ADS

click to open

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Mia Palia Photogafia K' Ena Gramma

Χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα.
Ναυτικός.
Ήταν το πρώτο μου μπάρκο.
Δόκιμος μηχανικός σ’ ένα ατμοκίνητο γκαζάδικο του χίλια εννιακόσια πενήντα.
Ταξιδεύουμε στης θάλασσας τα πλάτη κάτω απ' έναν έναστρο ουρανό, πάνω στους πέντε ωκεανούς του πλανήτη. Νοιώθω το πλοίο να σκίζει τα κύματα κάτω από τ’ απόκοσμο και χαοτικό βάθος του ουρανού, κάτω από μακρινούς πλανήτες και γαλαξίες. Χιλιάδες τόνοι μέταλλο ταξιδεύουν ακούραστα στις πέντε ηπείρους του πλανήτη μέσα στο χρόνο με μοναδικό φόντο τον ορίζοντα. Εκεί που το μπλε της θάλασσας ανταμώνει και φιλιώνει αρμονικά με το μπλε του ουρανού. Μια νοερή οριζόντια γραμμή τα χωρίζει. Η αείροη πηγή του μυστηρίου της ζωής τα συνδέει..
Ώρα οκτώ το πρωί.
Ο μονότονα σταθερά επαναλαμβανόμενος ήχος απ’ το σήμαντρο (καμπάνα) υπενθυμίζει την κλασσική παραδοσιακή παράδοση-παραλαβή της βάρδιας του μηχανοστασίου. Αγκομαχώντας, ανέβηκα τις μεταλλικές σκάλες του μηχανοστασίου, προχώρησα στο εξωτερικό κατάστρωμα της πρύμνης και εξουθενωμένος κάθισα στις πρυμιές πίντες (δέστρες), κοντά στον τεράστιο εργάτη της Άγκυρας για να ξεκουραστώ και να βλέπω πέρα από τα ρέλια του καραβιού τον ορίζοντα στις τροπικές θάλασσες, μακριά από τα καζάνια και τις τουρμπίνες του μηχανοστασίου.
Πλέοντας την τροπική θάλασσα με την αφόρητη ζέστη και την ανυπόφορη υγρασία που κάνει την αναπνοή σου να «πιάνεται» σ' αυτή την περιοχή της πρύμνης δεν ήμουν ο μόνος. Ο Συριανός θερμαστής …ο Αντώνης…. ανέβαινε πίσω μου μετά την κοπιαστική του βάρδια στο στόκολο των καζανιών με τα ρούχα μουσκεμένα απ' τον ιδρώτα και κάνοντας πάντα την ίδια κίνηση. Να σκουπίζεται στο λαιμό με ένα δικτυωτό μαντήλι …το μαντήλι της φωτιάς….. 
Κουρασμένος κι αυτός, απ’ την βάρδια του να παρακολουθεί τις φωτιές και τα νερά στα καζάνια, προσπαθούσε τώρα να ανασάνει και να δροσιστεί στις πίντες του πρυμιού καταστρώματος.
Ο Αντώνης ήταν ένας άνδρας πενήντα περίπου χρονών είχε μέτριο ανάστημα, ένα κανονικό σώμα, και παρά την πολύ σκληρή δουλειά στα καζάνια του πλοίου είχε μερικά έξτρα κιλά συγκεντρωμένα γύρω από την κοιλιά του. Η κοιλιά του, θύμιζε αυτή των εγκύων, έχοντας λεπτά χέρια και πόδια. Τα σπαστά γκρίζα μαλλιά του ήταν αραιά κι από κάτω τους φαίνεται το δέρμα της κεφαλής του.
Το στόκολο του λεβητοστασίου ήταν η περιοχή του, το βασίλειό του, εκεί όπου κυβερνούσε τις φωτιές και τα νερά των καζανιών του πλοίου σαν απόλυτος μονάρχης.
Αραγμένος δίπλα από την οβάλ πόρτα της κουζίνας που δεν έκλεινε καλά, τώρα ξεκουραζόταν με τα χέρια πίσω από το σβέρκο,ακουμπώντας πάνω στο πρώτο σκαλοπάτι της σιδερένιας σκάλας που οδηγούσε στο ντεκ της τσιμινιέρας. Τον βλέπω μετά από λίγο να χαϊδεύει τα αραιά κοντά γένια του, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, και γερνώντας προς πίσω ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στον γκρίζο σιδερένιο μπουλμέ και χαμογελούσε με το τσιγάρο στο ακρόχειλο του με τα μάτια μισόκλειστα και ο καπνός από το τσιγάρο να κάνει δαχτυλίδια ανεβαίνοντας προς τα πάνω .
 Τον παρατηρώ έτσι που χαμογελά, και τον νοιώθω ότι χάνεται στην ανακουφιστική αγκαλιά του χρόνου. Η μήπως και ονειρεύεται με τα μάτια μισόκλειστα;. 
Χαμογελώντας συνεχίζει να χαϊδεύει τα γένια του. Κι αυτή τη φορά για τα καλά κλείνει τα μάτια πλημμυρισμένος απ’ ένα πέπλο λάμψης στο μέτωπο, παραδίδεται στο όνειρο του. Ίσως να γυρνά στα χρονιά της εφηβείας του, περπατώντας τα σοκάκια της Άνω Σύρου, στην εποχή που ερωτεύτηκε μια καθολική κοπελιά.  Φαίνεται ότι την θυμόταν γιατί τα μάτια του λαμπύριζαν, κι έπειτα άρχιζαν να αλλάζουν να γίνονται υγρά, θολά και το χρώμα τους ν’ ανοίγει. Ίσως να βλέπει κάπου χωμένο σε μακρινές ομίχλες το πρόσωπο της που απομακρύνεται και χάνεται στα βάθη του ορίζοντα, ανάλαφρα σαν πούπουλο.
Ταξιδεύοντας αφήνουμε πίσω μας το Πορτ Λούις, συνεχίζουμε βόρεια κατά μήκος της μεγάλης δαντελωτής ακτογραμμής του Αγίου Μαυρικίου. Άσπρες αμμουδιές, οργιώδης ζούγκλα, απότομες βουνοπλαγιές, καταρράκτες και χιλιόμετρα κοραλλένιας δαντέλας στον Ινδικό ωκεανό. Ένας παράδεισος επί της γης. Ήλιος που καίει, σμαραγδένια νερά, τροπική βλάστηση και αμμουδιά απαλή σαν πούδρα. Ένας επίγειος παράδεισος ανατολικά της Μαδαγασκάρης, στον Τροπικό του Καρκίνου. Εδώ που πριν από εκατομμύρια χρόνια δημιουργήθηκε από έκρηξη υποθαλάσσιου ηφαιστείου ένα νησί.
Η θάλασσα λαμπερή γαλάζια, παντού όσο φτάνει το μάτι, λικνίζεται απαλά και αναστενάζει σαν μια πελώρια αναπνοή. Το φως του ήλιου ξεχύνεται σαν άστρα που σπιθίζουν, που παρασύρουν, ψιθυρίζουν και λαμπυρίζουν από τις κορυφές των κυμάτων πέρα μακριά και σχηματίζουν ένα φωτεινό μονοπάτι στην επιφάνεια, που συνεχίζει προς τον ορίζοντα.
Σιγά, σιγά ένας-ένας μαζεύονται από το πλήρωμα, όσοι αυτή την ώρα ξυπνούν, στην πρύμη, για να πιουν τον πρωινό καφέ τους.
Είναι η ώρα που σε λίγο θα πάμε όλοι για δουλειά, ...over time.... τόσο το προσωπικό καταστρώματος όσο και προσωπικό μηχανής. 
Σήμερα η ζέστη είναι ανυπόφορη. Στο κατάστρωμα οι τρέχουσες καιρικές συνθήκες είναι σχετικά υποφερτές, έχει ασθενή αέρα που είναι αναζωογονητικός και δροσίζει. Στο μηχανοστάσιο όμως οι συνθήκες είναι πιο δύσκολες, οι θερμοκρασίες υψηλές και η υγρασία αφόρητη. Αυτή την εποχή που ταξιδεύουν στα τροπικά κλίματα θέλει μεγάλη προσοχή.
Το πλοίο ένα χαλύβδινο γκαζάδικο, ατμοκίνητο, παλαιάς ήδη τεχνολογίας.... και ο αερισμός του όχι τόσο καλός σε ιδιαίτερα επιβαρυμένους θερμικά χώρους, όπως το μηχανοστάσιο και το λεβητοστάσιο.
«Σήμερα θα έχουμε καύσωνα στο μηχανοστάσιο». Λέει ο Λευτέρης ο λαδάς, που μόλις τώρα πίνει τον καφέ του κι αυτός. Οι συνθήκες εργασίας μέσα στον πιο «σκληρό» χώρο του πλοίου, στο μηχανοστάσιο, όπου οι θερμοκρασίες που επικρατούν είναι υψηλές και ο αέρας κακής ποιότητας είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Εκτός από τα επικίνδυνα ταξίδια στη θάλασσα και τις όποιες στερήσεις συνεπάγεται η ζωή πάνω στο πλοίο, τα πληρώματα μηχανής, οι επαγγελματίες αυτοί, ασκούν μια κοπιαστική και ανθυγιεινή εργασία.
Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν οκτώ και μισή. Ήξερα ότι εάν δεν ήθελα να έχω μουρμούρα από το Δεύτερο, έπρεπε να σηκωθώ αμέσως και να κατέβω στο μηχανοστάσιο. 
Στο πλοίο υπήρχε ένα γνωμικό για το Δεύτερο μηχανικό.
«Λένε ότι το δάγκωμα του είναι χειρότερο απ’ το γάβγισμα του».
Ο Αντώνης ήταν ακόμη μισοκοιμισμένος. 
«Που πας». Με ρώτησε. 
Είχε μια δυσκολία να σηκωθεί από το πρωινό ραχάτι, άλλα του ήταν αδύνατο να βρει κάποια δικαιολογία ώστε να μην κατέβει στο μηχανοστάσιο για το over time. 
«Περίμενε έρχομαι μαζί σου». 
Ακούμπησε στην άκρη το άδειο του φλιτζάνι, σηκώθηκε από το σκαλοπάτι, κούμπωσε τη φόρμα του και πέρασε γρήγορα την είσοδο του μηχανοστασίου. 
Κι εγώ αγαπώ τόσο πολύ αυτές τις πρωινές στιγμές της αδράνειας που στη διάρκεια τους ξεχνάς ακόμη και τα τέσσερα αυγά μάτια και το μπέικον με τα ψωμάκια που έμειναν άθικτα πίσω μας στη τραπεζαρία.
Ο Δεύτερος μοίρασε τις δουλειές του μηχανοστασίου. Tο μηχανοστάσιο είναι η καρδιά του πλοίου. Η καρδιά είναι το μηχανοστάσιο του ανθρώπου. Η καρδιά δεν ξέρει τίποτα. Η καρδιά αντλεί, κινείται. Το μηχανοστάσιο απλώς φροντίζει για την κίνηση του καραβιού, όχι για την πορεία του. 
Στον Αντώνη ανέθεσε να βοηθήσει το θερμαστή της πρωινής βάρδιας. Λόγω της κακής ποιότητας των καυσίμων που το πλοίο είχε εφοδιαστεί τελευταία, οι καυστήρες στους λέβητες άφηναν προσμίξεις από λασπώδη και στερεά κατάλοιπα  στο δάπεδο της εστίας που έπρεπε να αναδευτούν και να καούν πριν αποκτήσουν μεγάλο όγκο και δημιουργήσουν περαιτέρω λειτουργικά προβλήματα στο σύστημα.
Ο Αντώνης μ’ ένα μεγάλο σε μήκος σιδερένιο λοστό που χωνόταν βαθιά μέσα στο σωρό αποσπούσε από το δάπεδο τα ανθρακώδη στερεά κατάλοιπα. Ταυτόχρονα αύξανε την παροχή του αέρα καύσης στην εστία του λέβητα. Τα κατάλοιπα αμέσως αναφλέγονταν. Άστραφτε και βροντούσε η εστία του λέβητα. Η αναλαμπή απ’ τις φλόγες χόρευε τρελά πάνω στο δάπεδο, συνέχιζε το δαιμονισμένο της χορό πάνω στους πλαϊνούς υδρότοιχους και την οροφή. Κόκκινες και πορτοκαλιές σκιές σειούνται, λυγιούνται, σφιχταγκαλιάζονται ή ξαφνικά ξεμακραίνουν. Αργότερα ζαρώνουν και γίνονται τόσες δα μικρούλες, και μετά σε κάθε νέο ανάδεμα, ώσπου να πεις τρία σηκώνονται τεντώνουν το λαιμό τους με ορμή, και τα ανθρακώδη έπαιρναν και πάλι φωτιά, βγάζοντας μια κίτρινη στριγκή λάμψη. Σαν ένα γιγαντιαίο ταμπούρλο που βροντούσε ρυθμικά.
Ο Αντώνης, χειριζόταν το λοστό με χορευτική ικανότητα. Σ’ αυτό ήταν πραγματικά άπιαστος, ήταν ο καλλιτέχνης του στόκολου. Η μια προσπάθεια μετά την άλλη και δώσ’ του, έριχνε με το λοστό και δε σταματούσε.
Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του, έτρεχε στα μάτια του.
Έτσι κύλησε η ώρα μέχρι το coffee time των δέκα.
Ο μοναδικός χώρος στο πλοίο που είχε κλιματισμό ήταν η τραπεζαρία και το καπνιστήριο του πλοίου με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια υποφερτή ατμόσφαιρα. Στη διάρκεια λοιπόν της εικοσάλεπτης διακοπής από τις εργασίες όλο το πλήρωμα μαζευόταν εκεί για τον καφέ του.
Ο Δεύτερος μηχανικός του πλοίου ήταν ένας τριανταπεντάρης άνδρας από εκείνους τους γυμνασμένους τύπους με ευθυτενές σώμα και έκφραση ετοιμότητας στο πρόσωπο. Υποψιαζόμουν ότι πίσω απ’ το στεγνό του ύφος κρύβονταν ωκεανοί συναισθήματος. Αλλά εκείνος το κρατούσε για τον εαυτό του. Πάντα ψύχραιμος, ολιγόλογος, ολιγαρκής. Στεγνός, ναι, αυτή την αίσθηση που μου έδινε. Λες κι είχε μεγαλώσει σε μια Ατακάμα συναισθημάτων. Αν δεν ξέρετε τι είναι η Ατακάμα, αναζητήστε «η πιο άνυδρη έρημος της Γης».
Με ρώτησε για τον Αντώνη, και αν ξέρω γιατί δεν ήρθε στον καφέ.
Πήρε τηλέφωνο τη βάρδια του μηχανοστασίου και ρώτησε. Ένοιωσε ανακούφιση μαθαίνοντας ότι ο Αντώνης πίνει τον καφέ του παρέα με τον συνάδελφο του στο στόκολο. Η ασφάλεια των ανδρών της επιστασίας του ήταν το πρώτο μέλημα του. Για την ακρίβεια ενδιαφερόταν για τη σωματική και ψυχική υγεία των υφισταμένων του και ας μη το φανέρωνε το στεγνό πρόσωπο του.
Τελειώνοντας το coffee time το προσωπικό μηχανής συναντηθήκαμε στην πλατφόρμα έλεγχου του μηχανοστασίου. Ο Δεύτερος φώναξε εμένα και τον Αντώνη.
«Θα πας στην πλατφόρμα του βοηθητικού ψυγείου να σκουπίσεις και να καθαρίσεις το μπουλμέ στη πλευρά της θάλασσας». Είπε του Αντώνη.
«Κατάλαβες;»
«Κατάλαβα». Επανέλαβε ο Αντώνης γεμάτος ανακούφιση όταν συνειδητοποίησε την εργασία που του αναθέτει ο Δεύτερος.
«Διάβολε, είμαι το κατάλληλο άτομο γι’ αυτή τη δουλειά». Δήλωσε με στόμφο.
Ο Δεύτερος συγκρατήθηκε με κόπο για να μη γελάσει
«Εσύ θα πας στο αριστερό ιππάριο τροφοδοσίας να αλλάξεις σαλαμάστρες στα βάκτρα παλινδρόμησης. Μπορείς;». Με ρώτησε.
«Δεν έχω πρόβλημα». Είπα και το εννοούσα.
«Και έχε το νου σου στο θερμαστή δίπλα σου, θα αράξει άλλα μην τον ανησυχείς, έχει ταλαιπωρηθεί τις προηγούμενες ώρες, έχουμε και αυτή τη διαβόλου υγρασία που σου τρυπάει το κόκκαλο». Με συμβούλεψε ο Δεύτερος.
Δεν είχε περάσει μισάωρο, ο Αντώνης νοιώθοντας ταλαιπωρημένος απ’ τον πόλεμο με τις φωτιές των καζανιών, έγειρε το κορμί του άβολα να αναπαυτεί στο μεγάλο εγκάρσιο νομέα του σκάφους πίσω από το τεράστιο ψυγείο, πάνω στην επιφάνεια της δροσερής λαμαρίνας. Εκεί που κανείς δεν τον έβλεπε. Ο τραχύς θόρυβος του μηχανοστασίου και οι δονήσεις της προπέλας τον νανούρισαν. Ο Αντώνης αποκοιμήθηκε. Χάνοντας τον Αντώνη από την οπτική επαφή χαμογέλασα με κατανόηση. Θυμήθηκα μια παλιά ιστορία που έλεγε ο παππούς για έναν κολλήγο εκατοχρονίτη γέροντα.
«Προσπαθούσε έντιμα να κάνει τη δουλειά που του ζητούσαν, δουλειά πολύ πάνω από τις δυνάμεις του, εξαντλημένος εδώ και πολύ καιρό. Υστέρα κοιμήθηκε».
Αποκοιμιόταν παντού, ακόμη και στο μηχανοστάσιο, με τον ιδρώτα να μουσκεύει τα ρούχα του.
Πετάχτηκε ξαφνιασμένος, διαπιστώνοντας ότι εγώ είχα ήδη φύγει από το μηχανοστάσιο αποκαρδιώθηκε. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα κοιμήθηκε κουρνιασμένος εκεί.
«Σκατά», μονολόγησε όταν κατάλαβε ότι η ώρα ήταν ήδη δώδεκα, κατέβηκε στο δάπεδο της πλατφόρμας και με ύφος σκυθρωπό ξεκίνησε για το μεσημεριανό δείπνο.
Ώρα δώδεκα και δέκα μεσημέρι.
Βρισκόμασταν στο χώρο της μεγάλης τραπεζαρίας πληρώματος του πλοίου, το πλήρωμα βαδίζοντας γοργά ελάμβανε θέση για το μεσημεριανό γεύμα. Ο Αντώνης με το στόμα ορθάνοιχτο κρατούσε τα ματιά προσεκτικά χαμηλωμένα έριχνε κλεφτές ματιές γύρω του και στο πρόσωπο του καμωνόταν επιδέξια τον δύσμοιρο και ταλαιπωρημένο από την δύσκολη εργασία που του είχαν αναθέσει να εκτελέσει. Είχε τα μελαγχολικά λαμπερά του ματιά καρφωμένα στο κενό με σφιγμένο χαμόγελο και πονεμένη ματιά. Τα αραιά μαλλιά του ήταν τραβηγμένα πίσω με το λευκό μαντήλι της φωτιάς δεμένο γύρω από το μέτωπο να συγκρατεί τον ιδρώτα του. Προσπαθούσε να προσελκύσει την προσοχή απ’ το πλήρωμα γύρω απ’ τα δυο μεγάλα τραπέζια της τραπεζαρίας του πλοίου στραμμένη επάνω του. Κοίταζε φευγαλέα προς τη διεύθυνση που βρισκόταν ο Δεύτερος μηχανικός με την άκρη του ματιού και το στόμα ανοικτό φροντίζοντας να μην χάσει την ταλαιπωρημένη έκφραση, ώστε να αποσπάσει την προσοχή του, να δείξει ότι εργάστηκε με ζήλο και έφερε εις πέρας τη δουλειά που του είχε αναθέσει.
Κάπου κάπου κοίταζε πάνω από τον ώμο του προς το μέρος μου, να δει εάν είχα αναφέρει κάτι για το ραχάτι του. Αντικρίζοντας το φιλικό μου χαμόγελο μάζεψε το κουράγιο του και προχώρησε να καθίσει στο κάθισμα του.
Ο καμαρωτός μη αναγνωρίζοντας τον καθημερινό μας Αντώνη, σ’ αυτή την γεμάτη ανησυχία έκφραση στο πρόσωπο του συνειδητοποίησε ότι κάτι συμβαίνει σήμερα.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε
«Τι;» ψιθύρισε.
Η φωνή του βγήκε βραχνή, σαν να μην ήταν συνηθισμένος να μιλά καθώς καθόταν στην θέση του.
Το πρόσωπο του στράφηκε στο καμαρότο, που η παρέμβαση του έγινε η αιτία να διακοπεί η πρόσκαιρη θεατρική του παράσταση.
Αυτό τον επανέφερε από την παράσταση του. Έμεινε για λίγο ασάλευτος σχεδόν υπνωτισμένος.
«Αναρωτιόμουν για την καλή σου υγεία. Χαλάρωσε δείχνεις χλωμός σαν ζυμάρι.» Συνέχισε ο καμαρωτός.
Τα καπνιστήρια και οι τραπεζαρίες των πλοίων είναι ένα περιβάλλον που τα αστεία και οι φάρσες ευδοκιμούν.
Ο Αντώνης ακόμη και στα πενήντα και, χρόνια του ζούσε ακόμη την εποχή της αθωότητας. Η αθωότητα κάποιες στιγμές, με εκείνο το ανόητο, λαμπερό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, έμοιαζε λες και η χαρά είχε ριζώσει σαν ουράνιο τόξο μέσα στο κεφάλι του.
Για μένα είναι πολύ δύσκολο να δεχτώ ....και με ξενίζει η κατάχρηση.... σ' αυτές τις φάρσες, που συνήθως έχουν σαν στόχο ορισμένα επιρρεπή άτομα. 
Πιστεύω ότι είναι βαναυσότητα απέναντι τους η ευκολία να γίνονται θύματα.
Θα κάνω μια αναδρομή σε πολύ πρόσφατα γεγονότα και πως περνούσαν την ελεύθερη ώρα τους το πλήρωμα. Θα αναφερθώ ιδιαίτερα στον πύρινο λόγο που έβγαλε ο Αντώνης στην τραπεζαρία την προηγουμένη εβδομάδα.
«Λόγο, θέλουμε λόγο». Τον παρότρυνε σύσσωμο το πλήρωμα.
Ο Αντώνης έπλεε σε πελάγη ανείπωτης χαράς, με αίσθημα ενθουσιασμού ένιωθε να υψώνει το ανάστημά του και αυτό του δίνει θάρρος και δύναμη να υπερασπίζεται με πείσμα τις ιδέες του.
Για να τον βλέπει καλύτερα και να τον ακούει όλο το πλήρωμα, έπειτα από παρότρυνση του Γραμματικού, έβγαλε τα παπούτσια του και ανέβηκε πάνω στο τραπέζι. Μιλούσε ενάντια στη ανάλγητη πρακτική της εφοπλιστικής εργοδοσίας και την ανύπαρκτη ευαισθησία τους.
Έλεγε πολλά και ασυνάρτητα μεταξύ τους.
Τον ρωτούσαν τι θα έκανε στο δικό του πλοίο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, έπλεξε το εγκώμιό του φανταστικού πλοίου με την στεντόρεια φωνή του.
«Θα βάλω μασίνια με κόκα κόλα». Έλεγε.
Το πλήρωμα ξέσπασε στα γέλια και χειροκροτούσε ενθουσιωδώς από κάτω.
Ο Αντώνης ίσιωνε με καμάρι τους ώμους, και ανταπέδιδε το χειροκρότημα.
Είχε μια ψύχωση με τα μασίνια του νερού, τα ήθελε να ρέουν άφθονη κόκα κόλα.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Τις στιγμές αυτές ο φτωχός καταφρονεμένος Θερμαστής μεταμορφώνεται, ένιωθε πως δεν ήταν ένας ξένος, ένας παρείσακτος. Ένιωθε ο κόσμος που ανήκει τον δέχεται σαν κάτι ξεχωριστό στην αγκαλιά του.
«Ευδαιμονία» ήταν η λέξη που μου ερχόταν στο νου έτσι όπως έβλεπα την παρουσία του.
«Νιώθει όμορφα», συλλογίστηκα. 
«Νιώθει την ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει τα ίχνη του.»
Ώρα εννέα το βράδυ.
Ο Αντώνης ήταν ανοικτός τύπος, ευδιάθετος και πομπώδης συνήθως, που εξακολουθούσε να φέρεται σαν μικρό παιδί. Ήταν ένας πτωχός εργαζόμενος θερμαστής στο στόκολο του πλοίου με αφάνταστα αγαθή καρδιά. Μπορεί με τις φωτιές να μάλωνε μα δεν ήξερε να πει όχι σε κανέναν. Μια τέτοια καλοσύνη καρδιάς συνήθως οι γύρω του τον αντάμειβαν με ευγένεια και συμπάθεια. Ήταν και φορές που μερικοί τον πλήγωναν και τον ταπείνωναν. Κρυφογελώντας συνωμοτικά έλεγαν πως, με το πέρασμα του χρόνου το μυαλό του έμεινε πίσω, δεν ακολούθησε τη βιολογική ανάπτυξη του κορμιού του.
Λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την προσωπική του ζωή. Δεν είχε τελειώσει σχεδόν ούτε το δημοτικό σχολείο στο νησί του τη Σύρα. Ο πατέρας του,  απουσίαζε συχνά στα καράβια και μικρός έμενε με τη μητέρα του μια αγαθή νησιώτισσα. Η μητέρα του τον έστελνε στο σχολείο μα έλα όμως, που δεν άρεσαν στο Αντώνη τα αναθεματισμένα τα γράμματα. Προτιμούσε να κάθεται στο λιμάνι να χαζεύει τα καράβια και ο νους του ταξίδευε μακρυά. Καμιά φορά, έκανε και κανένα θέλημα, δούλευε σαν αχθοφόρος στην αγορά του λιμανιού και του δίνανε κάποιο χαρτζιλίκι, όταν δεν έπαιζε ποδόσφαιρο στις αλάνες της γειτονιάς του. Στη περιπετειώδη εφηβεία του δούλευε πρόσκαιρα σε βοηθητικές εργασίες στην αποβάθρα του λιμανιού. Τη στρατιωτική του θητεία, την υπηρέτησε απαλλασσόμενος από το όπλο, είχε ξενοιάσει από ένοπλες υπηρεσίες που του επίτρεψε να γλιτώσει από την περισσότερη ταλαιπωρία του στρατού, δεν εκτελούσε σκοπιές, δεν πήγαινε σε βολές, πορείες και ασκήσεις.
 Από όσα γνώριζα δεν είχε κάνει δική του οικογένεια ήταν ελεύθερος δεν είχε παντρευτεί ποτέ του.
Στην εφηβική του ηλικία πολλές φορές τις ελεύθερες ώρες ο Αντώνης τις περνούσε περιδιαβαίνοντας τακτικά το δρόμο της γειτονιάς τους στην πλευρά που ζούσε μια νεαρή και πολύ όμορφη γειτονοπούλα του η Βενετία, με την οποία ακόμη και σήμερα στις αναμνήσεις του είναι «το πάθος της ζωής του» ο κρυφός του έρωτας που καίει τα σωθικά του. Οι γονείς της αλλά και η ίδια η κοπέλα ήταν καθολικοί στο θρήσκευμα, έμεναν στην Άνω Χώρα, όπως αναφερόταν παλιότερα η Άνω Σύρος, που βρίσκεται στον έναν από τους δύο μεγάλους λόφους πάνω από την Ερμούπολη. Αναφέρεται ενίοτε και ως «λόφος των καθολικών» και είναι εκείνος που βρίσκεται αριστερά, μπαίνοντας στο λιμάνι. 
