούθε. Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονητικά το δρόμο της, και στο χωριό το εκκλησίασμα έβγαιναν για λιτανεία και παρακλήσεις για να έρθει η βροχή, και ξεκινούσε η πομπή για τα χωράφια, κάτω από τον φλογερό ήλιο και ο γαρμπής λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε κύματα φλόγες κι η λαύρα του ανέμου να κατακαίει τη γη. Όλος ο κόσμος γονάτιζε στα χώματα, έκανε το σταυρό του, κοίταζε παρακαλεστικά το Θεό μέσα στα γαλάζια μάτια τ’ ουρανού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, έλεγαν με δύναμη «αμήην!». Να βουίξουν οι στεγνές λαγκαδιές, να πάει η φωνή τους ως τα αυτιά του Κυρίου, να τους ακούσει και τέλειωνε η λιτανεία κάτω από έναν ουρανό πυρωμένο ανέφελο και ο ήλιος να καίει σαν ένα πυρωμένο μαγκάλι.
    ...Τελειώνοντας η πεζοπορία στον μαίανδρο των μονοπατιών, εισέρχεται στο κύριο χωματόδρομο  και αντικρίζει εμπρός του το χωριό. Τα Κουλέντια.

    Click to Open
    Το Χωριό. Κουλέντια Μονεμβασιάς!
    .....

    Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

    O Tritos Gios! Se Xeskepo Spiti Sas Gennissa

    Μπουμπουτσέλια (Παναγίτσα) 1956

    Πριν η Ελένη γίνει Ελένη της Τροίας ήταν η Ελένη της Σπάρτης με το μοναδικό της κάλλος. Οι γυναίκες της Σπάρτης ήταν οι πιο όμορφες.
    Η μητέρα του ήταν γνήσια σπαρτιάτισσα.
    Μια γνήσια  ζωγραφιά της γυναίκας του νότιου Πάρνωνα, από τα χωριά του Ζάρακα. 
    Πρόκειται για μια ακραία περιοχή στο τρίτο ποδάρι της Πελοποννήσου, στο ανατολικό κομμάτι της Λακωνικής γης, στη νοτιότερη απόληξη της ηπειρωτικής Ευρώπης, που γειτονεύει με το Μυρτώο πέλαγος. Κακοτράχαλα βουνά, που τα «χαρακώνουν» αρκετά φαράγγια, απ’ τα οποία μερικά είναι πολύ όμορφα και εντυπωσιακά και άλλα λιγότερο. Απόκρημνες ακτές, πέτρινα χωριά, διάσπαρτα δέντρα από συκιές, αμυγδαλιές και ελιές με τον πολύτιμο καρπό τους και ένας ήλιος εκτυφλωτικός και συνάμα ζωογόνος. Άγρια άνυδρη φύση, πετροσπαρμένη γη με ανελέητα λιοπύρια του ζεστού λακωνικού καλοκαιριού, και μόνο το τραγούδι των τζιτζικιών να ταράσσει τον τόπο. Ένα ποιμενικό τοπίο με πεζούλες και ξερολιθιές, ελάχιστους δρόμους και μονοπάτια, με μικρούς οικισμούς Ρειχιά στη Κρεμαστή στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα και λίγες αγροικίες στα Καρίκια στα Πιστάματα στο Λαδόκαμπο που γίνονται μέρος του τοπίου. Και ενδιάμεσα πεζούλες με καλλιεργημένη γη, να τρίζει, να συστέλλεται και διαστέλλεται από τη συνεχή σπορά και το σκάψιμο που γίνεται με τον ίδιο απαράλλακτο βασανιστικό τρόπο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Εδώ κατοικούν λιγοστοί μόνο άνθρωποι που συνυπάρχουν για αιώνες αρμονικά με τη φύση, καλλιεργώντας τα άνυδρα χωράφια τους. Άνθρωποι, ζώα και φυτά, πουλιά και έντομα σε μια αδιάσπαστη ενότητα. Και στην ανατολή οι ακτές του Μυρτώου ο πελάγους με τα ασβεστολιθικά και ηφαιστειακά πετρώματα στις παραλίες που σβήνει ο παφλασμός και το αντιμάμαλο της θάλασσας πάνω στα κοφτερά βράχια, με τα ανεβοκατεβάσματα και τις ρυτιδώσεις του νερού.
    Εκεί  γεννήθηκε ο πολιτισμός της Λακωνικής γης. Μονάχα όποιος την έχει επισκεφτεί μπορεί να καταλάβει. Αυτή η γη είναι η ζωντανή μαρτυρία μιας πραγματικότητας. Κρύβει στις πέτρες της την ιστορία των ανθρώπων της. Κρύβει το έργο των ανθρώπων της, που εξουσιάζουν μ' ακαταμέτρητο μόχθο τη φύση.....
    .... Παράστημα καλοφτιαγμένο κι όμορφο, σκελετός εύρωστος, στητός, με φαρδιούς καλοσχηματισμένους ώμους, μάτια ακτινοβόλα και λαμπερά με χρώματα καθάρια και βλέμμα βαθύ και ευθύ. Πρόσωπο μοναδικό πάνω σε σωματικά χαρακτηριστικά αρμονικά και συμμετρικά δεμένα μεταξύ τους, χωρίς ίχνος έπαρσης. 
    Μια ομορφιά ξεχωριστή,  με βλέμμα καθρέφτη της ψυχής..... 
    Μια πανέμορφη Σπαρτιάτισσα με κερασένια χείλη και καστανόμαυρα σγουρά μαλλιά. Μια φυσική ομορφιά δώρο θεού.
    Το βήμα της σταθερό, η εμφάνιση της αγέρωχη περήφανη.

    «Τη Λήδα*** αγνάντεψα ύστερα, το ταίρι του Τυνδάρου,
    που γέννησε δύο αντρόψυχα παιδιά, τον Κάστορα έναν
    τον αλογάρη, κι άλλονε το μέγα Πολυδεύκη,
    το γροθομάχο• ζωντανούς η γης η ψυχοδότρα»

    Σαν Σπαρτιάτισσα μητέρα, είχε επιλέξει να ακολουθεί κοινωνικά προσδιορισμένους κανόνες, και γαλούχησε τα παιδιά της ώστε να συμφωνούν με αυτούς και δεν τους επέτρεπε να κάνουν ότι ‘θελαν.
    Με νοσταλγία ακόμη και σήμερα θυμάται την αυστηρή λιτή νουθεσία της, σε κάθε τους παιδική κατεργαριά.
    «Σε ξέσκεπο σπίτι σας γέννησα, στον ανοικτό ουρανό, κάτω απ’ τον ίσκιο της ελιάς.»
    Ήθελε να δώσει το δικό της μήνυμα, που σήμαινε ότι όλος ο κόσμος έβλεπε τα πεπραγμένα τους, που σήμαινε ότι δεν είχαν τίποτα να κρύψουν, που να αποτελεί λόγο για τον οποίο ένας άνθρωπος θα πρέπει να ντρέπεται.
    «Η ζωή σας να λάμπει…..άλλα να μην λειτουργεί σαν παραμορφωτικός καθρέφτης ». Συμπλήρωνε τα λόγια της.
    Το αγόρι της οικογένειας που 'ρθε στο κόσμο κείνες τις μέρες ήταν το τρίτο στη γέννα της μάνας του, το στερνοπαίδι. Προηγούνταν, αυτός και ο Τηλέμαχος. Και η μάνα ήταν μόλις είκοσι οκτώ χρόνων.
    ..... Τ' αστέρια φέγγιζαν ακόμα κι η μέρα είχε τραβήξει μόνο μια αχνή πινελιά από φως χαμηλά στον ουρανό προς την ανατολή. Οι κόκορες λαλούσαν εδώ και λίγη ώρα, ένα πολύ ευχάριστο δροσερό αεράκι χάιδευε την κόμη και τα αγουροξυπνημένα πρόσωπα των χωριατών που είχαν κιόλας αρχίσει το αδιάκοπο κουβάλημα στ’ αλώνι των δεματιών από τη μεγάλη θημωνιά, για να ακολουθήσει το αλώνισμα, που γινόταν τον μήνα του Αλωνάρη στ’ αλώνι, στο ψήλωμα, στην άκρη του οικισμού.
    Έξω από το αλώνι, σε μια συστάδα αγραπιδιές, ένα σμήνος μικρά πουλιά τιτίβιζαν και φτεροκοπούσαν. Ήταν ένα πρωινό σαν άλλα πρωινά.
    Η κυρά Γιαννούλα η μητέρα του, δούλευε αβίαστα κι αυτή με την κοιλιά στο στόμα, δίχως να εγκαταλείπει την προσπάθεια.
    Ήταν έγκυος στον ένατο μήνα. Κοντά στις μέρες της.
    Οι έγκυες γυναίκες δούλευαν ως την τελευταία στιγμή στο χωράφι, στο θέρισμα, στο αλώνισμα. Εκεί συχνά τις έβρισκαν οι πόνοι του τοκετού.
    Η αυγή ήρθε γρήγορα τώρα, μια πινελιά, ένα αντιφέγγισμα, μια λάμψη, κι έπειτα μια έκρηξη φωτιάς καθώς ο ήλιος αναδύθηκε πέρα από την θάλασσα της Μονεμβάσιας.
    Παρά την μικρή ηλικία του συχνά απορούσε με τη σιδερένια δύναμη που έκρυβε μέσα της η υπομονετική μητέρα του. Μπορούσε ν' αντέξει την κούραση την κακουχία και την πείνα σχεδόν καλύτερα από τον πιο δυνατό άνδρα. Που βρίσκει τόση δύναμη αναρωτιόταν.
    Και τώρα έβγαλε μια φωνή αγωνίας που τους άφησε άναυδους όλους στο αλώνι.
    «Τη μαμή» είπε. «Φωνάξτε τη μαμή».
    Ακουμπάει την πλάτη της στον κορμό και σιγά σιγά γλιστράει και ξαπλώνει ακουμπιστά στη ρίζα της κοντινής αγραπιδιάς.
    Οι άλλες γυναίκες αφήνουν το λίχνισμα και τρέχουν να δουν τι συμβαίνει.
    Οι αχτίνες του καλοκαιρινού ήλιου διαπερνούσαν το αραιό φύλλωμα της γκορτσιάς και ράντιζαν με ηλιόφως το χλομό και λουσμένο με κρύο ιδρώτα πρόσωπο, φωτίζοντας τη μορφή της κυρά Γιαννούλας της μητέρας του.
    Άρχισαν οι πόνοι.
    Ο  πατέρας του καβαλάει τ’ άλογο και τρέχει να φέρει απ’ το χωριό τη μαμή, που ξεγεννούσε τις γυναίκες των γύρω χωριών. Τότε δεν υπήρχαν πολυτέλειες. Μόνο πρακτικές μαμές, και πολλές φορές έλειπαν κι αυτές και ξεγεννούσαν μόνες τους κι αβοήθητες οι γυναίκες.
    Με μεγάλη προσπάθεια, πολύ κόπο και αγωνία κατάφεραν να φθάσουν στην αυλή του σπιτιού κρατώντας παραμάσχαλα την λεχώνα. Θυμάται πως έκανε πολύ ζέστη το απομεσήμερο που γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός του. 
    Ήταν Ιούλιος. Στο μικρο οικισμό τους επικρατούσε ησυχία και μονάχα τα τζιτζίκια με το καλοκαιρινό «ερωτικό κάλεσμα» των αρσενικών τους ξεκουφαίνει αυτή την εποχή με το χαρακτηριστικό τους ήχο. Στη μητέρα του παραστεκόταν μια γειτόνισσα ειδική στους πόνους και στις γέννες η κυρα Γιώργαινα, με τη βοήθεια και της κουμπάρας της μητέρας του της κυρα Καλλιόπης.
    Έφεραν από τον κοντινό ναό του Άγιου Παντελεήμονα ένα εικόνισμα της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας, άναψαν ένα κερί και προσευχήθηκαν, για την αίσια έκβαση του τοκετού. Η κατάσταση είναι πάντοτε αβέβαιη σε μια γέννα και η «εξ ύψους βοήθεια», είναι απαραίτητη.
    Άναψαν τον πέτρινο φούρνο έβαλαν τη σιδεριά στη φωτιά τοποθέτησαν επάνω της τη μεγάλη χύτρα του σπιτιού και έβρασαν νερό για τη γέννα.
    Η κυρά Καλλιόπη έφερε μια μεγάλη πέτρα από το μπροστινό χαντάκι, την έπλυνε με καθαρό νερό και σαπούνι.
    Η κυρά Γιώργαινα  χοροπηδούσε απ’ την αγωνία και το άγχος της αν τα καταφέρουν μέχρι να καταφτάσει η μαμή.
    «Κακούργα, περίμενε τη μαμή», έλεγε στη λεχώνα.
    Στο πεζούλι έξω από την πόρτα του σπιτιού κάτω από τον ίσκιο της γέρικης ελιάς έστρωσαν καθαρή μαντανία, τοποθέτησαν επάνω της την καθαρή πλυμένη πέτρα, βοήθησαν την λεχώνα να καθίσει σ' αυτή και να ανοίξει τα πόδια της, για να πετάξει πιο εύκολα το παιδί. Οι γειτόνισσες γονατιστές ανάμεσα στα σκέλια της, την υποβοηθούσαν, έσφιγγαν με τα χέρια τη μέση και την κοιλιά της ετοιμόγεννης, για να πέσει γρήγορα το παιδί και να μην ανέβει επάνω το ύστερο και το πνίξει.
    Όταν το παιδί έκανε την εμφάνιση του στον κόσμο η κυρά Γιώργαινα ακουφισμένη συνέχισε να γκρινιάζει για να διώξει μακριά την αγωνία της.
    «Κακούργα το έβγαλες, το έβγαλες κακούργα»
    Αυτά τα λόγια μέσα στην αγωνία τους είχαν μια απίστευτη τρυφερότητα.
    Δεν άργησε και ο σύζυγος να ’ρθει με τη μαμή. Η κυρά Γιαννούλα όμως είχε γεννήσει. Το παιδί είδε το φως κι άρχισε τα ουά -ουά.
    «Αγόρι.... Αγόρι.» φώναξαν όλες. «Να σου ζήσει.»
    Ως εκ θαύματος σώθηκε και το στερνοπαίδι, ο Χρύσανθος, και τούτο χάρη στην βοήθεια απ’ τις γειτόνισσες του οικισμού.
    Μια μελωδία απλώθηκε στη φτωχική αυλή τους, καθάρια και πανέμορφη, πλούσια και ζεστή και γλυκιά, αστραφτερή και θριαμβευτική.
    Ήταν όλοι ευτυχισμένοι και συγκινημένοι, όλοι συμμερίζονταν τη χαρά τους. Απέναντι από το χαντάκι, πίσω απ’ την αχυρώνα του γείτονα τους του μπάρμπα Παναγιώτη, σε μια συστάδα από αγραπιδιές και συκιές ένα σμήνος μικρά πουλιά τιτίβιζαν και φτεροκοπούσαν και αυτά χαρούμενα.
    Η λεχώνα μετά την γέννα έμεινε στο δωμάτιο με το μωρό της, ήταν άγραφος νόμος να μην την ενοχλεί κανείς. Η απομόνωση αυτή κρατούσε σαράντα μέρες.
    Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες θωράκιζαν την λεχώνα και το μωρό με ένα σωρό φυλακτά της βασκανίας για να τους προφυλάξουν από το μάτι το κακό. Έτσι, ένας κόκκινος φιόγκος στη ρόμπα της μητέρας με μια σκελίδα σκόρδου, ένα φλουρί, ένα «μάτι» στο παιδί, ήταν συνήθη ως το σαράντισμα.
    Σαράντα μέρες από τη γέννηση του παιδιού, η μητέρα του πήγε στην εκκλησία, για να σαραντίσει. Ταμένος ήταν στην Παναγιά την Χρυσαφίτησσα της Μονεμβασιάς.
    Τ’ αλώνι σήμερα πλέον αποτελεί μνημειακό αντικείμενο και παραδοσιακό τοπίο του μικρού οικισμού. Παραμένει έρημο βουβό, χωρίς τα ξεφωνητά του βαλμά, χωρίς άλογα, ερειπωμένο και δεν περιμένει τίποτε άλλο καταδικασμένο γιατί η πλακόστρωση του άρχισε με την πάροδο του χρόνου και την αχρησία να αποσαθρώνεται και αργότερα ίσως να μην υπάρχουν ούτε τα ίχνη του.
     Πως αλλάζουν οι καιροί.

