ADS

click to open

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Ton Agapoyse Pragmatika! Ypotaktika!

....Ο Κλέαρχος τα πρώτα εκείνα χρόνια στη Λαμία είχε δυσανάλογα πολύ μικρή θα έλεγες συμμετοχή στα οικογενειακά βάρη της οικογένειας εν συγκρίσει με την Ιοκάστη. Δηλαδή πενιχρά ή τουλάχιστον όχι τα αναμενόμενα. Η Ιοκάστη ήταν η εργατική μέλισσα, που ακούραστη σαν το μυρμήγκι δουλεύει πολλές φορές σε δυο δουλειές και έχει αναλάβει τα βάρη και τις ευθύνες της οικογένειας. Η συνεισφορά της στην οικογένεια είναι σαν το τρεχούμενο νερό που γεννιέται από μια τρύπα στον βράχο, κατρακυλάει από το βουνό, και ποτίζει τον αγρό. 
«Αξίζει να μένει σ’ αυτό το γάμο;» Αναρωτιόταν ο Αλκιβιάδης έφηβος πλέον όταν εκνευριζόταν, με την παθητική στάση μητέρας του ακόμη και σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας. Ν’ αποδέχεται ότι αυτός είναι ο αρχηγός και μπορεί να συμπεριφέρεται και να πράττει όπως ο ίδιος επιθυμεί χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα. Να του συγχωρεί εύκολα τις μορφές βίας που της εξασκούσε στον πρώιμο έγγαμο βίο τους. Ακόμη και την αρχική της απόφαση να μπλέξει μαζί του δυσκολευόταν να την κατανοήσει. Τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει για σύντροφο σχεδόν οποιονδήποτε επιθυμούσε από τα χωριά του Ζάρακα, αυτή απλά σήκωσε το βλέμμα και διάλεξε τον Κλέαρχο. Αυτής της τόσο όμορφης και ενεργητικής γυναίκας στο μυαλό της είχε ριζώσει η πατροπαράδοτη ηθικοπλαστική θεωρία ότι η κοινωνία είναι πατριαρχική καθώς το κυρίαρχο φύλο είναι το αρσενικό και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα δεν είναι σχέσεις οι οποίες στηρίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και στην συντροφικότητα, αλλά είναι κατά βάση σχέσεις εξουσίας και υποταγής. Η Ιοκάστη αν και ισχυρή γυναίκα, είχε υποτάξει τον εαυτό της σεξουαλικά σε έναν κυριαρχικό άντρα. Αυτά σκεφτόταν ο Αλκιβιάδης και με μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας παραδέχεται ότι και ο Κλέαρχος πάρα τα σοβαρά ελαττώματα του χαρακτήρα του φαίνεται ότι για την Ιοκάστη είναι ένας πολύ ενδιαφέρον άνδρας. Ένας άνδρας υψηλής αξίας για εκείνη, και δεν υπάρχει ντροπή στο να υποτάσσεται, υπό την αιγίδα της «Αληθινής Αγάπης» ή της «Χημείας», και που αξίζει να μείνει σε αυτή τη σχέση! Ότι έκανε καλή επιλογή να ακολουθήσει αυτόν τον άνδρα! και ότι τελικά είναι καλά μαζί του!
Ο Αλκιβιάδης δεν γνωρίζει ακόμη και σήμερα αν σκεφτόταν λάθος αλλά από πάντα είχε την εντύπωση ότι η Ιοκάστη δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς τον Κλέαρχο. Είχε συνδέσει κάθε της βήμα στη ζωή της μαζί του. Είχε αποφασίσει να κάνει οικογένεια με αυτόν. Και εκείνη δεν θα τον απογοήτευε ποτέ. Τον αγαπούσε πραγματικά και υποτακτικά. Ποιος θα μπορούσε να το πει.
...Τις ημέρες εκείνες ο Κλέαρχος παίζοντας τον ρόλο του περιστασιακού εραστή, η Νεφέλη τον αναζητούσε όλο και πιο συχνά και ο Κλέαρχος άρχισε να δυσφορεί. Μέχρι το μοιραίο βράδυ.
Περασμένα μεσάνυχτα ο Αλκιβιάδης με τα αδέλφια του κοιμόταν βαθιά. Ξαπλωμένος στον μαλακό κρεβάτι, κολλητά στον τοίχο του παιδικού δωματίου τους, βυθισμένος στη λήθη. Στην ησυχία της νύχτας, ξαφνικά ακούστηκε ένας σαματάς πίσω από τον τοίχο. Σαν ξύπνησε, αφουγκράζεται κι ακούει την έξαλλη φωνή της Ιοκάστης. Η φωνή της είναι ραγισμένη, θυμωμένη, γεμάτη πόνο. Φωνή  που αντανακλά το πρόσωπο μιας γυναίκας βαθιά τραυματισμένης.
«Πουτάνα!  Δεν ντρέπεσαι μωρή ξεφτιλισμένη, τόσοι άντρες με τον άντρα μου βρήκες να!»
Από την χαμηλή ένταση στη φωνή του Κλέαρχου, καταλαβαίνει πως αυτή η κουβέντα έχει ξεκινήσει από νωρίτερα. Ο Κλέαρχος βγάζει έναν βαθύ τρεμουλιαστό αναστεναγμό σαν να παλεύει να περισώσει την κατάσταση.
Στην αρχή αναρωτήθηκε μισό-κοιμισμένος και μισό-νυσταγμένος, τι συμβαίνει μέχρι που κατάλαβε πως η μητέρα του ήταν αρκετά θυμωμένη.  Κατάλαβε και τους λόγους και πέρναγαν από το μυαλό του κάποιες εικόνες.
Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γνωρίζει πλήρως τις ιστορίες τους. Θα προσπαθήσει να μιλήσει γι' αυτές, όπως αποτυπώθηκαν στο δικό του μυαλό.
Πολύ σύντομα η Ιοκάστη πρέπει ν' άρχισε να υποψιάζεται. Άλλωστε τα σημάδια ήταν ολοφάνερα και η απάντηση μπροστά στα μάτια της, απλώς δυσκολευόταν να αντικρίσει την αλήθεια.
Ταυτόχρονα σίγουρα όλο και κάποιος «καλοθελητής» στον στενό φιλικό περίγυρο θα της ψιθύρισε.. να ξυπνήσει από το λήθαργο. Μέσα στη νύχτα της Νεφέλης ο ερωτικός οίστρος την αναστάτωνε και της προκαλούσε την αφύπνιση της σεξουαλικής της ορμής. Έχοντας υπολογίσει ότι η Ιοκάστη κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από τον κάματο της δουλειάς θα κοιμάται κάνει σήματα από τη μεσοτοιχία στον Κλέαρχο. Είναι ξαναμμένη, τον χρειάζεται.
Η Ιοκάστη δείχνει ότι κοιμάται αλλά δεν βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου απλά «πνίγεται» από επαναλαμβανόμενες σκέψεις και προσπαθεί να τις ελέγξει. Μπερδεμένη και αμήχανη να ελέγξει τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τη συμπεριφορά της, να θέσει υπό τον έλεγχό το μυαλό της. Ε ναι, δεν έπεσε κι απ' τα σύννεφα. Συχνά φθάνανε στ’ αυτιά της ψίθυροι πως η νέα γειτόνισσα του κουνούσε την ουρά της.
Πάλι του έριξε κι ένα δίκιο, χωρίς να του το πει. Πώς θα πάρει στα σοβαρά αυτή τη γυναίκα. Ήταν εμφανίσιμη μεν μα και λιγάκι σουρλουλού και γι’ αυτό οι άνδρες  την γλυκοκοίταζαν, παντρεμένοι και μη!. Ίσως όμως κι αυτή η γυναίκα να ‘χει τα δίκια της. Η στέρηση που βιώνει ότι της λείπει το σεξ να ‘ναι υπεύθυνη για τις πράξεις της. Με αυτά τα ερωτήματα στο μυαλό, βρήκε το θάρρος να κάνει κάτι που το ήθελε η καρδιά της. Να τον συγχωρήσει με τον δικό της τρόπο.
Ο Κλέαρχος της ρίχνει μια μάτια τη βλέπει ότι κοιμάται σηκώνεται αθόρυβα ξεπορτίζει. Η Ιοκάστη σαν αίλουρος σηκώνεται τον βλέπει που πηγαίνει αρχικά στην εξωτερική τουαλέτα. Σαν αστραπή κλίνει την πόρτα των παιδιών βγάζει το νυχτικό της, την κιλότα της και μένει μ’ ένα κοντό κομπινεζόν. Βγαίνει στην εξώπορτα και στήνεται κάτω από την κάσα της πόρτας με τα πόδια προκλητικά ανοιχτά μέσα στο σκοτάδι και το κρύο. Το φρέσκο αεράκι έχει κολλήσει το κομπινεζόν στο κορμί της.
Η Ιοκάστη ήταν στα ερωτικά σαν παιδί. Ήταν αθώα κι αυτή ήταν η γοητεία της. Λειτουργούσε με το ένστικτο. Δεν ήταν μια διανοούμενη, δεν ήξερε καν να διαβάζει. Δεν υποκρινόταν αλλά αντιδρούσε όταν χρειαζόταν. Και στα τριάντα δυο της χρόνια τότε ήταν μια καλλίπυγος καστανή και ερωτευμένη με τον άνδρα της γυναίκα.
Βγαίνοντας ο Κλέαρχος από την τουαλέτα, του έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι. Σίγουρα ποτέ του δεν θα ξεχάσει  την έκπληξη. Κατάλαβε.
«Δεν κοιμάσαι;» Τη ρωτάει.
«Προσπάθησα αλλά δεν το βλέπεις;  Ανησύχησα που σηκώθηκες. Όλα καλά;»
«Ννναιιι!!! Όλα καλά.»
«Έχεις να πεις κάτι; Σε ξέρω πολύ καλά.»
Σιωπή! Ο Κλέαρχος μένει αμίλητος περιμένοντας την αντίδραση της.
«Τι έπαθες και δεν μιλάς;» Τον ξαναρωτάει η Ιοκάστη και αυτός μπερδεύεται ακόμα περισσότερο.
Αρχίζει να ψελλίζει διάφορα 
«Ξέρεις....εγώ....» απαντάει ηλίθια μη ξέροντας τι να πει.
«Εσύ βέβαια.... μαζί δε μιλάμε;»
Δύσκολη ώρα και ο κόμπος στο λαιμό. Ένιωθε ότι τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Ζύγωσε κοντά της σιγά-σιγά, σαν να αποκάλυπτε ένα παράνομο μυστικό, ταραγμένος και στάθηκε απέναντί της. Κοιταχτήκανε, σαν να αναγνωρίζανε ο ένας στην όψη του άλλου για πρώτη φορά. Οι θολές αναλαμπές που μισοκαιγόταν στα μάτια της τώρα, άναψαν και γίνανε πυρκαγιά. Τον άρπαξε από το σβέρκο τον κόλλησε επάνω της και άρχισε να τον φιλάει παθιασμένα. Πρώτα άγγιξε τα δόντια του, μετά αισθάνθηκε το σάλιο του. Τον τράβηξε από το χέρι και ανήμπορος να αντιδράσει τον παρέσυρε σαν αιχμάλωτο στο κρεβάτι. Συμπεριφέρονται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε, σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα. Ξαναφιληθήκανε. Κι αυτή τη φορά το φιλί τους ήταν μακρόσυρτο και πεινασμένο και σκληρό κι οι μύες στην πλάτη της κινούνταν με έναν ζωώδη τρόπο. 
Το φιλί του τώρα ήταν μανιασμένο, συναρπαστικό και την έκανε να νιώσει μια δόση τρέλας ν' απλώνεται ανάμεσά τους σαν πυρακτωμένο σίδερο. Έψαξε και βρήκε το θηρίο του όρθιο, είχε φουσκώσει και σκληρύνει υπερβολικά. Ενθουσιάστηκε!  Ο κόλπος της ήταν πολύ υγρός και ανοιχτόχρωμος, ζεστός και φιλόξενος, αλλά κυρίως η κλειτορίδα της στεκόταν όρθια και σκληρή. Τον γέμισε φιλιά. Ήταν τόσο καυλωμένη που ήταν ένα πυροτέχνημα! αναστέναζε και βογκούσε. Πριν καλά καλά τον πάρει όλο μέσα της, ήρθε ο πρώτος της οργασμός. Αναστέναξε και βόγκηξε λες και ήταν μόνοι τους μέσα σε μια ερημιά και όχι στον κοιτώνα τους. Ο Κλέαρχος είχε μείνει άφωνος, γιατί σίγουρα ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Τη νιώθει πως είχε χάσει τον έλεγχο εντελώς. Μοιάζει με λέαινα που συμπεριφέρεται σαν αρσενικό λιοντάρι αν πρόκειται για την κυριαρχία της. .
Εδώ είναι το κρεσέντο και οι φωνές της Ιοκάστης που τον ξύπνησαν τον Αλκιβιάδη. Επάνω στην κορύφωση ξεσπάει. Η φωνή της είχε αλλάξει, λες και είχε σκληρύνει, έμοιαζε πολύ αποφασιστική.
«Αρκετά ως εδώ πουτάνα!  Απ' αύριο ετοίμασε τα μπογαλάκια σου και ψάξε να βρεις αλλού σπίτι. Μη σε ξαναδώ μπροστά μου! Θα σε ξεσκίσω»….
Και όταν η Ιοκάστη λέει κάτι το εννοεί, έτσι γεροδεμένη από φυσικού της.
Του Κλέαρχου του φαίνεται σαν ψέμα αλλά ταυτόχρονα τον ανακούφιζε αυτή η έκρηξη της Ιοκάστης και την ευγνωμονούσε μ' όλη του την καρδιά. Της φίλησε τα χέρια δεν τολμούσε να την φιλήσει στο πρόσωπο....
Ήξερες;
Ναι. Μην συνεχίζεις.
Έψαξε μέσα στα μάτια του, όπως το έκανε παλιά, όταν τον ήθελε....
Τότε είναι που ο Κλέαρχος λες και δεν είχε συμβεί τίποτα τη φίλησε με θέρμη, με δύναμη, με μια αγάπη και ένα σεβασμό. Και πολλή, πολλή ώρα, τόσο, που όταν απομάκρυνε τα χείλη του απ' τα δικά της, η πιο αγνή τρυφερότητα είχε έρθει να φωλιάσει μέσα του. Η Ιοκάστη σηκώνεται ανοίγει με προσοχή την πόρτα του δωματίου των παιδιών τους. Σιγουρεύεται ότι κοιμούνται.  Την ξανακλείνει χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα στην αγκαλιά και πάλι του Κλέαρχου.
Την αμέσως επόμενη ημέρα επέστρεψε ο σύζυγος της Νεφέλης. Εσπευσμένως;
Μαλλιά κουβάρια έγιναν  o «φίλος» με τον Κλέαρχο.
Η Νεφέλη, του παραπονέθηκε πως ο Κλέαρχος την παρενοχλούσε.
........ Στις μέρες μας ακούμε συχνά για παρενόχληση και πολλοί νομίζουν ότι το φαινόμενο αυτό είναι πρόσφατο. Η ελληνική μυθολογία, όμως, μας μεταφέρει πολύ πίσω, ίσως στη μυκηναϊκή εποχή, με πρωταγωνιστή τον Λαπίθη Ιξίωνα, βασιλιά της Λάρισας.
Σύμφωνα με τον μύθο, είναι ο πρώτος άνθρωπος που διέπραξε φόνο σε συγγενή του. Για το έγκλημά του αυτό δεν δεχόταν να τον εξαγνίσει κανείς. Μόνο ο ύπατος των θεών, ο Δίας, αποφάσισε να τον εξαγνίσει. Τον έφερε στον Όλυμπο και τον έκανε ομοτράπεζο του. Αυτός, όμως, αντί να ευγνωμονεί τον Δία, άρχισε να παρενοχλεί την Ήρα, τη γυναίκα του ευεργέτη του.
Μιλώντας στον Δία, η Ήρα λέει: «Μου ρίχνεται εδώ και πολύν καιρό. Στην αρχή παραξενευόμουν που είχε τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Αυτός αναστέναζε και δάκρυζα κρυφά. Αν έπινα και έδινα το ποτήρι μου πίσω στον Γανυμήδη, τότε γύρευε να πιει από το ίδιο και σαν το έπαιρνε στα χέρια του το φιλούσε».
.......... Ήταν λίγο πριν το μεσημέρι που σημειώθηκε το περιστατικό. Ο Κλέαρχος βρισκόταν σε μια μεγάλη αποθήκη σιτηρών μαζί με άλλους δυο συναδέλφους εργάτες και δούλευαν εντατικά. Ξεφόρτωναν σακιά με σιτηρά από ένα μεγάλο φορτηγό και τα στοίβαζαν στο εσωτερικό της αποθήκης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο σύζυγος καλοντυμένος μπήκε στην αποθήκη απαιτώντας από τον Κλέαρχο εξηγήσεις.
«Ξέρεις εσύ.» Του λέει.
«Και γιατί να ξέρω εγώ; Και τι ακριβώς είναι αυτό που πρέπει να ξέρω;»
«Ε, λοιπόν άκουσε.» Και του ζητά το λόγο γιατί παρενοχλεί την συμβία του..
Τον Κλέαρχο τον ενοχλούσε αυτή η συζήτηση! Έβλεπε ότι δεν έβγαζε άκρη με τα λόγια...
«Δεν έχω να δώσω τίποτα εξηγήσεις, και σε κανέναν.»
Θέλησε να δώσει τόπο στην οργή γιατί ήξερε το χαρακτήρα του.
«Λοιπόν άκου με καλά φίλε μου. Καλύτερα να μην πούμε τίποτα άλλο. Η Νεφέλη είναι γυναίκα σου. Καλά κάνει και είναι. Εμένα τι με νοιάζει;»
Δυστυχώς ο τύπος έμοιαζε να γυρεύει καυγά.
«Ξέρεις τι λέω εγώ;»
«Τι;»
«Αν μάθω ξανά πως την παρενοχλείς, θα σε........» του είπε χωριά να αποτελειώσει την απειλή του.
Του Κλέαρχου του φάνηκε περίεργο που του μιλούσαν έτσι. Εκεί στο χωριό του πριν μερικά χρόνια δεν θα τολμούσε κανείς να του πει έστω τα μισά. Μα σήμερα δεν είχε καμιά διάθεση ν’ αρπαχτεί. Αλλά ο τύπος επέμενε. Με ύφος ενοχλημένου κόκορα, μιλούσε µε μια άχρωμη, καμπανιστή φωνή και ζητούσε κάτι σαν καυγά επίμονα.. 
«Πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου έχεις.. Αυτό πάει πολύ! Άντε στο διάβολο!» τον διαολόστειλε ο Κλέαρχος.
«Πρόσεξε Κλέαρχε! Πρόσεξε καλά.»
«Λοιπόν ξέρεις τι λέω κι εγώ; Δεν είναι άνδρας όποιος φοβερίζει με απειλές.»
Το επεισόδιο έλαβε τέλος χάρη στην καταλυτική παρέμβαση των άλλων εργατών που επενέβησαν για να χωρίσουν τον καυγά πριν η κατάσταση ξεφύγει από κάθε έλεγχο...
Ο Κλέαρχος είναι κάτι που ποτέ του δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί δεν τον άρπαξε εκείνη τη στιγμή. Είναι αλήθεια πως ευέξαπτος δεν είναι αλλά τέτοιου είδους προσβολές δεν μπορείς να τις αφήσεις να περάσουν έτσι, δίχως να σου ανεβάσουν το αίμα στο κεφάλι, να σηκωθεί η τρίχα σου και να μην ορμίσεις.
Στο τέλος αυτού του εντόνου φραστικού επεισοδίου αναχωρώντας ο φίλος, ακούει τον Κλέαρχο ήρεμα και νηφάλια να του λέει. « Άκου φίλε μου! Εγώ πάντως έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Εσύ μάζεψε την κυρα σου. Αυτή είναι η συμβουλή μου...»
......... Η συνέχεια είναι όπως όλες οι συνέχειες που δεν καταλήγουν σε ρήξη. Κοιτάζοντας η Ιοκάστη τον Κλέαρχο μια χλομάδα πέρασε στο πρόσωπό της κι αυτός άνοιξε την αγκαλιά του σαν φτερά αετού και την ακούμπησε απαλά απαλά στο στέρνο του… και με μάτια που γυάλιζαν από ευγνωμοσύνη ο Κλέαρχος της έσφιξε τα χέρια της περνώντας τα δάχτυλά της μέσα στα δικά του. Ήταν τόση η σιγουριά και η δύναμη που του ενέπνεε η Ιοκάστη που ακόμη και μετά από χρόνια του άρεσε να κουλουριάζεται δίπλα της, ν' αναπνέει τ' άρωμα της και να της χαϊδεύει τα τόσο απαλά μάγουλα της. Σίγουρα σιγά σιγά όλα διορθώνονται οι ρήξεις, ο θυμός, ο πόνος, μόνο ο θάνατος δεν διορθώνεται!
Λίαν συντόμως οι νέοι γείτονες αθόρυβα και ταπεινά μετακόμισαν σε παρακείμενη γειτονιά...

