«Αξίζει να μένει σ’ αυτό το γάμο;» Αναρωτιόταν ο Αλκιβιάδης έφηβος πλέον όταν εκνευριζόταν, με την παθητική στάση μητέρας του ακόμη και σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας. Ν’ αποδέχεται ότι αυτός είναι ο αρχηγός και μπορεί να συμπεριφέρεται και να πράττει όπως ο ίδιος επιθυμεί χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα. Να του συγχωρεί εύκολα τις μορφές βίας που της εξασκούσε στον πρώιμο έγγαμο βίο τους. Ακόμη και την αρχική της απόφαση να μπλέξει μαζί του δυσκολευόταν να την κατανοήσει. Τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει για σύντροφο σχεδόν οποιονδήποτε επιθυμούσε από τα χωριά του Ζάρακα, αυτή απλά σήκωσε το βλέμμα και διάλεξε τον Κλέαρχο. Αυτής της τόσο όμορφης και ενεργητικής γυναίκας στο μυαλό της είχε ριζώσει η πατροπαράδοτη ηθικοπλαστική θεωρία ότι η κοινωνία είναι πατριαρχική καθώς το κυρίαρχο φύλο είναι το αρσενικό και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα δεν είναι σχέσεις οι οποίες στηρίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και στην συντροφικότητα, αλλά είναι κατά βάση σχέσεις εξουσίας και υποταγής. Η Ιοκάστη αν και ισχυρή γυναίκα, είχε υποτάξει τον εαυτό της σεξουαλικά σε έναν κυριαρχικό άντρα. Αυτά σκεφτόταν ο Αλκιβιάδης και με μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας παραδέχεται ότι και ο Κλέαρχος πάρα τα σοβαρά ελαττώματα του χαρακτήρα του φαίνεται ότι για την Ιοκάστη είναι ένας πολύ ενδιαφέρον άνδρας. Ένας άνδρας υψηλής αξίας για εκείνη, και δεν υπάρχει ντροπή στο να υποτάσσεται, υπό την αιγίδα της «Αληθινής Αγάπης» ή της «Χημείας», και που αξίζει να μείνει σε αυτή τη σχέση! Ότι έκανε καλή επιλογή να ακολουθήσει αυτόν τον άνδρα! και ότι τελικά είναι καλά μαζί του!
Ο Αλκιβιάδης δεν γνωρίζει ακόμη και σήμερα αν σκεφτόταν λάθος αλλά από πάντα είχε την εντύπωση ότι η Ιοκάστη δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς τον Κλέαρχο. Είχε συνδέσει κάθε της βήμα στη ζωή της μαζί του. Είχε αποφασίσει να κάνει οικογένεια με αυτόν. Και εκείνη δεν θα τον απογοήτευε ποτέ. Τον αγαπούσε πραγματικά και υποτακτικά. Ποιος θα μπορούσε να το πει.
...Τις ημέρες εκείνες ο Κλέαρχος παίζοντας τον ρόλο του περιστασιακού εραστή, η Νεφέλη τον αναζητούσε όλο και πιο συχνά και ο Κλέαρχος άρχισε να δυσφορεί. Μέχρι το μοιραίο βράδυ.
Περασμένα μεσάνυχτα ο Αλκιβιάδης με τα αδέλφια του κοιμόταν βαθιά. Ξαπλωμένος στον μαλακό κρεβάτι, κολλητά στον τοίχο του παιδικού δωματίου τους, βυθισμένος στη λήθη. Στην ησυχία της νύχτας, ξαφνικά ακούστηκε ένας σαματάς πίσω από τον τοίχο. Σαν ξύπνησε, αφουγκράζεται κι ακούει την έξαλλη φωνή της Ιοκάστης. Η φωνή της είναι ραγισμένη, θυμωμένη, γεμάτη πόνο. Φωνή που αντανακλά το πρόσωπο μιας γυναίκας βαθιά τραυματισμένης.
«Πουτάνα! Δεν ντρέπεσαι μωρή ξεφτιλισμένη, τόσοι άντρες με τον άντρα μου βρήκες να!»
