ADS

click to open

Slider

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Myrtle

... Ένα μικρο απόσπασμα από τo...Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ...(Part: 1)...Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε λεπτομέρειες στο Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part:1) Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part..1).....
......Η Εριφύλη χωρίς παύσεις συνέχισε να διηγείται στη φιλενάδα της την Ελπινίκη τα τελευταία κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν «εμπιστευτικά» με τα ερωτικά πεπραγμένα, της γειτόνισσας της, της Αλεξάνδρας. Μια άκρως πρωτότυπη «γαργαλιστική» ιστορία που συνεχίζει να κάνει θραύση στις γυναικείες συναθροίσεις της γειτονιάς τους, λες και είναι βγαλμένη από τα πρωινάδικα social media της τηλεόρασης, με πρωταγωνίστρια την ανυποψίαστη Αλεξάνδρα, το πρόσωπο που έχει τον κύριο ρόλο στην ιστορία. Η ιστορία της παρουσίαζε ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό και αυξανόμενο ενδιαφέρον για την Ελπινίκη που απολαμβάνει να παρακολουθεί τη συνέχεια της ιστορίας. 
...Η Αλεξάνδρα με την παρέμβαση και τη συμβολή της αδελφής της, της Μυρτώ η ερωτική ζωή της κατάληξε αναπάντεχα να αποκτήσει μόνιμο και αίσιο τέλος. Πως το λέμε σύμφωνα με την παροιμία, Ελπινίκη μου που ύστερα από πολλές περιπέτειες φτάνουμε σε αίσια έκβαση; Τέλος καλό, όλα καλά λοιπόν για την χυμώδη Αλεξάνδρα μας.! Με λίγη υπομονή και πολύ τύχη βρήκε επιτέλους έναν πολύ αξιόλογο άντρα, και τον παντρεύτηκε επίσημα με παπά και με κουμπάρο. Η αδελφή της η Μυρτώ εργάζεται στη γραμματεία μεγάλης και γνωστής πολυεθνικής βιομηχανίας τροφίμων. Ένα παλικάρι, εξωτερικός συνεργάτης της εταιρείας την πολιορκούσε στενά εκδηλώνοντας τον ενδιαφέρον του και τις ερωτικές του διαθέσεις με πρόθεση τη σύναψη ερωτικών σχέσεων μαζί της και με σκοπό να γίνουνε ζευγάρι, αλλά εκείνη παρουσίαζε ισχυρή και επίμονη αντίσταση στην ερωτική πολιορκία του, που σημαίνει ότι δεν την ενδιέφερε να συνάψει ερωτική σχέση μαζί του. Κατά τα φαινόμενα το μυαλό της και οι ανησυχίες της ήταν εστιασμένες κάπου αλλού. Εγώ είχα βάσιμες υποψίες ότι ο Νικηφόρος μου ήταν ο άνδρας που την ενδιέφερε σοβαρά και ίσως τον ονειρευόταν να γίνουν ζευγάρι και μάλλον απογοητεύτηκε όταν πληροφορήθηκε τη πολύ σοβαρή του σχέση μαζί μου. Σαν συνομήλικες γυναίκες είναι σημαντικό ότι υπάρχει ανοιχτή επικοινωνία και κατανόηση μεταξύ μας και παραμένει η σχέση μας υγιής. Η Μυρτώ είναι ακόμη και σήμερα ελεύθερη και πολύ αφοσιωμένη επαγγελματικά στη δουλειά της που την αγαπάει. 
Όντως η αδελφή της Αλεξάνδρας η Μυρτώ είχε το μυαλό της στο Νικηφόρο αλλά αυτό που δεν ήξερε η Εριφύλη ούτε και η ιδία η Μυρτώ ήταν ότι και ο Νικηφόρος μια εποχή είχε σφόδρα επιθυμήσει να συνάψει ακόμη και επίσημη σχέση μαζί της. Η οικογένεια της Μυρτώ είχε τρεις τρεις κοπέλες (αδελφές.) ανύπαντρες. Την Ελπίδα είκοσι τριών ετών την εποχή εκείνη, την Αλεξάνδρα είκοσι ενός ετών και τη Μυρτώ η μικρότερη από τις αδελφές της δεκαενιάχρονη. Γυρίζοντας στην Ελλάδα από το τελευταίο του μπάρκο, νεαρός μηχανικός της ναυτιλίας ο Νικηφόρος η μητέρα του γλυκά και χαμογελαστά αρχίζει τα μητρικά κηρύγματα να τον προτρέπει πως είναι στη κατάλληλη ηλικία και ψυχολογικά ώριμος για να παντρευτεί και είναι πια καιρός να κάνει και αυτός δική του οικογένεια.
«Να σου βρω και μια καλή κοπέλα και να κάνεις δίκη σου οικογένεια.» 
«Και τι είναι η κοπέλα για να τη βρεις ρε μάνα; Ραπανάκι για την όρεξη στη λαϊκή αγορά;»
«Με ακούς, παιδάκι μου;». 
«Ναι, ρε μάνα, σε ακούω, καθαρά και δυνατά!». 
«Γιατί δεν απαντάς, παιδί μου;».
«Ναι ρε μάνα! Ξέρεις κάτι όμως; Δεν είναι ότι δε χρειάζομαι έναν καλό σύντροφο στη ζωή μου, που να έχουμε κοινά ενδιαφέροντα και νιώθουμε άνετα ώστε να μοιραστούμε τα συναισθήματά μας. Είναι όμως που η ζωή είναι περίεργη, είναι απρόβλεπτη, γεμάτη εκπλήξεις, αντιφάσεις και παράδοξα, τα οποία την καθιστούν αναπάντεχη και συχνά δύσκολο να την καταλάβει κανείς πλήρως γιατί δεν ακολουθεί πάντα μια λογική και προκαθορισμένη πορεία.!»
Ο Νικηφόρος στην παρούσα φάση, απέφευγε τις δεσμεύσεις ένιωθε να μην είναι έτοιμος συναισθηματικά, οικονομικά και προσωπικά, για γάμο και παιδιά. Οι επιλογές που είχε ήταν  άλλες! Είχε θέσει πρωταρχικό του στόχο, ότι ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, να πετύχει επαγγελματικά ώστε να του διασφαλίζει ένα σταθερό, επαρκές εισόδημα που θα του παρέχει ασφάλεια, σταθερότητα και δυνατότητα κάλυψης των αναγκών και των επιθυμιών του σαν ατόμου και της οικογένειας του.
 Η μητέρα του απόρησε και του απάντησε: «Όπως μιλάς εσύ γιε μου, δεν παίρνω είδηση τι λες, δεν την καταλαβαίνω εγώ τη γλώσσα σου, και τι θες να πεις.» 
 Ο Νικηφόρος γνώριζε πως η μητέρα του ετοίμαζε προξενιό να ζητήσουν ένα από τα δυο μεγαλύτερα κορίτσια της οικογένειας. Ο Νικηφόρος σκέφτηκε έναν τρόπο να εκφράσει την απροθυμία του να παντρευτεί και για να μην χαλάσει ολοσχερώς τις νοητικές  επιθυμίες της μητρός του δέχθηκε να του κάνει την προξενήτρα με την προϋπόθεση ότι συμφωνεί για το προξενιό μόνο όσο άφορα την μικρή αδελφή το βλαστάρι τους τη Μυρτώ. Η μητέρα του κατάλαβε ότι ο όρος που έθετε ο γιος της ουσιαστικά σήμαινε άρνηση εκ μέρους της οικογένειας των κοριτσιών και έτσι παραιτήθηκε από το επίδοξο προξενιό. Η αλήθεια είναι πως και του Νικηφόρου σκιρτούσε η καρδιά του για την μικρή σκερτσόζα, δυναμική απαστράπτουσα και ελκυστική δεκαενιάχρονη Μυρτώ! Όταν την συναντούσε στο δρόμο η στο λεωφορείο το βλέμμα του τα έλεγε όλα και μπορούσε πολύ εύκολα η Μυρτώ να καταλάβει κάτι για τα συναισθήματα του. Όμως όπως αποδείχτηκε ποτέ της δεν κατάλαβε. Το συναισθηματικό βλέμμα του δεν ήταν αρκετό για τη Μυρτώ να τον νιώσει και να κατανοήσει τι βίωνε ο Νικηφόρος, να μπει στα παπούτσια του και να προχωρήσει σε ειδύλλιο με αίσιο τέλος που αυτός επιθυμούσε.. 
..Όταν λοιπόν η Μυρτώ θέλησε να ξεφορτωθεί το νεαρό άντρα που την πολιορκούσε και της εκδήλωνε φορτικά το ερωτικό του ενδιαφέρον προσπαθώντας να κερδίσει την ερωτική της  προσοχή, βρήκε τον τρόπο να απαλλαγεί προτείνοντας την αδελφή της ως μια καλή επιλογή.
Το κουβέντιασε με την αδελφή της και της τον σύστησε στα σοβαρά για γαμπρό.
Αρχικά ο νεαρός έμεινε έκπληκτος. «Σοβαρά μου μιλάς τώρα; Πραγματικά επιμένεις σοβαρά να συναντηθώ με την αδελφή σου;» της λέει. 
«Σοβαρότατα! Είναι Όμορφη, έξυπνη, νοικοκυρά. Βέβαια είναι λίγο τσαούσα, αλλά θα στρώσει όταν παντρευτείται.»
«Και εσύ έχεις την εντύπωση ότι μόλις με δει η αδελφή σου θα πέσει ξερή από έρωτα και θα πει αμέσως το ναι, έτσι;. Και αν η κοπέλα έχει αντίρρηση; αν αγαπάει άλλον, ρε κορίτσι μου;» την ξαναρώτησε ο νεαρός.
«Η ερώτηση «αν αγαπάει άλλον» για να λάβεις μια χρήσιμη απάντηση, είναι όχι!  Εσείς οι δύο είμαι σίγουρη θα τα πάτε πολύ καλά μαζί καθώς σαν άτομα και οι δύο είστε γεμάτοι ενέργεια, ζωντάνια και ενθουσιασμό, έχετε «κοινά σημεία» που αφορούν διάφορα πράγματα, όπως ενδιαφέροντα, απόψεις, και κοινές ανάγκες! Με καταλαβαινεις πιστεύω!» 
Δεν χρειάστηκε και πολύ να το σκεφτεί ο νεαρούς άνδρας και το αποφάσισε να συναντηθεί με την Αλεξάνδρα, και η αλήθεια είναι πως εντυπωσιάστηκε από την πρώτη ματιά που την γνώρισε και δεν άργησε να την ερωτευτεί. Τον ερωτεύτηκε και η Αλεξάνδρα, πολύ σύντομα έγινε ο γάμος τους και είναι σήμερα ένα πολύ ταιριαστό και αγαπημένο ζευγάρι με παιδιά.
«Δηλαδή η αδελφή της Αλεξάνδρας η Μυρτώ από σεξ δεν. Δεν το τοποθετεί στις προτεραιότητες της ζωής της σαν νέα γυναίκα που είναι;» απορεί η Ελπινίκη με την ιστορία της Εριφύλης.
«Βλέπεις η Μυρτώ, είναι και λίγο φεμινίστρια, έμαθε να ανήκει στον εαυτό της και σε κανέναν άνδρα. Κατά καιρούς βέβαια δεν ξεχνά ότι είναι και γυναίκα και μπορεί να μην εκφράζεται εύκολα αλλά σεξουαλικά έχει και αυτή τις ανάγκες της, που χρειάζονται μια αντρική αγκαλιά να μοιραστεί μαζί του τις πιο πονηρές φαντασιώσεις της να μπορεί και να θέλει να είναι και η ερωμένη του να της ποτίζει το μουνάκι της, αλλά μην το θεωρήσει ποτέ του ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει και χωρίς αυτόν.»
«Ολίγον φεμινίστρια λοιπόν η Μυρτώ μας.» εκφράζει γνώμη, δίνοντας έμφαση στην προβολή του λόγου της η Ελπινίκη.
«Οπότε παντρεύτηκε η Αλεξάνδρα και ησύχασε και ο Μιλτιάδης.» κλείνει τη διήγηση της ιστορίας της Αλεξάνδρας η Εριφύλη.





Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Valeria

...Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία Ι: (Part:2)....Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε για περισσότερες λεπτομέρειες Μυθοπλασία Ι: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία Ι (Part..1)
 ..............................Ο Αλκιβιαδης λίγο έλειψε να μη την αναγνωρίσει. Από μακριά το μόνο που έβλεπε ήταν οι μακριές γάμπες της, που διαγράφονταν ανάγλυφα κάτω από το ύφασμα μιας υπέροχη σικάτης φούστας.  Με μια δεύτερη ποιο καθαρή ματιά, ανεγνώρισε τη μορφή της, σαν από το βάθος ενός πάρα πολύ αγαπητού παρελθόντος!. Ψηλή λεπτή και ένα διακριτικό μακιγιάζ συμπλήρωνε την εικόνα αυτής της γυναίκας. Στην αρχή μπερδεύτηκε με μια παράξενη αποτύπωση στο μυαλό του της εικόνας της. Του φάνηκε φτυστή η Μία Γουάλας, η ηρωίδα του Πάλπ Φίξιον, που την υποδυόταν η Ούμα Θέρμαν. Όμορφη τρομερά αισθησιακή, ήταν η Βαλερία...........................................Το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Κοιτούσε τον κόσμο με ορθάνοιχτα μάτια, κατάμαυρα, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων. Πάντα στην τρίχα! .......................................
........Στη Θεσσαλονίκη περασμένα μεσάνυχτα Σαββάτου προς ξημερώματα της Κυριακής, όπως είδαμε η Ναυσικά και η Ανδρομάχη είχαν την ευκαιρία να ζήσουν μια συναρπαστική λεσβιακή εμπειρία γεμάτη έντονη σεξουαλική ενέργεια και πάθος, παρασυρμένες από το ανομολόγητο πάθος της μιας για την άλλη, που κατέκλυσε τα κορμιά τους, θόλωσε το μυαλό τους και εξαφάνισε την λογική τους με αποτέλεσμά να κάνουν το τόλμημα να επιδοθούν σε τολμηρά σεξουαλικά παιχνίδια μεταξύ τους. Και οι δύο ομολογούσαν πως αναστατώθηκαν οι αισθήσεις τους όσο καμιά άλλη φορά και δεν είχαν την δύναμη να αντισταθούν ώστε τα πάντα μπορούσαν να συμβούν τη νύχτα τους στη Θεσσαλονίκη. Η ένταση της επιθυμίας, ο ίλιγγος των αισθήσεων άρπαξε την ψυχή τους και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας. Η στάση τους δεν άφηνε περιθώρια για παρανοήσεις. Τις είχε ενώσει μια νύχτα μαγείας και τρέλας. Η αλήθεια είναι πως μερικά χρόνια πριν δεν θα είχαν διανοηθεί ακόμη και να συζητήσουν το εν λόγω θέμα, πόσο μάλλον ως δυο ετερόφυλες γυναίκες να τολμήσουν να δοκιμάσουν και να μοιραστούν μαζί την εμπειρία προσφέροντας σεξ η μια στην άλλη, υπερβαίνοντας το πολιτισμικό εμπόδιο, της ηθικοπλαστικής υποκρισίας και του πουριτανισμού. Το σεξουαλικό πάθος και η αξία του έρωτα υπερίσχυσε της όποιας λογικής τους και με αμοιβαίο σεβασμό επιτρέποντας και στις δύο να είναι ανοιχτές και ειλικρινείς μεταξύ τους, μοιράστηκαν πολλαπλούς οργασμούς σε σύντομο χρόνο μέχρι τον «επόμενο γύρο», δεδομένου ότι σαν γυναίκες ήξεραν τι ήθελαν και κατ΄επέκταση πως να φέρει την κορύφωση της σεξουαλικής διέγερσης η μία στην άλλη. Το ερωτικό πάθος είναι θεόσταλτο από την Αφροδίτη δηλώνει στους στίχους του ο Ευριπίδης και «είναι φυσικό, άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί να σφάλλουν». 
Το ερωτικό πάθος και η ηδονή που έζησαν εκείνο το Σάββατο δεν το είχαν βιώσει ποτέ ξανά στη ζωή τους, παρόλο που και οι δυο γυναίκες είχαν μια υγιή, δραστήρια και ικανοποιητική σεξουαλική ζωή. Αυτή η επαφή τους τις έκανε να απενοχοποιήσουν το λεσβιακό σεξ, να αγαπήσουν το σώμα τους να μην έχουν ταμπού στο κρεβάτι. Απλά αφέθηκαν. Σαν γυναίκες ήξεραν ακριβώς που και πότε να αγγίξει η μια την άλλη. Τι ήθελαν να ακούσουν, να λέει η μια στην άλλη. Νοιαζόταν να ικανοποιήσει η μια την άλλη. Δεν θα ξεχάσουν τον τρόπο που προσπαθούσε να ικανοποιήσει η μια την άλλη και αυτό τους δημιουργούσε ένα επίπεδο εμπιστοσύνης, επιτρέποντας και στις δύο να αισθάνονται ασφαλείς μεταξύ τους, μεχρι που αποφάσισαν πως το σεξ με γυναίκα είναι αλλιώς και αγκαλιασμένες έπεσαν σε βαθύ ύπνο στο άνετο και αναπαυτικό κρεβάτι του ξενοδοχείου!
 Πίσω στην Αθήνα τον Αλκιβιάδη το ίδιο σαββατόβραδο τον απασχολούσε κάτι που πολύ απλά μπορεί να συμβεί στον καθένα. Από νωρίς βιώνει το αίσθημα της μοναξιάς του σε μια φορτισμένη συναισθηματική κατάσταση, έχοντας έντονες νυχτερινές αϋπνίες, και οι αϋπνίες τον ταξίδευαν στα μονοπάτια της μνήμης, και του ζητούσαν επίμονα να ζήσει ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες! Η αιτία που ζει τις εσωτερικές ενσυνείδητες συγκρούσεις του είναι η ερωτική επιθυμία για μια γυναίκα, που σήμερα την είδε μετά από χρόνια με μια λαχτάρα που κατάφερε να τον αγγίξει και να χαραχτεί βαθιά στην συνείδηση του απρόσμενα το μεσημέρι του Σαββάτου και του δημιουργεί την αίσθηση πως μέσα του γεννιέται κάτι μυστικό, κάτι συνωμοτικό, μα και ανησυχητικό μαζί, και ο νους του αδυνατεί να σταματήσει να τη σκέφτεται. Η μορφή της είχε κάνει νυχτερινή απόβαση στο μυαλό του και στη σκέψη της δεν ησυχάζει με τίποτα. Νιώθει απόψε αυτό το ρομαντικό συναίσθημα γι αυτή τη γυναίκα με τον ψυχισμό ενός εφήβου, τότε που έψαχνε τη ζωή του χωρίς να ξέρει πού θα τη βρει. Ένιωσε ένα μικρό τσιμπηματάκι στην καρδιά με τις αναδυόμενες σκέψεις. Είχε πρόσφατα αφήσει πίσω του τα σαράντα του χρόνια κι η Βαλερία σήμερα του είχε φανεί ίδια με την αέρινη οπτασία που έβλεπε στα εφηβικά του όνειρα. Και σήμερα στα σαράντα του χρόνια γνωρίζει ότι η σεξουαλική επιθυμία είναι ένα πάθος στο οποίο υπάγονται όλα τα άλλα πάθη και στο οποίο όλα ενώνονται και η πραγματική ευτυχία στηρίζεται στις αισθήσεις και η αρετή δεν ικανοποιεί καμιά από αυτές!