Click to Open
Η Γειτονιά τους στο Αραπόρεμα!
.....

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ta Prota Chronia Sto "Araporema"

....Έχουν περάσει πλέον δύο ολόκληρα χρόνια από τότε που η οικογένεια του Αλκιβιάδη αποφάσισε να μετοικήσει στο νέο τόπο διαμονής της στη πόλη της Λαμίας. Ζούσαν σε μια λαϊκή φτωχογειτονιά, το «Άραπόρεμα,» κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν οι συνθήκες διαμονής τους εκεί. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια μέσα από πολλές μεταπτώσεις να βρουν τον βηματισμό τους και την προσαρμογή τους στις δύσκολες νέες συνθήκες στα νέα δεδομένα.
«Υπάρχουν μερικά πρόσωπα που σημαδεύουν την ύπαρξή σου, που αυξάνουν την αγωνιστικότητά σου, που αποτελούν πρότυπα. Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους που με το παράδειγμά τους σιωπηλά χωρίς επίδειξη, χαράσσουν πορεία για τη ζωή τους επηρεάζοντας και τη δική σου ζωή.»
Ένα τέτοιο πρόσωπο υπήρξε η μητέρα τους η Ιοκάστη που ως πραγματικός μαχητής της ζωής με μεγάλη δύναμη ψυχής αναζητά με κάθε τρόπο από τον Κλέαρχο να βρουν ένα κοινό βηματισμό και πυξίδα προκειμένου να έχει επιτυχία αυτή η προσαρμογή στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της οικογένειας τους. Τι να πει κανείς γι' αυτή τη γυναίκα, μια μαχητής η οποία δίδαξε θάρρος, και έδωσε αγάπη στα παιδιά της. Ένας μαχητής της καθημερινής ζωής που παρέδωσε μαθήματα δύναμης και δεν το έβαζε κάτω παρά τις όποιες δυσκολίες και που ποτέ της δεν παραπονέθηκε. Γυναίκα «λέαινα» που ριχνόταν στη μάχη, διεκδικώντας για τα παιδιά τους αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Ένας φάρος για τα παιδιά της που τόσο πολύ την αγάπησαν.
Η Ιοκάστη μια  ηρωίδα εργαζόμενη μητέρα ήταν το κέντρο της ζωής τους, μια γυναίκα δυναμική, έξυπνη, γενναία, σκληρή, εργατική, ακούραστη....
Χαλκέντερη, είχε ανάστημα.. Λένε «Το ύψος του ανθρώπου ξεκινά από τα πόδια και φτάνει μέχρι το κεφάλι. Απ’ εκεί και πάνω, ξεκινάει το ανάστημα». Το ανάστημα της Ιοκάστης ήταν πιο ψηλό από το μπόι της. Μέσα από την εργατικότητα και τις πράξεις της εισέπραττε την αναγνώριση και την αποδοχή.
Δυστυχώς ωριμάζοντας οι συνθήκες τα δείγματα του Κλέαρχου δεν έχουν να κάνουν με πολύ μεγάλη προσπάθεια ... τουναντίον αυτή την επίπονη διαδικασία την υπονομεύει συχνά με την αδράνεια του. Ακόμη και όταν οι πρώτες αχτίδες μιας νέας ανατολής αρκετά ενδιαφέρουσας για την οικογένεια έχουν ήδη φανεί δεν είναι αρκούντως παρών σ’ αυτή τη δύσκολη προσπάθεια.!
Ο Κλέαρχος από τα πρώτα χρόνια στη μεγάλη πόλη έδειξε δείγματα λειτουργικής αντιφατικότητας. Αποζητούσε να είναι φίλος με όλους  δεν ανεχόταν τη μικρότητα, ή την κακία και την ατιμία…. είχε εγωισμό και εκεί που είχε ενδιαφέροντα ήταν τολμηρός και δραστήριος. Ταυτόχρονα δεν ήταν αρκούντως ευσυνείδητος και αφοσιωμένος στην οικογένεια του. Εν κατακλείδι, σκιά ήταν τα ελαττώματα του που δεν ήταν δυνατό να εξαλειφθούν. Δεν ήταν αυτό που ορίζουμε φιλόπονος. Δηλαδή δεν ήταν λάτρης της σκληρής δουλειάς. Δεν ήταν αρκούντως εργατικός..
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ακαμάτηδες στο καφενείο στο χωριό του έλεγαν.  «Αν ήταν η δουλειά καλό θα δούλευε κι ο δεσπότης.»
Επιπλέον του άρεσε ο γυναικείος ποδόγυρος. Σε ποιον δεν αρέσει άλλωστε; Το μάτι του έπεφτε σε κάθε γυναικείο ποδόγυρο λες και ήταν πεινασμένος. Λες και είχε να δει γυναίκα από την εποχή που η μάνα του τον βύζαινε.
Εργάζεται περιστασιακά φορτοεκφορτωτής και σε όποιον τον ρωτά με τι ασχολείται, απαντά τόσο γενικόλογα όπως θα έκανε οποιοσδήποτε τη βγάζει με δουλειές του ποδαριού και θέλει να το κρύψει.
Τα πρώτα τους χρόνια έμειναν σ’ μια περιοχή από τις παλαιότερες και φτωχότερες γειτονιές της Λαμίας που βρίσκεται σε μια ρεματιά γεμάτη ανηφόρες, καθώς χαρακτηριστικά ήταν τα σκαλοπάτια που υπήρχαν για να προσεγγίζουν οι κάτοικοι τα σπίτια τους.. Οι περισσότεροι που κατοικούσαν στην γειτονιά αποτελούσαν φθηνό εργατικό δυναμικό που πήγαιναν στη δουλειά τους με τα πόδια, δεν είχε λεωφορείο η γειτονιά και οι πιο πολλοί ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Τούτη η πινακοθήκη ανθρώπων και χαρακτήρων εκπροσωπούσε την αληθινή ζωή της συνοικίας και καταλαβαίνουμε την τεράστια δυσκολία να είσαι φτωχός, όπως η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, που ζούσε εκεί.
Φτωχικά σπίτια κατά μήκος του ρέματος, τα περισσότερα αν όχι όλα χτισμένα με λάσπη και τούβλα και µε θέα στο ρέμα. Μια γειτονιά με αναμνήσεις αλλοτινών εποχών, που παιδιά έπαιζαν ανέμελα κρυφτό, κυνηγητό, ανεβοκατέβαιναν τα σκαλάκια, με τις φωνές τους να αντηχούν στα γύρω στενά και οι μανάδες να μαζεύονται στα πεζούλια για κουβέντα μετά τη λάτρα του σπιτιού. Χαμηλά σπίτια, με μια τουαλέτα στον εξωτερικό χώρο. Αρκετά μεγάλες οι αυλές τότες, πλακοστρωμένες ή όχι, ήτανε καθεμιά κι ένας παράδεισος. Περιβολάκια και παρτέρια ολόγυρα με λογής-λογής λουλούδια, από γιασεμί και σκυλάκια, μέχρι χρυσάνθεμα, μέχρι γαζίες και ξέχωρα αυτά που είναι φυτεμένα στις γλάστρες. Η ύδρευση ήταν ένα από τα βασικότερα προβλήματα. Τα χρόνια εκείνα οι κάτοικοι της γειτονιάς έπαιρναν το νερό από μια δημοτική  βρύση, από όπου το μετέφεραν με δοχεία. Ο ευπρεπισμός των σπιτιών και η φροντίδα της αυλής ήταν βασικό μέλημα των κατοίκων του φτωχού συνοικισμού. Στα πλινθόκτιστα σπίτια ζούσε ένας ολόκληρος κόσμος με μεγάλες στερήσεις, αναζητώντας συνεχώς τρόπους να ομορφαίνει την δύσκολη καθημερινότητά του. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, βοηθούσαν ο ένας τον άλλο στις δυσκολίες και τις γιορτές έστηναν γλέντια στις αυλές. Η δύσκολη πρόσβαση λόγω της μορφολογίας του εδάφους με τις ανηφόρες και τις κατηφόρες δεν ενοχλούσε κανέναν.
Το σπίτι παλιό στενόμακρο με τεράστιο κήπο, Μπροστά από την πόρτα της κύριας κατοικίας υπήρχε μια μεγάλη κληματαριά, για να τους προστατεύει από τον ήλιο και τη βροχή ανάλογα µε την εποχή. Λίγο πέρα από την κύρια κατοικία, υπήρχε κήπος µε τριανταφυλλιές, γαριφαλιές, ντάλιες, ζουμπούλια, γιασεμιά, κυκλάμινα και πανσέδες και  πολλά δένδρα. Ένας καταπράσινος κήπος περιφραγμένος με λυγαριές, σκίνα και βάτα. Ακριβώς δίπλα στον χωμάτινο κακοτράχαλο δρόμο αμέσως μετά τη κοίτη του ρέματος όπου τα νερά του απ' άκρη σ' άκρη, στέρευαν το καλοκαίρι.
Οι χειμωνιάτικες λίμνες που στα παιδικά του μάτια έμοιαζαν τεράστιες, μεταμορφώνονται σε γούρνες χάνοντας το πολύ νερό τους και ο ποταμός αυτό το θηρίο του χειμώνα γίνεται ένα καχεκτικό ρυάκι τα καλοκαίρια. Η οικογένεια μένει σε δυο συνεχόμενα ισόγεια δωμάτια. Ένα οι γονείς και το άλλο τα παιδιά. Το υπόλοιπο σπίτι έχει ακόμη δυο συνεχόμενα στη σειρά ισόγεια δωμάτια με τζάκι όπου έμεναν οι ιδιοκτήτες. Τους χωρίζει μια απλή μεσοτοιχία. Η κουζίνα και  τουαλέτα είναι εξωτερικές και κοινές. Στον κήπο υπάρχουν δυο ακόμη κτίσματα που χρησιμεύουν για αποθήκες. Ανατολικά στο σύνορο του κήπου υπάρχει μια μικρή οικία πρόσφατα ανακαινισμένη. Η ιδιοκτήτης  μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας είχε αποβιώσει πρόσφατα και οι κληρονόμοι ευρισκόμενοι στην Αμερική είχαν παραχωρήσει την διαχείριση στους γείτονες τους που συγχώνευσαν τις αυλές και την μικρή οικία την έχουν ενοικιάσει σε μια έφηβη σπουδάστρια.
Μόλις είχε περάσει ένας χρόνος από την μετακόμιση της οικογένειας στο οίκημα και οι ιδιοκτήτες της οικίας αναχώρησαν στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση και ταυτόχρονα  ενοικίασαν τα δωμάτια τους σ’ ένα ζευγάρι λίγο μεγαλύτεροι από στην ηλικία των γονιών του που ήρθαν στη Λαμία από τα μέρη της Θεσσαλίας. Όταν τους πρωτοείδε, με το πλάι του ματιού του ο Αλκιβιάδης τους έκανε τριανταπεντάρηδες την εποχή εκείνη που αντάλλαξαν γνωριμία με τους γονείς του μέσα από τα ευχάριστα και πλατιά χαμόγελα τους. Ο άνδρας ψηλός, λιγνός, καλοντυμένος κι ευγενής, ήταν όμως στεγνός με λευκή επιδερμίδα και ξανθά μαλλιά. Φορούσε καινούργια ρούχα, το κοστούμι του, από φτηνό γκρίζο ύφασμα, ήταν τόσο καινούργιο, πού διατηρούσε ακόμα την τσάκιση του πανταλονιού και το σακάκι του ερχόταν πολύ φαρδύ. Ο Αλκιβιαδης τον θυμάται ότι συνήθως φορούσε γυαλιά ηλίου, εκινείτο νωχελικά και τόσο αργά που έδειχνε ανίκανος να κάνει οτιδήποτε βιαστικά. Τον φαντάστηκε να καίγεται το σπίτι του και αυτός να κινείται με την ταχύτητα που μεγαλώνει το γρασίδι, για να το σώσει. Η γυναίκα αντιθέτως ήταν μια μπριόζα και, πληθωρική γυναίκα με πλούσιες καμπύλες και μπούστο, κέρδιζε πάντα τις εντυπώσεις. Μια αυθόρμητη παρουσία που με τα πλούσια προσόντα της άφησε κάγκελο τον Κλέαρχο, ο οποίος παριστάνοντας τον αδιάφορο και ντροπαλό στους γύρω του, την κοίταξε με όση λαγνεία χωρούσε το βλέμμα του. 
Εκείνη δεν φάνηκε να ενοχλείται, απεναντίας το λάγνο βλέμμα του Κλέαρχου δεν την άφησε εντελώς ανεπηρέαστη. Τον κοίταξε μ' ένα γυναικείο νάζι και ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Η πληθωρική γυναίκα γνωρίζει πολύ καλά πως να ανάβει φωτιές και να ανεβάζει τη θερμοκρασία στα ύψη με το πληθωρικό κορμί και τα πλούσια προσόντα της και να κερδίζει την εκτίμηση του αρσενικού πληθυσμού.