Από την χαμηλή ένταση στη φωνή του Κλέαρχου, καταλαβαίνει πως αυτή η κουβέντα έχει ξεκινήσει από νωρίτερα. Ο Κλέαρχος βγάζει έναν βαθύ τρεμουλιαστό αναστεναγμό σαν να παλεύει να περισώσει την κατάσταση.
Στην αρχή αναρωτήθηκε μισό-κοιμισμένος και μισό-νυσταγμένος, τι συμβαίνει μέχρι που κατάλαβε πως η μητέρα του ήταν αρκετά θυμωμένη. Κατάλαβε και τους λόγους και πέρναγαν από το μυαλό του κάποιες εικόνες.
Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γνωρίζει πλήρως τις ιστορίες τους. Θα προσπαθήσει να μιλήσει γι' αυτές, όπως αποτυπώθηκαν στο δικό του μυαλό.
Πολύ σύντομα η Ιοκάστη πρέπει ν' άρχισε να υποψιάζεται. Άλλωστε τα σημάδια ήταν ολοφάνερα και η απάντηση μπροστά στα μάτια της, απλώς δυσκολευόταν να αντικρίσει την αλήθεια.
Ταυτόχρονα σίγουρα όλο και κάποιος «καλοθελητής» στον στενό φιλικό περίγυρο θα της ψιθύρισε.. να ξυπνήσει από το λήθαργο. Μέσα στη νύχτα της Νεφέλης ο ερωτικός οίστρος την αναστάτωνε και της προκαλούσε την αφύπνιση της σεξουαλικής της ορμής. Έχοντας υπολογίσει ότι η Ιοκάστη κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από τον κάματο της δουλειάς θα κοιμάται κάνει σήματα από τη μεσοτοιχία στον Κλέαρχο. Είναι ξαναμμένη, τον χρειάζεται.
Η Ιοκάστη δείχνει ότι κοιμάται αλλά δεν βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου απλά «πνίγεται» από επαναλαμβανόμενες σκέψεις και προσπαθεί να τις ελέγξει. Μπερδεμένη και αμήχανη να ελέγξει τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τη συμπεριφορά της, να θέσει υπό τον έλεγχό το μυαλό της. Ε ναι, δεν έπεσε κι απ' τα σύννεφα. Συχνά φθάνανε στ’ αυτιά της ψίθυροι πως η νέα γειτόνισσα του κουνούσε την ουρά της.
Πάλι του έριξε κι ένα δίκιο, χωρίς να του το πει. Πώς θα πάρει στα σοβαρά αυτή τη γυναίκα. Ήταν εμφανίσιμη μεν μα και λιγάκι σουρλουλού και γι’ αυτό οι άνδρες την γλυκοκοίταζαν, παντρεμένοι και μη!. Ίσως όμως κι αυτή η γυναίκα να ‘χει τα δίκια της. Η στέρηση που βιώνει ότι της λείπει το σεξ να ‘ναι υπεύθυνη για τις πράξεις της. Με αυτά τα ερωτήματα στο μυαλό, βρήκε το θάρρος να κάνει κάτι που το ήθελε η καρδιά της. Να τον συγχωρήσει με τον δικό της τρόπο.
Ο Κλέαρχος της ρίχνει μια μάτια τη βλέπει ότι κοιμάται σηκώνεται αθόρυβα ξεπορτίζει. Η Ιοκάστη σαν αίλουρος σηκώνεται τον βλέπει που πηγαίνει αρχικά στην εξωτερική τουαλέτα. Σαν αστραπή κλίνει την πόρτα των παιδιών βγάζει το νυχτικό της, την κιλότα της και μένει μ’ ένα κοντό κομπινεζόν. Βγαίνει στην εξώπορτα και στήνεται κάτω από την κάσα της πόρτας με τα πόδια προκλητικά ανοιχτά μέσα στο σκοτάδι και το κρύο. Το φρέσκο αεράκι έχει κολλήσει το κομπινεζόν στο κορμί της.
Η Ιοκάστη ήταν στα ερωτικά σαν παιδί. Ήταν αθώα κι αυτή ήταν η γοητεία της. Λειτουργούσε με το ένστικτο. Δεν ήταν μια διανοούμενη, δεν ήξερε καν να διαβάζει. Δεν υποκρινόταν αλλά αντιδρούσε όταν χρειαζόταν. Και στα τριάντα δυο της χρόνια τότε ήταν μια καλλίπυγος καστανή και ερωτευμένη με τον άνδρα της γυναίκα.