Ήταν μια μουντή φθινοπωριάτικη ημέρα που νεαρός άνδρας τώρα στέκεται στη παραλία της Σύρου. Τα βήματα του τον έχουν οδηγήσει εκεί, γιατί δεν ξέρει που να πάει. Ο πατέρας του εδώ και μερικά χρόνια δεν υπάρχει πια και η μητέρα του μόλις άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο της πόλης. Το στομάχι του γουργούρισε σ’ αυτές τις σκέψεις. Αφόρητη σιωπή τον πλάκωσε, σκίρτησε από τον πόνο που καυτός αφόρητος απλωνόταν σιγά σιγά στο κορμί του, ανέβασε λυγμούς από τα στήθη και πότισε με καυτά δάκρυα τα μάτια. Η μητέρα του ήταν γι' αυτόν η βαθιά, η μεγάλη, η τρυφερή του αγάπη. Ένιωσε ξαφνικά εντελώς μόνος και απροστάτευτος που πρέπει να διαχειριστεί την μοναξιά του. Μεμιάς εικόνες – ενός έρημου σπιτιού, ανασφάλειας, και όλων όσων αντιπροσωπεύει μια μητρική θαλπωρή, ξεπήδησαν στις σκέψεις του και τον πλημμύρισαν φόβους. Δεν υπήρχε τρόπος να καταπνίξει η να παραμερίσει τα συναισθήματα του. Η αίσθηση της μοναξιάς τον πλημμύρισε. Ένοιωθε εντελώς μόνος και απροστάτευτος με την αίσθηση ότι είναι μηδαμινός και μόνος σε όλο το σύμπαν. Και δεν έχει πλέον και κανένα στήριγμα, ουδείς στην οικογένεια υπάρχει να σταθεί στο πλευρό του. Μόνος κι έρημος είναι!
Ο Αντώνης έβαλε τα κλάματα. Δεν έκλαψε υστερικά, ούτε ούρλιαξε, όπως συνήθως κάνουν οι άνθρωποι για να πνίξουν την οργή τους στα δάκρυα. Έκλαψε με τα συνεχή μονότονα αναφιλητά κάποιου που μόλις ανακάλυψε ποσό μόνος είναι και θα συνεχίσει να είναι για πολύ καιρό ακόμη. Έκλαψε γιατί κάθε ίχνος ασφάλειας και λογικής έμοιαζε να έχει χαθεί από τον κόσμο του. Η μοναξιά ήταν μια πραγματικότητα. Σ’ αυτή την κατάσταση όμως, η παραφροσύνη ήταν ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Ο Αντώνης άρχισε να βαδίζει στον ανηφορικό δρόμο της μικρής πόλης, έχοντας πίσω του το λιμάνι και την ανατολή. Φθάνοντας στο μικρό τους σπίτι έπεσε βουβός μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι του. Τα δάκρυα του μούσκευαν το μαξιλάρι. 
«Είμαι ορφανό! Είμαι ορφανό!» έλεγε μέσα στ’ αναφιλητά, και μια ασήκωτη πέτρα του πλάκωνε το σβέρκο. Αυτό που του έδινε τον ίλιγγο ήταν ο θάνατος της μάνας του. 
«Είμαι ορφανό! Είμαι πεντάρφανο!» μουρμούριζε στο μαξιλάρι. 
Ήταν ένα τυφλό βρέφος που το ξεκόλλησαν απ’ το βυζί που θήλαζε. Ο κόσμος γύρω του ήταν καθαρό σκοτάδι. Τα ματιά του γέμισαν και πάλι καυτά δάκρυα κι ευχήθηκε να ήταν εκεί η Βενετία και να τον αγκάλιαζε. Το πρόσωπο του κοκκίνισε σ’ αυτή τη σκέψη. Ο ύπνος τον νίκησε. Κοιμήθηκε προτού σταματήσουν ολότελα οι λυγμοί του. Κοιμήθηκε κουλουριασμένος γύρω από το μαξιλάρι του φορώντας τα καθαρά του ρούχα. Τα δάκρυα του είχαν ζωγραφίσει γραμμές στα πυρωμένα μάγουλα του και στο χέρι κρατούσε χαλαρά το ναυτικό φυλλάδιο που πρόσφατα είχε αποκτήσει.
Έξι μήνες αργότερα ο νεαρός Αντώνης είχε σχεδόν ξεφύγει από την απελπισία του. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, έμοιαζε να έχει ωριμάσει, παρακάμπτοντας τις φοβίες του, απόκτησε τη διάθεση που είχε χάσει ώστε να καταφέρει να επιβιώσει ολομόναχος σαν αυτάρκης ενήλικας πλέον.
Σύντομα στο μυαλό του τα έχει ξεχάσει όλα διότι απλούστατα στη ζωή η σαρκοβόρα σκόνη της πραγματικότητας κάθεται πάνω και στην πιο μαύρη εικόνα και ξεθωριάζει ακόμα και το πιο μαύρο γεγονός. «Ακόμα και η πιο σκοτεινή νύχτα τελειώνει και ο ήλιος ανατείλει ξανά.» Αποφάσισε να κάνει το πρώτο του ταξίδι. Μπαρκάρισε ναυτικός-καθαριστής- σ’ ένα  φορτηγό πλοίο Liberty.  Ένα από τα πολλά θρυλικά πλοία ανάγκης, γεννημένα μέσα στη δίνη και στην ταραχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου που το όνομά τους συνδέθηκε με την αναγέννηση της ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας. Ήταν η πρώτη φορά υστέρα από πολύ καιρό που ο Αντώνης δεν φοβήθηκε να αντιμετωπίσει τη ζωή.
Αυτά όλα συνέβησαν πριν από τριάντα χρόνια.
.......Τις τελευταίες μέρες ο Αντώνης βλέποντας πόσο σοβαρά τον αντιμετώπιζα σε αντίθεση με το υπόλοιπο πλήρωμα με γυρόφερνε για μια πολύ προσωπική του υπόθεση.
Σήμερα μετά την βραδινή βάρδια των τέσσερις οκτώ βρισκόμασταν παρέα οι δυο μας στην μικρή, στενάχωρη γκρίζα καμπίνα του. Απολαμβάνοντας ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο, μου ανοίγει την καρδιά του, και μιλάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας του. 
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Αντώνης ανατρέχει νοερά στο παρελθόν και ξετυλίγει σταδιακά κλωστή - κλωστή το κουβάρι του παρελθόντος και κεντά μια ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.! Κάθε κόμπος της κλωστής και μια πίκρα, μια χαρακιά στο κέντημα της ζωής του. 
«Τη ζωή πρέπει να τη δέχεσαι όπως έρχεται. Αυτή είναι η πρώτη εντολή ακόμα και πριν τις Δέκα εντολές. Πρέπει να δέχεσαι το απρόοπτο και ότι προκύπτει από αυτό. Χωρίς το απρόοπτο η ζωή δεν είναι ολοκληρωμένη, είναι σαν κάποιος που δεν ξέρει κολύμπι να τσαλαβουτάει στα ρηχά, όταν η πραγματική θάλασσα είναι μόνο εκεί που υπάρχει βάθος. Αυτό είναι κάτι που μου δίδαξε ο σοφός βοσκός παππούς μου.» Του είπα.
«Θέλω να με βοηθήσεις να γράψω ένα γράμμα» και μου εξήγησε τι ακριβώς ζητούσε.
Ήταν η πρώτη μου φορά βρισκόμουν στον ιδιωτικό του χώρο, και είχα απορροφηθεί να κοιτάζω με ιδιαίτερη προσοχή ένα ημερολόγιο με καλλιτεχνική αξία κατά την κρίση μου, που βρισκόταν κρεμασμένο πάνω από το μικρό γραφειάκι του.
Καθώς μου μιλούσε ο Αντώνης σκέφτηκα στην αρχή ότι αστειεύεται μ’ αυτή την παιδική αφέλεια που είχα συνηθίσει στη συμπεριφορά του.
Τ’ άκουγα όλα αυτά χωρίς να λέω τίποτε. Μια τέτοια ιστορία μου φαινόταν εφηβικά καμώματα, κακόγουστη και αστεία και αναρωτιόμουν πως στα κομμάτια θα γλίτωνα απ’ αυτή την ιστορία.
Κι όμως το γράμμα που ζητούσε να του γράψω δεν ήταν γι’ αυτόν ένα αστείο με αποτέλεσμα να καταλάβω πως δεν θα γλίτωνα πια…… Πίσω από τα μαύρα λαμπερά μάτια του διαπίστωσα έκπληκτος ότι μου μιλούσε με απόλυτη σοβαρότητα.
Βλέποντας πόσο σοβαρά αντιμετώπιζε ο Αντώνης την υπόθεση, χάρηκα που είχα προλάβει να συγκρατηθώ από κάποιο πολύ φθηνό και πικρόχολο σχόλιο.
Έτσι λοιπόν κάτι που ξεκίνησε σαν κακόγουστο αστείο για μένα, σύντομα έγινε πολύ αλλόκοτο, και αποκτούσε ενδιαφέρον.
«Δεν έχω πρόβλημα θα σε βοηθήσω όσο μπορώ». Του είπα και το εννοούσα.
«Είμαι φίλος σου και θα σε βοηθήσω, ακόμα και αν δεν συμφωνώ μαζί σου. Λοιπόν να σου κάνω αυτή τη μικρή εξυπηρέτηση. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, αν δεν θέλεις να γίνουμε ο περίγελος του βαποριού».
Ο Αντώνης το σκέφτηκε πριν απαντήσει και κούνησε το κεφάλι καταφατικά λέγοντας πως, ναι, νόμιζε ότι καταλάβαινε. «Ότι πεις εσύ, και σ’ ευχαριστώ». Είπε.
Ήταν μια απλή αυθόρμητη πράξη καλοσύνης, αλλά ο Αντώνης βρέθηκε να παλεύει για να πνίξει τα χαρούμενα συναισθήματα του. Τελικά κατόρθωσε να χαμογελάσει. «Σ’ ευχαριστώ πολύ». Είπε πάλι. Όλα αυτά απλά γρατζούνιζαν την επιφάνεια της χαράς του Αντώνη, που άγγιζε την απόλυτη ευδαιμονία.
Ξεκινώντας την ιστορία, κουβεντιάζαμε για τις αναμνήσεις του τις γεμάτες όνειρα. Και η κουβέντα καθόλου δεν άργησε να φτάσει στον μεγάλο του καημό που τσιγκλούσε ακόμη και τότε τα σώθηκα του. Ναι η κουβέντα οδήγησε εκεί που σχεδόν όλοι ζήσαμε κάποια στιγμή! Έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. . Και του Αντώνη ο ανεκπλήρωτος έρωτας ήταν η Βενετία... Χήρα σήμερα ζούσε μόνη της εκεί πίσω στο ανηφορικό καλντερίμι της Άνω Σύρου και της καθολικής συνοικίας της γενέτειρας του. Στην Ερμούπολη της Σύρου. Πρέπει να είχε κάτι μαγικό πάνω της η γυναικά αυτή για τον Αντώνη. Συζητώντας μαζί μου βίωνε ξανά το δέος και την ευφορία των ονειροφαντασιών του. Το συμπέρασμα που έβγαζα από την κουβέντα μας ήταν ότι οι ονειροφαντασίες του ήταν αληθινές για τον  Αντώνη και τις μοιραζόταν με κάποιο τρόπο μαζί μου. Και αυτό ήταν η χαρά του. Κάτι μέσα του έλεγε πως πρέπει να το κάνει, πως θα ήταν για αυτόν ένας σκοπός, απελευθέρωση, ανάρρωση και ξύπνημα από το μαρμάρωμα του εαυτού του.
Μια ώρα μετά εγκατέλειψα την προσπάθεια να αποφύγω αυτό που μου ζητούσε. 
«Επιμένεις;»
«Ναι! Θέλω να μου γράψεις αυτό το γραμμα.» είπε.
«Έχεις φωτογραφία;»
«Ναι! Είναι απαραίτητη;»
«Τότε πώς θα στη περιγράψω;»
Με δέουσα προσοχή έβγαλε από το πορτοφόλι του μια φωτογραφία, ένα γυναικείο, ασπρόμαυρο πορτραίτο, την απέθεσε σαν θησαυρό πολύτιμο, στο μικρό τραπέζι εμπρός μας. Στη φωτογραφία είναι η Βενετία. Ένα γλυκό μελαχρινό κορίτσι, με μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια αμυγδαλωτά κι ένα χαμόγελο στα χείλη. Συνδυάζει την κοριτσίστικη γοητεία με την γυναικεία κομψότητα. Εικόνα ελαφρά ξεθωριασμένη, μισοχαμένη στην αχλή του παρελθόντος.
Πέρασαν πολλά χρόνια που απέκτησε αυτή τη φωτογραφία. Την φυλάει τυλιγμένη προσεκτικά, με ευλάβεια, σε καθαρό λευκό χαρτί να μην τη διαβρώσει ο χρόνος. Την ξετυλίγει αργά, αργά σε τακτά χρονικά διαστήματα και νοιώθει την ίδια συγκίνηση, όπως εδώ και πολλά χρόνια. Η λάμψη που ανάβλυζε απ’ τα μάτια της φωτογραφίας ήταν για τον Αντώνη μαγική πηγή. Νοιώθει αυτό το λαμπερό βλέμμα να τον λούζει, να τον χαϊδεύει. Αχ και να γινόταν να κρατήσει αυτή η μαγική στιγμή όσο γίνεται περισσότερο. Συναίσθημα ωραίο σαν ίλιγγος. Ένοιωθε ξαφνικά ότι η φωτογραφία ήταν όλη γεμάτη μέλι κι αρωματικά βότανα. Για μια στιγμή πιστεύω ότι ένοιωσε να τον πλημμυρίζει η νοσταλγία. Είδε τον εαυτό του νεαρό, μ’ ένα σακάκι ριγμένο στον ώμο και τη γραβάτα του χαλαρή σαν κάποιος που επιστρέφει από το γύρο του κόσμου και ξαναβρισκόταν και πάλι στο δρόμο της γειτονίας της. Τα πόδια του δεν ήθελαν να προχωρήσουν, όλοι οι μύες ως και τα κόκαλα, του φαίνονταν δυο φόρες βαρύτερα. Αχ και να την έβλεπε να βγαίνει από το σπίτι της, από τη μπροστινή τη πόρτα, να διασχίζει τον πεζόδρομο, με τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά, το μεταξωτό φουλάρι ν’ ανεμίζει στους λεπτούς της ώμους και το άρωμα της γλυκιά ευωδία να διασκορπίζεται γύρω της, με τις ριπές τ’ απαλού ανέμου. Και, μ’ αυτή τη σκέψη, χαμογελούσε.
Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Στη καμπίνα έφτανε στα αυτιά μας ο ανεπαίσθητος θόρυβος από τις τουρμπίνες του μηχανοστασίου που στριφογυρίζουν αδιάκοπα σα να βαστούν από τα βάθη του πλοίου τον έντονο ρυθμό της ζωής. Ο Αντώνης σήκωσε το ποτήρι με το ποτό στο χέρι του και πρόσεξε ένα μικρό ράγισμα στο χείλος. Προσπαθούσε να εκτιμήσει όλα όσα η φωτογραφία του ιστορούσε άλλα το μυαλό του αρνιόταν να συντονιστεί. 
«Πριν είκοσι πέντε χρόνια». Μουρμούρισε χαμηλόφωνα.
«Την είδα,» είπε κάποια στιγμή, κι έπνιξε τον αναστεναγμό του. Είχαν ξυπνήσει μέσα του οι καημοί. 
«Ναι. Ωραία. Χαίρομαι για σένα. Αλλά… Όταν λες την είδες; Εννοείς τι;»
«Το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου.»
«Αυτό είναι καλό νέο. Πού την είδες;»
«Χθες βράδυ στον ύπνο μου! Είμαστε στη Ντελαγκράτσια.»
Είπε αυτή τη φράση, έχοντας την έκφραση της απόλυτης ευτυχίας στο πρόσωπο, περιμένοντας από μένα… Δεν ξέρω τι. Να χειροκροτήσω;
Αν ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που να με είχε συνηθίσει σε παρόμοιες δηλώσεις, ίσως και να το έκανα. Ίσως να γελούσα. Αλλά ήταν ο πτωχός μου Αντώνης.
Συνήλθα όταν συνέχισε να μιλάει.
«Δεν ήταν απλό όνειρο. Ήταν εκεί, μπροστά μου, ολοζώντανη. Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια απ’ το πρόσωπο της.»
Χαμογέλασα και του γύρισα την πλάτη. Υποτίθεται για να βάλω ποτό! Όμως ήθελα να σκεφτώ πώς θα αντιδρούσα. Έπρεπε να πάρω μέρος στη ψευδαίσθηση του; Δεν ξέρω γιατί, αλλά αποφάσισα να είμαι ειλικρινής.
«Πως τη γνώρισες; είχατε κάποια σχέση, επαφή στο παρελθόν.» ρώτησα.
«Είναι μια γειτονοπούλα μου. Μια κοπελιά της Πάνω Γειτονιάς, που.......» είπε ο Αντώνης.
«Όχι, θέλω να πω. Έχετε μιλήσει έχετε βγει πουθενά; Κάπου. Πέρα απ’ τ’ όνειρο της Ντελαγκράτσια;». 
Ο Αντώνης δεν μ’ άκουγε. Δεν τέλειωσε ποτέ τη φράση του, την έκοψε στη μέση. Η λαχτάρα του πετούσε σε αλαργινούς καιρούς και στη φαντασία του σύχναζαν άλλες νωπότερες σκιές. 
Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε. Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω μου, με τη λάμψη να ‘χει χαθεί τώρα από μέσα τους, να ‘χει σβήσει σαν τη φλόγα ενός κεριού στον άνεμο. Ανοιγόκλεισε το στόμα του, δεν βγήκε κανένας ήχος όμως. Δεν ήξερε τι να πει. Ήταν τόσο βαθιά η συγκίνηση του.
Η μορφή της Βενετίας πρέπει να χάθηκε, και στη θέση της να είδε τώρα το πρόσωπο της μητέρας του στο νοσοκομείο, με τα λευκά μαλλιά της να κρέμονται από την άκρη του φορείου με τα μάτια ολοσκότεινα, το δέρμα της κάτασπρο, και τα χείλια της να κουνιούνται σαν να παραμιλάν, να απαγγέλλουν ποιήματα, χωρίς να βγάζουν μιλιά. Η μητέρα του απλώνει το χέρι της, όμως αυτός δεν προλαβαίνει να το πιάσει. Δεν θα ξαναγυρίσει. 
Πέθανε του λένε. «Πάει.» Κι αυτό το «πάει», αυτό το τελεσίδικο, το μαύρο του θανάτου, αδυνατεί να το καταλάβει. Δεν μπορεί να το δεχτεί ότι πέθανε, δεν μπορεί να δεχτεί πως δε θα την ξαναδεί, δε θα ξανακούσει τη φωνή της, δε θα μοιραστεί πράγματα μαζί του. Δάκρυα κυλούν στα μάτια του και παγώνει το μέσα του. Αρνείται.
Η ζωή είναι ένας κόμπος που διαρκώς πρέπει να θυμάσαι πώς λύνεται και ένα  ξέφτισμα του πανιού της ζωής μας φανερώνει ότι το υφάδι της είναι το πιο πολύ καμωμένο από τη θλίψη. Πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια θα συλλογίστηκε, όπως το βλέμμα του νοερά θα πλανιόταν στον κόλπο της Ντελαγκράτσια με τους κατάφυτους κήπους που κοσμούν το νησί, μέχρι την άκρη του φάρου στο Βιγλοστάσι. Έτσι απλά! Σαν ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού.
Εγώ τον κοιτούσα παρασυρμένος, η ζωή του ξετυλίχτηκε μπροστά στα συμπονετικά μάτια μου.
Η ταραχή του δεν διήρκεσε παρά λίγες στιγμές μονάχα. Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία του τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα είναι φως, μια γλύκα: Το πρόσωπο του σαν να έκρυβε ένα χαρούμενο μυστικό έγινε και πάλι εύθυμο και φωτεινό σαν όμορφη φθινοπωρινή μέρα. Αυτός ήταν ο Αντώνης. Πίσω απ' αυτό το χαρούμενο, αθώο κι καλόκαρδο πρόσωπο κρύβεται ένα θλιμμένο παιδί. Μ’ ευκολία κατόρθωνε να βάζει στο περιθώριο κάθε άσχημη σκέψη.
Αναστέναξε, πήρε μια τελευταία βαθιά ανάσα, ρουφώντας τη γλυκιά λάμψη που ανέδινε η φωτογραφία αναζητώντας αυτή την αίσθηση της ευτυχίας, την αίσθηση του ουράνιου τόξου. Πίνοντας μια γουλιά ουίσκι από το ποτήρι του, δίπλωσε με αργές προσεκτικές κινήσεις την παλιά φωτογραφία και την έβαλε πάλι στο πορτοφόλι του.
Κάθισα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα, άφησα τον Αντώνη να μιλήσει, τον ρώτησα για κείνα που δεν αφορούσαν τόσο το όνειρο του -την όμορφη κοπέλα- αλλά τον ίδιο τον ονειρευτή. Είναι ώρα να μάθω μερικά πράγματα για τον εαυτό σου. Φυσικά, η αφήγηση αυτή γράφεται για τη Βενετία κι όχι για σένα. Όπως και να το κάνουμε όμως, η ιστορία περνάει μέσα από τα δικά σου μάτια -ποια είναι η Βενετία και τι έκανε στη ζωή της, άρα θα πρέπει να εξηγήσω ορισμένα πράγματα για τον αφηγητή. Για εσένα, με άλλα λόγια.
«Μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσω για τον εαυτό μου, «ποιος είμαι εγώ;» λέει ταπεινά ο Αντώνης λες και τον βασάνιζε το άγχος ότι μπορεί να μην παρουσιάζει τον εαυτό του αρκετά αντικειμενικά. Αυτού του είδους οι προβληματισμοί δεν φαίνεται να απασχολούν πολλούς ανθρώπους. Άμα τους δοθεί η ευκαιρία, οι άνθρωποι είναι απρόσμενα ειλικρινείς όταν μιλούν για τον εαυτό τους. «Είμαι τίμιος κι ανοιχτός μέχρι σημείου γελοιότητας», λένε, ή «είμαι πολύ ευαίσθητος και κάθε άλλο παρά τύπος που επιβιώνει άνετα στον κόσμο». Όπως επίσης είναι αμέτρητες οι φορές που έχω δει ανθρώπους να δηλώνουν ευαίσθητοι τη στιγμή που πληγώνουν άλλους ανθρώπους χωρίς προφανή λόγο. Εκλεπτυσμένοι, έντιμοι και ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι, χωρίς να συνειδητοποιούν τι κάνουν, εκμεταλλεύονται «ελαφρά τη καρδία» καταστάσεις.
«Σαφώς κανείς δεν ξέρει τόσο πολλά στοιχεία για τον εαυτό σου όσα ο ίδιος ο εαυτός σου. Έτσι θα καταφέρω να σχηματίσω μια σαφέστερη εικόνα για τον εαυτό σου.» του απάντησα και άρχισα να γράφω και να του διαβάζω μες στη σιγαλιά της νύχτας. Έγραφα λέξεις που ρίζωναν μέσα στην ψυχή του και στέκουν σαν αερικά μέσα του. Ένα γράμμα γεμάτο λέξεις που κατάφεραν να πετάξουν σα μαγικό χαλί κατευθείαν στην καρδιά του κι εκεί ρίζωσαν και βλάστησαν κι αναπόλησαν και σχημάτισαν χίλιες δύο άλλες εικόνες από εκείνες τις εποχές της νιότης του. Για όλα τα ανεκπλήρωτα όνειρα του, για όλα όσα πόθησε να κάνει. Και γέμισε η ψυχή του φως κι αγάπη και σκέψεις για όλα όσα φέρνει ο καιρός κι ο χρόνος. Έγραφα σα να του ζωγράφιζα εικόνες που μένουν, θύμησες και λόγια που δεν θα θέλει να ξεχάσει. Του διάβασα πολλές φορές εκείνο το γράμμα. Ήθελε να θυμάται όλες τις λέξεις, τις φράσεις, το δέσιμο τους με εικόνες που ίσως κι αυτός έζησε κάποτε.
Μόλις τέλειωσα για τελευταία φορά την ανάγνωση δεν μπορείτε να φανταστείτε τη βαθιά εντύπωση που του έκανε καθώς και την συγκίνηση που προκάλεσε στην ψύχη του. Το ρούφηξε μονορούφι. Όλα αυτά τον συνάρπαζαν. Είχα την αίσθηση ότι όλα όσα άκουγε τα ένιωθε ότι τα έζησε στ’ αλήθεια και ένιωθε ο ευτυχέστερος των θνητών. 
Ήταν ήδη μεσάνυχτα. «Θα πρέπει κι εγώ να πηγαίνω τώρα». Του είπα.
Έμεινε και πάλι μόνος του με τον εαυτό του, με το παρελθόν του, και με το κεφάλι του γεμάτο από παλιές βασανιστικές ιδέες. Αναζητούσε χέρια αόρατα να τον πάρουν στη γλυκιά αγκαλιά τους….  να βιώσει την αίσθηση…. να χαθεί βουτώντας στον πλούτο ... της μαγείας των ονείρων του. 
Ευχαρίστως θα ανανέωνε αυτά τα σύντομα όνειρα του τουλάχιστον για μερικές ακόμα στιγμές άλλα τελικά ακόμη και ο ίδιος το ήξερε πως τα όνειρα του είναι χλωμά και διαλύονται σαν το πρωινό σκοτάδι.  Τον έρωτα που δεν γεύτηκε γιατί του τον πήρε στρόβιλος δυνατός και χάθηκε σαν τα κύματα που φεύγουν. Κι ο πόνος που φωλιάζει μέσα του μοιάζει με «Σιωπητήριο» στο ακατοίκητο χάος.
Το γράμμα δεν το έστειλε ποτέ. Ήταν ένα γράμμα προορισμένο ότι δε θα έφτανε ποτέ στον παραλήπτη του ... Ξέρω ότι το χρησιμοποιούσε να τυλίγει με έκφραση περίσσειας λατρείας και με μοναδική ευλάβεια την παλιά φωτογραφία.
Κράτησε το λόγο του. Κανείς άλλος δεν έμαθε αυτά που εγώ του έγραψα εκείνο το βράδυ....