Ο Κλέαρχος από εκείνη την ημέρα την είχε μέσα στο μυαλό του συνέχεια και δεν μπορούσε να την βγάλει. Ένιωθε κάτι μέσα του να φτερουγίζει. Ένα πρωτόγνωρο ηδονικό αναρρίγισμα διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Εκείνη ήξερε ότι του άρεσε. Κάθε φορά που την συναντούσε η φωνή του λιγώνονταν και όλο του το παρουσιαστικό άλλαζε όψη. Προσπαθούσε να δείχνει ευγενικός και εξυπηρετικός μα καταλάβαινε την έξαψη του, τον ήξερε καλά. Ήξερε ότι έριχνε κλεφτές ματιές στο στήθος της, ακόμη πιο κλεφτές ματιές στον πισινό της και πως από το πρόσωπο επικεντρώνοταν με ηδονική λαχτάρα, στα χείλη της.. Του έριχνε ικανοποιημένη, χαμόγελα όλο υπονοούμενα γνωρίζοντας καλά τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του και τα λαγγεμένα μάτια της μαρτυρούσαν και την δική της ηδονή.
Ο Κλέαρχος αυτά έβλεπε και ηδονικές ανατριχίλες δονούσαν το κορμί του. Την φανταζόταν σαν ερωμένη του που τον ερέθιζε περισσότερο από την τρυφερότητα και τους ήσυχους, δακρύβρεχτους οργασμούς της Ιοκάστης του.
Ο Αλκιβιάδης το θυμάται που ένα βράδυ του φθινοπώρου τους χαιρέτησε ο σύζυγός γιατί αναχωρούσε. Θα επέστρεφε στη Θεσσαλία όπου είχε κάποιες οικογενειακές υποθέσεις να τελειώσει, πήρε άδεια από την νέα του εργασία και θα έλειπε ίσως δυο με τρεις εβδομάδες. Και κάπου εκεί άνοιξε η συζήτηση για το αν θα μπορούσαν οι γονείς του μέχρι να επιστρέψει να νοιάζονται και να προσέχουν την σύζυγο του και αν χρειαστεί κάποια βοήθεια να της συμπαρασταθούν.
Μεγάλο λάθος του.
Η Νεφέλη. Είναι το όνομα της. Τα μάτια του Κλέαρχου ήταν αυτά που τη χάιδευαν, τόσο τολμηρά. Το απολάμβανε να τον βλέπει να ανάβει να κοκκινίζει και να ζορίζεται, ξέροντας ότι έφτανε να κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι για να τον έχει δικό της όποτε ήθελε.
Στην ουσία αγαπούσε τον άνδρα της. Είναι παντρεμένη με ένα καλό άνθρωπο αλλά δυστυχώς η τύχη τους έφερε να είναι φτωχοί. Οι δυσκολίες πολύ μεγάλες ο σύζυγος λείπει τακτικά στις δουλειές του και αυτή έχοντας καταλάβει πως κάτι της έλειπε σεξουαλικά, θα ήταν το ιδανικό να κερατώσει τον σύζυγό της απλώς με κάποιον καλύτερό στο κρεβάτι. Θύμα, ο Κλέαρχος στο μυαλό της. Υποτίθεται ότι θα τη βοηθούσε να σώσει τον γάμο της. Τη βόλευε να τον έχει. Ο Κλέαρχος ήταν γι' αυτήν κάτι σαν δίχτυ ασφαλείας ή κάτι που το συντηρείς, όχι για καθημερινή χρήση, αλλά για να το έχεις πρόχειρο όταν το χρειαστείς.
Μια σειρά από σαθρά τούβλα χωρίζει τις κρεβατοκάμαρες τους και δεν χρειάζεται να ψάχνουν για ερωτική φωλιά φτάνει να απουσιάζουν τα έτερα τους ήμισυ. Ούτε ο Κλέαρχος αντιστάθηκε στον πειρασμό, ακριβώς λόγω της νέας φιλίας τους. Δεν είχε αντιστάσεις να τη φέρει πισώπλατα στην Ιοκάστη, αλλά και στον καινούργιο του φίλο. Δεν είχε κανένα πρόβλημα, και φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία να πέσει στο ερωτικό κρεβάτι με τη νέα γειτόνισσα κι όπως ήτανε φυσικό, καθόλου δεν δίστασε να ταράξει τα νερά της σεμνότυφης και συντηρητικής εποχής του, στη φτωχική συνοικία. 
Ήταν ένα φθινοπωρινό σκηνικό του καιρού.  Ηλιοφάνεια με λίγες νεφώσεις. Στο σχολείο του Αλκιβιάδη έγινε απολύμανση από την υγειονομική υπηρεσία σχολικών κτηρίων και έδιωξαν τους μαθητές πολύ ενωρίς. Η Ιοκάστη είναι στη δουλειά, ο Κλέαρχος εάν δεν έχει βρει μεροκάματο σίγουρα, σκέπτεται ο Αλκιβιάδης θα ‘ναι στο καφενείο να παίζει χαρτιά. Τα μικρά αδέλφια του συνήθως είναι στη θεία τους που είναι άνεργη αυτή την εποχή.
Ο Αλκιβιάδης φθάνοντας στην είσοδο της αυλής  βλέπει τρία κοριτσόπουλα, ασάλευτα-αμίλητα να στέκονται στριμωγμένες πίσω από τις γρίλιες στο κλειστό παράθυρο του σπιτιού που μένει η Νεφέλη και να έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον και την προσοχή τους στα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του δωματίου. Είναι η  δωδεκάχρονη εξαδέλφη του η Μερόπη, η εντεκάχρονη Ιόλη από την απάνω γειτονιά και η δεκάχρονη Μυρσίνη, γειτονόπουλα που μένει τρία σπίτια παρακάτω στην όχθη του ρέματος. Ταυτόχρονα, έριχναν κλεφτές ματιές γύρω τους μην τύχει και φανεί κάποιος  απρόοπτος επισκέπτης. Ο τεράστιος κήπος γύρω τους τις προφυλάσσει από τα αδιάκριτα  βλέμματα των γειτόνων και από τυχαίους περαστικούς στο χωματόδρομο.
Με τα κεφάλια σκυφτά στήνουν τ' αυτί, αφουγκράζονται με έξαψη και ενδιαφέρον τη γλυκιά ευωδιά της ερωτικής διέγερσης που σαν αχτίνα ξεπηδά μέσα από τις χαραμάδες στις γρίλιες του παραθύρου. Το ηδονικό σμίξιμο δυο σωμάτων. Ανυπόμονα και σε απόλυτη σιωπή, περιμέναν τη συνεχεια της ερωτικης πραξης που διαδραματιζοταν εντος του δωματίου. Τα κοριτσόπουλα παρακολουθούν τον έρωτα που είναι χωμένος στο πετσί του ανθρώπου, υποδόρια, εσώψυχα. Προίκα του για να ’χει ο άνθρωπος μαγιά να αναπλάθεται.
Πρώτη τον είδε η ξαδέλφη του. Τινάχτηκε σαν να την χτύπησε ρεύμα. Κάτι ψιθύρισε στα αλλά κορίτσια.  «Σςςςςς»... έβαλε το δάχτυλο της μπροστά στα χείλη της. Του ζητούσε να μην μιλήσει.
Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε πίσω του μιας και ήταν σίγουρος πως ήταν μονάχος του. Απορημένος δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει.
Ξαφνικά η Μερόπη πετιέται όρθια, επικρατεί μια μικρή αναστάτωση, τράβηξε τις φίλες της από τα χέρια και του έκανε νόημα να τις ακολουθήσει χωρίς θόρυβο και όλοι μαζί να πιλαλούν αλαφιασμένοι  να κρυφτούν στην αποθήκη, εκεί στην άκρη του μεγάλου κήπου.
........ Στο εσωτερικό του δωματίου εδώ και ώρες ο Κλέαρχος έχει πέσει με τα μούτρα ανάμεσα στα σκέλια της Νεφέλης. Οι ερωτικές φωνές της καλύπτονται από τον ήχο του γραμμοφώνου που έπαιζε το «Diana» του Paul Anka.
Λίγο αργότερα η Νεφέλη, διαπίστωνε πως ο Κλέαρχος ήταν όντως εξαιρετικά προικισμένος από τη φύση. Ακριβώς την ίδια διαπίστωση προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν και τα κοριτσόπουλα κρυφά μέσα απ΄τις γρίλιες του παραθύρου στο δωμάτιό. Προσπαθούν να δουν αυτό που ακούν με τα δικά τους μάτια, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν. Οι γρίλιες επιτρέπουν να περνάει το φως αλλά είναι αδιαπέραστες στο βλέμμα τους.
Το κεφάλι της Νεφέλης ανεβοκατέβαινε πάνω στο προικισμένο πέος του Κλέαρχου.
«Τι 'ναι αυτό, αντράκλα μου, αυτό είναι η πηγή με το αθάνατο νερό» του είπε εντυπωσιασμένη από την ποσότητα και την ορμή του σπέρματος του και έσκυψε ξανά πάνω στην πηγή, για να κατακτήσει την αθανασία.
Αφού ξεδίψασε, ανακάθισε στο κρεβάτι, έφτιαξε τα μαλλιά της, διόρθωσε το μπούστο της, άναψε δυο τσιγάρα και του πρόσφερε το ένα. Καρέλια κασετίνα τα τσιγάρα.
Ο Κλέαρχος δέχτηκε να πάει στο κρεβάτι της Νεφέλης το πρωινό, αφού πρώτα τον διαβεβαίωσε πως ο άντρας της και δεν θα επέστρεφε πριν από τον επόμενο μήνα. Και η Ιοκάστη έφυγε πρωί-πρωί στη δουλειά στο καμίνι. Η Ιοκάστη για να τους θρέψει και να  τους μεγαλώσει. Τα παιδιά της. Δουλεύει σκληρά τα πρώτα χρόνια  σ' ένα εργοστάσιο παραγωγής κεραμοποιίας, σε σκληρές συνθήκες εργασίας ακόμη και για τους άνδρες.
Η Νεφέλη φρόντισε ακόμα να ενημερώσει τον Κλέαρχο πως ο σύζυγός της είχε πρόβλημα και ανικανότητα να διατηρήσει μια στύση που να είναι αρκετή και ικανοποιητική για την σεξουαλική επαφή τους. Έτσι λοιπόν θεωρεί να είναι κατανοητό πώς αναζητεί τρόπους για να ημερέψει τις ατίθασες σεξουαλικές ορμές της.Για την ακρίβεια, του είπε. «Είμαι σίγουρη πως στους φίλους του θα έχει υπερηφανευτεί πολλές φορές ότι μου πετάει τα μάτια έξω. Πως με πηδάει πρωί και βράδυ και ας έχει να με πηδήξει κάτι μήνες.  Ειλικρινά δεν ενθυμούμε πότε του σηκώθηκε για τελευταία φορά.».
Από την άλλη ο Κλέαρχος σκοπεύει να της αποδείξει πως είναι ακμαίος, ντούρος και βαρβάτος, χαρίζοντας της μια πρωτόγνωρη σεξουαλική εμπειρία.
Τα δωμάτιο είναι άνω κάτω. Οι δυο εραστές κυνηγιούνται παρασύροντας στο πέρασμά τους έπιπλα και αντικείμενα. Η σεξουαλική επιθυμία της Νεφέλης δεν προβληματίζει τον Κλέαρχο που είναι ένας ερωτικά ακούραστος επιβήτορας. Πού και πού σταματούν για λίγο τις ερωτικές περιπτύξεις για να βάλουν ξανά από την αρχή στο πικ απ τον δίσκο του Paul Anka που καλύπτει τους ερωτικούς τους στεναγμούς.
«Πού έμαθες να τα κάνεις όλα αυτά γαμιά μου;» Του λέει κάθε λίγο και λιγάκι η Νεφέλη.
Την ώρα που η Νεφέλη λέει... «είσαι θεός γαμιά μου, θεός!!» και αυτός μπαίνει για μια ακόμα φορά μέσα της φωνάζοντας. «Τι καύλα είσαι εσύ!!», ο Κλέαρχος συνειδητοποιεί πως ίσως έχουν κι άλλη παρέα εκτός από τον Paul Anka. Κάτι σκιές του φάνηκαν σαν τρεμούλιασμα  στο παράθυρο...
Σηκώθηκε πήγε στο παράθυρο το άνοιξε αμυδρά, κοίταξε ερευνητικά έξω για μερικά δευτερόλεπτα με το ένα μάτι πίσω από τις γρίλιες των κλειστών παραθυρόφυλλων... Κοιτάζοντας είδε την αχνή φιγούρα, όπως σχηματιζόταν μέσα από το κλειστό παράθυρο σηκώνοντας τα φρύδια του. Ακριβώς απέναντι στεκόταν η νεαρή ψηλή μελαχρινή κοπέλα, σπουδάστρια. Στεκόταν μπροστά στην είσοδο που οδηγούσε στη μικρή κάμαρα της, μόλις αφιχθείσα στην αυλή, την ώρα που τα κοριτσόπουλα και ο Αλκιβιάδης πιλαλούσαν από το παράθυρο να κρυφτούν στην αποθήκη. Η νεαρή κοπέλα κοίταζε ερευνητικά με τα μάτια γεμάτα καχυποψία προς το μέρος του παραθύρου ψάχνοντας την αιτία που θα μπορούσε να λύσει τις απορίες και τα ερωτηματικά που είχαν γεννηθεί μέσα της γιατί τα παιδιά αλαφιασμένα τρέξανε να κρυφτούνε. Ίσως να αναρωτιέται ποια είναι η σκανταλιά που έχουν κάνει και έτρεξαν πανικόβλητα..