Η ιστορία του ξεκίνησε όπως κάπως έτσι ξεκινούν πολλές ιστορίες οι οποίες συμβαίνουν κάποτε! Κι όμως η μέρα είχε ξεκινήσει φυσιολογικά, με όλες τις συνήθειές της, τους εξαναγκασμούς και τις μικρές απολαύσεις της. Όταν λοιπόν ξημέρωσε το Σάββατο τίποτα δεν προανήγγειλε ότι αυτό το συνηθισμένο Σάββατο που απολάμβανε τη προσωρινή μοναξιά του θα ερχόταν κάποια στιγμή να πολιορκείται από μύχιες και ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες, και το ενδιαφέρον και η προσοχή του να εστιάζεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που έγινε η εφήμερη ηρωίδα του και το αντικείμενο του αναπάντεχου ερωτικού του πάθους. Κεντρική πρωταγωνίστρια μια παλιά τους φίλη, η γοητευτική Βαλερία με την απαράμιλλη κομψότητα της. Τίποτα δεν προμήνυε την τρελή τροπή που θα έπαιρναν οι σεξουαλικές του διαθέσεις απ' τα επερχόμενα γεγονότα και αυτό το έντονο αίσθημα κάψας που είχε νιώσει να απλώνεται χαμηλά στην κοιλιά του από την παρουσία της Βαλερίας.
Ο Αλκιβιάδης άνοιξε τα μάτια του στις επτά και δέκα. Τον είχε ξυπνήσει η καμπάνα της μικρής εκκλησίας τους, η μέρα φάνταζε ωραία, ηλιόλουστη, κάτι που έπρεπε να εκμεταλλευτεί, μια και το φθινόπωρο ήταν προ των πυλών. Ως συνήθως, τεντώθηκε απλώνοντας τα χέρια του στο κρεβάτι τα σεντόνια ήταν κρύα. Η Ανδρομάχη η εδώ και δέκα πέντε χρόνια σύντροφος του, είχε ήδη αποδράσει από χθες Παρασκευή πρωί για τη τριήμερη εκδρομή  της.   
Πήγε στο μπάνιο, έκανε την πρωινή του τουαλέτα έπλυνε τα δόντια του, μετά πήγε στο δωμάτιο έβγαλε τις πιτζάμες του και έβαλε ρούχα εργασίας κήπου. 'Έφτιαξε το πρωινό καφέ του, πήγε βόλτα το σκύλο, καθάρισε το κλουβί με τον παπαγάλο άνοιξε το Κομπιούτερ και  έλεγξε τα  Εmail του. Ο Αλκιβιάδης αυτό το ΠΣΚ ζει τη προσωρινά εργένικη ζωή του χαλαρός και νηφάλιος. Ξεκινώντας η μέρα του χωρίς αναταράξεις σαν να βρισκόταν σε ήρεμα νερά, ήταν η Ανδρομάχη του που του προκάλεσε μια ανησυχία! Συνήθως όταν απουσίαζε τον έπαιρνε πάντα πρώτη τηλέφωνο απ' τα άγρια χαράματα να μιλήσουν, να έχουν επαφή. Σήμερα ασυνήθιστο περνούσε η ώρα, ανέβηκε ο ήλιος και το τηλέφωνο δεν κτύπησε! Την πήρε πρώτος εκείνος και το τηλέφωνο δεν του απαντούσε. Ανησύχησε! Την πήρε και πάλι, άργησε να το σηκώσει και όταν το σήκωσε του δικαιολογήθηκε πως την πήρε βαθιά ο ύπνος γιατί από βραδύς τη ταλαιπώρησαν οι κολικοί της! Ο Αλκιβιάδης ανησύχησε και αναστατώθηκε που η Ανδρομάχη του βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τέτοιο δυσάρεστο γεγονός μα η ίδια τον καθησύχασε, λέγοντάς του πως όλα είναι καλά και ήταν κάτι περαστικό και πάει της πέρασε! Τον διαβεβαίωσε πως ήδη ένιωθε πολύ πιο ευχάριστα αναμένοντας τις προγραμματισμένες εξόδους σ’ αυτή την τριήμερη «απόδραση» της που συμβάλλουν ακόμη περισσότερο στην καλή της διάθεση, και της προσφέρουν μία ανάλαφρη διάθεση ελευθερίας και παράλληλα θα ξεδώσει, θα εκτονωθεί, και θα αποβάλει άγος, νεύρα και φυσικά την κακή διάθεση.
«Ανδρομάχη Μωρό μου! Με έκανες ν’ ανησυχήσω. Καλά εγώ έλειπα από δίπλα σου! Ο ρασοφόρος ο φίλος μας που ήταν να σου συμπαρασταθεί στη ταλαιπωρία σου; Η Ναυσικά;!»
«Η Ναυσικά ο Θεός να την έχει καλά, χάρις την αδελφική φιλία που μας ενώνει μου συμπαραστάθηκε στις ιδιαίτερες αυτές στιγμές μου με αλληλεγγύη και εχεμύθεια αγάπη μου! Ευτυχώς που ήταν κάτι περαστικό, μπορεί να με ταλαιπώρησε αλλά σημασία έχει που στο τέλος όλα πήγαν καλά! Ήταν κάτι που το έζησα πολύ έντονα τη νύχτα αλλά δεν χρειάζεται να υπερβάλουμε και εσύ δεν χρειάζεται να ανησυχείς αγάπη μου γιατί έχω βρει το κατάλληλο καταπραϋντικό και να τώρα με την κουβέντα μας καθυστερώ να πάρω πάλι τη δόση μου στην ώρα της!»
«Ναι έχεις δίκιο αγάπη μου να μην σε καθυστερώ, και σε παρακαλώ Ανδρομάχη μου να προσέχεις τον εαυτό σου και να μη μου ταλαιπωρείσαι! Άλλωστε το ταξίδι το έκανες για να ξεδώσεις από τα καθημερινά. Ο καιρός πως είναι στη Θεσσαλονίκη;»   
«Εντάξει αφού το είπαμε αυτό, ότι και να ήταν πάει και πέρασε! Καλά είμαι τώρα και σ΄ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. Ο καιρός είναι τέλειος αν και η πρόγνωση αναφέρει βροχή. Εσύ πως είσαι αγάπη μου; Για πες μου, σου λείπω;»
«Καλά είμαι αγάπη μου απλά μου λείπεις αλλά εσύ μη το σκέφτεσαι κοίτα να περνάς όμορφα και μη σε νοιάζει εγώ εδώ είμαι και θα σε περιμένω να μου πεις ωραίες και πολλές ιστορίες του ταξιδιού σου! Φιλιά πολλά!.»
«Κούκλε μου! δεν ξέρεις πόσο σε λατρεύω!» του ψιθύρισε. «Ποσό σε λατρεύω όταν είσαι τόσο χαλαρός και τρυφερός μαζί μου ! Σου στέλνω πολλά φιλιά.» 
Η αλήθεια είναι πως όταν ο Αλκιβιαδης ακούει τη φωνή της Ανδρομάχης, ειδικά η φωνή της στο τηλέφωνο νιώθει μια ευχαρίστηση. Η θύμηση αυτής της φωνής τον ευχαριστεί, αφού είναι η φωνή του προσώπου που αγαπά. Η φωνή της Ανδρομάχης είναι πολύ ηχηρή, ζεστή, ο τρόπος που λέει: Εμπρός, η Ανδρομάχη είμαι, όλα αυτά τα απροσδιόριστα πράγματα. Και όντως, υπάρχει μια πολύ φευγαλέα ευχαρίστηση στη θύμηση αυτής της φωνής και ειδικά τώρα που είναι στη μοναξιά του.
....... Και όμως! Σαν κάτι απροσδιόριστο να τον προβληματίζει σήμερα τον Αλκιβιάδη! Λίγο περίεργα μου τα λέει η Ανδρομάχη μου! Εντάξει για δέκα πέντε χρόνια παντρεμένοι πολύ καλά τα πάμε στη σχέση μας. Όταν όμως ξαφνικά «ξεχνάει» να σε πάρει τηλέφωνο και στο καπάκι πριν κλείσει το τηλέφωνο θυμήθηκε με έμφαση να σου πει πως σε «λατρεύει» λογικά σου δημιουργεί αντικρουόμενα συναισθήματα και ταυτόχρονα καταιγισμό από αρνητικές σκέψεις.» Μουρμούρισε προβληματισμένος ο Αλκιβιάδης κλείνοντας το τηλέφωνο! «Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, αυτά που λέει είναι αυτά που κάνει! Το μόνο σίγουρο είναι οι  εικασίες που έχεις. Γιατί στις εικασίες με τον εγκέφαλο βλέπεις και όχι με τα μάτια! Σκέψου Αλκιβιάδη σε τι πέλαγος άγνοιας κολυμπάς όταν αυτά που σου καλλιεργεί στον εγκέφαλο δεν είναι και τόσο σίγουρο ό,τι είναι έτσι όπως λέγονται! Βιάζεται λέει να πάρει το γιατρικό της!» Ύποπτο του φαίνεται! Συγκρατήθηκε όμως, αντιστάθηκε στον πειρασμό γιατί σε κάτι τέτοιες στιγμές προσπαθούσε να ‘ναι όσο μπορούσε πιο ευγενικός μαζί της. Τι να κάνει Σαββάτο πρωί! Να Ανοίξει κουβέντα με επιχειρήματα; Καλά κρασιά, επτά-μηδέν θα λήξει το σκορ εις βάρος του και θα τρώει και τι γκρίνια της για κάνα τριήμερο. Οπότε δεν έχει κανένα νόημα, να μπει σε κουβέντα με την Ανδρομάχη, τσάμπα χαμένος χρόνος αν υπάρχει διαφωνία. Δεν πρόκειται ποτέ να βρει άκρη. Της λέει «ναι αγάπη μου δίκιο έχεις» και καθάρισε. Απλά τρώει λίγη ώρα μέχρι να το πει, γιατί οι γυναίκες γενικά δεν αποδέχονται την εύκολη παράδοση. Τον θέλουν τον τσακωμό. Όπως θα 'θελαν αν μπορούσαν το κομμωτήριο, το μανικιούρ και το πεντικιούρ σε καθημερινή βάση. Το κομμωτήριο κι ο τσακωμός δεν είναι μια συνήθεια, είναι DNA. Δεν θέλουν να κερδίσουν το μπρα ντε φερ με μία κίνηση. Δεν γίνεσαι πειστικός Αλκιβιάδη. Το κάνεις όπως κάνουν αυτές τον ψεύτικο οργασμό. Δυσθυμείς, βογκάς, διαφωνείς και μετά παραδίνεσαι. Γι αυτό Αλκιβιάδη δώσε δύο-τρία λεπτά από το χρόνο σου. Αυτή είναι, σύμφωνα με τον σοφό παππού του, η καλύτερη συμβουλή αν θέλει να μην του τα ζαλίζει όλη την ώρα η γυναίκα του. Το τι θα κάνει τελικά είναι μια άλλη υπόθεση. Θα ξαναβγεί με τους κολλητούς του, θα ξαναστάξει το κατούρημα στη λεκάνη, θα ρίξει καφέ στο πάτωμα, θα συνεχίσει να κοιτά τον κώλο της κάθε Τζένιφερ Λοπέζ -απλά δεν θα το λέει. 
«Ναι αγάπη μου, έχεις δίκιο, εγώ φταίω!». Αυτό είναι το τρίπτυχο της ευτυχίας. Ο Αλκιβιάδης το έχει εμπεδώσει!
...Κατά τ' άλλα όμως το Σαββάτο του είχε ξεκινήσει φυσιολογικά, με όλες τις συνήθειες του, τους εξαναγκασμούς και τις μικρές απολαύσεις του. Καθώς είχε τελειώσει το σκάλισμα στα παρτέρια του κήπου καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με το laptop μπροστά του και με καλή διάθεση και με τα ακουστικά στα αφτιά, είχε συνδέσει στο YouTube τη Σινέντ Ο' Κόνορ στο Nothing Compares 2 U, και ταυτόχρονα είχε ανοίξει το blog του στο ιντερνέτ και προσπαθούσε να σπαταλήσει έτσι το ελάχιστο ταλέντο του δημιουργώντας και χρησιμοποιώντας λέξεις που να χαϊδεύουν τα αφτιά των αναγνωστών που καταβροχθίζουν τις ιστορίες στο ιντερνέτ και αναζήτησε να γράψει κάτι γαργαλιστικό που θα λειτουργούσε ως πικάντικο τυράκι για τους αναγνώστες του, και κάπως έτσι η μέρα του κύλησε γρήγορα και δημιουργικά. Είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο δημιουργικής έμπνευσης, και τώρα ήθελε να βγει έξω! Αναρωτήθηκε τι θα προτιμούσε για μεσημεριανό γεύμα. Η σκέψη να βγει έξω για φαγητό δεν τον ενθουσίαζε. Άλλωστε ήταν αρχή του να μη πλησιάζει εύκολα καταστήματα ταχυφαγίας ή καντίνες. Το ψυγείο στη κουζίνα τους, ήταν φίσκα, δεν έλειπαν ποτέ τα τρόφιμα. Τη προοπτική όμως να φάει κάτι κατεψυγμένο την απέρριψε. Το θρεπτικό, ισορροπημένο, περιορισμένο σε λίπος γεύμα θα ήταν το ιδανικό! Η υγιεινή και γευστική διατροφή του ανέβαζε το ηθικό! Σήμερα αποφάσισε να πεταχτεί στο super market της περιοχής με τα βιολογικά προϊόντα που έχει γεύματα όμορφα τοποθετημένα μέσα σε  κουτιά φαγητού, θα ήταν το «γεύμα του στο πόδι». Η αλήθεια είναι ότι ήθελε να βγει λίγο έξω οπότε γιατί όχι; Πήγε στο δωμάτιο του και ετοιμάστηκε να βγάλει τα πρόχειρα ρούχα που φορούσε και να βάλει ένα τζιν και ένα πουκάμισο καθαρό. Έκανε αρκετή ζέστη οπότε το σκέφτηκε και δεν άλλαξε. «Εντάξει στο super market πηγαίνω όχι στο μέγαρο μουσικής» και ξεπόρτισε βάζοντας και κάτι ξεφτισμένα ανδρικά Μοκασίνια College που ήταν έξω από την κυρία είσοδο. Σαν σκιά, μέσα στην αντηλιά, είδε τον εαυτό του στη μεγάλη τζαμαρία της μπαλκονόπορτας, είχε κάνει και ένα σχετικά βαθύ κούρεμα τελευταία, αποφάσισε πως από εμφάνιση ήταν να τον κλαίνε οι ρέγγες. 
Ενώ έκανε μια βόλτα στο κατάστημα αναμένοντας να εκτελέσουν τη παραγγελία του στο βιολογικό τμήμα του εστιατορίου βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια γυναίκα ιδιαίτερα ελκυστική που τον μαγνήτισε. Ο Αλκιβιαδης λίγο έλειψε να μη την αναγνωρίσει. Από μακριά το μόνο που έβλεπε ήταν οι μακριές γάμπες της, που διαγράφονταν ανάγλυφα κάτω από το ύφασμα μιας υπέροχη σικάτης φούστας.  Με μια δεύτερη ποιο καθαρή ματιά, ανεγνώρισε τη μορφή της, σαν από το βάθος ενός πάρα πολύ αγαπητού παρελθόντος!. Ψηλή λεπτή και ένα διακριτικό μακιγιάζ συμπλήρωνε την εικόνα αυτής της γυναίκας. Στην αρχή μπερδεύτηκε με μια παράξενη αποτύπωση στο μυαλό του της εικόνας της. Του φάνηκε φτυστή η Μία Γουάλας, η ηρωίδα του Πάλπ Φίξιον, που την υποδυόταν η Ούμα Θέρμαν. Όμορφη τρομερά αισθησιακή, ήταν η Βαλερία που προχωρούσε προς το τμήμα με τα ψάρια και τα κατεψυγμένα θαλασσινά του καταστήματος! Ήταν αυτόπτης μάρτυρας μιας εξαιρετικής ομορφιάς και έμεινε άναυδος με το πόσο σέξι και ιδιαίτερα ελκυστική ήταν η παρουσία της, ψηλή καλοφτιαγμένη χάρμα ιδέσθαι. Η επιδερμίδα της σαν ώριμο στάχυ, το αγέρωχο ύφος της και οι ιδανικές αναλογίες της θύμιζαν αρχαίο άγαλμα της Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου. Τα μαύρα μαλλιά της, πολύ ωραία, άφηναν κάποιες τούφες να πέφτουν ατημέλητα και να αγκαλιάζουν το πρόσωπό της. Το βήμα της γοργό, η περπατησιά της λυγερή, σφιχτοί μηροί, που σίγουρα τους διατηρούσε με τζόκινγκ και καθημερινό γυμναστήριο! Μία θύελλα τεστοστερόνης! Ένα λαχταριστό κορμί που άναβε φωτιές. Τέρψη των ματιών και ξύπνημα των πόθων. Στο ρυθμό της μουσικής των τακουνιών της που κοπανούσαν στα πλακάκια του καταστήματος, η σιλουέτα της, ελισσόταν ανάμεσα στους πελάτες και οι πιο αδιάκριτοι από αυτούς έστρεφαν το κεφάλι στο πέρασμά της. Τα αίματα άναβαν, οι καρδιές επιτάχυναν και το μυαλό τους κατακλυζόταν από ένοχες σκέψεις. Αυτή περπατούσε σα να μη τη βλέπουν, αλλά κάποια βλέμματα την έχουν ήδη γδύσει. Η Βαλερία όπως τη βλέπει σήμερα στα τριάντα πέντε της χρόνια ήταν μια μελαχρινή γυναίκα πιο όμορφη από τότε που έφηβη τη γνώρισε για πρώτη φορά ο Αλκιβιαδης. 