Βγαίνοντας ο Κλέαρχος από την τουαλέτα, του έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι. Σίγουρα ποτέ του δεν θα ξεχάσει την έκπληξη. Κατάλαβε.
«Δεν κοιμάσαι;» Τη ρωτάει.
«Προσπάθησα αλλά δεν το βλέπεις; Ανησύχησα που σηκώθηκες. Όλα καλά;»
«Ννναιιι!!! Όλα καλά.»
«Έχεις να πεις κάτι; Σε ξέρω πολύ καλά.»
Σιωπή! Ο Κλέαρχος μένει αμίλητος περιμένοντας την αντίδραση της.
«Τι έπαθες και δεν μιλάς;» Τον ξαναρωτάει η Ιοκάστη και αυτός μπερδεύεται ακόμα περισσότερο.
Αρχίζει να ψελλίζει διάφορα
«Ξέρεις....εγώ....» απαντάει ηλίθια μη ξέροντας τι να πει.
«Εσύ βέβαια.... μαζί δε μιλάμε;»
Δύσκολη ώρα και ο κόμπος στο λαιμό. Ένιωθε ότι τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Ζύγωσε κοντά της σιγά-σιγά, σαν να αποκάλυπτε ένα παράνομο μυστικό, ταραγμένος και στάθηκε απέναντί της. Κοιταχτήκανε, σαν να αναγνωρίζανε ο ένας στην όψη του άλλου για πρώτη φορά. Οι θολές αναλαμπές που μισοκαιγόταν στα μάτια της τώρα, άναψαν και γίνανε πυρκαγιά. Τον άρπαξε από το σβέρκο τον κόλλησε επάνω της και άρχισε να τον φιλάει παθιασμένα. Πρώτα άγγιξε τα δόντια του, μετά αισθάνθηκε το σάλιο του. Τον τράβηξε από το χέρι και ανήμπορος να αντιδράσει τον παρέσυρε σαν αιχμάλωτο στο κρεβάτι. Συμπεριφέρονται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε, σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα. Ξαναφιληθήκανε. Κι αυτή τη φορά το φιλί τους ήταν μακρόσυρτο και πεινασμένο και σκληρό κι οι μύες στην πλάτη της κινούνταν με έναν ζωώδη τρόπο.
Το φιλί του τώρα ήταν μανιασμένο, συναρπαστικό και την έκανε να νιώσει μια δόση τρέλας ν' απλώνεται ανάμεσά τους σαν πυρακτωμένο σίδερο. Έψαξε και βρήκε το θηρίο του όρθιο, είχε φουσκώσει και σκληρύνει υπερβολικά. Ενθουσιάστηκε! Ο κόλπος της ήταν πολύ υγρός και ανοιχτόχρωμος, ζεστός και φιλόξενος, αλλά κυρίως η κλειτορίδα της στεκόταν όρθια και σκληρή. Τον γέμισε φιλιά. Ήταν τόσο καυλωμένη που ήταν ένα πυροτέχνημα! αναστέναζε και βογκούσε. Πριν καλά καλά τον πάρει όλο μέσα της, ήρθε ο πρώτος της οργασμός. Αναστέναξε και βόγκηξε λες και ήταν μόνοι τους μέσα σε μια ερημιά και όχι στον κοιτώνα τους. Ο Κλέαρχος είχε μείνει άφωνος, γιατί σίγουρα ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Τη νιώθει πως είχε χάσει τον έλεγχο εντελώς. Μοιάζει με λέαινα που συμπεριφέρεται σαν αρσενικό λιοντάρι αν πρόκειται για την κυριαρχία της. .
Εδώ είναι το κρεσέντο και οι φωνές της Ιοκάστης που τον ξύπνησαν τον Αλκιβιάδη. Επάνω στην κορύφωση ξεσπάει. Η φωνή της είχε αλλάξει, λες και είχε σκληρύνει, έμοιαζε πολύ αποφασιστική.