Ο Κλέαρχος έμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτικός χαζεύοντας με τη μορφή της όμορφης νεαρής κοπέλας στη συνέχεια αποφάσισε να χειριστεί την κατάσταση επιθετικά. Άνοιξε ελάχιστα το παραθυρόφυλλο κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Την κοίταξε έντονα κι επίμονα και κι εκεί οι ματιές τους κόλλησαν θαρρείς και μαγνητίστηκαν. Ένα ανεξήγητο συναίσθημα με μια ματιά χωρίς λέξεις νιώθουν σ' όλο τους το είναι. Αυτή κατάφερε να διαβάσει στο βλέμμα του το ερωτικό κάλεσμα πριν ο Κλέαρχος ξανακλείσει τα παραθυρόφυλλα. «Μ’αρέσουν οι σαραντάρες αλλά εσύ νεαρή μου έχεις άλλη χάρη, άλλη καύλα.» Έλεγε το βλέμμα του. Η σκέψη ότι η δεκαοκτάχρονη κοπελιά που ήταν εκεί έξω πιθανώς αφουγκραζόταν το ερωτικό τους παραλήρημα τον ικανοποιούσε και τον ξεσήκωνε ταυτόχρονα. Ιδέες τρύπωσαν στο μυαλό του. Στη συνέχεια γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε ερευνητικά το προφίλ της Νεφέλης. «Έχεις δίκιο. Ο αέρας ήταν που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων και έριχνε σκιές στο παράθυρο. Δεν υπάρχει ψυχή έξω.» της λέει καθησυχαστικά, και δεν έκλεισε πάλι το παράθυρο.
«Πάντα αναμμένη», σκέφτηκε για την Νεφέλη. «Πάντα πρόθυμη».
Αλλά τώρα είχε τρυπώσει καλά στο μυαλό του η μορφή της όμορφης δεκαοκτάχρονης .. Χαμογέλασε πλατιά με τη σκέψη αυτή, η όμορφη μελαχρινή νεαρή γυναίκα τον καύλωνε τόσο πολύ. Τούμπανο πάλι το πέος του..
Τον βλέπει η Νεφέλη και του ψιθύρισε. «Τι είναι αυτό με σένα.»
Ο Κλέαρχος έκλεισε το πικ απ κι άφησε τις ερωτικές κραυγές τους να φτάσουν εκεί έξω στη νεαρή κοπέλα που τώρα ήταν σίγουρος ότι τους αφουγκραζόταν...
Στην αποθήκη η Μερόπη στάθηκε να πάρει ανάσα, σήκωσε το φουστάνι της και με την άκρη του σκούπισε το κατακόκκινο και ξαναμμένο κάτω από τις σκούρες αφέλειες πρόσωπο της.
Μετά το ξάφνιασμα, του χαμογέλασε και τον κοίταξε τρυφερά.. «Ντροπαλό και συνεσταλμένο το ξαδερφάκι μου;» Ο Αλκιβιάδης ήταν μόλις δέκα χρονών. Κατέβασε τα μάτια. Τα μάγουλά του κοκκίνισαν, ένιωσε αμήχανα. Την κοίταξε ανέκφραστος, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει μια ξένη γλώσσα. Έσφιξε και ξέσφιξε πάνω στα γόνατά του τα λεπτά δάχτυλά του.
Η Μερόπη άπλωσε αργά το χέρι της και έπιασε το χέρι του Αλκιβιάδη. «Νόμιζα ότι συμπαθούσες τα κορίτσια.»
Ο Αλκιβιάδης σάστισε. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ανασήκωσε το κεφάλι του κοιτάζοντας την ερωτηματικά με ακαθόριστο συναίσθημα. «Τα συμπαθώ. Ή τουλάχιστον... προσπαθώ!» Ψέλλισε.
«Έλα από δω. Έλα κοντά μου.» Του ψιθύριζε συνωμοτικά και το χέρι της σφίχτηκε. Έμειναν και οι δύο για λίγο σιωπηλοί, ενώ ένας δροσερός άνεμος έκανε τα δέντρα του κήπου γλυκά να θροΐζουν.
Έκατσε όσο το δυνατόν πιο κοντά του περνώντας απαλά το μπράτσο της γύρω από τους ώμους του, κι άρχισε να τον χαϊδεύει απαλά. Τον χάιδευε στοργικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
«Εμείς σου αρέσουμε σαν κορίτσια;» Τον ρώτησε μ' ένα ιδιαίτερα χαρούμενο ύφος και ένα μείγμα παιχνιδιάρικης διάθεσης. Πρέπει να πέρασε ένα λεπτό μέχρι ν' αρχίσει ο εγκέφαλός του να επεξεργάζεται τα λόγια της, τον τόνο της και τη σκαμπρόζικη έκφρασή της. 
Ένιωθε εντελώς ανήμπορος, τα έχει χαμένα, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Απλά κατάφερε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του αλλά δεν απάντησε.
«Είσαι πολύ γλυκό παιδί, ξαδερφάκι μου.»
Ο Αλκιβιάδης χαμογέλασε.«Ευχαριστώ.» 
Η Μερόπη πρόσθεσε: «Ξέρεις ότι σ’ αγαπάμε.» 
«Κι εγώ σας αγαπώ.» Σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω του σαν να περίμενε να περάσει κάποιος. Το να ζητάει απ' την ξαδέρφη του τη Μερόπη την εποχή εκείνη να μην τον μπλέκει με τις σκανδαλιές της ήταν σαν να ζητάει από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο να πάψει να αναπνέει για δέκα ολόκληρα λεπτά.
Έκλεισε τα μάτια του κοιτώντας το ταβάνι της αποθήκης. Εκείνη τη στιγμή κάτι φάνηκε να του περνάει απ' το μυαλό. Όταν κοίταξε ξανά τη ξαδέρφη του, την είδε που είχε σηκώσει τα φρύδια της και το βλέμμα της ήταν γεμάτο με μια ακαταμάχητη αδερφική τρυφερότητα αναμειγμένη μ' ένα διαβολικά, σκανταλιάρικο χαμόγελο και οι βόστρυχοι από τα μαλλιά της που, ως συνήθως, έπεφταν πάνω απ' το δεξί της μάτι. Τώρα το βλέμμα του Αλκιβιάδη ήταν υπομονετικό, γεμάτο κατανόηση. Τα χέρια του που δεν ήταν ποτέ νευρικά, αμήχανα τα έχωσε βαθιά στις τσέπες του και ένιωσε μια γλυκιά ζέστη στα μάγουλά του και κοίταξε την Μερόπη ζητώντας σιωπηρά την καθοδήγησή της. 
Η Μερόπη έγειρε πάνω του. Με ανάλαφρες κινήσεις έβαλε το χέρι της μέσα στο κοντό παντελόνι του. Είδε τα μάτια της να λάμπουν, τη μύτη της να ζαρώνει και τα λακκάκια στα μάγουλά της να βαθαίνουν. Ο Αλκιβιάδης επιφυλακτικός και συνεσταλμένος την κοίταζε απορημένος και γεμάτος αμφιβολία δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει. Έχει μια ανησυχία, κάπως νιώθει περίεργα. Ένα κύμα ρίγους, είχε διαπεράσει το κορμί του και ήταν κάτι που του άρεσε!  Στο πρόσωπο του το κοκκίνισμα απλώθηκε σαν κρασί χυμένο πάνω σε λινό ύφασμα.
Στη θηλυκή παρέα τους ήταν το μοναδικό αγόρι. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε παράξενα, νιώθει πως το μυαλό του έχει μένει κολλημένο στο κενό και να μην τον βοηθά να βρει έναν τρόπο να διαχειριστεί την ευχάριστη επαφή με τα κορίτσια.
«Μυρσίνη! η σειρά σου να γνωρίσει το κατοικίδιο σου.» Πρόσταξε την Μυρσίνη μετά από μια εύθραυστη παύση η Μερόπη και της ανασήκωσε το φόρεμα ψηλά. Η κίνηση αυτή του αποκάλυψε το λευκό κιλοτάκι της Μυρσίνης. Η Μυρσίνη χαμογέλασε λοξά, και στη συνέχεια το χαμόγελο της έγινε πιο πλατύ. Χαμόγελο ανέμελου νεαρού κοριτσόπουλου. «Πω πω! Ανυπόμονη είσαι σήμερα. Θέλεις να το δείξω αυτή τη στιγμή;»
«Ναι!» και τη βοήθησε να παραμερίσει το εσώρουχο. Στη θέα του τρυφερού αιδοίου η καρδιά του Αλκιβιάδη άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα.
 Η Μερόπη ήταν ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός της παρέας. Από πολύ μικρή είχε έμφυτη εξυπνάδα αλλά και στις πάρλες τέτοια ευφράδεια που όλους τους είχε χαζέψει με τις χάρες της, γρήγορα λοιπόν έγινε η βασίλισσα της παρέας, και τους είχε όλους του χεριού της. 
Ένας θόρυβος που ακούστηκε από το δωμάτιο της  σπουδάστριας,, τους επανέφερε στην τάξη… κι έβαλε τέλος στη γλυκιά αυτή εμπειρία του Αλκιβιάδη. Αυτή ήταν η πρώτη του «ερωτική επαφή» με το άλλο φύλλο. Της  μικρής του ξαδερφούλας την ώρα εκείνη τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα, η αναπνοή της λαχανιασμένη και σίγουρα κάτι άλλο πιο εντυπωσιακό είναι αυτό που ζητούσε και όχι το δικό του αυτό που είχε μέσα από το παντελόνι. 
Η Μερόπη συνέχισε να κρατάει το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Υπήρχαν, άραγε, κάποια ίχνη περιέργειας εκεί μέσα; «Ξέρεις ποιος είναι μέσα στο δωμάτιο;» Τον ρώτησε.
Κοιτάχτηκαν μέσα στην απόλυτη σιωπή. 
Τελικά είπε: «Δεν ξέρω ποιος είναι, αλλά εσείς πιθανότατα ξέρετε.»
«Χαμογελούν» τα μάτια της, και το χαμόγελό της απλώνεται σε όλο της το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι ήξερε. Με κάποιο τρόπο, η Μερόπη συνέχισε να χαμογελάει και να συζητάει ήρεμα με την Μυρσίνη, ενώ μέσα της σίγουρα επικρατούσε καταιγίδα.
Η δωδεκάχρονη εξαδέλφη του η Μερόπη: Μέτριο ανάστημα, γεμάτο σώμα, ωραίο πρόσωπο, μαλλιά καστανά προς το ξανθό, με αφέλειες ανακατεμένες και αφοπλιστικά ατημέλητες και μάτια με σκανταλιάρικο βλέμμα. Μια αεικίνητη παρουσία απίστευτα τρυφερή, παιχνιδιάρα. Ήταν σκέτο πειραχτήρι δίνοντας μια φρέσκια αύρα στην παρέα, η γλώσσα της έκοβε κι έραβε μ' αφάνταστη ευκολία.
Η εντεκάχρονη Ιόλη: Πολύ ψηλή για την ηλικία της, επιβλητική, παχουλή και άχαρη. Σύντομα η οικογένεια της μετακόμισε σ' άλλη γειτονιά. Μάθανε ωστόσο ότι οι ζουμερές καμπύλες είχαν εξελιχτεί σε μια γοητευτική μελαχρινή ψηλή κοπέλα. Παντρεύτηκε σύντομα, ούτε καν έφηβη ακόμη.
Η εντεκάχρονη Μυρσίνη: Κανονικό ανάστημα, αδύνατο σωματάκι, μελαχρινή, τα πυκνά, μαύρα μαλλιά της ήταν συνήθως πιασμένα σε έναν μικρό κότσο στον αυχένα της.
Υπήρχαν εποχές, που Αλκιβιάδης όταν δεν έτρεχε ανέμελα στις αλάνες της γειτονιάς με τα άλλα αγόρια να παίζουν κυρίως το πάθος μας που ήταν το ποδόσφαιρο, αναζητούσε τη χαρούμενη παρέα σ΄ αυτά τα μυστηριακά διαφορετικά πλάσματα που τον έλκυαν σαν μαγνήτες όταν τον πείραζαν. Τον πείραζαν και αυτός ένιωθε ευχάριστα χάρη στα πειράγματα τους. Αα! τα όμορφα τα κοριτσόπουλα. Ήταν πολύ σκανταλιάρικα. Πολύ φασαριόζικα κοριτσόπουλα. Τα ολόγλυκα πειραχτήρια του Αλκιβιάδη που στο παιχνίδι μαζί τους θυμάται πως είχε τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα. Ταυτόχρονα πολλές φόρες μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, κρυφτοκυνηγητό, μακριά γαϊδούρα, κλέφτες και αστυνόμους, αγαλματάκια, μήλα και τέτοια σπουδαία πράγματα που είναι αναπόφευκτα συνυφασμένα με τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα.

Click to Open
Η Ιοκάστη τον Κλέαρχο τον Αγαπούσε!
.....

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Mathitis Sto 3o Dimotiko Sxoleio Lamias

............Οι καλοκαιρινές διακοπές έφτασαν στο τέλος τους!  Σεπτέμβριος πια, φθινοπωράκι δεν το λες αλλά το «Καλή σχολική χρονιά» είναι στα χείλη όλων! Σε λίγες ημέρες θα επιστρέψουν όλοι οι μαθητές στο σχολείο! Μία ακόμη σχολική χρονιά ξεκινά με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς, προσμονής αλλά και αβεβαιότητας και άγχους που προκαλεί η επιστροφή των μαθητών στα θρανία μετά από δύο και πλέον μήνες ξεγνοιασιάς. Κάθε νέα σχολική χρονιά, είναι η αρχή  μιας ακόμη συναρπαστικής διαδρομής. Μιας διαδρομής που είναι γεμάτη με χαμόγελα, χαρές, αγωνίες, δυνατές φιλίες και στα σχολικά θρανία θα συναντήσουν ξανά, τους συμμαθητές και τους δασκάλους τους. Ο Αλκιβιάδης, ακόμη μέχρι και σήμερα θυμάται την πρώτη ημέρα που πήγε στο νέο του σχολείο στη μεγάλη πολιτεία. Στη Λαμία! Ο ήλιος, ψηλώνοντας, χρύσιζε τις γυμνές κορυφές της Όθρυς και στο νότο απλώνονταν ως πέρα, πράσινος ο κάμπος του Σπερχειού.  Σκέψεις μπλεγμένες με ήχους και εικόνες κι αυτός κάπου εκεί ανάμεσα σε αυτές τις εικόνες, εκείνο το πρωινό στις αρχές του φθινοπώρου με τις πρώτες ελαφρές ψυχρές πνοές του άνεμου, τότε που με τη λαχτάρα στα μάτια και ένα κόμπο στην ψυχή είχε ανέβει με τα λιγνά του πόδια τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στο Τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας. Τι ανησυχία Θεέ μου, τι αγωνία και τι ανασφάλεια που ένιωθε. Αντίο ξενοιασιά. Πρόκειται για την πρώτη του σχολική χρονιά στο μεγάλο σχολικό συγκρότημα της πόλις, έχοντας μόλις πρόσφατα η οικογένεια του μετακομίσει από το μικρό πτωχικό χωριό από της νότιο-δυτικές πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα. Ένα νεοφερμένο άγνωστο μαθητούδι της τρίτης τάξης ανάμεσα στο μεγάλο πλήθος των μικρών μαθητών του σχολείου και αυτό του προκαλούσε μια  συναισθηματική κατάσταση προβληματισμού και αμηχανίας. Χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο που άλλαξε αμέσως τα μελαγχολικά και σκληρά χαρακτηριστικά του. Τα μαλάκωσε. Παρόλα αυτά η έκφραση του έκρυβε μία δόση νοσταλγίας. Ήρθε στο νου, έτσι αναπάντεχα, πλημμυρίδα από νοσταλγία για το σχολείο του μικρού χωριού του. Έστρεψε το βλέμμα του προς το νοτιά. Ένα κύμα νοσταλγίας από αναμνήσεις για τους φίλους που άφησε πίσω του ήρθαν στο μυαλό του. Όμορφες αναμνήσεις που ανήκαν στο παρελθόν, εκεί όπου και έμειναν. Παίρνει μία βαθιά ανάσα σήκωσε το κεφάλι, έριξε μια διαπεραστική ματιά ολόγυρα μια τελευταία ματιά πίσω του στο δρόμο και μετά από μια στιγμή δισταγμού και νευρικότητας, σιωπηλά καρτερικά ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου διέσχισε τη μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα κ’ εισήλθε στο προαύλιο που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή του τεράστιου κτηρίου. Τη βοή μες στ’ αυτιά του, την σκέπασε μια ασυνήθιστη για το νεαρό αγόρι βαβούρα! 'Ένα ατελείωτο κουβάρι από φωνές ξεχύνονταν απ’ το βάθος της τεράστιας αυλής του σχολίου. Τα παιδιά Φώναζαν, γελούσαν, ζούσαν. Τόσο ξένοιαστα, τόσο αθώα. Τόσο απλά! Χαμένος μέσα στο πλήθος κοίταξε γύρω του κ’ αναγνωρίζοντας μια παρέα παιδιών από τη νέα του γειτονιά γουργούρισε με ευχαρίστηση νιώθοντας ικανοποίηση, ήταν αυτό που χρειαζόταν η διάθεση του να επηρεαστεί ευχάριστα και να σβήσει κάθε δυσφορία του. Όλα γύρω του έδειχναν ιδιαίτερα θορυβώδη, χαρούμενα, τα παιδιά γελούσαν και τριγύριζαν από συντροφιά σε συντροφιά. Θυμάται με νοσταλγία να του έρχονται στο μυαλό οι πρωινές διαδρομές το καθημερινό μοτίβο. Το συνήθισε και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του. Αναλογίστηκε ότι κι’ αυτός πια θ’ αποτελούσε μέλος αυτής της μεγάλης συντροφιάς. Αερικό έγινε ο χρόνος και γρήγορα αφομοιώθηκε στο νέο του περιβάλλον αρχικά με την ιδιόμορφη λακωνική προφορά του, άλλα πολύ γρήγορα δημιούργησε νέες φιλίες και ποτέ του δεν ένοιωσε ξένος από τους συμμαθητές του με τους οποίους ζούσε τις κοινές πηγές ανησυχίας, τις ίδιες αγωνίες τις ίδιες φιλοδοξίες και στόχους μαζί τους για την επιθυμία στο όνειρο και στην αναζήτηση της γνώσης.
Δεν ήταν βέβαια καμία ξεχωριστή μεγαλοφυΐα ούτε ως άτομο καμία ξεχωριστή περίπτωση, αλλά «υπηρετούσε» τo σχολικό του καθήκον για μάθηση με σχετική υπακοή. Ανακαλεί στη μνήμη του εκείνη την πρώτη του σχολική χρονιά στο νέο του σχολείο στη τρίτη τάξη που την τελείωσε με άριστα δέκα. Η επίδοση αυτή οφειλόταν ως συνέπεια στο διαχρονικό δάνειο της γνώσης που του είχε εμφυσήσει η Ιωάννα. Η Ιωάννα μια όμορφη και ευγενική κοπελιά, κατείχε μια ξεχωριστή θέση στη έναρξη της μαθητικής του ζωής. Ηταν άτομο ξεχωριστό, η βασίλισσα της έκτης τάξης του μονοτάξιου σχολείου του χωριού τους εκεί στα μακρινά Κουλέντια. Πρωτάκι για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχε πάρει την πρωτοβουλία να τον υιοθετήσει ως είθισται στα μονοτάξια σχολεία της εποχής εκείνης και είχε βάλει στόχο και την υιοθεσία της να την κάνει άτομο ξεχωριστό. Της χρωστάει πολλά για τα θεμέλια της γνώσης που του καλούπωσε, γιατί οι γονείς του ήταν αγράμματοι. Με την καθοδήγηση της αισθανόταν απόλαυση να ασχολείται με μεγάλη επιθυμία και όρεξη για μάθηση. Ως καθοδηγητής, του εντρύφησε την αγάπη για το βιβλίο. Υπήρξε καλός μαθητής, χωρίς να είναι ιδιαίτερα επιμελής και συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις, δεν δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο, στους δασκάλους και στους συμμαθητές του. Κι επειδή ήθελε να τα έχει καλά και με τους γονείς του, έκανε ότι χρειαζόταν να κάνει, πήγαινε στο σχολείο καταβάλλοντας τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια στα μαθήματα του επιδιώκοντας να πάρει ίσα ίσα έναν αξιοπρεπή βαθμό. Τον υπόλοιπο χρόνο έπαιζε ποδόσφαιρο και, όταν γύριζε στο σπίτι, περνούσε αρκετές ώρες στο κρεβάτι διαβάζοντας το ένα μυθιστόρημα μετά το άλλο. Καμία σχέση με το τυπικό ωράριο των άλλων μαθητών ούτε φροντιστήρια ούτε ιδιαίτερα. Αλλά ακόμη κι έτσι, οι βαθμοί του δεν ήταν ιδιαίτερα άσχημοι. Τα κατάφερνε λοιπόν όχι κι άσχημα στο σχολείο και στα μαθήματα, αλλά όχι σε βάρος της προσωπικής ευχαρίστησης, είχε ισορροπία ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις και στο παιχνίδι, στην παρέα με συνομηλίκους, στην τεμπελιά και στο χασομέρι της παιδικής ηλικίας. Με τον καιρό μεγαλώνοντας του άρεσε να διαβάζει μυθιστορήματα και να χάνεται μέσα τους, προσφέροντας του καθαρά προσωπική απόλαυση!
Σήμερα στην θύμηση του ποια παιδιά εκείνης της τρίτης τάξης στο τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας κατέχουν ξεχωριστή θέση στη μνήμη του, η απάντηση του βγήκε αβίαστα.
Την πρώτη του χρονιά στο νέο του σχολείο δυο συμμαθήτριες και ένας συμμαθητής του ξεχώριζαν τόσο για το ήθος τους όσο και για την άρτια επιμέλεια που έδειχναν στην εκπαίδευσή τους. Ποτέ του δεν ένοιωσε την ανάγκη να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, να τους συναγωνιστεί στις διακρίσεις. Τώρα, καλόβολα γυρεύει να τους φέρει μπροστά του, η εικόνα τους να ξαναζωντανέψει στα μάτια του, να θυμηθεί όλες τις ωραίες αναμνήσεις τους, τα πρόσωπα τους, τα σουσούμια τους. Μα δε του έρχονται στο νου παρά θολές οι εικόνες τους, σαν χαμένες σε χαμηλό φωτισμό λες και είναι βγαλμένες σε αργές ταχύτητες κλείστρου και κουνημένα καρέ.
Η Στέλλα Ένα λιγνό κορίτσι με μπούκλες στα ξανθό-καστανά της μαλλιά, μελιά μάτια και ένα πρόσωπο με τέλειες, (τουλάχιστον έτσι το έβλεπε αυτός) αναλογίες, γαλλική μυτούλα και σώμα που παρέπεμπε σε αθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής. Η φήμη της μεσουρανούσε στη μαθητική τους τη τάξη. Μάζευε τον κόσμο γύρω της όπως το φως τις πεταλούδες. Αυτός το έβρισκε απίθανο να είναι μόνη της, διότι σύμφωνα με το παλιό απόφθεγμα, οι ωραίες δεν μένουν ποτέ μόνες. Η Στέλλα ήταν ξεχωριστή μαθήτρια, αυτή που ξεχώριζε με τη θετική έννοια, η διαλεχτή, η διακεκριμένη. Χαρισματικό παιδί που έδειχνε πως μπορεί να τα καταφέρει από μόνη της στη ζωή. Άσπρη και καστανόξανθη, εκείνο που τη ξεχώριζε περισσότερο ήταν τα μεγάλα φωτεινά, μάτια της, που βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα λες και ονειρευόταν τον μεγάλο έρωτα μέσα στην παιδιάστικη παρουσία της. Δεν ήταν ακόμη έφηβη, που κέρδισε τα πρώτα βραβεία σε αρκετούς διαγωνισμούς για νέους μουσικούς. Παρακολούθησε μαθήματα σε ωδείο, έκανε ιδιαίτερα μαθήματα με φημισμένους σολίστες. Ο Αλκιβιαδης έμαθε πως η Στέλλα πήγε να συνεχίσει τις σπουδές της σ’ ένα μουσικό πανεπιστήμιο στη Γαλλία με υποτροφία. Μερικά χρόνια αργότερα είδε το πρόσωπο της να  φιγουράρει σε εξώφυλλα περιοδικών μ΄ένα νοσταλγικό, οικείο χαμόγελο, σαν παλιό αναμνηστικό που αναδύθηκε ξαφνικά μετά από χρόνια απ’ τα βάθη μιας παλιάς ξεχασμένης φωτογραφίας. Τα μάτια της έλαμπαν με απίστευτη χάρη, μια μπούκλα ξεχώριζε στα ήδη ανακατεμένα μαλλιά της και τα λιτά και απέριττα κείμενα τους ν’ αναφέρονται στην πλούσια και αξιόλογη  καλλιτεχνική της δραστηριότητα. Επιτυχημένη μουσικός, πολυτάλαντη καλλιτέχνιδα με μακρά και εντυπωσιακή καριέρα η Στέλλα ήταν όμορφη σαν πάντα που είχε τη ζωή μπροστά της!
Η Μαρία: Ένα κοριτσόπουλο με τη λευκή λάμψη του δέρματος, ιδανικό μοντέλο για να ζωγραφίσεις το  πορτρέτο μιας νεαρής κοπέλας. Ο Αλκιβιαδης τη θεωρούσε πως είχε τα σημάδια μιας πολύ ευαίσθητης ψυχής που στην αγκαλιά της χωρούσε όλη τη νεανική τους τάξη και το πλατύ της χαμόγελο εξέπεμπε αισιοδοξία και θετική ενέργεια. Διέθετε το ευλογημένο προνόμιο του προικισμένου ατόμου με δημιουργικότητα και ικανότητα μάθησης. Ένα φυσικό ταλέντο στο γράψιμο και πολύ της άρεσε να διαβάζει. Πριν από κάποιο καιρό είχε βρει αυτό το κείμενο της «Rosemarie Urquico» στο οποίο εξηγούσε γιατί ένα κορίτσι που διαβάζει είναι η κατάλληλη σύντροφος. Μεταξύ άλλων, έγραψε ότι: «Βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί το αξίζεις. Αξίζεις ένα κορίτσι που μπορεί να σου δώσει τον πιο πολύχρωμο κόσμο. Αν θέλεις όλον τον κόσμο και τους κόσμους πίσω από αυτόν, βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει. Ακόμα καλύτερα, βγες με ένα κορίτσι που γράφει.»
Η Μαρία ξεχώριζε για τους ευγενικούς της τρόπους και την καλοσύνη της. Ήταν ήσυχο, πρόσχαρο κοριτσόπουλο και γλυκόλογο. Θυμάται τα μεγάλα μελαχρινά της μάτια που κάποιες φορές κοιτάζανε τόσο παράξενα και πετούσαν τόσο αστραφτερές αναλαμπές που δε βαστούσες να τα βλέπεις. Εκείνο που την ξεχώριζε περισσότερο μέσα σε όλη την παρέα ήταν πως βαστιόταν πάντα καθαρή, και δε φαινότανε ποτέ αχτένιστη. Ίσιωνε με τις παλάμες τα σγουρά μαλλιά της, με τη φανταχτερή τους λάμψη, το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε συχνά ακόμη και μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού, στεκόταν άξαφνα κι  έσιαζε τα μαλλιά της, την έβλεπες που κοίταζε γύρω της με την αστραφτερή μελαχρινή ματιά της και μ' ένα γέλιο γλυκό ευαίσθητο, που έδειχνε τα αστραφτερά λευκά της δόντια.
Ο Δημήτρης. Ευαίσθητη, εξευγενισμένη, χαρούμενη ψυχή, έσφυζε από υγεία η παρουσία του. Αν και από μεγαλοαστική οικογένεια είχε αμοιβαία φιλική σχέση μ’ όλους στην τάξη και έχαιρε εκτίμησης στις καθημερινές συντροφιές. Στο γαλήνιο πρόσωπο του τα φωτεινά μελιά μάτια γίνονταν πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν από την αγωνία, όπως ο ήλιος από τα σύννεφα όταν κάτι του πήγαινε στραβά, γέμιζαν σύννεφα, ένιωθε παγιδευμένος.
Ο Αλκιβιάδης σήμερα χαράζοντας μονοπάτια στην κατσιφάρα της μνήμης, του έρχονται εκείνες οι στιγμές που συνειδητοποιεί πως έχει περάσει μια ακόμη πίστα ενηλικίωσης. Με άλλα λόγια, «το τώρα είναι τώρα, το αύριο είναι αύριο», βολτάροντας τη ζωή με συνοδοιπόρο το χρόνο. Φυλλομετρώντας τα παιδικά του χρόνια η θύμηση τους, βγήκε πάλι μπροστά σα νοσταλγία που κραδαίνει γιρλάντα χαράς κι αυτός ενήλικας πια νιώθει πως βουτά δάχτυλα και ψυχή σε τόνους ζάχαρη άχνη και σε τεράστια δοχεία με μελοκάρυδο… Ναι, έτσι ακριβώς!

Click to Open
Τα Πρώτα Χρόνια στο Αραπόρεμα!
.....

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Telikos Proorismos "Lamia"

....Λαμία... Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά, μεσάνυχτα που έφτασαν στη Λαμία...
Τον πρώτο καιρό την οικογένεια η ζωή στη Λαμία τους βρήκε ταλαιπωρημένους, παραζαλισμένους και σε μια καινούρια πραγματικότητα μα οπωσδήποτε με καλή διάθεση σαν πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο για ένα καινούργιο ξεκίνημα, με διάθεση να ξεπεραστούν οι πρώτες πρακτικές δυσκολίες και να εξοικειωθούν με το νέο τους περιβάλλον. Ξεκίνησαν λοιπόν μια καινούργια ζωή πολύ φτωχικά, απλά και δύσκολα, σε μια πολύ φτωχική περιοχή στα περίχωρα της πόλης, μένοντας αρχικά σε ένα πολύ μικρό φτωχικό σπιτάκι, ένα κοινότυπο τούβλινο κτίσμα, μόλις μια κάμαρα δίπλα στο ρέμα που αποτελούσε τον φιλόξενο χώρο διαμονής για όλη την οικογένεια. Ήταν σε μια εργατική φτωχογειτονιά «το Αραπόρεμα» στης δυτικές παρυφές της πόλης, κάτω απ' το λόφο του Αγίου Λουκά και περνώντας τους  «Μύλους Κρόκου - Μουζέλη», μια χέρσα περιοχή που σταδιακά διαμορφώθηκε σε αστικό περιβάλλον στη μεταπολεμική περίοδο. Κατέφθαναν τριγύρω στην ανατολική πλευρά του ρέματος πολλοί από τα γύρω  χωριά, μεταναστεύοντας, χτίζοντας τις χαμηλές κατοικίες τους και ξεκινώντας μια νέα ζωή. Λαϊκή γειτονιά, φτωχολογιά, χαμηλά σπίτια, μπακάλικα, καφενεία και ρεμπέτικα. Από εκείνες τις γειτονιές που οι γιαγιάδες βγάζουν τις καρεκλίτσες τους μπροστά από το σπίτι το απόγευμα και περιμένουν τις γειτόνισσες για λίγο κουτσομπολιό και οι άντρες συχνάζουν στα καφενεία, μετά τη δουλειά, για ένα ουζάκι και μια γρήγορη παρτίδα τάβλι.
Εκεί σ΄αυτή την συνοικία και σε αυτό το φιλόξενο περιβάλλον της λαϊκής γειτονιάς ο Αλκιβιάδης έζησε το τελείωμα της παιδικής του ζωής, και ανοίγοντας ένα καινούργιο κεφάλαιο έζησε το ξεκίνημα της εφηβείας του, με συναισθήματα ανάμικτα, με χαρά αλλά και με φόβο περισσότερο σαν δυσκολία στην προσαρμογή στην καινούργια πραγματικότητα  που καλείται να διαχειριστεί. Ταυτόχρονα έζησε και τις πρώτες μεγάλες αλλαγές που άλλαξε τον κόσμο τους και βελτίωσε τη ζωή τους ριζικά.  Απ’ το λυχνάρι και τις λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν τις νύχτες στο χωριό γνώρισε το ηλεκτρικό ρεύμα που δεν υπήρχε βέβαια τότε στο χωριό. Άντε ποιος να πιστέψει σήμερα ότι οι πιο πολλοί χωριανοί ούτε πού 'ξέραν τι είναι αυτό.
Η Πυροστιά που τοποθετούσαν τα μαγειρικά σκεύη και μαγείρευαν μέσα στο τζάκι ήταν παρελθόν, τα αντικατέστησαν το γκάζι οι ξυλόσομπες και δειλά-δειλία έκαναν την εμφάνιση τους και τα ηλεκτρικά σκεύη του νοικοκυριού.
Και αυτό που σημαντικά άλλαξε προς το καλύτερο ήταν το ότι το σχολείο ήταν πολύ κοντά τους και ο Αλκιβιάδης απ' το μονοτάξιο σχολείο βρέθηκε σε κανονικό εξατάξιο.
Ένοιωσε ότι αν παλέψουν πολύ όλη η οικογένεια θα τους δοθεί ο δρόμος και ο ορίζοντας της προοπτικής. να λάμψουν και να ξεφύγουν από το διαρκές άγχος και την αβεβαιότητα που τους προσέφερε ο φτωχικός οικισμός τους..
Κι όμως ανεξάρτητα από τις ελπίδες και τα όνειρα του για μια καλύτερη ζωή, εικόνες και μια νοσταλγική ανάμνηση από τους παιδικούς του τόπους του θυμίζουν πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι μνήμες στο μυαλό και την ψυχή του που ανακαλούν το χτες, και γίνονται μπάλσαμο παρηγοριάς στις δύσκολες ώρες του.
Στα βορειοδυτικά της γειτονιάς υπήρχαν βοσκοτόπια, μεγάλοι χέρσοι λόφοι και φαράγγια που του θύμιζαν το χωριό. Σε μια ρεματιά υπήρχε και τεχνητή λίμνη όμοια με τι μικρή λιμνούλα στα περιβόλια του χωριού του, της έλειπε ο αιωνόβιος πλάτανος και οι πολλές μοβ περικοκλάδες αλλά είχε άφθονες καλαμιώνες. Σε τούτη τη μικρή τη λίμνη, είχε φτιάξει το δικό του καταφύγιο. Το έδαφος εκτεινόταν με ελαφρούς κυματισμούς προς όλες τις κατευθύνσεις και όπου κι αν έστρεφε τη ματιά του, οι επιφάνειες τρεμόπαιζαν από την κάψα του εδάφους. Μουντάδα στα υψώματα, στον ορίζοντα, στη χέρσα γη, όταν πλάκωνε η καταχνιά και η κατσιφάρα η βουβή. Εκεί ήταν ο δικός του μικρός κόσμος όπου του άρεσε τα καλοκαίρια να απομονώνεται και με τα μάτια κλειστά, άφηνε τις αναμνήσεις από τον τόπο του να τον παρασύρουν. Ονειροπολούσε. Με τον καιρό, άρχισε να νοσταλγεί το χωριό του, θυμόταν τις ηλιόλουστες πλαγιές στο Μεγάλο Ρέμα κι αναστέναζε. Ζωντανεύει όταν του ‘ρχεται η θύμηση του ποτισμένου χώματος με την ιδιαίτερη μυρουδιά της γης που αναστάτωνε το μέσα του λες και συναντούσε κάτι δικό του. Ας ήταν μπορετό να κάθιζε, δέκα λεφτά μονάχα, κάτω απ’ το δροσό της αλαφροΐσκιωτης μουριάς στην καλοκαιρινή την κάψα, να νιώθει μια αίσθηση δροσιάς στο πλάτωμα με το μικρό μποστάνι τους πίσω στο Μεγάλο Ρέμα με την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με τα καθάρια νερά, που ξεπρόβαλαν πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τριγύρω πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν το τοπίο με τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια τους, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια του.
Στοιβαγμένες εικόνες στα θολά διαμερίσματα της μνήμης, αβίαστα προβάλλουν εμπρός του.
«Τα σφεντάμια και οι φτέρες είναι ακόμα αδιάφθορα,
Αλλά χωρίς αμφιβολία, όταν αποκτήσουν συνείδηση
Θ’ αρχίσουν κι αυτά να καταριούνται και να βρίζουν.»
Εικόνες της εκείνης της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν καθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι.
Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά  με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας.
Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Οι τόποι του χωριού του είναι ένα κομμάτι του εαυτού του, και οι μνήμες ομφάλιος λώρος να τον συνδέει με τα μέρη των παιδικών του χρόνων.
Χωριό του στη γειρτή πλαγιά, σημείωμα της άδολης πρώτης αγάπης, κυπαρίσσια κι αγριολούλουδα, θάμνοι που πτερυγίζουν οι μέλισσες και άνεμο-δαρμένοι βράχοι, θεόρατοι με ένα λευκό στις βαθιές ρυτίδες τους που άφησε ο χρόνος στην περιφορά του οργισμένου βοριά. Και πέρα μακριά στο διάφανο σαν ακουαρέλα, μια γραμμή στο χάραγμα, στο βάθος του ορίζοντα εκεί που η θάλασσα τον ουρανό φιλούσε. Στις πλαγιές θυμάρια, φασκομηλιές και ρίγανες, μυρουδιές ευλογημένες κατρακυλούν μες στα σπαρτά σαν σκέψεις ανεκπλήρωτες, όπως ο άνεμος που σμίλευε στις πέτρες τα σχήματα των άγονων περιπλανήσεων του. Και αυτός, «κουτσούβελο» με κοντό παντελονάκι και γρατζουνισμένα γόνατα τρέχει στις αλάνες και τους δρόμους του χωριού, με σφεντόνα και λερωμένα δάκρυα, όταν ο ήλιος στέγνωνε την αλμύρα τους. Τρεχαλητά και φωνές. Κυνηγητά και παιχνίδια. Όλα της φύσης τα χρώματα είναι ζεστά. Δένονται με τους απανωτούς ήχους των ανέμων στους βράχους. Κι όταν ο θόρυβος κοπάσει, και ο ήλιος σαν μεστωμένο πορτοκάλι, βουτάει στου Κούνου την πλάτη  μαζί του χάνονται και τα χρώματα, πέφτει το σούρουπο με ασημένιες σκιές και τα παιδιά πασχίζουν να μαντέψουν από πού θα ξεπροβάλει η σελήνη. Ανέμελη ζωή, με δίχως πάθη, με πολλά οράματα.
Είναι μια ηδονή που δεν ξεχνιέται εύκολα απ' όσους την ένιωσαν. Όλα αυτά μνήμες και γεύσεις, μυρωδιές, ακοές, οράματα και αφές των παιδικών μας χρόνων που μας δυναστεύουν μιαν ολάκερη ζωή. Δεν το γνώρισε ολότελα το καημένο του το χωριό, που του γελούσε πάντα στον ύπνο του και στα όνειρα του.
«Με της σκέψης τα πλάνα φτερά
στο χωριό του τρέχει να φτάσει.
Στης λιμνούλας τ’ ασημένια νερά».....

Click to Open
Μαθητής στο Τρίτο Δημοτικό Σχολείο Λαμίας!
.....

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Afixis Sto Limani Tou Pirea

......... Είχανε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες του πλοίου προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαν. Κάποια στιγμή ο Τηλέμαχος γλίστρησε έξω στο κατάστρωμα διασχίζοντας την εξωτερική πόρτα του ακκομοδεσίου του πλοίου στη δροσιά της υγρασίας που ερχόταν από τη θάλασσα.
Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και κοίταζε σαστισμένος τις εικόνες από το λιμάνι του Πειραιά την ώρα που ξημερώνει.
Έχει καρφώσει τα μάτια του στη στεριά, και ο μικρούλης προσπαθεί να πιαστεί από πολλά πράγματα για να αισθανθεί ότι μπορεί απ' τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω που μόλις τον αντικρίζει και είναι τεράστιος και δαιδαλώδης.. Οι αισθήσεις του λαίμαργα αποτύπωναν τη θέα από το πολύβουο και ανήσυχο λιμάνι του Πειραιά, ένας γρήγορα αναπτυσσόμενος χώρος που εκτείνονταν εμπρός του, ένα περιβάλλον μιας πραγματικής μεγαλούπολης.
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα χωρίς δυσκολία από τα χείλη του.
«Μαμά! Μαμά, έλα, έλα να δεις.! Πω-πω! Κοίτα σπίτια! Κοίτα πλοία!»
««Κοίτα, κοίτα, Μαμά! Να-να και αυτοκίνητα! »
Πώς να περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη την ώρα ο μικρός αδελφός του που ξαφνικά από το μικρό απομονωμένο οικισμό βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μια κοσμοπολίτικη πολιτεία γεμάτη ζωή και κίνηση. Η παραλία φωτόλουστη, πλοία να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι, ρίχνοντας ή τραβώντας την άγκυρα, να λύνονται ή να δένονται στις προβλήτες.
Το φως του ήλιου ξεχύνεται γύρω στο σκληρό γαλάζιο χρώμα του ουρανού εκτυφλωτικό, επιθετικό, σαν να θέλουν οι αχτίδες να κυνηγήσουν ότι κρύβει τον πρωτόγνωρο νέο κόσμο στα φτωχά και ανίδεα χωριατόπουλα.
Η μητέρα τους στην αρχή νόμισε πως την γελούν τα μάτια της αντικρίζοντας να ξεδιπλώνεται μπροστά της μία πολύβουη πολιτεία, ζωντανή που σφύζει από ζωή, μέσα από τους πολυσύχναστους κεντρικούς της δρόμους δημιουργώντας μια ζωντανή ατμόσφαιρα.
Όταν συνήλθε από την έκπληξη τον κοίταξε τρυφερά πήρε τα χέρια του μες στα δικά της χέρια, του χαμογέλασε και τον έσφιξε στο στήθος της.
Ο μικρός Τηλέμαχος κούρνιασε πάνω της και ένιωσε την αγκαλιά της σαν ο φρέσκος δροσερός αέρας που μπήκε στα πνευμόνια του.
Το χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπο της μητέρας του, του Αλκιβιάδη του θύμισε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γιαλού την ώρα που δεν φυσάει.
Αυτή ήταν η μητέρα τους.
Ήταν το δροσερό ποτήρι που εναπόθεταν την κάθε ελπίδα τους, τα βάσανα, τις χαρές τους και τους καημούς τους... 
Ήταν ένα τριαντάφυλλο, που μύριζε τόσο γλυκά.
Είναι πάντα δίπλα τους, σιωπηλά, διακριτικά, γεμάτη καταλυτική αγάπη, νιάξιμο, φροντίδα, δύναμη και προσμονή.
Είναι η γλυκιά τους μάνα. 
Αμίλητη τώρα ατένιζε την θέα απ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο εκεί έξω και αναρωτιόταν αν αυτή η περιπέτεια, θα αποτελούσε μια νέα καλύτερη σελίδα στη ζωή τους. Σκέφτεται  πως μια καινούργια αυγή τους είχε ξημερώσει και προσδοκούσε να καταφέρουν να κάνουν όσα αυτή είχε ονειρευτεί στην εφηβεία της σήμερα τα παιδιά της.
Ακόμα αναρωτιόταν αν η απόφαση να πάρουν τους δρόμους της ξενιτιάς με στόχο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την μίζερη ζωή του φτωχικού χωριού ήταν η σωστή απόφαση.
Με τα μάτια μισόκλειστα φαντάζεται, ήταν ωραίο να φαντάζεται διάφορα μα δεν έβρισκε άκρη στις σκέψεις της. Ηθελε να ρωτήσει τον εαυτό της εκατομμύρια πράγματα και δεν είχε απαντήσεις να του δώσει. Πού πήγαιναν, τι έπρεπε να περιμένουν. Χιλιάδες «κι αν...», «ίσως» και τι θα γινόταν στο τέλος.
Τόσο την είχαν απορροφήσει οι σκέψεις της που δεν πήρε είδηση πότε το πλοίο πρόσδεσε στην προβλήτα και ήδη ξεκινούσε η αποβίβαση.
........Στην έναρξη της εφηβείας του ο Αλκιβιάδης μπαίνοντας στον αθέατο κόσμο της μνήμης του ανακαλύπτει τοπία ανέγγιχτα, διαβάζει στο τετράδιο του μυαλού του ιστορίες γοητευτικές, αισθάνεται να βρίσκονται τα πάντα μέσα εκεί σε μι’ αρμονική ισορροπία. Κι όμως μια γκρίζα κουκκίδα, κάτι σαν βαθιά ομίχλη, του σκεπάζει την πρόσβαση να ανακαλύψει το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Λίγα χρόνια αργότερα έφηβος πλέον έκανε το ίδιο ταξίδι δυο-τρία καλοκαίρια.
Τα ταξίδια ήταν πανέμορφα μια και το πλοίο παρέπλεε συνεχώς τις ακτές της Πελοποννήσου εκεί όπου οι νότιες παρυφές του Πάρνωνα βουτάνε στο Μυρτώο Πέλαγος και τα αρώματα του βουνού σμίγουν με την αύρα της θάλασσας.
Η άγρια ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, αυτής της γεωγραφικής ορεινής περιοχής του Ζάρακα με τα πέντε χωριά του. Ομορφότερο όλων το παράκτιο Κυπαρίσσι, με μια φυσιογνωμία στεριανή και νησιώτικη μαζί, κτισμένο αμφιθεατρικά, κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και σκοτεινιάζει νωρίς λόγω των κορυφών του Ζάρακα, που εμποδίζουν τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει τον τόπο. Όταν κοιτάζεις την περιοχή από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς το Μυρτώο Πέλαγος.
Θυμάται το Γέρακα. Από τις πιο εντυπωσιακές γωνιές της Λακωνίας, ένα μικρό λιμάνι που αναδύεται μέσα από ένα επιβλητικό τοπίο. Άφωνος θα μείνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης πλησιάζοντας το Λιμάνι του Γέρακα. Ένα σπανιότατο φιόρδ μοναδικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται μπροστά του. «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία, στο έργο του «Λακωνικά».
Μια ματιά είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς πόσο συναρπαστικά πολυσχιδές είναι το τοπίο και να υποπτευθεί πόσο θεαματικά πολυτάραχη είναι η γεωλογική του ιστορία.
Η γαλήνη του τοπίου και η γραφικότητα του οικισμού συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό.
 Ο ακύμαντος κόλπος του, ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Το πλοίο έμπαινε με την πλώρη στον αρκετά στενό όρμο και φουντάριζε αρόδο, επικίνδυνα κοντά στα βράχια και τα αβαθή. Η αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων γινόταν με καΐκια. Αναχώρηση με ανάποδα, διότι ούτε λόγος για χώρο να γυρίσει εκεί μέσα. Μετά το Γέρακα, στέκει καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ένας πελώριος βράχος, η Μονεμβασιά. Το πέτρινο καράβι του Ρίτσου. Η αγέρωχη καστροπολιτεία.
 «Όταν η θάλασσα σμίλεψε την πέτρα... Όταν ο ήλιος γέμισε χρώματα τον ουρανό... Όταν η ακρογιαλιά καλύφθηκε από την ξανθιά άμμο... Γεννήθηκε ένα μέρος για τις πιο όμορφες και έντονες στιγμές μας.» Ατμόσφαιρα ερωτική, γεμάτη μυστήριο και μαγεία, είναι η ώρα που κυνηγούσε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του κάστρου.
....Ανασκαλεύοντας τη μνήμη ο Αλκιβιάδης νιώθει μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση, ότι όλο αυτό το ταξίδι της μετανάστευσης το έζησε ακουμπισμένος στις κουπαστές του θρυλικού επιβατικού πλοίου της ακτοπλοΐας το περίφημο «Μυρτιδιώτισα.»
Η σιλουέτα του πλοίου είναι χαραγμένη στη μνήμη των ταξιδιωτών ανεξίτηλα! Ήταν το καράβι της άγονης γραμμής, που μετέφερε τις χαρές τους, τις λύπες τους, τα όνειρά τους. Είναι το καράβι που έφερε μεγάλη αλλαγή στη θαλάσσια συγκοινωνία και δεν σκιάχτηκε τις φουρτούνες του Κάβο Μαλιά, γιατί είχε στο τιμόνι του την ίδια τη Παναγία τη Μυρτιδιώτισα.
Το Μυρτιδιώτισα είχε ναυπηγηθεί στη Σκωτία το 1929 ως Lochness για την παραδοσιακή ακτοπλοϊκή εταιρία MacBrayne. Στην Ελλάδα το έφερε το 1958 ο Σ. Μπιλίνης και έγραψε την ιστορία του στη λεγόμενη «μαύρη γραμμή» (Πειραιάς- ανατολικά παράλια Πελοποννήσου, Κύθηρα) ώσπου διαλύθηκε το 1973 στο Πέραμα.
Η αφίσα εποχής ξεκινά την αναφορά της στο «νεοαγορασθέν πολυτελέστατον ατμόπλοιον Μυρτιδιώτισσα», παραθέτοντας τα βασικά του χαρακτηριστικά και την εσωτερική διαμόρφωση, προτού δημοσιεύσει το πρόγραμμα δρομολογίων του. Για το Μυρτιδιώτισα, έλεγαν πως του ήταν γραφτό να ταξιδεύει σε μυστικιστικές γραμμές, από τα ανεμοδαρμένα νησιά των Εβρίδων στις κακοτράχαλες ακρογιαλιές της Λακωνίας, από την ομίχλη των Σκωτσέζικων φιόρδ στις σφηκοφωλιές των όρμων στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα, στο Πόρτο Κάγιο, στο Σολοτέρι.
Το Μυρτιδιώτισσα πραγματοποίησε το παρθενικό του δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της ανατολικής Πελοποννήσου το καλοκαίρι 1958.
Ήταν ένα πλοίο ιστορία. Μια όαση, σε μία άγονη γραμμή. Καράβι μιας άλλης εποχής, κουβαλώντας πάντα περήφανες ράτσες ανθρώπων.
Ήταν το πλοίο που η οικογένεια του ξεκίνησε το μακρινό της ταξίδι.
.....Στον Πειραιά η οικογένεια επιβιβάστηκε στην επιβατική αμαξοστοιχία του ΟΣΕ με προορισμό τη Λαμία, κουβαλώντας μαζί τους και τα λιγοστά υπάρχοντα τους, μόλις δυο μπόγους που ήταν όλη κι όλη η κινητή τους περιουσία τυλιγμένη σε σεντόνια.