    Σημείωση:***

    Στην ελληνική μυθολογία η Λήδα ήταν η μητέρα των Διοσκούρων Πολυδεύκη και Κάστορα, καθώς και της ωραίας βασίλισσας της Σπάρτης Ελένης (εκ του Διός), της Κλυταιμνήστρας, της Τιμάνδρας, της Φοίβης και της Φιλονόης εκ του συζύγου της Τυνδάρεω.
    Ο μύθος λέει ότι ήταν τόσο όμορφη ώστε διεκδικούσαν την καταγωγή της αρκετές πόλεις της αρχαιότητας όπως η Σπάρτη, η Αιτωλία, η Κόρινθος.

    Click to Open
    Τα Μονοπάτια για το Σχολείο!
    .....

    Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

    O Deyteros Gios Kai To Alogo

    Σήμερα περασμένα τα εξήντα ο Αλκιβιάδης, όταν αρχίζει να σουρουπώνει, παίρνει το μονοπάτι που οδηγεί στην ακτή, όπου κάθεται ώρες ολόκληρες εκεί που σκάει το κύμα, στην άμμο την ποτισμένη από την αλμύρα, και αγναντεύει το πέλαγος. Βλέπει τα  κύματα να παφλάζουν στην αμμουδιά στα πόδια του, τα νιώθει να του ψιθυρίζουν ολόγυρα από το σώμα του.  Έκλεισε  τα μάτια του για ν' ακούσει τη μουσική τους μα δεν τ' άκουγε παρά μόνο τον παφλασμό τους. Ήταν η αντάρα της ψυχής του, που βούβαινε τα πάντα γύρω του.
    Το μυαλό του ανασύρει από τα ξεχασμένα υπόγειά του αναμνήσεις, είναι οι στιγμές που εύχεται να μπορούσε να γκρεμίσει τα σύνορα του Χώρου και του Χρόνου. Αισθάνεται τη μαγεία να αναβλύζει από κάθε κόκκο άμμου στην ακρογιαλιά, να εξαπλώνεται γύρω του με τα κύματα του νερού και του αέρα. Ξαναγυρίζει στα χρόνια της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά.Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων.
                   «Αγαπώ τη θάλασσα… είναι ο χώρος που αναπνέω καλύτερα… γεμίζω τα πνευμόνια μου με αρμύρα και χάνεται το βλέμμα μου στο μπλε… Αρχίζω να τρέχω στην αμμουδιά και χάνομαι στα κύματα… η απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας… κι εκεί που χάνεται το βλέμμα μου και ζαλίζομαι απ’ την τόση ομορφιά, εκεί στο τέλος της αμμουδιάς, εκεί που η εικόνα είχε γίνει όσο μαγική νόμιζα ότι μπορούσε, ξεπροβάλλει η μορφή ενός μοναδικού αλόγου…
    με μαγνήτισε και απορώ με το πόσο πολύ ταίριαζε στη μαγεία της στιγμής… ελευθερία, πάθος, δύναμη, μαγεία… άλογα… Αγνάντευα τη χαίτη του έτσι όπως ξεκίναγε από την αμμουδιά και χτένιζε τα κύματα… έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ξεχωρίσω τον παφλασμό από τον καλπασμό του και η ηχώ της στιγμής γέμισε την ανάσα μου… αν έπρεπε να φυλακίσω μια στιγμή μέσα μου και να την κάνω ολό-δικιά μου για πάντα θα ‘ταν αυτή… Μα δε φυλακίζεται η ελευθερία, ούτε το περήφανο αυτό ζώο που χάθηκε από μπροστά μου όπως εμφανίστηκε… κι ήταν η σπίθα στα μάτια του πιο λαμπερή κι απ’ το ηλιοβασίλεμα»...... HorseRiders
    ......Ηταν Φλεβάρης του 1954! H γέννηση του δεύτερου αδελφού του Τηλέμαχου.
    Η γέννηση ενός δεύτερου παιδιού είναι ένα ευτυχισμένο γεγονός για όλη την οικογένεια. Μαζί με την έλευσή του, την ευτυχία και την ανείπωτη χαρά, έρχονται επίσης αυξημένες ευθύνες και νέες προκλήσεις. Τα γεγονότα έλαβαν χώρα ένα χειμωνιάτικο βράδυ μεταξύ μιας Τρίτης και λίγο πριν το ξημέρωμα της Τετάρτης. Δριμύτατο ψύχος ενέσκηψε από τις πρώτες ημέρες του μήνα με συνεχείς ισχυρές βροχές και άνεμος πολύ ψυχρός.
    Τα φυλλοβόλα δένδρα στις χωμάτινες γυρτές πλαγιές απογυμνώθηκαν, νεκρά σάπια τα φύλλα κάτω απ’ τα δέντρα, βυθίζονταν στρώνοντας φαιό χαλί στο βρεγμένο και μαλακό χώμα. Το μικρό αγροτικό σπιτάκι στου οικισμού την άκρη, τη νύχτα αυτή πηχτό σκοτάδι το έχει κυκλώσει. Λένε ότι το σκοτάδι της νύχτας δημιουργεί ένα ιδιαίτερο, ιδιότυπο τοπίο, στο οποίο όλα μπορούν να συμβούν ξαφνικά και απροειδοποίητα. Ένα περιβάλλον μεταφυσικό, μαγικό και αυτόνομο. Μέσα στο σκοτάδι, στην ερημία, την απομόνωση και την ησυχία των μεταμεσονύκτιων ωρών, τα πρόσωπα, οι χώροι, τα πράγματα, αλλάζουν όψη, μεταμορφώνονται. Είναι ένα κενό, μια ανάπαυλα, μια τομή στις καθημερινές ασχολίες, στις υποχρεώσεις, στις συμβάσεις. Προσφέρεται για σκέψη και περίσκεψη, για αποδράσεις στο χτες, περιπλανήσεις στο παρελθόν, νοσταλγικές αναδρομές, κουβέντες χωρίς αρχή και τέλος. Είναι το εφαλτήριο για νέες εκκινήσεις και ανασυντάξεις. Μια μικρή εκεχειρία, μια ανάσα πριν το αύριο που έρχεται αμείλικτο απαιτώντας δράση.
    Κρατώντας ένα ξύλο στο χέρι ο πατέρας του, με περισυλλογή σκάλιζε τη φωτιά στο τζάκι σπρώχνοντας τα αποκαΐδια που είχαν απομείνει γύρω της, και μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας γυρνούσε σιγανά το πρόσωπό του προς τα εκεί στην ορθάνοικτη ξύλινη εξώπορτα που φυσούσε ο αγέρας, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τον καιρό, περιμένοντας τους επισκέπτες. Η φωτιά ξεπήδησε σε φλόγα ρίχνοντας φωτεινές μαχαιριές στους τοίχους της μικρής κάμαρας  κι ένα τρεμουλιαστό τετράγωνο από φως έξω από την πόρτα. Την εξώπορτα την είχε αφήσει ανοιχτή, όπως συνηθιζόταν στη χαρά και στη λύπη. Στη στέγη βογκούσε ο βοριάς, βγάζοντας σφυριχτούς ήχους και έπεφτε ψιλό ανεμοβρόχι. Ο πατέρας ήξερε και διέκρινε καλά τα σημάδια των καιρών, από το χρώμα του ουρανού, τις κινήσεις και τα σχέδια και τα τερτίπια που έκαναν τα σύννεφα, τις αστραπές και τις βροντές, στις ρεματιές και στις βουνοκορφές. Οι χωρικοί σ’ εκείνα τα μέρη, χιονιά λέγανε τον καιρό που το χειμώνα φύσαγε αγέρας από τα βόρεια και έκανε παγωνιά, κρύο πολύ, επειδή αλλού χιόνιζε, αλλά στο μικρό χωριό τους χιόνιζε πολύ σπάνια και συνήθως έριχνε χιονόνερο. Οι χωρικοί πάντα ξέρανε από τα σημάδια που βλέπανε, ότι άμα τον χειμώνα αστράφτει από τον Βοριά, θα φυσούσε από εκεί πολύ δυνατός αγέρας, που σήμαινε ότι για όσες μέρες θα διαρκούσε ο καιρός αυτός και πάντα όταν φυσούσαν βοριάδες, οι εργασίες στα περιβόλια παρέμεναν ανενεργές. Ο πατέρας του το βράδυ αυτό ένοιωθε μέσα του όλη εκείνη την αναστάτωση της αναμονής, ήταν υπερβολικά ανήσυχος κάτι που γι’ αυτόν ήταν εντελώς ασυνήθιστο. Βρισκόταν σε μια κατάσταση βαθιάς και έντονης αγωνίας όπως ένας άρρωστος που ελπίζει στο ερχομό του γιατρού για να θεραπευθεί.
     Από την ανοιχτή πόρτα δύο σκιές φάνηκαν έξω στο σκοτάδι της νύχτας, ο πατέρας του έριξε ακόμη μερικά ξύλα στη φωτιά και σε λίγο η φωτιά στο τζάκι δυνάμωσε, κι έκαιγε λαμπερή, έλαμψε η κάμαρα. Οι δύο σκιές,  με μισή ανάσα, λαχανιασμένες σαν δρομείς μαραθωνίου φτάνοντας στην ολάνοιχτη πόρτα του σπιτιού η ανάσα τους έβγαινε πια με δυσκολία μέχρι να τα καταφέρουν να μιλήσουν! Ήταν η μαμή του χωριού που συνοδευόταν από την μεσόκοπη γειτόνισσα τους. Η παγωνιά της νύχτας έφερνε ρίγος στο δέρμα τους. Ο πατέρας τις υποδέχτηκε σιωπηλός. Οι δυο γυναίκες προχώρησαν, μπήκαν στην κάμαρα κλίνοντας τώρα την πόρτα, ερμητικά πίσω τους. Το σκηνικό της άφιξης των δυο γυναικών τον πατέρα του τον γέμισε σαν πυκνή ομίχλη ένα αίσθημα ασφάλειας, του πήρε την ανησυχία που είχε μέσα του, ησύχασε.
    Κλείνοντας την ξύλινη πόρτα η κρύα αναπνοή του βοριά έγινε απρόσιτη, κλείστηκε έξω τη νύχτα αυτή, ανεπιθύμητος επισκέπτης στις κάμαρες του σπιτιού. Δυο κάμαρες μικρές είναι το σπίτι τους όλο κι όλο. Κοντοστάθηκαν στο τζάκι για να συνέλθουν από το νυχτερινό κρύο και να χαρούν την λάμψη της φωτιάς, που σε λίγο θα τους ζεστάνει και θα τους στεγνώσει από τη νυχτερινή υγρασία.Ύστερα άφησαν το τζάκι και πλησίασαν στην απέναντι γωνιά της κάμαρας σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι καλυμμένο με μια λευκή φλοκάτη είχε κουρνιάσει η λεχώνα μητέρα του. Μια μάλλινη κουβέρτα κάλυπτε τους ώμους της. Βρισκόταν στο μεταίχμιο μιας διαδικασίας μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Σχεδόν αλαφιασμένη παίρνοντας είδηση τους επισκέπτες αφυπνίστηκε.
    Λιγνά κύματα σαν εκλάμψεις που διασταυρώνονταν ηλεκτρισμένα προσπαθούσαν να κινηθούν, από την ζωή που κυοφορούσε εντός της, και αναδύονταν στους τοίχους του κορμιού της. Μια αίσθηση αρχέτυπα οδυνηρή και συνάμα δροσερή την παράσερναν βίαια σε έναν γλυκό ίλιγγο. Η διαίσθηση ότι κείνες οι στιγμές ήσαν εύθραυστες την έκαναν να κινείται ανάλαφρα, από φόβο μήπως κουνήσει βίαια και διαλύσει κείνο το θαύμα, την τρυφερή ύπαρξη από φως κι αέρα που προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα της. Τα κύματα άλλαζαν αργόσυρτα ολοένα και με ψηλότερους, ξάστερους και έντονους ρυθμούς και βυθιζόταν ολοένα και βαθύτερα εντός της. Και από στιγμή σε στιγμή, με ανάσα πάλλουσα, σκέψεις λαμπερές, σαν εκλάμψεις, τη βυθίζουν ολοένα και περισσότερο μέσα στη ρευστή περιοχή, και τη γεμίζουν φόβο κι ευτυχία.
    Η μαμή με γοργές κινήσεις, μ’ ατελείωτη διαύγεια, ενδελεχώς και εξαιρετικά εξέτασε προσεκτικά και παστρικά όλα τα χρειαζούμενα για την γέννα. Το σπίτι το είχαν καθαρίσει από νωρίς, τα πάντα γύρω τους μύριζαν ροδόνερο και πράσινο σαπούνι. Από το εικονοστάσι ευλαβικά κατέβασαν της Παναγιάς εικόνα, φιλώντας τη και παρακαλώντας να πάνε όλα καλά, άναψαν το καντήλι που κρεμόταν από την αλυσίδα, ρίξανε λιβάνι στο τζάκι. Η προσμονή της συνέχειας, ανυπόμονη και καρτερική, κυριαρχούσε τις ώρες εκείνες, και ο μόνος τρόπος να συγκρατήσει κανείς αυτόν τον φυσιολογικό φόβο και τη βιασύνη, ήταν πολύ σημαντικό να γίνουν ολ’ αυτά με το σωστό τρόπο.
    Για τη μητέρα του ο χρόνος τριγύρω της έχει μουδιάσει. Αλλά μονάχα τριγύρω της. Μέσα της έχει στήσει τρελό πανηγύρι! Της θυμίζει με κάθε ευκαιρία ότι η μεγάλη στιγμή πλησίασε, είναι παρούσα. Κάνει κάθε της ανάσα πιο ηχηρή. Κάθε σφυγμό της δυνατότερο. Η στιγμή που η πλάση ολόκληρη θα της χαρίσει αυθόρμητα μια νέα ζωή. Η μεγάλη στιγμή της γέννησης του δεύτερου γιου της.
    Την ώρα που η μαμή έκοβε τον ομφάλιο λώρο στο νεογέννητο αδελφό του, δίχως τυμπανοκρουσίες και φανφάρες, αξαφν' ακούστηκαν αλυχτήματα στην αυλή, ένα χλιμίντρισμα, σιγαλιάς φωνές έξω από το σπίτι, και την αμέσως επόμενη στιγμή βαριά πατήματα αντήχησαν στο πλατύσκαλο της πόρτας. Οι φανταστικές περιηγήσεις λένε ότι η σκοτεινότερη ώρα είναι πριν την αυγή, εκεί ανάμεσα έκανε την θορυβώδη εμφάνιση του ο νυχτερινός επισκέπτης. Τυλίγοντας το μουσκεμένο πανωφόρι γύρω από του ώμους του, διέσχισε του σπιτικού την πόρτα αφήνοντας πίσω του στο σκοτάδι τον αέρα να μουγκρίζει, τη βροχή να κοπάσει για λίγο. Είναι ο απρόβλεπτος, εκκεντρικός φίλος της οικογένειας, που έχοντας μονίμως τον σαρκασμό υπό μάλης εισέβαλε στην κάμαρα σαν χείμαρρος ορμητικός, φέρνοντας μαζί του το κλειδί της χαράς που πηγάζει απ' τα βάθη της καρδιάς του και σαρώνει τους ανέμους της αγωνίας και της προσμονής την κατασκότεινη νύχτα. Στάθηκε για λίγο σιωπηλός, τον επηρέασε η λάμψη της ζωντανής φλόγας που αντανακλούσε γύρω τους η ζωηρή φωτιά που καίει στο τζάκι, τα μάτια του έκλεισαν ξαφνικά μ’ ένα αίσθημα περιδίνησης.
    Ο πατέρας του δεν έκανε καμία ερώτηση, -ήδη γνώριζε την απάντηση- τον καλοδέχτηκε χαμογελαστός, χωρίς να σχολιάσει την ώρα της επίσκεψης, και ανάβοντας το φανάρι βγήκε έξω να ταχτοποιήσει το άλογο του επισκέπτη στον πλαϊνό αχυρώνα του σπιτιού. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
    Ο επισκέπτης ήταν ο μακρινός ξάδελφος του πάτερα του, ο Πολυζώης.
    Ο Πολυζώης σε τραβούσε με την ανοιχτή του καρδιά και με τον εύθυμο χαραχτήρα του, γοήτευε και σκλάβωνε με τα φερσίματα του, με την καλοσύνη του, με το χιούμορ που στόλιζε και την πιο απλή κουβέντα του. Είχε κάτι ξεχωριστό αυτός ο άνθρωπος. Τον αγαπούσες, τόνε θαύμαζες, σε καταγοήτευε η συντροφιά του. Είχε έλθει μέσα στην νύκτα να συμμετάσχει στην χαρά –άλλωστε προοριζόταν για νονός- από τον οικισμό που απλώνεται στην πίσω πλευρά του λόφου την ανατολική.
    Η μαμή με βαθιά συγκίνηση απέθεσε απαλά το νεογέννητο αγόρι στην αγκαλιά της μητέρας του χαϊδεύοντας στοργικά το κεφάλι του.  «Όλα γίνονται πάντα με βάση μια στρατηγική» είπε χαμογελώντας. Κύμα ενθουσιασμού πλημμύρισε την κάμαρα του σπιτιού, τα απειλητικά σύννεφα που είχαν τυλίξει τις σκέψεις του πάτερα του σκόρπισαν. Ένοιωσε το βάρος να φεύγει από επάνω του και η ζωτικότητα να τον ξανά-πλημμυρίζει.
    Στη κάμαρα έγινε για λίγο σιωπή, μόνο το κλάμα του νεογέννητου αδελφού του ηχούσε και κάλυπτε το θόρυβο της φωτιάς στο τζάκι.
     Όταν ο επισκέπτης συνήρθε από το αίσθημα της περιδίνησης,  μ’ ένταση αναφώνησε χαρούμενα.
    «Και η Άρτεμις απόψε γέννησε ένα πανέμορφο μαύρο πουλάρι». Και απευθυνόμενος στην μαμή ρώτησε. «Τι θα μπορούσα να κάνω για να σε βοηθήσω.»
    «Είμαι ολόκληρος στη διάθεση σου». Συμπλήρωσε
    «Τελείωσαν όλα ομαλά, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις». Είπε η μαμή.
    Μάλλον η μαμή πρέπει να ένοιωσε άσχημα για την πρόσκαιρη απάντηση της και γρήγορα συμπλήρωσε με παιδιάστικο ύφος. «Θα’ ήθελες πραγματικά να βοηθήσεις;».
    Της είπε για άλλη μια φορά ότι ήταν ολόκληρος στη διάθεση της.
    Η μαμή χαμογέλασε πλατιά και του ζήτησε να τους διηγηθεί την ιστορία του αλόγου του της «Άρτεμις». Η αλλαγή της διάθεσης στην μικρή κάμαρα ήταν τόσο μεγάλη, η έκφραση της χαράς τους συνεπήρε όλους.
    Το χωριό.
    Το χωριό αγκαλιάζεται από θαμνώδη βλάστηση, κυρίως πουρνάρια κουμαριές σκίνα με πινελιές από πεδινά πεύκα, χαρουπιές και περιβόλια με καλλιεργήσιμα δέντρα. Ανηφορίζοντας από την δυτική πλευρά του λόφου με τα διάσπαρτα σπίτια των Καραστατήρη και προχωρώντας με τα πόδια προς την κορφή του χωριού, συναντάς την μικρή εκκλησία, λιτή και ολόασπρη ανάμεσα σε πεδινά πεύκα. Είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. Κατηφορίζοντας ανατολικά φτάνεις σ’ ένα πλάτωμα εμπρός σου είναι το παλιό ελαιοτριβείο και σε μικρή απόσταση πέντε έξι σπίτια ομοιόμορφα κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο, δίπατα, σκεπασμένα με στέγη από κατακόκκινα κεραμίδια. Η αυλές τους είναι τριγυρισμένες από πέτρινο μαντρότοιχο, βρίσκονται στην μπροστινή μεριά των σπιτιών και έχουν ξύλινες πόρτες με κεραμοσκεπή. Τα δάπεδα στις αυλές είναι πλακοστρωμένα, απευθείας πάνω στο χώμα, πράγμα που επιτρέπει να φυτρώνουν χόρτα στους αρμούς, δίνοντας έτσι μια εντελώς φυσική εικόνα. Ο φούρνος βρίσκεται έξω από το σπίτι, σε ιδιαίτερο κτίσμα και σε μια άκρη της αυλής, πίσω από το σπίτι είναι η χρεία, όπως το έλεγαν, το κοτέτσι, το χοιροστάσιο και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Τα σπίτια αποτελούνται από ένα ενιαίο χώρο στο πάνω πάτωμα και το κατώι κάτω. Μια πέτρινη σκάλα οδηγεί στο χαγιάτι και στο πάνω σπίτι. Στο πάνω πάτωμα υπάρχουν τα δωμάτια και η σάλα υποδοχής. Tο κατώι είναι οι αποθήκες και ο αχυρώνας για τα ζώα. Στο τέλος του χωματόδρομου δεσπόζει οίκημα με νότιο προσανατολισμό, είναι η οικία του Πολυζώη. Η διαφορά από τα υπόλοιπα σπίτια του μικρού οικισμού ήταν οι τεράστιοι από λιθοδομή ισόγειοι στάβλοι για τις αγελάδες, και τα αγαπημένα άλογα του. Η κατασκευή των στάβλων του στο ένα μέρος είναι διώροφος για να εξυπηρετηθεί η αποθήκευση των ζωοτροφών.
    Το άλογο.
    Για τον Πολυζώη η ενασχόληση με τα άλογα ήταν κάτι παραπάνω απ’ ένα απλό χόμπι. Με μια ματιά, μ’ ένα βλέμμα ήξερε πόσο χρονών είναι, τι χαρακτήρα έχει, και πολλά άλλα. Είχε πάθος, είχε έρωτα για τα άλογα δεν τα θεωρούσε βάρος και τα φρόντιζε μ’ αγάπη. Μιλάμε για εποχές που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στην περιοχή. Ότι γινόταν, γινόταν με τα μουλάρια και τα άλογα, τα κάρα και τις άμαξες. Είχε τρία άλογα. Δυο για τις αγροτικές του εργασίες, και την Άρτεμις η όποια ήταν η μεγάλη του αγάπη, η αδυναμία του από όσα άλογα είχε μέχρι σήμερα. Η Άρτεμις ήταν άλογο αγώνων. Δεν αγωνιζόταν πλέον. Ήταν ένα πολύ καλό αραβικό άλογο που σήμαινε πολλά για τον πρώην ιδιοκτήτη της, του είχε δώσει πολλές χαρές μέχρι να το αποσύρει, γιατί δυστυχώς τραυματίστηκε νωρίς. Η φοράδα η Άρτεμις τελευταία είχε ζευγαρώσει με αραβικό επιβήτορα και αυτή την κρύα νύκτα του χειμώνα γέννησε εύκολα, χωρίς επιπλοκές, χωρίς να χρειαστεί βοήθεια, μες 'του αχερώνα τη ζεστασιά, λίγες ώρες νωρίτερα από την γεννά της μητέρα του, ένα πανέμορφο αρσενικό πουλάρι.
    Αυτό ο καλός φίλος της οικογένειας το θεώρησε καλόν οιωνό για το νεογέννητο αγόρι, θεωρούσε τα ωραία αρσενικά άλογα, σημάδι επιτυχίας της ζωής. Τα περισσότερα πουλάρια γεννιούνται συνήθως τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού όταν ο καιρός είναι ζεστός και η τροφή άφθονη. Αυτό το νεογέννητο πουλάρι γεννήθηκε μέσα στη βαρυχειμωνιά. Με τον απογαλακτισμό και την αποκοπή από την μάνα του, το  κραταιό κι ωραίο νιόβγαλτο πουλάρι ο Πολυζώης ανακοίνωσε ότι  προσφέρει στην οικογένεια και ιδιαίτερα στο νεογέννητο αδελφό του. «Η θεά τύχη το έφερε να γεννηθούν ταυτόχρονα είπε στους γονείς του, ας μεγαλώσουν και παρέα. Και τους ευχήθηκε.» Το παρέλαβε η μητέρα του, το περιποιόταν με πολύ τρυφερότητα και περίσσια αγάπη, όπως και το μικρό το γιο της.
    Μεγάλωσε γρήγορα και έγινε ένα δυνατό, πανέμορφο άλογο με κατάμαυρο τρίχωμα και ένα λευκό αστέρι στο μέτωπο του, μ’ εκπληκτική αντοχή και νοημοσύνη. Ο Κεραυνός – όπως τον ονόμασαν, και ήταν το πιο κατάλληλο όνομα για ένα τέτοιο περήφανο και ατίθασο άτι, όμοιο με τη νέα κυρά του- ήθελε δουλειά, γιατί έκανε του κεφαλιού του ήταν απείθαρχο. Η κυρά μητέρα του ήταν υπομονετική, αφοσιωμένη στον Κεραυνό, τον περιποιόταν με πολύ τρυφερότητα και αγάπη, όπως και το μικρό το γιο της. Καθώς ο χρόνος κυλούσε, σταδιακά το άλογο ανέπτυξε μεγάλη φιλία με την μητέρα τους και ήταν η μόνη που επέτρεπε να ανέβει στην πλάτη του.
    Λένε πως το άλογο δεν ημερεύεται. Μέσα του καίει η φλόγα του αδάμαστου, του ελεύθερου. Διατηρεί την ασυμβίβαστη φύση του και παραχωρείται μόνο σε όσους επιλέγει. Δεν υποτάσσεται παρά υποχωρεί, μόνο γι' αυτούς που η ψυχή τους το κοιτά στα μάτια. Η Ιοκάστη από τα παιδικά της χρόνια αμαζόνα, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να τιθασεύσει τον Κεραυνό στις απρόβλεπτες αντιδράσεις του. «Τα αρσενικά συνήθως παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα στο χειρισμό, επειδή σε ειδικές καταστάσεις, οι αντιδράσεις του αλόγου δεν είναι εύκολα ελεγχόμενες από τον αναβάτη του.»
    Τα άλογα δεν αγαπάνε τα αφεντικά τους με τυφλή δουλοπρέπεια. Πρέπει να παλέψεις για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη αλλά και την εκτίμησή του, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, και όταν το κάνεις θα έχεις όχι απλά έναν σύντροφο αλλά έναν φίλο. Αυτή ακριβώς είναι και η σχέση που μοιραζόταν η μητέρα του και ο Κεραυνός, αγνή, ειλικρινής, γεμάτη αγάπη, και κατανόηση.
    Το μαύρο άτι υπάκουε πειθήνια στις προσταγές της. Ανέβαινε στη ράχη του επάνω και το κατεύθυνε με το κορμί της. Δεν της χρειαζόταν ούτε χαλινάρια ,ούτε μαστίγιο. Οι δυο τους επικοινωνούσαν με τα νεύματα, τις κινήσεις, και την ψυχή τους. Και κάλπαζαν σαν τον άνεμο.
    Τον τελευταίο χρόνο πριν την αναχώρηση από το χωριό για το αστικό κέντρο είχε απόκτηση και ο ίδιος ιδιαίτερο δέσιμο με το άλογο τους. Φαντάζεστε την έκπληξη όλων όταν είδαν αυτό το απείθαρχο άλογο να ιππεύεται από ένα επτάχρονο μικρό αγόρι.
    Μεταναστεύοντας η οικογένεια επέστρεψε το άλογο στον Πολυζώη.
    Στα χρόνια που πέρασαν η μητέρα του αραιά και που κατέβαινε στα πάτρια εδάφη.
    Η επαφή της με τον Κεραυνό ήταν ημέρα χαράς και για τους δυο.
    Όσο γερνούσε το άλογο η μητέρα του απέφευγε αυτές τις συναντήσεις, την πλήγωναν.
    Μαθαίνοντας ότι έχει προβλήματα υγείας, αποφάσισε να το ξαναδεί .
    Σταβλίζονταν στην παλιά αχερώνα.
    Η ζωντανή όμως εικόνα του γερασμένου αλόγου, σε τίποτα δεν θύμιζε τις δοξασμένες στιγμές του παρελθόντος, είχε  χάσει την εκπληκτική αντοχή του, είχε χάσει την όραση του.
    Την οσμίστηκε, χαρούμενα χωρίς δύναμη ψυχής χλιμίντρησε ευτυχισμένο.
    Τα σκούρα συννεφιασμένα ματιά του ποταμιά δάκρυα έχυσαν, όταν η μητέρα του απαλά και τρυφερά το χάιδεψε φέρνοντας τα μαγούλα της στο λιπόσαρκο μέτωπο του.
    Δεν μπόρεσε να κρατήσει την θλίψη της, και δάκρυσε η μεσόκοπη πλέον αμαζόνα.
    .…………………………
    Ο Καβάφης, αντλώντας από την ομηρική πηγή, στο ποίημά του «Τα άλογα του Αχιλλέως» βάζει τους δύο ίππους του Αχιλλέα να θρηνούν με ανθρώπινη λαλιά για τον χαμό του Πάτροκλου. Ο θρήνος τους είναι τόσο γνήσιος, τόσο αυθεντικά ανθρώπινος που ακόμα κι ο Δίας, θαυμάζοντας το μεγαλείο της ψυχής τους, λυπάται για τη θλιβερή μοίρα της ανθρωπότητας, στην οποία τα άλογα, άθελά τους, βρέθηκαν να διαδραματίζουν μοιραίο ρόλο.

    «Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
    που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
    άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως».

    Η ευγένεια και η αγνότητα των συναισθημάτων των αλόγων δεν εντυπωσιάζει μόνο τον αρχηγό των θεών και τον ποιητή αλλά και τον αναγνώστη, καθώς ο θρήνος τους προϋποθέτει όχι μόνον νου για τη συνειδητοποίηση της ματαιότητας της ανθρώπινων πραγμάτων αλλά και αγάπη είτε με τη στενή έννοια της φιλικής αγάπης μεταξύ ανθρώπων είτε με την ευρύτερη έννοια της αγάπης προς τον πλησίον.

    «…Όμως τα δάκρυα των
    για του θανάτου την παντοτινή
    την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή».

    Το άλογο προσφέρει απλόχερα στον άνθρωπο την αίσθηση ελευθερίας με την κίνησή του, την αίσθηση της αιωνιότητας με την αρχοντιά και την περηφάνια του, την αίσθηση της ασφάλειας με την ταχύτητα και τη δύναμή του, την αίσθηση της συντροφικότητας με την ζεστασιά και την προσφορά των χαρισμάτων του και το έντονο αίσθημα της τρυφερότητας και της αγάπης με το κοίταγμα του. Και γίνεται φίλος αχώριστος του ανθρώπου, παρασύροντάς τον σε διαδρομές απέραντης ομορφιάς, οδηγώντας τον μέσα από δύσβατα και σκοτεινά μονοπάτια, ίσως ακόμα και συνοδεύοντας ή θρηνώντας τον στο τελευταίο του ταξίδι…
    ……………………………………
    Εκεί που σκάει το κύμα, στην άμμο την ποτισμένη από την αλμύρα.
    Ονειρεύεται και αυτός ένα οικείο παρελθόν. Νιώθει την ομίχλη να τρυπά το κορμί του σε κάθε δρασκελιά. Επισκέπτεται τα μονοπάτια στους μικρούς λόφους και στέκεται σιωπηλός κάτω από τις χαρουπιές ανακαλώντας το λησμονημένο παρελθόν με την τρέλα της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά. Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων.

    Click to Open
    Ο Τρίτος υιός..Κάτω από ξάστερο ουρανό τον γέννησε!
    .....

    Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

    O Prototokos.. O Alkiviadis

    ..... Με τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου, ο Κλέαρχος αν και υπηρέτησε ως στρατιώτης του εθνικού στρατού, μιλούσε χωρίς μίσος για τους αντιπάλους αντάρτες. Τους σέβονταν, τους χαρακτήριζε γενναίους και τολμηρούς. Ωστόσο επιθυμούσε ολόψυχα τη νίκη των εθνικών, κυβερνητικών δυνάμεων. Να τελειώσει αυτός ο αδελφικός πόλεμος. Να πάψει η γη να ποτίζεται με διχαστικό ελληνικό αίμα. Η Ελλάδα να γίνει μια ελεύθερη, δημοκρατική χώρα. Ο λαός της να ζήσει σε καθεστώς ελευθερίας, δημοκρατίας και προόδου.
    .....Μετά τις διαφωνίες, τις συγκρούσεις την οικογενειακή καταιγίδα τη γεμάτη από ένταση και διαμάχες, στην οικογένεια της Ιοκάστης επικράτησε μια μαγική ηρεμία. Έτσι είναι η ζωή! Μετά τον ανεμοστρόβιλο εκτιμάς τις επιπτώσεις και συνεχίζεις.! Πρώτα οι θυελλώδεις εντάσεις και μετά έρχεται η γαλήνη προσαρμοσμένη σε ένα οικογενειακό πλαίσιο! «Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να` ρθει»  είχε πει ο μεγάλος στοχαστής Pablo Neruda.
    Άνοιξη! Μυρωδιές, πράσινο, φύση, θάλασσα! Έρχεται! 
    «Γλυκό του Μάρτη μήνυμα
    θ' ανθίσει η πασχαλιά,
    θα λιώσουν τ' άσπρα χιόνια
    θα 'ρθούν τα χελιδόνια».
    Ήταν άνοιξη η νεότητα του έτους και η νεότητα είναι η άνοιξη της ζωής, όταν εκείνο το υπέροχο ανοιξιάτικο γαλάζιο πρωινό στα τέλη του Μάρτη (σημαδιακός μήνας) το χίλια εννιακόσια πενήντα, με τον ερχομό των γοργόφτερων χελιδονιών, η Ιοκάστη αισθάνεται πως «Ήρθε η ώρα!» ότι έφτασε η «μεγάλη στιγμή.» Ήρεμη και γαλήνια έφερε στον κόσμο το νεογέννητο μωράκι της και μαζί του έφερε την ελπίδα, να σβήσει το μαύρο και να ξανανοίξει τους κλειστούς δρόμους με την οικογένεια της. Πώς πέρασε ο καιρός! Σαν να ήταν χθες που έφυγε από το πατρικό της σπίτι.
    Η γείτονες του μικρού οικισμού έχουν μαζευτεί όλοι στο μικρό τους σπίτι να γνωρίσουν το μωρό που έρχεται στον κόσμο. Μαζί με τους γονείς του βιώνουν και αυτοί την χαρούμενη αναμονή.
    Άξαφνα γίνεται ένα ποδοβολητό κι αντηχούν φοβερά ξεφωνητά στη μικρή κάμαρα, κι όλος ο γυναικόκοσμος ορμά μέσα στη κάμαρα, και μια φωνή μεγάλης χαράς, από τις χαρές εκείνες, που όχι πολύ συχνά νιώθει κανείς στη ζωή του, σείεται όλο το Μικρο σπιτάκι.
    «Αγόρι, ανιψιέ! αγόρι! Αρσενικό! να σας ζήσει, να το χαρείτε!» Πρώτη απ' όλους η Κυρά Γιώργαινα, του Γιώργη του Καραστατήρη η γυναίκα, το «Κιαπέ» η γειτόνισσα και θεία του Κλέαρχου ήταν εκείνη που βγήκε περιχαρής να αναγγείλει στον μικρό οικισμό ότι το μωρό που ήρθε στη ζωή ήταν αγόρι. «Είναι δώρο Θεού» τους είπε! Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό γεμάτο ήλιο στα τέλη του Μάρτη που γεννήθηκε ο Αλκιβιάδης. Η αφεντιά του.
    ........ Έχει αρχίσει να ξημερώνει, έλαμψε το φως της ημέρας, ενώ ο Ήλιος εισέρχεται στον αστερισμό του Καρκίνου. Μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα η Ιοκάστη φορώντας φόρεμα λευκό όμοιο με νυφικό και λίγα φρέσκα λουλούδια στα μαλλιά. Ήταν τόσο όμορφη. Η ομορφιά της πήγαζε απ' την ψυχή της. «Λέγεται ότι η Ψυχή ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Οι άνδρες συγκεντρωνόταν από παντού για να έρθουν να τη δουν και οι βωμοί της Αφροδίτης εγκαταλείφθηκαν εντελώς, καθώς όλοι λάτρευαν τώρα την ακαταμάχητη πριγκίπισσα αντί της θεάς, φέρνοντάς της προσφορές και σκορπίζοντας λουλούδια στους δρόμους όποτε έβγαινε έξω.»
    Ο ήλιος τη βρίσκει να περπατά μέσα από τον ίδιο δρόμο που περήφανα είχε αναχωρήσει. Η Ιοκάστη όπως ο ήλιος δεν περιμένει παρακλήσεις και καλοπιάσματα, αλλά τους αγκαλιάζει όλους, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς να περιμένει επαίνους υπερπηδά τους ψηλούς τοίχους της αδικίας της και ξαναγύρισε στο χωριό της, στο πατρικό της σπίτι. Πίστευε πως ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Αποφάσισε να επισκεφτεί τους γονείς και τα αδέλφια της. Ήταν μια περήφανη μάνα, περπατούσε και πετούσε. Δεν κατηγόρησε και δε μίσησε ποτέ κανέναν και ως καλή χριστιανή δικαιολογεί την πρόθεση της οικογενείας της να την νουθετήσουν στην επιλογή της. Είχε θάρρος...το μήνυμα που θέλει να στείλει....Με το κεφάλι ψηλά περπατούσε με καμάρι, έχοντας την χαρά να κρατά στην αγκαλιά το τεσσάρων μηνών παιδί της και χαμογελούσε. Πόσο οικεία είναι η εικόνα μιας μάνας να κρατά αγκαλιά το παιδί της. Πόσο απλή αλλά ταυτόχρονα πόσο μαγική. Την καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια. Με χαμηλά, τα ήρεμα  καστανά της μάτια λεβέντισσα ροβόλαγε. Κοιτάζει μόνο μπροστά και πάντα μπροστά. Αφήνει στο χρονοντούλαπο τα χθεσινά προβλήματα, τις σκέψεις, τις περίπλοκες υποθέσεις. Αφήνει πίσω της τα σύνθετα, τα άλυτα. Αγκαλιάζει τρυφερά τον σύντροφό της και η πατρική της οικογένεια στη θέα του ευτυχισμένου ζευγαριού σκέφτεται πώς είναι καιρός να συμφιλιώσουν με την άτακτη κόρη τους και την καλωσορίζουν. 
    Καμάρωναν ο παππούς και η γιαγιά με το πρώτο τους εγγόνι, που γέμιζε με φωνούλες και κατσαρά γέλια το σπιτικό τους. Ολοκληρώνοντας την επίσκεψη τους ο Κλέαρχος και η Ιοκάστη, καθώς από ολιγοήμερη κατέληξε σε πολυήμερη, ήρθε η ώρα της επιστροφής.  Ο καθένας μόνος του, αλλά και όλοι μαζί ήταν «μες στην καλή χαρά». Ο πιότερο χαρούμενος ήταν  ο παππούς, που είχε αρχίσει κιόλας να σχεδιάζει ιστορίες για τον εγγονό του. Ο παππούς μαζί με τις ευχές του τους παραχώρησε ένα γαϊδουράκι για τις ανάγκες τους, μια κατσίκα για το γάλα του εγγονού και κάποια χρήματα για να μπορούν να αντεπεξέλθουν στα έξοδα διαζυγίου του Κλέαρχου.
    Σε εποχές που η φτώχεια και η πείνα ήταν τα κύρια ζητούμενα των καιρών, τα γαϊδούρια, τα όμορφα αυτά τετράποδα, είχαν συνδυαστεί με την εμφάνιση της αγροτικής ζωή στην Ελλάδα και αποτελούσε για πολλούς το μοναδικό μέσο μεταφοράς. Ήταν το μέσο μεταφοράς των κοινωνικά καταπιεσμένων, των φτωχών και των αγροτών. Μεταξύ άλλων, η εισοδηματική κατάσταση του ατόμου ήταν σε άμεση συνάρτηση με το είδος του τετράποδου που θα είχε ως μέσο μεταφοράς. Οι ποιο πλούσιοι, οι προύχοντες, είχαν τα άλογα, οι δεύτεροι σε εισοδηματική κατάσταση είχαν τα μουλάρια και ο κοινός κόσμος είχε τα γαϊδούρια. Το γαϊδούρι είναι ένα ζώο της επαρχίας και μέσα από αυτό το ζώο αποτυπώνονται η ιστορία και ο πολιτισμός της υπαίθρου. Με την ανάπτυξη των μηχανημάτων και την «άνοιξη» της οδοποιίας, το ζώο έχασε τη χρηστικότητά του, με αποτέλεσμα να έχει γίνει είδος πολυτελείας.

    Click to Open
    Ο Δευτερότοκος υιός.. Και ο Κεραυνός
    .....

    Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

    Mpoumpoutselia

    Μπουμπουτσέλια! Looking over the ruins of my family home!                                                                           .....Χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η παρά στρατιωτική οργάνωση διαλύθηκε. Ο Κλέαρχος ήταν ελεύθερος. Ιούνιος του χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα. Η νύχτα και οι ήχοι της είχαν δώσει την θέση τους στις πρώτες νότες της καινούριας μέρας όταν ήρθαν τα άσχημα μαντάτα. Όλα συνέβησαν το μοιραίο ξημέρωμα της μέρας εκείνης. Το άγριο φονικό του λατρεμένου αδελφού της. Δράστες ήταν ντόπιοι Χίτες, πρώην συνεργάτες των Γερμανών και μετέπειτα διώκτες των κομμουνιστών που έλαβαν μέρος στην αντίσταση. Ο αδελφός της, ένας άνθρωπος «πέτρινος και αέρινος, αντάρτης και συνάμα τρυφερός» ήταν, μισητός εχθρός για τους Χίτες της περιοχής. Το χάραμα, έπεσε σε ενέδρα στον Πάρνωνα όπου και τον γάζωσαν αμέσως. Ο Λάμπρος διπλώθηκε στα δύο και κύλησε λίγο μακρύτερα. Μα τη ζητωκραυγή του για τη λευτεριά δεν την πετύχανε τα βόλια κι ο Πάρνωνας την αντιβούιζε... Ήταν νέος, πάνω στο ανθός της ηλικίας του. Μόλις είκοσι τριών ετών.
    «Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, ω Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! Γιατί να έρθουν έτσι τα πράγματα αφού έχει λήξει ο εφιάλτης του πολέμου; Αυτό είναι νέο απάνθρωπο, βγαλμένο απ' την ίδια την κόλαση!» Μαυροφορέθηκε και έκλαψε απαρηγόρητη η Ιοκάστη το άγριο φονικό του αδελφού της. Έκλαψε τα νιάτα του και μαζί τις ελπίδες και τα όνειρα που είχαν κάνει τα αδέρφια για τη ζωή τους.
    Σπαραγμός. Καρδιές ραγίζει το μοιρολόι της γιαγιάς. Ήθελε να ουρλιάζει, αλλά δεν έβγαινε ήχος. Ήθελε να πνίξει το Σύμπαν στα δάκρυα της , αλλά τα μάτια της έμειναν στεγνά. Καταράστηκε τον πόλεμο με τις συμφορές του κι εκείνους που κάνουν τους πολέμους.  
    «Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό
    όπου θ’ ανοίξει η γης, θ’ ανοίξει η γης
    και θα ραΐσει το βουνό.
    Ήλιε φονιά πώς άφησες να γίνει το κακό
    σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό
    κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο
    Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
    Και τα κορίτσια ρίξανε κάτω τα μαλλιά
    για να πιαστείς αϊτέ, να πιαστείς αϊτέ,
    ν’ ανέβεις απ’ τη λησμονιά.»
    Αχ, πώς θα τον αντέξει τούτον τον κεραυνό; Κι όμως πρέπει! Πρέπει να γίνει ατσάλινη, όπως οι χιλιάδες μανάδες των εκτελεσμένων συντρόφων του. Πρέπει! Για να δουν τουλάχιστον δικαιωμένο το αίμα και τις θυσίες του αγώνα. Γλυκό μου αγόρι, έχε γεια.
    Σαν έφυγαν καταχτητές, όλοι οι καταχτητές φεύγουν αργά ή γρήγορα, ήρθαν τα καταραμένα χρόνια του εμφύλιου που σκότωνε ο αδελφός τον αδελφό, ο γείτονας το γείτονα, ο φίλος το φίλο. Ας πάνε στον αγύριστο τέτοια χρόνια.
    Σεπτέμβριος χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα.
    Σε λίγο θα χάραζε η καινούργια μέρα και εκείνη για ακόμα ένα βράδυ θα έμενε άυπνη, προσπαθώντας να κατανοήσει όλα όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις τις και να επαναπροσδιορίσει τη ζωή της. Μπορούσε άραγε;
    Η αφόρητη ζέστη που είχε εκείνο το βράδυ, δυσκόλευε την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Ξαπλωμένη ανάσκελα, στη μέση του κρεβατιού, με τα χέρια περασμένα πίσω από το κεφάλι της, κοιτούσε αδιάφορα το ταβάνι. Το πρόσωπό της ήταν φρέσκο και σφριγηλό και τίποτα δεν μαρτυρούσε την τόση ταλαιπωρία από τις αϋπνίες που την βασάνιζαν όλο αυτό το διάστημα. Απόψε δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη ζέστη. Σιωπή επικρατούσε τριγύρω και από το ανοικτό παράθυρο έμπαιναν οι απαλοί ήχοι της νύχτας, κι άκουγε το τραγούδι ενός γρύλου, (τριζόνι) που για μια στιγμή ήρθε και σκέπασε όλους τους άλλους, το μονότονο, αλλά γλυκό και δροσερό εκείνο κουδουνισματάκι, που τόσο θέλγητρο δίνει στις καλοκαιριάτικες νύχτες. Τα τριζόνια, λένε, βρίσκουν ένα ταίρι και μένουν μαζί του για όλη τους τη ζωή.
    «Μην είμαι και εγώ ένα τριζόνι;» Ψιθύρισε και σφράγισε ταυτόχρονα με τα δάχτυλά της τα χείλη.
    Ένα δροσερό αεράκι μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, αναδιπλώνοντας την κουρτίνα και παίρνοντας μακριά την βαριά ατμόσφαιρα. Τα τριζόνια είχαν από ώρα πάψει το νυχτερινό τους τραγούδι. Ένοιωθε να την αγκαλιάζει μια γλυκιά θαλπωρή σε κάθε ίνα του κορμιού της όταν η νύχτα και οι ήχοι της είχαν δώσει την θέση τους στις πρώτες νότες της καινούριας ημέρας.
    ..... Σαν «βόμβα έσκασε» η είδηση στο σπιτικό τους, η δήλωση της ότι θα φύγει μαζί του. Η κόρη τους και αδελφή τους άλλαξε «στρατόπεδο.» Ήρθαν τα πάνω-κάτω, η γιαγιά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πως να την συγχωρέσει στο καινούργιο της σφάλμα: τη φυγή της με έναν «εχθρό» που τον γνώρισε κάτω από εκείνες τις θλιβερές συνθήκες, λες και δεν της έβρισκαν γαμπρό.
    Ένα μεγάλο «γιατί» έμοιαζε να πλανάται σαν μια αόρατη απειλή. «Γιατί;» όταν ο πόνος γύρω τους είναι τόσο φανερός; «Γιατί;» Η κόρη τους. Το κορίτσι που το βλέμμα της έκλεβε καρδιές κι όλα τα παλικάρια της περιοχής έλιωναν από πόθο μπροστά στην πόρτα της. «Γιατί;»
    Ώσπου ανοίγει μια δύσκολη συζήτηση χωρίς τρυφερότητα και σεβασμό, με «βαριές κουβέντες» κι αμέτρητες βρισιές με λόγια βαριά, κι οι φωνές τους ακούγονται μέχρι την πλατεία του χωριού. Ο αδελφός της επιτίθεται και την κατηγορεί ότι έβαλε τον «χίτη» εραστή της στο σπιτικό τους. Ο καυγάς κορυφώθηκε το ξημέρωμα. Τα αίματα άναψαν και η κατάσταση έδειχνε να ξεφεύγει. Ο παππούς με την υπόλοιπη οικογένεια προσπαθούν να την πείσουν ότι ο άνδρας που ερωτεύτηκε δεν ήταν αντάξιός της. Η Ιοκάστη και ο παππούς κοιτάχτηκαν στα μάτια, ακολουθήσουν μερικά λεπτά σιωπής, η Ιοκάστη όμως δεν αντέδρασε. Απλά δεν αλλάζει γνώμη δεν θα την σταματήσει καμία λογική, είχε αρκετή αποφασιστικότητα ν' ακολουθήσει το συναίσθημα.
    Το έμαθε και ο λεβέντης ερωτοχτυπημένος νιος, το καμάρι του Κυπαρισσιού. Έπεσε στα πόδια της την παρακάλεσε. «Μείνε εδώ μη με αρνηθείς αυτή την ώρα. Βαρύ το αντίο δεν μπορώ να το σηκώσω. Μη φύγεις μείνε, σε παρακαλώ !!! Και αν φύγεις κράτα κι εμένα στην καρδιά σου, κι εγώ, όπου και αν είμαι, όπου κι αν βρεθώ, θα σε περιμένω.»
    Η Ιοκάστη ήταν διατεθειμένη την καινούργια πραγματικότητα, που την περικύκλωνε, την καταδίωκε να την διεκδικήσει με την αδάμαστη θέληση της. Είχε άλλον στην καρδιά της. Είχε βρει άλλον άνδρα στη ζωής της.
    Με την ψυχή σκοτεινιασμένη από τη ζοφερή ατμόσφαιρα του αδελφοκτόνου πολέμου που μόλις τελείωσε και τις πληγές τους ακόμη ανοικτές για να μη φουντώσουν κι άλλα ανώφελα πάθη.  Για να μην έρθει σε ακόμη πιο δύσκολη θέση η κόρη του. Έδωσε αυστηρή παραγγελία. Είναι απαίτηση του παππού να μη του πειράξει κανείς την λεβέντισσα κόρη. Καλό κατευόδιο! Με την ευχή του.
    Υπάρχουν άνθρωποι σαν την Ιοκάστη φτιαγμένοι από άλλο κράμα. Περίεργες υπάρξεις.
    Αυθεντικοί στην αγάπη. Δεν φοβούνται να ρισκάρουν για τον έρωτά τους.
    Τα ταξίδια του μυαλού τους είναι φανταστικά και τους πάνε όπου επιθυμούν και δεν φυλακίζονται ποτέ. Εκτός αν το επιθυμούν.
    Ικανοί για όλα. Ευγνώμονες με τους ανθρώπους που αγαπούν και τους αγαπούν.
    Αυτούς τους παθιασμένους ανθρώπους αν ποτέ τους συναντήσεις στην ζωή σου, κράτησε τους. Μη τους αφήσεις να φύγουν ποτέ.
    «Τη δύναμή σου την τρανή Έρωτα, όποιος δε σε γνωρίζει μάταια ελπίζει να ιδωθεί τι μέγα κρύβουν οι ουρανοί».
    Ο Αλκιβιάδης ένοιωθε ευλογημένος που ήταν η μητέρα του.
    Από τι κράμα είναι πλασμένη; έχει κορμοστασιά περήφανη, λεβέντικη, και αύρα αυθεντική. Όμορφη. Λάμπει ολόκληρη. Ξεκίνησε το ταξίδι της μέρα μεσημέρι. Δεν έτρεξε, δεν κρύφτηκε, δεν κιότεψε. Περήφανη κι αγέρωχη σαν πριγκίπισσα, με αργό, αλλά σταθερό βήμα, πέρασε μέσα από τις γειτονιές του δρόμου. Η καρδιά της οδηγούσε τα βήματα.
    Ποιόν κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
    Σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα
    την καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
    με χαμηλά τα μαύρα της τα μάτια
    λεβέντισσα εροβόλαγε.
    Στα ματιά της ένα σύννεφο
    μες την καρδιά της σίδερο.
    Κυλάει το αίμα της, σκέπασε τον ήλιο
    κι λεβέντισσα εροβόλαγε.
    Η ζωή της Ιοκάστης είναι η ζωή όλων αυτών που έρχονται αντιμέτωποι µε ένα βαρύ φορτίο στους ώμους, δεν το απαρνιούνται όμως, ούτε το αφήνουν να τους λυγίσει.
    Με το δείλι βρέθηκαν στην Μονεμβασία, περπατούσαν αγκαλιά οι δυο τους στην ακρογιαλιά κι ο ήλιος τους ζήλευε την ώρα που βασίλευε, η ανήσυχη θάλασσα μούνταινε, γινόταν λίμνη μελάνης μαυριδερής, πλαισιωμένη από τις αχνά σταχτογάλανες σκιαγραφίες του βράχου, και απάνωθε της ο ουρανός, ντυμένος πορφύρες, ξεπροβόδιζε τη φλεγόμενη σφαίρα του ήλιου κι αργόλειωνε σε θαμπά χρυσάφια περιπεπλεγμένα με μαβιά αντιφεγγίσματα καθώς αποτραβιέται πίσω από το βουνό.
    «Θεέ µου! Μόλις συνειδητοποίησα κάτι...που τις τελευταίες βδομάδες, δεν έδωσα σημασία.» Το χαμόγελό της ήταν μυστηριώδες και ο Κλέαρχος δεν είχε ιδέα για τι πράγμα του μιλούσε.
    «Τι εννοείς;»
    «Δεν μαντεύεις;»
    «Όχι»
    «Νομίζω ότι μπορεί να είμαι έγκυος» του είπε απαλά, σαν να φοβόταν να το πει μεγαλόφωνα.
    Ο Κλέαρχος έριξε μια λοξή ματιά και γύρισε ξανά το βλέμμα του στο πέλαγος.
    «Σοβαρολογείς;» Ήταν εξίσου ενθουσιασμένος και ελαφρώς σοκαρισμένος. Η Ιοκάστη σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον Κλέαρχο σαν να είχε μόλις θυμηθεί κάτι και μετά πρόσθεσε, σαν να το σκέφτηκε μόλις εκείνη τη στιγμή. «Νομίζω πως έγινε εκείνη τη βραδιά. Έχω καθυστέρηση. Μεγάλη, πραγματικά μεγάλη καθυστέρηση. Τεσσάρων εβδομάδων. Το είχα ξεχάσει εντελώς». Όλα αυτά τα υπογράμμισε μ’ έναν παρατεταμένο αναστεναγμό. 
    Ο Κλέαρχος την άκουγε και ένιωθε ένα ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Άξαφνα ήταν το ίδιο βέβαιος µε εκείνη. Θυμήθηκε το ξαφνικό πάθος τους.  Θυμήθηκε που είχε κάνει τη σκέψη πως η Ιοκάστη θα μπορούσε να είχε μείνει έγκυος εκείνο το βράδυ και ύστερα το είχε βγάλει εντελώς από το μυαλό του. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά το μάγουλό της, και εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει µε µάτια γεμάτα ελπίδα.
    «Θα το επιβεβαιώσω τη Δευτέρα» του είπε µε φωνή ελάχιστα πιο δυνατή από ψίθυρο και έπειτα τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον φίλησε. Κανένας από τους δυο τους οµως δεν μπορούσε να δώσει άλλη εξήγηση για την καθυστέρηση. Δεν της είχε συμβεί ποτέ μέχρι τότε. Θα ήταν ένα μακρύ Σαββατοκύριακο.
    Επιβεβαιώθηκε!. Ήταν ο σπόρος, που είχε πέσει στη μήτρα. Ο Αλκιβιάδης. Ο γιος του νεαρού «χίτη» απ' τη νότιο Λακωνία και της πανέμορφης νεαρής Ιοκάστης απ' ένα παραδοσιακό ορεινό χωριό «γαντζωμένο» στις πλαγιές του Πάρνωνα.....
    Αφήνοντας το ζευγάρι πίσω τους το τρικυμιώδες παρελθόν και αναλαμβάνοντας την ευθύνη των επιλογών τους μια καινούργια ζωή έβλεπαν να ανοίγεται μπροστά τους, χωρίς περιουσιακά στοιχεία, πάμφτωχοι με αρχές κι αξιοπρέπεια. Ο Αλκιβιάδης πάντα θυμάται τη μητέρα του την Ιοκάστη περήφανη με αξιοπρέπεια τίμια και αυθεντική σαν το βαθύ ποτάμι που όσο πιο βαθύ είναι, τόσο λιγότερο θόρυβο βγάζει.
    Ριζώνουν σ' ένα απόμερο μικρό οικισμό στα δυτικά της Μονεμβασιάς. Τα Μπουμπουτσέλια! Εκεί βρήκαν καταφύγιο στο εγκαταλειμμένο μικρό πατρικό σπίτι του Κλέαρχου, κληρονομιά της πρόωρα χαμένης Μητέρας του. Η γιαγιά του Αλκιβιάδη έφυγε από την ζωή στα τριάντα πέντε της χρόνια και ο Κλέαρχος έμεινε ορφανός από μητέρα μόλις είχε κλείσει τα έξι παιδικά του χρόνια. Τρία χρόνια αργότερα ο Κλέαρχος έχασε και τον πατέρα του αν και ο παππους του Αλκιβιάδη είχε εγκαταλείψει ήδη την οικογένεια του όταν ακόμη ο Κλέαρχος μπουσουλούσε.
    Ο Αλκιβιαδης ήταν ο μεγαλύτερος (από τ' άλλα δυο αγόρια), γιος της νέας οικογένειας. Ένα μικρό αγόρι, ψηλό, λιπόσαρκο, σα λιγνό κυπαρισσάκι 'ταν το μπόι του, με θεληματικό πιγούνι, καστανά μαλλιά και έξυπνα ερευνητικά σκούρα μάτια. Γεννήθηκε στην ενδοχώρα εκεί στο μικρό οικισμό τα Μπουμπουτσέλια μιας πάμπτωχης περιοχής του ελληνικού Νότου στις ανατολικές άγονες πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα. Μία δυσπρόσιτη περιοχή που είχε παραμείνει ανόθευτη και αληθινή στο πέρασμα του χρόνου. Τα χωριά φωλιασμένα στα βουνά. Δεν υπήρχε εύκολος δρόμος να διαβείς, υπήρχαν όμως εκατοντάδες μονοπάτια. Δεν υπήρχαν αριστουργηματικά χωριά, υπήρχαν όμως μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονταν στον χρόνο, άνθρωποι φιλόξενοι, ταπεινοί, καταπονημένοι, αλλά περήφανοι για την καταγωγή τους.
    Tο κυρίως χωριό τα Κουλέντια είναι εν’ από κείνα τα βουνίσια χωριά, που σκαρφαλώνουν στη πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά! Και ο μικρός οικισμός τους, τα Μπουμπουτσέλια χωμένος σε μια απόμακρη γωνιά του χωριού. Μια περιοχή που συγκροτούσε έναν απομονωμένο μικρό αγροτοκτηνοτροφικό οικισμό με δεκαπέντε σπίτια χαμηλά και ισάριθμες αιωνόβιες χαρουπιές. Οικισμός μικρός ασήμαντος, σκυφτός θα ‘λεγες από κάποια βαθιά στενοχώρια, γκρίζος και ισχνός όπως όλα τα μέρη που οι κάτοικοι τους ζουν μακριά από την εποχή τους. Απόμεροι, ξεχασμένοι. Η ορεινή ύπαιθρος γύρω τους ήταν μια άγονη γη, γεμάτη με πέτρα που τις θερμές ημέρες του χρόνου λουζόταν από το ανελέητο εκτυφλωτικό φως του Ήλιου. Οι λιγοστοί κάτοικοι πάλευαν με κόπο και ιδρώτα να κερδίσουν την ζωή τους στις περιοχές της χέρσας γης με το γκρίζο χώμα από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, καλλιεργώντας λίγες ελιές, λίγες συκιές, μερικά αμπέλια και ελάχιστα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και λαχανόκηπους. Παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα. Όμως η γης ήτανε για κείνους πλάσμα ζωντανό, κρύωνε, πυρωνόταν, θρασομανούσε να σπαρθεί, κοιλοπονούσε. Οι βροχές πέφταν μετρημένες, κι έτσι δεν έσκαγε το χώμα για να ποτιστεί καλά η γης και τα αλέτρια όργωναν και ξαναόργωναν τα λιγοστά υγρά χωράφια για μια καλή σπορά. Οι ξωμάχοι χωρικοί έτρεχαν κάθε τόσο να τη συντρέξουν, τη μια ζευγάδες και σποριάδες, την άλλη θεριστές ή μαζωχτές. Δύσκολα χρόνια, και η γη λίγη  και φτωχή στο μερτικό τους, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα του. Υπήρχαν ακόμη κάμποσοι προνομιούχοι νοικοκυραίοι που κατείχαν τις πιο εύφορες εκτάσεις στις μικρές κοιλάδες με το κόκκινο χώμα που καλλιεργούσαν όσπρια και σιτηρά. Ιδιοκτησίες, που ανήκαν παλιότερα σε Τούρκικες φαμίλιες που κατοικούσαν στα παλιά χρόνια το χωριό.
    Στενοί χωματόδρομοι και στριφογυριστά μονοπάτια που θύμιζαν λαβύρινθο από μυρμηγκοφωλιές συνέδεαν τους μικρούς οικισμούς με την καλλιεργήσιμη γη. Οι απαιτούμενες μεταφορές προσώπων και αγαθών γίνονταν με μουλάρια άλογα και γαϊδουριά. Η σταδιακή ανάπτυξη που σημειωνόταν με το πέρασμα των χρονών στα βορειότερα της Λακωνικής πεδιάδας του Ευρώτα δεν είχε ακόμη κάνει το άλμα της στις τοπικές κοινωνίες του Νότου. Στους μικρούς και απομονωμένους οικισμούς οι κάτοικοι συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους με τη μέθοδο της αγροτικής οικονομίας και, όσο να το κάνεις, βολευόταν κάπως η κατάσταση.
    Φτωχοί άνθρωποι οι περισσότεροι, είχαν την  ανάγκη ο ένας του άλλου. Έτσι όταν ήθελαν  να καλλιεργήσουν τη γη, συνήθως συνεταιριζόταν. Όταν είχε κάποιος ένα ζώο «καματερό» βόδι ή μουλάρι, το  έκανε ζευγάρι μ’ άλλον και με αυτό όργωναν και έσπερναν τα χωράφια και των δύο. Στο θέρισμα που χρειαζόταν πολλά χέρια, βοηθούσαν όλοι. Το ίδιο γινόταν και στο αλώνισμα. Όμως και μ’ όλες αυτές τις ελλείψεις η ζωή τους ήταν ήσυχη και γεμάτη ανθρωπιά. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ένιωθαν ζεστασιά στις σχέσεις τους και στις επαφές τους. Πάντα ήταν έτοιμοι να προσφέρουν με προθυμία τη βοήθειά τους σε όποιον τη χρειαζόταν. Τα συναισθήματά τους ήταν πιο έντονα. Ένιωθαν τη φιλία μεταξύ τους πιο δυνατή. Η καλοσύνη, η τιμιότητα, η χαρά υπήρχαν σε αφθονία στο χωριό. Αν και τα σπίτια ήταν μικρά, έφταναν να χωρέσουν την αγάπη, τη συμπόνια, τη φιλοξενία, την ανθρωπιά.
    Όταν στο χωριό ερχόταν κάποια λύπη ή κάποια χαρά, την ένιωθαν και τη μοιράζονταν μεταξύ τους όλοι οι κάτοικοι. Στις γιορτές και στα πανηγύρια η αληθινή χαρά ήταν απλωμένη σ’ όλο το χωριό.
    .. Ανηφορίζοντας από την δυτική πλευρά του λόφου με τα πόδια προς την κορφή του οικισμού αφήνεις πίσω σου μια συστάδα σπιτιών ομοιόμορφα κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο, τα περισσότερα δίπατα, σκεπασμένα με στέγη από κατακόκκινα κεραμίδια. Ηταν η γειτονιά με τις οικογένειες των Καραστατήρη! Στην κορυφή του λόφου συναντάς την μικρή εκκλησία, λιτή και ολόασπρη ανάμεσα σε πεδινά πεύκα. Είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. Κατηφορίζοντας ανατολικά φτάνεις σ’ ένα πλάτωμα εμπρός σου είναι το παλιό ελαιοτριβείο και σε μικρή απόσταση πέντε έξι σπίτια ομοιόμορφα και αυτά, κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο. Είναι η γειτονιά των Αρώνη. Οι νοσταλγικές αναδρομές μυροβόλο αεράκι έρχονται να τον δροσίσουν, να τον αναζωογονήσουν και να τον τυλίξουν σαν αναρριχώμενος κισσός. Οι σκέψεις του γυρίζουν στα παλιά και νιώθει νοσταλγία, και επιθυμεί να ξαναζήσει το με ιδιαίτερη χάρη παραδοσιακό πανηγύρι του Άγιου Παντελεήμονα στην μικρή πλατεία του οικισμού. Κόσμος από όλα τα χωριά ερχόταν όταν γιόρταζε ο Άγιος, προσεύχονταν έπιναν, γλεντούσαν και οι νέοι για νύφες ψάχνανε στου Αγίου το πανηγύρι.
    Ο Άγιος Παντελεήμονας ακόμη και σήμερα είναι ένα μικρό εκκλησάκι χτισμένο στο ψηλότερο σημείο ενός υψώματος προστάτης φύλακας του οικισμού, με απόλυτη θέα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου, περιτριγυρισμένο απ’ τη μοναδική πλατεία του οικισμού πάνω στο λόφο. Τέτοιες μέρες ολάκερο το χωριό σηκώνεται στο ποδάρι, και βουίζει από κίνηση και ζωή και οι καμπάνες του χτυπάνε χαρούμενα και του θυμίζουν με νοσταλγία το πανηγύρι.   
    Πλήθος κόσμου μαζεύετε μαζί στην γιορτή του. Τα τραπεζάκια και οι καρέκλες στήνονται από τα χαράματα στον περίβολο του ναού, όταν ακόμα ο νυχτερινός ίσκιος σέρνεται επάνω στην ολόστρωτη άπλα του λόφου, που ανατριχιάζει κάθε τόσο με τις ανάλαφρες ριπές του ανέμου στα δέντρα που θρόιζαν και παίρνει όλους τους τόνους τού γαλάζιου και του ρόδινου. Με τον ήλιο που ανηφορίζει, η πρωινή άχνα μαζεύεται στις άκρες του ορίζοντα, όσο να χαθεί ολότελα. Κι όλα αποθεώνονται μέσα στο χρυσό φως, σχήματα, όγκοι, απλωσιές και ψηλώματα, σπίτια, δέντρα, πλαγιές. Τα νερά της μικρής λίμνης αστράφτανε, οι πέτρες κι ο αέρας αστράφτανε και γύρω-γύρω στον περίβολο του ναού στριμώχνεται ένα πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, σαν τσιγγάνοι.
    Του φαίνεται πως είναι ακόμη μικρο παιδί, μια μέρα του Ιούλη και όλος ο κόσμος του μοιάζει ευτυχισμένος. Το ακορντεόν και τα βιολιά με τους χαρούμενους ήχους γεμίζουν τον προαύλιο χώρο της εκκλησιάς και οι φωτιές από τις ψησταριές φωτίζουν με την κοκκινωπή τους λάμψη και προβάλλουν επάνω στο λευκό του ασβέστη του τοίχου τις ευκίνητες φιγούρες των μουσικών και τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα των γυναικών και των αγοριών που γελούσαν και διασκέδαζαν χορεύοντας χορούς της Πελοποννήσου. Το πανηγύρι διαρκούσε και δεν τελείωνε ακόμα κι όταν τ' αστέρια έλαμπαν πάνω από την εκκλησιά σαν να τα είχε συνεπάρει κι εκείνα ο ρυθμός του χορού.
    ...... Σήμερα κουρασμένος από τη ζωή στρατοκόπος, σταμάτα για λίγο στο διάβα του και θυμάται το τότε! Οι παιδικές του αναμνήσεις σαν μαγευτικές νεράιδες χορεύουν για λίγο μπροστά του στο δικό τους ρυθμό. Προσπαθεί να ξανανιώσει και να γίνει πάλι παιδί έστω με τη σκέψη. Τα πρώτα χρόνια στην ξενιτιά η άνοιξη τον αναστάτωνε και τα όνειρα της ζωής του άνθιζαν μέσα του, όπως οι μοβ περικοκλάδες ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου του χωριού του. Μια αδυναμία που του περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία του να ταξιδεύει ολόγυρα.
    Θυμάται τα πρώτα χρόνια που ένοιωθε τώρα πια τον εαυτό μου. Τότε που παιδί αμέριμνο και ξυπόλητο, ξέγνοιαστο και πεινασμένο, γυρνούσε στις γειτονιές, στους δρόμους και στα χωράφια, χωρίς τους φόβους και του κινδύνους. Τότε, που τα χρόνια ήταν τόσο πλούσια σε φτώχεια. Ήξερε πως ήταν φτωχοί, πως οι άνθρωποι έπρεπε να δουλεύουν για να ζήσουν, πως γι’ αυτό δούλευαν οι γονείς του την χέρσα γη, και πως σα μεγαλώσει θα δούλευε κι αυτός. Δηλαδή το ’ξερε, καθώς ήξερε πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και χάνεται πίσω από το Μεγάλο Ρέμα. Το γιατί τους, δεν το απείκαζε. Στα παιδικά τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνονται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτα άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πει και πως δεν ένοιωθε το κόσμο.
    Εικόνες της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν εκαθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι. Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά και στη μαγεία του βρεγμένου χορταριού και της λάσπης, με τα γυμνά του πόδια, με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας. Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
    Σαν στρέφει προς τα πίσω στο παρελθόν του τα μάτια και η σκέψη τον γυρνάν στα περασμένα, και του φέρνουν στο νου εικόνες, και όλα του φαντάζουν ένα ανάγλυφο τοπίο στην ομίχλη, ό,τι απ' την ομίχλη ξεπροβάλλει και από την λησμονιά δραπετεύει. Αράθυμος ο νους περιδιαβάζει στο τοπίο και αφήνετε στον ρεμβασμό και στα «περασμένα κι αλησμόνητα» στιγμιότυπα της εφήμερης ύπαρξης του. Εικόνες παλιές, συννεφιασμένες, άλλες με πίκρα κι άλλες ωραίες, χαρωπές, ευτυχισμένες. Η γαλήνια ομορφιά του τοπίου, με τη σιλουέτα του μικρού σπιτιού τους. Το σπίτι τους να στέκεται στη δυτική πλευρά του Αγίου Παντελεήμονα και νοτιοανατολικά στην άκρη του μικρού οικισμού. Ένα μικρό ισόγειό σπίτι με δυο  κάμαρες πετρόχτιστο με τους ασβεστωμένους τοίχους με τα χρωματιστά πορτοπαράθυρα και την κόκκινη κεραμοσκεπή, σε συνδυασμό με την ομορφιά της φύσης, να δημιουργούν ένα υπέροχο τοπίο. Εμπρός νότιο-ανατολικά, στο τέλος της αυλής ήταν ένα χαντάκι. Ανάβαθο. Το χαντάκι γεμάτο γκρίζες πέτρες και βράχους. Μερικές γκορτσιές εδώ και εκεί, φραγκοσυκιές στις άνυδρες όχθες του και μερικές συστάδες από σκίνα. Η μια συστάδα σε απόσταση από την άλλη. Με τον ερχομό της άνοιξης θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα και το χαντάκι γεμίζει γαλάζιους ίσκιους. Θάμνοι γυμνοί, αγκαθωτοί και ξερά χόρτα που δυναστεύουν το τοπίο. Και για την ανάγκη τους χρησίμευε και για το σκουπίδι. Το σπίτι ταπεινό χαμηλό, με την μεγάλη αυλή του να κοιτά στο νοτιά χωρίς μαντρότοιχο εμπρός του, και με το λίθο-χτισμένο φούρνο στο τέλος της αυλής, δίπλα στη μεγάλη γέρικη αμυγδαλιά που όταν άνθιζε την άνοιξη η αμυγδαλιά ξαναγέμιζε πουλιά. Στη συνέχεια της δυτικής πλευράς του σπιτιού ήταν ένα καλύβι χτισμένο με ξερολιθιά, για αποθήκη χρησίμευε όπου έβαζε η φαμίλια τα φτωχικά εισοδήματα τους, καρπούς, το σιτάρι, το λάδι και το κρασί που έβγαζε η άνυδρη γη τους, «τα λιγοστά χτήματα τους», οι κόποι κι ο ιδρώτας των γονιών του. Πίσω από την αποθήκη, ήταν κι ένα άλλο μεγαλύτερο καλύβι που έβαζαν τα ζωντανά τους, μερικές κότες και γαλοπούλες, δυο κατσίκες, μια γαϊδουρίτσα, το εργαλείο τους στις αγροτικές εργασίες και μεταφορικό μέσο εκείνα τα χρόνια. Αργότερα απέκτησαν κι ένα εξαίσια όμορφο κατάμαυρο άτι μ’ ένα λευκό αστέρι κόσμημα στο μέτωπο. Δυτικότερα στις αποθήκες, στο βάθος ήταν ένα ευρύχωρο και άνυδρο κτηματάκι, μια πεζούλα, περιφραγμένη με ξερολιθιά και φραγκοσυκιές όπου φύτρωναν αγκινάρες και εκεί στον υπαίθριο χώρο οι κότες και τα κοκόρια βοσκούσαν ελεύθερα.
    Νοτιοανατολικά, σύνορο με την αυλή του σπιτιού είναι ο χωματόδρομος, στη συνέχεια μια αρκετά δύσκολη κατηφορική διαδρομή, ένα φιδοειδές μονοπάτι, και μετά από  τριακόσια μέτρα περίπου σταματά σ' ένα μικρο διάσελο όπου μια μικρή πηγή ανάβλυζε όλο το χρόνο λιγοστό γάργαρο νερό, διαυγές και κελαρυστό, όμοιο με διάφανο χρυσάφι, μέσα από τα βράχια που σχημάτιζαν έναν κατακόρυφο γκρεμό σαν φυσικό πέτρινο τείχος. Η πηγή αυτή ήταν το μέρος από όπου προμηθεύονταν νερό οι κάτοικοι του οικισμού δυτικά του Αγίου Παντελεήμονα. Σε περιοχές όπου το νερό ήταν δυσεύρετο, ήταν πηγή ζωής για τους ανθρώπους. Το περισσευούμενο είχαν φτιάξει μια ευρύχωρη στεγανοποιημένη τσιμεντένια στέρνα, δίπλα σε μια μεγάλη κλαίουσα ιτιά, και ήταν πολύ σημαντική για τις μικρές υπαίθριες καλλιέργειες κηπευτικών των κατοίκων στην περιοχή του της δυτικής πλευράς του οικισμού. Το έδαφος της περιοχής δεν μπορούσε να συγκρατήσει νερό, απαραίτητο για την ανάπτυξη των καλλιεργειών. Έτσι, οι κάτοικοι είχαν διαμορφώσει αυλάκια με νερό που έφταναν με κατάλληλο σχεδιασμό και με κανάλια πότιζαν τα περιβόλια και τους μπαξέδες στις μικρές πεζούλες τις κατάλληλα διαμορφωμένες για τις καλλιέργειες που απλώνονταν ως την άλλη μεριά της ρεματιάς. Με αυτό τον τρόπο, εξασφάλιζαν το απαιτούμενο πότισμα τόσο στους λαχανόκηπους και τα διάφορα μικρά μποστάνια, όσο και για το πότισμα των οικόσιτων ζώων.
    Χάνεται σε σκέψεις και αναμνήσεις! Περασμένη ώρα και του φαίνεται ότι κρατάει έναν πέτρινο τοίχο που καταρρέει και δεν ξέρει αν προτιμότερο θα ήταν όλα να είχαν σκεπαστεί απ' την ομίχλη και όλα να είχαν βυθιστεί μέσα στη λήθη.
    ( Ω χώματα της γης μου!
    Χώμα «Μπουμπουτσελιάνικο»**
    πρωτόχωμα
    τιτάνια ζύμη του κορμιού μου
    του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού!)  Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος Γ΄ 
    **Λευκαδίτικο)