«Αρκετά ως εδώ πουτάνα! Απ' αύριο ετοίμασε τα μπογαλάκια σου και ψάξε να βρεις αλλού σπίτι. Μη σε ξαναδώ μπροστά μου! Θα σε ξεσκίσω»….
Και όταν η Ιοκάστη λέει κάτι το εννοεί, έτσι γεροδεμένη από φυσικού της.
Του Κλέαρχου του φαίνεται σαν ψέμα αλλά ταυτόχρονα τον ανακούφιζε αυτή η έκρηξη της Ιοκάστης και την ευγνωμονούσε μ' όλη του την καρδιά. Της φίλησε τα χέρια δεν τολμούσε να την φιλήσει στο πρόσωπο....
Ήξερες;
Ναι. Μην συνεχίζεις.
Έψαξε μέσα στα μάτια του, όπως το έκανε παλιά, όταν τον ήθελε....
Τότε είναι που ο Κλέαρχος λες και δεν είχε συμβεί τίποτα τη φίλησε με θέρμη, με δύναμη, με μια αγάπη και ένα σεβασμό. Και πολλή, πολλή ώρα, τόσο, που όταν απομάκρυνε τα χείλη του απ' τα δικά της, η πιο αγνή τρυφερότητα είχε έρθει να φωλιάσει μέσα του. Η Ιοκάστη σηκώνεται ανοίγει με προσοχή την πόρτα του δωματίου των παιδιών τους. Σιγουρεύεται ότι κοιμούνται. Την ξανακλείνει χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα στην αγκαλιά και πάλι του Κλέαρχου.
Την αμέσως επόμενη ημέρα επέστρεψε ο σύζυγος της Νεφέλης. Εσπευσμένως;
Μαλλιά κουβάρια έγιναν o «φίλος» με τον Κλέαρχο.
Η Νεφέλη, του παραπονέθηκε πως ο Κλέαρχος την παρενοχλούσε.
........ Στις μέρες μας ακούμε συχνά για παρενόχληση και πολλοί νομίζουν ότι το φαινόμενο αυτό είναι πρόσφατο. Η ελληνική μυθολογία, όμως, μας μεταφέρει πολύ πίσω, ίσως στη μυκηναϊκή εποχή, με πρωταγωνιστή τον Λαπίθη Ιξίωνα, βασιλιά της Λάρισας.
Σύμφωνα με τον μύθο, είναι ο πρώτος άνθρωπος που διέπραξε φόνο σε συγγενή του. Για το έγκλημά του αυτό δεν δεχόταν να τον εξαγνίσει κανείς. Μόνο ο ύπατος των θεών, ο Δίας, αποφάσισε να τον εξαγνίσει. Τον έφερε στον Όλυμπο και τον έκανε ομοτράπεζο του. Αυτός, όμως, αντί να ευγνωμονεί τον Δία, άρχισε να παρενοχλεί την Ήρα, τη γυναίκα του ευεργέτη του.
Μιλώντας στον Δία, η Ήρα λέει: «Μου ρίχνεται εδώ και πολύν καιρό. Στην αρχή παραξενευόμουν που είχε τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Αυτός αναστέναζε και δάκρυζα κρυφά. Αν έπινα και έδινα το ποτήρι μου πίσω στον Γανυμήδη, τότε γύρευε να πιει από το ίδιο και σαν το έπαιρνε στα χέρια του το φιλούσε».
.......... Ήταν λίγο πριν το μεσημέρι που σημειώθηκε το περιστατικό. Ο Κλέαρχος βρισκόταν σε μια μεγάλη αποθήκη σιτηρών μαζί με άλλους δυο συναδέλφους εργάτες και δούλευαν εντατικά. Ξεφόρτωναν σακιά με σιτηρά από ένα μεγάλο φορτηγό και τα στοίβαζαν στο εσωτερικό της αποθήκης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο σύζυγος καλοντυμένος μπήκε στην αποθήκη απαιτώντας από τον Κλέαρχο εξηγήσεις.
«Ξέρεις εσύ.» Του λέει.
«Και γιατί να ξέρω εγώ; Και τι ακριβώς είναι αυτό που πρέπει να ξέρω;»
«Ε, λοιπόν άκουσε.» Και του ζητά το λόγο γιατί παρενοχλεί την συμβία του..