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Atherapeuta Eroteumenos

....Μια καλοκαιρινή μέρα προς το τέλος της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια ογδόντα. Βρισκόμουν αραγμένος στη πρύμνη ενός φορτηγού πλοίου γενικών φορτίων ταξιδεύοντας στον ποταμό Ορινόκο με προορισμό τον λιμένα Πουέρτο Ορντάνς, στο εσωτερικό της Βενεζουέλας, ρεμβάζοντας τη φύση και φιλοσοφώντας! Ηταν η ώρα που ο ήλιος μας αποχαιρετά, και μοιάζει να συμβαίνει κάτι μαγικό! Κάθε μέρα, το ηλιοβασίλεμα την ίδια περίπου ώρα, στον ίδιο καμβά, η φύση ζωγραφίζει με τα πιο απίθανα χρώματα τη μεγαλοπρεπή έξοδο του ουράνιου αναχωρητή. Σ’ αυτό το φωτεινό ενδιάμεσο όλα γύρω πλημμυρίζουν με μια λάμψη θεϊκή. Μυριάδες πορφυροκόκκινες πινελιές βάφουν τον ορίζοντα, φωτίζουν απόκοσμα τα νερά του θηριώδη ποταμού, τρυπούν τα δαντελένια σύννεφα… Ο ήλιος βουτά δυτικά στον Ειρηνικό ωκεανό για να ξεδιψάσει, κρύβεται σαν κυνηγημένο πουλί πίσω από λόφους και βουνοκορφές. Ο χρόνος μοιάζει να παγώνει, σαν να θέλει να κρατήσει για πάντα αυτή την εικόνα ζωντανή. Τις στιγμές αυτές τα λόγια περισσεύουν. Οι καρδιές χτυπούν δυνατά. Η σκέψη αφήνεται σε ταξίδια νοερά. Αυτό το ηλιοβασίλεμα μ' όλη την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια της γύρω φύσης ήρθε και κάθισε δίπλα μου ο γραμματικός του πλοίου. Χμ! Σκέφτηκα! οι σκέψεις τις επίπονης εργασίας του μετά από ένα δύσκολο και κουραστικό εικοσιτετράωρο, διαπίστωσα πως τον κρατούσαν σε υπερένταση και αναζητούσα τρόπο να μην αφήσω τις σκέψεις της εργασίας να τον συντροφεύουν και εκεί στην ολιγόωρη ανάπαυση του. Άλλωστε είχαν σπάσει οι βάρδιες της γέφυρας για να 'χει λίγο ελεύθερο χρόνο στα δύσκολα από κάθε άποψη λιμάνια του ποταμού.Έμεινε αρκετή ώρα χαμένος συντροφιά με τις σκέψεις του μέχρι να τον παρακινήσω να ξεκινήσει και πάλι την τελευταία αφήγηση του που είχαμε διακόψει την προηγούμενη ήμερα για τα κρυφά τα ανομολόγητα πάθη του και τις μικρές του ασήμαντες αμαρτίες του. Αυτά που δεν λες, αυτά που δεν ζεις, αυτά που δεν θες να παραδεχθείς ούτε στον εαυτό σου πως είναι αυτός που σε δυναστεύει. Οι συναισθηματικές προκλήσεις έχω καταλάβει πως τον δυναστεύουν σε τέτοιο βαθμό που πολλές φορές νιώθει να τον καταπιέζουν και αναζητά ένα κάλεσμα για φυγή. Αν προσθέσω ακόμα τον αισιόδοξα ανέμελο χαρακτήρα του, που δεν θέλει να προβληματίζει κανένα με επιπλέον σκοτούρες. Κάθισε πιο αναπαυτικά και άφησε τις σκέψεις του ελεύθερες να σμίγουν με τον ορίζοντα και το ηλιοβασίλεμα να γίνεται ο καμβάς για να στηθεί ολόκληρη ανάλυση για τον καημό του έρωτα που τον συνόδευε στα σπλάχνα του, παρασυρμένος από τα εφήμερα του πάθη και τα ερωτικά σκιρτήματα που του προκάλεσε η νεαρή κυρία. Τόμοι ολόκληροι έχουν γραφτεί και κιλά από δάκρυα έχουν χυθεί με θέμα αυτές τις ιστορίες.
 .........«Άνοιξα την πόρτα να κατέβω από το ταξί, ένα κύμα ζέστης με κτύπησε λες και κατέβαινα από αεροπλάνο σε αερολιμένα της κεντρικής Αφρικής. Μπροστά μου απλωνόταν η μεγάλη μαρίνα γεμάτη από σκάφη, πίσω μου η μικρή πλατεία κρυμμένη στο πράσινο, όαση δροσιάς στην αποπνικτική ατμόσφαιρα, μια ζεστή καλοκαιρινή ημέρα. Βρέθηκα στο νούμερο που έγραφε η κάρτα ότι ήταν τα γραφεία της εταιρείας. Έριξα μια ερευνητική ματιά στην είσοδο και διαπίστωσα τον όροφο που βρισκόταν το γραφείο που αναζητούσα. Αφήνοντας πίσω μου τον ανελκυστήρα ένας διάδρομος οδηγούσε σε μια μεγάλη αίθουσα που ακτινοβολούσε από το φως, άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί ολόγυρα. Μια σειρά από γραφεία με γυναίκες και άνδρες που πληκτρολογούσαν καθισμένοι πίσω από οθόνες υπολογιστών η απαντούσαν στα τηλέφωνα. Την είδα όρθια μπροστά στο μεγάλο φωτοτυπικό μηχάνημα να περιμένει τις σελίδες της αντιγραφής. Φορούσε απαλό διακριτικό γκρίζο χρώμα ναυτικό παντελόνι όπως το χρώμα της πλυμένης καθαρής στάχτης, εφαρμοστό στους γλουτούς, φάρδαινε πάνω από τα γόνατα και που στένευε καθώς κατέβαινε, ώσπου σταματούσε στη μέση της κνήμης, κουμπώνοντας σφικτά στην αρχή τους, αφήνοντας στην θέα τις υπέροχα λαξευμένες αθλητικές της γάμπες. Το σύνολο το έκλεινε ένα πόλο βαμβακερό μπλουζάκι χωρίς μανίκια σε μπλε ελέκτρικ του ουρανού χρώμα, με ανασηκωμένο τον γιακά, που της αγκάλιαζε γάντι το ελκυστικό της σώμα και ένα ζευγάρι μπεζ ξώφτερνες γόβες απ’ αυτές που φορούν οι βραζιλιάνικες χορεύτριες της σάμπα. Την πολύ λεπτή μέση της, την έσφιγγε μια πλατιά, σε σκούρο μολυβί χρώμα, ζώνη. Ευθυτενής, καθώς τέντωνε το κορμί της να φτάσει τις σελίδες μια λυγερή ευκινησία γεμάτη αέρινη χάρη χαρακτήριζε τις κινήσεις της, πραγματικά είχε ένα υπέροχο παράστημα, ήταν απλώς ακαταμάχητη, και απίστευτα σέξι. Λεπτή, ψηλή πάνω από ένα εβδομήντα, με ένα ζευγάρι μαύρα μάτια να λάμπουν και αέρινα πλούσια καστανά μαλλιά, σαν της διαφήμισης του πρωτοποριακού μαλακτικού στα βραδινά σήριαλ της τηλεόρασης. Σηκώνοντας το δεξί της χέρι να ταχτοποιήσει της σελίδες παρατήρησα ότι φορούσε βέρα, ξαφνικά αναρωτήθηκα πως θα ήταν ο άνδρας της, ένα τσίμπημα ζήλιας με γέμισε σε κάθε ίνα του κορμιού, το συναίσθημα ήταν μοναδικό.
Την παρακολούθησα να περπατά προς το γραφείο της με την όμορφη κατατομή της, το πλούσιο στήθος της που έστεκε στητό πάνω από το ίσιο στομάχι και την ίσια κοιλιά της. Χωρίς να ξεκολλήσω τα μάτια από τους γλουτούς της, που με αναστάτωναν, καθώς τάχυνε το βήμα και λικνίζονταν στο βάδισμα της. Βυθιζόμουν σ’ ένα κόσμο όπου ένοιωσα να με πλημμυρίζει πάλι εκείνο το αίσθημα που οι σκέψεις βγαίνουν από την καρδιά σου και όχι από το κεφάλι σου, μόνο που το ένοιωθα δυο φόρες χειρότερα σήμερα. Ρώτησα να μάθω ποιος είναι ο υπεύθυνος πληρωμάτων. Μου έδειξαν τα γραφείο της. Ναι ήταν εκείνη. Ζαλισμένος στιγμιαία αποπροσανατολισμένος έμεινα ασάλευτος τουλάχιστον για ένα λεπτό, την κοίταξα λες και την έβλεπα μόλις τώρα για πρώτη φορά. Με κοίταξε και μου χάρισε μια λάμψη από το μεγάλο χαμόγελο της, ένοιωσα έντονα το βλέμμα της, ένα πλούσιο χρώμα χαρακτήριζε την φωνή της. Το χέρι της ήταν σταθερό και κράτησε το δικό μου, μου φάνηκε ότι μου το κρατούσε έναν αιώνα. Ιδιαίτερα ευχάριστη κυρία, σεμνή, προσιτή και διαλλακτική επαγγελματίας, που είχε όλα τα χαρακτηριστικά της λεπτότητας και της πνευματικής καλλιέργειας.»
....... Όταν τελείωσε την αφήγηση κάθισε για λίγη ώρα χαμένος στις σκέψεις του σαν ο ποιητής που παρασυρμένος μετουσιώνει το ερωτικό του μαρτύριο σε αισθητική, πνευματική ομορφιά και ερωτική εκτόνωση! Τελικά μ' ένα τίναγμα  βγήκε από την ονειροπόληση του και κοίταξε τριγύρω με κοίταξε με προσδοκία, αλλά εγώ έμεινα σιωπηλός δεν είπα τίποτα.
Αυτός ήταν ο γραμματικός του πλοίου μας, που ξεχειλίζει από ζωή και πάθος, διηγείται τον τελευταίο ερωτικό καημό του με ποιητική αδεία. Ένας όμορφος νεαρός άνδρας που έσφυζε από ζωντάνια και ενεργητικότητα, εξαιρετικά αρρενωπός, ξανθός με αετίσιο βλέμμα.
Περίμενε υπομονετικά να του δείξω την αντίδρασή μου και το βρήκα διασκεδαστικό, που η αναμονή του είχε εντείνει ακόμα περισσότερο την περιέργεια του.
«Πώς είναι να διηγείσαι ξανά μια πασίγνωστη και πολυδουλεμένη επιθυμία του ανθρώπου;» Τον ρώτησα τελικά και κοιτάζοντας τα ανοιχτό-κάστανα μάτια του, συμπλήρωσα: «Μάλλον διακρίνω ότι πολύ εύκολα αφυπνίζει μέσα σου η κρυμμένη διάθεση να περπατήσεις στα μονοπάτια της περιπέτειας και στο άγνωστο που κρύβεται στα σκοτεινά βάθη της ψυχής σου».
«Μάστορα το έχουμε ξανασυζητήσει, η δική σου καρδιά είναι κτισμένη ολόγυρα μάλλον με σκληρούς και άκαμπτους νορβηγικούς γρανίτες. Ο έρωτας προκαλεί συναίσθημα ευφορίας, και επηρεάζει και περιοχές διανοητικών λειτουργιών του εγκεφάλου μας.» Μου αντιγύρισε με χαμόγελο.
«Ίσως να φαίνομαι απόμακρος κάποιες φορές ή ακόμη και παράξενος, προσεγγίζοντας διαφορετικά τις σχέσεις με τ' άλλο φύλλο αλλά έχε υπόψιν ότι πολλές φορές η εικόνα του «Φαίνομαι» ίσως και να είναι διαφορετική από το «Είμαι». Του αντιγύρισα, σάμπως να συζητούσαμε ακαδημαϊκά.
 «Ο έρωτας βλέπει όχι με τα μάτια, αλλά με το μυαλό, έγραφε κάποιος μεγάλος συγγραφέας, και πιστεύω ότι η αγάπη δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα που λάμπει σαν νεραϊδόσκονη.» Συνέχισα τον αντίλογο διατηρώντας τον φιλικό μου τόνο στ' ολοφάνερα φιλικό συναίσθημα της σπόντας του. 
Το βλέμμα του ταξίδεψε αργά γύρω του, ως την άκρη του ορίζοντα, ήταν η σειρά του που δεν μίλησε.
«Σε καταλαβαίνω! Μ' ευκολία η έξαψη σαν φίδι φωλιάζει χαμηλά κάτω στην κοιλιά σου.» Τον πειράζω γελώντας με τις καλύτερες προθέσεις μου και με χαλαρή διάθεση,.
«Καλωσόρισες στην παρέα του φευγάτου.» Μου δήλωσε χαρωπά, κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε πλατιά, μ' εκείνο το γνώριμο γέλιο του όταν τον πείραζα καλόκαρδα και γελούσαμε με την καρδιά μας.
«Μάστορα κάπου διάβασα και εγώ ότι η φαντασία έχει τρεις πιστούς! Τους εραστές, τους ποιητές και τους τρελούς.» Μου λέει με μαλακή φωνή και έμοιαζε ο πιο καλόκαρδος νεαρός άνδρας του κόσμου. Το πρόσωπό του ήταν καθαρό, και είχε πολλή αθωότητα το χαμόγελο του.  
Στο Αυγουστιάτικο σούρουπο το πλοίο μας τραβά ήσυχα από ένα ευρύ κανάλι, μίλια μακριά από όπου τα ύδατα του τερατώδους ποταμού εκκενώνονται στον Ατλαντικό ωκεανό. Διάστικτα ασημένια και ρόδινα του γλυκού νερού δελφίνια ξεφυσούν και κυλούν στην επιφάνεια, συντροφιά στην απέραντη μοναξιά μας. Στη γαλήνια και διαυγή ατμόσφαιρα το τοπίο είχε μια άγρια ομορφιά, μερικά σύννεφα έκαναν την εμφάνιση τους μακριά στα δυτικά. Το βλέμμα αγκάλιαζε τη πλούσια σκούρα πράσινη βλάστηση που καλύπτει σαν ομοιόμορφος μανδύας τους μικρούς λόφους τους οποίους χωρίζουν βαθιές κοιλάδες. Υπάρχουν μονοπάτια αδιάβατα για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ανάμεσα στους λόφους και πέρα στη πυκνή ζούγκλα που εκτείνεται σε μια έκταση απέραντη για χιλιάδες χιλιόμετρα, τυλιγμένη στη πάχνη της ζέστης. 
Όταν η εποχή των βροχών φθάνει από το Μάιο μέχρι το Νοέμβριο, ο ποταμός αυξάνεται κατακλύζοντας μεγάλες περιοχές καλλιεργήσιμων εδαφών και βοσκοτόπια. Ένας ποταμός των αντιθέσεων, μια υδάτινη οδός που βρίσκεται για αιώνες στο χείλος της πολιτισμικής αλλαγής από της πηγές του όπου οι άγριοι άνθρωποι ζουν, ως της εκβολές του.
Τον θυμάμαι που τον πρωτογνώρισα, να δηλώνει ερωτοχτυπημένος με μια όμορφη ισπανικής καταγωγής γιατρό από το Καράκας την πρωτεύουσα της Βενεζουέλας, έρωτας αγιάτρευτος μου εκμυστηρευόταν, τον είχε επισκεφτεί σε τρία τέσσερα λιμάνια τη καραϊβικής θάλασσας, οπού ερχόταν στο πλοίο μας με το αεροπλάνο της γραμμής να τον συναντήσει. 
Του θύμισα κάποιες ιστορίες που κυκλοφορούσαν στα κύματα και αφορούσαν παράξενες πτυχές για τα καμώματα του Έρωτα τους με την κυρία.
«Μάστορα μην τις ακούς τις ιστορίες, προσπαθούν να με διαβάλουν.»  Έλεγε χαμογελώντας με νόημα.
«Οι φήμες επιμένουν και φουντώνουν για ένα ειδύλλιο.»  Του απάντησα.
 Απολάμβανα το μυρωδάτο διπλό εσπρέσο με το κρουασάν μου, προσπαθώντας μέσα στις σκέψεις να ψυχογραφήσω τον φίλο μου. Κάθε καινούργια γνωριμία του ήταν ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή του, μια αξέχαστη εμπειρία, που ξεχείλιζε από πάθος και θα ήθελε να ζήσει τον μεγάλο έρωτα.
«Έχεις ακούσει ένα ποίημα για κάποιο μεταλλωρύχο, που έψαχνε στα βάθη της γης να ανακαλύψει αυτό που ονειρευόταν.» Τον ρώτησα.
Του φάνηκε πολύ παράξενη η ερώτηση μου.
……«Βράχε γίνε κομμάτια
έτσι όπως σε χτυπώ με το βαρύ σφυρί
για ν’ ακουστεί ο κρότος σου ως τον ουρανό!
Εκεί κάτω πρέπει να ανοίξω το δρόμο μου
προς ένα τέρμα που μόλις τολμώ να φανταστώ
Άραγε λάθεψα; Αυτό το μονοπάτι
δεν οδηγεί στο φως
Αν ψάχνω προς τα πάνω
το φως με τυφλώνει.
Όχι, πρέπει να κατέβω στα σπλάχνα της γης,
Εκεί που βασιλεύει νύχτα…
Βαρύ σφυρί άνοιξε μου το δρόμο.
Που πάει ολόισα στη καρδιά της φύσης.»….***
«Δηλαδή τι λέει το ποίημα». Αναρωτήθηκε κοιτάζοντας ερωτηματικά το ποτήρι με την παγωμένη σάγκρια που κρατούσε στο χέρι του, λες και μπορούσε να εμπνευστεί και αποκρυπτογραφήσει την απάντηση στο περιεχόμενο του.
«Προσπαθώ να φτιάξω ένα πορτρέτο που να σου ταιριάζει.» Του λέω, κάθε καινούργια γνωριμία σου είναι ένα αίσθημα εντονότερο από το προηγούμενο.
«Θα το εξειδικεύσεις στην καθημερινή διάλεκτο που η κοινή λογική μπορεί και κατανοεί.» Μου απάντησε.
 Το ποίημα είναι όπως οι Περσίδες, που ίσως δούμε απόψε στον έναστρο ουρανό. Τ' αστράκια που γοήτευσαν και καθήλωσαν τη Δανάη, τη μητέρα του Περσέα, όταν βρέθηκε στην αγκαλιά του Δία. Τα δεκάδες φωτεινά πεφταστέρια που στολίζουν τις νύχτες του Αυγούστου και μπορούν να τα απολαύσουν αυτές τις νύκτες οι αθεράπευτα ρομαντικοί και όχι.
Πρόκειται για μια βροχή αστεριών. Αποτελείται από υπολείμματα του κομήτη Swift-Tuttle που κάνει μια πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο κάθε 130 χρόνια. Οι διάττοντες αστέρες που παρατηρούμε είναι τα σωματίδια σκόνης και βράχων που άφησε πίσω του ο κομήτης αυτός κατά την πορεία του μέσα από το ηλιακό μας σύστημα. Το όνομά τους οφείλεται στο βόρειο αστερισμό του Περσέα, όπου βρίσκεται και το σημείο εκκίνησης τους. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Με κοίταξε παράξενα γεμάτος ευφορία, στη συνέχεια γύρισε το βλέμμα του αφήνοντας το να χαθεί στο μακρινό ορίζοντα, έβλεπε τ’ αστέρια καθώς κρυβόταν ένα, ένα, πίσω από τα σύννεφα που έφταναν από τη δύση κάνοντας το τοπίο μελαγχολικό. Γύρισε με κοίταξε για λίγο ερευνητικά, σαν να ήμουν μηχάνημα που έκαιγε κάποιο άγνωστο μέχρι τότε καύσιμο. Χάνοντας κάθε ενδιαφέρον, γύρισε το βλέμμα του προς τον ουρανό και η συζήτησή μας ξέφτισε. «Δεν είναι αυτός για τέτοιες κουβέντες, πρέπει να είπε μέσα του.»  
Σαν από μηχανής θεός μια σκιά έκανε την εμφάνιση της στην αλέα της πρύμνης, και όταν έγινε πιο ευδιάκριτη, εμφανίστηκε ο τρίτος πλοίαρχος του πλοίου ένα νεαρό γοητευτικό παλικάρι από την Κρήτη που προστέθηκε στην παρέα μας. Ήμουν σίγουρος ότι η νύχτα θα ήταν μεγάλη απόψε.
«Γιαννάκη μόλις είχα ξεκινήσει να ανακρίνω τον φίλο μας εκ δεξιών για την τελευταία περιπέτεια σας στην Ιαπωνία. Λοιπόν κάθισε δίπλα μας πάρε ένα ποτήρι σάγκρια και διηγήσου την ιστορία με τον μοναδικό τρόπο που γνωρίζεται εσείς οι κρητικοί.»
Έγινε σιωπή. Ήταν η σιωπή που πάντα γίνεται στην αναμονή.
..... Είμαστε στα 1987 στο Καβασάκι, πόλη στην Ιαπωνία, στο νοτιοανατολικό νησί, μεταξύ του Τόκιο και της Γιοκοχάμα, στον κόλπο του Τόκιο σε μια ιδιαίτερα αστικοποιημένη περιοχή, είναι ένας σημαντικός λιμένας και βιομηχανικό κέντρο της μεγάλης βιομηχανικής ζώνης. Από τον τουριστικό οδηγό ανακαλύψαμε ότι στην ευρύτερη περιοχή λειτουργεί από το 1983 τεράστιο θεματικό πάρκο ψυχαγωγίας, το επιτυχές, γνωστό τουριστικό αξιοθέατο η ντίσνευλαντ του Τόκιο, ένας δημοφιλής πόλος έλξης για τους επισκέπτες. Αποφασίσαμε λοιπόν το σαββατοκύριακο να την επισκεφτούμε, ο γραμματικός εγώ και ο δόκιμος μηχανικός με καταγωγή από τα μέρη του Γυθείου.
Βρισκόμαστε στο τελευταίο Σάββατο τον Ιούλιο, υπάρχει παραδοσιακό φεστιβάλ και εορτασμός πέρα από τον ποταμό που διασχίζει την περιοχή, και μια τεράστια επίδειξη πυροτεχνημάτων, που προσελκύει εκατομμύρια θεατές. 
Ήταν πέντε κοριτσόπουλα από κάποια κολεγιακή ομάδα, νεαρές κομψές έφηβες, των δεκαοκτώ χρονών, με πλούσια μαύρα μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια. Ντυμένες ομοιόμορφα με λευκά καθαρά πουκάμισα, αρκετά κοντές πλισέ φούστες γκρίζο-γαλανό το χρώμα με μακριές τιράντες να κρέμονται από τους λεπτούς ώμους. Κάλτσες λευκές αθλητικές λίγο κάτω από τα γόνατα, μαύρα σκαρπίνια παπούτσια. Τα άβαφα πρόσωπα τους με τα διάφανα βλέμματα έδιναν μια σεμνή εμφάνιση στη νεανική τους παρουσία. Οι σέξι μαθήτριες που η φαντασίωση τους βρίσκεται στην κορυφή των ανδρικών συνειδήσεων διαχρονικά. Η ιδέα ότι η στολή μαθήτριας είναι sexy είναι διάχυτη παντού στο κόσμο.
Ο Γραμματικός είχε μια ικανότητα που κερδίζει τις εντυπώσεις, και αν δεν απατώμαι μάστορα, εσύ του έχεις προσδώσει τον ορισμό της θανατηφόρας έλξης που έχει ο φίλος μας με το γυναικείο φύλλο. Στάθηκε τις παρακολουθούσε, τα πρόσωπα τους ακτινοβολούσαν, άρχισε να βγάζει το λευκό από ινδικό μετάξι πουκάμισο του. Έκπληξη ανάμεικτη με περίεργα ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα των κοριτσιών. Το έστρωσε χαλί, γονάτισε προσκυνητής και ικέτευε την μεγαλύτερη και αρχηγό της παρέας να περάσει πατώντας πάνω από το πουκάμισο του. Τα κοριτσόπουλα τον κοιτούσαν χωρίς να μπορούν να το πιστέψουν αυτό που συμβαίνει, γέλια σαν ανοιξιάτικα νεοσσών τιτιβίσματα αντήχησαν γύρω μας, ήταν μια χαρούμενη και απρόσμενη ενέργεια, το πήραν για παιγνίδι. Όταν το νεαρό κορίτσι επιτέλους αποφάσισε να του κάνει το χατίρι, σήκωσε το πουκάμισο του το πήρε στην αγκαλιά με ευλάβεια όπως κάτι το πολύ πολύτιμο, και με περίσσια τρυφερότητα το φίλησε.
«Θησαυρέ μου όταν σε είδα για πρώτη φορά με μάγεψες, ήθελα μόνο να δω τα μάτια σου να λάμπουν από ευτυχία.» είπε στο κορίτσι.
Γοητευμένες από την προσωπικότητα και το αδιαμφισβήτητο ταμπεραμέντο του, η εξέλιξη ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και τα αποτελέσματα εντυπωσιακά. Είχε ένα χάρισμα ένα δώρο. Ήταν απολαυστικός, ευχάριστος, θαυμάσιος. Τρεις μεγάλοι κεραυνοβόλοι έρωτες ξεκινούσαν από εκείνη τη στιγμή στο πλακόστρωτο της ντίσνευλαντ. Την ημέρα της αναχώρησης η προβλήτα γέμισε κοριτσόπουλα με λευκά μαντήλια στα χέρια και άφθονα δάκρυα στα μάτια, νομίζω ότι ο πιο δύσκολος χωρισμός ήταν αυτός του δόκιμου μηχανικού, με πάθος έχει αγκαλιαστεί με την κοπέλα του εκεί στη σκάλα εισόδου του πλοίου μέχρι που έλυσε και ο τελευταίος κάβος δεν έλεγαν να αποχωριστούν τα σώματα τους.
«Αληθεύει μάστορα ότι το επόμενο ταξίδι είναι Ιαπωνικοί λιμένες;.» Με ρώτησαν αδημονώντας να μάθουν αν όντως αληθεύει.
«Είναι πολύ πιθανόν.» Τους απάντησα τόσο αφηρημένα και τόσο αόριστα.
Η έκφραση στα πρόσωπα τους, μου εξηγεί γιατί ο χωρισμός είναι τόσο επώδυνος ακόμη και όταν ξέρουμε ότι είναι η σωστή επιλογή. Πονάει όταν σκέφτεσαι, πονάει όταν θυμάσαι, πονάει ακόμη κι όταν αποκτήσεις μια απόσταση από τα πράγματα με στόχο το να ξεχάσεις. Για να ξεφορτωθούν τις δύσκολες αναμνήσεις, όπως ο χωρισμός, χαριτολογώντας άλλαξα την κουβέντα.
«Νίκο αληθεύει η ιστορία με μια όμορφη γιατρό απ' το Καράκας που έχει δηλώσει πως θα σε ευνουχίσει όταν και όπου σε συναντήσει;» Τον ρώτησα αστειευόμενος..
«Μάστορα μην ακούς τι λένε, φήμες είναι.»
«Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, η σεξουαλικές σου επιθυμίες με μπερδεύουν αφάνταστα», του είπα με απόλυτα σοβαρό ύφος.  «Ξέρεις τι εννοώ, πώς γίνεται όλο αυτό το πράγμα.»
«Εσύ τι άποψη έχεις;» με ρώτησε.
«Η σεξουαλική επιθυμία δεν είναι κάτι που το καταλαβαίνεις», του είπα, δίνοντάς του μια νερόβραστη απάντησή μου. «Απλώς υπάρχει! Να την ακούω στα κύματα που ψιθυρίζουν για ένα ζεστό βράδυ με υγρασία, στο Μαρακάιμπο που γνωρίστηκες με την φιλήδονη Ιζαμπέλ και χορεύατε παθιασμένα το «Live now. Life is short. Time is luck». Υποψιάζομαι πως κάτι έφτασε και στα αυτιά της γιατρού για εκείνο το βράδυ! Και οι φήμες που κυκλοφορούν λένε πως είναι ζόρικη η κοπελιά. Φυλάξου, έχε τον νου σου! Έχω δει ταύρο να ερωτεύεται και να μουγκρίζει σαν να τον τσίμπησε αλογόμυγα-και τράγο ν᾽ αγαπάει γίδα και να την ακολουθάει παντού.»
**.....Έγνων δὲ ἐγὼ καὶ ταῦρον ἐρασθέντα, καὶ ὡς οἴστρῳ πληγεὶς ἐμυκᾶτο· καὶ τράγον φιλήσαντα αἶγα, καὶ ἠκολούθει πανταχοῦ.

**Δάφνις και Χλόη.... Έλληνας Λόγγος, συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα.
***Ο μεταλλωρύχος – Ερρίκος Ίψεν 1871