Το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Κοιτούσε τον κόσμο με ορθάνοιχτα μάτια, κατάμαυρα, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων. Πάντα στην τρίχα! Η αλήθεια ήταν πως ο Αλκιβιαδης αν και είχε εκπλαγεί τα πρώτα δευτερόλεπτα, δεν είχε ξαφνιαστεί ωστόσο. Ελεημόνησε τον εαυτό του αμήχανος! Δεν ήξερε που να κρυφτεί με το θέαμα που παρουσίαζε. Καταστροφή! Έμοιαζε να καταριέται τον εαυτό του, βλαστήμησε δις! Πρώτον γιατί δεν έβαλε το τζιν και το καθαρό πουκάμισο! Τα παπούτσια ας πούμε πως τρώγονται. Αμ! το άλλο με το κοντοκουρεμένο κεφάλι! Και του γκρίνιαζε η Ανδρομάχη! «Κούκλε» μου να σε χαρώ εγώ! Σαν ηλίθιος είσαι μ αυτό το κούρεμα! Τι μύγα σε τσίμπησε και κουρεύτηκες έτσι! Αχ βρε Ανδρομάχη μου πως γίνεται να έχεις πάντα δίκιο.! Μην αμελείς ποτέ την εξωτερική σου εμφάνιση του τόνιζε πάντα! Το σαν ψαράς ντύσιμο μπορεί να είναι δελεαστικό για σένα, αλλά σίγουρα όχι και για τους γύρω σου! 
Γοητευμένος από το θέαμα μπροστά του, με ένα μείγμα θαυμασμού και επιθυμίας εμφανές στα μάτια του! «Είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε δέσμιοι της χημείας και της φύσης. Κι αυτή η δέσμευση, που άρχισε εκατομμύρια χρόνια πριν, εξακολουθεί να ασκεί την ίδια έντονη επιρροή «τραβώντας» μας κυριολεκτικά από τη μύτη!» Σκεφτόταν ο Αλκιβιαδης και είχε μια στιγμή δισταγμού πριν μαζέψει το κουράγιο του και τη πλησιάσει να τη χαιρετήσει! Χαιρετήθηκαν αλλά δεν μπορούσε να το χωνέψει ακόμα και τυμπάνιζε νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στο παντελόνι του.  Δίπλα του η Βαλερία με άψογο χτένισμα και σικάτο ντύσιμο και αυτός, σαν συνοδός που έχει βγάλει το σκύλο βόλτα στα χώματα του γειτονικού πάρκου. Ακόμα και στη θλιβερή κατάσταση που ένιωθε ότι βρισκόταν του ήταν δύσκολο να μη σκάσει ένα χαμόγελο βλέποντας την υποδοχή που του είχε επιφυλάξει με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Βαλερία με τη χαρούμενη όψη της, μ' ένα εγκάρδιο και πλατύ χαμόγελό και το χέρι προτεταμένο για χειραψία, ήταν το έναυσμα για μια πολύ ευεργετική επίδραση στα συναισθήματα του Αλκιβιάδη. Τώρα ένιωθε πολύ πιο χαλαρωμένος για την ασουλούπωτη εμφάνιση του. Ακόμα κι η στιγμιαία ψιλοκουβέντα της, που έπιασε με τον υπάλληλο στο πάγκο με τα ψάρια τον είχε ηρεμήσει και ξαναβρήκε για λίγο την καλή του διάθεση και η φωνή της, υψώνεται και κυριαρχεί στα αυτιά του ανάμεσα στους συγχυσμένους θορύβους της του καταστήματος. Της χαμογελούσε ευγενικά, με την ιδιαίτερη συστολή που τον κατείχε. Εντάξει δεν ήταν και γελοίο το θέαμα του μα αυτός αντικειμενικά πίστευε, πως η σημερινή αμφίεση του δεν ταίριαζε και πολύ στη φυσιογνωμία του.
Ο Υπάλληλος απευθυνόταν με κάτι μακρόσυρτα «κυρία μου! σε ψιλές φέτες θέλετε το σολομό», καθώς οι κλεφτές ματιές του όλο ξέφευγαν προς τις ωραίες γάμπες της Βαλερίας πέρα από το να βεβαιωθεί ότι της είχε φανεί χρήσιμος.
«Μη μου πεις πως συχνάζεις κι εσύ στο βιολογικό τμήμα του super market;» ήταν αναμενόμενο, το σχόλιο της.
«Όχι συχνά μα σήμερα που είμαι εργένης προσπαθώ να αντλήσω έμπνευση για το δείπνο μου! Ακολουθώ το συρμό που λέει πως τα βιολογικά προϊόντα είναι hot τάση, κι οι συνταγές τους είναι ισορροπημένες και δεν παχαίνουν.» 
«Ναι, έχεις δίκιο! Πώς και Σαββατοκύριακο, είσαι εργένης; Η Ανδρομάχη;»
«Είναι Θεσσαλονίκη με τη φίλη σας τη Ναυσικά.»
«Με τι Ναυσικά; Επαγγελματικό ή ταξίδι αναψυχής;»
«Στο  πλαίσιο ενός συνεδρίου, που συμμετέχει η φίλη σας η Ναυσικά, βρήκαν ευκαιρια και απέδρασαν ένα τριήμερο παρέα!»
«Τι συνέδριο;»
«Κάτι με Ηλεκτρονική Μάθηση νομίζω! Ξέρεις τη Ναυσικά. Λογικά της ταιριάζει!» 
«Καλά λες! Τα παιδιά; Στο χωρίο με παππού και γιαγιά;»
«Ναι! η τελευταία τους εβδομάδα των διακοπών.» 
Απορροφημένοι έλεγαν πολλά και διάφορα, όταν ο υπάλληλος τη πληροφόρησε πως είναι έτοιμα τα φιλέτα του φρέσκου σολομού που είχε παραγγείλει η Βαλερία, και αμφότεροι ξεκίνησαν για τα ταμεία του καταστήματος. Ο Αλκιβιάδης όμως κοίταζε τη Βαλερία αχόρταγα, με ένα απροσδιόριστο βλέμμα. Έδειχνε αδιάφορος, ή μάλλον ήθελε να το παίξει αδιάφορος γιατί μέσα του σκεπτόταν πως αυτός ο λαχταριστός κορίτσαρος θα γινόταν ιδανικός παρτενέρ στο κρεβάτι του. Αυτό το πανέμορφο αψεγάδιαστο κορμί με τις αρμονικές καμπύλες και τα ατέλειωτα πόδια! . Η Βαλερία έριξε μια κλεφτή ματιά και το κατάλαβε ότι τη κοιτάζει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν φάνηκε να πειράχτηκε. Ίσως να κολακεύτηκε κιόλας από την εμφάνιση της.
Η Βαλερία ήταν ο τελευταίος κρίκος της παρέας τριών κοριτσιών από το δημοτικό σχολείο. Η Ανδρομάχη, η Ναυσικά και η Βαλερία. Ήταν κι οι τρεις μια χαρά γκόμενες, η Βαλερία όμως ήταν η πιο εκκεντρική και ανεξάρτητη της ομάδας, ήταν πολύ καλή με τα μικρά παιδιά. Το περιπετειώδες ταμπεραμέντο της διασκέδαζε πολύ τις φίλες της, που τρελαίνονταν για τις θεοπάλαβες ιστορίες της.
Τη θυμάται από τα εφηβικά της χρόνια μαθήτρια του λυκείου! Απλή ζωή ζούσε και ζει η Βαλερία ακόμη και σήμερα από όσο γνωρίζει. Ήσυχα τα εφηβικά της χρόνια, συνετές σπουδές, γάμο µε άντρα που την ερωτεύτηκε και την αγάπησε! Και τα κατάφερε τελικά και έγινε καθηγητρια και αποδείχτηκε ότι ήταν πλασμένη γι’ αυτή τη δουλειά. Η επικοινωνία, η ζεστή ατμόσφαιρα, οι αιχμηρές συζητήσεις, αυτός ήταν ο δρόμος της! Ατενίζοντας την σήμερα, μετά από μερικά χρόνια που είχε να τη δει, τόσο όμορφη, τόσο ζωντανή του αγγίζει όλες τις αισθήσεις του μυαλό του, το οποίο λειτουργεί στιγμιαία και αναρωτιέται! Άραγε μήπως πίσω από αυτή τη σταθερή ζωή, καταφέρνει να κρύβει απαγορευμένες επιθυμίες και ένοχα μυστικά όπως όλοι μας. 
Τίποτα δεν προανήγγειλε και τίποτα δεν προμήνυε ότι μια απλή ουρανοκατέβατη συνάντηση με μια οικογενειακή φίλη από τα παλιά ανάμεσα στα ράφια ενός super market θα του πυροδοτούσε ένα τόσο έντονο αίσθημα κάψας που στο πέρασμα της ώρας άρχισε να απλώνεται χαμηλά στην κοιλιά του και ο ίδιος ολόκληρος να φλέγεται από πόθο που ζητούσε ικανοποίηση.
Ο Αλκιβιαδης δεν μπορούσε παρά να γοητευτεί από τη γοητεία της Βαλερίας που ξυπνούσε μέσα του μια πρωτόγονη λαχτάρα αλλά σαν άνδρας δεν είχε ταμπεραμέντο πιτ μπουλ που ορμάει σε ό,τι γυναικείο ποδόγυρο κινείται και του αρέσει, αλλά ήταν υπομονετικός και επίμονος, κάτι που πολλές φορές είχε αποδειχτεί εξίσου προσοδοφόρο με το θράσος που του έλειπε. Δεν είχε αυτή τη σπίθα της διαφθοράς, ώστε να δείξει τον απόκρυφο πόθου του στην ηρωίδα του με εμμονή και χωρίς ενοχές εγκαταλείποντας κάθε κοινωνικά θεμιτό, για να ικανοποιήσει τον ανικανοποίητο πόθο του εισβάλλοντας μέσα στο ασφαλές οικογενειακό της λιμάνι. Διάβολε! Αλήθεια πόσο ανόητος άραγε να της φαίνεται με τους δισταγμούς του! Η λογική του έλεγε ότι δεν μπορούσε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα. Η Βαλερία είναι το «κλειδί», ακόμη κι ένα ζεστό χαμόγελο της μπορεί να βοηθήσει πολύ στο να σπάσει ο πάγος!
Ο κόμπος στο στομάχι του γινόταν όλο και πιο σφιχτός όσο περπατούσαν ο ένας διπλά στον άλλο. Μόλις βγήκαν από την αυτόματη πόρτα του καταστήματός στο υπαίθριο πάρκινγκ, οι δυο τους ήταν σιωπηλοί. Ο Αλκιβιάδης στενάζει βαριά. Ένας τέλειος στεναγμός απίστευτης καύλας. Αλλά με μια δόση αθωότητας και ενοχής μαζί. Σαν να ομολογεί στον εαυτό του πως ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρέπει να το σκέφτεται αυτό. Ότι είναι απαγορευμένο. Αλλά και ότι δεν μπορεί να σταματήσει να το σκέφτεται. Ότι ο πειρασμός είναι πολύ μεγάλος για να μπορέσει ν’ αντισταθεί. Πήρε μια γεμάτη ανάσα και προσπάθησε να συντονιστεί με το περιβάλλον.
Την παρακολουθούσε που πήγαινε στο αυτοκίνητο της. Είχε ένα απίστευτο βάδισμα. Κάτι στους γοφούς της θύμιζε αιλουροειδές και έδινε την αίσθηση ότι βάδιζε σε αργή κίνηση. Έπρεπε να σταματήσει να την κοιτάζει. Αν κοίταζε συνέχεια τα οπίσθια της κινδύνευε να στραβολαιμιάσει.
Πλάθει «σενάρια» που ανάβουν την ερωτική του φλόγα. Η σεξουαλική επιθυμία τείνει να σχετίζεται με τις φαντασιώσεις του και του ζητά να πάρει την πρωτοβουλία και να αφήσει τη συστολή του για λίγο στην άκρη.
Έπειτα, καθώς ο Αλκιβιάδης ετοιμαζόταν να πάρει το αυτοκίνητο, στάθηκε μπροστά στη πόρτα του και βλέποντάς την Βαλερία έτοιμη να μπει στο αυτοκίνητο της, αμφιταλαντεύτηκε για μερικά δεύτερα  και κοιτάζοντας τη στα μάτια ξεφούρνισε: «Συγγνώμη που σε κοιτάζω επίμονα, αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι δεν το περίμενα μετά από τόσα χρόνια που είχαμε να ιδωθούμε να αντικρίσω μια τόσο όμορφη και σέξι γυναίκα!» Ο Αλκιβιαδης σαν σωστός που ήταν τζέντλεμαν κατά τη διάρκεια της επαφής τους της την έπεφτε μεν παιχνιδιάρικα, αλλά όχι πολύ περισσότερο του επιτρεπτού.
«Μην το πάρεις στραβά! Αν δεν είχες αυτοκίνητο θα δεχόσουν να σε πάω σπίτι σου; Έτσι, για να θυμηθούμε τα παλιά τότε που είμασταν γειτόνοι...» 
Απλώνεται μεταξύ τους μια παύση.
Μετά από κάμποσα δευτερόλεπτα της λέει, «είπα κάτι που δεν έπρεπε;»
«....»
«Βαλερία;»
«Μμμ;»
«Είπα κάτι κακό;»
«Σκέφτομαι.»
«Τι σκέφτεσαι;»
«Εε!, ναι, γιατί όχι», ψέλλισε η Βαλερία αιφνιδιασμένη. 
«Ωραία! χάρηκα πολύ που σε είδα. Προτείνω να κανονίσουμε, με την πρώτη ευκαιρία ένα φιλικό δείπνο να έρθουν και πάλι οι οικογένειες μας πιο κοντά.
Η Βαλερία τον λοξοκοίταξε κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της θετικά. Του Φάνηκε πως προσπαθούσε να επιλέξει με προσοχή τα λόγια της.
Η κίνηση στην έξοδο του super market αυξανόταν διαρκώς και ο Αλκιβιαδης τη περιεργαζόταν μέσα από τα σκούρα τζάμια του αυτοκινήτου και από τη θέση του οδηγού όπου στρογγυλοκάθησε στο σκιερό πάρκινγκ! Σαν ένας περίεργος που κατασκοπεύει από κάποιο παράθυρο, μπορούσε να παρακολουθεί την Βαλερία χωρίς να είναι σίγουρος αν εκείνη ξέρει ότι ήταν αντικείμενο παρατήρησης του. Παρατηρούσε σχολαστικά κάθε της μορφασμό, επιζητώντας να εισβάλει λαθραία στις σκέψεις της και να αποκτήσει πολύχρωμο περιεχόμενο απ' τη προσωπική της ζωή. Όμορφη, προσεγμένη γυναίκα πραγματικό θηλυκό η όποια ξέρει με μαεστρία ν’ αναδεικνύει τα δυνατά της σημεία που της χάρισε η φύση. Τη θυμήθηκε πώς ήταν νεαρή δεκαοκτάχρονη, όταν τους σύστησε η Ανδρομάχη και πρωτογνωρίστηκαν. Κάτω από το σκανταλιάρικο βλέμμα της, το χαρούμενο γέλιο της κρυβόταν μια θερμή νεαρή γυναίκα πάντα έτοιμη να βοηθήσει τους φίλους της.
Η Βαλερία το κατάλαβε ότι ο Αλκιβιαδης είχε προσηλωθεί πάνω της επίμονα και διεκδικητικά και κινείτο ανέμελα, σχεδόν απρόσεκτα. Το ψηλό κορμί της ήταν ελαφρώς σκυφτό, το πρόσωπό της χαλαρωμένο, με μια μόνιμη ρυτίδα ανησυχίας στο χαμόγελο της. Το φως του μεσημεριανού ήλιου στο εσωτερικό του αυτοκινήτου της έπεφτε στο πρόσωπό της κι εκείνος δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της. Ανεβαίνοντας στο αυτοκίνητο την είδε να κάθεται στο κάθισμα να τον κοιτά και του φάνηκε πως του χαμογέλασε με μια λάμψη σκανταλιάς στα μάτια της. Χαμογέλασε κι αυτός και χαιρέτησε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του. Μπορεί να ήταν η λαχτάρα του, που έκανε το κορμί του να κινηθεί, γιατί εκείνη έστρεψε απότομα τη προσοχή της στην έξοδο του πάρκινγκ! Επιλέγει από ένστικτο, τη στιγμή που θα του ρίξει μία και μοναδική ματιά, λίγο πριν αποχωρήσει απ’ το σκηνικό. Ο Αλκιβιαδης, έχοντας περάσει τη βασανιστική δοκιμασία της αδιαφορίας, νιώθει το ακαριαίο κοίταγμα της να μαγνητίζει την προσοχή του και να καρφώνεται σαν κεντρί στην καρδιά του. Η Βαλερία αποχωρώντας αυτοκρατορικά, έχει ήδη θέσει τους κανόνες της. Εκείνη βασίλισσα στον θρόνο, εκείνος πιστός ιππότης αφιερωμένος στη γοητεία της.
Έμεινε να τη βλέπει να ξεμακραίνει ασάλευτα, βουβά. Τα βλέμματά τους ενώθηκαν τελευταία φορά. Ο Αλκιβιάδης. έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να τιθασεύσει τις αισθήσεις του και με τη σκέψη στραμμένη στο τελευταίο χαμόγελο της. Αυτό το χαμόγελο! Πόσο λαχταρούσε ν΄ακουμπήσει τα χείλη του στα δικά της, φιλώντας τη στοργικά στα κερασένια της χείλια, ενώ θα τη κρατούσε προστατευτικά στην αγκαλιά του. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, ο σφυγμός του είχε αφηνιάσει και το φούσκωμα ανάμεσα στα πόδια του δεν έπαυε να του υπενθυμίζει τη διέγερσή του με σουβλιές. Προσπάθησε μάταια να αντισταθεί στις ανήθικες σκέψεις του επικαλούμενος τη κοινωνική ηθική του που επιτάσσει σεβασμό και να μην εμπλέκεται σε παράνομες ερωτικές υποθέσεις! Ωστόσο, όπου υπερχειλίζει το συναίσθημα, είθισται να ωχριά η πειθώ του μυαλού. Πως το λέει ο μεγάλος δάσκαλος ο Φρόιντ! «Το σεξουαλικό ένστικτο, δεσπόζει κάθε άλλου, ακόμα και του ενστίκτου τής αυτοσυντήρησης.»
Έτσι, του Αλκιβιάδη, παρά τις ενστάσεις του αυτό το σαββατόβραδο η Βαλερία εντελώς ξαφνικά, από το πουθενά είχε εισβάλει στο συναίσθημα του σαν μια γλυκιά αμαρτία η παρουσία της. Μια αμαρτία κρυμμένη στο πάθος του. Αυτό είναι. Ένα πάθος. Ένα ανομολόγητο πάθος που είχε γίνει η βραδινή του ερωτική πρέζα στη μοναξιά του, σαν γρύλος που τραγουδά μες στο κεφάλι του, σαν γρύλος επίμονος! Αυτό το βράδυ σκέφτεται με τη ψυχή και το συναίσθημα κι όχι με τη λογική, και είναι κι αυτό το δάγκωμα που νιώθει σαν τη σκέφτεται! Στο μυαλό του τη φαντάζεται, ότι είναι ερωτικό ζευγάρι και αυτή η διαπίστωση του προκαλούσε μια συναισθηματική κατάσταση στην οποία βιώνει για κάτι που θα ήθελε να συμβεί στο εγγύς παρόν ή στο μέλλον!
..Έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει η πιο λατρεμένη του ώρα της ημέρας και ενώ ο ήλιος προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το οροπέδιο της Πλάτωσης και το Θριάσιο πεδίο, είχε φτάσει η στιγμή για την πιο χαλαρωτική απόλαυση. Ο Αλκιβιαδης διάλεξε από το έπιπλο ένα μπουκάλι Mandarin Napoleon αυτό το εξαιρετικό βελγικό κονιάκ ηλικίας δέκα ετών ακούμπησε ένα ποτήρι στον πάγκο της κουζίνας πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια. Σέρβιρε προσεκτικά κονιάκ στο ποτήρι, δεν ήθελε λεκέδες στη λευκή επιφάνεια του μαρμάρου. Φέρνοντάς το στο στόμα, έκλεισε τα μάτια του απολαμβάνοντας τις αρωματικά αλκοολούχες γεύσεις του cognac που άρχισαν να ρέουν στις φλέβες του, και σε αρμονική συντροφιά να δένουν με τις γεύσεις του μαλακού ganache εσπρέσο και τις γεύσεις από κομποτέ μανταρίνι. Το συνηθισμένο του εκρηκτικό μείγμα ξύπνησε τις αισθήσεις του, και ένα αίσθημα ευεξίας και πληρότητας τον κατέλαβε μονομιάς. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, θεωρούσε ένα απολαυστικό άρωμα μια από τις πραγματικά απλές απολαύσεις της ζωής. Έκλεισε τα φώτα πήρε το ποτήρι με το λικέρ και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο όπου ήταν το γραφείου του. Το λάτρευε το μικρο του δωμάτιο. Ο χώρος σε συνδυασμό με το φως που έμπαινε από τα παράθυρα του δημιουργούσαν την αίσθηση ότι βρισκόταν σε μπαλκόνι. Το δωμάτιο το είχε διακοσμήσει η Ανδρομάχη όπως και το υπόλοιπο σπίτι. Είχε διαλέξει ταπετσαρίες, βιβλιοθήκες, γραφείο, φωτογραφίες και πίνακες για τους τοίχους. Και ο Αλκιβιαδης ήταν ενθουσιασμένος με ό,τι είχε κάνει. Ποτέ δεν αμφισβήτησε το γούστο της, μάλιστα, ένιωθε πολύ περήφανος! Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι του κι ένιωσε την αψάδα του αλκοόλ να μειώνει την ένταση που ένιωθε. Όχι εντελώς, όμως. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα κυματιστά μαύρα μαλλιά του και στριφογύρισε το ποτό μέσα στο ποτήρι του.
Άνοιξε την Τιβί on demand και πέφτει σε μια πρωινάδικη εκπομπή απ΄ αυτές που παρακολουθεί η πεθερά του με τις παρουσιάστριες που το κάνουν με όλους τους ισχυρούς της τηλεόρασης και των περιοδικών για να εξασφαλίσουν μια θέση στο γυαλί, και μετά βγάζουν στη φόρα το εσώρουχο και το ψεύτικο στήθος τους για να ξεχωρίσουν. Παίρνει η άλλη τηλέφωνο, λέει, είμαι σαράντα χρονών, παντρεμένη, με επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα, βγάζω πολλά λεφτά και επειδή δουλεύω αρκετές ώρες είμαι πολύ κουρασμένη και όταν γυρίζω σπίτι και δε μπορώ να κάνω τις δουλειές του σπιτιού, οπότε τις κάνει ο άντρας μου. 
«Μα καλά κυρία μου, ο άντρας σας δε δουλεύει; δεν είναι κουρασμένος;»
«Ναι δουλεύει, είναι κουρασμένος αλλά εγώ βγάζω περισσότερα.»
«Συγγνώμη να σας ρωτήσω κάτι προσωπικό, εξωσυζυγική σχέση διατηρείτε;»
«Τι λέτε καλέ, βεβαίως και διατηρώ!»
«Παρντόν; Γιατί κυρία μου;»
«Γιατί το να βλέπω τον άντρα μου στην κουζίνα και γενικά να τον βλέπω να κάνει τις δουλειές του σπιτιού με ξενερώνει εύκολα, δεν με εξιτάρει στο ερωτικό παιχνίδι δεν μου δημιουργεί ένταση, πάθος και σεξουαλικό μαγνητισμό. Εγώ θέλω έναν ερωτικό παρτενέρ πολύ δυναμικό, εκρηκτικό που η αδρεναλίνη του να χτυπάει κόκκινο, και έτοιμο για δράση πάντα, ώστε να μου κινεί το ερωτικό και σεξουαλικό ενδιαφέρον συνεχώς. Κοινώς να διακρίνεται στον ερωτικό τομέα με απίστευτες αντοχές ώστε να παρασύρει και να τεντώνει τις αισθήσεις μου στα άκρα. Να με οδηγεί στην κορύφωση της σαρκικής και ψυχικής ηδονής.
Γρήγορα βαρέθηκε και έκλεισε την τηλεόραση καταλήγοντας στο εξής. Η Γυναίκα στις δυτικές κοινωνίες σήμερα, έχει εθιστεί στην αγορά και την δύναμη που αυτή της παρέχει. Κοινωνικό status κλπ. Αυτά τα πρότυπα έχει από την τηλεόραση και τις «πετυχημένες» φίλες, αυτά επιθυμεί. Αυτό όμως, είναι η διάσπαση της οικογένειας γενικά στον δυτικό κόσμο, κάνει συνειρμούς και σκέψεις για γνωστές τηλεπερσόνες που παριστάνουν τις κυρίες και δεν αφήνουν τεκνό για τεκνό χωρίς να το πηδήξουν. Παράγοντες του θεάτρου, της τηλεόρασης, του καλλιτεχνικού χώρου γενικώς, που εκβιάζουν. «Εσύ θα μου κάτσεις κι εγώ θα σε κάνω φίρμα» Νεαρά κοριτσόπουλα προκειμένου να αποκτήσουν κάποιο δεύτερο ρόλο σε σίριαλ πέφτουν στα γόνατα και με το στόμα ανοιχτό, αποθεώνουν και τον τελευταίο κάμεραμαν.
Βούλιαξε στην καρέκλα του γραφείου πίσω από τον υπολογιστή, έκανε μισή στροφή και βρέθηκε να κοιτάζει απ΄το παράθυρο ατενίζοντας στον ορίζοντα το νυχτερινό ουρανό λες και αναζητούσε εκεί τη μορφή της που θα ήθελε να βρίσκεται απόψε μαζί του. Ακολουθούσε βαθιά σιωπή. Το μυαλό του ήταν καθαρό σαν τον καθαρό νυχτερινό ουρανό, με το φεγγάρι και τον πολικό αστέρα στη θέση τους να τρεμοσβήνουν ζωηρά. Ο Αλκιβιαδης  ανοιγόκλεισε τα μάτια, όρθωσε το κορμί του στην καρέκλα και έκανε πάλι μισή στροφή, ώστε να βρεθεί αντίκρυ στην οθόνη του δεκαεφτάρη TOSHIBA Notebook. Κούνησε το ποντίκι και η οθόνη απέκτησε ζωή. Ήταν αργά, είχε ήδη πάει μεσάνυχτα, αλλά ο Αλκιβιάδης δεν είχε καμιά όρεξη να κοιμηθεί, ήταν πολύ νευρικός. Αν πήγαινε για ύπνο, θα αναμάσαγε τα ίδια και τα ίδια. Καλύτερα να απασχολούσε το μυαλό του. Άνοιξε τον πλοηγό ιντερνέτ, πληκτρολόγησε το κωδικό του blogger και άνοιξε νέα ανάρτηση. Είχε τόσα πράγματα να γράψει, τόσες ιστορίες να πει. Αυτό που του έλειπε ήταν η σωστή διέξοδος, απ’ όπου θα ξεχύνονταν οι σκέψεις και οι ιδέες, σαν λάβα που μετά θα έπηζε σε μια σταθερή ροή.
Η ανάρτηση, αναμφίβολα, όταν θα ήταν πιο νηφάλιος θα κατέληγε στη «διαγραφή» ή στα «πρόχειρα», αλλά του άρεσε και η ιδέα να φλερτάρει με τον κίνδυνο να το ανεβάσει στο blog του και να στείλει το link με MSN στη Βαλερία να το διαβάσει. Ήπιε μαζεμένες τρεις γουλιές από το ποτό του νιώθοντας το μελένιο υγρό να κατηφορίζει στο λαιμό του παρασύροντας μαζί του και έναν ενοχλητικό κόμπο. Ναι, αυτό έφταιγε. Η γυναίκα απόψε είναι συνεχώς στο μυαλό του σε σημείο που νιώθει μπερδεμένος και δεν μπορεί να ελέγξει τη σεξουαλική του ισορροπία!. Στη θύμηση της επιταχύνονται όλα: οι χτύποι της καρδιάς του, η ανάσα του, οι σκέψεις του. Τους φαντάζεται να βρίσκονται οι δυο τους σ΄ ένα μέρος και έναν χώρο απόλυτης ηρεμίας, αυθεντικής φιλοξενίας, αδιαπραγμάτευτης ποιότητας και διακριτικής πολυτέλειας.  Σ΄ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο μέσα στη φύση, δίπλα στο κύμα, να μοιράζονται μαζί μοναδικές ερωτικές στιγμές. Έχει κατά νου και την μεγάλη έγκυρη πανεπιστημιακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε και αναφέρεται για την απιστία μεταξύ συζύγων, να θέλει τις γυναίκες καθηγήτριες να είναι επιρρεπείς στην απιστία και οι πιο ευάλωτες στους πειρασμούς που θα εμφανιστούν στο δρόμο τους. Ταυτόχρονα όλο και κάτι είχε πάρει το αυτάκι του στα συνήθη γυναικεία κουτσομπολιά της Ανδρομάχης με την Ναυσικά για την πρώην μελαχρινή με μεγάλα όμορφα μάτια, καλοσχηματισμένο σώμα με όμορφες καμπύλες, φιλενάδα τους! Η Βαλερία είχε εξελιχθεί σε προσωπικότητα, που απέπνεε αυτοπεποίθηση. Οι περισσότεροι μάλιστα την θεωρούσαν ότι είχε πρωτοποριακές, ενδεχομένως και εκκεντρικές, απόψεις, θέσεις ή συμπεριφορές, αφού μεταξύ των άλλων ντύνονταν κομψά, βάση των επιταγών της εποχής και ήταν φιλική με τους μαθητές. Με δυο λόγια είναι ένα γοητευτικό πλάσμα για τη μικρή κοινότητα του σχολείου. Τόσο για τους μαθητές που οι περισσότεροι ονειρεύονται να «πηδήξουν» μία τέτοια «μουνάρα» καθηγήτρια, όσο και για πολλούς καθηγητές που επίσης θα ήθελαν να την ρίξουν στο κρεβάτι τους.
«Ανδρομάχη έχεις μάθει για τα ερωτικά κατορθώματά της φίλη μας της Βαλερίας;»
«Της Βαλερίας; όχι δεν ξέρω κάτι! Πάει πολύς καιρός που έχω να μάθω νέα της. Έχουμε χαθεί. Εσύ τι έχεις μάθει;»
«Να οι φήμες και οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει ανακαλύψει ότι το απαγορευμένο πόσο μάλλον το παράνομο είναι πιο γλυκό και το απολαμβάνει με έναν παίδαρο.»
«Δηλαδη; Όταν λες απαγορευμένο και γλυκό; Τι εννοείς; ότι τα φοράει στον άνδρα της;»
«Εσύ τι λες να εννοώ; Ότι ρίχνει άχνη στη μπουγάτσα;»
Στην αρχή η Ανδρομάχη ξαφνιάστηκε γιατί θυμάται τη φιλενάδα τους από το λύκειο! Την είχε για συμμαζεμένη κοπέλα και δεν το περίμενε να ακούσει τέτοια σχόλια για το άτομο της. «Τι να σου πω ρε Ναυσικά! Εγώ πάντως την έκοβα σεμνή και μετρημένη. Μεταξύ μας το πιστεύεις ότι μπορεί να είναι αλήθεια τα κουτσομπολιά πως η Βαλερία πέφτει σε παράνομο κρεβάτι;.»
«Αυτές οι σεμνές φιλενάδα μου είναι οι μεγαλύτερες καριόλες, να ξέρεις.»
«Για λεγε τι έχεις μάθει! Είμαι όλη αυτιά.»
«Έμαθα από έγκυρη πηγή ότι το «πνίγει το κουνέλι» στην αγκαλιά του νεαρού γυμναστή του λυκείου που εργάζεται.»
«Έχει μαθευτεί δηλαδή ότι έχει επιλέξει να ανοίξει την πόρτα στο σεξ που της χτύπησε ο νέος νοικάρης χωρίς να διώξει τον προηγούμενο νοικοκύρη;»
«Ε ναι! Όπως συμβαίνει συχνά με κάθε μυστικό, που από στόμα σε στόμα, τελικά γίνεται μουσικό όργανο κι ο ήχος του μπορεί να φτάσει πολύ μακριά.»
..Φαντάζεται τον εαυτό του και τη Βαλερία ότι είναι ήρωες σε ερωτική νουβέλα που έχουν βρει καταφύγιο σε παραλιακό ξενοδοχείο στην αγκαλιά του Μυρτώου πελάγους και του Πάρνωνα! Η μπαλκονόπορτα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν μισάνοιχτη, και ο μαΐστρος, το δροσερό αυτό θαλασσινό αεράκι συμβολίζει την απαλλαγή τους από τα προβλήματα που τους βασανίζουν, έκανε τις τραβηγμένες κουρτίνες να ανεμίζουν ελαφρά καθώς δυνάμωνε προμηνώντας μιαν φθινοπωρινή μπόρα. Είχε πέσει το σούρουπο, ο ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα βαθύ μενεξεδί. Η θάλασσα ήταν όμοια με ζωγραφιά από λάδι, μα υπήρχε κάτι δυσοίωνο έτσι όπως φούσκωνε ο αφρός και τα κύματα έσκαγαν με μανία στη στεριά, στη μικρή προβλήτα και στα βράχια κάτω από το ξενοδοχείο. Εκεί νιώθουν προστατευμένοι και ασφαλείς σε κάθε στιγμή τους από περίεργα βλέμματα. Η Βαλερία ένιωθε όμορφη και δεν χρειαζόταν να αμφιβάλει ότι ο Αλκιβιάδης την ήθελε. Την κοιτούσε όλη την ώρα μ΄ ένα άπληστο βλέμμα. Επιτέλους μπορούν να αγκαλιαστούν. Οι κινήσεις τους έχουν τόση φυσικότητα, που δίνουν την εντύπωση ότι γνωρίζονται από πάντα. Για μια στιγμή, μια μικρούλα στιγμή, επέτρεψε στον εαυτό του να φανταστεί ότι ήταν στην αγκαλιά του τα μακριά, λεπτά δάχτυλά της να χώνονται μέσα στα σκούρα μαλλιά του, το σώμα της να λυγίζει στα δυνατά χέρια του που τη χάιδευαν και την άγγιζαν, τα χείλη της να σμίγουν με τα δικά του και τα βογκητά της να αντηχούν στον νυχτερινό αέρα από τα χάδια του. Τον κοίταξε καθώς το χέρι του ταξίδεψε στο λείο περίγραμμα του μπούστου της και στο στητό της στήθος το ελεύθερο στη νυχτερινή δροσιά. Τα δόντια του άστραψαν στο πονηρό χαμόγελό του, καθώς εκείνος κοίταξε προς τα κάτω τον ερεθισμένο μαστό και ψέλλισε «πανέμορφη», προτού χαμηλώσει τα χείλη του στη σκοτεινή κορυφή που είχε σκληρύνει από τον δροσερό αέρα και τη θερμή αγκαλιά του. Η Βαλερία άφησε το κεφάλι της να πέσει προς τα πίσω σε έκσταση, ανίκανη να ελέγξει την ευχαρίστηση που ένιωθε στα χέρια του, και απόμεινε ακίνητη, νιώθοντας τις θηλές της να σκληραίνουν καθώς το χέρι του τη χάιδευε και το στόμα που περνούσε ξανά και ξανά τη γλώσσα του πάνω από το στήθος της! «Αλκιβιάδη…» Το όνομά του, που ξέφυγε από τα χείλη της  με ένα βαθύ βογκητό, έσκισε τη σιωπή.Τα χέρια τους γλιστράνε παντού, σαν σε κατακτημένα εδάφη. Τα δικά του είναι πιο βιαστικά από τα δικά της. Η Βαλερία ανατρίχιασε καθώς το χέρι του χάιδεψε την πλάτη της.
Ο Αλκιβιαδης δεν έδινε σημασία, δεν άκουγε το σφύριγμα του αέρα, ούτε τον άγριο βόμβο του νερού καθώς, για εκείνον, τίποτα έξω από το δωμάτιο δεν υπήρχε εκείνη την ώρα. Το μόνο θρόισμα που έφτανε ως τα αυτιά του και τον μεθούσε ήταν εκείνο των σεντονιών, ήταν το θρόισμα από τα ρούχα της που έπεφταν στο δάπεδο με ένα ρυθμό γαλήνιο και παθιασμένο ταυτόχρονα, σε τέλειο συντονισμό με τις κινήσεις των χεριών του. Ακόμη και το πιο απαλό του άγγιγμα έκανε το κορμί της να τυλίγεται στις φλόγες. Η Βαλερία άφησε ένα σιγανό βογκητό ηδονής και σήκωσε τα χέρια στον αέρα, βοηθώντας τον να της βγάλει το αέρινο φουστάνι που είχε φορέσει νωρίτερα εκείνο το πρωί. Πολύ γρήγορα, ένας μικρός σωρός από ρούχα σχηματίστηκε γύρω από τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της, το μεταξωτό μαντίλι που είχε δέσει στο λαιμό, το φουστάνι, τα λευκά μικροσκοπικά εσώρουχά της.
«Κάνε μου έρωτα, θέλω να με λατρεύεις ως το ξημέρωμα, να γίνεις δικός μου σαν να μην υπάρχει ξημέρωμα…» μουρμούρισε ξέπνοα, έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι και αφέθηκε στα χάδια του.
Οι άκρες των δαχτύλων του διέσχισαν απαλά τις καμπύλες της και η Βαλερία ένιωσε ρευστή, σαν να την έπλαθε ο Αλκιβιαδης με το χάδι, με το άγγιγμα του.
«Μη σταματάς, φίλα με, νιώσε με…» ψιθύρισε η Βαλερία, που δεν μπορούσε, πια, να ακούσει ή να ελέγξει τον εαυτό της.