Τον Κλέαρχο τον ενοχλούσε αυτή η συζήτηση! Έβλεπε ότι δεν έβγαζε άκρη με τα λόγια...
«Δεν έχω να δώσω τίποτα εξηγήσεις, και σε κανέναν.»
Θέλησε να δώσει τόπο στην οργή γιατί ήξερε το χαρακτήρα του.
«Λοιπόν άκου με καλά φίλε μου. Καλύτερα να μην πούμε τίποτα άλλο. Η Νεφέλη είναι γυναίκα σου. Καλά κάνει και είναι. Εμένα τι με νοιάζει;»
Δυστυχώς ο τύπος έμοιαζε να γυρεύει καυγά.
«Ξέρεις τι λέω εγώ;»
«Τι;»
«Αν μάθω ξανά πως την παρενοχλείς, θα σε........» του είπε χωριά να αποτελειώσει την απειλή του.
Του Κλέαρχου του φάνηκε περίεργο που του μιλούσαν έτσι. Εκεί στο χωριό του πριν μερικά χρόνια δεν θα τολμούσε κανείς να του πει έστω τα μισά. Μα σήμερα δεν είχε καμιά διάθεση ν’ αρπαχτεί. Αλλά ο τύπος επέμενε. Με ύφος ενοχλημένου κόκορα, μιλούσε µε μια άχρωμη, καμπανιστή φωνή και ζητούσε κάτι σαν καυγά επίμονα..
«Πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου έχεις.. Αυτό πάει πολύ! Άντε στο διάβολο!» τον διαολόστειλε ο Κλέαρχος.
«Πρόσεξε Κλέαρχε! Πρόσεξε καλά.»
«Λοιπόν ξέρεις τι λέω κι εγώ; Δεν είναι άνδρας όποιος φοβερίζει με απειλές.»
Το επεισόδιο έλαβε τέλος χάρη στην καταλυτική παρέμβαση των άλλων εργατών που επενέβησαν για να χωρίσουν τον καυγά πριν η κατάσταση ξεφύγει από κάθε έλεγχο...
Ο Κλέαρχος είναι κάτι που ποτέ του δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί δεν τον άρπαξε εκείνη τη στιγμή. Είναι αλήθεια πως ευέξαπτος δεν είναι αλλά τέτοιου είδους προσβολές δεν μπορείς να τις αφήσεις να περάσουν έτσι, δίχως να σου ανεβάσουν το αίμα στο κεφάλι, να σηκωθεί η τρίχα σου και να μην ορμίσεις.
Στο τέλος αυτού του εντόνου φραστικού επεισοδίου αναχωρώντας ο φίλος, ακούει τον Κλέαρχο ήρεμα και νηφάλια να του λέει. « Άκου φίλε μου! Εγώ πάντως έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Εσύ μάζεψε την κυρα σου. Αυτή είναι η συμβουλή μου...»
......... Η συνέχεια είναι όπως όλες οι συνέχειες που δεν καταλήγουν σε ρήξη. Κοιτάζοντας η Ιοκάστη τον Κλέαρχο μια χλομάδα πέρασε στο πρόσωπό της κι αυτός άνοιξε την αγκαλιά του σαν φτερά αετού και την ακούμπησε απαλά απαλά στο στέρνο του… και με μάτια που γυάλιζαν από ευγνωμοσύνη ο Κλέαρχος της έσφιξε τα χέρια της περνώντας τα δάχτυλά της μέσα στα δικά του. Ήταν τόση η σιγουριά και η δύναμη που του ενέπνεε η Ιοκάστη που ακόμη και μετά από χρόνια του άρεσε να κουλουριάζεται δίπλα της, ν' αναπνέει τ' άρωμα της και να της χαϊδεύει τα τόσο απαλά μάγουλα της. Σίγουρα σιγά σιγά όλα διορθώνονται οι ρήξεις, ο θυμός, ο πόνος, μόνο ο θάνατος δεν διορθώνεται!
Λίαν συντόμως οι νέοι γείτονες αθόρυβα και ταπεινά μετακόμισαν σε παρακείμενη γειτονιά...
Η Γειτονιά τους στο Αραπόρεμα!.....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου