ADS

click to open

Slider

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Mparmpa Theodorakis Frintzilas

...Θεόδωρος Φριντζήλας ή Στραβοθοδωράκης, ο πασίγνωστος τυφλός ποιητής από τη Ρηχιά μέλος της οικογένειας Φριντζήλα, με μέλη στη Κρεμαστή, τα Πελετά, τα Πιστάματα και τη Ρηχιά.  Διακρίθηκε για το ποιητικό του τάλαντο, ως ο πασίγνωστος τυφλός ποιητής από τη Ρηχιά. 
........................... 
Ένας Λεβεντάνθρωπος.... Μποέμ ..............
Ξάδελφος του παππού.........................
Θείος της μητέρας μου.......

1955 -1956.... Ήμουν πεντάχρονος που σαν μέσα από μια συννεφιά μνήμης ενθυμούμαι το μπάρμπα Θοδωράκη που έμενε σε ένα κατώι, όπου τα έβγαζε πέρα με ελάχιστα. Σηκωνόταν κατά το μεσημεράκι, ζητούσε να τον πάρω από το χέρι και να τον οδηγήσω σεργιάνι μέχρι την ντάπια του οικισμού Μπελεσέικα. Αυτή τη βόλτα την εκτελούσε, με τον ενθουσιασμό ενός προσκυνητή που βαδίζει σε ιερά χώματα. Όταν είχε ήλιο, καθόταν στο βράχο και μασουλούσε το ψωμί του καπνίζοντας και ένα τσιγάρο. Όταν έβρεχε ή έκανε κρύο, έμενε στο κατώι βούλιαζε σ’ ένα φθαρμένο καναπέ και άκουγε στη διαπασών μουσική. Με το που έπαιρνε να νυχτώνει και απέξω το σκοτάδι ήταν απόλυτο στο κατώι επικρατούσε βαθιά σιωπή. Το μυαλό του τότε ήταν καθαρό σαν τον χειμωνιάτικο νυχτερινό ουρανό, με το φεγγάρι και τον πολικό αστέρα στη θέση τους να τρεμοσβήνουν ζωηρά. Ο μπάρμπα Θοδωράκης μέσα στην ησυχία της νύχτας αναζητεί τα θέματα των στιχουργημάτων του βασισμένα στην καθημερινή ζωή και τις τοπικές παραδόσεις στα Ζαρακιτοχώρια. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, σκεφτόταν τον τελευταίο του στίχο και προσπαθούσε να θυμηθεί πως είχε ταιριάξει τις λέξεις και πότε τις είχε χρησιμοποιήσει ξανά. Μπορεί να τις είχε ξανασκεφτεί και άλλες φορές στη ζωή του, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε το συγκεκριμένο. Σχολίαζε με καυστικό τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις, περίβαλλε με αγάπη τα γνωστά του πρόσωπα που αναφέρονται στα ποιήματά του, παραθέτει τις σκέψεις του χωρίς να ηθικολογεί. Είχε τόσα πράγματα να σκεφτεί, τόσες ιστορίες να πει. Αυτό που του έλειπε ήταν η σωστή διέξοδος, απ’ όπου θα ξεχύνονταν οι σκέψεις και οι ιδέες, σαν λάβα που μετά θα έπηζε σε μια σταθερή ροή πρωτότυπων έργων, που όμοια τους ο κόσμος δεν είχε δει ποτέ.  Οραματιζόταν πως τα μάτια των ανθρώπων θα άνοιγαν διάπλατα από την έκπληξη στο σπάνιο ταλέντο. Μια φωτογραφία του μ’ ένα χαμόγελο, θα έμπαινε στις λογοτεχνικές σελίδες των περιοδικών! Ο μπάρμπα Θοδωράκης σκεφτόταν μερικά ποιήματα που είχαν αρχή. Μερικά άλλα είχαν τέλος. Κανένα όμως δεν είχε αρχή και τέλος και ασταμάτητα, δούλευε καθετί που του περνούσε από το μυαλό. Το πρόβλημα ήταν ότι σκεφτόταν υπερβολικά πολλά. Δεν μπορούσε με τίποτε ν’ αποφασίσει, όταν σκεφτόταν τη ρίμα του στο σύνολό της, τι ήταν απαραίτητο και τι όχι. Την επόμενη μέρα, σχεδόν τα είχε ξεχάσει! 

Ω! Βλάχα Μούσα της Ρηχιάς
Κόρη του Θοδωράκη
Κατέβα και βοήθα με
Να πω ένα τραγουδάκι
…………………………
Έτσι άρχιζε ένα ποιηματάκι κάποιος φιλόδοξος σατιρικός ποιητής στα μαθητικά του χρόνια, και ο οποίος εγκατέλειψε, για ευνόητους λόγους, την ποίηση πολύ σύντομα. Ο ποιητής(;) αναφέρεται στο Μπάρμπα Θοδωράκη τον Φριντζήλα. Ο μπάρμπα Θοδωράκης ήταν ένας γέρος αγράμματος, τυφλος, εξ ου και Στραβοθοδωράκης, με άσπρα γένια που είχε το χάρισμα να φτιάχνει στίχους με μεγάλη ευκολία. Πολλοί από αυτούς τους στίχους γινόταν και τραγούδια. Δεν πιστεύω ότι οι στίχοι του να έχουν διασωθεί. Είχε μεγάλη απήχηση στον παιδόκοσμο. Όταν το παιδομάνι έβλεπε τον Μπάρμπα Θοδωράκη έτρεχε πίσω του.
«Μπάρμπα Θοδωράκη πες μου ένα ποίημα»
«Πως σε λένε;»
«Μπότη»
«Ο Μπότης το καλό παιδί και τ’άξιο παλληκάρι…..κλπ»
«Πες μου και μένα ένα.»
«Πως σε λένε?»
«Γιάννη»
«Ο Γιάννης το καλό παιδί κλπ. κλπ.»
Ο μπάρμπα Θοδωράκης είχε πάντα ένα τετράστιχο για όλους. Το έφτιαχνε εκείνη τη στιγμή, ή τα είχε σε μια τράπεζα δεδομένων και τραβούσε ένα κατά την ζήτηση; Πως σε λένε Γιώργο. Πάρε Γιώργο. Εσένα; Νίκο. Πάρε Νίκο. Εσένα; Χρήστο. Πάρε Χρήστο.
Περάστε κόσμε, πάρε παιδόκοσμε.
Ανήκε ο μπάρμπα Θοδωράκης στους Entertainers της Παλιάς Ρηχιάς; Στους ενήλικες προφανώς όχι. Ο παιδόκοσμος όμως;
Ο μπάρμπα Θοδωράκης είναι ένας θρύλος, και όπως όλους τους θρύλους να τον τιμούμε και να τον σεβόμαστε..

.........................................
Ο Θεοδωράκης Φριντζήλας γεννήθηκε το 1880 στο Μπρακάκι, στην περιοχή Καρίκια του χωριού Ρηχιάς.
Πέθανε στις 22 του Ιούλη το 1961, 82 χρόνων.
................................................
Γιώργη, τι να τα κάνεις τα λεφτά - με τους πολλούς τους τόκους
άμα δεν έχεις άνθρωπο καλό - με τους καλούς τους τρόπους.
Γιώργη, να μην κοιτάξεις χρήματα - παρά καλή γυναίκα
γιατί ποτέ τα χρήματα - δεν βγαίνουν στο σεργιάνι.
Πάρε γυναίκα όμορφη - να βγαίνεις στο σεργιάνι
να σκάζουν οι ρουφιάνοι.
.................................
Αυτό το αχ να μούφευγε - απ’της καρδιάς τα φύλλα
όλο τον κόσμο θάκαιγα - δίχως φωτιά και ξύλα.
Καημένη Κουλοχέρα μου - πόχεις την τρύπια πέτρα
τρούπια είν’κι η καρδούλα μου - σαν τη δική σου πέτρα.
..........................................
Α, ρε φίλε δεν ξέρω - αν κοιμάσαι ή ονειριάζεσαι
κείνος πούχει καλό μυαλό - και άλλο δεφτέρι βγάζει.
.................
Ναι,φίλε μου ετούτο το μυαλό - βγαζει βελόνες άφθονες
χιλιάδες εκατομμύρια - να ράψεις τα κασμίρια σου
κι όλα σου τα στολίδια.
................
Κλαίω με μαύρα δάκρυα - της γης το χώμα βρέχω
και δεν εβρέθηκε άνθρωπος - να με ρωτήσει τι έχω.
Όταν πεθάνω μη με κλαις - γιατί ΄μαι πεθαμένος,
κλάψε με τώρα πούμαι ζωντανός - κι είμαι τυφλός και καταφρονημένος.
..........................
Δεν το πιστεύω στο ντουνιά - κανένας να με φτάσει
στα τραγουδάκια τα πολλά - και ούτε να με περάσει.
Τα ποιήματα .....
Από το βιβλίο ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Θ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
θοδωράκης φριτζήλας - Ο ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
................
Σημείωση I: Τα ανίψια του (Η μητέρα μου.... και οι Θείες μου)... Μου δηλώσαν ότι δεν ήταν παντελώς τυφλός! Απλώς από νεαρή ηλικία είχε αρχίσει να έχει εκτεταμένα μειωμένη όραση η οποία με την πάροδο του χρόνου επιδεινώθηκε. Προς επιβεβαίωση τους παραθέτω το δίστιχο...
Ανέβαινε το 1956 σε ηλικία 76 χρονών στις «Βόγιες» και βλέποντας τον πρόεδρο του Χάρακα, το Δαμιανό να επιβλέπει το έργο επαναχάραξης του νέου δρόμου του λέει:
                              Γεια σου Δαμιανέ - με τη βόγια την καινούρια
                            που θα σε συγχωράνε - άνθρωποι και γαιδούρια.

Σημείωση II: Το 1825 πέρασε από το Ζάρακα ο Ιμπραήμ ο οποίος ως γνωστό δεν άφησε πίσω του τίποτε όρθιο.  Αμέσως μετά την επανάσταση η Ρηχιά ήταν ακατοίκητη και οι διάφορες εκτάσεις που ονομάζονταν μετόχια ανήκαν σε κατοίκους της Κρεμαστής. Αμέσως μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ άρχισαν να εγκαθίσταται στην περιοχή της Ρηχιάς  διάφορες οικογένειες όπως οι Πετρουτσάς στα Νήπια από τις Σπέτσες, οι Φριντζήλας στα Καρίκια επίσης από τις Σπέτσες. Οι Κόκκορης στη Ρηχιά πιθανώς από τους Γοράνους Σπάρτης. Οι Δρίβας ήταν κάτοικοι Κρεμαστής πολύ παλαιότερα.

Σημείωση III: Το Μετόχι Καρίκια άνηκε στους Φριτζηλαίους αλλά μέσω προικώων απέκτησαν γη εκεί και οι Μπελεσαίοι οι οποίοι ήταν μάλλον από τα μέρη της Κορίνθου..

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Stoumpos (Petra-Kotrona)

...Είναι κάποιες φορές που κάποιες πληροφορίες είναι δίπλα μας και εμείς τις ψάχνουμε στη σκακιέρα του πλανητικού χάους.
Πατημένα στο Φθινόπωρο των εξήντα μου χρόνων, με γκρίζο-λευκό μαλλί πλαισιωμένο με γκριζόμαυρες κηλίδες από δω κι από εκεί, ελαφριές ρυτίδες σαν χαρακιές σκύβω να δέσω τα κορδόνια μου κι αναστενάζει η μέση μου αλλά αρνούμαι να υποτακτώ στον γρήγορο, αγωνιώδη ρυθμό της ζωής μας. Στο ξαφνικά μολύνθηκα από το μικρόβιο να  αναζητήσω τις ρίζες μου! Τα ιστορικά στοιχεία της οικογένειας μου τους πρόγονους μου. Στο ξεκίνημα της αναζήτησης ζητώντας κάποια επικουρική βοήθειά έγινα Φίλος της ομάδας του χωριού μου ΚΟΥΛΕΝΤΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ στο Facebook για άντληση πληροφοριών από τους συγχωριανούς του τόπου καταγωγής μου. Ταυτόχρονα σ' αυτή τη καταπληκτική ομάδα, μέσα από τις επαφές μου με τους φίλους, φίλες βιώνω χαρές και λύπες ανακαλύπτοντας το μοναδικό δώρο της Φιλίας! Η καρδιά μου γεμίζει με συναισθήματα που μοιάζουν με κύματα. Αυτές οι φιλίες τις περισσότερες φορές μας ανεβάζουν ψηλά, αλλά καμιά φορά μας πετάνε άτσαλα στην όχθη όταν μαθαίνεις δυσάρεστα νέα τους!
 Από πλευράς γενεαλογικού δένδρου μητέρας η αναζήτηση ήταν απλή και εύκολη να φιλοτεχνήσω το γενεαλογικό της δέντρο και ένα σύντομο ιστορικό της οικογένειας της. Η μικρότερη αδελφή της μητέρας μου η θεία η Κατερίνα είναι ένα ανεξάντλητο και πολύτιμο βιβλίο σε αυτό το αντικείμενο. Την επισκέπτομαι κατά περιόδους στη Μαγούλα Αττικής, φτιάχνει μυρωδάτο καφέ με εσάνς κανέλας και τα λέμε. Μερικές φόρες ερχόταν στην παρέα μας και ο ξάδελφος της ο συγχωρεμένος ο Μίμης ο Φριντζήλας ο πατέρας της Μάρθας και τότε ο καφές συνοδευόταν με τσίπουρο και οι πληροφορίες γίνονταν ποταμός.. Για τους Φριντζηλαίους της ομάδας του χωριού τον Μίμη τον είχε βαπτίσει η μητέρα μου. Ήταν η μεγαλύτερη στα αδέλφια και ξαδέλφια.
Από τη πλευρά το πατέρα μου ελάχιστα ήξερα. Γνωρίζοντας σταδιακά φίλους της ομάδας του χωριού μου ΚΟΥΛΕΝΤΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ στο Facebook άρχισα αναμοχλεύοντας υποδόρια τις επαφές μου και τις σχέσεις με μερικούς φίλους της ομάδας. Έγινα στενός κορσές του Παναγιώτη Κοντάκου, αυτός με ανέχθηκε με περίσσια υπομονή μου έδωσε τα τηλέφωνα για ενορίες και ληξιαρχεία και με έφερε σε επαφή ηλεκτρονικά με την αξιότιμη μητέρα του και από ότι έχω νιώσει μέσα από τα σχόλια των φίλων της ομάδας είναι και μια αξιολάτρευτη δεσποσύνη η Μητέρα του η κυρία Ελένη. Σε αυτούς τους ανθρώπους τους εύχεσαι άλλον ένα αιώνα γεμάτο υγεία. Ταυτόχρονα είχα ψιλοκολλήσει σαν βδέλλα και στον αξιότιμο διαχειριστή μας τον Γιώργο Κοντάκο μήπως και βοηθήσει να ξετυλίξω το κουβάρι για τις ρίζες μου. Να ληξιαρχεία Μολάων, Σπάρτης, ενορίες Λυρών, Κουλέντια κλπ.
Σκαλίζω με υπομονή πληροφορίες από τα Γενικά Αρχεία Κράτους , και τους παλαιούς εκλογικούς καταλόγους. Γνωρίζω και έρχομαι σε επαφή με «Nikos-Eleni Pavlakis/» από τη Νεάπολη στα Βάτικα τον οποίο ευχαριστώ από καρδιάς για τις ανεκτίμητες πληροφορίες που αφορούν τις οικογένειες Καραστατήρη και ιδιαίτερα την γιαγιά μου από πατέρα. Τη Ζαφείρω Καραστατήρη του Ιωάννη Καραστατήρη. Τυχαία μέσα στην αναζήτηση ανακαλύπτω ότι στις εκδόσεις «Λακωνικαί σπουδαί» υπάρχουν πληροφορίες με τους «Στούμπος». Παίρνω τηλέφωνο τον εκδοτικό οίκο.Να μη το πλατειάζω κατέληξα σε μια νοητή διαδρομή. Λιασίνοβα (Προσήλιο)-Ξηροκάμπι-Κουμουστά-Ελίκα-Άγιος Μάμμας-Κουλέντια-Μπουμπουτσέλια. Καθώς ένωσα τις σκόρπιες, άτακτες τελείες της αναζήτησης που με αφορούσαν προσωπικά, αναστοχάζομαι τη ζωή των προγόνων μου, τις επιτυχίες τους, τις αποτυχίες και τα ερείπια που άφησαν πίσω τους, κτίζοντας ένα ανάγλυφο, ολοζώντανο πορτραίτο της προσωπικότητάς τους. Έφτιαξα το γενεαλογικό μας δέντρο έχοντας ερωτηματικά πολλά για την αρχική ρίζα του επωνύμου της οικογενείας μου.
Ανιψιά από ξαδέλφη της συζύγου μου, από το Βόλο, αναπληρώτρια δασκάλα το επάγγελμα μετατέθηκε πρόσφατα Αθήνα. Ανατολική Αττική. Ενοίκια και τα λοιπά έξοδα που περιέχονται σ ένα διαμέρισμα φτάνουν και δεν φτάνουν να τα καλύψει ο μισθός της. Την φιλοξενούμε! Μένει με την κόρη μας. Χώρος «δόξα το Θεό.»
Καθόμαστε απογευματάκι παρέα απολαμβάνοντας τον καφέ μας εγώ η κόρη μου και η ανιψιά. Κάποια στιγμή μου λέει το κορίτσι «Θείε διάβασα την ανάρτηση «το Μεγάλο Ρέμα. Τι ωραία που γράφεις».
«Στη θεία σου να τα πεις που μου λέει τι μαλακίες γράφεις πάλι!» της λέω γελώντας ευχαριστημένος.
Και αρχίζω να τους εξηγώ πως το μικρόβιο να γράφω ιστορίες μας ξεκίνησε αναζητώντας τις ρίζες μου και εν τάχη τους εξιστορώ το οικογενειακό μας δέντρο. Εκείνη την ώρα να σου και ο μεγάλος μου ο γιος. Κάθεται στη παρέα μας. Εγώ εξηγώ το γένος του πάτερα και πως τελικά το επώνυμο σύμφωνα με φήμες προήλθε από το ότι κάποιος πρόγονος μας χρησιμοποιούσε τακτικά τη λέξη Στούμπος και είχε σαν αποτέλεσμα να του έμεινε σαν επώνυμο.
Χωρίς να χάσει χρόνο παίρνει το λόγο ο γιος.
«Τι παραμύθια λες στα κορίτσια ρε πάτερα.»
Και αρχίζει να μας λέει την ιστορία που ξέρει. 
Ένας άνδρας από τα μέρη της Δυτικής Μάνης έκανε φόνο και  κυνηγημένος έφυγε προς τα ανατολικά της Μάνης στα χωριά του Ταΰγετου πάνω από το Γύθειο! Εκεί ρίζωσε έγινε ποιμένας απέκτησε μαντριά και αιγοπρόβατα και παντρεύτηκε. Ήταν σκληροτράχηλος άνδρας, μεγαλόσωμος, γεροδεμένος και σλαβικής καταγωγής από το σλάβικο χωριό την εποχή εκείνη της Μάνης τη Λιασίνοβα. Στον καινούργιο του τόπο που ρίζωσε λόγω του μεγάλου όγκου της σωματοδομής του τον αποκαλούσαν με το σλαβικό προσωνύμιο «Στούμπο», που σημαίνει ακατέργαστη μεγάλη πέτρα (κοτρόνα). Το οποίο προσωνύμιο έμεινε και επωνυμία. Κάποιος απόγονος πιθανόν παιδί του ήταν υπερβολικά γεροδεμένος, ρωμαλέος. Είχε σηκώσει στους ώμους του ένα γαϊδούρι φορτωμένο και το μετέφερε εκατό μέτρα με το φορτίο του. Η μετέπειτα καταγωγή μας από παππού είναι από την περιοχή της Ελίκας δήμου Νεαπολέως Βοιών Λακωνίας.
Κόκκαλο εγώ. «Και εσύ πως τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Πως τα ξέρω. Μου τα διηγήθηκε ο παππούς όταν ήμουν μικρός.»
Γύρισα τον κόσμο ανάποδα να μάθω τις ρίζες μας, κάτι που πριν τριάντα και χρόνια τις γνώριζε ποιο τεκμηριωμένα ο γιος μου από μια απλή αφήγηση του παππού του.
Η κόρη με κοιτούσε με κατανόηση. «Μπαμπά μου μη στεναχωριέσαι έτσι συνήθως συμβαίνει! Μέχρι τα εξήντα όλοι τρέχουν να προ φτάσουν τη ζωή! Που χρόνος για αναζητήσεις.»
Τελικά ανακάλυψα ότι οι ρίζες μας δείχνουν σλάβικο αίμα από πατέρα και αρβανίτικο από μητέρα.
....Εγώ δε συζητούσα εύκολα με το γέρο μου για τα παλιά.
Μια φορά που τον ρώτησα! «Πες μου κάτι για τον προηγούμενο γάμο σου.»
Ανόρεχτα μου λέει «Μετά την κατοχή πεινούσα και έψαχνα να βρω ένα πιάτο φαγητό. Κάπου χτύπησα λάθος πόρτα με στρίμωξαν και παντρεύτηκα μια μεγάλη γυναίκα στα δέκα οκτώ μου. Με την πρώτη ευκαιρία την κοπάνησα!»
Σήμερα άλλα εγώ έμαθα από την κυρά Ελένη. Ήταν ένα όμορφο κοριτσόπουλο  δέκα-οχτάχρονο και αυτό!

Click to Open

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Ta Neanika Toy Xronia

....Τα πρώτα χρόνια στη Λαμία μαθητής ακόμη του δημοτικού σχολείου τελειώνοντας η σχολική χρονιά τα καλοκαίρια ο «Αλκιβιάδης» εργαζόταν περιστασιακά σε διάφορες δουλειές του ποδαριού. Αρχικά το πρώτο καλοκαίρι δεκάχρονος σ΄ ένα καφενείο ήταν ο μικρός που μετέφερε τους καφέδες στους πελάτες. Το επόμενο καλοκαίρι έκανε το βοηθό σε πλανόδιο πωλητή πάγου για τα ψυγεία της εποχής! To επάγγελμα του παγοπώλη την δεκαετία του εξήντα είχε ξεχωριστή θέση κυρίως τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού! Θυμάται που σηκώνονταν με το αφεντικό του απ' τα βαθιά χαράματα για να προλάβουν τις παραγγελίες τους και να ικανοποιήσουν την απαιτητική πελατεία τους. Το μεροκάματο ήταν σκληρό με το μεταφορικό τους μέσον ένα τρίκυκλο μηχανάκι με καρότσα μετάφεραν τις κολόνες του πάγου από τα παγοποιείο της πόλης στους πελάτες και φυσικά έπρεπε να κινείτε γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του να κόβει τον πάγο και να τον μεταφέρει στα σπίτια ή στα μαγαζιά, ανάλογα. Περιστασιακά βοηθούσε έμπορο υποδημάτων την εποχή που γινόταν το παζάρι. Επίσης εκεί στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη τους έπαιρνε η «Ιοκάστη» η μητέρα τους αυτόν και τα μικρά αδέλφια του στις βαμβακοφυτείες του Λαμιακού κάμπου και μάζευαν βαμβάκι τότε που η συγκομιδή του βαμβακιού γινόταν με τον παραδοσιακό χειρωνακτικό τρόπο, πριν οι βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές αντικαταστήσουν τους ανθρώπους και κατακλύσουν τον κάμπο. Η εργασία συγκομιδής ήταν επίπονος, απαιτείτο περισσότερος χρόνος αλλά και περισσότερα εργατικά χέρια. Η συγκομιδή του βαμβακιού ξεκινούσε το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και συνήθως μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου και άρχιζε από το πρωί ως και τη δύση του ηλίου! Χρόνια ευτυχισμένα; Χρόνια δυστυχισμένα; Πως να τα πεις; Δούλευαν από το πρωί μέχρι το βασίλεμα του Ήλιου και χαιρόταν τις πέντε-δέκα δεκάρες που έφερναν το βράδυ στο σπίτι και συνέχιζε η Ιοκάστη τις σπιτικές εργασίες μέχρι αργά.
Τελειώνοντας η σχολική χρονιά στο γυμνάσιο πλέον το καλοκαίρι του 1965 το δεκαπεντάχρονο «Αλκιβιάδη» ο πατέρας του ο «Κλέαρχος» τον μετέφερε στα Καμένα Βούρλα για εργασία. Ήταν η εποχή που τα Καμένα Βούρλα ήταν δημοφιλές τουριστικό θέρετρο και υπήρχαν ευκαιρίες για εργασία. Εκεί ξεκίνησε την καριέρα στα τουριστικά επαγγέλματα πλένοντας τα ποτήρια στο μπαρ γνωστού ξενοδοχείου. Πολύ σύντομα έγινε βοηθός σερβιτόρου μέχρι το τέλος της καλοκαιρινής σαιζόν. Στα Καμένα Βούρλα ο Αλκιβιάδης πέρασε τρεις μοναχικούς μήνες! Όταν η δουλειά της ημέρας είχε τελειώσει, πολλά βράδια έπαιρνε το ποδήλατο του δυο κουβέρτες και πήγαινε και κοιμόταν μέσα στο πευκόδασος επάνω από την ακρογιαλιά του Κρυονερίου! Του άρεσε ιδιαίτερα αυτός ο τρόπος ζωής. Ηταν μια εφηβικη εμπειρία! Εκεί στην ανία και στη μοναξιά της ερημιάς, εκεί όπου βασιζόταν αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό του ένιωθε την πραγματική και κρυμμένη δύναμή του με τα σκούρα μελιά του μάτια να κοιτάζουν μέσα από τα δέντρα την απέραντη μοναξιά του διαστήματος,. 
Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς ίσχυε ήδη η νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964  στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ήταν σε δύο τριετείς κύκλους (το Γυμνάσιο και το Λύκειο), και το «Ακαδημαϊκό Απολυτήριο» για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με την ταυτόχρονη κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ, και η δημοτική γλώσσα ως όργανο και αντικείμενο διδασκαλίας και μάθησης. Κύριοι μεταρρυθμιστικοί στόχοι ήταν να γίνει η εκπαίδευση προσιτή σε όλες τις κοινωνικές τάξεις (δωρεάν παιδεία) και να διευθετηθεί ταυτόχρονα, με την ανάπτυξη ενός δεύτερου δικτύου τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Και πολύ απλά από το γυμνάσιο που είχε τελειώσει ο «Αλκιβιαδης» για εισαγωγή στο Λύκειο απαιτούντο πλέον εισαγωγικές εξετάσεις. Ο «Αλκιβιάδης» είχε την ατυχία να του συμβεί ένα απρόσμενο συμβάν και έχασε το λεωφορείο της γραμμής από τα Καμένα βούρλα για τη Λαμία την ήμερα των εξετάσεων και δεν έλαβε μέρος. Στο μυαλό του είχε καθίσει και η ιδέα ότι οι σπουδές στο Λύκειο κατά βάση προετοίμαζαν τους μαθητές για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και στη συνέχεια για ηγετικές θέσεις στη κοινωνία και προσωπικά για να ολοκληρώσει αυτό το κύκλο ένιωθε ότι δεν έχει το οικονομικό υπόβαθρο να υποστηρίξει αυτό το κύκλο σπουδών. Σκέφτεται μη ρεαλιστικές τις προσδοκίες για συνέχιση στις σπουδές του, κρίνοντας αντικειμενικά, ως ανυπέρβλητα τα εμπόδια που αποφέρουν οι οικονομικές δυσκολίες και η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης από το οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι, θεωρούσε τον εαυτό του ευάλωτο. Καθόλου περίεργο λοιπόν, που λίγο πριν ξεκινήσει το σχολικό έτος, το παράτησε οριστικά το λύκειο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν μεγάλη σπατάλη χρόνου αν έμενε εκεί άλλα τρία χρόνια. Νόμιζε ότι ήταν σωστή η κίνησή του που έλαβε την απόφαση να παραιτηθεί από τη συνολική προσπάθεια ολοκλήρωσης των σπουδών του! Είχε αρχίσει δειλά-δειλά να σχεδιάζει το μέλλον του. Γυρίζοντας στη Λαμία και εγκαταλείποντας το Λύκειο είχε δυο σκέψεις στο μυαλό του. Πρώτον να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο και δεύτερο να φοιτήσει στη σχόλη εμποροπλοιάρχων τη φημισμένη «ΛΑΜΙΑΚΗ». Οι απόφοιτοι της σχολής την εποχή εκείνη  ήταν περιζήτητοι στην εμπορική ναυτιλία.
Ναυτικό φυλλάδιο λόγω ηλικίας απαιτείτο γονική συναίνεση. Από τον «Κλέαρχο» ήταν πολύ εύκολο να τη πάρει μα αυτός επιθυμούσε τη συναίνεση να του τη δώσει η «Ιοκάστη.» Αρχικά ήταν ανένδοτη, έκαμψε τις αντιστάσεις της όταν της υποσχέθηκε ότι μέχρι να πάει στρατιώτης δεν θα φύγει. Ενδόμυχα πίστευε ότι θα του περάσει και έδωσε τη συγκατάθεση της. Το πρόβλημα της σχολής αποδείχτηκε ανυπέρβλητο. Ήταν ημερησία η σχολή και τα δίδακτρα ασήκωτα για το οικογενειακό τους βαλάντιο. Σαν εναλλακτική αποφάσισε να φοιτήσει στο νυχτερινό τμήμα εργοδηγών μηχανολόγων της σχολής και έπιασε δουλειά σ΄ ένα κατάστημα χονδρεμπορικής με δημητριακά προϊόντα τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Το κατάστημα ήταν  στη περιοχή της λαχαναγοράς και ταυτόχρονα έκανε μερικές έχτρα εργασίες βοηθώντας στα ξεφορτώματα των φορτηγών για έχτρα χαρτζιλίκι. Ήταν και η εποχή που απόκτησε τη βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος και ταυτόχρονα η υπεύθυνη της σχολής αγγλικών όπου φοιτούσε κάλεσε την «Ιοκάστη» και της εκμυστηρεύτικε τις πολύ συχνές απουσίες του. Βλέπεις μάθαινε γαλλικό μπιλιάρδο το παλικάρι το έβρισκε πολύ πιο ενδιαφέρον.
Το  καλοκαίρι του 1966 δέκα εξάχρονος προσελήφθη εποχικός εργάτης στη ΔΕΗ. Την εποχή εκείνη επέκτειναν το δίκτυο της επιχείρησης στα γύρω χωριά της Υπάτης και αναζητούσαν προσωπικό να σκάβει για να τοποθετηθούν οι κολόνες του νέου δικτύου. Κοπιαστική η διαδικασία εγκατάστασης του νέου δικτύου, ειδικά αυτό της Υπάτης διάσχιζε βουνά και λαγκάδια. Πριν το σκάψιμο των λάκκων μέσα στους οποίους θα «εμφύτευαν» τις κολόνες, είχε προηγηθεί τεχνική μελέτη και σήμανση τοποθέτησης τους. Όλες οι κολόνες που τοποθετήθηκαν στη περιοχή προς επέκταση του δικτύου προς τα χωριά είχαν ύψος από 10 μέχρι 15 μέτρα και η θεμελίωση τους γύρω στα δυο μέτρα για λόγους αντοχής και τήρησης των κανόνων ασφαλείας. Θεόρατα ξύλα. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν γερανοί, που να σηκώναν και «φύτευαν» τις κολώνες. Η διαδικασία που ακολουθούσαν οι εργάτες της ΔΕΗ ήταν η εξής: Πρώτα άνοιγε ο λάκκος με προσοχή ώστε μη χαλάσει η συνοχή της γης γύρω του.  Ο Εργάτης χειριζόταν έναν ατσάλινο σφυρήλατο λοστό 225 εκατοστών μήκος περίπου τη γνωστή παραμίνα. Σφυρηλατημένο ατσάλι για αντοχή με στιλβωμένα, λοξά νύχια για ακρίβεια στο σκάψιμο.
Ο «Αλκιβιάδης», δέκα εξάχρονος ήταν όχι απλώς ο νεότερος της εργατικής ομάδας αλλά σχεδόν οι περισσότεροι τον θεωρούσαν παιδί τους. Είχε συμφωνήσει με τον εργοδηγό ότι δεν θέλει διάλειμμα στην εργασία του απλά όταν τελειώσει το λάκκο του να είναι ελεύθερος. Ο εργοδηγός γελώντας συγκαταβατικά συμφώνησε μαζί του. Δυστυχώς για τον «Αλκιβιάδη» σε ελάχιστα σημεία το έδαφος ήταν ευκολόχρηστο στους περισσότερους λάκκους ήταν σκέτος γρανίτης. ''Όσο πιο στενός ήταν ο λάκκος, τόσο καλύτερα. Μετά έβαζαν στην μια πλευρά του λάκκου ένα έλασμα, το λεγόμενο ως «γκόμενα» στην αργκό των εργατών και παράλληλα πλησίαζαν την κολόνα από την απέναντι πλευρά. Στη συνέχεια άρχιζαν να σηκώνουν την κολόνα από τη μια άκρη της, για να μπορεί να γλιστράει το κάτω μέρος της, μέχρι να σηκωθεί όρθια. Για τη δική τους ασφάλεια και για να υπάρχει καλύτερος έλεγχος σε όλη τη διαδικασία, η κολόνα ήταν δεμένη με σκοινιά δεξιά και αριστερά. 'Όταν κατάφερναν να τοποθετήσουν την κολόνα κατακόρυφα μέσα στο λάκκο, ρίχνανε μέσα χώμα και τραβούσαν τη λαμαρίνα, που πλέον δεν χρειαζόταν. Η διαδικασία τελείωνε με καλό πάκτωμα του χώματος με ειδικούς τετράγωνους κόπανους.
Θυμάται εκείνες τις  μέρες με καύσωνα στο οροπέδιο της Υπάτης, με τον λίβα να καίει τα σπαρτά, με το θερμόμετρο να χτυπάει σαρανταπεντάρια, και να προσπαθούν ντάλα μεσημέρι να στήσουν τις κολόνες και τις περισσότερες φορές η υψηλή θερμοκρασία και η πίσσα από τις κολόνες να καταστρέφει το δέρμα τους με εγκαύματα.  Φτώχεια καταραμένη που οι εργάτες, ποτέ δεν σκέφτηκαν μέτρα προστασίας, ποτέ δεν διανοήθηκαν να κάτσουν στη σκιά να περάσει το καμίνι. Η ανάγκη για επιβίωση, ήταν πάνω από όλα. Και τότε, στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ήταν όλα χειροκίνητα. Όλες οι δουλειές γινόταν με το χέρι, με την πλάτη.
Πέρασε ο Ιούνιος και τέλος Ιουλίου αρχές Αυγούστου είχε στηθεί το δίκτυο, τέλειωσε το σκάψιμο παροπλίστηκε η παραμίνα και έμειναν αναμνήσεις οι κάλοι, οι φουσκάλες και το σκίσιμο στο δέρμα του «Αλκιβιάδη» κάτι που  αποτελεί συχνό φαινόμενο για όσους ασχολούνται με βαριές χειρονακτικές εργασίες χωρίς να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Στη συνέχεια άρχισε η σύνδεση δικτύου στα σπίτια. Ηλεκτρολόγος της εταιρείας εκτιμώντας τον ακάματο ζήλο του τον πρότεινε στη διοίκηση να τον πάρει βοηθό του και να του ανανεώσουν τη σύμβαση όταν τελείωση το τρίμηνο του. Δεν είχε περάσει ούτε εβδομάδα στα νέα του καθήκοντα που η θεία του «Ερμιόνη» τον κάλεσε να πάνε στο χωριό στη Ρειχιά. Και όταν τον «Αλκιβιάδη» τον καλεί η «Ερμιόνη» σαν άλλος Μωυσής ανοίγει πέρασμα στη θάλασσα και ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της. Με το πρώτο λεωφορείο της γραμμής ο Αλκιβιάδης αναχώρησε για Αθήνα και από εκεί με την θεία «Ερμιόνη» για Μονεμβάσια. Μάλιστα, η «Ερμιόνη» του είχε προτείνει από το Πάσχα το καλοκαίρι να πάμε μαζί οι δύο τους δυο εβδομάδες διακοπές στο χωριό! Δεν το έκρυβε ότι τον ξεσήκωσε η ιδέα αυτή, σκεφτόταν πόσο έντονα περάσαν το τελευταίο Πάσχα. Ίσως μια καινούργια καλοκαιρινή γνωριμία και αυτός να αφεθεί σε αυτή τη φαντασιακή τρέλα του και του αρέσει πολύ. Ένα ταξίδι διακοπών που θα ρουφάει ήλιο, θάλασσα ένταση και φυσικά την ανατροπή.
Γυρίζοντας ο «Αλκιβιάδης» από τις καλοκαιρινές διακοπές παράλληλα με τη φοίτηση στη σχόλη του αναζήτησε μία εργασία παρεμφερή στο τεχνικό κλάδο αλλά την εποχή εκείνη το μαθητευόμενο οι εργοδότες το προσλάμβαναν άμισθο για να μάθει τη τέχνη. Αναγκάστηκε να ασχοληθεί με οικοδομικές εργασίες που ήταν πιο προσοδοφόρες οικονομικά. Στη λέσχη που σύχναζε για μπιλιάρδο γνώρισε ένα νεαρό εργολάβο που είχε αναλάβει την εργολαβία της επένδυσης πλακιδίων στις εγκαταστάσεις του μεγάλου επίγειου δορυφορικού σταθμού στις Θερμοπύλες και στα νεοαναγειρόμενα σφαγεία Λαμίας. Αναζητούσε εργάτη για να παρασκευάζει τις λάσπες στους δυο μαστόρους του, προσφέρθηκε τον προσέλαβε στην μικρή του ομάδα που την απάρτιζαν τρία-τέσσερα άτομα όλα πολύ νεαρής ηλικίας και έτσι περίπου κύλησε η εφηβεία του μεχρι την ενηλικίωση του. Με το καιρό έγινε ένας καλός μάστορας σε επενδύσεις πλακιδίων το χειμώνα και σερβιτόρος-μπάρμαν τα καλοκαίρια στα Καμένα Βούρλα. Επίσης ο εργολάβος εκτός από ένας πολύ καλός παίκτης στο γαλλικό μπιλιάρδο ήταν και άριστος σκακιστής, και δεν άργησε να γαλουχήσει και τον Αλκιβιάδη ώστε να εντρυφήσει και αυτός στα μαγικά μυστικά του σπουδαίου αυτού παιχνιδιού.
Η «Ιοκάστη» μερίμνησε με μια καθηγήτρια αγγλικών να κάνει ο «Αλκιβιάδης» ατομικά μαθήματα στο σπίτι της καθηγήτριας και έτσι κουτσό-έμαθε πέντε-δέκα υποφερτές αράδες από δαύτα γιατί με τα αρχαία και τις ξένες γλώσσες δεν το είχε και στο άνετα το άθλημα. Τουναντίον διάβαζε ότι βρισκόταν στα χέρια του. Η υπεύθυνη της δημοτικής βιβλιοθήκης Λαμίας του είχε το ελεύθερο ότι ώρα ήθελε όποιο βιβλίο ήθελε του το παραχωρούσε ελεύθερα! Και από τα πρώτα βιβλία της βιβλιοθήκης ήταν και «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου  (1849-1923).  Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού στοχαστή Μαξιμίλιαν Ζίντφελντ… που τον σημάδεψε σα χαρακτήρα. Το διάβασε όταν ήταν δέκα πέντε χρονών και τον συνεπήρε τόσο πολύ που το ξαναδιάβασε και πάλι δεύτερη φορά.
Απλώς τελείωσε τη νυκτερινή σχόλη εργοδηγών μηχανολόγων. Τελευταία χρονιά η σχολή  του επέστρεψε το χρηματικό ποσό που είχε καταβάλλει στα δίδακτρα σαν ο μαθητής που ξεχώρισε με την απόδοσή του. Βρισκόταν στα Καμένα Βούρλα δούλευε στο μπαρ-μπουφέ μεγάλου ξενοδοχείου που του έφερε ο ταχυδρόμος την επιταγή με τα χρήματα. Την εποχή εκείνη στα Καμένα Βούρλα έκαναν εμφανίσεις περιοδεύοντες θίασοι τραγουδοποιών. Για ένα μεγάλο διάστημα ήταν και ο Γιάννης Σπάρτακος, ο «μικρός βασιλιάς» της τζαζ ένας από τους κορυφαίους Έλληνες συνθέτες, πιανίστας και μαέστρος με τέσσερα πέντε κοριτσόπουλα στη πίστα. Λογικό ήταν να μη χρειαζόταν ο «Αλκιβιαδης» και ιδιαίτερο κόπο να καταναλώσει το αντίτιμο της υποτροφίας του.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ως υπαξιωματικός στο τεχνικό κλάδο στα τεθωρακισμένα. Με την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, σκεπτόταν τον επαγγελματικό προσανατολισμό του και την επιλογή του σωστού επαγγέλματος που θα ταίριαζε στον χαρακτήρα του, τα ενδιαφέροντά του, και σα νέος θα είχε την ευκαιρία να εξελιχθεί στο μέλλον σ' έναν ενήλικα που θα αντλεί ικανοποίηση από την εργασία του! Απόφοιτος της Μέσης σχολής Εργοδηγών μηχανολόγων έκανε αίτηση πρόσληψης στον ΟΤΕ και Την Ολυμπιακή Αεροπορία για τα  τεχνικά τμήματα. Αναμένοντας της έκβαση των αιτήσεων δούλευε εργάτης στις οικοδομές. Την εποχή του 1972-3 στην Αθήνα γινόταν οργασμός ανοικοδόμησης. Η αναμενόμενη πρόσληψη καθυστερούσε, και τότε θυμήθηκε το ναυτικό του φυλλάδιο το καταχωνιασμένο από την «Ιοκάστη» σε κάποιο συρτάρι. Το ξέθαψε κατέβηκε Πειραιά και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στο Περσικό κόλπο μπαρκαρισμένος σ' ένα γκαζάδικο. Ταυτόχρονα η Ολυμπιακή του πρότεινε πρόσληψη άλλα δεν την αποδέχτηκε. Έμεινε εννέα μήνες στη θάλασσα. Γυρίζοντας στην Ελλάδα έλαβε την απόφαση να φοιτήσει ως είχε δικαίωμα ένα έτος στη ναυτική ακαδημία μηχανικών εμπορικού ναυτικού ώστε το επιλεχθέν επάγγελμα να του διασφαλίζει τις επιδιωκόμενες προοπτικές εξέλιξης του, και να μην αποτελεί μια παρωχημένη επιλογή που ενδεχομένως θα τον οδηγούσε σε μια αδιέξοδη κατάσταση στασιμότητας. Τον κέρδισε η θάλασσα όπως την ατένιζε στα θολά παιδικά του όνειρα από τις ακτές της Αγίας Μαρίνας Φθιώτιδας παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της προς μεγάλη απογοήτευση της Κύπριας φιλολόγου του που αλλιώς τη φανταζόταν τη σταδιοδρομία του. (Όχι πάντως μηχανικό. Κάτι για ρεπόρτερ του έλεγε. Δημοσιογράφος εννοείς; τη ρωτούσε.)
Για κάποιους ανθρώπους τα γράμματα γίνονται πολυτέλεια όταν το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η περηφάνια της φτώχειας τους. Και άντε και πώς να το ανακοινώσει στην «Ιοκάστη» που τον έβλεπε να παίρνει τα γράμματα και καμάρωνε. Έβλεπε στο γιο της τα διψασμένα για γνώση μάτια της.
Μπορεί να φαίνεται ανόητο αλλά κάποτε μέσα του σαν φευγαλέο σύννεφο είχε ένα όνειρο πολύ κοινό, να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά υπήρχε έλλειψης στόχων, για την ακρίβεια με την πιο πλατιά έννοια του όρου απλώς να αποκτήσει ευρύτερες γνώσεις. Κάπου κάπου το όνειρο αυτό γυρνούσε και του κτυπούσε τη πόρτα μα με τον καιρό ένιωσε ότι ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας του.
«Ίσως κάποια μέρα.» Σκεφτόταν.
«Ίσως.»
Μα εκείνη η μέρα δεν ήρθε, δεν του παρουσιάστηκε ποτέ. Τώρα που έχει τα τριπλάσια χρόνια, κυνηγάει την παιδική ηλικία που δεν είχε, και γι' αυτό του αρέσουν οι παιδικές περιπέτειες. 
Υ.Γ: Και στα είκοσι οκτώ του χρόνια έκοψε και το τσιγάρο άπαξ και δια παντός.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

The happy night of the Tibetans,

μαγικό τραγούδι και ρυθμός .... χαμογελαστά πρόσωπα. Φιλικά πρόσωπα! Αγαπητά πανέμορφα κορίτσια! Η ανοιχτή ψυχή των χορευτών είναι πλήρης αρμονία. Και αυτή η αρμονία μεταδίδεται σε όλους εμάς που παρακολουθούμε αυτό το βίντεο.
Ευχαριστώ όλους για το βίντεο.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

Kiniras, Smina kai o Adonis

Ο πλούσιος βασιλιάς της Κύπρου Κινύρας είχε μια πεντάμορφη κόρη, που πεισματικά αρνιόταν της χαρές του έρωτα. Ήρωες πολλοί και πριγκιπόπουλα έφυγαν λυπημένα, χωρίς να καταφέρουν να αποκτήσουν την πεντάμορφη κόρη του, Σμύρνα. Η θεά όμως του Έρωτα Αφροδίτη, προσβεβλημένη από τη στάση της που δεν της προσέφερε τις απαιτούμενες τιμές, έστειλε στη Σμύρνα για τιμωρία ερωτικό πάθος για τον ίδιο τον πατέρα της. “ Το πάθος όλο και φούντωνε, αποφάσισε να τα φανερώσει όλα στην παραμάνα της την Ιππολύτη. Η ασυνείδητη γριά της υποσχέθηκε τρόπο να βρει” Έτσι η Σμύρνα έσμιξε με τον ίδιο τον πατέρα της, χωρίς εκείνος να το ξέρει, στο θεοσκότεινο κοιτώνα του. Πέρασε όμως καιρός. Η Σμύρνα είχε έγκυος μείνει. Όταν ο εξαπατημένος πατέρας έμαθε την ντροπή του, να την τιμωρήσει θέλησε την θυγατέρα του, και την κατεδίωξε με γυμνό σπαθί. Οι θεοί όμως άκουσαν τις σπαρακτικές παρακλήσεις της καταδιωκόμενης, θεόπληκτης Σμύρνας και για να την γλιτώσουν την μεταμόρφωσαν σε δέντρο. Την Σμύρνα!
Ο Κινύρας, ο αιμομίκτης πλούσιος βασιλιάς της Κύπρου, μετά απ’ αυτή την ντροπή του αυτοκτόνησε. Ύστερα από εννιά μήνες, το “δέντρο” άνοιξε και βγήκε ένα παιδί, μοναδικής ομορφιάς ο Άδωνις. Θαμπωμένη η Αφροδίτη το έκλεισε σ’ ένα κιβώτιο και το εμπιστεύτηκε στην Περσεφόνη, με την εντολή να μην το ανοίξει”. Η εντολή βέβαια ως συνήθως έφερε αντίθετο αποτέλεσμα. Η Περσεφόνη άνοιξε το κιβώτιο, είδε τον πανέμορφο μικρούλη Αδωνη κι αρνιόταν την επιστροφή του στην Αφροδίτη. Έτσι μεγάλος ξέσπασε ”καβγάς”, ο απόηχος του στον Δια έφθασε τον δικαστή τον ύστατο. Να βρει μια λύση δίκαιη για τις δυο γυναίκες [Σολομώντεια] που διεκδικούσαν το όμορφο μωρό τον Αδωνη.
Ο Δίας όρισε τέσσερις μήνες ο θαυματουργικά γεννημένος Αδωνις θα τους περνούσε στον Όλυμπο ψηλά, μετά, “χώρισε στη μέση” τον υπόλοιπο χρόνο του Αδωνη που θα τον περνούσε μαζί με τις “δυο μητέρες του” την Αφροδίτη και την Περσεφόνη.
Ο μύθος τούτος του Αδωνη περιέχει όλες τις παραδοξότητες της οικογένειας του Λωτ που με τόση φυσικότητα περιλαμβάνονται στον μύθο των Σοδόμων.
Βέβαια εδώ ο ηθικός ήρωας της βίβλου δεν έχει ενδοιασμούς να τον “μεθάνε τακτικά τα κοράσια του” και να ορέγεται τους χυμούς των. Ο καλός θεός για τους φίλους και τους συγγενείς είναι. Για μερικές αιμομιξίες του Λωτ τώρα με τις κόρες του μέχρι τα κορίτσια να πιάσουνε καρπό, εντάξει δεν χάλασε και ο κόσμος. Διάβολε ολόκληρο ιδιωτικό θεό έχουμε. Τέσσερις πόλεις μας βοήθησε να κάψουμε και να πάρουμε την πλούσια γη τους [Σόδομα, Γόμαρα, Αδάμα, Σεβωειμ]. Άλλωστε εδώ ο Αβραάμ παρουσίαζε την όμορφη Χαλδαία γυναίκα του για αδελφή του, και σαν πετυχημένος νταβατζής, βοηθούμενος βέβαια από τις Χαλδαίας ψευτομαγειες και ταχυδακτυλουργίες του, έβαλε στο χέρι ολόκληρους Φαραώ και λοιπούς φυλάρχους. Συνηθισμένο φαινόμενο η ηθική ανωτερότητα τους. Με τα πολλά μεθύσια τα κατάφεραν, τούτα τα κορασιά, δεν γέννησαν Αδωνη, αλλά Άμμων και Μωαβ.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Malaga... Playa de la Malagueta.. Ki Ena Mpoykali Sangria

Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας.....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
...Ξαδέρφη αυτό το υπέροχο και απρόβλεπτο ταξίδι που λέγεται ζωή είναι γεμάτο συγκινήσεις, όμορφες στιγμές, αλλά και προκλήσεις εκεί που δεν τις αναμένεις και οι προκλήσεις γίνονται αισθητές και δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα επιφέροντας επιπτώσεις και μας υποχρεώνουν να κάνουμε επιλογές που ας είμαστε ειλικρινείς μας φέρνουν αντιμέτωπους με ηθικά διλήμματα. Μπορεί να υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους, παρόλο που μια γυναίκα είναι παντρεμένη, βρίσκει τον εαυτό της τόσο ευάλωτο και εκτεθειμένο να σκέφτεται κάποιον άλλο άνδρα και η σεξουαλική έλξη που της ασκεί να είναι  αναπόφευκτη! Από ηθικοπλαστικής φύσεως του αυστηρά μονογαμικού έρωτα θα βασανίζεται πολύ να σταματήσει να τον σκέφτεται αλλά νομίζω πως δεν υπάρχει τρόπος τις στιγμές που έρχεται αντιμέτωπη με τη σεξουαλικότητα που κρύβουμε μέσα μας, που δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο και θέλει να εκδηλωθεί. Είναι οι στιγμές που η σάρκα φλέγεται, οι καύλες κι οι ορμές δεν έχουν εξαρτώμενα ραντεβού. Τότε είναι που δεν υπάρχει κάποιο πρωτόκολλο ή κάποιος ενδεδειγμένος τρόπος χειρισμού μιας τέτοιας κατάστασης. Τότε θα πρέπει να αποφασίσει πώς το χειρίζεται παραιτούμενη από οποιαδήποτε προσπάθεια ηθικοπλαστικής επιχειρηματολογίας! Αγαπητή μου ξαδέρφη υπήρχε, υπάρχει μα και θα υπάρχει εσαεί το παράνομο, το «απαγορευμένο μήλο…» το αμαρτωλό!. Ακριβώς σαν την παρακάτω ιστορία που σου διηγήθηκε η καλή σου φίλη η Ελπινίκη, της κυρίας Μελισσάνθης της συζύγου του υποπλοιάρχου σε γκαζάδικο που εκτελούσε ταξίδια από Μεσόγειο θάλασσα στη Βραζιλία.
Η ερωτική ιστορία αυτή συνέβη πριν μερικά χρόνια και η Ελπινίκη την είχε ακούσει με μια γερή δόση από κουτσομπολιό που σκοτώνει, από τις κοπέλες που εργάζονταν στα γραφεία της μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας που εργαζόταν και ο σύζυγος της και την είχε μεταφέρει στην Εριφύλη. Η Μελισσάνθη όμορφη και σέξι γυναίκα δε δούλευε, γυμναζόταν και πρόσεχε γενικά πολύ τον εαυτό της στα τριάντα πέντε της χρόνια! Γύρω στο ένα εβδομήντα, αδύνατη, μελαχρινή με σγουρά μαλλιά, μαύρα μάτια και πολύ δυνατό στήθος, λες και σου μιλούσε. Παντρεμένη και αυτή με ναυτικό από κάποιο νησί των Κυκλάδων. Την εποχή εκείνη ο σύζυγος είχε μπαρκάρει υποπλοίαρχος σε γκαζάδικο που εκτελούσε ταξίδια από Μεσογειακούς λιμένες της Βορείου Αφρικής στη Βραζιλία μεταφέροντας Crude oil. Η Μελισσάνθη πήρε το αεροπλάνο με προορισμό τη Μάλαγα Ισπανίας και από εκεί οδικώς για τον λιμένα διέλευσης του πλοίου το Αlgeciras όπου επιβιβάστηκε φιλοξενούμενη επιβάτης να μείνει μερικές ημέρες με το σύζυγο της. Ο υποπλοίαρχος του πλοίου ένας στιβαρός άνδρας στα σαράντα και κάτι του χρόνια, στο πλοίο σαν υπεύθυνος των υγρών και επικινδύνων φορτίων, έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με πολύ πιεστικές καταστάσεις και υπερβολικές απαιτήσεις με τη διαχείριση τους που απαιτούσαν αυξημένη διαθεσιμότητα (χρονική, ποιοτική,) εξειδίκευση και υψηλή ευθύνη. Οι συνέπειες της καθημερινής απασχόλησης του με πρόσθετες ώρες εργασίας είχαν σαν αποτέλεσμα να του παράγουν μια ανισορροπία στις ώρες εργασίας του που επηρέαζε την ποιότητα της ζωής του! Κατ΄ επέκταση, θεωρείτο «φυσιολογικό» στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του να αισθάνεται καταβεβλημένος και ταυτόχρονα μειωμένη επιθυμία για τη σχέση που αφορούσε τα σεξουαλικά συζυγικά του καθήκοντα κατά την διάρκεια παραμονής της Μελισσάνθης στο πλοίο. Με λίγα λόγια και καθόλου μουσική δεν δείχνει ιδιαίτερη έμφαση και ορθή εκτίμηση στις σεξουαλικές ανάγκες της κυρίας Μελισσάνθης που πλεονάζουν. Η κυρία Μελισσάνθη μια που πήγε και μια που ξεμπαρκάρισε στο γυρισμό επιστροφή στην πατρίδα με το ίδιο δρομολόγιο σχεδόν αγάμητη. Οι φήμες ότι ο κύριος υποπλοίαρχος είχε αποκτήσει το πολύ συχνό αφροδίσιο νόσημα το βακτήριο Chlamydia trachomatis από μια γρήγορη ξεπετά στη Μπραζίλια και μόλις είχε αναρρώσει και ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός βρίσκοντας δικαιολογία τον φόρτο της εργασίας του για να αποφεύγει τη σεξουαλική επαφή με την κυρία του, ίσως να ήταν και fake news. Στο γυρισμό στον λιμένα του Αlgeciras από το πλοίο μαζί με την κυρία Μελισσάνθη ξεμπαρκάρισε και είκοσι πεντάχρονος νεαρός μηχανικός με καταγωγή από νησί του Αργοσαρωνικού. Ξεκίνησαν αργά απόγευμα από το Αlgeciras με το σούρουπο να τους ακολουθεί κατά μήκος της Costa del Sol Occidental, ο ουρανός ήταν πλημμυρισμένος από ιριδίζοντα ρόδινα και γαλαζοπράσινα, χρώματα, μπλεγμένα αξεδιάλυτα μεταξύ τους, έτσι όπως μόνο η Φύση ξέρει να κάνει, έφτασαν όταν ο ήλιος έγερνε βάφοντας μενεξεδένια τη δύση, και το φως της ημέρας ξεθώριαζε γρήγορα, παραχωρώντας τη θέση του σ’ ένα ήσυχο, μεσογειακό σούρουπο. Η βραδιά είναι διαυγής και δροσερή, και τα φώτα της Malagas λαμπυρίζουν και τρεμοπαίζουν, καλωσορίζοντας τους καθώς αποβιβάζονται στο ξενοδοχείο. Τα νέα φθάνοντας στη Μάλαγα για την κυρία Μελισσάνθη και το νεαρό μηχανικό είχαν δυο όψεις και ευχάριστη και δυσάρεστη αναλόγως από ποια οπτική το έβλεπε ο καθείς τους. Πρώτον με αιτία της απεργίας ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας του αεροδρομίου είχαν ακυρωθεί οι πτήσεις το τελευταίο είκοσι τετράωρο και λόγω μεγάλης πληρότητας των ξενοδοχείων ο πράκτορας πιστεύοντας ότι έχουν συγγένεια μετά βίας τους βρήκε προς διάθεση ένα δίκλινο δωμάτιο σε καλό ξενοδοχείο. Με μια αρχική αμηχανία και μερικά ναι μεν άλλα για την τιμή των όπλων, το αποδέχτηκαν αμφότεροι με άκρως φιλική διευθέτηση. «Είναι ότι καλύτερο κατόρθωσα να βρω.» τους πληροφόρησε ο πράκτορας. Έπρεπε να ξεφύγουν απ’ αυτή τη δύσκολη θέση που έδειχνε «μεν» ιδιάζουσες συνθήκες συγκατοίκησης, «αλλά» πολλά υποσχόμενη καθώς το νέο τους ταξιδιωτικό πρόγραμμα μέχρι να ξεκινήσει η πτήση τους περιελάμβανε τουλάχιστον δυο διανυχτερεύσεις. Το ξενοδοχείο είναι κοντά στον λιμένα και τα μεγάλα μπαλκόνια του βλέπουν στην ατελείωτη θάλασσα! Το δωμάτιο δίκλινο με δύο μονά κρεβάτια και έναν καναπέ μεγάλο ευρύχωρο, κλιματιζόμενο με μπαλκόνι με θέα το λιμάνι, τηλεόραση, ψυγείο, δωρεάν wifi, όπου επικρατεί τάξη και καθαριότητα, είκοσι τετράωρο room service. Ο νεαρός μηχανικός τη βοήθησε να μεταφέρουν τις αποσκευές τους στο δωμάτιο. Η Μελισσάνθη μπαίνει τελευταία μέσα, κλειδώνει την πόρτα, βγάζει τα παπούτσια της, φορά παντόφλες του ξενοδοχείου και τακτοποιεί προσεκτικά το πανωφόρι της και την τσάντα της στον καλόγερο και κάθεται στον καναπέ. Ο Νεαρός περιεργάστηκε τα κατατόπια του δωματίου και σχολίασε τα όντως άνετα αν και μονά κρεβάτια που υπήρχαν λέγοντας ότι θα είχαν άνεση στον ύπνο. 
Η Μελισσάνθη κοιτά το ρολόι της. «Είμαι λιγάκι ψόφια, δεν κοιμήθηκα πολύ χθες το βραδυ. Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα όμως. Εγώ με όλη αυτή την αναστάτωση ήδη πεθαίνω της πείνας! Εσύ;».
«Έχω λυσσάξει στην πείνα. Αλλά να κάνουμε πρώτα ένα ντους;»
«Εννοείται πως είναι το πιο αναγκαίο αυτή τη στιγμή μετά το δίωρο ταξίδι μας με το ταξί.»
Ο νεαρός μπήκε πρώτος στο ντους! Όταν τελείωσε και βγήκε ήταν ήδη ντυμένος έτοιμος για έξοδο.
«Μπείτε και  κάνετε ντους με την ησυχία σας.» και βρήκε την ευκαιρία να της πει πως μόνος αυτός μόνη και αυτή, χωρίς υποχρεώσεις αυτό το βράδυ, να βγαίναν για ποτό, φαγητό, οτιδήποτε. Προς μεγάλη του χαρά δέχτηκε την πρόσκληση του με ευχαρίστηση.
«Εγώ θα βγω στο μπαλκόνι όταν είστε έτοιμη με φωνάζετε να καλέσουμε ταξί για το εστιατόριο.»
«Η Μελισσάνθη κοιτάζει δήθεν με απορία γύρω της.»
«Συμβαίνει κάτι;» Τη ρωτάει
«Κοιτάζω αν είμαστε πολλές»
«Ο νεαρός με γέλιο καλόκαρδο, χαρούμενο. «Για τον πληθυντικό εννοείς;»
Η Μελισσάνθη σκέφτηκε πως μια παράξενη συγκυρία της φέρνει απρόσμενα και αναπόφευκτα τη συγκατοίκηση με το νεαρό άνδρα σ΄ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου! Ωστόσο, είχε καλή διάθεση για αυτό που ζούσε. Το κλειδί βρισκόταν στον τρόπο που σκεπτόταν: πέταξε οτιδήποτε αρνητικό και προγραμμάτισε τον νου της να λειτουργεί με θετικές και όμορφες σκέψεις. Μπαίνοντας κάτω από το ντους ένιωσε πολύ πιο ενεργητική με το νερό που πέφτει πάνω στο σώμα της. Χαλαρά και χωρίς βιασύνη, υιοθετώντας ρουτίνα ομορφιάς, φρόντισε και περιποιήθηκε τον εαυτό της που βελτίωσαν όχι μόνο την εμφάνιση της αλλά και την ψυχολογία της. Τέλος ξύρισε και περιποιήθηκε το μουνάκι της, βγήκε έτοιμη, ντύθηκε όμορφα με ένα ωραίο στενό casual φόρεμα έβαλε το καυλωτικό άρωμα της έτοιμη να βγουν με το νεαρό μηχανικό για φαγητό και μετά για ένα ποτό. Ο Νεαρός όσο πλησίαζε η ώρα να βγουν με την Μελισσάνθη άρχιζε να αγχώνεται ευχάριστα. Η ώρα πέρασε και η Μελισσάνθη έκανε την εμφάνιση της στο μπαλκόνι. «Δεν άργησα;» Την είδε! Πολύ καλή η εμφάνιση της, εξωτερικά που φορούσε ρούχο στιλάτο εφαρμοστό και ελάχιστα προκλητικό άλλα από κάτω οι καμπύλες της φαινόταν σκέτη καύλα.
Το ταξί μετά από μια πολύ σύντομη διαδρομή τους άφησε στην Playa de la Malagueta στη γειτονιά με τη μεγάλη γαστρονομική προσφορά να απολαύσουν τις πολλαπλές γαστρονομικές επιλογές τους μπροστά στη Μεσόγειο και η γαστρονομική περιήγηση στη νυχτερινή ζωή της Μάλαγα που είναι απόλαυση καθώς πέφτει η νύχτα. Τα φώτα της πόλης αντανακλούσαν στο νερό. Δάση από κατάρτια διαμέλιζαν το φέγγος της πανσέληνου. Εκείνη τη στιγμή ο νεαρός μηχανικός ένιωθε πως το τοπίο το είχε ζωγραφίσει ο Πικάσο. Ανάμεσα σε κτίρια του δέκατου ένατου αιώνα, μεγάλα δέντρα και ουρανοξύστες υψώνονται στη Μάλαγα και μπροστά τους μια γωνιά μεγάλης μοναδικότητας η Playa de la Malagueta. Το σκηνικό έμοιαζε με καρτ ποστάλ, από τους ψηλούς φοίνικες μέχρι την κατάλευκη άμμο που την έγλειφαν τα κύματα. 
«Το γνωρίζεις ότι η Μάλαγα αυτό το ιστορικό λιμάνι της Μεσογείου, είναι η πόλη του Πικάσο;» γυρίζει και λέει στην Μελισσάνθη ρουφώντας με τα ρουθούνια του την τσίκνα από τα τις paella&Tapas των πολυπληθών ρεστοράν της περιοχής. Η Μελισσάνθη ένιωσε το χέρι του νεαρού άνδρα να τη σπρώχνει απαλά για να περάσει από την ξύλινη πόρτα ενός μικρού ισπανικού εστιατορίου. Μια ανατριχίλα τη διαπέρασε στο άγγιγμα του και υποχρεώθηκε να τονίσει στον εαυτό της ότι η χειρονομία του ήταν απλώς μια επίδειξη ευγένειας και καλών τρόπων. Τίποτα παραπάνω. Τώρα η Μελισσάνθη γλιστρούσε αργά στο κάθισμα που εκείνος τράβηξε ευγενικά για να τη διευκολύνει να καθίσει. Το τραπέζι τους βρισκόταν σε διακριτική θέση, σε μια γωνία. Το εστιατόριο συνδύαζε την ησυχία και την σπιτική ζεστασιά ακριβώς πάνω στη θάλασσα με πολλά χάλκινα σκεύη κουζίνας κρεμασμένα στον έναν τοίχο και ξεθωριασμένα σχέδια ζωγραφικής στον απέναντι. Η ατμόσφαιρα μύριζε σκόρδο και ελαιόλαδο. Μιλούσαν τρώγοντας και πίνοντας για δυο ώρες στη Playa de La Malagueta και άρχισε να αρέσει ο ένας στον άλλον σιγά σιγά. 
«Επιδόρπιο;» ρώτησε την ώρα που η Μελισσάνθη περνούσε απαλά την πετσέτα από τα χείλη της. «Θ’ αστειεύεσαι. Κοντεύω να σκάσω.» «Απ’ ό,τι βλέπω, χρειάζεσαι λίγη εξάσκηση για να τρως πλούσιο γεύμα. Δεν παραξενεύομαι που είσαι τόσο αδύνατη.» «Ε, όχι και αδύνατη!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη, μολονότι ένιωθε μυστικά ευχαριστημένη για το κομπλιμέντο. Ποτέ δεν υπήρξε αδύνατη και δεν επρόκειτο να γίνει. Ευθύνονταν τα γονίδιά της γι’ αυτό. «Εντάξει, λοιπόν. Να πιούμε το ποτό μας στο ξενοδοχείο;»
 Απόλαυσαν ένα δείπνο με υπέροχα πιάτα πίνοντας από δυο ποτήρια γλυκό δροσερό κρασί και επιστρέφοντας από το εστιατόριο στο ξενοδοχείο, σίγουρα σκεφτόταν και οι δυο το σεξ. Το ζήτημα ήταν ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση, το πρώτο βήμα. Ένα μικρό «απρόσεχτο» βήμα ήταν αρκετό και πριν καταλάβουν τι έγινε το καζάνι που έβραζε θα σκάσει. Θα γινόταν έτσι κι αλλιώς! Λέγαν αστεία και γελούσαν μαζί. Μεσανυχτα έμοιαζε ήδη σαν να γνωρίζονταν μια ζωή. Συνέχισαν να μιλάνε χαλαρά η Μελισσάνθη αραγμένη στο μικρο καναπέ και ο νεαρός άνδρας απέναντι της σε μια  καρέκλα. Μιλούσαν κυρίως για τη δουλειά των ναυτικών, για το τι τους αρέσει και φυσικά η κουβέντα δεν άργησε να πάει και στα ερωτικά. Η γυναίκα όπως καθόταν έτσι απλωμένη απέναντί του τα δυο υπέροχα πόδια της που ήταν μισάνοιχτα και το φόρεμα της ήταν λίγο σηκωμένο, ανάμεσα φαινόταν τέλεια το κιλοτάκι της. Ένα άσπρο διάφανο με πολύ δαντέλα, υπέροχο και από μέσα σαν μέσα από ελαφρά ομίχλη φαινόταν ροδοκόκκινα τα χείλη απ΄ το μουνί της και το καυλί του κόντεψε να σπάσει το παντελόνι του στη θέα του. Η Μελισσάνθη από απέναντι μπορούσε να βλέπει τον καβάλο του παντελονιού του μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί χαμογέλασε με πολύ νόημα. Παραπονέθηκε ότι νιώθει  τον αυχένα της βαρύ και κουρασμένο, αυτό το «πιάσιμο» που φέρνει πονοκέφαλο. Ο νεαρός άνδρας βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε να κάνει την  κίνηση του. Η σανγκρία (sangria) βοηθούσε, το μπουκάλι που είχαν πάρει μαζί τους στο ξενοδοχείο είχε σχεδόν τελειώσει και η υπομονή και τον δυο επίσης. Από εκείνη την πρώτη ώρα που είχανε βρεθεί μόνοι τους, η καύλα και το πάθος τους, τους καλούσε να παρασυρθούν, σε «παράνομα» - κατά τους τύπους- μονοπάτια ηδονής. Ενώ τίποτα το συγκεκριμένο δεν ειπώθηκε ήταν ολοφάνερο ότι στο μυαλό και των δύο ένα πράγμα υπήρχε. Πως θα πηδηχτούν άγρια αφήνοντας τους τύπους και τις δικλίδες ασφαλείας κατά μέρους.  
«Ένα καλό μασάζ μπορεί να είναι εξαιρετικά χαλαρωτικό και να σου προσφέρει ανακούφιση από το άγχος, θα σε χαλαρώσει, θα σε κάνει να αισθανθείς όμορφα!» Της λέει και σηκώθηκε, πήγε πίσω της και άρχισε να της κάνει μασάζ ξεκινώντας από το κεφάλι για να υπάρξει οικειότητα στα πρώτα του αγγίγματα προχωρώντας σταδιακά προς τον αυχένα, η Μελισσάνθη τεντώθηκε, το απολαμβάνει και αναστέναξε βαθιά. 
«Ξέρεις πόση ώρα το θέλω αυτό.» του είπε. 
«Εγώ να δεις!» υποδεικνύοντας ότι επιτείνει τα λεγόμενα της και ότι και αυτός νιώθει τα ίδια και ακόμα πιο έντονα.
«Πλάκα μου κάνεις τώρα!»
«Στόχος μου με την ενθάρρυνση σου είναι να σε ευχαριστήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.» της απαντά.
«Με κάνεις να νοιώθω όμορφα μαζί σου!» 
«Με όλο το θάρρος αν κατάλαβα καλά στο πλοίο κάποιες στιγμές η σχέση σας με το σύζυγο φάνταζε κάπως τεταμένη! Συζυγικές αψιμαχίες;»
«Το πρόβλημα ήταν ότι γενικά έχω μανία να αναλύω υπερβολικά τα πράγματα κι αυτό τον κουράζει. Για αυτό κι έχω γίνει, λέει, ψυχαναγκαστική.»
«Μάλιστα. Και αυτό επηρεάζει και τη σεξουαλική σας ζωή;»
«Δεν ξέρω πως να το ερμηνεύσω! Σκέφτομαι, δηλαδή, μήπως γενικά έτσι είναι οι σχέσεις όταν με τα χρόνια αρχίζεις να συνηθίζεις τον άλλον.»
«Δεν συμφωνώ μαζί σου. Εξάλλου δεν είσαι τόσο μεγάλη! Απεναντίας είσαι νέα και ποθητή.»Της λέει συνεχίζοντας το μασάζ στον αυχένα, ασκώντας απαλή πίεση με τις άκρες των δακτύλων του κατά μήκος της βάσης του κρανίου της. Απελευθερώνοντας ελαφρά το φερμουάρ στο φόρεμα ψιλά είχε ελεύθερους τους ώμους της και άρχισε σιγά-σιγά να κατεβαίνει μέχρι την κορυφή των ώμων της με κυκλικές κινήσεις αυξάνοντας σταδιακά την πίεση καθώς οι μύες της άρχισαν να χαλαρώνουν.
«Εσύ! Για πες τώρα, τι λέει η κοπέλα σου για το επάγγελμα σου;»
«Δεν υπάρχει καμία. Μόνος μου είμαι.»
«Μάλιστα. Και πως είναι η σεξουαλική σου ζωή τελευταία;»
«Πικρή η αλήθεια αλλά θα την πω, νιώθω εντελώς άδειος.»
« Αα! κρίμα. Καλά κι εγώ, μη νομίζεις, καιρό έχω να....»
«Η εύθραυστη μελαχρινή ομορφιά σου μην μου πεις πως δεν έχει θαυμαστές! Όλες οι γυναίκες, έχουν τουλάχιστον έναν θαυμαστή στο περιβάλλον τους ο οποίος παρά το γεγονός ότι γνωρίζει ότι είναι δεσμευμένες, τις πολιορκεί διακριτικά. Σίγουρα προτάσεις δεν σου έχουν κάνει; Άσε τον ναυτικό και παντρέψου εμένα».
«Γέλια...»
«Χυλόπιτα έχεις ρίξει;»
«Ναι έχει χρειαστεί» «Γέλια»
«Εμμονικός θαυμαστής;»
«Ναι έχει υπάρξει. Του μίλησα στα ίσα και με ψυχραιμία και κατάφερα να τον απομακρύνω όταν του είπα ότι δεν έχω διάθεση για κάτι παραπάνω. Το θέμα είναι ότι απλά δεν έχω συνηθίσει να...... Αυτό με τα αφροδίσια που κυκλοφορούσε στο πλοίο ισχύει;» τον ρωτάει ξαφνικά στο ξεκάρφωτο και ο νεαρός έκπληκτος χάνει τα λόγια του μένει αμίλητος. 
«Τον… τον παλιομαλάκα! Τον γαμημένο!» ξεσπάει η Μελισσάνθη.
« Ώπα, αγρίεψαν τα πράγματα…Το θέμα είναι βαρύ και απαιτεί ανάλυση.» Την περιπαίζει με ευχάριστη διάθεση και με σκοπό να διασκεδάσει με τις αντιδράσεις της.
«Όλα καλά;» τη ρώτησε.
«Ναι, όλα καλά», είπε.
Με απαλές κινήσεις επιδέξια και τρυφερά κατεβαίνει ποιο χαμηλά από τους ώμους απελευθερωνει το σουτιέν της από το σύνδεσμο στην πλάτη με αυτοπεποίθηση και αυτό είναι κάτι που ανοίγει τον δρόμο. Τον δρόμο της απόλαυσης μέσα στην κοιλάδα των μαγεμένων λόφων της. Με αργές κυκλικές κινήσεις προχωρά σταδιακά και φτάνει να της κάνει μασάζ στο στήθος ξεκινώντας από έξω προς τα μέσα μέχρι τις θηλές. Άφησε την γυναίκα να τον καθοδηγήσει σχετικά με το μέγεθος της πίεσης που την ευχαριστεί περισσότερο. Οι θηλές ανασηκώνονται με τα χάδια και το μασάζ, σηματοδοτώντας τη διέγερση. Το κορμί της είχε ανάψει, ξύπνησε τις αισθήσεις της, της ξύπνησε το πάθος και τη σεξουαλική επιθυμία. Μείναν για μια στιγμή σιωπηλοί. Ακούει μόνο την αναπνοή της οι θηλές της ευδιάκριτες στητές του ξυπνάνε περίεργα ένστικτα, κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της και άρχισε να έχει μια ωραιότατη στύση. Τότε την αγκάλιασε και φιλήθηκαν. Αυτή έμεινε άφωνη ακουμπώντας τον τοίχο, και μάλλον σκεφτόταν πολλά! Αισθανόταν τη δύναμη των μυών του στην προσπάθεια να τον σπρώξει μακριά της, αλλά τα χέρια της έγιναν αδύναμα καθώς η ένταση του φιλιού του δυνάμωνε. Η αντίστασή της γινόταν όλο και πιο απρόθυμη συνειδητοποιώντας ότι ανταποκρινόταν στα φιλιά του. Τα χέρια του αγκάλιασαν κτητικά τους γοφούς της και την έσφιξε τόσο δυνατά πάνω του ώστε εκείνη ένιωσε τον ερεθισμό του. Την είχε φέρει ακριβώς εκεί που ήθελε τώρα. Το κορμί της είχε αποδειχτεί τόσο προδοτικό. Της έβαλε το χέρι της εκεί στη στύση του, η Μελισσάνθη το έσφιξε δυνατά. «Ωραία τι κάνουμε.» της λέει. Το μουνί της είχε διογκωθεί και άρχισε να «μυρμηγκιάζει». Ο κόλπος της γέμισε υγρασία έτοιμος για σεξουαλική πράξη. «Πάμε στο κρεβάτι.» 
Τράβηξε το κεφάλι του προς το μέρος της και τα χείλη τους έσμιξαν πάλι βίαια καθώς το χέρι της έβγαλε αυτό που αναζητούσε από το παντελόνι του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν στη μέση της, θηλυκώνοντας τα σώματά τους, καθώς τα στόματα τους δαγκώνονταν λαίμαργα. Ανυπομονησία ξέσπασε ανάμεσά τους, και τα δυνατά χέρια του νεαρού άνδρα γλίστρησαν στον κορμό της, έπιασαν τους γλουτούς της και την ανασήκωσαν με ευκολία. Το σώμα της κατάλαβε τι της ζητούσε και ανταποκρίθηκε. Τα πόδια της τυλίχτηκαν αυτόματα γύρω από τη μέση του, ο άνδρας γύρισε στο πλάι και με δυο βήματα την κόλλησε στον τοίχο, και άρχισε να τη σπρώχνει τρίβοντας το σκληρό πούτσο του στην κοιλότητα που σχημάτιζε το φόρεμα της. Ηδονή και λαχτάρα σφυροκοπούσαν μέσα της και ξεφυσούσε στο στόμα του, εκλιπαρώντας τον σιωπηλά να της δώσει κι άλλο. Τα στήθη της πιέστηκαν στο στέρνο του. Ο ερεθισμός του ήταν τόσο έντονος και εντυπωσιακός που η Μελισσάνθη ένιωσε ένα ρίγος ωμής γυναικείας δύναμης. «Σε θέλω τώρα. Τώρα», τον ικέτεψε. Με μάτια που έκαιγαν, έβγαλαν τα ρούχα τους και τα άφησαν να πέσουν στο πάτωμα. «Θεέ μου, τι όμορφη που είσαι», ψιθύρισε ο νεαρός άνδρας. Το καυτό του βλέμμα έκανε τις θηλές της να σκληρύνουν. Πήρε τα στήθη της στις παλάμες του, χάιδεψε την σάρκα τους κι έπειτα έσκυψε για να τα φιλήσει. Η Μελισσάνθη έβγαλε μια κραυγή, έγειρε αυθόρμητα μπροστά κι έκλεισε τα μάτια της παραδομένη στην ηδονή. Τα χέρια του άνδρα, χάιδευαν τις σφιχτές καμπύλες της κοιλιάς και της μέσης της. Η αναπνοή της έγινε πιο γρήγορη, η φλόγα ανάμεσα στους μηρούς της δυνάμωνε αβάσταχτα.  Τη σήκωσε στην αγκαλιά του, και τη μετέφερε στο κρεβάτι. Την απέθεσε κι έγειρε πάνω της, σκορπίζοντας φιλιά στα στήθη και στους ώμους της. Ύστερα κατέβηκε χαμηλότερα στους γοφούς. «Είσαι σίγουρη;» είπε μέσα απ’ τα δόντια του. «Ναι», απάντησε αποφασιστικά η Μελισσάνθη. «Είμαι». Δείχνοντας πως έχει φτάσει η ώρα να ξεκινήσουν το ταξίδι της μεγάλης απόλαυσης!

Η συνέχεια στην ...
Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..2)
.....

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Tha Perassei Kai Afti I Kataigida

.... Ο ήχος από την βροντή τον αιφνιδίασε, τον κατέλαβε απροετοίμαστο. Σηκώθηκε όρθιος, κοίταξε έξω από το παράθυρο του μικρού του γραφείου να δει τι συνέβαινε. Παρατήρησε πως οι δρόμοι άδειασαν από τους πεζούς και ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα μαύρα σύννεφα που συσσωρεύονταν, είχαν σκεπάσει τον ήλιο και δεν προμηνύουν τίποτα καλό. Ήταν κατάμαυρα αλλά οι άκρες τους είχαν φωτεινές ανταύγειες λαμπύριζαν σαν χαλκόχρωμο κεχριμπάρι, σαν κρυσταλλιασμένο αλάτι. Το βράδυ της προηγούμενης ημέρας τα δεδομένα στο ευαίσθητο βαρόμετρο του, δεν προμήνυαν το ξέσπασμα της καταιγίδας που θα ακολουθήσει. Αυτός για άλλη μια φορά παρακολουθούσε μια καταιγίδα που ερχόταν. Παρακολουθούσε την τέχνη της πλουσιοπάροχης φύσης και τις εικόνες που προβάλλονταν στον ορίζοντα με θαυμασμό. Τα μικρά καφέ της πλατείας απέναντι, είχαν γεμίσει όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες και η πρώτη εκθαμβωτική αστραπή έσκισε στα δυο τον ορατό ορίζοντα εμπρός του. Όταν έβλεπε αστραπή είχε την συνήθεια να μετρά τα δευτερόλεπτα από την αντίληψη της αστραπής μέχρι την αντίληψη της βροντής. Την άκουσε τη βροντή όταν είχε μετρήσει με μια χρήσιμη μέθοδο μέτρησης των δευτερολέπτων «εννέα» και υπολόγισε πως η αστραπή είχε πέσει σε απόσταση τριών χιλιομέτρων περίπου.
 Η βροχή δυνάμωνε όλο και πιο πολύ. Μια καθαρτική μπόρα που κατέβαινε µε βρυχηθμούς από τα ξεκοιλιασμένα σύννεφα. Το νερό έτρεχε ορμητικά στις πλαϊνές υδρορροές των δρόμων κατακαθίζοντας την σκόνη, κρατώντας τους δρόμους καθαρούς. Ένιωσε την αναπάντεχη δροσιά να γλιστράει στο δωμάτιο και να απλώνεται σαν κομπρέσα στους τοίχους. Ένιωσε ένα δροσερό αερικό να τον πλησιάζει και να χαϊδεύει το μέτωπό του. Έβρεχε, έβρεχε, η πόλη ξεπλενόταν. Οι όποιες σκέψεις του θα πρέπει να σκορπίστηκαν όταν στον ουρανό πρόβαλλε ένα διπλό ουράνιο τόξο μέσα από τα σύννεφα. Οι τελευταίες σταγόνες πιτσίλιζαν τα πεζοδρόμια οι βροντές μάκρυναν πέρα βόρειο ανατολικά αφήνοντας πίσω τους ένα μακρινό σιγανό μουρμουρητό. Η καταιγίδα είχε περάσει και η κεντρική πλατεία εκεί έξω άρχισε και πάλι να γεμίζει από ζωή.
Η ζωή στον πλανήτη μας, είναι ένα εύθραυστο και λεπτό φαινόμενο που ισορροπεί πάνω στην κόψη ενός ξυραφιού, ανάμεσα στις σφοδρές εναλλαγές του κλίματος μουρμούρισε χαμηλόφωνα. Ο άνθρωπος ωστόσο δεν ικανοποιείται από τους κινδύνους που κρύβει η φύση. Αντιθέτως παρεμβαίνοντας με θράσος στο οικοσύστημα, σκάβει με επιμελημένη προσοχή τον ίδιο του τον τάφο.
Αυτός χαλάρωσε πίσω από το μεγάλο παράθυρο μισόκλεισε τα μάτια του ξεφυλλίζοντας τη σιωπή που καμωμένη από σκέψεις, που τον συντροφεύει και τον παρασύρει στα άδυτα της μνήμης και στα μεγάλα και ζόρικα ταξίδια του, που έντονα του τα θυμίζει η σημερινή κακοκαιρία. Αξέχαστες εμπειρίες, που του χάρισαν τόσα πολλά και έντονα συναισθήματα! Τον πλημμυρίζουν οι αναμνήσεις του, εκείνες οι πολύτιμες κι ανεκτίμητες αναμνήσεις του, που δεν ξεθωριάζουν ποτέ. Συσσωρευμένη βρυχάται μέσα του η αλμύρα και το αλάτι που τόσα χρόνια πότισε την υπόσταση του και ψάχνει να βρει διέξοδο και να τον ταξιδέψει σ΄ εκείνες τις εποχές σ' εκείνα τα ταξίδια. 
Ας τον ακολουθήσουμε.... .
Σύνορα Γερμανίας Ελβετίας στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε. Το τραίνο δεν έκοψε ταχύτητα καθώς σκαρφάλωνε πάνω στους σκιερούς λόφους. Δυτικά στον φλογισμένο ουρανό διαγραφόταν οι βουνοκορφές των Άλπεων, λουσμένες μέσα στις τελευταίες αχτίδες του Ήλιου που έδυε. Το σκοτάδι έπεφτε τόσο απότομα ώστε η πλαγιές των βουνών χάνονταν μέσα σ’ αυτό αφήνοντας μόνο τις κορυφές να φαίνονται λουσμένες στο φως, με τον ήλιο να χάνεται αιωρούμενος στον ορίζοντα μέχρι να σβήσει και η τελευταία αχτίδα του και οι κορυφές να χαθούν μέσα στο σκοτάδι.
Η μεγάλη παρέα στο βαγόνι του τραίνου ήταν Έλληνες ναυτικοί που ξεμπαρκάρισαν από τον λιμένα Μπρεμερχάφεν (Bremerhaven) που βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Βέζερ, ένα εμπορικό λιμάνι από τα πιο σημαντικά γερμανικά λιμάνια, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στο εμπόριο της Γερμανίας. Από το Μπρέμεν λοιπόν της Γερμανίας οι ναυτικοί αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα με το τραίνο, το φημισμένο «ακρόπολις εξπρές» της εποχής που εκτελούσε τα δρομολόγια Μόναχο- Θεσσαλονίκη- Αθήνα....
Ακρόπολις Εξπρές», το επονομαζόμενο «τρένο της ξενιτιάς», κουβαλούσε, τα καλοκαίρια ειδικά, στοιβαγμένους στα κουπέ και τους διαδρόμους, Έλληνες, αλλά και Τούρκους «γκασταρμπάιτερ» σε μια περιπετειώδη διαδρομή από τη Θεσσαλονίκη μέσω Γιουγκοσλαβίας προς το Μόναχο και αντίστροφα, η οποία κρατούσε κοντά δύο ημέρες.
Ήταν το τρένο που μετέφερε ελπίδες, προσδοκίες και όνειρα, από τη μεταπολεμική Ελλάδα της δεκαετίας του ΄60 στη Γερμανία. που αγωνίζεται να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του πολέμου. Τα βαγόνια του τρένου φυλάσσουν στο εσωτερικό τους ερμητικά κλεισμένες, χιλιάδες ιστορίες διαφορετικών ηρώων, που με ένα φτερούγισμα στην καρδιά εξορμούσαν για να κατακτήσουν μια καινούργια ζωή, μακριά από την Ελλάδα της δυστυχίας, με μόνη τους αποσκευή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και κοινό τους στόχο η κατάκτηση του ονείρου."
Την παρέα των ναυτικών την αποτελούν, ο Γιάννης ο Τρίτος μηχανικός από την Ελευσίνα, ο Ιπποκράτης ο καμαρότος ομογενής εξ Αιγύπτου, ο Αγγελής ο ναύτης από τον προσφυγικό μαχαλά της Καισαριανής, ο Γιώργος Ανθυποπλοίαρχος από την Λευκάδα, ο Πασχάλης ο ναύτης, ένα γιγαντόσωμο θεριό από την Σαμοθράκη, ο Επαμεινώνδας ο λοστρόμος από την ναυτομάνα Άνδρο, και ο νεαρός δόκιμος μηχανικός μας από τα χωριά του Νότιου Πάρνωνα. 
Όλοι αυτοί συνθέτουν μια παρέα εύθυμη, ταλαιπωρημένη μεν αλλά άκρως ζωντανή που η πείνα για ζωή και εμπειρίες ξεχειλίζει μέσα τους.
Προχωρώντας η βραδιά ο νεαρός μηχανικός σηκώθηκε από την θέση του και έκανε το γύρο της κουκέτας να ξεμουδιάσει την απραξία του. Από τον τρόπο που περπατούσε, ένας έμπειρος ταξιδιώτης θα μπορούσε να καταλάβει πως ο νεαρός ήταν σχετικά νεόφερτος σε ταξίδι με το τραίνο. Οι κινήσεις του ήταν κάπως απότομες σε αντίθεση με τον ανάλαφρο, σταθερό βηματισμό πολλών συνταξιδιωτών του. Έριξε μια ματιά στο εξωτερικό τοπίο αλλά τα φώτα στο βαγόνι τον εμπόδιζαν να δει καθαρά εκεί έξω το σκοτεινό τοπίο. Μ’ αυτή τη σκέψη ετοιμάστηκε να γυρίσει στη θέση του όταν ξαφνικά βρέθηκαν σε σήραγγα κι ενστικτωδώς τραβήχτηκε μακριά απ’ το παράθυρό ανοίγω-κλείνοντας τα μάτια του.
 Όλο το υπόλοιπο πλήρωμα αντιμετώπιζαν το νεαρό μηχανικό με φιλική διάθεση και τον ενθάρρυναν να πάρει μέρος στην συζήτηση που είχε ανάψει για τα καλά στο διπλανό κουπέ. Τα κουπέ είναι για έξι άτομα αλλά συνήθως ποτέ δεν είναι γεμάτα στα χειμερινά τους δρομολόγια. Η παρέα τους είχε κάνει κατάληψη σε τρία κουπέ του βαγονιού. Ο ίδιος βρέθηκε να συνταξιδεύουν με τον Αγγελή και έναν Τούρκο φοιτητή από την Κωνσταντινούπολη.
Με τον Τούρκο φοιτητή η γνωριμία ήταν μια ευχάριστη νότα του ταξιδιού. Όταν τα βλέμματα τους συναντήθηκαν μια σιωπηλή αλληλοεκτίμηση διαχύθηκε στα πρόσωπα τους. Ο νεαρός μηχανικός χαμογέλασε και στο πρόσωπο του σχηματίστηκαν σκιερές αυλακιές όμοιες μ’ αυτές του γύρω αλπικού τοπίου. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και ήταν εγκάρδια φιλικές παρά τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου που ήταν ακόμη νωπά. Η σπίθα που είχε ανάψει στο νησί ήταν παρούσα γύρω τους. Το ότι δεν ξέσπασε πόλεμος σκέφτηκε ο νεαρός μηχανικός οφειλόταν σε μια τραγική συγκυρία περιστάσεων και όχι σε μια εσκεμμένη τακτική των κρατών μας. Η ισχυρογνωμοσύνη τόσο το χουντικού καθεστώτος όσο και του βαθύ κράτους της Γείτονος είχαν φέρει σαν μια κακόγουστη φάρσα σε τροχιά σύγκρουσης τα δυο έθνη. Δικαιολογίες υπήρχαν και για τις δυο πλευρές. Άλλωστε πάντα υπάρχουν.
Απολάμβανε στο ταξίδι να βλέπει τα τοπία να περνούν από μπροστά του σαν μεγάλη οθόνη που κάποιο αόρατο χέρι την άλλαζε συνεχώς.
Ξάπλωσε αναπαυτικά στην κουκέτα του τραίνου, ακούμπησε πίσω στη μαλακή ταπετσαρία κι έκλεισε τα βλέφαρα του. Το τραίνο ταξίδευε με σταθερή ταχύτητα σ’ ένα απαλό νανουριστικό γλίστρημα άλλα ο νεαρός μηχανικός δεν κοιμήθηκε. Αντίθετα σκεπτόταν έντονα τα γεγονότα του τελευταίου ταξιδιού στην μακρινή άπω ανατολή. Στο τραίνο βρίσκει ο ταξιδιώτης το χρόνο να κάνει την εσωτερική του περιήγηση και να παραδοθεί στα όνειρα του. 
Θέλησε να βουλιάξει στη σιωπή και στις αναμνήσεις του, σαν το πλοίο που το καταπίνουν σύννεφα από αφρούς που στροβιλίζονται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
............... Το τελευταίο ταξίδι ήταν από τη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών προς τη θάλασσα της Ινδονησίας και από εκεί θα συνέχιζαν για Ευρώπη.
Τις τελευταίες ώρες ο ουρανός καλύφθηκε ολόκληρος με μαύρα σύννεφα και απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα έρχονταν βροντές κι αστραπές που έκαναν την νύχτα μέρα. Αν και αρχικά τα μετεωρολογικά δελτία του καιρού προέβλεπαν σχετικά καλές καιρικές συνθήκες ο καιρός άρχισε να διαμορφώνεται διαφορετικά από αυτό που προβλέπει το μοντέλο. Γύρω τους ο ουρανός ήταν σκούρος και μαβής και ο ήλιος άσπρος και λερωμένος ταξίδευε γοργά, μέσα στα σύννεφα λες και βιαζόταν να κρυφτεί.
Οι ασύρματοι σε όλα τα μήκη και πλάτη του βορειοδυτικού Ειρηνικού, ωκεανού άρχισαν να στέλνουν αδιάκοπα μηνύματα για την μεγάλη καταιγίδα που εξελισσόταν σε τυφώνα. Είχε ξεκινήσει ανατολικά των Φιλιππίνων και σάρωνε ανεξέλεγκτα τον απέραντο ωκεανό, κινούμενος με τρομαχτική ταχύτητα βόρεια, βορειοανατολικά. Τα πλοία που ταξίδευαν κοντά σε απάνεμα λιμάνια, κόλπους ή προφυλαγμένα νησιά, έσπευσαν να αγκυροβολήσουν για λόγους ασφαλείας, μετά τις απανωτές προειδοποιήσεις που έστελναν τα ερτζιανά.
Πλάκωσε η νύχτα. Και τι νύχτα! Κόλαση σωστή. Ούτε άστρο στον ουρανό. Τα φώτα της καμπίνας του άναψαν καθώς βρήκε το διακόπτη και τον γύρισε. Για ένα λεπτό αισθανόταν πολύ ζαλισμένος για να κάνει κάτι και έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας στο κενό.
Σηκώθηκε. Ακολούθησε τον αλουέ του πλοίου μέχρι την έξοδο του ντέκ.
Το πλοίο χόρευε στα λυσσασμένα κύματα τα οποία λες και ήθελαν να το καταπιούν.
 Αγκομαχούσε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας κι όλο κλυδωνιζόταν και μούγκριζε κάτω από το ανελέητο σφυροκόπημα των κυμάτων.
Όταν κόπασαν οι αστραπές δεν μπορούσε να δει τίποτα, η νύχτα ποτέ δεν ήταν τόσο σκοτεινή όσο αυτή.
Όσα πλοία βρέθηκαν όμως μεσοπέλαγα, το μόνο που ήλπιζαν οι ναυτικοί τους, ήταν να μη βρεθεί στη ρότα τους τούτος ο ανισόρροπος τυφώνας που άλλαζε πορεία και κατεύθυνση συνεχώς. Μια διέσχιζε τον ωκεανό προς τα βορειοανατολικά, μια γύριζε απότομα νότια, και εκεί που περίμεναν όλοι οι μετεωρολόγοι πως θα κόπαζε και θα ξεθύμαινε, αυτός θαρρείς και έπαιρνε αιφνίδιες δυνάμεις, έστρεφε και πάλι βορειοανατολικά με μεγαλύτερη ακόμα ένταση.
Στη γέφυρα υπήρχε σύσκεψη για τα επερχόμενα.
Ο πλοίαρχος ήταν ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, αλλά τα μαλλιά του ήσαν ακόμη αρκετά μαύρα και πυκνά. Ανήκε στη κατηγορία των όχι εξαιρετικά όμορφων ατόμων που εμπνέουν όμως εμπιστοσύνη από την πρώτη στιγμή που τα συναντάει κανένας. Έδινε την εντύπωση του ευχάριστου πεπειραμένου πλοιάρχου που δεν νοιαζόταν να δίνει συμβουλές χωρίς προκατάληψη, ωστόσο είχε πολύ καλή επαφή με τα πληρώματα του. Μια χρυσή καρδιά κάτω από μια τραχιά μορφή είχε σκεφτεί ο νεαρός μηχανικός στην αρχική τους γνωριμία και είχε επιδοκιμάσει με τον νου του την κοινοτοπία του χαρακτηρισμού του. Ο Γραμματικός του πλοίου ήταν ο καπετάν Γεράσιμος που ήταν γραμματικός με κεφαλαία γράμματα. Γεροδεμένος, τετράγωνες πλάτες, μετρίου αναστήματος, με αεικίνητα γαλάζια μάτια, που δεν άφηναν τίποτα απαρατήρητο. Τα εγγλέζικα του ήταν πολύ καλύτερα από του καπετάνιου και μιλούσε πέντε έξι γλώσσες ακόμα.
Είχε περάσει μια ώρα πριν βεβαιωθούν ότι η τροπική καταιγίδα έδειχνε μεταβαλλόμενη αλλαγή πορείας με άμεσο κίνδυνο να διασταυρωθεί με το δρομολόγιο του πλοίου, αλλά ακόμη δεν μπορούσαν να αποφανθούν ποσό σύντομα θα συνέβαινε αυτό.
Ο αμείλικτος δείκτης του βαρομέτρου στη γέφυρα του πλοίου τυλιγμένο μέσα στο πέπλο της νύκτας διέγραφε τα τελευταία λεπτά συνεχή πτώση κάνοντας αντιληπτά τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν.
Ο γραμματικός μίλησε πρώτος
«Όλοι φεύγουν σα να τους κυνηγάει ο διάβολος. Ο καιρός μπορεί να γίνει πολύ ζόρικος σε τούτα τα μέρη. Έχω ταξιδέψει στην καραϊβική θάλασσα τα πρώτα μου ναυτικά χρόνια, κι έχω δει μερικούς τυφώνες στα ταξίδια μου, άλλα τίποτα δεν συγκρίνεται με έναν κυκλώνα του Ειρηνικού.»
«Έχουμε μόνο δυο επιλογές να κάνουμε» είπε.
«Μπορούμε να μειώσουμε ταχύτητα να παραμείνουμε στην θαλάσσια περιοχή που βρισκόμαστε αναμένοντας ότι τελικά η καταιγίδα θα πάρει τη συνηθισμένη βορειοανατολική πορεία που ακολουθούν οι καταιγίδες της περιοχής αυτή την εποχή και να περάσει σε ασφαλή απόσταση από την θέση μας.»
Η άλλη λύση είναι να κάνουμε αναστροφή πορείας να γυρίσουμε νοτιά νοτιοανατολικά και να αναμένουμε το ξέσπασμα της μέχρι να εξαντληθεί στα βόρεια. Ας ελπίσουμε πως δεν θα χρειαστεί να δοκιμάσουμε την δεύτερη λύση.» Συμπλήρωσε.
Ο μεγάλος κίνδυνος ήταν η συνεχώς μεταβαλλόμενη και απρόβλεπτη πορεία της καταιγίδας. Ο καπετάνιος σκέφτηκε πως είχε πολύ καιρό ν’ ακούσει χειρότερο μαντάτο. Έκανε μερικούς αριθμητικούς υπολογισμούς με το μυαλό του για να υπολογίσει την ακριβή απόσταση της καταιγίδας και τις πιθανές πορείες της. Αν και αισθανόταν ότι το πλοίο θα ήταν φοβερά εκτεθειμένο στην απόφαση του αποφάσισε να ακολουθήσουν την πρώτη λύση.
Απόμεινε να διαπιστωθεί εάν η πρώτη λύση που αποφασίστηκε ήταν και η πιο κατάλληλη και αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της καταιγίδας.
Βρίσκονταν κάπου νοτιοανατολικά της Ιαπωνίας και η θεομηνία να μην είχε σκοπό να λιγοστέψει. Όσο πήγαινε, και φούντωνε. Η θάλασσα σφυροκοπούσε το πλοίο απ’ άκρη σ’ άκρη και κυνηγούσαν το ένα το άλλο τα κύματα, ψήλωναν σαν θεριά ανήμερα καβαλίκεψαν το κατάστρωμα και σάρωναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και περνούσαν μανιασμένα αφήνοντας τους αφρούς καταπάνω τους.
Τρεις ημέρες αργότερα ξημέρωσε με τον ουρανό και τη θάλασσα να έχουν ακόμη μια θωλομάρα που σου έσφιγγε την καρδιά. Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τα σύγνεφα κι έριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Αν και δεν είχαν οριστικά μείνει ακόμη μακρυά από την ακτίνα δράσης της καταιγίδας, το πλοίο ανακτούσε ταχύτητα καθώς η αντίσταση της κακοκαιρίας λιγόστεψε.
Μπορεί να είχαν ακόμη δρόμο μέχρι να απομακρυνθούν τελείως και να βγουν έξω από την ακτίνα δράσης της και σε ασφαλή πορεία, μα ήξεραν ότι είχε περάσει κι αυτή η καταιγίδα, άγρια όπως όλες που χτυπάνε χωρίς λύπη και έλεος… και… κάποια στιγμή αρχίζει να χαράζει ο Ήλιος ζωηρός και τα πάντα γεμίζουν με φως. Τα νερά του ωκεανού ήρεμα καθρεφτίζουν τις ακτίνες του. Υπέροχες στιγμές. Χρειάζονται μοναχά λίγα δευτερόλεπτα να κοιτάξεις τέτοιες εικόνες, για να νιώσεις ευτυχισμένος άνθρωπος. Να ζεστάνεις την ψυχή σου με την ανάσα σου. Και να σκεφτείς πόσα πράγματα σημαντικά έχεις να κάνεις, μόλις περάσει η καταιγίδα. Κι όταν η καταιγίδα θα έχει περάσει, δεν θα θυμάσαι πως τα κατάφερες ή πως επιβίωσες.
Γιατί ότι γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Έγινε πέρασε, πάει με τ’ αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με του καιρού τη  διάβα. 
Πόσο διαφορετική είναι τούτες τις ώρες η θάλασσα.
Γαλήνια! Μια ήρεμη γαλήνη, μια αβίαστη γαλήνη, μια απόμακρη γαλήνη. .............................

Η χαρούμενη παρέα των ναυτικών μας τις περισσότερες ώρες τις περνούσαν συνήθως μαζεμένοι σε μια κουκέτα φλυαρώντας ευχάριστα. Οι συζητήσεις τους περιφέρονταν γύρω από τα της πατρίδος και συμπληρωματικά με τη γνώση των αναγκών του επαγγέλματος τους, που οι αρχαιότεροι της παρέας μετέφεραν την συσσωρευμένη πείρα τους στους νεώτερους. Ο ανθυποπλοίαρχος ήταν αυτός που άλλαξε πρώτος το αντικείμενο της συζήτησης. Το να περάσεις την κουβέντα από την επαγγελματική συζήτηση στη πολιτική δε χρειαζόταν και μεγάλη δεξιοτεχνία, γιατί τις ήμερες εκείνες η πολιτική αποτελούσε το κύριο θέμα. Και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, πως όλοι θα είχαν και κάποιο πειστικό επιχείρημα στο λόγο τους, και αν κάποιος προσπαθούσε να τους αντικρούσει θα του πρόβαλλαν τις συνηθισμένες κοινωνικές θεωρίες. Ο ανθυποπλοίαρχος είχε ξαναβρεθεί σε παρόμοιες συζητήσεις και με το ταλέντο του ομιλητή με την βαθιά καλλιεργημένη και ειλικρινή φωνή του έδινε προοδευτικά ζωηρό τόνο στην συζήτηση ώστε να μην καταλήξει σε ανιαρή κουβέντα. Χαμηλόφωνος και πάντα τόσο χαμογελαστός που σε προτρέπει να υποψιαστείς ότι ο πολίτικος διάλογος δεν του είναι μια άγνωστη πρακτική, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι ο κλασσικός τύπος επαναστάτη που θέλει να ανατρέψει τα σύγχρονα πολιτικά δρώμενα.
Έπεσε μια ξαφνική σιωπή στην κουκέτα. Μόνο το σφύριγμα της ατμομηχανής και το τρίξιμο των τροχών του σιδηροδρομικού συρμού ακουγόταν στην ατμόσφαιρα. Η πολύβουη παρέα είχε σταματήσει την κουβέντα της για να μπορέσει να ακούσει την αναγγελία από τα μεγάφωνα. Ο νεαρός μηχανικός έστρεψε το βλέμμα του προς τα διαγράμματα πάνω από τις πόρτες για να αναγνωρίσει τον σταθμό άφιξης του τραίνου.
 «Πλησιάζουμε το Ζάγκρεμπ.» Πληροφόρησε την ομήγυρη, στη συνέχεια περπάτησε όχι πολύ σταθερά προς το κοντινότερο παράθυρο κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι, κοίταξε ίσια μπροστά του και σε μερικά δευτερόλεπτα εμφανίζεται σαν φωτεινή όαση σε σκοτεινή έρημο η πολιτεία του Ζάγκρεμπ. Έμεινε κολλημένος στο τζάμι παρατηρώντας εκεί που ο μεγάλος μεταλλικός θόλος του σταθμού έλαμπε στο ομιχλώδες πρωινό κάτω από το φως των λαμπτήρων.
Ένα μεγάλο γκρουπ με ποδοσφαιριστές της τοπικής ομάδας καταλαμβάνουν με θορυβώδη τρόπο τα μπροστινά βαγόνια, γεμίζουν με ζωή τα σαλόνια και τα παράθυρα των βαγονιών.
Οι νέοι ταξιδιώτες μπαίνουν στο τραίνο και ξεκίνησαν να βολεύονται στις θέσεις τους.
Για μια στιγμή το βλέμμα του ταξίδεψε στον σκοτεινό καθρέφτη του γυάλινου διαχωριστικού κι είδε το είδωλο της κάπως μισοφωτισμένο καθώς προβαλλόταν στο καθρέφτη. Το είδωλο μιας κοπέλας να στέκεται πίσω στο διάδρομο. Η ελκυστική εμφάνισή της τον απορρόφησε να την παρατηρεί, κι όσο περισσότερο την κοιτούσε του ήταν αδύνατο να τραβήξει τα μάτια του απ’ το είδωλό της. Έμοιαζε με έφηβη, και σίγουρα δεν ήταν πάνω από είκοσι χρόνων. Όλα τα χαρακτηριστικά της, ως κι ο τρόπος που στεκόταν, έμοιαζαν να τονίζουν την παιδικότητα του προσώπου της, και σύντομα κατάλαβε ότι η θέα της είχε αρχίσει να τον εξάπτει. Εκείνη βέβαια δεν φαινόταν να τον προσέχει, αλλά για να αποφύγει το βλέμμα του να συναντήσει το δικό της, κοίταξε για μια στιγμή αμήχανος τα χέρια του. Στο μυαλό του εξακολουθούσε να βλέπει το είδωλο της άγνωστης κοπέλας. 
Ξανασήκωσε το βλέμμα του.... Τότε, είδε το ίδιο καστανόξανθο κεφάλι, και μαζί του την υπόλοιπη εικόνα της. Στεκόταν όρθια στην είσοδο της κουκέτας χαμογελώντας ανάλαφρα, στα χέρια της κρατούσε ένα μεγάλο δερμάτινο ταξιδιωτικό σάκο, και είχε το βλέμμα της στραμμένο προς την πινακίδα της κουκέτας.
Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Ασυναίσθητα αυτός τραβήχτηκε προς τα πίσω, την ίδια στιγμή, όμως δεν σταμάτησε να την κοιτάζει. Αν και η κοπέλα προσποιούνταν ότι η προσοχή της χάνονταν στην πινακίδα, αισθανόταν το βλέμμα του να την εξερευνά, έδειξε αμήχανη όπως κι εκείνος. Τον κοίταξε μια στιγμή και μετά έριξε το βλέμμα πάνω από το κεφάλι του…. Έμεινε λοιπόν ακίνητη για μερικά λεπτά, ξαφνικά έστρεψε τα μάτια της πάνω του και είδε στο βλέμμα της «ματιά καθαρή» που πάσχιζε να ρωτήσει. Ίσιωσε το κορμί του σαν να δανειζόταν ενέργεια η αυτοπεποίθησή του κίνησε τα χείλη του σ’ ένα «την κουκέτα σας ψάχνεται» κ' επειδή δε βγήκε καθαρός ήχος.... πρόσθεσε βουβά «τι πριγκιπική κορμοστασιά θεέ μου». Ήταν ψηλή και στητή σαν λαμπάδα, ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι, με εμφάνιση «νεράιδας» παρατηρούσε γοητευμένος το παράστημα της. Το ταξίδι απόχτησε άλλης ποιότητας ενδιαφέρον… σκέφτηκε.
*Ναʼ την έρχεται λικνισμένη με χάρη
Μ’ έναν πανέμορφο κότσο 
Με γυρισμένες προς τα επάνω τις άκρες των μαλλιών της.
Όπως το πουλί μέσα στα σύννεφα.
Μ’ ένα λινό φόρεμα.
Απλά ντυμένη.
Με πόση χάρη κουνούσε ανάλαφρα το κορμί της.
Η λεπτή και χαριτωμένη κορμοστασιά της.
Α! Τι εκπληκτική ομορφιά.
Μ’ αλαβάστρινα δάχτυλα που έμοιαζαν 
Με τους βλαστούς του μπαμπού την άνοιξη.
Τα ροδοκόκκινα χείλια της,
Στόλιζαν το αρωματισμένο στόμα της.
(*Το ποίημα προέρχεται από την κινεζική μυθολογία...)
Και τα δικά της χείλη κινήθηκαν επίσης. «Είναι ελεύθερα» ρώτησε μ’ ευχάριστα φιλικό τόνο δείχνοντας τις άδειες θέσεις. Η φωνή της έστω και στις τετριμμένες λέξεις ηχεί βαθιά, βελούδινη στ’ αυτιά του!
Κάτι πήγε να της πει αλλά τον πρόλαβε εκείνη λέγοντας: «Είστε Έλληνας; Η κάνω λάθος;»
«Ναι, ναι πραγματικά από την Ελλάδα είμαι… Αλήθεια και εσείς;  Πολύ ενδιαφέρον.».
«Νομίζω εδώ είναι η θέση μου! Μπορώ να καθίσω;;»
«Ναι βέβαια γιατί όχι».
Ξεπερνώντας την αρχική του αμηχανία ο νεαρός μηχανικός περπάτησε σιωπηλός την απόσταση που τους χώριζε, την πλησίασε να την βοηθήσει, ζήτησε ευγενικά τον ταξιδιωτικό σάκο τον πήρε στα στιβαρά του χεριά και τον τακτοποίησε στον ουρανό της κουκέτας.
Τον ευχαρίστησε που τη βοήθησε. «Ευχαριστώ πολύ ήταν, πολύ ευγενικό εκ μέρους σας» του είπε.
Η αρχική του αμηχανία ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Φαινόταν ντροπαλός - σα να είχε καταπιεί τη γλώσσα του μολονότι η κοπέλα μιλούσε την γλώσσα του.
Την κοίταξε «Δεν είναι απαραίτητο να μ’ ευχαριστήσετε καν. Ακολούθησα κανόνες της λακωνικής γης.» της απάντησε βρίσκοντας το χαμόγελο του.
Έμεινε για λίγο ευχάριστα άναυδη «αιφνιδιασμένη».
«Μη μου πείτε! Και εσείς Λάκωνας» είπε.
Το πανωφόρι της παλλόταν στους ώμους όπως τον προσπερνούσε στα θυρόφυλλα της κουκέτας που έκλεισαν πίσω τους, γλίστρησε σαν χορεύτρια, ήταν υπέροχη, ήταν ένα όνειρο και το άρωμά της έμεινε εκεί δα, στη νοτισμένη πρωινή ατμόσφαιρα της κουκέτας.
Ένοιωσε και πάλι τον εαυτό του να κοκκινίζει ελαφρά.
«Από τα περίχωρα της Μονεμβασιάς» και προτείνοντας το χέρι του μ’ εγκαρδιότητα συστήθηκε.
Αυτή δίστασε ανεπαίσθητα, βλεφάρισε αντικρίζοντας δυο μάτια στο χρώμα του καπουτσίνο που θα έβαζαν σε πειρασμό κάθε γυναίκα. Μετά πήρε το χέρι του και το κράτησε για λίγο σφιχτά. «Να υποθέσω ότι θα βρεθούμε και συγγενείς;» αναρωτήθηκε «φορώντας» ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. «Από τα ορεινά χωριά του Ζάρακα η καταγωγή μου. Τα κρυμμένα ανάμεσα στα βουνά», συμπλήρωσε, και της ξέφυγε ένας στεναγμός ευχαρίστησης καθώς καθόταν αναπαυτικά στην άδεια θέση. Και μόνο η σκέψη της απρόσμενης συνάντησης σ’ αυτό τον απόμακρο σιδηροδρομικό σταθμό των Βαλκανίων την έκανε να χαμογελάσει. Ίσως το ταξίδι της να μην εξελισσόταν άσχημα. Ο κόσμος τελικά είναι πολύ μικρός.
Ένιωσαν το απαλό συναίσθημα της επιτάχυνσης της αμαξοστοιχίας και μετά μια αόριστη, ελάχιστη αντιληπτή, αίσθηση ταχύτητας.
Η κοπέλα, πραγματικά ήταν πολύ όμορφη, το ντύσιμο της αν και ευπρεπές άφηνε αρκετά ερεθιστικά σημεία ακάλυπτα. 
Ο νεαρός μας μηχανικός προσποιήθηκε ότι άκουγε τον διπλανό του, τον Αγγελή τον ναύτη για να μην της δώσει να καταλάβει ότι χάζευε τις χυτές γάμπες της. Στο μεταξύ αναλογίστηκε το εσωτερικό του δίλημμα πως θα προετοιμάσει το έδαφος για ένα φλερτ. Ύστερα συγκράτησε την παρόρμηση του να πει κάτι «χαριτωμένο». Ήταν καθαρή διαίσθηση. Πρέπει να προσέξει πάρα πολύ καλά την αρχή, πώς θα το πάει. Σε πρώτη φάση τα βλέμματα τον γυναικών τον προσπερνούν. Βλέπουν έναν νεαρό άντρα µε όχι ιδιαίτερα προσεγμένα παπούτσια, µ’ ένα φθαρμένο τζιν κι από πάνω ένα βαμβακερό μπλουζάκι. Τα μαλλιά του είναι επίτηδες ανακατωμένα. Είχε μαλλιά που του το επιτρέπουν. Σκεφτόταν. «Μπας και πολύ το βασανίζω το θέμα;»
Αυτή η σκέψη ήταν τόσο έντονη που παρέλειψε όλες τις τυπικότητες και μπήκε κατευθείαν στην ουσία. Η νεαρή γυναίκα παρουσίαζε πλέον έντονο ενδιαφέρον για εκείνον ως άντρα. 
Είτε θα της έλεγε κατευθείαν την αλήθεια για τις σκέψεις του, ξέροντας τον κίνδυνο ότι η έλξη μεταξύ τους θα έκανε φτερά αν προσπαθούσε να δώσει μια ώθηση πέρα από τα επιτρεπτά όρια. Στριφογύρισε στη θέση του έτσι ώστε να την κοιτάζει κατάματα, ακουμπώντας το χέρι στην πλάτη του καθίσματος και γέρνοντας προς το μέρος της, τη ρώτησε όταν εκείνη έμεινε σιωπηλή: «Αν σας κάνω μια προσωπική ερώτηση, υπόσχεσαι να μην με παρεξηγήσετε;» 
«Εξαρτάται από την ερώτηση.»
Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. Ήταν ένας αναστεναγμός ανακούφισης. «Με συγχωρείς» είπε «Κλασσική γυναικεία απάντηση.»
Μισόκλεισε τα µάτια της. Τι άραγε να ρωτούσαν αυτά τα μισόκλειστα µάτια. «Α, ώστε το πρόσεξες ότι είμαι γυναίκα».
Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της, έθαψε προς στιγμήν τα δάχτυλά του στα μαλλιά του και τα τράβηξε ανέμελα προς τα πίσω, µε αποτέλεσμα να ανακατευτούν ακόμα πιο πολύ. Στο μεταξύ δεν κοιτούσε πια τον διπλανό του. Ήταν σαν να μην υπήρχε πια. Σαν να ήταν πια µόνο οι δυο τους. Η κοπέλα του χαμογέλασε. Και δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει το σύντομο εξεταστικό βλέμμα που άφησε να γλιστρήσει πάνω από το υπόλοιπο σώμα του. Προφανώς της άρεσε αυτό που έβλεπε, γιατί το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ, δείχνοντας έτσι τα ωραία δόντια της. Και το χαμόγελο το νεαρού μηχανικού πλάτυνε και τα μάτια του τώρα λένε τόσα πολλά όσα δεν τολμά η φλύαρη γλώσσα του. Ήταν δυνατόν να μην προσέξει κάτι τέτοιο. Η αλήθεια ήταν ότι του άρεσε πολύ η νεαρή γυναίκα διπλά του. «Ναι και βέβαια το πρόσεξα πως είστε μια όμορφη και ενδιαφέρουσα γυναίκα και θα χαιρόμουν να γνωριστούμε καλύτερα.» 
«Δε νομίζετε πως βιάζεστε κύριε .....;»
«Αλκιβιαδης! Δίκιο έχετε, πάντα βιάζομαι για κάτι που μ’ ενδιαφέρει πολύ. Αυτό που στη γλώσσα μας ονομάζεται «τακτ», μου είναι δύσκολο να το εφαρμόσω,..»
«Μυρτώ! Βοηθάει όμως στις καλές σχέσεις δεν συμφωνείται;. »
«Οφείλω να δεχτώ πως έχετε δίκιο αλλά..... »
«Αλλά; Τι είναι αυτό που σας ενδιαφέρει και δεν το λέτε;».
«Όπως δείχνουν τα πράγματα, ας πούμε είστε εσείς.» της είπε αυτός χαμογελώντας.
«Βιάζεστε, βιάζεστε. Θα δούμε…προς το παρόν πρέπει πρώτα να γνωριστούμε».
«Σωστά, αλήθεια είστε δεσποινίς ή κυρία;». Παίρνει νέα ρίσκα  να την προσεγγίσει.
«Παίζει ρόλο αυτό; Στην εποχή μας ο διαχωρισμός αυτός είναι περιττός.»
«Ναι βέβαια, αλλά είναι ένας τρόπος να μάθω αν είστε παντρεμένη…».
«Και σε τι θα σας ωφελούσε αυτό;».
«Ε, πως, αν είστε παντρεμένη θα πρέπει να σας διεκδικήσω από το σύζυγο αν είστε δεσμευμένη…».
«Α, έτσι μπορείτε να φτάσετε ως εκεί; Δε θα χρειαστεί, δεν είμαι παντρεμένη».
 Ο Αλκιβιάδης δεν μπόρεσε να μη γελάσει. Κατάλαβε ότι η έμπνευση της στιγμής είχε αγγίξει την  νεαρή κοπέλα. ««Εμείς οι δυο έχουμε ακόμη πολλά να πούμε!»
Την είδε να ξεροκαταπίνει και πρόσεξε τη διαστολή στις κόρες των ματιών της, που μαρτυρούσε την στιγμιαία διέγερση της.
Τα σώθηκα του πήραν φωτιά. Όταν ανεβαίνει το θερμόμετρο, τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Έκατσε πιο βαθιά στο κάθισμα κι έπαιξε με τα δάχτυλα την άκρη από το κορδόνι του πανωφοριού του, αφήνοντας το μυαλό του να παρασυρθεί σε προσωπικές σκέψεις.
«Η Ρηχειά ήταν στη νηπιακή ηλικία η καλοκαιρινή μου διαμονή. Αλλά και στην εφηβεία μου πέρασα δυο ολόκληρα καλοκαίρια εκεί. Στο δρόμο προς τη Βλυχάδα, τοπίο μαγικό η Ράχη. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως πολύ κοντά σε αυτό τον ορεινό οικισμό βρίσκεται η μαγευτική παραλία της Βλυχάδας. Άγνωστη για τους πολλούς, ακριβό προνόμιο για αυτούς που την γνωρίζουν. Είναι βίωμα, μαγεία, και δεν παίρνει περιγραφή η μαγευτική αυτή παραλία, εκεί που η θάλασσα λαμπυρίζει σε χιλιάδες σταγόνες φωτός. Ένα τοπίο με μυστική παρθενικότητα, με αρώματα βουνού και ψιθύρους της θάλασσας στη σκιά των βράχων, θαυμάζοντας το μαγευτικό και σπάνιο χρώμα των νερών. Παραλία δυσπρόσιτη, με ανοίγματα στους συμπαγείς βράχους, όπου σχηματίζεται ο εντυπωσιακός όρμος της Βλυχάδας. Η πρόσβαση γίνεται μέσα από μονοπάτια με πικροδάφνες, γαλατσίδες, κιτρινοξιλιές, συκιές και σκίνα. Τα καλοκαιρινά βράδια στη Βλυχάδα είναι δροσερά. Είναι ο γλυκός νυκτερινός αέρας που κατεβαίνει από τα βουνά του Ζάρακα με τα έλατα και περνάει από τα αμπέλια, τις ελιές, τις χαρουπιές και τις συκιές και φέρνει μαζί το θυμάρι που σμίγει με τη θαλασσινή αύρα. Αυτή η αύρα είναι που μαζί με τον ήσυχο παφλασμό του νερού σε νανουρίζουν τα βράδια κοντά στο κύμα, όταν αποκαμωμένος από το κολύμπι ησυχάζεις. Ένα άγριο και επιβλητικό τοπίο, που γίνεται όμως απρόσιτο και πολύ επικίνδυνο όταν λυσσομανούν τα μελτέμια.» Της είπε.
Είδε τη λάμψη στο χαμόγελο του προσώπου της, λες και κάποιος το είχε αποτυπώσει εκεί. Το μυαλό της πρέπει να ταξίδεψε σε ευτυχισμένες στιγμές....... σε χαρούμενους τόπους. Της χαμογέλασε καθησυχαστικά, και στο χαμόγελο του φάνηκε μια λάμψη ευχαρίστησης στην ανάμνηση αυτών των καλοκαιριών.
«Πως βρεθήκατε στο Ζάγκρεμπ;»
«Σπουδάζω σ' αυτή την πόλη.»
«Είστε Ελληνίδα και σπουδάζετε εδώ στο Ζάγκρεμπ;».
«Γιατί σπουδάζω στην Κροατία;. Εκτός από την ομορφιά της χώρας, η υψηλή ποιότητα σπουδών σε συνδυασμό με τα χαμηλά δίδακτρα είναι δέλεαρ.»
«Α, μάλιστα. Είστε τόσο νέα. Έχετε σκέψεις για κάποια ακαδημαϊκή καριέρα;»»
«Υπερβολές. Σπουδάζω ιατρική. Το κάνω γιατί μ’ αρέσει… αλλά πέστε μου εσείς πως
ασχοληθήκατε με την θάλασσα;»
«Που το καταλάβατε;»
«Άκουσα κάποιες στιχομυθίες με τους φίλους σας και κατάλαβα..»
Πήγαν παρακάτω, μίλησαν όμως περισσότερο για τα ενδιαφέροντα τους παρά για την
προσωπική τους ζωή. Τους απασχόλησε ακόμα η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη άλλαζε αλλά κανένας δεν θα μπορούσε να βεβαιώσει πως πήγαινε προς το καλύτερο. Στην πατρίδα, έλεγαν, είχε επανέλθει η δημοκρατία αλλά πώς να επανέλθει κάτι που δεν είχε φύγει μια και δεν είχε υπάρξει; 
Πάνω από δυο ώρες, συζήτησαν. Εκείνη ξέσπασε πολλές φορές σε γέλια «Αγαπητέ μου, μένω κατάπληκτη! Γνωρίζετε πολύ καλύτερα από μένα, τα χωριά του Πάρνωνα.»
«Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δε θα μου περνούσε από το μυαλό ότι κάποτε θα αντάμωνα κάτω από τέτοιες συνθήκες μια Ζαρακιτισα με γνήσια ομορφιά και αντάξια απόγονο της πεντάμορφης Στάμω, την Παναρίτη. Της λυγερής της Στάμω, με την αέρινη κορμοστασιά».
«Με κολακεύετε. Πολύ φοβάμαι ότι δεν γνωρίζω, για το πρότυπο που μου λέτε.» Του αποκρίθηκε χαμογελώντας.
Του φάνηκε παράξενο που δεν γνώριζε την ιστορία τούτη.
Τις επόμενες ώρες της αφηγήθηκε την «ιστορία» της φημισμένης Στάμω.
Την αιχμάλωτη του Ιμπραήμ. ...........
"......... Την ώρα που ο ήλιος καταπόρφυρος, αναδυόταν βαθιά στον ορίζοντα, μέσα στα καταγάλανα νερά του Μυρτώου, άρχισε το μακελειό. Σκοτείνιασε ο ουρανός και ο ουρανός και ο ήλιος κρύφτηκε μες στη μεγάλη εκείνη σκοτεινιά. Άναψαν τα τούρκικα γιαταγάνια, καθώς τα σφαγμένα κορμιά κατρακύλαγαν το ένα πίσω από το άλλο στο βάθος της βαθιάς εκείνης λαγκάδας.
«Α! Ετούτη τη μορφονιά αφέντη μου, μην τη χαλάσουμε» είπε ο δήμιος στο σερασχέρη δείχνοντας με το ματωβαμμένο χέρι του τη Στάμω, που κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της το δωδεκάχρονο αδελφό της τον Αντώνη. «Είναι πολύ γκιουζέλ. Θα χαρεί ο πασάς σαν του την πάμε να την έχει στολίδι στο χαρέμι του»
Έτσι, την όμορφη Στάμω, την Παναρίτη και τον μοναδικό αδερφό της, τον Αντώνη, τους μπάρκαραν σε ένα πλεούμενο, και από την Πύλο βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια, συστημένοι για το χαρέμι του μεγάλου πασά. Τη λυγερή τη Στάμω,με την αέρινη κορμοστασιά, εκείνος ο πασάς τη στόλισε στα μετάξια και τα χρυσαφικά. Την έκανε βασίλισσα του χαρεμιού του. ....................."
.....Υπήρχε κάποιο πάθος και βαθύ αίσθημα πίσω από τα λόγια του, που έκρυβε μια βαθιά εσωτερική ζεστασιά. Είχε χαθεί μέσα στις λεπτομέρειες της αφήγησης του για αρκετή ώρα όταν άκουσε μ’ ευχαρίστηση την απαλή μουσική που πλημμύρισε ξαφνικά το βαγόνι, χωρίς να διασπασθεί η ροή της ιστορίας του. Όπως ξαφνικά άρχισε η μουσική έτσι ξαφνικά σταμάτησε. Μεσολάβησε μια σύντομη σιγή, και μια γλυκιά διακριτική φωνή ανήγγειλε τον επόμενο σταθμό.
Το τραίνο πλησίαζε τώρα στο τέλος του ταξιδιού του. Θα έφτανε στη Θεσσαλονίκη σε λιγότερο από μια ώρα. Στα μάτια του νεαρού μηχανικού απλώθηκε μια ονειροπόλα έκφραση. Κοίταξε την κοπέλα δίπλα του σιωπηλός. Την περίμενε αυτή την εξέλιξη. Όταν όμως το τέλος του ταξιδιού και ο χωρισμός όσο και αν είναι αναμενόμενος, γίνεται πραγματικότητα, πάντα προκαλεί ένα τρεμούλιασμα στην καρδιά. Είναι δύσκολη η αντιμετώπιση της πικρής αυτής αλήθειας, που σε βγάζει από έναν εφήμερο απατηλό παράδεισο. Για λίγο οι δυο νέοι κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλον, εκτιμώντας, μελετώντας, ξεπερνώντας τα σύνορα της συστολής που χώριζαν τη σύντομη γνωριμία τους. Κάτι αναταράχτηκε μέσα τους, κι ορθώθηκε όπως το τρομαγμένο άλογο.
Άφιξη στη Θεσσαλονίκη.
Αισθάνθηκαν τον κρύο αέρα να τυλίγει τα πόδια τους και παγωμένες ψιχάλες βροχής να πέφτουν πάνω τους. Ζύγωνε η ώρα του χωρισμού.
Η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά στο στήθος.
Ήταν ένα φυσικό συναίσθημα, ωστόσο δεν ήθελαν να το αφήσουν να έλθει στην επιφάνεια.
Αυτή δεν ήταν χαρούμενη, ούτε ανάλαφρη η ομιλητική.
Μια σκιά απλώθηκε στο πρόσωπο της. « Έως εδώ ήταν λοιπόν;». Και κάποιο ίχνος παράκλησης φάνηκε στη φωνή της.
Την κοίταξε ερωτηματικά στα μάτια, με αμφιβολία για μια στιγμή, κι είπε.
«Δεν είμαι σίγουρος τι εννοείς μ’ αυτό. Ακούγεται σα μια θετική πρόταση.»
Εκείνη τον πλησίασε κι αυτός χωρίς δισταγμό την αγκάλιασε. Έβαλε το δάχτυλο της στα χείλια του κι αυτός το φίλησε ανάλαφρα. Κοιτάζοντας τον με ελαφρά δακρυσμένα τα γκριζοπράσινα μάτια της του είπε. «Φαινόσουν τόσο ευτυχισμένος τόσο χαρούμενος εκεί μέσα στην κουκέτα. Έμεινα κουρνιασμένη στον ώμο σου και άκουγα την καρδιά σου να κτυπάει γρήγορα στην αρχή και μετά αργά και πιο αργά.»
«Πρέπει να χωρίσουμε τώρα.» του είπε.
Εκείνος δίστασε και μετά έσκυψε και την φίλησε. Έμειναν αγκαλιασμένοι για λίγο.
«Θα ξαναϊδωθούμε σύντομα.» Της είπε.
«Το ελπίζω» του μουρμούρισε με θλίψη και κίνησε για το μικρό αυτοκίνητο που την ανέμενε εκεί έξω στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης.
Τα βλέμματα τους αποχωρίστηκαν με την σιωπηλή αλληλοεκτίμηση αυτών , που επιθυμούν οι δρόμοι τους να σμίγουν ξανά.
Στεκόταν ακίνητος στη μέση της αποβάθρας κι άκουγε τα βήματά της που απομακρύνονταν, την παρακολουθούσε μέχρι που έκλεισε η πόρτα του αυτοκινήτου πίσω της.
Κατέβασε τα μάτια του τα στύλωσε στο έδαφος και δεν τα σήκωσε παρά μόνο όταν τα μεγάφωνα του σταθμού ανήγγειλαν την αναχώρηση του τραίνου. Προχώρησε προς την σκάλα ανόδου μελαγχολικά και ανέβηκε στο βαγόνι για τη συνεχεία του ταξιδιού και το τέλος της διαδρομής. Δεν είχε καμία διάθεση για κουβέντα καθώς καθόταν στη φωτισμένη κουκέτα του. Το τραίνο ξεκίνησε.
Με την πλάτη ακουμπισμένη στο κάθισμα του, κοίταζε από το αχνισμένο τζάμι το σταθμό που έμενε πίσω τους με μάτια που δεν έβλεπαν. Ένοιωθε την καρδιά του να κτυπάει ξέφρενα στο στήθος του.
Την ονειρευόταν συχνά ...... όχι απόλυτα ερωτικά........ όταν επέστρεψε στα επαγγελματικά του θαλασσινά ταξίδια. Στα όνειρα του έβλεπε πάντα ότι ήταν αδύνατο να τη φτάσει. Δεν τον άκουγε όταν τη φώναζε. Του έφευγε, όσο την πλησίαζε.
Τα όνειρα αδυνάτισαν με τον καιρό.

............
**Τώρα που πίσω από πέλαγα
έχουν χαθεί τα παλαιά μου οράματα
και δεν με φθάνει η μορφή τους
κι η ανάμνηση τους μ’ άφησε…

Δεν τό ’θελα ποτέ
σε τέτοιες σκέψεις να γυρίσω.
Μα είναι νύχτες,
κάποιες ατέλειωτες,
που από τα πέλαγα
όλως ακούραστα
τα παλαιά μου οράματα
τα φέρνω πίσω.

**Από τη συλλογή Έρεβος (1956)
[πηγή: Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 62005, σ. 14]

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Ta Kata Sinthiki Pseudi

Την πρώτη φορά που η βιβλιοθηκάριος της δημοτικής βιβλιοθήκης της Λαμίας μου μίλησε για το μυθιστόρημα «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου ήμουν έφηβος και έμεινα ξετρελαμένος με το συγγραφέα. Κάποιες φράσεις που μου άρεσαν, τις σημείωνα με μολύβι και τις απομνημόνευα σαν να ήταν κείμενα από κάποιες, ιερές γραφές.
Δυο λόγια, εξ αντιγραφής, για τον συγγραφέα (1849-1923). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού στοχαστή Μαξιμίλιαν Ζίντφελντ· γιατρός στο επάγγελμα, έζησε στο Παρίσι όπου βρήκε ιδανικές συνθήκες να εξειδικευθεί στην κοινωνική κριτική και στο ξεμπρόστιασμα του αστικού φαρισαϊσμού. Στον πρόλογο ο ίδιος, με λεοντή προφήτη, προειδοποιεί: «Πολλοί αναγνώστες θ’ αγανακτήσουν, προ πάντων εκείνοι που θα διαβάσουν εδώ τις πιο μύχιες γνώμες τους». Υποστηρίζει: «Η μεγάλη ασθένεια της εποχής μας είναι η δειλία. Δεν έχουμε θάρρος να πούμε ανοιχτά τη γνώμη μας, ν’ αναλάβουμε ευθύνη για όσα πιστεύουμε στ’ αλήθεια». Το κατά Νορντάου ακόμα χειρότερο: «Δεν θέλουμε να ψυχράνουμε κανέναν, ούτε να χτυπήσουμε καμιά πρόληψη. Κι αυτό το λέμε σεβασμό των πεποιθήσεων του άλλου. Αλλά οι άλλοι είναι εκείνοι που δεν σέβονται καθόλου τις δικές μας πεποιθήσεις, τις κακολογούν, τις κυνηγάνε με μίσος». Μύλος, έτσι;

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

....Erotiki Mythoplassia I ...O Epilogos

..Επίλογος! 
...........Περίμενε ότι ο Αλκιβιάδης θα δίσταζε ή θα συνοφρυωνόταν, εκείνος όμως την κοίταξε σκεπτικός. Κατόπιν, πήρε τα χέρια της συντρόφου του μέσα στα δικά του και εξέτασε τα νύχια της, όπως έκανε στα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους, και μετά την κοίταξε κατάματα.
«Ένα τραπέζι» είπε. «Πράγματι. Ωραία ιδέα. Ένα πολύ ιδιαίτερο, αποχαιρετιστήριο, τραπέζι, με μοναδικούς καλεσμένους τον ιερέα μας και τη φιλενάδα σου την Ναυσικά μας και κύριο πιάτο τη συγκίνηση.» Της είπε με τρυφερότητα.
Το τραπέζι αποφασίστηκε να γίνει στη πίσω βεράντα του σπιτιού τους, τηρούσε τις καλύτερες προϋποθέσεις από άποψη περιβάλλοντος. Η μεγάλη βεράντα με την πέργκολα που την σκέπαζαν η κληματαριά και οι βουκαμβίλιες μεταμορφώθηκε σε τραπεζαρία. Το τραπέζι στρώθηκε με λευκό κεντητό τραπεζομάντιλο και οι μυρωδιές έκαναν την βεράντα σαν εξοχική ταβέρνα. Τα τζιτζίκια τερέτιζαν, στα απέναντι πεύκα πανταχού παρόντα αλλά αθέατα, η βραδιά ήταν ζεστή.
Η Ανδρομάχη χαιρόταν αυτή την επιλογή, της άρεσε που, ενώ ήταν στο σπίτι της, ένιωθε σαν να βρισκόταν εντελώς αλλού. Αν και είχε κάποιους φόβους για το επικείμενο εγχείρημα, τους έδιωξε γρήγορα πίνοντας μια ρακή ήδη από την κουζίνα.
Ως τότε, δεν έπινε ποτέ πάνω από ένα δυο ποτηράκια κρασί, έτσι όταν ήπιε μια ρακή, δεν ήξερε αν βούρκωσε εξαιτίας του ποτού ή αν έφταιγε η γλυκόπικρη βεβαιότητα ότι ο ιερέας έφευγε την επόμενη μέρα. Ακούμπησε το ποτήρι της στο τραπέζι με μια πομπώδη χειρονομία και έκανε αέρα στο πρόσωπό της πριν ξεσπάσει σε δάκρυα. Το αποχαιρετιστήριο τραπέζι τους είχε γαρίδες με σκορδάτη, μαγιονέζα με κρίταμα, φρεσκότατα ζουμερά σκουμπριά στη σχάρα, μαϊντανοσαλάτα με πλιγούρι, λεμονάτη καπνιστή μελιτζανοσαλάτα και μία δροσερή σαλάτα με αγγούρι πιπεριές και άνηθο. Όλα φτιαγμένα με μεράκι από τα χέρια της.
Τα θαλασσινά συνόδευε ένα κρασί με νεύρο και όγκο, ένα λευκό ξηρό κρασί από την ποικιλία Σαββατιανό …αρχίζοντας και τελειώνοντας το δείπνο με μια ρακή.
Δύσκολος ο αποχαιρετισμός σε μια φαντασιακή ερωτική σχέση που εξατμίζεται στο πέρασμα του χρόνου. Ο ιερέας! Και η Ναυσικά! Δυο φαντασιακά πρόσωπα! Δυο υπέροχες υπάρξεις, δυο αέρινες παρουσίες, οι οποίες τους χαρακτηρίζουν και πολλές φορές ταυτίζονται μαζί τους. Πρόσωπα τόσο οικεία που τον βασανίζει ένα ερώτημα! Θα μπορούσε να είναι αυτοί οι ίδιοι;
Αυτός πάντως τους αγάπησε και την ερωτική του ιστορία την διηγείται με τρυφερότητα. Είναι ίδια η δική τους ερωτική ιστορία, παθιασμένη, που αποκαλύπτεται ισορροπώντας ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό, στην καθημερινή τους αλήθεια και στο ιδανικό παραμύθι. Ο πραγματικός του κόσμος σταμάτησε για λίγο, καθώς μπήκε κι ο ίδιος στον κόσμο του παραμυθιού του. Συνδέθηκε με τους ήρωες του μέσα από την αναζήτηση στις λέξεις, στα συναισθήματά τους, αλλά και με το διάβα του χρόνου. Μπορεί οι περισσότεροι έρωτες να εξατμίζονται στο πέρασμα του χρόνου, αυτό δεν συμβαίνει όμως με την περίπτωση του. Αυτός προτιμά να κρατήσει άσβεστο το πάθος του. Και την κάθε μέρα μέσα από το όνειρο του να το ξαναζωντανεύει.
Γι αυτό και σήμερα οι λέξεις του έχουν σκοινιά και οι προτάσεις σύρματα αγκαθωτά καθώς επιχειρεί  να τους αποχωριστεί. Είναι όμως η κατάλληλη ώρα να τελειώσει το παραμύθι του. Να αποσυνδέσει τον διακόπτη, να κλείσει απαλά την πόρτα, αφήνοντας απ' έξω τις μορφές τους, όσο και αν οι σκέψεις του δεν περιγράφονται με λόγια. Να σβήσει από τη μνήμη του τις φιγούρες τους και να φύγουν με τον ίδιο τρόπο όπως εμφανίστηκαν στο συναισθηματικό φαντασιακό του κόσμο. Η νύχτα ήρθε συμπονετική δροσερή άπλωσε σεντόνια σιωπής, μερικά σύννεφα ψηλά στον ουρανό έτρεχαν και άλλαζαν σχήμα σαν να κυνηγούσαν την ιδεατή μορφή τους.
Έκλεισε τα μάτια του και χαλάρωσε, έμεινε σιωπηλός και αφέθηκε στη ροή των σκέψεων του, ακολουθώντας τις αναμνήσεις του και άρχισε να ακούει με προθυμία όλα εκείνα τα πολύχρωμα παραμύθια με τα οποία ο πόθος και η φαντασία μάγευαν τις αισθήσεις του σαν Σειρήνες μες στο στήθος του που δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Θυμήθηκε και του ήρθαν η εικόνες της πρώτης επαφής του με την Ανδρομάχη του σαν να ήταν φύλλα και κλαράκια που επέπλεαν σε ένα ποταμάκι. Ένα ποτάμι τον πλημμύρισε με εικόνες από την κοινή ζωή τους. Έτσι γεννήθηκε ο σπόρος του θαυμαστού φυτού της αγάπης τους. Και φύτρωσε, άφθονα και μεγάλωσε και θέριεψε, και αυτός δεν πρόκειται ποτέ, με κάποια ποταπή πράξη, να κλαδέψει τα φύλλα και τους μίσχους του! Θυμάται λεπτομέρειες πολλές, σημάδια και χνάρια της ζωής τους στο χρόνο, που δεν είχαν χαθεί! Τίποτα δεν έχει αλλάξει στη διάβα του χρόνου. Τι γλυκιά μελωδία που έχουν αλήθεια κάποιες αναμνήσεις. Τον έπνιξε μια τρυφερή νοσταλγία.
Απόψε σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη τρυφερότητα  οι δυο τους στη βεράντα, αυτός σύντροφος σταθερός αταλάντευτος, ζουν μαζί τις χαρές και τις λύπες τους. Και δεν υπήρξε ποτέ η εποχή που η ζωή τους να είχε μπροστά της δρόμους και μονοπάτια για πολλές επιλογές. Η διαδρομή τους ήταν πάντα μια, η εξαιρετική διαδρομή που οδηγούσε στα ιδανικά λημέρια της οικογένειας τους.
Κι αυτό δεν είναι ένα τραπέζι λύπης και θλίψης, αλλά ένα τραπέζι χαράς με πρωταγωνιστές τους δυο τους γιατί απόψε γιορτάζουν τα δέκα πέντε χρόνια συμβίωσης και ήταν τόσο χαρούμενοι που πραγματικά έλαμπαν στο γιορτινό τους τραπέζι.
Η ευτυχία είναι γύρω τους, κοντά τους, τους πολιορκεί από παντού και δεν έπαψε να τους χτυπά την πόρτα θέλοντας να φτάσει στην καρδιά τους με τον αέρα που αναπνέουν.
«Τι μεγάλη χαρά να βλέπω γύρω μου χαρούμενους ανθρώπους.» Του λέει, με τα μάτια της να λάμπουν ηδονικά.
«Και εγώ άγγελε μου! Κι όταν εμείς είμαστε ευτυχισμένοι και οι γύρω μας είναι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.»
Την αγκάλιασε και προχώρησαν προς την έσοδο του σπιτιού. Κάτω από τη μεγάλη πόρτα του σαλονιού, σταμάτησε. Τον κοίταξε παράξενα, ένιωθε κάτι περίεργο να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Αισθάνθηκε τόσο περίεργα, ήταν αυτή και αυτός, κανείς άλλος. Ήταν μια γυναίκα έτοιμη να βρυχηθεί. Ήταν η στιγμή τους. Κρεμάστηκε στους ώμους του, ένιωσε τη ζεστασιά της να διαπερνά το κορμί του. Νιώθοντας πως ήθελε περισσότερα από εκείνη, αγκάλιασε τη μέση της με το χέρι του και τράβηξε το κορμί της να κολλήσει στο δικό του. Το πρόσωπό της βρίσκεται κάπου στο στήθος του, τα χείλη της φιλούν το λαιμό του, τα χέρια της έχουν αγκαλιάσει τη μέση του. 
Γλιστράνε στην άκρη του αναπαυτικού καναπέ καθώς αυτός γονατίζει στο πάτωμα, με το ένα του χέρι αγκάλιασε από τη μέση το καυτό κορμί της και το άλλο κατέβηκε από την κοιλιά της και έπιασε το σημείο ανάμεσα στο δαντελένιο εσώρουχό της. Βρήκε αυτό που αναζητούσε και το χάιδεψε ανελέητα με τις άκρες των δαχτύλων του.
Ακόμα και με τόσο λίγα προκαταρκτικά, εκείνη ήταν ήδη έτοιμη, ένιωσε την υγρή ζεστασιά της να τον τυλίγει. Την κράτησε σταθερά καθώς συνέχιζε να τη χαϊδεύει, ώσπου εκείνη τεντώθηκε σαν τόξο, τίναξε το κεφάλι της πίσω και τα νύχια της γαντζώθηκαν στους ώμους του, ενώ οι βρυχηθμοί της απλώθηκαν στις τέσσερις γωνίες του σαλονιού.
..Οι φαντασιώσεις τους κλείδωσαν στο συζυγικό τους κρεβάτι, εκεί ο ένας δίπλα στον άλλο, τα μάτια τους αντικρίζουν μόνο εκείνους. Ο χρόνος σταματάει. Οι λέξεις περισσεύουν η ανάσα τους κόβεται, μένουν μόνο τα βλέμματα τους να μιλήσουν και να καλύψουν όλα τα κενά που υπάρχουν μέσα τους. Οι ανάσες κι οι χτύποι της καρδιάς τους συντονίζονται, χαράζουν κοινές νότες ευτυχίας κι αισθάνονται «ένας» όπως δεκαπέντε χρόνια τώρα.
Σε μια ρουτίνα που δε μιλάνε τα χείλη αλλά τα βλέμματα. Καταργούνται οι λέξεις και απλά της φανερώνει την αγάπη του με πράξεις. Και μαζί ανταμώνουν τ’ όνειρο σ ’έναν κόσμο δικό τους κάτω απ’ την επήρεια εθιστικών αγγιγμάτων, κι αισθήσεων που συγκρούονται κι εκρήγνυται σε ένα ερωτικό παραλήρημα που δίνει ενέργεια στις σεξουαλικές φαντασιώσεις τους.
Ξάπλωσε δίπλα της άνοιξε τα καυτά χείλη του αιδοίου της, και άρχισε απαλά να γλείφει το θάμνο γύρω του. Η Ανδρομάχη αρχίζει να αναδεύεται ανήσυχα, αρχίζει να βογκά και να αναστενάζει γεμάτη λαγνεία.
Αμέσως μετά η γλώσσα του βυθίζεται και το κορμί της σφαδάζει φρενιασμένα. Όσο τη ρουφάει και τη πηδάει με τη γλώσσα του, νιώθει ηδονικό σκίρτημα παντού, σε όλο της το κορμί, δεν μπορεί να αντισταθεί στο κάλεσμά του, τύλιξε τα πόδια της στο λαιμό του και τον κράτησε εκεί.
Της αρέσει αυτή η στάση. Δεν δέχονται όλες οι γυναίκες να πέσει ένας οποιοσδήποτε άντρας ανάμεσα στα σκέλια τους, πρέπει πρώτα να τις κερδίσει για να του δώσουν το σινιάλο. Με τη γλώσσα του διαχώρισε τα δυο χείλη και όταν τ' άνοιξε πια ήταν υγρά και έτριψε τη γλώσσα του πάνω κάτω ανάμεσα στα στρώματα της ευαίσθητης της σάρκας, πέρασε τα χέρια του κάτω απ' τα γόνατα της, έπιασε τους γοφούς της και τη κοιλιά της με της παλάμες του, την χάιδεψε και της άνοιξε τα πόδια. 
Όλα γίνονται απαλά, με ευγένεια, είναι μια προσευχή που θέλει την ώρα της.
Τον ικανοποιεί βαθιά το να φέρνει τη σύντροφο του σε σπασμούς έκστασης με τα φιλιά του.
Το πιστεύει βαθιά ότι μεταξύ δύο συντρόφων δεν υπάρχει καμία διαφθορά, ενοχή ή ντροπή, γιατί η σαρκική ανισότητα παύει να υπάρχει στο κρεβάτι. Υπάρχει μόνο η υπόσχεση της ευχαρίστησης και η εκπλήρωση των αμοιβαίων επιθυμιών.
Η θέα των χειλιών του αιδοίου και των αστραφτερών ρόδινων πτυχών έστειλαν όλο το αίμα από το σώμα του να ξεχυθεί σαν χείμαρρος στο πέος του. 
Εκείνη βόγκηξε απελπισμένα. «Σε παρακαλώ» είπε λαχανιασμένα, τον ικέτεψε να βάλει ένα τέλος στα ηδονικά βασανιστήρια που της έκανε με τη γλώσσα του.
Καθώς εκείνος ξεκίνησε να κινείται με αργές ωθήσεις, εκείνη ανασηκώθηκε για να τον συναντήσει, άρχισε να κινείται ρυθμικά μέσα της σ’ ένα ξέφρενο οργασμό που δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει, οι απότομοι σπασμοί του ξύπνησαν μέσα της κύματα, σαν φλόγες, αστραφτερές σαν πυροτεχνήματα, που έκαναν τα σωθικά της να λιώνουν. Σαν καμπάνες που χτυπούσαν δυνατά, χαρμόσυνα. Η απελευθέρωσή του ήρθε καυτή, ο σφυγμός του σφυροκοπούσε στα αυτιά του και ούτε που κατάλαβε τις άναρθρες κραυγές της σαν πληγωμένο θηλυκό ζώο που δεν έβγαζαν κανένα νόημα, καθώς άλλος ένας οργασμός που την κυρίευσε της εξουθένωσε σώμα και ψυχή. Έμεινε να βαριανασαίνει με κλειστά μάτια για καμπόση ώρα και μετά τον έβγαλε απότομα από μέσα της, καθώς συνερχόταν σιγά σιγά.
Ο Αλκιβιάδης κατέρρευσε δίπλα της κατάκοπος και γαλήνιος. Και της ψιθυρίζει στο αυτί πως η χημεία τους όπως κι η μαγεία δε χάνονται. Μια όαση είναι που μέσα της παρασύρονται και χάνονται μέχρι να τους βρει το ξημέρωμα αγκαλιά.
Είχαν αγαπηθεί όπως ποτέ, και καμιά λέξη, κανένα βλέμμα δεν ήταν πιο εκφραστικό απ’ τα κορμιά τους που είχαν νιώσει τόσο έντονα την ηδονή. Ο Αλκιβιαδης κουλουριάστηκε σαν χαδιάρης γάτος πάνω στην Ανδρομάχη του. Τα κορμιά τους εφάρμοσαν φυσικά, το ένα θηλύκωσε στο άλλο, αυτός πίσω της. Το μυώδες στομάχι του κούμπωσε στην καμάρα της πλάτης της, οι μηροί του βρήκαν τη θέση τους στην κοιλότητα των λυγισμένων ποδιών της. Φωλιασμένη μέσα στα μακριά μυώδη μπράτσα του και νανουρισμένη από το απαλό λίκνισμα του, η Ανδρομάχη αποκοιμήθηκε πρώτη.
Και κάθε φορά του υπενθυμίζει πως όταν κοιμούνται μαζί, ν’ αφήνει το πνεύμα του στα χέρια της με ασφάλεια, και δε θα βγει ποτέ από τα δίχτυα της. Όχι ότι αυτός άλλωστε θέλει να ξεφύγει, από την ισόβια σύντροφό του, που τον σαγηνεύει με την άδολη χάρη της και τον φυσικό αισθησιασμό της. Φαινομενικά εύθραυστη, αλλά προικισμένη με τεράστια δύναμη επιβίωσης, ικανή να προσφέρει ασφάλεια και προστασία στην σχέση τους και την οικογένεια τους. Δεν θα δειλιάσει στιγμή να σταθεί στο πλευρό αυτών που αγαπά και να γυρίσει αν χρειαστεί για το χατήρι τους τον κόσμο ανάποδα.
Αυτή η μία και μοναδική που είναι το λιμάνι τους. Ο κυματοθραύστης τους και ο σηματοφόρος της χαράς τους που η παρουσία της πέφτει σαν τη σταγόνα του λαδιού στο νερό, σταγόνα που απλώνεται και γαληνεύει την υδάτινη επιφάνεια.
Είναι σημαντικό γι αυτόν μετά από τόσα χρόνια έγγαμου βίου, την αγάπησε από μέσα προς τα έξω, νοιάζεται για την Ανδρομάχη του, ξέρει ότι μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς να κυνηγάνε σκιές αναζητώντας το καλύτερο απ' αυτό που έχουν.
Μαζί λοιπόν προσπαθούν και ζουν με περίσσια αγάπη, με τις συμφωνίες αλλά και τις διαφωνίες τους, και με τις λιακάδες και με τις βροχές, πάντα δίπλα ο ένας στον άλλο, όχι απέναντι.
Αυτό είναι μια καλή συνταγή για μια σχέση τους που ξέρει να μαγειρεύει, αλλά και ξέρει να τρώει!
Ο δε παλιόφιλος καπετάνιος , αφού πρώτα τον κάθισε σε αναμμένα κάρβουνα, ερμηνεύοντας με σαφήνεια όσα οι έρευνες και οι αναλύσεις λένε, τρέχει τώρα τη φωτιά να σβήσει, ανήσυχος για μια εξέλιξη ανεπανόρθωτη στην οικογενειακή ζωή του φίλου του.! 
Πριν αναχωρήσει για τα μακρινά του ταξίδια, του τόνισε με έμφαση.....
Μιας και σίγουρα μετά από την συζήτηση μας η καχυποψία σου έχει φτάσει σε επίπεδα στρατόσφαιρας, καλό θα ήταν πριν καταδικάσεις τη σύντροφό σου ως μοιχαλίδα σε αναμονή, να μπεις στην ακριβώς αντίστροφη διαδικασία που λέει το εξής απλό: Αν μία γυναίκα περνάει καλά, δεν κάνει «σχέδια» παρά μόνο για τον άντρα στον οποίο οφείλει την ευτυχία της.
Ξέρεις, επομένως, τι πρέπει να κάνεις. Άλλωστε, φίλε μου καλέ, ποτέ σου να μην ξεχνάς ότι και η Πηνελόπη, με τον Οδυσσέα έμεινε.
Η μαγκιά είναι το ταίρι σου να είναι προορισμένο για σένα και με τη συμπεριφορά σου να το καλύπτεις τόσο και με τέτοιον τρόπο που να μη βρίσκει τρύπα να μπουκάρει ο δαίμονας.
Και τέλος μια χρήσιμη και βασική συμβουλή που πρέπει να έχεις υπόψη σου .
Το σεξ δεν επιβάλλεται, ούτε απαιτείται. Δεν είναι σωστό ή λάθος, είναι η ανάγκη σου για εκείνη, να τη θέλεις στο μυαλό και στο σώμα σου. Να γουστάρεις τη γυναίκα σου, να θες να κάνετε σεξ. 
Βασικός νόμος και απαράβατος! Η γυναίκα το σεξ το έχει στα σκέλια της. Είναι αυτή που κρατάει το κλειδί του σεξ στα χέρια της. Άμα θέλει, σε κάνει και τρέχεις. Μπορεί να σε φέρει από την άκρη του κόσμου, γιατί ξέρει καλά το κουμπί του άντρα που λέγεται πόθος.
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Υ.Γ.1: Το σεξ δεν είναι έγκλημα.... Η περιγραφή του γιατί πρέπει να είναι;
.......Θυμάμαι την εποχή που ο αέρας ήταν καθαρός και το σεξ βρώμικο .....Μπερνς Τζώρτζ..........
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Υ.Γ.2: Υπάρχει ο ιδανικός σύντροφος;
«Στο μυαλό μας μπορεί να υπάρχει. Αργά ή γρήγορα η πραγματικότητα θα μας χτυπήσει την πόρτα αφού ο ιδανικός άλλος είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος με διαφορετικά βιώματα και προσδοκίες.
Οι δύο πλευρές συναισθάνονται ότι ποτέ δεν θα γίνουν ένα σώμα αλλά θα είναι δύο ξεχωριστά άτομα. Η πρόκληση από εδώ και πέρα είναι να διατηρηθεί ένας κοινός κόσμος, αντιλήψεις και προσδοκίες.
Και τελικά αυτό το πρόσωπο που επιλέξαμε μπορεί να μην είναι το τέλειο ταίρι αλλά εμείς το επιλέξαμε και πάλι αυτό θα διαλέγαμε με όλα τα λάθη και τις αντιθέσεις. Ένας αληθινός άνθρωπος με πολλά χαρίσματα και πτυχές συμπεριφορών που ακόμη εξακολουθούμε να ανακαλύπτουμε και φυσικά να αγαπάμε. Οτιδήποτε άλλο, είναι συνέταιρος και η σχέση σύμβαση......γι αυτό τη σημερινή μας εποχή τόσες αποτυχημένες συμβάσεις καταγγέλλονται πλέον τόσο συχνά.»!
 
Web Informer Button