    Click to Open
    Ο Πρωτότοκος υιός. Ο Αλκιβιάδης
    .....

    Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

    Klearchos Kai Iokasti

    ........... Αν είναι αλήθεια πως ο έρωτας ξεκινά με ένα βλέμμα, τότε η ιστορία τους άρχισε κάπως έτσι. Ο Κλέαρχος την πρωτοείδε μια μέρα που η Ιοκάστη κλείνοντας την αυλόπορτα πίσω της και βγαίνοντας στον ζεστό απογευματινό ήλιο, κοιτάει ψηλά τα επιβλητικά κυπαρίσσια που «σκίζουν» τον λαμπερό γαλανό ουρανό και στέκουν περήφανα εδώ κι εκατό χρόνια στην αυλή του σπιτιού της οικογένειάς της.
    Θαμπώθηκε εκείνο το πρωί όταν την πρώτο-είδε. Όμορφη σαν την Άνοιξη, με τους είκοσι Απρίληδες - ρόδα στα μάγουλά της. Μια γνήσια  ζωγραφιά της γυναίκας του νότιου Πάρνωνα, από τα χωριά του Ζάρακα. Ο Ζάρακας πρόκειται για μια ακραία περιοχή στο τρίτο ποδάρι της Πελοποννήσου, στο ανατολικό κομμάτι της Λακωνικής γης, στη νοτιότερη απόληξη της ηπειρωτικής Ευρώπης, που γειτονεύει με το Μυρτώο πέλαγος. Κακοτράχαλα βουνά, που τα «χαρακώνουν» αρκετά φαράγγια, απ’ τα οποία μερικά είναι πολύ όμορφα και εντυπωσιακά και άλλα λιγότερο. Απόκρημνες ακτές, πέτρινα χωριά, διάσπαρτα δέντρα από συκιές, αμυγδαλιές και ελιές με τον πολύτιμο καρπό τους και ένας ήλιος εκτυφλωτικός και συνάμα ζωογόνος.  Άνυδρη, πετροσπαρμένη γη με ανελέητα λιοπύρια του ζεστού λακωνικού καλοκαιριού, και μόνο το τραγούδι των τζιτζικιών να ταράσσει τον τόπο! Μονάχα όποιος την έχει επισκεφτεί μπορεί να καταλάβει. Αυτή η γη είναι η ζωντανή μαρτυρία μιας πραγματικότητας. Κρύβει στις πέτρες της την ιστορία των ανθρώπων του βουνού, του μόχθου. Κρύβει το έργο των ανθρώπων της, που εξουσιάζουν μ' ακαταμέτρητο μόχθο τη φύση. Αυτή η γη είναι η γη των προγόνων του Αλκιβιάδη.
    Η Ιοκάστη πρόσωπο μοναδικό πάνω σε λυγερή κορμοστασιά με σωματικά χαρακτηριστικά αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, χωρίς ίχνος έπαρσης. Μια ομορφιά ξεχωριστή, με βλέμμα καθρέφτη της ψυχής. Μια πανέμορφη Σπαρτιάτισσα. Μια φυσική ομορφιά δώρο θεού.
    Ψηλή, ευθυτενής, χυτό κορμί χτισμένο σε πόδια δυνατά, πρόσωπο γαλήνιο με σκούρα μελόχρυσα μαλλιά, στη χαίτη απλωμένα και τα μάγουλά της τραγανά, με ρόδινα φεγγίσματα και κερασένια χείλη . Ήταν στο ύψος του, και όπως κι αυτός, είχε περήφανο βάδισμα και ίσια πλάτη.Ο Κλέαρχος νόμισε ότι έβλεπε τον ίδιο τον ήλιο να περνά. Άγρια ομορφιά, ατίθαση κοπέλα με αμαρτωλές καμπύλες. Τα φλογερά αμυγδαλωτά της μάτια αεικίνητα, στέλνουν σινιάλα στον ορίζοντα, σαν φάροι που με πάθος καρτερούν τον ερχομό της νύχτας. Αυτός όταν την είδε, έμεινε άφωνος, κυριολεκτικά ένιωσε την ανάσα του να κόβεται, χάθηκε μέσα στα βλέφαρα της. Βυθίστηκε στο μελένιο βυθό των ματιών της, τα γεμάτα φως και ρέμβη και δεν μίλησε. Δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών και ο Κλέαρχος κι είχε δεθεί κόμπος η γλώσσα του μπροστά σ΄ αυτή τη ξεχωριστή ομορφιά.
    Την ερωτεύτηκε. Από κείνη τη μέρα στηνόταν στο παράθυρό της και την περίμενε να βγει. Την ακολουθούσε στους δρόμους, στις αγορές και της ζήταγε να γευτεί τον έρωτά του.
    Η γλώσσα του λύθηκε. Σαν κρασί από λιαστό σταφύλι ξεχείλισαν τα λόγια του. «Τα όμορφα τα µάτια σου θάλασσα από μέλι σε μια ματιά σου να πνιγώ καθόλου δε µε μέλλει.».
    Εκείνη χαμογέλασε ευχαριστημένη με τα λόγια του. Το χαμόγελό της ήταν τόσο εγκάρδιο και ζεστό που θα μπορούσε να λιώσει παγετώνα. Γι αυτόν ήταν ο πιο όμορφος ήχος που είχε ακούσει στη ζωή του. 
    «Και γιατί να πνιγείς;» τον ρώτησε με απίστευτη γλυκύτητα, απλότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση. Ο Κλέαρχος δε βιάζεται να της απαντήσει. Αντίθετα, συνεχίζει να την παρατηρεί. Από τόσο μικρή απόσταση που βρίσκονται η Ιοκάστη μπορεί να καταλάβει ότι τα ρούχα παραλλαγής που φορά είναι φθαρμένα αλλά καθαρά, τα μαλλιά του είναι ανακατεμένα αλλά πολύ σέξι, λες και μόλις σηκώθηκε από το κρεβάτι. Στο βλέμμα του υπάρχει μια λάμψη που την αφήνει με την εξής απορία, τελικά τα μάτια του είναι σκούρα μαύρα ή μελιά; Δύσκολο να απαντήσει μέσα σε αυτή την απογευματινή αντηλιά όπως ότι έχει μαύρα μαλλιά. Όχι πολύ μαύρα. Μάλλον σκούρα καφέ. Δεν διαλέγεις το «πότε», δεν διαλέγεις το «πού» και κυρίως δεν διαλέγεις το «ποιον» θα ερωτευθείς. Αυτός είναι ο απαράβατος κανόνας που μάλλον η Ιοκάστη παντελώς αγνοούσε, καθώς από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τα σαρκώδη χείλη και το στιβαρό κορμί του Κλεαρχου έπρεπε να έχει καταλάβει πού πάει να μπλέξει. Το γοητευτικό του πρόσωπο την τράβα σαν μαγνήτης και πριν καλά-καλά προλάβει να συνειδητοποιήσει τι της συμβαίνει, της ξυπνά μία αρχέγονη έλξη που δεν έχει νιώσει ποτέ ξανά. 
    Την κοίταζε καταγοητευμένος, εκστασιασμένος και δίχως να πάψει να της χαμογελάει με τα γλυκά του μάτια γεμάτα από επιθυμία, αφήνοντας να φανούν ανάμεσα από τα κόκκινα χείλη τα άσπρα δόντια του λες και ήθελε να τη δαγκώσει. Και εκείνη δεν ένοιωθε ντροπή κάτω από το αδηφάγο βλέμμα του. Αντιθέτως, είχε καιρό να νοιώσει πάνω της αυτό το βλέμμα. Ήρθε κοντά της. Την κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια. Πλησίασε το πρόσωπο της, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της λέγοντας:  «Καλημέρα ήλιε μου!».
    Εκείνο το απομεσήμερο ο ήλιος σαν να άργησε, θαρρείς, να πάει να ξαπλώσει. Οι παπαρούνες του αγρού έκαναν υπόκλιση στην αγάπη που κατέβαινε από τα μάτια στα χείλη τους.
    Όμορφος και νέος ο Κλέαρχος, πανέμορφη η Ιοκάστη, ερωτεύτηκαν σφόδρα. Αγαπήθηκαν πολύ για νύχτες και νύχτες.  Ανάσαναν μαζί. Ζούσε ο ένας για τον άλλον και χίλια όνειρα ευτυχίας πλημμύριζαν τη σκέψη τους.
    «Κ' όταν θα νιώθεις χαμένη και θα χρειάζεσαι καθοδήγηση, απλώς άκου τις φωνές των προγόνων σου ανάμεσα στο θρόισμα των κυπαρισσιών, να σου τραγουδούν και να σε καθοδηγούν».  Αυτή είναι η Ιοκάστη η μητέρα του Αλκιβιάδη στα είκοσι της χρόνια.
    ......Την προσοχή της τράβηξε το ξαφνικό άνοιγμα της κλειστής πόρτας. Λουσμένη από κρύο ιδρώτα, κάρφωσε τα μάτια της στην πόρτα και μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε μετά βίας μία όχι και τόσο άγνωστη αντρική φιγούρα.
    «Εσύ!» τραύλισε ξέπνοα, «Μα…μα πώς…δεν άκουσα…»
    Η Ιοκάστη κυριολεκτικά άκουσε την ανάσα της να κόβεται. Και η ανάσα της είχε τον ήχο μιας αραχνοΰφαντης κουρτίνας που την ανοίγουμε ένα ήρεμο πρωινό για ν’ αφήσουμε να μπει το φως του ήλιου και να ξυπνήσει κάποιον που αγαπάμε πολύ. 
    Με δυο δρασκελιές έφτασε ακριβώς δίπλα της και γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι. «Συγνώμη», απολογήθηκε, αγγίζοντας απαλά τα καστανά μαλλιά της,  την έπιασε πολύ ελαφρά, τρυφερά από το σαγόνι και έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος του και την κοίταξε. Σαν να θαύμαζε έναν αριστουργηματικό πίνακα με την πιο λιτή απεικόνιση της αναδυόμενης Αφροδίτης Γάλλου ζωγράφου! «Είσαι υπέροχη. Δεν καταλαβαίνεις πόσο γοητευτική είσαι!» Το πρόσωπο της Ιοκάστης κοκκίνισε, άπλωσε το χέρι της και εντελώς ανεπιτήδευτα άγγιξε ελαφρά το χέρι του Κλέαρχου. Η καρδιά της άρχισε να κτυπάει γοργά σαν άλογο που καλπάζει σε κακοτράχαλα μονοπάτια. Κάποια στιγμή ζεστά δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλα της καθώς ο ένας αγκάλιαζε τον άλλον. Τα δάκρυά έγιναν λυγμοί. Δεν είχε κλάψει καθόλου όλο αυτό το διάστημα. Και τώρα μια λέξη ήταν αρκετή για να την κάνει να ξεσπάσει σε δάκρυα του σεβντά και του θανάτου μόνο. Τα χείλη του σκέπασαν τα δικά της. Το φιλί του ήταν απαλό, υπομονετικό. Περίμενε ανταπόκριση από εκείνη. Δεν άργησε να έρθει. Λυγμοί, δάκρυα και φιλιά έγιναν ένα. Τώρα το φιλί είχε γίνει πιο έντονο, πιο απαιτητικό. Και εκείνη απλά υπάκουε. Παραδομένη σ’ αυτή την αναπάντεχη και ξαφνική ηδονή. Τα χέρια του χάιδευαν απαλά το πρόσωπό της, τον αυχένα της. Τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στα πλούσια, καστανά μαλλιά της. Άγγιξε τους ώμους της και άφησε τα δάχτυλά του να ταξιδέψουν μέχρι τους καρπούς της και ξανά πάλι προς τα πάνω. Χάιδεψε την πλάτη, τη μέση και τους γοφούς της. Την έσφιξε πιο πολύ πάνω του, κάνοντας το κάθε σημείο του κορμιού της να ακουμπάει πάνω στο δικό του. Ήθελε να γίνουν ένα. Το απαιτούσε, δεν το ζήταγε.Και έτσι να ήταν, εκείνη δεν έφερνε αντίρρηση. Είχε πια αφεθεί ολοκληρωτικά σε εκείνον. Ένοιωσε την έξαψη του και χαμογέλασε. Με μια αποφασιστική κίνηση την πήρε στα χέρια του και την έβαλε να ξαπλώσει. Με γρήγορες κινήσεις απαλλάχτηκε από τα ρούχα του και ξάπλωσε και ο ίδιος. Οι ματιές που αντάλλασσαν ήταν φλογερές, κατ έκαιγαν χωρίς οίκτο σώματα και ψυχές. «Πανέμορφη», μουρμούρισε ο Κλέαρχος βραχνά, αλλά η Ιοκάστη δεν μπορούσε να πει τίποτ’ άλλο γιατί η ηδονή που της χάριζαν τα επιδέξια χέρια του θόλωνε το μυαλό της. «Πανέμορφη, επαναστάτρια και απίστευτα σέξι.» Η Ιοκάστη αναδεύτηκε ανήσυχα πάνω του, μη αντέχοντας άλλο όσα της έκαναν τα χέρια του. «Και ζητούσα απελπισμένα την προσοχή σου!», του υπενθύμισε, τυλίγοντας το ένα της χέρι γύρω απ’ το λαιμό του και τραβώντας τον πάνω της. Και χωρίς να χρειαστεί περισσότερη ενθάρρυνση, ο Κλέαρχος έσκυψε το κεφάλι του και της πρόσφερε όλη την προσοχή που χρειαζόταν, γιατί δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο να πουν.

    Click to Open
        mpoumpoutselia
    .....

     
    Web Informer Button