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Makrino Taxidi.. Part III

Τα χρόνια που πέρασαν.
Λένε πώς τα χρόνια που πέρασαν δεν γυρίζουν πίσω.
Κι όμως γυρίζουν!
Γυρίζουν μέσα από τις αναμνήσεις μας, που δεν εξαϋλώνονται απλά καταχωνιάζονται, και τις ανασύρουμε κάθε φορά, όταν έχουμε ανάγκη να «γεμίσουμε» από το παρελθόν μας. Τα χρόνια που πέρασαν και οι στιγμές που ζήσαμε ποτέ δεν χάνονται, τις κουβαλάμε πάντα μέσα στις ψυχές μας σαν κρυμμένους θησαυρούς.
Αχτίδες θύμησης όπως το φως του ήλιου, ξεπηδούν ξαφνικά από τα σκοτάδια της μνήμης του, εκτυφλωτικές, επιθετικές, κυνηγούν να προβάλλουν ότι κρύβεται μέσα της.
Αγναντεύει μέσα στην ομίχλη του χρόνου το μικρό χωριό του.
Το χωριό στη μνήμη του, όπως συμβαίνει και στη μνήμη των περισσότερων, είναι συνδεδεμένο με το καλοκαίρι, τόσο μάλιστα που όπου κι αν βρίσκεται την εποχή αυτή “νιώθει” έντονη τη μυρωδιά του θερισμένου σιταριού, “βλέπει” τις θημωνιές στ’ αλώνια, “ανεβαίνει” κάτω από τον καυτό ήλιο στη σβάρνα και οδηγεί τα ιδρωμένα από το λιοπύρι και τον κάματο άλογα στο αλώνισμα.
Με τα μάτια μισόκλειστα αισθάνεται μερικές φορές τον εαυτό του δύτη σε σμαραγδένια νερά λουσμένα στα χρυσάφια της αυγής, ....................μικρά κύματα και θαλασσινός αέρας γεμάτος δαντέλες αφρών......... και γλαροπούλια εισχωρούν ως μέσα στην ψυχή του και την ξεπλένουν...  αφήνοντας μια αίσθηση φρεσκάδας, που το άρωμά της τυλίγει το δέρμα του........
Οι τόποι του χωριού του είναι ένα κομμάτι του εαυτού του, και οι μνήμες ομφάλιος λώρος να τον συνδέει με τα μέρη των παιδικών του χρόνων.
Χωριό του στη γειρτή πλαγιά......., σημείωμα της  άδολης πρώτης αγάπης......., πλατάνια, κυπαρίσσια κι αγριολούλουδα......., θάμνοι που πτερυγίζουν οι μέλισσες...... και άνεμο-δαρμένοι βράχοι, θεόρατοι με ένα λευκό στις βαθιές ρυτίδες τους που άφησε ο αδυσώπητος χρόνος στη λυσσαλέα περιφορά του οργισμένου βοριά. Και πέρα μακριά στο διάφανο σαν ακουαρέλα.......... μια γραμμή στο ίσιο χάραγμα........., εκεί που η θάλασσα τον ουρανό φιλούσε, στο βάθος του ορίζοντα με τ' απαλό της κύμα.........,  και πάνω στην υγρασία της, λευκός καπνός έφτιαξε τα δακτυλίδια του......... Στις πλαγιές θυμάρια, φασκομηλιές και ρίγανες, μυρουδιές ευλογημένες κατρακυλούν μες στα σπαρτά σαν σκέψεις ανεκπλήρωτες, όπως ο άνεμος που σμίλευε στις πέτρες τα σχήματα των άγονων περιπλανήσεων του.
Τότε που, «κουτσούβελα» με κοντά παντελόνια και γρατζουνισμένα γόνατα τρέχουν στις αλάνες και τους δρόμους του χωριού................, με σφεντόνες και λερωμένα δάκρυα, όταν ο ήλιος στέγνωνε την αλμύρα τους. Τρεχαλητά και φωνές. Κυνηγητά και παιχνίδια, ομορφιές και συντροφικότητα. Μυθολογία των αναμνήσεων, γίγαντες και τιτάνες. Όλα της φύσης τα χρώματα είναι ζεστά. Δένονται με τους απανωτούς ήχους των ανέμων στους βράχους........, δένονται με τις μυρωδιές και με τους ήχους της καρδιάς τους. Κι όταν ο θόρυβος κοπάσει, και ο ήλιος σαν μεστωμένο πορτοκάλι, βουτάει στου Κούνου την πλάτη  μαζί του χάνονται και τα χρώματα, πέφτει το σούρουπο με ασημένιες σκιές και τα παιδιά πασχίζουν να μαντέψουν από πού θα ξεπροβάλει η σελήνη. Ανέμελη ζωή, με δίχως πάθη, με πολλά οράματα, να δείχνουν της πρώτης αγάπης τα φτεροκοπήματα.
Σπουδές, οικογένεια, παιδιά, επιτυχία. Ζωή, έρωτας, βιοπάλη, θάνατος, όλα μαζί δένονται στη ψυχή τους και γίνονται ποίημα
............................Ακόμα θυμάται την πρώτη μέρα που πήγε στο νέο του σχολείο, την αγωνία και την ανασφάλεια που ένιωθε. Έφερε στο νου εκείνο το πρωινό στις αρχές του φθινοπώρου με τις πρώτες ελαφρές ψυχρές πνοές του άνεμου, τότε που με τη λαχτάρα στα μάτια και ένα κόμπο στην ψυχή είχε ανέβει με τα πόδια τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στο Τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας. Πρόκειται για την πρώτη του σχολική χρονιά στο μεγάλο σχολικό συγκρότημα της πόλις, έχοντας μόλις πρόσφατα μετακομίσει από το μικρό χωριό του Λακωνικού Πάρνωνα. Ένα άγνωστο μαθητούδι της τρίτης τάξης ανάμεσα στο μεγάλο πλήθος των μικρών μαθητών του σχολείου και αυτό του προκαλούσε μια διάθεση προβληματισμού και αμηχανίας. Η διαδρομή αυτή ταυτόχρονα του ξυπνούσε σκέψεις που τον ταξίδευαν στα περασμένα.
............
Δύο χρόνια νωρίτερα αρκετά χιλιόμετρα μακριά.
Πόσο όμορφη και διαφορετική ήταν η έξαψη που είχε νοιώσει στην πρώτη του επαφή με το σχολείο του μικρού χωριού, κτισμένο με γκρίζα πέτρα πάνω στο δυτικό λόφο.
Στου χωριού τους μικρούς λιθόκτιστους δρόμους, με τις περιποιημένες μικρές αυλές και στις κακοτράχαλες πλαγιές, η φύση το φθινόπωρο μαστορεύει συναρπαστικά τη συνέχεια στο χρόνο, φυτεύοντας αγριολούλουδα, βατομουριές, μολόχες, τσουκνίδες και η δροσερή αύρα του μαΐστρου ελαφριά και υγρή ξεχύνεται πίσω απ’ τις πλαγιές και σέρνεται ανάμεσα στα χαλκοπράσινα φρέσκα φύλλα.
Η μητέρα του τον είχε ανεβάσει πάνω στο μαύρο λυγερό αραβικό φαρί τους με τα λευκά σημάδια στα πόδια και το λευκό αστέρι στο κεφάλι. Με τη γεμάτη χάρη, κυματιστή αρμονική και απαλή κίνηση του ξεκίνησαν από τον οικισμό διασχίζοντας το μεγάλο ρέμα για το σχολείο του χωριού. Ήταν μερικά χιλιόμετρα διαδρομή.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε, αυτό το γεγονός, κομμάτι της ιστορίας της ζωής του, παραμένει ολοζώντανο στο μυαλό του χαραγμένο με ανεξίτηλα χρώματα.
«Τα αραβικά άλογα έχουν απίστευτη ομορφιά, θεωρείται δε ότι αποτελούν την καθαρότερη και αρχαιότερη φυλή, είναι πολύ έξυπνα με αντίληψη , ευαίσθητα, ευγενικά και στοργικά με τους ανθρώπους και τα άλλα ζώα , ικανά να σκέφτονται λύσεις σε καταστάσεις.
Η Ιστορία των Βεδουίνων λέει ότι ο Αλλάχ δημιούργησε το αραβικό άλογο από τους τέσσερις ανέμους.
»
..............
Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του στο δρόμο και μετά από μια στιγμή δισταγμού και νευρικότητας, καρτερικά ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου διέσχισε τη μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα κ’ εισήλθε στο προαύλιο που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή του τεράστιου κτηρίου. Τη βοή μες στ’ αυτιά του, την σκέπασε μια ασυνήθιστη για το χωριατόπαιδο βαβούρα, ένα κουβάρι φωνές ξεχύνονταν απ’ το βάθος της τεράστιας αυλής του σχολίου.
Χαμένος μέσα στο πλήθος κοίταξε γύρω του κ’ αναγνωρίζοντας δυο τρία παιδιά από τη νέα του γειτονιά γουργούρισε με ικανοποίηση, ήταν αυτό που χρειαζόταν η διάθεση του να επηρεαστεί ευχάριστα και να σβήσει κάθε δυσφορία του. Όλα γύρω του έδειχναν ιδιαίτερα θορυβώδη, χαρούμενα, τα παιδιά γελούσαν και τριγύριζαν από συντροφιά σε συντροφιά. Έτσι, μέρα με τη μέρα συνήθισε σ' αυτό το περιβάλλον και το αγάπησε αφού έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς του. Κατάλαβε ότι κι’ αυτός πια θ’ αποτελούσε τμήμα αυτής της μεγάλης συντροφιάς. Χρειάστηκε κάποιος χρόνος να αφομοιωθεί με τους συμμαθητές του, λόγο της ιδιόμορφης λακωνικής προφοράς του, άλλα πολύ γρήγορα δημιούργησε φίλιες και ποτέ του δεν ένοιωσε ξένος από τους συμμαθητές του με τους οποίους  ζούσε τις ίδιες αγωνίες  και τις ίδιες φιλοδοξίες μαζί τους για την επιτυχία.
Δεν ήταν βέβαια καμία μαθητική μεγαλοφυΐα αλλά με την έντονη περιέργεια και διάθεση για μάθηση υπήρξε καλός μαθητής, χωρίς να είναι ιδιαίτερα επιμελής και συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις, δεν δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο, στους δασκάλους και στους συμμαθητές του και, γενικά, έπαιρνε καλούς βαθμούς. Τα κατάφερνε στο σχολείο και στα μαθήματα, αλλά όχι σε βάρος της προσωπικής ευχαρίστησης, είχε ισορροπία ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις και στο παιχνίδι, στην παρέα με συνομηλίκους, στην τεμπελιά και στο χασομέρι της παιδικής ηλικίας.
Την πρώτη του χρονιά στο νέο του σχολείο δυο συμμαθήτριες και ένας συμμαθητής του ξεχώριζαν τόσο για το ήθος τους όσο και για την άρτια εκπαίδευσή τους.
Ποτέ του δεν ένοιωσε την ανάγκη να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, να τους συναγωνιστεί στις διακρίσεις. Τώρα, γυρεύει να τους φέρει καλόβολα μπροστά του, να θυμηθεί όλες τις ωραίες αναμνήσεις τους, τα πρόσωπα τους, τα σουσούμια τους. Μα δε του έρχονται στο νου παρά θολές οι εικόνες τους, χαμένες.
Η Στέλλα.
Η φήμη της μεσουρανούσε στην μαθητική τη τάξη. Μάζευε τον κόσμο γύρω της όπως το φως τις πεταλούδες, το έβρισκε απίθανο να είναι μόνη της, διότι σύμφωνα με το παλιό απόφθεγμα, οι ωραίες δεν μένουν ποτέ μόνες.
Άσπρη και καστανόξανθη, εκείνο που τη ξεχώριζε περισσότερο ήταν τα μεγάλα φωτεινά της μάτια που βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα μέσα στην παιδιάστικη παρουσία, με αστραφτερές αναλαμπές που χαιρόσουν να τα βλέπεις.
Δεκαετίες αργότερα την είδε σε εξώφυλλα περιοδικών, ν’ αναφέρονται στην αξιόλογη καλλιτεχνική της δραστηριότητα.
Επιτυχημένη μουσικός, η Στέλλα ήταν όμορφη σαν πάντα.
Η Μαρία.
Το πλέον χαρισματικό άτομο της νεανικής τάξης, διέθετε το ευλογημένο προνόμιο του προικισμένου ατόμου, το φυσικό ταλέντο στο γράψιμο και πολύ της άρεσε να διαβάζει, ξεχώριζε για τους ευγενικούς της τρόπους και την καλοσύνη της.
Ίσιωνε με τις παλάμες τα σγουρά μαλλιά της, με τη φανταχτερή τους λάμψη, το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε συχνά ακόμη και μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού στεκόταν άξαφνα κι  έσιαζε τα μαλλιά της, την έβλεπες που μας κοίταζε με την αστραφτερή μελαχρινή ματιά της και μ' ένα γέλιο  γλυκό ευαίσθητο, που έδειχνε τα αστραφτερά της δόντια.
Ο Δημήτρης.
Ευαίσθητη, εξευγενισμένη, χαρούμενη ψυχή,  έσφυζε από ζωή.
Αν και από μεγαλοαστική οικογένεια είχε αμοιβαία φιλική σχέση μ’ όλους στην τάξη και έχαιρε εκτίμησης στις καθημερινές συντροφιές.
Στο γαλήνιο πρόσωπο του τα φωτεινά μελιά μάτια γίνονταν πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν από την αγωνία, όπως ο ήλιος από τα σύννεφα όταν κάτι του πήγαινε στραβά, γέμιζαν καταχνιά, ένιωθε παγιδευμένος.
Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα κόντευε τα δώδεκα μία ακόμη σχολική χρονιά τελειώνει, η τελευταία στο δημοτικό σχολείο και ήταν καθοριστική για την μετέπειτα ζωή του....
'Έξω οι δρόμοι λουζόταν στον ανοιξιάτικο ήλιο, όταν μετά το σχολείο σεργιάνισε στις αλάνες της γειτονιάς με το παραπάνω. Αυτό του στοίχισε άφθονους μώλωπες, και ένα εγκάρσιο σκίσιμο σαν από ξυράφι στην κνήμη βαθύ μέχρι το κόκκαλο και κάτι αφόρητους πόνους.
Στο τέλος της αλάνας δυο ατροφικά δέντρα, έριχναν παραπετάσματα από μικρές σκιές και έτρεξε βιαστικά στον ίσκιο τους τον πόνο του να καταπραΰνει και να τον ανακουφίσει. Καθισμένος εκεί στον ίσκιο τα ξαφνιασμένα μάτια του σαν μια κινηματογραφική ταινία είδε το νεαρό άνδρα να ξεπροβάλει από τον κήπο παρακείμενης οικίας με ναυτική στολή στα ολόλευκα ντυμένο. Τον παρακολουθούσε έτσι ακίνητος και σκεφτικός όπως καθόταν αθέατος, πίσω από τη σκιά των δέντρων στον απογευματινό Ήλιο και στη δύναμη της εικόνας ένιωσε κάτι περίεργο να διαπερνά το κορμί του. Μυστήριο λαμπερό τον συνεπήρε, «τρελό όνειρο» που έβγαινε από την ψυχή του, μπορούσε να το δει καθαρά. Με τα μάτια της φαντασίας του απεικόνισε νοερά τον εαυτό του, να ταξιδεύει στα πέρατα του κόσμου. Ένοιωσε ζωντανά τη περιπλάνηση στην καταχνιά της σκέψης του, λες και δεν πατούσε στη γη, λες και έπλεε με καράβι στα γαλανά νερά της απέραντης θάλασσας, έγινε για λίγο ναυτικός. Αγαπούσε ιδιαίτερα τη θάλασσα και κάθε φορά που κατηφόριζε στις ακτές της Αγίας Μαρίνας το γλεντούσε η ψυχή μου. Όταν έφτανε κοντά της άπλωνε το βλέμμα παγανιά να κυνηγήσει τις ομορφιές της όλες, και άφηνε τη φαντασία του να καλπάζει αχαλίνωτη παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια.
Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της.
Η γη δεν είναι μόνο η στεριά, είναι και η θάλασσα. Είναι απ' αυτούς που διάλεξαν τη θάλασσα. Αιώνιο στοιχείο η θάλασσα. Όμως, πάντα νέο γεμάτο μυστήριο, τόσο στα απάτητα βάθη της, όσο και στην αφρισμένη στιλπνή επιφάνειά της. Μυστήριο γεμάτη μεγαλοσύνη κι άγρια ομορφιά.
Το μακρινό του ταξίδι ακόμα δεν τελείωσε και δεν λησμονεί, από πού ξεκίνησε και πότε για το μακρινό ταξίδι του..  Το ταξίδι, όπως και η αγάπη, εκφράζει μια απόπειρα να μετατρέψουμε το όνειρο σε πραγματικότητα, και η συνέχεια θα δώσει πλέον τη θέση της στην περιπέτεια και τη μακριά πορεία από την αθωότητα στην εμπειρία.
Τα όνειρα είναι η κοινή μοίρα των παιδικών χρόνων, στο γλυκό, αθώο ξεκίνημα.
Σπουδές, οικογένεια, παιδιά, επιτυχία.
Ζωή, έρωτας, βιοπάλη, θάνατος, όλα μαζί δένονται στη ψυχή τους και γίνονται ποίημα.
Το ταξίδι......., η περιπέτεια και η μακριά πορεία τελειώνει σ' εκείνο το μέρος όπου πηγαίνει η φλόγα όταν σβήνει...... στο άυλο παρελθόν .

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Makrino Taxidi .. Part II

Ο ξεριζωμός από την ύπαιθρο από τα γονικά εδάφη, η αστυφιλία, εξακολουθεί να πιέζει την καρδιά κάθε Λάκωνα, αδιάφορο αν κατοικούσε σε πλούσιους κάμπους και δασωμένα βουνά, η σε πτωχή και χέρσα γη.
Και έφευγαν με τα καράβια τα γεμάτα νέους και νέες κι ερήμωνε η ύπαιθρος.
Οι μνήμες των πρώτων παιδικών του χρόνων ξυπνούν, έρχονται σαν κύματα και πλημυρίζουν τις σκέψεις του. Δεν μπορεί εύκολα να ξεχάσει, ξαναγυρίζει πάλι και πάλι στον τόπο του μέσα στα όνειρά του και νοσταλγεί μελαγχολικά τον τόπο που περπάτησε τα πρώτα βήματα του. Ταυτόχρονα μετρά τα πεπραγμένα της ζωής του. Τι θα ‘ταν αν δεν ακολουθούσε το δρόμο της ξενιτιάς στη ζωή του. Τι θα πετύχαινε εάν δεν έφευγε να ανοίξει νέους ορίζοντες αφανίζοντας τα εμπόδια που του έφραζαν το δρόμο προς την επιτυχία, που ο καθένας ζητάει ν’ αποκτήσει στη ζωή του. Ο σοφός παππούς του όπως πάντα με το χαμόγελο στα χείλια, συγκαταβατικός και γαλήνιος έλεγε. «Γιε μου τα στάσιμα νερά βρωμίζουν»

Monemvasia Kalokairi 1958.

Ήταν ώρα του ηλιογέρματος, ο καπετάνιος της λέμβου με την ήρεμη φωνή του διάταξε να λύσουν τον κάβο της, και κράτησε την τιμονιέρα σταθερά στα χέρια του.
Το μακρινό ταξίδι είχε ξεκινήσει.
Η λέμβος ταρακουνήθηκε καθώς έλαμνε κουπί για να ξεφύγει από τη προβλήτα του μικρού λιμένα και να γλιστρήσει στα βαθιά νερά.
Ο καιρός μαλακός καλοκαιρινός, Πουνέντες, και η λέμβος στην απογευματινή παλίρροια γύριζε κι έπιανε να μποτζάρει απ’ τ’ αντιμάμαλο πού γεννιούνταν καθώς η θάλασσα χτυπούσε στην προβλήτα και πισωγύριζε.
Ο Λάμπης άκουσε τον υπόκωφο παφλασμό των κυμάτων καθώς σκάνε στον καθρέφτη της λέμβου, λικνίζοντας την.  Τρόμαξε.
Ο Λάμπης ήταν ο δευτερότοκος τετράχρονος αδελφός του. Δε σάλευε, το πρόσωπο του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, μια παράξενη ταραχή.. Τα χέρια του τρέμανε, άρπαξε το παντελόνι του συνεπιβάτη μπρος και το κρατούσε σφικτά φοβισμένα, δάκρυα ξεχείλισαν απ' τα μάτια του. Ο κύριος στοργικά ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του μικρού αγοριού και του μίλησε καθησυχαστικά. Ο Λάμπης αναστέναξε άφησε το παντελόνι, κάθισε χάμω στη λέμβο αγκάλιασε τα γόνατα του, κι' ακούμπησε πάνω τους το πηγούνι του.
Η μητέρα τους πλησίασε τρομαγμένη και τον σήκωσε όρθιο, είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Έδωσε το μικρό δίχρονο αδελφό τους που κρατούσε στην αγκαλιά της στον άνδρα της, έβγαλε τη ζακέτα της και σκέπασε το αγόρι της, κι αυτό κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της μάνας του γραπώνοντας τα δάχτυλά της. Τώρα τα μάτια του Λάμπη λάμπανε ζωηρά καθώς την κοίταζε.
.............Η  μητέρα τους ήταν βυθισμένη σε ακαθόριστες και αφηρημένες σκέψεις το διάστημα εκείνο. Αυτό που ονειρεύεται είναι να αλλάξει τη μοίρα τους, και να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Το τελευταίο βράδυ ήταν ορθή μπρος στο παράθυρο τους, με κουφωμένα τα σκούρα-μελιά της μάτια, και κοίταζε. Κοίταζε  ασάλευτη, ενώ το φεγγαρόφωτο έπεφτε πάνω της, κάνοντάς τη να μοιάζει με απαστράπτουσα. Τα αστέρια έλαμπαν με το ψυχρό τους φως, ενώ η ημισέληνος έλουζε τα πάντα και η μητέρα έμενε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω ένας καινούργιος κόσμος και πάσχιζε να τον μάθει.
«Μανούλα, τι κοιτάζεις;!»
«Τίποτα αγάπη μου.! Απλά κάτι σκέφτομαι.»
Η φωνή της ήταν κάπως αλλιώτικη, αλλαγμένη, κάπως βραχνή, το πρόσωπο σφιγμένο, συννεφιασμένο ακίνητο και βουβό. Τα μάτια της βυθίστηκαν πάλι εκεί έξω στην απεραντοσύνη τ' ουρανού σαν κάτι να γρικούσε μέσα της και πάλευε να το ξεκαθαρίσει.
Ύστερα στράφηκε προς το μέρος τους, γλύκαινε το πρόσωπο της χαμογέλασε και τους κάλεσε κοντά της ...τα παιδιά της... τα φίλησε στα μάγουλα και άρχισε να τους μιλά για τον κόσμο. Να τους μιλά για τον κόσμο αυτόν που υπάρχει εκεί έξω πέρα απ’ τη θάλασσα και για τα παιδιά που έχουν ευκαιρίες να κάνουν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους. Να τους μιλά για τους ανθρώπους που δημιουργούν καινούργιους κόσμους. Να τους εξηγεί πως κάθε στιγμή της ζωής είναι μια μάχη, μια απόφαση, μια γεμάτη νόημα επιλογή που σε κάνει να νιώθεις πως μπορείς να ονειρευτείς τη ζωή σου όπως την θέλεις.
Έπειτα τους είπε για την αναχώρηση.
Τώρα τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Τα κοιτούσε τόσο στοργικά. Γέμισαν δάκρυα και τα δικά τους. Σύρθηκαν μέσα στα απλωμένα χέρια της, μαζεύτηκαν πάνω της κουρνιάζοντας στην αγκαλιά της, εκείνη τα έσφιξε όσο πιο κοντά της μπορούσε.
«Μανούλα μην κλαις...» Της είπε λυπημένα, με μια φωνή παράξενα συρτή ο μεγαλύτερος..
«Σώπα, μην κλαις… μη φοβάσαι εμείς είμαστε εδώ..»
Η μητέρα δε μίλησε ξανά, τους κράτησε στην αγκαλιά της σιωπηλή, συνεχίζοντας να τους χαϊδεύει μέχρι που σιγά σιγά τα δάκρυα της αραίωσαν, δίνοντας τη θέση τους σε αναστεναγμούς. Κρατώντας σφιχτά τα παιδιά της, ότι γλυκό και ιερό έχει στη ζωή της αναστενάζει γιατί ’ναι όλα πίκρα και καημός. Σταδιακά πλάκωσε μια σιωπή, όπως η πίσσα που ρίχνεται στο χώμα.
Μια σιωπή βαθιά γεμάτη νόημα, ελπίδα, δύναμη, και αυθεντικότητα.
Της Μητέρας ένας τελευταίος βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος που έλυσε την σιωπή.
Ξέσπασε. 
Ένα τραγούδι αντήχησε. 
Νοσταλγικό και πονεμένο τραγούδι του νόστου και της προσφυγιάς. Μια υπόκωφη μελωδία, σε παράπονο, σε λυγμό, γυμνή χωρίς μουσική, που είχε μόνο λίγες νότες σε ρυθμό κι ωστόσο ατέλειωτες παραλλαγές. 
Στο μυαλό του για χρόνια τώρα αντηχεί αυτό το τραγούδι, γλυκόλαλα και τόσο απαλά, κι αν μπορούσε να το εκφράσει, θα το έλεγε το Τραγούδι της οικογένειας τους. 
Έκλεινε τα μάτια του για ν' ακούσει την πλούσια, ζεστή και γλυκιά φωνή της μητέρας του, και οι σκέψεις του γέμιζαν με τα σκούρα μελιά μάτια της, που έλαμπαν σαν αστέρια.
.... Η λέμβος, σκαμπανέβαζε, έφτασε κάποτε, υστέρα από πάλεμα, μπροστά στο έμπα του λιμανιού δίπλα στο μεγάλο ποστάλι. Ο πηδαλιούχος της πήρε τη στροφή, να καβατζάρει, για να τη φέρει στα δίπλα στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου με ασφάλεια στο κύμα.
Ή λάμψη της δύσης αναλήφθηκε απ' τις βουνοκορφές, το σούρουπο γέμιζε το Μυρτώο πέλαγος, και άρχισε να σκοτεινιάζει πέρα από την κορυφή της Κουλοχέρας στα χωριά του Ζάρακα. Ένα μεγάλο γλαροπούλι βούτηξε στο νερό. Τα στεφάνια πάνω στην απαλή επιφάνεια της θάλασσας πλάταιναν ολοένα. Μπροστά στον ορίζοντα πρόβαλε η βραχονησίδα Παραπόλα.
Και πίσω εκεί μακριά, μια κουκίδα, καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ο πελώριος βράχος της Μονεμβασιάς ξεμακραίνει. Είχε πια σχεδόν νυχτώσει.
................. Μπαίνοντας στον αθέατο κόσμο της μνήμης του ανακαλύπτει τοπία ανέγγιχτα, διαβάζει ιστορίες γοητευτικές, αισθάνεται να βρίσκονται τα πάντα μέσα εκεί σε μι’ αρμονική ισορροπία. Κι όμως μια γκρίζα κουκίδα, κάτι σαν βαθειά ομίχλη, του σκεπάζει την πρόσβαση να ανακαλύψει το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Λίγα χρόνια αργότερα έφηβος πλέον έκανε το ίδιο ταξίδι δυο τρία καλοκαίρια.
Τα ταξίδια ήταν πανέμορφα μια και το πλοίο παράπλεε συνεχώς τις ακτές της Πελοποννήσου εκεί όπου οι νότιες παρυφές του Πάρνωνα βουτάνε στο Μυρτώο Πέλαγος και τα αρώματα του βουνού σμίγουν με την αύρα της θάλασσας.
Η άγρια ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, αυτής της γεωγραφικής ορεινής περιοχής του Ζάρακα με τα πέντε χωριά του. Ομορφότερο όλων το παράκτιο Κυπαρίσσι, με μια φυσιογνωμία στεριανή και νησιώτικη μαζί, κτισμένο αμφιθεατρικά, κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και σκοτεινιάζει νωρίς λόγω των κορυφών του Ζάρακα, που εμποδίζουν τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει τον τόπο. Οταν κοιτάζεις την περιοχή από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς το Μυρτώο Πέλαγος.
Θυμάται το Γέρακα. Από τις πιο εντυπωσιακές γωνιές της Λακωνίας, ένα μικρό λιμάνι που αναδύεται μέσα από ένα επιβλητικό τοπίο. Άφωνος θα μείνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης πλησιάζοντας το Λιμάνι του Γέρακα. Ένα σπανιότατο φιόρδ μοναδικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται μπροστά του. «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία, στο έργο του ΄΄Λακωνικά΄΄.
Μια ματιά είναι αρκετή για να αντιληφτεί κανείς πόσο συναρπαστικά πολυσχιδές είναι το τοπίο και να υποπτευθεί πόσο θεαματικά πολυτάραχη είναι η γεωλογική του ιστορία.
Η γαλήνη του τοπίου και η γραφικότητα του οικισμού συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό.
 Ο ακύμαντος κόλπος του, ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Το πλοίο έμπαινε με την πλώρη στον αρκετά στενό όρμο και φουντάριζε αρόδο, επικίνδυνα κοντά στα βράχια και τα αβαθή. Η αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων γινόταν με καΐκια. Αναχώρηση με ανάποδα, διότι ούτε λόγος για χώρο να γυρίσει εκεί μέσα. Μετά το Γέρακα, στέκει καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ένας πελώριος βράχος, η Μονεμβασιά. Το πέτρινο καράβι του Ρίτσου. Η αγέρωχη καστροπολιτεία.
 «Όταν η θάλασσα σμίλεψε την πέτρα... Όταν ο ήλιος γέμισε χρώματα τον ουρανό... Όταν η ακρογιαλιά καλύφθηκε από την ξανθιά άμμο... Γεννήθηκε ένα μέρος για τις πιο όμορφες και έντονες στιγμές μας.» Ατμόσφαιρα ερωτική, γεμάτη μυστήριο και μαγεία, είναι η ώρα που κυνηγούσε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του κάστρου.
Όλα αυτά τα ταξίδια του τα έζησε ακουμπισμένος στις κουπαστές του θρυλικού πλοίου της ακτοπλοΐας το περίφημο  MYΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ.
Το Μυρτιδιώτισσα είχε ναυπηγηθεί στη Σκωτία το 1929 ως LOCHNESS για την παραδοσιακή ακτοπλοϊκή εταιρία MacBrayne. Στην Ελλάδα το έφερε το 1958 ο Σ. Μπιλίνης και έγραψε την ιστορία του στη λεγόμενη «μαύρη γραμμή» (Πειραιάς- ανατολικά παράλια Πελοποννήσου, Κύθηρα) ώσπου διαλύθηκε το 1973 στο Πέραμα.
Για το ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ, έλεγαν πως του ήταν γραφτό να ταξιδεύει σε μυστικιστικές γραμμές, από τα ανεμοδαρμένα νησιά των Εβρίδων στις κακοτράχαλες ακρογιαλιές της Λακωνίας, από την ομίχλη των Σκωτσέζικων φιόρδ στις σφηκοφωλιές των όρμων στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα, στο Πόρτο Κάγιο, στο Σολοτέρι.
Το Μυρτιδιώτισσα πραγματοποίησε το παρθενικό του δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της ανατολικής Πελοποννήσου το καλοκαίρι 1958.
Ήταν ένα πλοίο ιστορία.
Μια όαση, σε μία άγονη γραμμή.
Καράβι μιας άλλης εποχής.
Κουβαλώντας πάντα περήφανες ράτσες ανθρώπων.
Με τη διαίσθησή του αρχίζει να υποπτεύεται, ίσως και να ‘ταν το πλοίο που ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι.
.................... Είχανε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες του πλοίου προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαν.
Ο Λάμπης γλίστρησε έξω στο κατάστρωμα μες’ από την ξύλινη πόρτα του ακκομοδεσίου του πλοίου στη δροσιά της υγρασίας της θάλασσας.
Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και κοίταζε σαστισμένος.
Έχει καρφώσει τα μάτια του στη στεριά, σα να προσπαθεί να συλλάβει ότι μπορεί απ' τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω που μόλις τον γνωρίζει.
Οι αισθήσεις του λαίμαργα αποτύπωναν τη θέα από του πολύβουο λιμάνι που εκτείνονταν εμπρός του.
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα χωρίς δυσκολία από τα χείλη του.
«Μαμά, μαμά, έλα, έλα να δεις, πω, πω, κοίτα σπίτια! κοίτα πλοία!»
«Μαμά, μαμά να! να! και αυτοκίνητα!»

Πώς να περιγράψεις τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη την ώρα ο μικρός αδελφός του που ξαφνικά από το μικρό απομονωμένο οικισμό βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μια κοσμοπολιτική πολιτεία γεμάτη ζωή και κίνηση..
Η παραλία φωτόλουστη, πλοία να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι, ρίχνοντας ή τραβώντας την άγκυρα, να λύνονται ή να δένονται στις προβλήτες.
Το φως του ήλιου ξεχύνεται γύρω στο σκληρό γαλάζιο χρώμα του ουρανού εκτυφλωτικό, επιθετικό, σαν να θέλουν οι αχτίδες να κυνηγήσουν ότι κρύβει τον πρωτόγνωρο νέο κόσμο στα φτωχά και ανίδεα χωριατόπουλα.
Η μητέρα τους τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Τον έσφιξε στο στήθος της, τρυφερά του πήρε τα χέρια μες στα δικά της χέρια.
Αυτή ήταν η μητέρα τους. 
Ήταν το δροσερό ποτήρι κάθε ελπίδας τους. Ήταν ένα τριαντάφυλλο, που μύριζε τόσο γλυκά.
Αμίλητη τώρα ατένιζε την θέα απ’ τον καινούργιο κόσμο και αναρωτιόταν αν αυτή η περιπέτεια, θα αποτελούσε μια νέα καλύτερη σελίδα στη ζωή τους. Σκέφτεται αν θα καταφέρουν να κάνουν όσα είχε ονειρευτεί στην εφηβεία της, σήμερα τα παιδιά της.
Αναρωτιόταν αν η απόφαση να πάρουν τους δρόμους της ξενιτιάς με στόχο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την μίζερη ζωή ήταν η σωστή απόφαση.
Με τα μάτια μισόκλειστα φαντάζεται ……δεν έβρισκε άκρη στις σκέψεις της.
Τόσο πολύ είχε απορροφηθεί στις σκέψεις της, που δεν πήρε είδηση πότε το πλοίο πρόσδεσε στην προβλήτα και ξεκίνησε η αποβίβαση.
.............. Το τραίνο τους μετέφερε απ’ την Αθήνα στη Λαμία με τα λιγοστά υπάρχοντα τους, που κουβαλούσαν τυλιγμένα σε σεντόνια, μόλις δυο μπόγους όλα κι όλα.
Αρχικά τον πρώτο καιρό η ζωή στη Λαμία τους βρήκε ταλαιπωρημένους, παραζαλισμένους, μα οπωσδήποτε με καλή διάθεση για ένα καινούργιο ξεκίνημα.. Ξεκίνησαν τη ζω τους μένοντας σ’ ένα φτωχικό πολύ φτωχικό σπιτάκι, ένα κοινότυπο τούβλινο κτίσμα, μόλις μια κάμαρα δίπλα στο ρέμα. Σε μια εργατική φτωχογειτονιά «το Αραπόρεμα» στης δυτικές παρυφές της πόλης, μι’ αστική περιοχή με χωριάτικο περιβάλλον.
Εκεί έζησε το τελείωμα της παιδικής ζωής, την έναρξη της εφηβείας, τη δυσκολία της καινούργιας ζωής. Ταυτόχρονα έζησε και τις πρώτες μεγάλες αλλαγές. Στην αρχη είχε την αίσθηση πως άλλαξε η ζωή τους ριζικά.... προς το καλύτερο.
Απ’ το λυχνάρι και τις λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν τις νύχτες στο χωριό γνώρισε το ηλεκτρικό ρεύμα που δεν υπήρχε βέβαια τότε στο χωριό. Οι πιο πολλοί χωριανοί ούτε πού 'ξεραν τί είναι μαθές αυτό.
Το τζάκι και τη φουφού τα αντικατέστησαν το γκάζι και η σόμπα.
Απ’ το μονοτάξιο σχολείο βρέθηκε σε εξατάξιο.
Ένοιωσε ότι είχαν ξεφύγει απ’ την εποχή που θύμιζε την εποχή των πιονέρων και οι μιζέριες του φτωχικού οικισμού ήταν πια ανάμνηση.
..................... Στα βορειοδυτικά της γειτονιάς υπήρχαν βοσκοτόπια, μεγάλοι χέρσοι λόφοι και φαράγγια που του θύμιζαν το χωριό.  Σε μια ρεματιά υπήρχε και τεχνητή λιμνούλα όμοια με τι μικρή στέρνα στα περιβόλια του χωριού του, της έλειπε ο αιωνόβιος πλάτανος και οι πολλές μωβ περικοκλάδες αλλά είχε άφθονες καλαμιώνες.
Εκεί, στη μικρή λιμνούλα, είχε φτιάξει το δικό του καταφύγιο. Εκεί ήταν ο δικός του μικρός κόσμος όπου του άρεσε να απομονώνεται και με τα μάτια κλειστά φαντάζεται καθημερινές στιγμές απ’ το χωριό. Με τον καιρό, άρχισε να νοσταλγεί το χωριό του, θυμόταν τις ηλιόλουστες πλαγιές στο μεγάλο ρέμα κι αναστέναζε.
Ζωντανεύει όταν του ‘ρχεται η θύμηση του ποτισμένου χώματος με την ιδιαίτερη μυρουδιά της γης που αναστάτωνε το μέσα του λες και συναντούσε κάτι δικό του.
Ας ήταν μπορετό να κάθιζε, δέκα λεφτά μονάχα, κάτω απ’ το δροσό της αλαφροΐσκιωτης μουριάς στην καλοκαιρινή την κάψα, να νιώθει μια
αίσθηση δροσιάς στο πλάτωμα με το μικρό μποστάνι τους πίσω στο μεγάλο ρέμα.
Μα ήσαν μακριά, τόσο μακριά ολ' αυτά τα παιγνιδίσματα του νου…. απραγματοποίητες λαχτάρες.
............. Ο χρόνος, η εμπειρία, η συνεχής αναζητήσει γεννούν και νέα πρωτόγνωρα όνειρα στο νέο κόσμο που προβάλλει εμπρός του.
Νοιώθει απ’ την ανατολή της ζωής του σαν ευσυνείδητος εραστής που αναζητεί την θέση του κάτω από τον ήλιο.
Ο άνθρωπος στη φύση είναι σαν τη φωτιά.
Η φωτιά λένε οι αστροφυσικοί, γέννησε το σύμπαν.
Μέσα στο χάος σε μια έκρηξη τινάχτηκε η πρώτη ενέργεια που είχε θερμοκρασία. Η ενέργεια αυτή άρχισε να μικραίνει και να ψύχεται. Ταυτόχρονα όμως άρχισε να απλώνεται σχηματίζοντας, γαλαξίες, νεφελοειδείς, συστήματα, αστέρες, πλανήτες.

Click to Open
Μακρινό ταξίδι IΙI:
.....

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Makrino Taxidi .. Part.. I

Ω χώματα της γης μου!
Χώμα «Μπουμπουτσελιάνικο»**
πρωτόχωμα
τιτάνια ζύμη του κορμιού μου
του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού!***
**Λευκαδίτικο
***Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος Γ΄,

Ακόμη και το πιο μακρινό ταξίδι αναγκαστικά αρχίζει με ένα απλό πρώτο βήμα.
Βλέποντας αναδρομικά ήταν φανερό ότι όλα τα σκέπαζε μια χρυσή βροχή από αναμνήσεις που έρχονται να ταράξουν τα στάσιμα νερά της λήθης.
Λες και ήταν χθες.
Δεν ήταν βέβαια.
Θυμήθηκε μια ιστορία που του ‘χε πει κάποτε ο γέρος πάππους του, που παραπονιόταν πως η ζωή του ήταν τόσο σύντομη που του φαινόταν ότι μόλις μια μέρα πριν ήταν παιδί. Ο γέρος του είχε πει. «Θυμάμαι τα καινούργια παπούτσια που φόρεσα όταν ήμουν δέκα χρονών. Μου φαίνεται σα να ‘ταν χθες. Που πήγε ο χρόνος;»
Ο χρόνος συνεχίζοντας το αιώνιο και ακούραστο ταξίδι του μας αφήνει πίσω του να ζούμε με τις νοσταλγικές αναμνήσεις μας.
Η κάθε αναδρομή σε ότι βρίσκεται θαμμένο στους απέραντους κάμπους του χρόνου, είναι συγκινητική και οι μνήμες αυτές δεν πρέπει να φθείρονται, αλλά να διατηρούν την ομορφιά και την αξία των χρόνων εκείνων. Τότε που παιδιά αμέριμνα και ξυπόλητα, ξέγνοιαστα και πεινασμένα γυρνούσαν στις γειτονιές, στους δρόμους και στα χωράφια, χωρίς τους φόβους και του κινδύνους. Τότε, που τα χρόνια ήταν τόσο πλούσια σε... φτώχεια.
Έχει περάσει καιρός από τότε. Πολύς καιρός, από τα δύσκολα χρόνια, τα χρόνια της μετανάστευσης που οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου, σαν τα πουλιά σκορπίσανε και χαθήκανε στους ορίζοντες των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας.
Τι τους έβγαζε από τον τόπο τους, δεν ήταν και δύσκολο να το μαντέψεις.
...............Κουλέντια Επιδαύρου Λιμηράς Λακωνίας. (Οικισμός Μπουμπουτσέλια)**
Χίλια εννιακόσια πενήντα οκτώ.............
Ήταν μόλις οκτώ χρονών, ο μεγαλύτερος (από τ' άλλα δυο αγόρια), γιος της οικογένειας. Ένα μικρό αγόρι, ψηλό, λιπόσαρκο, σα λιγνό κυπαρισσάκι 'ταν το μπόι του, με θεληματικό πιγούνι, καστανά μαλλιά και έξυπνα ερευνητικά σκούρα μάτια. Είχε γεννηθεί στην ενδοχώρα σ’ ένα μικρό χωριό μιας πάμπτωχης περιοχής του ελληνικού Νότου στις ανατολικές άγονες πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα.
Μία αγροτοκτηνοτροφική περιοχή του Λακωνικού νότου που εξακολουθούσε να είναι μια δυσπρόσιτη περιοχή, για τούτο και έχει παραμείνει ανόθευτη και αληθινή λες και δεν την άγγιξε το πέρασμα του χρόνου. Τα μικρά χωριά της φωλιασμένα στα βουνά. Δεν υπήρχε εύκολος δρόμος να διαβείς, υπήρχαν όμως εκατοντάδες μονοπάτια και μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονταν στον χρόνο, άνθρωποι φιλόξενοι, ταπεινοί, καταπονημένοι, αλλά περήφανοι για την καταγωγή τους.
Tο χωριό του είναι εν’ από κείνα τα βουνίσια χωριά, που σκαρφαλώνουν στη πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά και μίζερα κι αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους. Ο οικισμός τους, μικρός ασήμαντος, σκυφτός θα ‘λεγες από κάποια βαθιά στενοχώρια, γκρίζος και ισχνός όπως όλα τα μέρη που οι κάτοικοι τους ζουν μακριά από την εποχή τους. Απόμεροι, και ξεχασμένοι.
Η ορεινή ύπαιθρος γύρω τους ήταν μια άγονη γη θανάτου εγκαταλειμμένη, γεμάτη με πέτρα που λουζόταν από το ανελέητο εκτυφλωτικό φως του Ήλιου. Οι λιγοστοί κάτοικοι πάλευαν με κόπο και ιδρώτα να κερδίσουν την ζωή τους στη χέρσα γη από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, καλλιεργώντας λίγες ελιές, λίγες συκιές, μερικά αμπέλια και ελάχιστα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και λαχανόκηπους. Παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα. Όμως η γης ήτανε για κείνους πλάσμα ζωντανό, κρύωνε, πυρωνόταν, θρασομανούσε να σπαρθεί, κοιλοπονούσε... Οι ξωμάχοι χωρικοί έτρεχαν κάθε τόσο να τη συντρέξουν, τη μια ζευγάδες και σποριάδες, την άλλη θεριστές ή μαζωχτές.
Υπήρχαν ακόμη κάμποσες ιδιοκτησίες στις μικρές κοιλάδες με μεγαλύτερα λιβάδια που καλλιεργούσαν όσπρια και σιτηρά, αυτά ανήκαν σε πολύ λίγους προνομιούχους νοικοκυραίους του χωριού.
Στενοί χωματόδρομοι και φιδογυριστά μονοπάτια που θύμιζαν λαβύρινθο από μυρμηγκοφωλιές συνέδεαν τους μικρούς οικισμούς με την καλλιεργήσιμη γη. Οι απαιτούμενες μεταφορές προσώπων και αγαθών γίνονταν με μουλάρια άλογα και γαϊδουριά. Η σταδιακή ανάπτυξη που σημειωνόταν με το πέρασμα των χρονών στα βορειότερα της Λακωνικής πεδιάδας του Ευρώτα δεν είχε ακόμη κάνει το άλμα της στις τοπικές κοινωνίες του Νότου. Στους μικρούς και απομονωμένους οικισμούς οι κάτοικοι συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους με τη μέθοδο της αγροτικής οικονομίας και, όσο να το κάνεις, βολευόταν κάπως η κατάσταση.
Φτωχοί άνθρωποι οι περισσότεροι, είχαν την  ανάγκη ο ένας του άλλου.
Έτσι όταν ήθελαν  να καλλιεργήσουν τη γη, συνήθως συνεταιριζόταν .
Όταν είχε κάποιος ένα ζώο «καματερό» βόδι ή μουλάρι, το  έκανε ζευγάρι μ’ άλλον και με αυτό όργωναν και έσπερναν τα χωράφια και των δύο. Τ’ αλέτρια έκοβαν ξανά και ξανά τις χαρακιές στο άνυδρο χώμα.
Στο θέρισμα που χρειαζόταν πολλά χέρια, βοηθούσαν όλοι.  Το ίδιο γινόταν και στο αλώνισμα.
Δύσκολα χρόνια, και η γη λίγη στο μερτικό τους και φτωχή, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα του. Τότε ο κόσμος έφευγε και πήγαινε μακριά, στην ξενιτιά, να βρει την τύχη του. Είδε κι από-είδε ο πατέρας πως προκοπή στο χωριό δεν υπήρχε. Ούτε γι' αυτόν, ούτε για την φαμελιά τους και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Το αποφάσισε λοιπόν και γρήγορα σαν αστραπή έγιναν όλα.. Ξεκίνησαν για την πολιτεία. Με το όνειρο να γευτούν κι αυτοί τα αγαθά της μεγαλούπολης. Χρήματα βέβαια δεν υπήρχαν. Αλλά ο αδερφός του, πού 'ταν παντρεμένος εκεί, κάπως μια γωνία θα 'βρίσκε να τους βοηθήσει στο ξεκίνημα. Είχε ακούσει βέβαια κι από άλλους συγχωριανούς, πως στην πολιτεία χαμένος δεν έμενε κανείς. Ρώτησε o πατέρας του για περισσότερες λεπτομέρειες, ξαναρώτησε τα ζύγισε, τ' αποφάσισε. Πούλησε και την μικρή οικία τους με τον όμορφο φούρνο, κι από κοντά και το κτηματάκι δίπλα στο φούρνο με τις αγκινάρες πούλησε και το μικρό περιβολάκι πίσω από την μικρή λιμνούλα. Μια αγάπη βαθιά, πλατιά και απέραντη ήταν εκείνη που ένιωθε στα στήθια του γι’ αυτό το μικρό περιβόλι, με τα λίγα δέντρα στα σύνορα του. Όλα για ένα κομμάτι ψωμί βέβαια, για τα ναύλα της φαμίλιας με προορισμό τη Λαμία. Χαλάλι ας του γίνονταν του φίλου του, τ' αδερφικού, που τα παρέλαβε.
............. Το ηλιοβασίλεμα έκανε διαβολεμένη ζέστη, αλλά εκεί στο ακρογιάλι της τσιμεντένιας προβλήτας το θαλασσινό αεράκι κρατούσε την θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά είχαν λουστεί στον ιδρώτα καθώς επιβιβάζονταν στη λέμβο που θα τους μετέφερε στο μεγάλο καράβι, που σαν κάτασπρο κάστρο, πάμφωτο, επιβλητικό και περήφανο, είχε φουντάρει αρόδο στο αγκυροβόλιο στον ανοικτό κόρφο. Όταν η λέμβος ξερεμεντζάρησε κ' έβαλε πλώρη το ανοικτό πέλαγος και απομακρυνόταν από την ακτή μαζί της απομακρυνόταν και ίσως έφευγε για πάντα, το μικρό φτωχό χωριό, το πρώτο του σχολείο, η μικρούλα λίμνη με το λιγοστό τρεχούμενο νερό που άρδευε τα περιβόλια του οικισμού..
Πριν γνωρίσει τη θάλασσα γνώρισε τη μικρή τεχνητή λίμνη στα δυτικά όρια του οικισμού τους, κάτω από τη σκιά ενός γιγάντιου αιωνόβιου πλατάνου.
Πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν τριγύρω την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με καθάρια νερά, που ξεπρόβαλε πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια σου.
"Τα σφεντάμια και οι φτέρες είναι ακόμα αδιάφθορα,
Αλλά χωρίς αμφιβολία, όταν αποκτήσουν συνείδηση
Θ’ αρχίσουν κι αυτά να καταριούνται και να βρίζουν."
Στοιβαγμένες εικόνες στα θολά διαμερίσματα της μνήμης, αβίαστα προβάλλουν εμπρός του.
Εικόνες της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν καθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι.
Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά  με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας.
Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Είναι μια ηδονή που δεν ξεχνιέται εύκολα απ' όσους την ένιωσαν. Όλα αυτά μνήμες και γεύσεις, μυρωδιές, ακοές, οράματα και αφές των παιδικών μας χρόνων που μας δυναστεύουν μιαν ολάκερη ζωή. Δεν το γνώρισε ολότελα το καημένο του το χωριό, που του γελούσε πάντα στον ύπνο του και στα όνειρα του.
"Με της σκέψης τα πλάνα φτερά
στο χωριό μου τρέχω να φτάσω.
Στης λιμνούλας τ’ ασημένια νερά
τ’ όνειρό μου σφιχτά ν’ αγκαλιάσω"

Σήμερα μια ζωγραφιά, ένα κάδρο, η γαλήνια ομορφιά του τοπίου είναι πάντα στο νου του, με τη σιλουέτα του μικρού σπιτιού τους, και τον λιθοχτισμένο φούρνο δίπλα στη γέρικη αμυγδαλιά. Το σπίτι ήταν κτισμένο στην νοτιοανατολική πλευρά του οικισμού κι είχε μπρος του χαντάκι. Ανάβαθο. Το χαντάκι γκρίζες πέτρες και βράχοι. Οι αιμασιές από φραγκοσυκιές και λίγα σκίνα το ένα σε απόσταση από το άλλο, το κλείνουν από πάνω προς τα κάτω σαν γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, πάνω από το λόφο με τις χαρουπιές μέχρι κάτω τα περιβολάκια. Του φαίνονταν να είναι τα σύνορα του κόσμου. Με τον ερχομό της άνοιξης θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα και το χαντάκι γεμίζει γαλάζιους ίσκιους. Θάμνοι γυμνοί, αγκαθωτοί και ξερά χόρτα που δυναστεύουν το τοπίο. Και για την ανάγκη τους χρησίμευε και για το σκουπίδι. Ένα ταπεινό χαμόσπιτο, φτωχικό, πέτρινο σπιτάκι με κεραμίδια, με την αυλή στο νοτιά χωρίς μαντρότοιχο. Δίπλα στο σπίτι ήταν ένα καλύβι χτισμένο με ξερολιθιά, για αποθήκη που έβαζε η φαμίλια τα φτωχικά εισοδήματα τους, καρπούς, σιτάρι, το λάδι και το κρασί που έβγαζε η γη τους, «τα λιγοστά χτήματα τους», οι κόποι κι ο ιδρώτας τους.
Πίσω από την αποθήκη, ήταν κι ένα άλλο καλύβι που έβαζαν τα ζωντανά μερικές κότες και γαλοπούλες, δυο κατσίκες, μια γαϊδουρίτσα και ένα εξαίσια όμορφο κατάμαυρο άτι μ’ ένα λευκό αστέρι κόσμημα στο μέτωπο του.
Κατά τα νοτιοανατολικά του σπιτιού ένας δρόμος δύσκολος και αρκετά κατηφορικός μετά από  τριακόσια μέτρα περίπου σταματά σ' ένα μικρο διάσελο όπου μια μικρή πηγή ανάβλυζε όλο το χρόνο λιγοστό γάργαρο νερό, όμοιο με διάφανο χρυσάφι, μέσα από τα βράχια που σχημάτιζαν έναν κατακόρυφο γκρεμό σαν φυσικό πέτρινο τείχος. Η πηγή αυτή ήταν το μέρος από όπου έβρισκαν νερό οι κάτοικοι του οικισμού δυτικά του Αγίου Παντελεήμονα.... ήταν πηγή ζωής για τους ανθρώπους.... το περισσευούμενο είχαν φτιάξει στέρνα δίπλα σε μια μεγάλη κλαίουσα ιτιά, το συλλέγουν και το χρησιμοποιούν για άρδευση στα μικρά καλλιεργήσιμα πλατώματα.... τους  μικρούς καθημερινούς μπαξέδες των οικιστών.....
Οι νοσταλγικές αναδρομές μυροβόλο αεράκι έρχονται να τον δροσίζουν και να τον τυλίγουν σαν κισσός. Η σκέψη του ατενίζει το με ιδιαίτερη χάρη το παραδοσιακό πανηγύρι του Άγιου Παντελεήμονα στην μικρή πλατεία του οικισμού.
Ο Άγιος Παντελεήμονας ακόμη και σήμερα είναι ένα μικρό εκκλησάκι χτισμένο στο ψηλότερο σημείο ενός υψώματος προστάτης φύλακας του οικισμού, με απόλυτη θέα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου, περιτριγυρισμένο απ’ τη μοναδική πλατεία του οικισμού πάνω στο λόφο. Τέτοιες μέρες ολάκερο το χωριό σηκώνεται στο ποδάρι, και βουίζει από κίνηση και ζωή και οι καμπάνες του χτυπάνε χαρούμενα.
Πλήθος κόσμου μαζεύετε μαζί την γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα. Τα τραπεζάκια και οι καρέκλες στήνονται από τα χαράματα στον περίβολο του ναού, όταν ακόμα ο νυχτερινός ίσκιος σέρνεται απάνου στην ολόστρωτη άπλα του λόφου, που ανατριχιάζει κάθε τόσο με τις αλαφρές ριπές του ανέμου στα δέντρα που θρόιζαν και παίρνει όλους τους τόνους τού γαλάζιου και του ρόδινου. Με τον ήλιο που ανηφορίζει, η πρωινή άχνα μαζεύεται στις άκρες του ορίζοντα, όσο να χαθεί ολότελα. Κι όλα αποθεώνονται μέσα στο χρυσό φως, σχήματα, όγκοι, απλωσιές και ψηλώματα, σπίτια, δέντρα, πλαγιές. Τα νερά της μικρής λίμνης αστράφτουνε, οι πέτρες κι ο αέρας αστράφτουνε και γύρω-γύρω στον περίβολο του ναού στριμωχνόταν ένα πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, σαν τσιγγάνοι. Φέρνοντας στη μνήμη του όλα αυτά τα ευχάριστα πράγματα του ερχόταν να κλάψει, αλλά δάγκωνε τα χείλη του γιατί πάντα τα πρώτα χρόνια στην ξενιτιά η άνοιξη τον αναστάτωνε και τα όνειρα της ζωής του άνθιζαν μέσα του, όπως οι μοβ περικοκλάδες ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου του χωριού του. Μια αδυναμία που του περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία του να ταξιδεύει ολόγυρα.
Θυμάται τα πρώτα χρόνια που ένοιωθε τώρα πια τον εαυτό μου. Ήξερε πως ήταν φτωχοί, πως οι άνθρωποι έπρεπε να δουλεύουν για να ζήσουν, πως γι’ αυτό δούλευαν οι γονείς του την χέρσα γη, και πως σα μεγαλώσει θα δούλευε κι αυτός. Δηλαδή το ’ξερε, καθώς ήξερε πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και χάνεται πίσω από το Μεγάλο Ρέμα. Το γιατί τους, δεν το απείκαζε. Στα παιδικά τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνονται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτα άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πει και πως δεν ένοιωθε το κόσμο.
..... Και ήρθε μια μέρα στο τέλος του καλοκαιριού που οι γονείς του είπαν πως είναι καιρός ν’ αρχίσει να μαθαίνει γράμματα, καθότι «Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο». Φθινόπωρο, ο τόπος χλοϊσμένος, ήσυχος, οι χωρικοί  ετοιμάζονταν για το όργωμα, τη σπορά και τα ξεχερσώματα, τα κοπάδια βοσκούσαν στις πλαγιές. Με το γλυκοχάραμα της αυγής, στο πρώτο λάλημα του πετεινού  στο μισοσκόταδο του μικρού σπιτιού, πλησίαζε η μάνα στο λιτό ξύλινο κρεβάτι του κοιμώμενου μικρού παιδιού της, χάιδευε το μέτωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' τα βάσανα πρόσωπο της, και όσο μπορούσε πιο γλυκά, του έλεγε: «Σήκω, γιέ μου. Σήκω μην και σε πάρει η μέρα και ο δρόμος είναι μακρύς.» Σηκωνόταν, ντυνόταν, έπαιρνε το δεματάκι με το λιτό φαγητό που ετοίμαζε η μάνα του, κι έτοιμος αποχαιρετούσε τον πατέρα και η μάνα φιλώντας τον ξεπροβόδιζε: «Άντε καλό δρόμο γιε μου, στην ευχή του Θεού, και να προσέχεις παιδί μου», και παρέα με τον πιστό σκύλο δίπλα του  ξεχυνόταν στο δρόμο για το χωριό την έδρα του οικισμού πίσω από την άλλη μεριά του αντικρινού λόφου. Ανηφορίζοντας το δυτικό λόφο του οικισμού προσπερνούσε ένα μικρό δασύλλιο από χαρουπιές με πλούσιες φυλλωσιές, που τις λίκνιζε ο άνεμος. Ένοιωθε μια δροσιά στην ψυχή του σαν ανάλαφρη πνοή, μεθυσμένος από τους χυμούς της φύσης. Το χώμα είναι παντού νοτισμένο. Ο ήλιος τραβά το πρωί απ’ τη χλόη την υγρασία που τη βλέπεις ν’ ανεβαίνει σχηματίζοντας διαφανές κουρτίνες κάτω απ’ τις φυλλωσιές. Φτάνοντας στην κορφή παρατηρούσε πως όλη η έκταση γύρω από την άλλη μεριά ήταν το Μεγάλο Ρέμα, η κοιλάδα που χωρίζει τον λόφο του οικισμού από το χωριό. Εκεί βρίσκονται σκόρπια μικρά καλλιεργήσιμα λιβάδια, πολλά δέντρα από ελιές, συκιές, αμυγδαλιές, και παράμερα, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, δένδρα πυκνά το ένα πλάι στο άλλο, ένα δάσος από ορεινά κυπαρίσσια που βρέθηκε δω ανάμεσα στα βουνά. Οι πλευρές της κοιλάδας ορθάνοιχτες, να βλέπουν στο μακρινό ορίζοντα μια υποψία θάλασσας. Μια και μπεις σ’ αυτή τη φωλιά, σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου, σε μεθάει το θυμάρι οι κουμαριές, κι η λυγαριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, σου δίνουν καινούργια ζωή, που σε κάνει κι ανασαίνεις πιο εύκολα.
Πολλές φορές οι νοτιάδες έφερναν σύγνεφα το ’να πίσω από τ’ άλλο στη κοιλάδα, μα όταν που άνοιγε πάλι ο ουρανός, γινόταν ξάστερος, ροδοβαμμένος και χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις ράχες και ήταν ο ήλιος όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό ξεχυνόταν στο Μεγάλο Ρέμα.
Στο Μεγάλο Ρέμα ήταν και μια απαλή πλαγιά μέχρι το βάθος της κοιλάδας, υπήρχε κει κοντά σ’ ένα γούπατο επικλινές μι’ άπλα, μια στενή λωρίδα γης, που κατέληγε σε μια ρεματιά, ένα φυσικό κανάλι για να φεύγουν τα βροχόνερα και τα λιγοστά νερά από τις γύρω πήγες που αναβλύζουν τη άνοιξη.
Η γη στην κοιλάδα και στις λοφοπλαγιές ήταν μοιρασμένη σε μικρά χωράφια και καλλιεργήσιμη, και ολόγυρα της στα ψηλώματα φαγωμένα βουνά, στο σύνολο της δημιουργούσε το αίσθημα της γύμνιας. Από αυτό το μέρος περνούσε ένα στριφτός μουλαρόδρομος που ανηφορίζει μέχρι την κορυφή του φαραγγιού, είναι στενός, κακοτράχαλος και γεμάτος νεροφαγώματα που οδηγούσε στο χωριό τα Κουλέντια  από τους γειτονικούς οικισμούς και τις διάφορες καλλιεργήσιμες περιοχές.
........Ήταν ένα απομεσήμερο της άνοιξης γλυκό και δροσερό, ύστερα από τη μεσημεριανή βροχή που βρισκόταν σ’ ένα γυμνό πλάτωμα της ρεματιάς, στο γυρισμό από το καθημερινό σκολειό του. Μια ώρα δρόμο για τα παιδικά του τα πόδια. Στο πρόσωπο του φυσούσε απαλό βοριαδάκι, που ερχόταν μέσ’ απ’ τους λόφους και τα πετροβούνια, με τις σταχτιές κορφές, και τα πράσινα πλατώματα.  Απάνω απ’ το κεφάλι του ένα υπέροχο ουράνιο τόξο είχε στηθεί, και μακριά στον ορίζοντα μουγκές αστραπές σκιρτούν κατά διαστήματα σαν πλοκάμια αράχνης, και η κυματιστή βροχή που έπεφτε απαλά τριγύρω από νωρίς στη ρεματιά και στις πλαγιές δίχως να σκάψει τη σημαδεμένη γη είχε τώρα σταματήσει. Οι τελευταίες βροχές σκόρπισαν γρασίδι κι αγριόχορτα στις πλάγιες, έτσι που ο γκρίζος τόπος άρχισε να χάνεται κάτω απ’ το πράσινο. Ο τόπος γέμιζε με λουλούδια από τις αμυγδαλιές και τις αχλαδιές της ρεματιάς, και στο βάθος προς τη δύση στεκόταν τα αχνογάλανα βουνά και με τη θάλασσα στην ανατολή. 
Η ρεματιά τώρα είχε πάρει ένα χρυσαφί χρώμα, ένα γαλάζιο χρυσαφί, σκεπασμένη από την αντανάκλαση του φωτεινού ουρανού, με την άνοιξη που διαβαίνει σκορπίζοντας πνοή στα μυρωδάτα χόρτα στις ντελικάτες άσπρες μαργαρίτες, κι ο χρόνος ράθυμα απλώνει τις στιγμές του και αποκοιμιέται μέσα στις παπαρούνες.. Η ησυχία και η δροσιά κυριαρχούσαν τριγύρω, μόνο οι τρίλιες των μελισσοφάγων μέσα στα βάτα έδιναν ζωντάνια στον τόπο και συνόδευαν το απαλό θρόισμα του βοριά. Ένα θέαμα μαγευτικό. Στο φαράγγι υπήρχε άφθονο νερό από τις τελευταίες βροχές του Απρίλη. Η δυνατή μυρωδιά από τις ιτιές της ρεματιάς και της υγρής κοπριάς γέμιζαν τα ρουθούνια του. Κατεβαίνοντας χαμηλότερα στο μονοπάτι το μονότονο μουρμουρητό των μικρών χειμάρρων έφτανε στα αυτιά του. Τα σύννεφα ψηλά στη δύση έμοιαζαν μπαμπακένιες τούφες σκορπισμένες στον ουρανό και περαστικά πουλιά περνούσαν κοπαδιαστά, από  ψηλά και χάνονταν πίσω απ' τις κορφές των βράχων, και πέρα στις βουνοκορφές και το ελαφρό αεράκι σχημάτιζε μικρά κύματα που ζωντάνευαν τα γύρω δέντρα. Του άρεσε πολύ το ανοιξιάτικο στοιχείο. Ήταν ικανός να κάθεται ώρες ακίνητος να χαζεύει τη φύση. 
Το αεράκι της ποταμιάς του χάιδευε το μέτωπο, ο ήλιος φώτιζε μαλακά την πρασινάδα της λαγκαδιάς όταν το βλέμμα του ακολούθησε μια σκιά μέσα στη σκιά απ' ένα περαστικό σύννεφο πάνω απ’ τους λόφους, καθώς ο ανοιξιάτικος ήλιος κατηφόριζε βαριεστημένα. Έμπλεξε τα δάχτυλά του κι άρχισε να παρατηρεί αντικρίζοντας από μακριά τη φιγούρα ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού που προσγειώθηκε κάθισε και αναπαύεται στη διχάλα της μικρής συκιάς απέναντι στα κτήματα του Λουκά του Αρώνη. 
Ένα πουλί -από τις εξωτικότερες μορφές πουλιών- της λακωνικής γης. Ένας τσαλαπετεινός (Upupa epops) από τα πιο εντυπωσιακά πουλιά της φύσης, που ξεχωρίζει από το μακρύ λοφίο του με τις μαύρες μύτες. Τον πρωτοείδε να ξεπροβάλλει αργά μέσα από μια συστάδα από σκίνα και πουρνάρια στο μπροστινό χαντάκι πετώντας νωθρά, κυματιστά, ανοίγοντας χαρακτηριστικά αργά τις φτερούγες του, σαν πεταλούδα, αναδεικνύοντας με χάρη τούς πολύχρωμους σχηματισμούς των φτερών του. Ο Ήλιος που τώρα χαμήλωνε πέρα στα δυτικά πάνω από τον Κούνο λούζοντας στο γέρμα του με μια καθάρια ακτινοβολία γύρω του, έκανε τα πλουμιστά χρώματα του τσαλαπετεινού να λαμπυρίζουν. Το πούλι έμεινε εκεί με τις κομψές καμπυλωτές γραμμές του και τραγουδούσε.
Πανέμορφα πουλιά, έχουν δημιουργηθεί μύθοι κι ιστορίες γι΄ αυτά από τα αρχαία χρόνια!
Δεν είναι πουλιά που περνούν απαρατήρητα!
Αυτός λουσμένος από τη ζεστασιά της καθαρής ανοιξιάτικης μέρας ένοιωσε μια απίστευτη ευχαρίστηση να φουσκώνει σαν την παλίρροια μέσα του.
.......Στάθηκε μια στιγμή να αφουγκραστεί. Όχι αυτό που αφουγκράζεται δεν είναι μουρμουρητό χειμάρρου. Έτσι ακίνητος αυτό-συγκεντρώθηκε, αγναντεύοντας το μονοπάτι με τεταμένη προσοχή. Όλη του η ψυχή είχε πάει στα μάτια. Ανοιγμένα, ακίνητα δεν έκαναν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, καρφώνονταν με ένταση στο μεγάλο νερόλακκο στην άκρη του μονοπατιού εκεί που το διέσχιζε ο μικρός χείμαρρος και ζητούσαν απαντήσεις. Ο θόρυβος του χειμάρρου τον εμποδίζει να ακούσει καθαρά τα βογκητά. Να κάτι σύρθηκε στα δεξιά του. Έμεινε στην αρχή άφωνος και κοιτούσε σαν χαμένος, ύστερα άρχισε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει. Του 'ρθε να ξεφωνίσει. Μέσα στη γούρνα που είχε σχηματίσει ο χείμαρρος βρίσκεται φαρδύς-πλατύς ο Μπάρμπα Παναγιώτης ο γείτονας τους ένας εβδομηνταπεντάρης ψηλός, λεβεντόκορμος και καλοσυνάτος γέροντας. Ανακυλιέται ξαπλωμένος στα νερά μ’ ορθάνοιχτα χέρια και πόδια. Βογκάει βαριά. Σαν πεθαμένος που πήρε αναβολή. Προσπάθησε να του μιλήσει του γέροντα, αλλά μάταια μόνο μικρά μουγκρητά ήταν η απάντηση που έφτανε στ’ αφτιά του. Το θέαμα τον τρομοκράτησε, ακούγοντας την βαριά αναπνοή του γέροντα.
Ξυπολήθηκε και βούτηξε στα ρηχά νερά. Λίγο έλειψε να τον αφήσει ξερό από την μπόχα του κρασιού που ανέδυε η αναπνοή του γέροντα. Προσπάθησε να τραβήξει το τεράστιο κορμί έξω από το χείμαρρο χωρίς αποτελεσματικότητα, δεν τα κατάφερε, έσκυψε το κεφάλι του, δεν άντεχε άλλο κουράστηκε, εξαντλήθηκε. Το κορμί του γέροντα είχε γίνει δυο φορές βαρύτερο με τα βρεγμένα και λασπωμένα ρούχα του.
Ήταν πρώτη του φορά που άκουγε άνθρωπο να βογκίζει έτσι. Ένοιωθε τους σπασμούς του κι άκουγε τη βαριά ανάσα του. Ήξερε πως αν δεν τον ανασύρει ήταν χαμένος.
Από την προσπάθεια, έπεφτε πίσω λαχανιασμένος και πάνω που έλεγε πως απόκαμε, πως άχνα πια δεν μπόραγε να ξεστομίσει, χαλάρωνε για λίγο, έμενε να κοιτάζει κι έπιανε ξανά τη προσπάθεια εκεί που την είχε αφήσει. Έσφιξε τα χέρια του ξανάσκυψε στο πλευρό του γέροντα προσπάθησε μ' όση δύναμη μπορούσε να τον ανασύρει. Ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε. Άπλωνε τα χέρια σαν τυφλός, σωριάστηκε στην άκρη. Δεν άντεχε άλλο, κοντοστάθηκε ανήμπορος πια, να συνεχίσει την αγωνιώδη προσπάθεια.
«Δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου.» Παραμιλά.
«Πρέπει να τα καταφέρεις.» Μια φωνή του ψιθυρίζει.
Και ένοιωθε τόσο μόνος, η σαγήνη του τοπίου γύρω ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση, τίποτα δεν συγκρινόταν με την αγωνία και τη μοναξιά της στιγμής αυτής. Η θλίψη του ήταν αβάσταχτη.
Ένοιωθε στο λαιμό του την αγωνία του πάθους για την ζωή που χαροπαλεύει εκεί μπρος του, αρνιόταν να την αποχαιρετήσει. Χοντρές στάλες ίδρωτα από το πρόσωπο του έσκαγαν πέφτοντας στο νερό. Ανακάθισε ξαφνικά με τους αδύνατους και κουρασμένους μύες του συ-σπασμένους. Στριφογύρισε και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Ανεπαίσθητος, αμυδρός ήχος σαν κύμα ελπίδας τον διαπέρασε. Μονότονα επαναλαμβανόμενος θόρυβος, ερχόταν από το βόρειο μέρος της πλατωσιάς, μέσα απ’ το σύδεντρο. Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα από τα χωράφια προς το μεγάλο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη βόρεια πλαγιά της ρεματιάς και με τα κυπαρίσσια στο σύνορο του. Εκεί λοιπόν ο νοικοκύρης του χωριού, ο Κυρ Λουκάς στο κτήμα του απέναντι στο πλάτωμα έκοβε έκοβε ξύλα για το τζάκι του.  Αναγάλλιασε η καρδιά του. Τι τύχη κι αυτή, ξαφνική, απρόσμενη.
Το λιγνό κορμί του τρανταζόταν από του λυγμούς σαν κάποιον που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι και παλεύει με νύχια και με δόντια.
Έτρεξε εκεί στην άκρη του κτήματος με ανοικτά τα χέρια σα να 'τρέχε να αγκαλιάσει κάποιον. Τα χείλη του σάλευαν, χαμηλόφωνα που απεγνωσμένα ζητούσαν βοήθεια. Δυσκολευόταν να αρθρώσει τις λέξεις. Όμως τότε μια εξωτερική δύναμη τον κυρίευσε, σήκωσε το κεφάλι και μια κραυγή έσκισε τον αέρα σαν να έβγαινε μόλις από τη σήραγγα που συνδέει τη ζωή με το θάνατο.
Μια κραυγή αγωνίας ήταν η νεανική φωνή, λαχανιασμένη ενός απελπισμένου παιδιού που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι, όταν πια έχει λυγίσει και μοιάζει ανήμπορο, μοιάζει να έχει παρατήσει την προσπάθεια. 
««Μπάρμπα- Λουκά, μπάρμπα- Λουκά! Βοήθεια!!! βοήθεια!!!» φωνάζει.
«Εδώ, εδώ! Ο μπάρμπα Παναγιώτης πνίγεται. Βοήθειαααα!» φωνάζει πάλι και παλεύει απελπισμένα.
Ο Κυρ Λουκάς την κραυγή την άκουσε και ευτυχώς, ήταν ο μόνος μάρτυρας εκείνης της σπαρακτικής κραυγής εκεί καταμεσής της ερημιάς του Μεγάλου Ρέματος.
Ο Αλκιβιάδης με τα μάτια του θολά ήταν δύσκολο να δει, δεν ξεχώριζε καθαρά τώρα ολόγυρα του.
Ακόμη ο ήλιος του λάμπει αμυδρά μέσα από μια πρασινοκόκκινη ομίχλη. Ήταν σα να 'βλέπε γύρω του τα βράχια, τη ρεματιά τα δένδρα μέσα από τα τοιχώματα μιας πυκνής ομίχλης. 
Το νερό στο ρέμα ένιωθε πως δεν έτρεχε πια παρά μόνο έτρεχαν τα μάτια του, που μπόρεσε να βρει τόσο ανέλπιστα βοήθεια. 
Ο Αλκιβιάδης με τα μάτια του θολά ήταν δύσκολο να δει, δεν ξεχώριζε καθαρά τώρα ολόγυρα του.
Ακόμη ο ήλιος του λάμπει αμυδρά μέσα από μια πράσινοκοκκινη ομίχλη. Ήταν σα να 'βλέπε γύρω του τα βράχια, τη ρεματιά τα δένδρα μέσα από τα τοιχώματα μιας πυκνής ομίχλης.  
Μετά από επίμονες προσπάθειες και όταν είχαν καταφέρει να σώσουν τον μπάρμπα Παναγιώτη, η ανησυχία του καταλάγιασε, μια ζεστασιά τύλιξε το κορμί του και για λίγο έγειρε να ξαποστάσει. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Το ηλιόφως ανάλαφρο πορτοκαλί πέρα στα μακρινά βουνά του βορρά είχε σκοτεινιάσει. Μ’ όλη την ομορφιά του, το τοπίο ήταν θλιμμένο μοναχικό, του έφερνε την αίσθηση ενός ανεμόδαρτου ερήμου κόσμου.
Την επομένη μάθανε ότι ο μπάρμπα Παναγιώτης συμμετείχε σε φιλική κρασοκατάνυξη στο χωριό και επέστρεφε στον οικισμό καβάλα στο γάιδαρό του. Εκεί στο πέρασμα του χειμάρρου το συμπαθές αλλά αφιλότιμο ζώο ξεφορτώθηκε το βάρος που κουβαλούσε σκνίπα στο μεθύσι .
Ο μπάρμπα Παναγιώτης, εκτός του ότι ήταν παλικάρι στις χειρονακτικές εργασίες, ήταν και γερό ποτήρι. Ποτέ δεν έλεγε όχι στο κρασάκι του Θεού και τιμούσε πάντα με την παρουσία του τους φίλους που τον προσκαλούσαν, δεν έφερνε καμία αντίρρηση. Φαίνεται λοιπόν πως βρήκε καλή παρέα, καλό κρασί και λογικά το έτσουξε λίγο παραπάνω. Στην ταβέρνα υπήρχε κρασί και πολύ κέφι και όπως ήταν όλοι ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι, απορροφημένοι από τα δικά τους μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, νιώσανε άρχοντες του παλιού καιρού. Ταβλωθήκανε με τις ώρες, πέρασε η ώρα χωρίς να το πάρουν χαμπάρι. Σφουγγάρια οι αθεόφοβοι, κανείς δεν ήθελε να το σταματήσει νωρίτερα γιατί τότε δεν θα είχε συμβεί αυτό που ακολούθησε με το ατύχημα του μπάρμπα Παναγιώτη. Κακός σύμβουλος το κρασί.
Αν κανείς δεν τον τύχαινε, να τον απελευθερώσει τότε ήταν καταδικασμένος, εκεί στην άκρη της γούρνας στη ρεματιά. Τα βροχόνερα που κατέβαιναν από τη πλαγιά, συνέχιζαν να ανεβάζουν τη στάθμη, γίνονταν χείμαρρος ορμητικός, θα τον παρέσερναν μαζί τους.
Θυμάται τα λόγια του γέροντα, μέρες αργότερα καθώς τον κοίταζε, χαρούμενος και ζωηρός. Ο γέροντας ένοιωθε να ξεχειλίζει από χαρά, για τη μεγάλη του τύχη, που έσμιξαν οι δρόμοι τους και είχε αίσιο τέλος το θλιβερό του ατύχημα. Τα μάτια του άστραφταν γαλήνια, τον κτύπησε στοργικά στην πλάτη, η φωνή του ήταν τρυφερή, χωρίς ν’ αστειεύεται, ακουγόταν ευγενική και στενοχωρημένη.
«Η μοίρα όλων μας είναι εδώ και ξέρουμε πως είμαστε δέσμιοι της δύναμης της. Κάνεις δεν ξέρει το γιατί. Είχα όμως μεγάλη τύχη, που εσύ βρέθηκες και στάθηκες κοντά μου, στην καμπή της μοίρας μου».
Μίλησε κάμποσο ακόμη για τα γεγονότα και για το πώς οι μοίρες τους ήταν αλληλένδετες, και ότι ήταν ο ευεργέτης του.
Ένα κύμα ευτυχίας τον αγκάλιασε, έσκυψε το κεφάλι χαμογέλασε ντροπαλά, με ταπεινότητα. Ήταν η πρώτη του φορά που άκουγε τον Μπάρμπα Παναγιώτη να μιλάει έτσι. Τότε ένιωσε τη ζεστασιά ενός ρυτιδιασμένου χεριού που αγκάλιασε το λιγνό κορμί του! Μια ζεστασιά ν' απλώνεται μέσα του, στην καρδιά του. Εκείνες τις στιγμές ένιωθε μόνο μια περηφάνια με ότι είχε βιώσει. Έστρεψε τα μάτια του, όσο κρατούσε η σιωπή κι άπλωσε το βλέμμα του στο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη δυτική πλαγιά του οικισμού, έμεινε να κοιτάζει εκεί, μέχρι που δεν 'βλέπε πια, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει. Έμεινε βουβός, ακίνητος, χωρίς να βγάλει λέξη. Ήθελε να πει πολλά μα δεν μπορούσε το στόμα του να σαλέψει, και σε μια στιγμή έβαλε την παλάμη του ανάστροφα και με τον καρπό της σκούπισε τα δάκρυα.
....................Εκεί στα μέσα στην ανηφόρα της δυτικής πλαγιάς του ρέματος που οδηγούσε από τον οικισμό στο χωριό, στο μέσον σχεδόν της διαδρομής, σ’ ένα πλάτωμα, νερό γάργαρο καθάριο ανάβλυζε στη βάση ενός βράχου. Νερό-κολοκύθες κομμένες στα δυο υπήρχαν στο πλάτωμα της μικρής πηγής για τους κουρασμένους στρατοκόπους και τους διαβάτες που βάδιζαν τα ανηφορικά μονοπάτια. Η προνομιακή θέση αυτής της φυσικής τοποθεσίας για όσους ταξιδεύουν από τους οικισμούς στο χωριό είναι το μοναδικό πλάτωμα που συναντάει ο ταξιδιώτης ύστερα από μια κοπιαστική πορεία που προϋποθέτει το πέρασμα από τους μουλαρόδρομους, και τα λιθόστρωτα μονοπάτια.  Το πλάτωμα συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, ώστε να ξεκουραστεί ο πεζοπόρος και να αποκαταστήσει το βιολογικό του ρυθμό που αναστατώθηκε από την κοπιαστική πορεία. Το πλάτωμα επιβάλλει την ανάπαυλα και διευκολύνει την έκφραση συναισθημάτων ανακούφισης για τον εξαντλημένο ταξιδιώτη. Στο διάβα τους οι ταξιδιώτες σταματούσαν εκεί για λίγο, κάθονταν αναπαυτικά στο πεζούλι κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης φουντωτής σκαμνιάς, και έπιναν από το γάργαρο νερό να ξαποστάσουν και να μαζέψουν τη δύναμη που χρειάζονταν να συνεχίσουν το ταξίδι. Ταυτόχρονα στον δροσερό τον ίσκιο καθισμένοι, χαϊδεύοντας το μαλακό υγρό χώμα της αγαπημένης γης, και η οπτική επαφή με το απέναντι απλωμένο τοπίο, αποτελούσε την κατάλληλη στιγμή και τον κατάλληλο χώρο για την έκφραση των προσδοκιών τους, υποδαύλιζε τα όνειρα και θέρμαινε τις προσδοκίες τους..... Μπορούν να κολυμπήσουν μέσα τους και να ξεκινήσουν τον εσωτερικό τους διάλογο με έντονη την αίσθηση της μεταφυσικής.... να καταδυθούν στα βάθη της και να αφεθούν να τους παρασύρει η δίνη της.. Ν’ απλώσουν τα φτερά της αντίληψης και να πετάξουν στην απεραντοσύνη, στην αντανάκλαση του απερίγραπτου κενού που περιέχει τα πάντα.
Ο τόπος είναι ο πρωταγωνιστής, και η μοναξιά που δημιουργεί η άγρια ερημιά του τόπου, κυριαρχεί στο πνεύμα, μιλεί στις αισθήσεις των ανθρώπων, δείχνει το μονοπάτι της συνάντησης με μια ψιχάλα από κόκκους της γνώσης. Είναι οι στιγμές που η γαλήνη πλημμυρίζει τις κουρασμένες ψυχές, σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει.  Μια αρχέγονη σχεδόν μεταφυσική αίσθηση τον ωθεί να ζωντανέψει με την φαντασία του, τους ανθρώπους που ζούσαν, πολεμούσαν, για την επιβίωση τους σ’ αυτό το τόπο. Σ' αυτή την σκληρή χέρσα γη κάθε πέτρα κι ένας σιωπηλός μάρτυρας του ιδρώτα τους.
Συγκεντρώνοντας νηφάλια τις αναμνήσεις παρασύρεται στα περασμένα γεγονότα που σήμαινε ότι κατόρθωνε να δει και να αισθανθεί μέσα από τις αισθήσεις του την περιγραφή του κόσμου της εποχής εκείνης. Το τοπίο φαντάζει άνεμο-δαρμένο, γυμνό, ιδίως το καλοκαίρι, η φύση μοιάζει να έχει παραμείνει αναλλοίωτη στον πέρασμα των χρόνων. Οι εικόνες είναι τόσο φευγαλέες που του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, στη περιγραφή μιας εποχής όπου η φυσική επικοινωνία στις κοινότητες ήταν κάτι ολότελα φυσικό να είναι δύσκολη. Ίχνος, σημάδι, δεν υπήρχε από κάποια μηχανή της σημερινής μας εποχής στα μέρη εκείνα
Ήταν οι εποχές που κάτω απ’ την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού πριν ακόμα ο ήλιος ξεμυτίσει βρίσκονταν όλοι στο χωράφι κι άρχιζαν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού με το δρεπάνι στο ένα χέρι, με την παλαμαριά στο άλλο. «Ώρα καλή κι ευλογημένη!» εύχονταν όλοι μαζί και φραπ-φραπ τα δρεπάνια άρχιζαν να κόβουν τα στάχυα. Με τι χαρά γινόταν ο θέρος το πρωί με τη δροσιά! Το μεσημέρι το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο. Πετούσαν οι θεριστάδες τα δρεπάνια στη γη κι έπιαναν τον ίσκιο ενός δέντρου που βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού. Εκεί έτρωγαν τα φτωχικά τους φαγητά, με γέλια, χαρές και χωρατά. Πλάγιαζαν και ξεκουράζονταν για λίγο κι όταν έπεφτε πάλι η δροσιά άρπαζαν τα δρεπάνια και συνέχιζαν τη δουλειά.
Στα ψηλώματα στους λιβαδότοπους συναντούσες πέτρινα κυκλικά αλώνια, σε τοποθεσίες επιλεγμένες, σε μέρη ανοιχτά που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες.
Οι «ντραλίκοι», μεγάλες πέτρες όρθιες τοποθετημένες κυκλικά στ’ αλώνι να οριοθετούν το χώρο και να μην διασκορπίζονται τα στάχια.
Στη ντάλα του καλοκαιριού, καλότυχοι θεωρούνταν όσοι κοντά στο αλώνι τους είχαν κάποιο μεγάλο δέντρο στον ίσκιο του να ξαποσταίνουν
"Στριφογυρίζει τ’ άλογο στο στρίγερο τριγύρα,
τ’ αστάχυα καλοπάτητα ξεγδύνουν τα κεφάλια
και δείχνουν, του γεωργού χαρά, τη σιταροπλημμύρα."