Υπήρχε απελπισία στις ανάσες, στο λαχάνιασμα της, στη μαύρη πείνα που έκανε να στάζουν οι χυμοί του κορμιού της, να τρελαίνεται, να αγριεύει ο πόθος της και να τη σέρνει σε τοπία αχανή, απάτητα. Τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στα πυκνά καστανά του μαλλιά και η τυραννία της απόλαυσης εξακολούθησε για κάμποση ώρα, σχεδόν την έφερε στο απόγειο, μα η Βαλερία πρόλαβε να απομακρύνει τον εραστή της. Εκείνος χαμογέλασε, ανέβηκε στο κρεβάτι και την τράβηξε πλάι του.
Οι ανάσες τους, κοφτές, απεγνωσμένες, σαν να υποψιάζονταν ότι στ’ αλήθεια δε θα υπήρχε ξημέρωμα, έσμιξαν με τον ήχο του ανέμου και της θάλασσας, ακολούθησαν ασύνειδα τις κινήσεις και τις ενώσεις των νεφών οι στεναγμοί τους ήταν οι πρώτες βροντές, η κυοφορία της βροχής του φθινοπώρου, της λυσσασμένης μπόρας που μόνο αυτή θα μπορούσε, ίσως, να μετρηθεί, να συγκριθεί με το ανελέητο ρυθμικό σφυροκόπημα στις καρδιές τους. Και πώς να περιγράψει τη λαγνεία τους δίχως κανιβαλισμό! Χωρίς να διαγραφεί η οδοντοστοιχία τους πάνω στους γυμνούς τους ώμους, ίδιους με το σχήμα ενός αφάγωτου λωτού τη στιγμή της κορύφωσης που η θύελλα ξεσπά στον εγκέφαλο κάτι σαν έκρηξη πυροτεχνημάτων! Την κοιτάζει στα μάτια και η ανάσα του γίνεται πιο έντονη. Κάθε στιγμή κρατά μία αιωνιότητα και έχει τη δική της σημασία. Η ένταση του πόθου ολοένα και μεγαλώνει. Τα χείλη του μόλις που την ακουμπούν. Η φωνή του είναι σιγανή και αισθησιακή καθώς της ψιθυρίζει: «Σε θέλω. Θέλω να μπω μέσα σου και να σε νιώσω... έστω κι αν αυτό θα γίνει μόνο μία και μοναδική φορά»
Ακούμπησε την παλάμη της στο στήθος του. Η φωνή της ήταν βραχνή. «Κι εγώ εσένα! Σε θέλω!» Γλίστρησε τα δάχτυλά της προς τα κάτω ως το στομάχι του κι ένιωσε τα χέρια του να σφίγγουν τους γυμνούς ώμους της καθώς έπεφτε στα γόνατα μπροστά του. 
«Δεν είσαι υποχρεωμένη να…» 
«Είπα ότι σε θέλω! Δεν έχω επιλογή. Ήξερα τι ακριβώς ήθελα από τη στιγμή που συμφώνησα να έρθω εδώ μαζί σου». Ακολουθεί σιωπή και η Βαλερία απαλλαγμένη από όλα τα ρούχα της, γυμνή μπροστά του αφήνεται στις δικές της σαρκικές ανάγκες. 
 Αποχαυνωμένος όπως ήταν, αποδεικνύοντας εν τέλει -έστω και μεταφορικά- πως οτιδήποτε δε βγαίνει από μέσα του, τελικά καταλήγει να τον φέρνει σε κατάσταση νωθρότητας και πλήρους αδράνειας, παραλύοντας τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει. Του πήρε λίγα λεπτά για να βγει από τους φανταστικούς αισθησιακούς μαιάνδρους της αφήγησης του. Οι κρόταφοι του χτυπούσαν μισόκλεισε τα μάτια κι αναστέναξε ζαλισμένος από το ονειρικό σεξουαλικό του ταξίδι με τη Βαλερία να είναι εκεί παρούσα στο ταξίδι του για
μεγάλα χρονικά διαστήματα, και να κατέχει τις σκέψεις του, όπως μια μεραρχία έχει υπό την κατοχή της μια αλλοτριωμένη εδαφική έκταση. Τα αφτιά του βούιζαν με τις ανήθικες σκέψεις που είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του. Απόμεινε να κοιτάζει την οθόνη με βαριά βλέφαρα. Όσο και να κοίταζε την οθόνη μπροστά του, δε θα έγραφε άλλο. Έβλεπε το δρομέα να αναβοσβήνει ανυπόμονα, μα το μυαλό του είχε αδειάσει από ιδέες. Ένα διάλειμμα, αυτό χρειαζόταν. 
Διάβασε και ξαναδιάβασε το κείμενο που ήταν αποθηκευμένο στο πρόχειρο προτού κλείσει τον υπολογιστή. Κράτησε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και βάλθηκε να καταλάβει τι του είχε συμβεί παραδομένος σε έναν κυκεώνα συλλογισμών που υποτίθεται ότι θα του δώσουν το κλειδί της λύσης στις επιθυμίες του. Συλλογίζεται σαν τον Σπαρτιάτη στρατηγό που εξετάζει τα έντερα των ζώων πριν τη μάχη. Ναι, είναι πολύ σημαντική μια μάχη (το μέλλον ενός λαού) Δε μπορούμε να την αφήσουμε στην τύχη. Εκείνο το βράδυ έμεινε πολλές ώρες καθισμένος επάνω στην καρέκλα του γραφείου. Έβαλε ένα δεύτερο πότο το έπινε ήσυχα αφήνοντας τη φαντασία του να ταξιδέψει μέσα στον λαβύρινθο της αβεβαιότητας που νιώθει. Κοίταξε έξω από το παράθυρο του, το φωτισμένο δρόμο. Είχε νυχτώσει εδώ και ώρες, αλλά ήταν πολύ απορροφημένος με την εργασία του για να το καταλάβει.
 Έβλεπε τα φώτα από τα αυτοκίνητα να περνούν απέναντι στη γέφυρα του περιφερειακού της Αττικής οδού. Το διασκέδαζε να μαντεύει από πού έρχονται και που πηγαίνουν. Δεν είχε καμιά διάθεση να πάει να ξαπλώσει και η μοναχική ατμόσφαιρα στο γραφείο του, του φαινόταν ιδανική συντροφιά για την όντως παράξενη διάθεση του. Κάπως έτσι ένιωθε τις βραδινές εκείνες ώρες πριν κοιμηθεί. Συνειδητοποιεί πως οι ώρες αυτές, που γύρω επικρατεί ησυχία και ηρεμία, του δίνουν χρόνο να αναλογιστεί, να σκεφτεί, να κρίνει και οι επιθυμίες του ζητάνε πλέον τη λύση τους. Τα πρόβλημα που τον απασχολεί έρχεται για να του υπενθυμίσει πως πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό ώστε να αμβλυνθεί. Οι φαντασιώσεις του επιστρέφουν απρόσκλητες κι εκείνο το συναίσθημα που προσπαθει να πείσει τον εαυτό του ότι είναι ανύπαρκτο, φροντίζει να ενισχυθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να το περάσει ανεπαίσθητα. Αυτά που φοβάται δεν μπορούν παρά να είναι όσα του έρχονται στο μυαλό! Είναι οι πιο ενδόμυχες, οι πιο δικές του σκέψεις. Το πορτρέτο της Βαλερίας του προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα, μελαγχολία ανάμεικτη με ελπίδα. Μελαγχολία και ελπίδα που μοιράζονται τον ίδιο χώρο! Με μια ελπίδα που καίει μέσα του σαν άλυτο σταυρόλεξο που λέγεται επιθυμία πως να κατακτήσει το ζωντανό πορτρέτο. Ονειρευόταν να γευτεί με θέρμη την αποδοχή της. Και εκεί που ετοιμάζεται για ακόμα μια φορά να αντιμετωπίσει τον εαυτό του, πως να ξεπεράσει το συναίσθημα του ανεκπλήρωτου ερωτικού απωθημένου που του προκάλεσε η τυχαία συνάντηση με τη Βαλερία, η μορφή της Ανδρομάχης εισβάλλει ανάμεσα στις σκέψεις του. Έπεσε σε λογισμούς να τη σκέφτεται στη Θεσσαλονίκη στο δικό της σενάριο! Ελεύθερη κι απενοχοποιημένη, σαφώς ανανεωμένη, μ’ αυτοπεποίθηση σε μια χαλαρή έξοδο μια ανέμελης βόλτας, για ένα ποτό σε ένα μπαρ, που σίγουρα θα της προσφέρει πολλές ευκαιρίες για ενδιαφέρουσες ανδρικές γνωριμίες με αποτέλεσμα οι παλμοί της να ανεβαίνουν κι η αδρεναλίνη της να χτυπάει κόκκινο, που την βάζει σε μια διαδικασία να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που της παρουσιάζεται να ζήσει έντονες ερωτικές στιγμές, σε μια άλλη ανδρική αγκαλιά που θα εκτοξεύσει στα ύψη το σε ύπνωση σεξουαλικό της πάθος. Ίσως της καλλονής η αίγλη της να της θύμισε μέσα της παροπλισμένα συναισθήματα, ερωτικές επιθυμίες και ανάγκες, που αυτός είναι συγκρατημένος και ανίκανος να τα εκτιμήσει και «παγωμένα» μένουν ανικανοποίητα και υποτιμούνται στη σχέση τους; Κρυφογέλασε με τις σκεψεις του. «Ίσως αύριο που θα έρθει να μου διώξει τα φαντάσματα της νύχτας. Όλα μες στης ζωής τα βήματα είναι», ψιθύρισε και κάπου εκεί χάθηκε στην αγκαλιά των σεντονιών.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε πιασμένος από έναν άσχημο ύπνο. Όλα τα χθεσινά του ξανάρχονταν στο νου, τριγύριζαν στο μυαλό του και τον απασχολούσαν. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και χασμουρήθηκε. Έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο. Έκανε ένα μορφασμό βλέποντας το είδωλο του στον απέναντι καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας. Αυτό που έβλεπε ήταν γένια τριών ημερών κύκλους γύρω από τα μάτια και μερικά ατίθασα ανακατεμένα μικρά τσουλούφια από τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του, ξανάπεσε πίσω στο κρεβάτι. Ένιωθε ένας άλλος εαυτός του. «Σκατά! Είσαι αξιοθρήνητος!» Παραδέχθηκε συνοφρυωμένος. «Πρέπει να κάνεις ένα χλιαρό ντους να συνέλθεις» μονολόγησε. Ύστερα από αρκετή ώρα μέσα στο ντους βγαίνοντας στο μπαλκόνι καλημέρισε τη πρωινή αύρα! Προσπαθεί να επανέλθει στην κανονικότητα του και να αφήσει πίσω του τις νυχτερινές ονειροφαντασίες του, ν΄ αφήσει πίσω το γεγονός, ότι η ανάμνηση της Βαλερίας «στοιχειώνει τη σκέψη του». Το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να αναζητήσει μέσα του τις απαντήσεις στο πως θα προχωρήσει παρακάτω κλείνοντας τη πόρτα στις σφοδρές ερωτικές επιθυμίες του για τη Βαλερία και ακολούθησε το κλασικό του πρωινό σύστημα στις αργίες και στις μοναξιές του. Βόλτα το σκύλο στο πάρκο, περιποίηση στο παπαγάλο και σήμερα να μη ξεχάσει το καναρίνι και να καθαρίσει την λεκάνη της άμμου για την υγιεινή του γάτου τους.
Η επερχόμενες ώρες ήταν απολύτως προβλέψιμες μιας συνηθισμένης Κυριακής.





Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Outdoor Shower

Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part: 5»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1)..
Είναι η τελευταία εβδομάδα των διακοπών τους. Οι Οικογένειες χαρούμενες απολαμβάνουν το απογευματινό τους μπάνιο και τις τελευταίες ανέμελες στιγμές των διακοπών τους, έκτος από τον Νικηφόρο που αισθάνεται ελαφρώς αδιάθετος και έχει αράξει στον μεγάλο καναπέ του μπαλκονιού στο σπίτι της Νεφέλης. Ατενίζοντας τον ορίζοντα και την θάλασσα έχει βυθιστεί σε μια κατάσταση απόλυτης ηρεμίας και ευδαιμονίας μέσα από την πλήρη αποδέσμευση του από τις αισθήσεις και τις επιθυμίες του. Νιώθει γαληνεμένος με τους ήχους απ' το θρόισμα της άμπωτης και της παλίρροιας του νερού στην ακρογιαλιά.
Πρώτη ως συνήθως σαν η νοικοκυρά του σπιτιού καταφθάνει απ΄ τη θάλασσα η Νεφέλη όσο οι υπόλοιποι τσαλαβουτούν στα σμαραγδένια νερά! Μπήκε φουριόζα κάτω από το υπαίθριο ντους στη γωνία της αυλής και ξέπλενε το σώμα της από την αλμύρα. Ο Νικηφόρος άκουγε τον ήχο νερού και το έβλεπε να τρέχει πάνω κορμί της. Το νερό έτρεχε στο μέτωπό της, στις θηλές της, στους αστραγάλους της. Στέναξε όταν ένιωσε πως το νερό κυλούσε ανάμεσα στα πόδια της, και στις βουνοκορφές του κορμιού της. Η εικόνα της να ξεπλένεται αργά αργά, με το νερό να στάζει απ' το κωλαράκι της, μέσα από το τέλειο μαύρο μαγιό της είναι ερεθιστική. Νιώθει τον φαλλό να ξυπνάει να του σηκώνεται και μέχρι να τελειώσει το ντους η Νεφέλη αυτός αισθάνεται να έχει πλήρη στύση. Την κοιτούσε και την προσκυνούσε με το βλέμμα του. Την σκέφτηκε γυμνή μέσα στην αγκαλιά του ανατρίχιασε και αυτή η ιδέα του άρεσε.
Η Νεφέλη αντιλαμβάνεται τη διέγερση του και αποφασίζει να παίξει μαζί του. Σε λίγο ο ήχος του νερού έσβησε. Κοιτάζει γύρω της πέρα από την μάντρα της αυλής δεν υπάρχει ψυχή εκτός από τον Νικηφόρο που την κοιτούσε απ' τον καναπέ απέναντι της. Βγάζει ανέμελα το ολόσωμο μαγιό της και μένει τελείως γυμνή μπροστά του. Το δέρμα της σταρένιο από τον ήλιο του καλοκαιριού. Ανάμεσα στα στήθη της λαμπυρίζει ένα λεπτό ρυάκι νερού, σαν καταρράκτης κάπου στο βάθος, ένας καταρράκτης κάπου ψηλά σε μια βουνοπλαγιά και ανάμεσα στα πόδια της ένας υπέροχος θάμνος, να ξεπροβάλλει φουντωτός σε πρώτο πλάνο, με τα υγρά του χείλη να γυαλίζουν στο βάθος του. Τώρα σκουπιζόταν στα δυο σφριγηλά στητά χωρίς χαλάρωση στήθη και στο τουρλωτό κωλαράκι της που καυλώνει ακόμη και άγιο. Στη συνέχεια παίρνει το φουστάνι της ένα καλοκαιρινό μίνι φλοράλ που κρεμόταν στο σχοινί της αυλής και το φορά με αργό τέμπο, ο ιδανικός τρόπος που ενεργοποιεί ερωτικά τον θεατή της και του γεννά προσδοκίες για τη συνέχεια, έχοντας σκοπίμως τα σκέλη της αρκούντως ανοικτά ενώ είχε και το νου της στο Νικηφόρο που την κοιτούσε με λαγνεία. 
«Πως αισθάνεσαι;» Τον ρωτάει
«Ξαφνικά ένιωσα σαν να µε είχε πατήσει τρένο. Αλλά τώρα…. Καλύτερα!» Της απαντάει.  Αναστενάζει βαθιά και ηδονικά χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Είναι σαστισμένος και είναι φανερό ότι η θέα απ΄ το γυμνό κορμί της και το κάδρο με το μουνί της Νεφέλης τον έχει αναστατώσει.
Αυτή τον καταλαβαίνει! (Αλώστε αυτό επιθυμούσε να πετύχει και το είχε καταφέρει.)... Έχει ήδη ανεβεί στην βεράντα και στέκεται όρθια δίπλα του στο καναπέ.
«Πολύ ζεστή η μέρα σήμερα! Έχει και μια υγρασία που δεν υποφέρεται με τίποτα. Νιώθω το φουστάνι μου να κολλάει πάνω μου! Δεν το μπορώ θέλω να τα βγάλω όλα».» Του λέει και μια κίνηση ανασηκώνει προκλητικά από μπροστά το φουστάνι της και αρχίζει να το  ανεμίζει για να κάνει αέρα στους μηρούς και στο μουνί της. Εκεί, μπροστά του. Η πουτάνα είχε απόλυτη συνείδηση του ακαταμάχητου όπλου της που μαστιγώνει τις αισθήσεις του.  Ο Νικηφόρος τρελάθηκε, προσπαθούσε να βρει τρόπο, να δει όσα γίνεται περισσότερα και η ίδια δεν έχασε ευκαιρία να πυρπολήσει λεκτικά την αναδυόμενη καύλα που του προκαλούσε. Είναι τόσο πασιφανές, σαν μεσημεριανή λαμπρότητα, ότι η τυραννική μαγική δύναμη που του προκαλούν του εφηβαίου της τα ρόδα, οφείλεται αποκλειστικά σ΄΄ένα ζωικό μαγνητισμό τόσο εκπληκτικό, οφειλόμενο στην ασυνήθιστη σεξουαλική τους δύναμη που τον κάνουν υπήκοο πιστό των θέλγητρων τους με μια δίψα και πόθο ατελείωτο.
«Ωραία είναι η θέα που μας προσφέρει το μπαλκόνι του σπιτιού μας. Βλέπεις όλο τον κόλπο γύρω σου, θάλασσα και βουνό και αυτό σε κάνει να νιώθεις ηδονικά υπέροχα! Δεν συμφωνείς;» Τον ρώτησε κοιτώντας δήθεν τη θάλασσα μπροστά τους.
«Όντως! Η θέα είναι πανέμορφη!» Απάντησε ο Νικηφόρος, μόνο που τα μάτια του δεν κοίταζαν τη θάλασσα αλλά ανάμεσα στα πόδια της.
Εκείνη του χαμογέλασε με νάζι και ο Νικηφόρος ένιωθε έντονα το γαργάλημα χαμηλά στην κοιλιά του, την ανάσα να γίνεται βαριά, το βλέμμα να κάνει βόλτα στο κορμί της και λάγνες σκέψεις να ξεπηδούν από κάθε εγκεφαλικό του κύτταρο. Η σεξουαλική μαγεία είναι, όπως λέει ο Νοβάλις, η αίσθηση που επηρεάζει συνειδητά τον εσωτερικό μας κόσμο. Είναι γραμμένη με αναμμένα κάρβουνα στο καταπληκτικό βιβλίο της ζωής ότι η φλογερή έλξη μεταξύ Αρσενικού και Θηλυκού δρα μαγικά.
Η Νεφέλη διέκρινε την έξαψη και την επιθυμία στη ματιά του Νικηφόρου και ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε στα ροδοκόκκινα χείλια της.
«Τι λες και εσύ; Δεν αξίζει το θέαμα που βλέπεις μπροστά σου;» Τον ρώτησε ναζιάρικα και με καυλιάρικο κάρφωμα στα μάτια.
«Εεε… Ναι! Και βέβαια είναι η καλύτερη θέα! Μια θάλασσα όμορφη σαν κρίνο που μέσα της κοιμήθηκε ένα φίδι όπως λέει και κάποιος ποιητής.» της λέει, μην παίρνοντας τα μάτια του απ' τον θάμνο της εκεί ανάμεσα στους μηρούς της.
«Α έτσι λέει ο ποιητής. Όμορφο μου ακούγεται! Σε κάνει να ανυπομονείς να μπεις μέσα σ΄αυτή τη θάλασσα, εε; Στα βαθιά! Να την απολαύσεις!» Τον ρωτάει, πνίγοντας ένα πονηρό γελάκι…
Ήταν φανερό ότι και της Νεφέλης ξεχείλιζε η καύλα της και η σεξουαλική της επιθυμία αναζητούσε διέξοδο. Ταυτόχρονα το απολάμβανε που τον καθήλωνε με το θέαμα που του προσέφερε και του έδειχνε ξεκάθαρα σε τι κατάσταση ήταν. Είχε αρχίσει να μουσκεύει και οι θηλές της διογκώθηκαν σαν  κεράσια.
«Μμμμ, έτσι ακριβώς! Τέτοιες στιγμές ο νους μου είναι ελεύθερος και ταξιδεύει κι όσο νους ταξιδεύει νιώθω να με πλημμυρίζουν επιθυμίες! Νεφέλη είσαι η αφορμή να δουλέψει η φαντασία μου και η παρουσία σου με κάνει να βλέπω τις κορυφογραμμές του Χελμού να γίνονται πρόσωπο, στήθια, κοιλιά και μηροί, και με πέντε απλωτές σ' αυτή τη θάλασσα εμπρός μου να βυθιστώ μέσα της στις σπηλιές της, να βοσκήσω στα φύκια της και αυτή να μου δώσει το πιο κρυφό κοράλλι της για φιλοδώρημα», της απαντά με ποίηση ο Νικηφόρος. Της Νεφέλης οι βλεφαρίδες της μάκρυναν, τέντωσε κι άλλο το κορμί της έριξε το κεφάλι της πίσω, κοίταξε ψηλά, από πάνω ουρανός από κάτω η θάλασσα και αυτή να νιώθει εκεί στην ακρογιαλιά σπηλιά γλαφυρή που σκάνε μέσα της κύματα και τα σκέλια της να ανοίγονται σαν Κολοσσός της Ρόδου και αυτός ταξιδιάρικο καράβι, παθιασμένα να μπαινοβγαίνει μέσα της.
Επάνω στην ώρα του έντονου ποιητικού τους οίστρου ακριβώς πίσω τους στο έμπα της αυλής κάνει την εμφάνιση της στην αυλή και η υπόλοιπη οικογένεια.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

Daphne...The Fiancee

...Ένα μικρο απόσπασμα από την ανάρτηση «Ενήλικες συναινούντες». Βλέπε....(Ενήλικες συναινούντες)..
Καλοκαίρι και μόλις έχει μπει ο Αύγουστος όταν το  πλοίο βρέθηκε σε Ολλανδικό λιμένα.  Ηταν στο Ρότερνταμ το πλοίο και αφού ολοκλήρωσε την εκφόρτωση εισήλθε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Verolme yard, located in Rotterdam's Botlek harbor, ξεκινώντας να πραγματοποιήσει την επιθεώρηση πενταετίας (special survey), που περιλαμβάνει εκτεταμένες επισκευές και ελέγχους κατά τη διάρκεια του δεξαμενισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πλοίο να παραμείνει εκτός ναύλων για μερικές εβδομάδες, σύμφωνα με το πρόγραμμα δεξαμενισμού του. Έχουν ήδη διανύσει την πρώτη εβδομάδα που στο πλοίο κατέφθασε η Δάφνη επίσημη πλέον σύντροφος του Παυσανία που πρόκειται να την παντρευτεί.
Η Δάφνη ήταν μια νεαρή φινετσάτη γυναίκα είκοσι-δυο χρονών την εποχή εκείνη. Η Δάφνη στην εφηβεία της υπήρξε μια τυπική έφηβη των ανατολικών προαστίων, που  φοιτούσε σε ιδιωτικό κολέγιο και ζούσε σχετικά άνετα τη ζωή της όταν, γνώρισε τυχαία τον Παυσανία και οι ισορροπίες στη ζωή της μπαίνουν σε νέες γραμμές. Ο έρωτάς της για το νεαρό ναυτικό θα της φέρει τα πάνω-κάτω και θα τη βγάλει εκτός της συνηθισμένης τροχιάς της ζωή της. Είναι σημαντικό που άκουσε την καρδιά της, αλλά είναι και λογικό να αναρωτιέται για την επιλογή του συντρόφου της, καθώς η επιλογή συντρόφου είναι μια σύνθετη διαδικασία που περιλαμβάνει πολλά κριτήρια, όπως η συναισθηματική ωριμότητα, η επικοινωνία, η ειλικρίνεια, ο σεβασμός και η συμβατότητα.
Ο Αλκιβιάδης ενέδωσε στο ασφυκτικό πρέσσινγκ και στα παρακάλια του Παυσανία και πήγαν παρέα στο αεροδρόμιο Schiphol του Amsterdam να την καλωσορίσουν. 
«Σε θέλω έτσι και αλλιώς για κουμπάρο μας.» του λέει
«Το κορίτσι το ρώτησες αν με εγκρίνει;» τον ρωτάει.
«Όταν σε γνωρίσει είμαι σίγουρος πως θα δώσει την έγκριση της..» 
Δια χειραψίας και χαμογελαστός χαιρέτισε ο Αλκιβιάδης την Δάφνη αφού περίμενε υπομονετικά και πήρε σειρά μετά το θερμό εναγκαλισμό της με τον Παυσανία. Ο Αλκιβιαδης να της βαστά το χέρι και να την κοιτά όχι μέσα στα μάτια της μα, πίσω απ’ αυτά. 
«Πάει καιρός που γνωριστήκαμε χωρίς να συναντηθούμε. Καιρός ήταν να γνωριστούμε και να τα πούμε και εκ του σύνεγγυς. Κοπέλα μου όμορφη, αυτά τα μεγάλα γκρίζα-γαλάζια μάτια σου θα μπορούσα να τα κοιτάζω όλη μέρα!,» Της λέει ο Αλκιβιαδης στην πρώτη τους γνωριμία και την σκέφτεται μια απόλυτη ροκ σταρ στην κρεβατοκάμαρα.
Η Δάφνη έκανε ένα βήμα πίσω κι ελευθερώθηκε του χαμογέλασε αυτάρεσκα στου ανέμου το καλοκαιρινό παιχνίδισμα και τα μάτια της τα στεφάνωναν οι χρυσές ακίδες του πρώιμου καλοκαιριού.! «Σε ευχαριστώ συχνά μου κάνουν κομπλιμέντα για το χρώμα τους αλλά εσείς το κάνατε με τόσο ποιητική και ρομαντική έκφραση.»
«Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να δεχτείς με τέτοιο ωραίο χαμόγελο το κομπλιμέντο μου! που αναρωτιόμουν και ήλπιζα να μη φάω ξύλο. Το «θα μπορούσα» υποδηλώνει μια φαντασίωση μου, ενώ το «όλη μέρα» ενισχύει την ένταση του θαυμασμού μου.» 
«Νιώθω πως με μαχαίρι τις λέξεις κόβεις αργά-αργά και αγνοείς όλο μου το armor και κάνεις damage να ξέρεις.» Του λέει η Δάφνη με το κελαρυστό της γέλιο που είναι διαυγές, καθαρό και ηχεί ευχάριστα στ' αυτιά του».
«Μακάρι να μπορούσα να πω ότι οι προθέσεις μου δεν ήταν θανατηφόρες, αλλά δεν ντρέπομαι να δηλώσω ένοχος! Δεν το ξεχνώ πως είσαι έτοιμη για λαμπρό αρραβώνα, με τον φίλο μου. Συγγνώμη που σε κοιτάζω, αλλά θα μπορούσα να δώσω μερικές προτάσεις για πολύτιμους λίθους στο δακτυλίδι του αρραβώνα σας που θα ταιριάζουν με το χρώμα των ματιών σου.»
«Λοιπόν, δεν είμαστε ακόμη αρραβωνιασμένοι, αλλά πρόσφατες συζητήσεις με το άλλο μου μισό τον φίλο σου με κάνουν να σκέφτομαι σχέδια δαχτυλιδιών. Μου αρέσει πολύ η ιδέα ενός πολύτιμου λίθου με χρώμα, αλλά υπάρχουν τόσα πολλά χρώματα που μου αρέσουν που είναι δύσκολο να περιοριστώ. Η πρόσφατη ιδέα μου είναι να πάρω ένα κόσμημα που να ταιριάζει κάπως με τα μάτια μου, οπότε θα ήταν ωραίο να έχω ένα συντονισμένο κόσμημα.»
Οι επόμενες ήμερες κύλησαν σε ένα φυσιολογικό ρυθμό όπως αυτόν που απαιτούσαν οι επισκευές ενός μεγάλου δεξαμενόπλοιου. Ο Αλκιβιάδης λόγω ειδικότητος ήταν συνήθως υπερβολικά απασχολημένος! Δουλεύει συνεχώς και βασικά νιώθει πως η δουλειά του παρέχει μια υπέροχη ισορροπία μεταξύ εργασίας και ζωής και έχει χρόνο κάποιες στιγμές για υποστηρίξει και την προσωπική του ζωή εκτός εργασίας. Τον Παυσανία τον έβλεπε τακτικά στους χώρους εργασίας άλλα την Δάφνη ελάχιστα και συνήθως τις ώρες του γεύματος στην τραπεζαρία των αξιωματικών. Την ρώτησε πως αισθάνεται τις ώρες της μοναξιά της στην καμπίνα του πλοίου αναμένοντας τον καλό της.
«Δυσκολεύομαι να συμφιλιώσω τα συναισθήματά μου, καθώς ο Παυσανίας είναι σε χειρότερη κατάσταση και τον νιώθω αγχωμένο, που δουλεύει συνεχώς και νιώθει πως δεν έχει τον απαιτούμενο χρόνο για μένα. Αρχίζω να νιώθω λίγο μοναξιά, αλλά μισώ να νιώθω έτσι, γιατί είμαι εδώ μαζί του τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα για να περάσουμε χρόνο μαζί και τρώμε και το δείπνο μαζί.
Κάθε φορά που νιώθω  σε αυτή την κατάσταση, σκέφτομαι και εσένα, γιατί τελικά νιώθω ότι εσύ δουλεύεις τακτικά πάνω από δέκα δώδεκα ώρες την ημέρα κατά τη διάρκεια των επισκευών.
«Εξαρτάται δεν είναι πάντα το ίδιο και αυτή δεν θα είναι μια μόνιμη κατάσταση άλλα μια προσωρινή ανισορροπία. Εν κατακλείδι αυτός είναι ο τύπος απασχόλησης που θα απαιτεί πάντα η καριέρα μας, και τότε θα πρέπει να ρωτήσει ο καθένας τον εαυτό του αν μπορεί να ζήσει με αυτό και πρέπει να βρει τρόπους να κρατηθεί όρθιος και με ισορροπία.»
«Από ότι μου είχε εκμυστηρευτεί ο Παυσανίας δεν έχει περάσει και πολύς καιρός που είχες μια ενδιαφέρουσα σχέση με μια κοπέλα που εργαζόταν στον ιατρικό κλάδο. Θα ήθελα να μου μιλήσεις γι΄ αυτή τη σχέση σου. Τι συνέβει και χωρίσατε;»
«Μάλλον ερωτεύτηκε άλλον; Να βρέθηκε ένας τύπος διαφορετικός από μένα που να της πήρε τα μυαλά;. Ο σοφός παππους μου, μου έλεγε! Με την ψυχή της γυναίκας μη προσπαθείς να βρεις άκρη. Ούτε αυτές δεν βρίσκουν! Αν δεν μπορείς να το αντέξεις απομακρύνεσαι, η κάνεις ότι οι περισσότεροι, δεν δένεσαι. Βέβαια εάν εσύ την έχεις δαγκώσει την λαμαρίνα, τότε, με τις υγείες σου, θα σου περάσει.
«Και για ν’ απαντήσω και σοβαρά και στην ερώτηση σου! Η σχέση μας έληξε άδοξα, ήξερα ότι ήταν ένα θέμα που συσσωρευόταν καιρό, ότι είχε κουραστεί από το να λείπω και ήθελε να είμαι μαζί της, ένιωθε μόνη και είχε κουραστεί να νιώθει έτσι και μου ζήτησε να τα παρατήσω  και να μείνω στη στεριά. Ήταν σαν να μου αφαιρούσε τη χαρά και το θεώρησα εντελώς μάταιο να περιμένω πως η σχέση μας θα οδηγούσε στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα! Επιπλέον, δεν ήθελα να διακινδυνεύσω τη δουλειά μου που την αγαπάω. Και οι δύο αποφασίσαμε ότι ήταν καλύτερο να τελειώσει αυτή η σχέση. Τέλος πάντων. Τον πρώτο καιρό στα γενέθλια της, μου έστειλε μήνυμα λέγοντας ότι από όλους όσους θα της ευχόταν χρόνια πολλά, περίμενε ένα από εμένα. Το σκεφτόμουν, μιας και χωρίσαμε φιλικά, αλλά σκέφτηκα ότι το να της στείλω μήνυμα δεν θα βοηθούσε καθόλου, οπότε απλά αποφάσισα να μην το κάνω.
«Δεν αναρωτήθηκες αν προσπαθούσε να τα ξαναφτιάξει μαζί σου;» 
«Από ότι κατάλαβα αιφνιδιάστηκε από τον χωρισμό και γιατί δεν μπορούσαμε να τα καταφέρουμε, οπότε ξέρω ήδη ότι είναι πρόθυμη να τα ξαναφτιάξουμε, αλλά αυτό πλέον δεν είναι επιλογή μου, ακόμα περισσότερο, που δεν κράτησε η φλόγα για εκείνη αναμμένη! Πώς θα πηγαίναμε ένα βήμα παραπέρα τη σχέση; Δεν τρελαινόμουν, δεν περίμενα διαρκώς την επόμενη συνάντηση μας, δεν μετρούσα τις ώρες για να ενωθούμε μαζί της; Την καταλάβαινα! Αναζητούσε αυτό το αίσθημα της ασφάλειας αυτό το μικρό λιθαράκι στον θεμέλιο λίθο της σχέσης μας που λέγεται εμπιστοσύνη! Καλώς ή κακώς, πίστευα ότι δεν νιώθαμε και οι δυο μας ασφαλείς μέσα σε αυτή τη σχέση! Ακροβατούσαμε σε ρευστά θεμέλια και αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε στην έξοδο. Νιώθω λίγο άσχημα για όλο αυτό, αλλά έπρεπε να τελειώσει. Υποθέτω ότι ο λόγος που μοιράστηκα την εμπειρία μου είναι για να ξέρεις ότι μπορώ να σε καταλάβω. Είναι μια δύσκολη συζήτηση γιατί η δουλειά μας είναι σημαντική, αλλά, το ίδιο και ο ποιοτικός χρόνος στα ζευγάρια. Η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής είναι σημαντική.»
«Ευχαριστώ που άνοιξες την καρδιά σου! Είναι ένα τόσο δύσκολο σημείο όπου μπορείς να δεις κάποιον να κάνει τόσα πολλά και να είναι συνεχώς κουρασμένος, στρεσαρισμένος από τη δουλειά του και μετά απλά νιώθεις ανόητη που θέλεις να περάσεις περισσότερο χρόνο μαζί, ενώ η ζωή είναι μάλλον μια χαρά για σένα! Εκτιμώ αυτά που μοιράστηκες μαζί μου και πως με καταλαβαίνεις πως νιώθω!
Σαββάτο σήμερα και ο Παυσανίας με παρότρυνε να σου ζητήσω να βγεις μαζί μας το βράδυ, έκλεισε τραπέζι σ΄ ένα εστιατόριο στη συνοικία «Commercial Street» και στο το restaurant Willem van Gogh, νομίζω ότι το ξέρεις.»
«Πως το νομίζεις ότι το ξέρω;» εκφράζει την αμφιβολία του ο Αλκιβιαδης ώστε να αποσπάσει την πηγή της γνώσης της.»
«Κυκλοφορούν διάφορα, ακόμη και στο σαλόνι που συχνάζουν οι γυναίκες των αξιωματικών.»
«Κουβέντες του αέρα είναι, άλλες με μέλι, άλλες με δηλητήριο. Ιστορίες των ναυτικών που διαδραματίζονται σε πολυσύχναστα ή μελαγχολικά μπαρ, όπου ζωές μεθούν και θάνατοι ανασταίνονται, ή δαίμονες πνίγονται και άγγελοι γεννιούνται.» 
«Συμφωνώ για το κουβέντες του αέρα, αλλά νομίζω ότι ακόμα και έτσι δεν χαλάει πολύτιμες φιλίες για μένα. Οι άνθρωποι που σε αγαπούν, σε καταλαβαίνουν.»
«Είναι ωραίο να ξέρεις ότι οι φίλοι σε σκέφτονται και να νιώθεις ότι είσαι πραγματικά μέρος της παρέας μερικές φορές. Δέχομαι με μεγάλη μου ευχαρίστηση την πρόσκληση και ελπίζω ότι δεν θα με βρείτε πολύ βαρετό.»
«Αν Ανησυχείς ότι είσαι ένας βαρετός άνθρωπος στηρίξου επάνω μου και θα είμαι η κλινική ψυχολόγος σου να ξεπεράσεις την πλήξη σου.»
«Ίσως το δεύτερο χειρότερο έγκλημα στον κόσμο είναι η πλήξη. Το πρώτο είναι να είσαι βαρετός! Γι' αυτό για να το ξεπεράσω, αυτά τα μεγάλα γκρίζα-γαλάζια μάτια σου που θα μπορούσα να τα κοιτάζω όλη μέρα, θα συμπληρώσω και όλο το Σαββατόβραδο!» Της λέει ο Αλκιβιαδης «Οπότε το λύσαμε το πρόβλημα.» συμπληρώνει τη φράση του.
«Θα το λύσουμε, αφού πρώτα πιούμε ένα ποτηράκι ζενέβα, εσύ το κερνάς και εγώ κλινική ψυχολόγος σου.»
«Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι μου ’κάνεις πέτρα την καρδιά κι η κάμα σου στομώνει.»
«Και μετά μου λες βαρετός; Υπάρχει πραγματικά αυτή η έννοια για σένα;»
......Η Δάφνη πλημμυρισμένη από συγκίνηση, μ' ένα συναίσθημα βαρύ και ακαθόριστο της προκαλούσε το γεγονός πως οι επισκευές του πλοίου αποπερατώθηκαν και ο χρόνος παραμονής της στο λιμένα του Ρότερνταμ για εκείνη έφτασε στο τέλος του. Φανερά στενοχωρημένη με δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτησε τον καλό της στην αναχώρηση που φεύγει για ένα ακόμη ταξίδι. Είχε φορέσει τα πιο καλά της ρούχα, και με τα δάκρυα στα μάτια της του λέει όλες τις ευχές. Και ο Παυσανίας ακούει τις ευχές της σαν ένα τραγούδι τόσο όμορφο. «Ένα πελώριο σ' αγαπώ και να προσέχεις!» από το στόμα της Δάφνης του που του άγγιξε την καρδιά! «Περιμένω πως και πως τη στιγμή που θα γυρίσω και θα στεφανωθούμε! Αντίο!» 
Όταν το λευκό μαντίλι τ’ αποχαιρετισμού βάραινε απ’ τα δάκρυα, το μεγάλο γκαζάδικο τραβούσε προς το πέλαγος. Τότε, γύρισε στεγνά τα μάτια της επάνω και τον είδε πίσω από τα ρέλια της γέφυρας να την κοιτάει και να τη χαιρετάει ανεμίζοντας τα χέρια του. «Αντήχησαν στ’ αφτιά της τα σ' αγαπώ του». Ένα χαμόγελο έσπασε την πικρή σφραγίδα των χειλιών της, και βρήκε διέξοδο ο ξαλαφρωτικός αναστεναγμός. Στο ξεπροβόδισμα της για κάλο ταξίδι η ψυχή του Παυσανία ξαστέρωσε, τέντωσε το κεφάλι του, να την βλέπει καλύτερα και όσο το πλοίο απομακρυνόταν ολοένα η φιγούρα της πάει και λιγοστεύει λες και βυθιζόταν στο έδαφος.
«Καλέ μου φίλε, σιγά σιγά θα συνηθίσεις τη νοσταλγία που φέρνει του ναυτικού η αναχώρηση από τα αγαπημένα του πρόσωπα.» τον παρηγορεί ο Αλκιβιάδης που είχε σταθεί για λίγο δίπλα του κουνώντας και εκείνος το χέρι του ανταποδίδοντας το χαιρετισμό της Δάφνης.
Ο Παυσανίας έμεινε μέχρι αργά καθώς η μέρα πλησιάζει στο τέλος της στην κουπαστή του πλοίου, παρακολουθώντας τον ήλιο σ΄ ένα εντυπωσιακό ηλιοβασίλεμα στο δυτικό ορίζοντα που έδιωχνε την αραιή ομίχλη, η όποια ως εκείνη τη στιγμή ήταν απλωμένη πάνω από τα νερά του καναλιού. Αυτό το σημείο του προσφέρει ένα γαλήνιο μέρος παρακολουθώντας τον ήλιο να βυθίζεται κάτω από τον ορίζοντα. «Οι σκέψεις του ταξιδεύουν» είναι απορροφημένος σε βαθιές σκέψεις, ανάμικτες με φαντασιώσεις και δεν είναι παρών στην πραγματικότητα. Η προσοχή του δεν είναι επικεντρωμένη στο εδώ και τώρα, αλλά σε κάτι άλλο, σε μελλοντικά γεγονότα και σ' ένα φανταστικό σενάριο. Το φανταστικό ταξίδι του, έχει συνοδοιπόρο την αγάπη του για τη Δάφνη και εκφράζει μια απόπειρα να μετατρέψει το όνειρο του σε πραγματικότητα και να αφήσει εκτός ονείρου τη μορφή μιας προσωπικότητας που έρχεται στην επιφάνεια σε συγκαλυμμένη μορφή. Να συγκρατήσει τις ορμές του και να καταπιέσει τις παρορμήσεις του που αναζητούν διέξοδο να απελευθερωθούν με κάποιο τρόπο.
Της ήμερες που πέρασε στην αγκαλιά της Δάφνης ήταν μια φλογισμένη άνοιξη, και είχε ρίξει στην πιο απόκρυφη γωνιά της καρδιάς του σαν ένα παράξενο όνειρο τις πρόσφατα ανθισμένες επιθυμίες του που είχαν ριζώσει μέσα του για τον Αλκιβιάδη, και αυτή η φλογισμένη άνοιξη, που η Δάφνη ξύπνησε στην καρδιά του μεμιάς του φάνταζε σαν κήπος, χρόνια φυτεμένος και φροντισμένος από χέρια έμπειρου κηπουρού.
Με τις ήμερες να διαβαίνουν στο πλοίο επικρατούσε η σιγή! Μα Αλίμονο του φαινόταν τόσο εκπληκτικό που η μορφή της Δάφνης ξεθώριαζε όσο οι μέρες περνούσαν και έγινε μια χαραμάδα στη σιωπή του. Ξεθώριασε όπως η τέντα από τον ήλιο στο μπαλκόνι του σπιτιού τους, και όσο κι ο κάθε άλλος, απατηλός, αντικατοπτρισμός, όσο ο ίσκιος του, είτε μακραίνοντας προς τη δύση του όταν ο ήλιος, πρόσχαρος, γεννιέται, είτε στρογγυλεύοντας γύρω του, όταν ο ήλιος, γαληνεμένος βασιλιάς της μέρας, μεσουρανεί, είτε απλώνοντας στην ανατολή, το δειλινό την ώρα που ο ήλιος θλιβερός πεθαίνει. Την ένιωθε μια σχέση δίχως πάθος σαν να είναι μια συννεφιασμένη μέρα μες στο καλοκαίρι.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Excuse me? Why, Ma'am?

....Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία Ι: (Part:2)....
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία Ι: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία Ι (Part..1)»
..............Άνοιξε την Τιβί on demand και πέφτει σε μια πρωινάδικη εκπομπή απ΄ αυτές που παρακολουθεί η πεθερά του με τις παρουσιάστριες που το κάνουν με όλους τους ισχυρούς της τηλεόρασης και των περιοδικών για να εξασφαλίσουν μια θέση στο γυαλί, και μετά βγάζουν στη φόρα το εσώρουχο και το ψεύτικο στήθος τους για να ξεχωρίσουν. Παίρνει η άλλη τηλέφωνο, λέει, είμαι σαράντα χρονών, παντρεμένη, με επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα, βγάζω πολλά λεφτά και επειδή δουλεύω αρκετές ώρες είμαι πολύ κουρασμένη και όταν γυρίζω σπίτι και δε μπορώ να κάνω τις δουλειές του σπιτιού, οπότε τις κάνει ο άντρας μου. 
«Μα καλά κυρία μου, ο άντρας σας δε δουλεύει; δεν είναι κουρασμένος;»
«Ναι δουλεύει, είναι κουρασμένος αλλά εγώ βγάζω περισσότερα.»
«Συγγνώμη να σας ρωτήσω κάτι προσωπικό, εξωσυζυγική σχέση διατηρείτε;»
«Τι λέτε καλέ, βεβαίως και διατηρώ!»
«Παρντόν; Γιατί κυρία μου;»
«Γιατί το να βλέπω τον άντρα μου να ασχολείται στην κουζίνα και γενικά να τον βλέπω να κάνει τις δουλειές του σπιτιού με ξενερώνει ότι ήδη είναι με το ένα πόδι στον ερωτικό λάκκο! Δεν με εξιτάρει στο ερωτικό παιχνίδι δεν μου δημιουργεί ένταση, πάθος και δεν νιώθω έλξη για να πέσω τελικά στο κρεβάτι μαζί του. Εγώ τον ερωτικό μου παρτενέρ τον θέλω να είναι δυναμικός και αποφασιστικός άντρας που ξέρει τι θέλει και πως να το διεκδικήσει! Με την αδρεναλίνη του να χτυπάει κόκκινο, και πάντα έτοιμος για δράση, ώστε να με κάνει να νοιώθω γυναίκα, ελκυστική, ποθητή και διεκδικίσημη. Να κάνει το μυαλό και το σώμα μου να αιωρείται και κάθε μου κύτταρο να καίγεται! Να ρουφάει τους «χυμούς» μου και στο βλέμμα του να αντικρίζω έξαψη και βουλιμία. ώστε να παρασύρει και να τεντώνει τις αισθήσεις μου στα άκρα προσκαλώντας με να υποκύψω εκούσια σ’ ένα μαρτύριο που δε θέλω να έχει τελειωμό. ..»
Γρήγορα βαρέθηκε και έκλεισε την τηλεόραση καταλήγοντας στο εξής. Η Γυναίκα στις δυτικές κοινωνίες σήμερα, έχει εθιστεί στην αγορά και την δύναμη που αυτή της παρέχει. Κοινωνικό status κλπ. Αυτά τα πρότυπα έχει από την τηλεόραση και τις «πετυχημένες» φίλες, αυτά επιθυμεί. Αυτό όμως, είναι η διάσπαση της οικογένειας γενικά στον δυτικό κόσμο, κάνει συνειρμούς και σκέψεις για γνωστές τηλεπερσόνες που παριστάνουν τις κυρίες και δεν αφήνουν τεκνό για τεκνό χωρίς να το πηδήξουν. Παράγοντες του θεάτρου, της τηλεόρασης, του καλλιτεχνικού χώρου γενικώς, που εκβιάζουν. «Εσύ θα μου κάτσεις κι εγώ θα σε κάνω φίρμα» Νεαρά κοριτσόπουλα προκειμένου να αποκτήσουν κάποιο δεύτερο ρόλο σε σίριαλ πέφτουν στα γόνατα και με το στόμα ανοιχτό, αποθεώνουν και τον τελευταίο κάμεραμαν.

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Gefira Tis Agias Marinas

....Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part...7»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
........ Το Εμαιλ του Αδαμάντιου με το περιεχόμενο του, του Νικηφόρου του ξύπνησε μνήμες: Ήταν στην εφηβεία του, στην αφέλεια του και στην αθωότητα όπως τουλάχιστον ένιωθε σε εκείνη την ηλικία που σήμερα δεν το θεωρεί ανεξήγητο. Είχε μεγαλώσει σε μια πολύ φτωχική συντηρητική οικογένεια από ένα μικρο χωριό του νότου, και ποτέ δεν τα είχαν συζητήσει αυτά τα θέματα και έτσι είχε φτάσει στην ενηλικίωση  με σχετική άγνοια σχετικά με το σεξ. Οκ, είχε κάνει τις φάσεις του με τρυφερές συνομήλικες γειτονοπούλες του, φιλιά, μπαλαμούτια, αλλά μέχρι εκεί. Ανατομικά ήξερε στο περίπου τι παιζόταν, αλλά προχωρημένη επαφή ούτε είχε πάρει ούτε είχε δώσει. Μπουρδέλο μια δυο φορές που το επισκέφτηκε, δεν τον ικανοποίησε, δεν το γούσταρε να είναι έτσι. Όσο για τσόντες, μόνο κλασσικά εικονογραφημένα! Ο αυνανισμός ήταν το αποκούμπι του όταν μάλιστα συνειδητοποίησε όσο προχωρούσε η εφηβεία, ότι ούτε «κουφαίνει», ούτε επηρεάζει αρνητικά την όραση, όπως τον προειδοποιούσαν οι δικοί του, και τον είχε κάνει λάστιχο.
Ο Νικηφόρος σήμερα θυμάται τα γεγονότα που συνέβησαν όταν ήταν δέκα επτά ετών μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή ημέρα. Ήταν στις 17 Ιουλίου, ημέρα της οποίας εορτάζεται η μνήμη της Μεγαλομάρτυς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Αγίας Μαρίνας. 
Εργαζόταν περιστασιακά τις ήμερες εκείνες σε κατάστημα στην κεντρική αγορά της πόλις, υπάλληλος αποθήκης με μερική απασχόληση, για διεκπεραίωση των εργασιών της αποθήκης, όπως παραλαβές, παραγγελίες, ταξινόμηση και αποθήκευση εμπορευμάτων, και λοιπές βοηθητικές εργασίες στο πλαίσιο λειτουργίας της αποθήκης.
Στο απέναντι κατάστημα ο έμπορος είχε μια δεκαεξάχρονη κόρη που τους καλοκαιρινούς μήνες απασχολείτο στην οικογενειακή επιχείρηση. Ο Νικηφόρος έβλεπε ένα πανέμορφο, έξυπνο και ταλαντούχο μελαχρινό κορίτσι που δεν περνούσε απαρατήρητο με σώμα που θα ζήλευαν πολλές τις εκπληκτικές αναλογίες και το χαμόγελό της. Μέσα σε όλο αυτό το λεφούσι της κεντρικής αγοράς ξεχώριζε για τους γύρω, αλλά και ανάμεσά τους. Ο Νικηφόρος την έβλεπε σαν παγωτό τον Αύγουστο και η κοπέλα είχε καταλάβει την ελκυστικότητα που του προκαλούσε! Όλα ξεκίνησαν με δική του πρωτοβουλία και βγήκαν για έναν σύντομο καφέ μετά τη δουλειά τους στον οποίο περάσαν πολύ ωραία. Δεν της ζήτησε κάτι, ούτε έκανε κάποια παραπάνω κίνηση. Η επαφή τους συνεχίστηκε με χαμόγελα, ματιές και χαζοκουβέντα άλλα τίποτα το ουσιαστικό. Κάποια στιγμή αποφάσισε και εκδήλωσε πιο ξεκάθαρα πλέον ενδιαφέρον του! Του υποσχέθηκε να κανονίσει να βγούμε παρέα την επόμενη ημέρα, αργία της Αγίας Μαρίνας, να συναντηθούν στη γέφυρα να κάνουν το μπάνιο τους στη θάλασσα και να περάσουν τη μέρα μαζί. 
Αισθάνθηκε την καρδιά του να πεταρίζει στην πρόταση της: «Άφησέ με να ΄ρθω μαζί σου. Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της σιδερένιας γέφυρας της Αγίας Μαρίνας, ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα του πανωφοριού σου…»
(Γ. Ρίτσος, H Σονάτα του Σεληνόφωτος)
 Η Αγία Μαρίνα ένα γραφικό παραλιακό χωριουδάκι ένας μικρός παράδεισος. Πρόκειται για ένα ψαροχώρι που προσφέρεται για κολύμπι, ψάρεμα, τοπικούς περιπάτους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και εντυπωσιακή είναι η ιστορία της γέφυρας, που δεσπόζει παραλιακά της Αγίας Μαρίνας. Είναι πως υπάρχει στενή συγγένεια με τον πύργο του Άιφελ. Για την ακρίβεια, η κατασκευαστική BATIGNOLLES, συνεργάτης της οποίας ήταν και ο Άιφελ, είναι η εταιρεία η οποία ξεκίνησε το έργο κατασκευής της προβλήτας το 1892. Την ίδια περίοδο, δουλευόταν παράλληλα και το μεγάλο έργο στη Γαλλική πρωτεύουσα. Οι πληροφορίες θέλουν τον Άιφελ να είναι υπεύθυνος και για το σχεδιασμό της γέφυρας στην Αγία Μαρίνα, τόσο οι εκπληκτικές ομοιότητες στο σκελετό και τη δομή των δύο έργων, όσο και παλιά σχέδια με την υπογραφή του γραφείου του, κάνουν σχεδόν βέβαιη την ανάμειξη του. Την ημέρα της εορτής ακολούθησε πάνδημη Ιερά Λιτανεία της Αγίας Εικόνας στους παραθαλάσσιους δρόμους του χωριού».
Την περίμενε δεν φάνηκε! Αφήνοντας τον να τρώει τη δεύτερη χυλοπίτα από κοπέλα που του έκατσε και πιο βάρια από την προηγούμενη! «Mην το σκέφτεσαι.» Λέει στον εαυτό του. Ήταν μια από αυτές τις ημέρες του Ιούλη, όπου ο ήλιος λάμπει ζεστός και ο αέρας φυσάει μελτέμι δροσερό. Όπου είναι καλοκαίρι στο φως και άνοιξη δροσερή στη σκιά. Στεκόταν με υπομονή στην αρχή της γέφυρας, ο ήλιος που έλαμπε ζέσταινε το πρόσωπό του. Μα δεν τον ένοιαζε να κουνηθεί για να τον αποφύγει. Δεν ήταν πως ήταν πληγωμένος εξαιτίας της χυλόπιτας, μα θύμωνε και ένιωθε τόσο χαζός που νόμισε ότι η κοπέλα ενδιαφέρεται ενώ δεν ενδιαφερόταν που πλέον αμφέβαλλε τόσο πολύ για την κρίση του και φοβάται ότι ερμήνευσε μια φιλική συμπεριφορά της ως φλερτ!  Η ερώτηση είναι: Πως το ξεπερνάει όταν την επόμενη ήμερα θα την ξαναδεί και θα του θυμίζει πόσο πολύ νιώθει ότι έχει εξευτελιστεί;. Σε κάθε περίπτωση, δεν αφήνει περιθώρια στον εαυτό του για περισσότερα, οπότε θα το πάρει απόφαση ότι δεν υπάρχει παρακάτω και θα σταματήσει να ασχολείται με το τι θέλει, εφόσον η κοπέλα δεν θέλει αυτό που θέλει αυτός. «Νικηφόρε πάντα είχες πολύ καλή σχέση με την πραγματικότητα, δεν νομίζω να κινδυνεύεις από αυταπάτες και ονειροφαντασίες που τόλμησες να της πεις ότι σου αρέσει. Θέλει δύναμη να το δείξεις, μιας και το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ σίγουρο. Όσοι δεν το κάνουν είναι γιατί φοβούνται την απόρριψη, την έκθεση. Τα χαμογελάκια και κλεισίματα ματιών, είναι η δική της ανάγκη για επιβεβαίωση. Δε θέλει εσένα, αλλά τη βρίσκει που τη γουστάρεις. Αγνόησέ την και προστάτευσε τον εαυτό σου. Όταν λοιπόν μαζέψεις και με την ηλεκτρική σκούπα αυτά τα νόστιμα  ψίχουλα ενδιαφέροντος που σου ρίχνει, θα έρθει και η οριστική διαγραφή. Μην αμφισβητείς τον εαυτό σου. Δεν είσαι τρελός όταν σου κλείνει το μάτι. Άστη να πάει στο καλό και πάμε γι’ άλλα. Οπότε στη συνέχεια πάμε με αέρα!.... είμαι ένας cool, ελεύθερος, ωραίος νεαρός, που φλέρταρε και ε, τι να κάνουμε που δεν πέτυχε, τώρα έχουμε άλλα πράγματα να ασχοληθούμε,.... κι άσ΄ την αυτήν να βλεφαρίζει μόνη της πια, σα να ΄χει πάθει επιπεφυκίτιδα!  Η πραγματικότητα είναι πως ναι, θα ήταν πάρα πολύ ωραίο, αλλά δεν έγινε. Η ζωή προχωρά, μη χάνεις το χρόνο σου μένοντας κολλημένος  και ο χρόνος όλα τα διορθώνει, αρκεί να τον αφήνουμε να κάνει τη δουλειά του χωρίς ψευδαισθήσεις.» Συνομιλούσε ο Νικηφόρος με τον εαυτό του.
Μπροστά του είναι σιδηροδρομικός σταθμός που εξυπηρετείται από τα τοπικά τρένα ανάμεσα στο Λειανοκλάδι και τη Στυλίδα.  Σημαντικό ρόλο έπαιξε το τρένο που με τα δρομολόγια που μετέφερε πολύ κόσμο στην πλησιέστερη, λαϊκή παραλία της πόλης. Μία αμμουδερή παραλία και μια πολυσύχναστη ακτή με ψιλή άμμο που την προτιμούσε ιδιαίτερα ο νεαρόκοσμος. Η Αγία Μαρίνα Στυλίδας από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά και μεταπολεμικά ήταν την περίοδο του καλοκαιριού «το Φάληρο» της Λαμίας. Εκεί κάθε καλοκαίρι γίνονταν τα μπάνια του λαού. Σ’ αυτό βοηθούσε το τραίνο με δύο δρομολόγια, που έφερνε πολύν κόσμο στην πλησιέστερη λαϊκή παραλία. Στα μεταπολεμικά χρόνια δεκαετίες 1950 και 1960 με το «μουτζούρη», δηλαδή με μια ατμομηχανή και πίσω βαγόνια επιβατικά και φορτηγά, οι κάτοικοι της Λαμίας και των άλλων κοινοτήτων, σε δύο
δρομολόγια ημερησίως, πήγαιναν στην Αγία Μαρίνα και τη Βασιλική Στυλίδας για θαλάσσια μπάνια.
Απορροφημένος στις σκέψεις του δείχνει αφηρημένα αδέξιος και πολλές απορίες τον απασχολούν, απορίες που διογκώνονται και τον επηρεάζουν. Απορίες που είναι κοινές στα μετά-εφηβικά χρόνια των αγοριών και αφορούν κυρίως τα ερωτικά και σεξουαλικά θέματα. Τα επόμενα λεπτά κύλησαν γρήγορα και τον έβγαλαν από την ομίχλη των σκέψεων του. Μπροστά του στη βάση της σιδερένιας γέφυρας μια δεμένη παρέα φίλων του που σχεδόν όλοι συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους τον καλούν να απολαύσει τις κοινές τους δραστηριότητες. Η θάλασσα, το νερό, η φύση γενικά έχει την απόλυτη δύναμη, δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς, και ο νεανικός αυθορμητισμός, δημιουργούν νέες παρέες και σε βοηθούν να κάνεις νέους φίλους, ενώ ανακαλύπτεις τις δεξιότητες σου, και όχι μόνο. Περνώντας η ώρα η παρέα τους την είδε να μεγαλώνει και να απλώνεται στα βότσαλα της παράλιας. Την ημέρα εκείνη της γιορτής της Αγίας αποθεώθηκε από μια λαοθάλασσα νεαρόκοσμου, η δημοφιλής παραλία...
Ανάμεσα στην παρέα τους ξεχώριζε ο Φίλιππος! Εντελώς αμερόληπτα ο Φίλιππος ήταν, ευγενικός, έξυπνος, και φυσικά ένας νεαρός όμορφος άντρας στα είκοσι τρία του χρόνια. Περνώντας τα χρόνια όταν τον θυμάται καμιά φορά ο Νικηφόρος του θυμίζει τον Hugh Jackman τον ηθοποιό που τρελαίνονταν μαζί του, το γυναικείο κοινό.
Ο Νικηφόρος τον είχε δει πρόσφατα στο δρόμο τη γειτονιάς του μια δυο φορές. Είχε μάθει πως είχε απολυθεί από το στρατό τελευταία έμενε στην Αθήνα, αλλά ερχόταν τακτικά στην πόλη τους στους γονείς του. Στην γειτονιά που έμενε ο Νικηφόρος είχε μια ωραία μονοκατοικία ένας Λαμιώτης μεγαλέμπορας! Η οικογένεια του μεγαλέμπορα είχε μια εικοσάχρονη κόρη ίδια η Κλαούντια Καρντινάλε σε ομορφιά. Μάλιστα μια γειτόνισά τους με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη όταν αναφερόταν στην κοπελιά σαν κάποια γυναίκα πολύ θελκτική, έλεγε. «Σαν τα κρύα τα νερά! Την κοιτάνε σαν ξερολούκουμο. Σαν του Χατζή-Μπεκηρ λουκούμι ο κάτασπρος λαιμός της και μαλεμπί καζάντιμπι ο αναστεναγμός της.»
(Χατζή-Μπεκηρ διάσημο ζαχαροπλαστείο για τα λουκούμια του.)
Ο Φίλιππος ήταν γνωστό ότι είχε επαφές με την οικογένεια και μάλιστα είχε γνωστοποιηθεί πως προοριζόταν για επίσημος μνηστήρας της «Κλαούντια Καρντινάλε»
Και ο Νικηφόρος ήδη βρισκόταν στη ζώνη των δέκα οκτώ του χρόνων ήταν ένας κομψός  νεαρός άνδρας ψηλός μα όχι άχαρος με πλούσιο μαλλί, καστανομελιά μάτια, γεμάτα πάθος για ζωή.  
Όλα ξεκίνησαν όταν κάποια στιγμή ο Φίλιππος αστειευόμενος προκάλεσε το Νικηφόρο σε μια αναμέτρηση, έναν αγώνα κολύμβησης οι δυο τους μεχρι το τέλος της σιδερένιας γέφυρας.
«Συμφωνώ! Και τι μεγάλο έπαθλο περιμένει τον νικητή;» ρώτησε ο Νικηφόρος απευθυνόμενος στον Φίλιππο, προσπαθώντας να  φαίνεται αθώος και αφελής και ότι δεν κάνει υπόδειξη!
«Τι προτείνεις;» 
«Χμ!»
«Λοιπόν έχω να προτείνω εγώ κάποιο καλό καφέ- ρεστοράν το απόγευμα για ένα ποτό η καφε εάν συμφωνείς! Στο λόφο του Αγίου Λουκά! Πάνω από την γειτονιά σου!»
«Ενδιαφέρον μου ακούγεται ...! Όμορφο μέρος για καφε και ποτό!»
Ο αναμέτρηση για τον Νικηφόρο ήταν φιάσκο. Ο Φίλιππος ήταν δεινός κολυμβητής! Ο Νικηφόρος στο τέλος της αναμέτρησης διαπίστωσε πως ο Φίλιππος κατείχε σε βάθος τις τεχνικές κολύμβησης! 
«Το ξέρεις ότι κολυμπάς λάθος στο νερό;» Του δήλωσε ο Φίλιππος.
«Καταλαβαίνω ότι κολυμπάω λάθος αλλά δεν ξέρω από που να αρχίσω και τι να πρωτοδιορθώσω!»
«Λοιπόν, θα σε βοηθήσω να το διορθώσουμε. Κατ΄ αρχήν ας το αναλύσουμε! Το νερό είναι οκτακόσιες φορές πιο πυκνό από τον αέρα, πράγμα που σημαίνει ότι η κακή τεχνική σε επιβραδύνει και σε κουράζει πολύ γρήγορα και επομένως είναι δύσκολο να κολυμπήσεις πολύ μακριά.» Πηγαίνει δίπλα του και τον πιάνει από τη μέση για να του δείξει τη σωστή θέση μέσα στο νερό. 
«Είναι σαφές ότι αυτό που θέλουμε να πετύχουμε είναι να μειώσουμε τις αντιστάσεις του σώματός μας μέσα στο νερό. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να μένεις ψηλά στο νερό και όσο το δυνατό πιο ευθυγραμμισμένος. Τα δυνατά πόδια σου μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση. Η σωστή θέση στο κεφάλι σου βοηθά να μένουν τα πόδια ψηλά μέσα στο νερό.» 
Ο Φίλιππος όταν βοήθησε το Νικηφόρο να οριζοντιώσει το κορμί του στο νερό του έδινε συμβουλές που θα τον βοηθήσουν να βελτιώσει την τεχνική του. Του εξηγεί υπομονετικά. Αποφεύγει τις τεχνικές λεπτομέρειες. Ο Νικηφόρος σε αυτή τη θέση ένιωθε τον φαλλό και τα «καρύδια» του να κρέμονται χαλαρά μέσα στο ζεστό νερό όταν ξαφνικά ένιωσε το χέρι του Φίλιππα πάνω από το μαγιό του να χαιδευει με μαεστρία τις μπάλες του. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Δεν έχει καν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι γίνεται. Εάν το θέλει ή όχι. Εάν του αρέσει ή όχι. Σαφέστατα ο πούτσος του είχε άλλη γνώμη. Έγινε σκληρός σαν πέτρα. Ο Νικηφόρος έκπληκτος διαπιστωνει το σύστημα του «μου αρέσει» έχει ηδονική επίδραση επάνω του και το  φαινόμενο της αυθόρμητη στύσης, επιτυγχάνεται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα που του προκαλεί «μυρμήγκιασμα» στα γεννητικά όργανα, σαν να προδίδει κάπως το σώμα το μυαλό του και τα συναισθήματά του! Αναρωτιέται πως του συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί δεν είχε καμιά επιθυμία για ερωτική επαφή εκείνη τη στιγμή. Αμήχανα και μηχανικά αφέθηκε στο χάδι του. Σιγά - σιγά άρχισε να καυλώνει συνειδητά. 
Αργότερα μεστωμένος ενήλικας κάπου διάβασε το παράδειγμα  το σύστημα της «εκμάθησης» του σώματος, (learning system) που μαθαίνουμε να προσδοκούμε κάτι από έναν ερεθισμό όπως τα σκυλιά του Pavlov. Ο Pavlov τους έμαθε ότι κάθε φορά που χτυπάει το κουδούνι θα εμφανιστεί το φαγητό τους, ώσπου τα σκυλιά άκουγαν το κουδούνι και είχαν σάλια χωρίς να εμφανιστεί φαγητό. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα σκυλιά ήθελαν να φάνε το κουδούνι! Σημαίνει ότι έμαθαν ότι το κουδούνι ήταν ερέθισμα που σχετίζεται με το φαγητό. Έτσι και ο Νικηφόρος δεν σκεφτόταν το σεξ με τον Φίλιππο αλλά το σώμα του είχε μάθει ότι να του χαϊδεύουν την «οικογένεια» ήταν ερέθισμα που σχετιζόταν με το σεξ και είναι μια αυτόματη σωματική αντίδραση που συχνά δε μπορούσε να την ελέγξει. Αμήχανα και μηχανικά αφέθηκε στο χάδι του Φίλιππα. Σιγά - σιγά άρχισε να καυλώνει συνειδητά με το χέρι του Φίλιππα πλέον να τον χουφτώνει πάνω από το μαγιό, καθώς έσκυψε και του είπε σιγά στο αυτί! «Φιλαράκο μου το μαγιό σου έχει φουσκώσει τόσο πολύ που νομίζω ότι έχει χωθεί ανακόντα μέσα. Το είχα καταλάβει πως έχεις προσόντα.»
Ο Νικηφόρος ξερόβηξε λίγο αμήχανα και του λέει! «Χμμμ! Νομίζω ότι έχει δημιουργηθεί πρόβλημα μήπως να βγούμε από το νερό να ηρεμήσουμε;»
Η επόμενες στιγμές βρήκαν το Νικηφόρο ιδρωμένο έξω από τη θάλασσα με τον ήλιο από πάνω του να καίει. Είχε βγει πρώτος έξω και με πέντε βήματα βρέθηκε στην αμμουδιά. Μετά από λίγο βγήκε και ο Φίλιππος και χωρίς δεύτερη σκέψη άραξε δίπλα στο Νικηφόρο.
«Μην βλέπεις το χαμένο ποντάρισμα της αναμέτρησης σαν αποτυχία.» του λέει.
«Ο ποιητής λέει πως σαν χαμένος έχω ελπίδες.» Του λέει ο Νικηφόρος.
«Για πες μου τι λέει ο ποιητής.»
«Αναμετρήθηκαν για τα μάτια της Ελένης, όμως εκείνη προτίμησε τον Νικηφόρο κι ας ήταν αυτός που κατέληξε στο νοσοκομείο.» 
«Λοιπόν ώρα να τα μαζεύουμε έρχεται το τραίνο! Στον Άγιο Λουκά κερνάω το φαγητό πληρώνεις τα ποτά που έχασες!»
Απόγευμα ήδη βρίσκονται στη δροσιά που προσφέρει το δημοτικό περίπτερο του λόφου. Η σκηνή στη θάλασσα έχει ξεχαστεί. Ο Νικηφόρος το εξέλαβε ως ένα παιχνίδι, μια ακραία προχωρημένη χειρονομία μεταξύ φίλων χωρίς συνέχεια.
Ο λόφος του Αγίου Λουκά είναι ένας κατάφυτος λόφος της Λαμίας, που βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Πλατεία Διάκου, με εύκολη πρόσβαση από εκεί. Εκεί ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει έναν ευχάριστο περίπατο, φαγητό, καφέ ή ποτό στο δημοτικό περίπτερο με τη μαγευτική θέα στην Οίτη, την Κοιλάδα του Σπερχειού και το Μαλιακό Κόλπο. Μέσα στο καταπράσινο δασύλλιο υπάρχει το εκκλησάκι του Αγίου Λουκά, πολιούχου της πόλης της Λαμίας, ένας μικρός ναός σταυροειδής χωρίς τρούλο που χτίστηκε ως ξωκλήσι το 1910. Έχει ιστορικό ενδιαφέρον για τις μνήμες των κατοίκων λόγω της σύνδεσής του με σημαντικά ιστορικά γεγονότα, ενώ έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Το πυκνό δάσος προς την δυτική του πλευρά γειτνίαζε με βοσκοτόπια και το πανέμορφο αυτό δασύλλιο της δυτικής πλευράς ήταν τόπος ερωτικής συνεύρεσης, συνήθως κρυφής! Ήταν η γαμηστρώνα της περιοχής! Ο Νικηφόρος θυμάται μια ιστορία που τους έλεγε μια ανέραστη καθηγητρια των θρησκευτικών. Τους είχε πει ότι έβλεπε σκιές, κακά πνεύματα δηλαδή, σε αυτό το δάσος, γιατί έλεγε πως πηγαίνουν οι νέοι και κάνουν σεξ πριν τον γάμο. Επίσης τους έλεγε άμα έχουν κάνει σεξ πριν τον γάμο θα πάνε κόλαση.
Είχαν τελειώσει το φαγητό τους και απολάμβαναν τον απογευματινό καφε τους. Οι λάτρεις του καφέ και της μοναξιάς θα υπερασπιστούν αυτήν τη πρωινή τελετουργία, λέγοντας πως λίγος ποιοτικός χρόνος με τον εαυτό μας και μια κούπα καλού καφέ, αξίζει πολλά περισσότερα.» Ο Νικηφόρος δεν θα διαφωνήσει, όμως ως γνήσιος λάτρης της επαφής και της κοινωνικότητας αντιπαρέρχεται και λέει πως σαν τον απογευματινό καφέ δεν έχει. Ο απογευματινός καφές είναι ο βασικός λόγος συνάντησης με φίλους. Η έκφραση «πάμε για καφέ» είναι πια ατάκα-ορόσημο που ενώνει την παρέα, σήμα κατατεθέν χαλάρωσης και χαβαλέ. Αυτές τις στιγμές απολαμβάνουν οι δυο φίλοι μας.
«Ώρα να φύγουμε» προτείνει ο Νικηφόρος! Όπου να 'ναι θα δύσει ο ήλιος πίσω απ' τις κορφές στα απέναντι βουνά της Οίτης και της Γκιώνας και θα χαθεί. Κατηφόρισαν το δρόμο από το δεξιό πυκνό αλσύλλιο. Καθώς, ο ήλιος έγειρε και ο ίσκιος τους μεγάλωνε περπατούσαν αμίλητοι την επιστροφή προς την πόλη οι απέναντι πλαγιές του λόφου παίρνουν το θαμπό χρώμα στο απογευματινό σούρουπο.
Στο δρόμο ο Νικηφόρος νιώθει την ανάγκη ότι θελει να ουρήσει. Ζητάει συγνώμη από τον Φίλιππο και μπαίνει μέσα στο δασύλλιο «στη γαμηστρώνα» για την ανάγκη του. Ο Φίλιππος τον ακολουθεί και αυτός μέσα στο δάσος.» Μπροστά στα πόδια τους σέρνεται μια χελώνα με μαύρο κρασπεδωτό καβούκι.
«Μια αρχαία παροιμία λέει πως αν σε κατουρήσει χελώνα είναι γούρι.» του λέει γελώντας ο Φίλιππος του Νικηφόρου..
Αδειάζει την κύστη του ο Νικηφόρος και ετοιμάζεται να συμμαζευτεί. Ο Φίλιππος απλώνει το χέρι να του πιάσει και πάλι τον πούτσο.
«Θέλω να τον δω,» Του λέει! Τον πιάνει με το χέρι του και του τον παίζει λίγο ανάποδα. Κάνει να γονατίσει.
Ο Νικηφόρος τον πιάνει όμως από τον ώμο και τον κολλάει πισωκολλητά στο κορμό του δέντρου, τον κοιτάζει στα μάτια και του λέει: «Τι είναι αυτό που ζητάς;»
«Ξέρεις τι θέλω!»
«Φίλε μου αυτό ξεχασέτο δεν θα γίνει»
«Κρίμα,» λέει αμήχανα.
«Πάρε το χέρι σου μόνο, πριν μας δουν!»
«Έχεις δίκιο, παρασύρθηκα! Ίσως κάποια μέρα ξανασυναντηθούμε, ίσως και πάλι να μην ξαναβρεθούμε ποτέ.»
ΥΓ: Θέλεις η μοίρα, θέλεις ο χρόνος που όλα τα ισοπεδώνει στη διάβα του δεν συναντήθηκαν ξανά ποτέ!
Του Νικηφόρου ο ανδρικός πισινός στο μυαλό του φάνταζε ένα Φυσικό απόρθητο φρούριο που δεν επιδεχόταν κυριαρχίας!  Τα όρια της απαγόρευσης εγκατάλειψης του οχυρού είχαν καθοριστεί με εξονυχιστική ακρίβεια στο «πρακτικό» που είχε συνταχθεί στο μυαλό του.

 
Web Informer Button