(Η καλλιέργεια του σταριού και του κριθαριού ξεκινούσε το Δεκέμβριο και αποτελούσε  για το χωριό τον ουσιαστικό κύκλο ζωής του. Ο κύκλος αυτός συνεχιζόταν με τη συγκομιδή, και την άλεση.)
Σήμερα τ' αλώνια είναι κορνίζα μιας άλλης εποχής.
Μον’ στις ρούγες του χωριού περιπαιχτικά την παροιμία πλάθουν.
«Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ' άχερα στ' αλώνι, γιατί τα παίρνει ο άνεμος και δεν τα συμμαζώνει».
Ήταν και εποχές που καθώς το τοπίο διάνυε τα πιο ζεστά καλοκαίρια το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο, καμίνι ολόφλογο, έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σαν βροχή από βελόνες. Άνεμος δε φυσούσε, τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε, τα λίγα νερά της μικρής λιμνούλας ακίνητα λαμποκοπούσαν, σαν από μέταλλο ή από λάδι, και στους γύρο λόφους τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα, τα σφεντάμια και οι φτέρες άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα, τα πουλιά χωνότανε βαθύτερα, λουφάζαν μέσα στα κλαριά, η γη είχε καταξεραθεί. «Το λιοπύρι ήταν τόσο δυνατό, που πάνω στην πέτρα μπορούσες να ψήσεις αυγά.» Μόνο το φλύαρο τραγούδι του τζίτζικα, φωνή της λαύρας χυνόταν ολούθε. Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονητικά το δρόμο της, και στο χωριό έβγαιναν για λιτανεία κάτω από τον φλογερό ήλιο.....και ο γαρμπής λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε κύματα φλόγες κι η λαύρα του ανέμου κατακαίει τη γη.
........................ Σφύριζε το καράβι την αναχώρηση και μαζί σφύριζαν και οι λέμβοι. Σφύριζαν το φευγιό στους ταξιδιάρηδες. Για όσους ήτανε να φεύγουνε. Να πάνε μακριά σε άλλους τόπους. Σε τόπους που τους περιμένανε, και καθώς το πλοίο αύξανε ταχύτητα οι επιβάτες κουνούσαν τα μαντίλια όσο περισσότερο μπορούσαν, συντηρώντας τον δεσμό με τα πρόσωπα που χάνονταν στην ακτή. 
Ο ήλιος τραβά δυτικά πίσω απ’ τα ψηλώματα τις τελευταίες του αχτίνες, κι οι ίσκιοι πέφτουν βιαστικοί στα κύματα της λακωνικής ακτής.
Ανατολικά βρίσκεται το Μυρτώο Πέλαγος, το πλοίο σηκώνει άγκυρα χαράζει πορεία στον ανοικτό ορίζοντα.
Η Παλιά Μονεμβάσια, νότια του μεγάλου βράχου, μένει πίσω τους.
Ο ουρανός ήταν καθαρός, τα πρώτα άστρα φάνηκαν στο στερέωμα.
Το σούρουπο έδωσε τη σκυτάλη στην νύχτα που μοσχοβολά την υγρή οσμή της θάλασσας και το φεγγάρι ένας χρυσαφένιος δίσκος, αναδύεται πέρα στον μακρινό ορίζοντα έτοιμο κι’ αυτό να αρχίσει το ταξίδι του στον ουρανό, φτάνοντας πέρα, στους μακρινούς ωκεανούς, στις μακρινές θάλασσες, κι αυτός συλλογιέται ακουμπισμένος στην κουπαστή την αναχώρηση, φέρνει στα μάτια του τη γη που γεννήθηκε ν’ απομακρύνεται μέσα στ' απόνερα από αφήνει πίσω της η προπέλα του «Ποσταλιού».
Το μακρινό ταξίδι μόλις είχε ξεκινήσει.
Ήταν το πρώτο του βήμα.
Υ.Γ.
Κάθε τι που κάνουμε κάθε τι που είμαστε στηρίζεται στην προσωπική μας δύναμη και θέληση. Αν έχουμε αρκετή τότε και η πιο απλή μας ενεργεία μπορεί να ‘ναι αρκετή ν’ αλλάξει το δρόμο της ζωής μας, να ξεπεράσει και να διευρύνει τα σύνορα μας. Μόνο η επιτυχία να μη γίνει έμμονη ιδέα. Αν κάποιος θέλει να επιτύχει κάτι, η επιτυχία πρέπει να ‘ρθει ομαλά, με μεγάλη προσπάθεια, αλλά χωρίς καταπόνηση η βασανιστικές ιδέες.
«Όποιος την τύχη του ορίζει,
Βαστάει τα ηνία όλα μαζί.»

Simiosi:

**Ελληνικό, έως το 1955 ονομαζόταν Κουλέντια, οικισμός (υψόμετρο 500 μέτρα. ) του νομού Λακωνίας.
Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Μονεμβασίας και έχει 177 κατοίκους (2001).
Τέως δήμος Ελληνικού 315 κάτοικοι.
Το Ελληνικό [ 177 ]
Η Παναγίτσα (Βουβουτσέλια) [ 15 ]
Τα Φούτια [ 123 ]


Προβολή μεγαλύτερου χάρτη

Click to Open
Μακρινό ταξίδι II:
.....

 
Web Informer Button