Click to Open
Τελικός Προορισμός Λαμία!
.....

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Tria Kofta Ki Ena Paratetameno Sfirigma Toy Apoxeretismou

........... Το απομεσήμερο έφτασαν στη Μονεμβασιά, μόλις λίγα μέτρα μπροστά τους εκτείνεται μια  θάλασσα με γαλαζοπράσινες αποχρώσεις. Ο ήλιος στα δεξιά πάνω από το Φοινίκη ετοιμάζεται να δύσει πίσω στο Λακωνικό κόλπο. Μπροστά τα μεσαιωνικά τείχη της Μονεμβασιάς και πίσω τους κρύβεται η μαγευτική καστροπολιτεία που φιλοξενεί βυζαντινές εκκλησίες, επιβλητικά αρχοντικά, γραφικά καλντερίμια και μία σειρά από ξενώνες, εστιατόρια, μπαρ και καταστήματα που βρίσκονται σε αρμονία με το αρχιτεκτονικό προφίλ της πόλης. Στον «Βράχο της Μονεμβασιάς» συνδιαλλέγεται η άγρια ομορφιά της πέτρας με το μπλε της θάλασσας και το σήμερα με την ατμόσφαιρα των μεσαιωνικών χρόνων.
Ήταν κοντά στο Ηλιοβασίλεμα τέλη του Ιούλη και έκανε μια διαβολεμένη ζέστη, αλλά εκεί στην ακροθαλασσιά που ξεκινούσε η τσιμεντένια προβλήτα του λιμένα το φρέσκο θαλασσινό αεράκι κρατούσε την θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά είχαν λουστεί στον ιδρώτα καθώς περίμεναν να επιβιβαστούν στο μικρό επιβατικό καΐκι που θα τους μετέφερε στο μεγάλο καράβι, που φάνταζε σαν μαύρο-άσπρο κάστρο, πάμφωτο, επιβλητικό και περήφανο και είχε φουντάρει αρόδο στο αγκυροβόλιο στον ανοικτό κόρφο σε μια θάλασσα γεμάτη ρυτίδες. Κατάμαυρο το σκαρί. Άσπρη η γέφυρα. Και το όνομα του γραμμένο με άσπρη λαδομπογιά μαζί με το νηολόγιο. 
Στο τέλος της τσιμεντένιας προβλήτας της μικρής μαρίνας του λιμένα είχε πλαγιοδετήσει η «Αρτεμισία»  ένα παραδοσιακό ξύλινο καλοδιατηρημένο επιβατικό καΐκι που μόλις είχε βγει από τον ταρσανά του Γυθείου και ήταν ολόφρεσκα βαμμένη. Ένα γερό σκαρί με ευκολίες, και καθίσματα για επιβάτες.  Τα πλευρά της, φρεσκοβαμμένα, άστραφταν, λειασμένα και ξασπρισμένα. Ο καπετάνιος της, γαλήνιος στο απογευματινό μελτεμάκι καθοδηγούσε τους επιβάτες να πάρουν ασφαλείς θέσεις.
Ήταν ώρα του ηλιογέρματος, όταν ο καπετάνιος του καϊκιού με την ήρεμη φωνή του έγνεψε στον άντρα στην αποβάθρα και αυτός του έλυσε τα σχοινιά! Έβαλε εμπρός τη μηχανή, και κράτησε την τιμονιέρα σταθερά στα χέρια του, η Αρτεμισία σκαμπανέβασε ελαφρά όταν ο καπετάνιος έβαλε όπισθεν για να απομακρυνθεί από την προβλήτα, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, με μια επιδέξια μανούβρα. Θα μπορούσε να οδηγήσει το καΐκι και με κλειστά μάτια. Ο ίδιος είχε κάνει αυτή τη διαδρομή τόσες φορές, που είχε χάσει το λογαριασμό. Μπορεί να του είχε γίνει ρουτίνα, αλλά δεν ήταν ποτέ μονότονη. Ένιωθε ως συνήθως, την ελευθερία της θάλασσας και του γαλανού ουρανού, ενώ κρατούσε το τιμόνι και αφουγκραζόταν το βόμβο της μηχανής.
Η «Αρτεμισία» ταρακουνήθηκε καθώς αναχωρούσε από τη προβλήτα του μικρού λιμένα για να γλιστρήσει στα βαθιά νερά. 
Ο καιρός μαλακός καλοκαιρινός, πουνέντες, και το καΐκι στην απογευματινή παλίρροια γύριζε κι έπιανε να μποτζάρει απ’ τ’ αντιμάμαλο που γεννιόνταν καθώς η θάλασσα χτυπούσε στην προβλήτα και πισωγύριζε. Ο καπετάνιος τιμόνευε με μαεστρία, κάνοντας οχτάρια πάνω στα κύματα. Σιγοτραγουδούσε κιόλας.
Το απαλό αεράκι τους χάιδευε το πρόσωπο. Ήταν ζεστό και ας ήταν ήδη σούρουπο. Λευκά, ακίνδυνα σύννεφα φαίνονταν διάσπαρτα στον ορίζοντα. Τα νερά που έσκιζε το καΐκι ήταν καταγάλανα.
Όταν η «Αρτεμισία» έβαλε πλώρη το ανοικτό πέλαγος και απομακρυνόταν από την ακτή μαζί της απομακρυνόταν και αυτός και ίσως έφευγε για πάντα, αφήνοντας πίσω του το μικρό φτωχό οικισμό τους, το πετρόκτιστο ασβεστοβαμμένο σχολείο του στα Κουλέντια, τη μικρούλα καταπράσινη λίμνη στου «Μειμέτ αγά», με το λιγοστό τρεχούμενο νερό που άρδευε τα περιβόλια του οικισμού.
Πριν γνωρίσει την απέραντη θάλασσα γνώρισε τη μικρή τεχνητή λίμνη στα δυτικά όρια του οικισμού τους, κάτω από τη σκιά ενός γιγάντιου αιωνόβιου πλατάνου. Πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν τριγύρω την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με καθάρια νερά, που ξεπρόβαλε πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια σου.
Το μακρινό τους ταξίδι του ξενιτεμού μόλις είχε ξεκινήσει με το ασπρογάλανο καΐκι την «Αρτεμισία.» Ήταν το πρώτο τους βήμα.
Η φαμίλια  ....η μητέρα πρωτίστως..... είχε γυρίσει την πλάτη της στον τόπο της και σ’ αυτό που της ήταν οικείο, αλλά και αυτό το τίμημα ήταν μικρό, προκειμένου να παλέψει ώστε να μπορέσει να προσφέρει στα παιδιά της όλα όσα ονειρευόταν πως δικαιούνταν.
Ο Τηλέμαχος ο τετράχρονος αδελφός του άκουσε τον υπόκωφο παφλασμό των κυμάτων καθώς σκάνε στον καθρέφτη του καϊκιού, λικνίζοντας το, τρόμαξε. Δε σάλευε, το πρόσωπο του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, μια παράξενη ταραχή.. Τα χέρια του τρέμανε, άρπαξε το παντελόνι του συνεπιβάτη εμπρός του και το κρατούσε σφικτά φοβισμένα, δάκρυα ξεχείλισαν απ' τα μάτια του. Ο κύριος στοργικά ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του μικρού αγοριού και του μίλησε καθησυχαστικά.
Ο Τηλέμαχος αναστέναξε άφησε το παντελόνι σήκωσε τα μάτια και τα χαμήλωσε πάλι, νιώθοντας ανίσχυρος και φοβισμένος, ...
Κάθισε χάμω στο κατάστρωμα αγκάλιασε τα γόνατα του, ακούμπησε πάνω τους, το πηγούνι του κι άρχισε να κλαίει με ένα νευρικό, καταπιεσμένο κλάμα. 
Η μητέρα τους τον πλησίασε τρομαγμένη, τον σήκωσε όρθιο, είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα..... δάκρυα άφθονα. Έδωσε το μικρό δίχρονο αδελφό τους που κρατούσε στην αγκαλιά, στον άνδρα της, έβγαλε τη ζακέτα της και σκέπασε το αγόρι της, κι αυτό κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της μάνας του γραπώνοντας τα δάχτυλά της. 
«Ψυχή μου!» Του ψιθύριζε με τρυφερότητα. «Εδώ είμαι εγώ, δεν θα σ' αφήσω πότε!» Και τον κρατάει στο στήθος της όπως όταν ήταν μωρό να μην της κλαίει.
«Εδώ είναι η μανούλα σου», του λέει γλυκά, αποθέτοντας ένα τελευταίο χάδι στο μέτωπό του πριν σηκωθεί. Ο Τηλέμαχος αναστενάζει και τα μάτια του λάμπανε ζωηρά τώρα, μπορούσες να δεις στα μάτια του την ανακούφιση καθώς κοίταζε την μητέρα τους.
Η «Αρτεμισία» έπλεε χρησιμοποιώντας τη μισή ταχύτητά της, σκαμπανέβαζε, υστέρα από πάλεμα με την παλίρροια, κάποτε έφτασε μπροστά στο έμπα του λιμανιού δίπλα στο μεγάλο ποστάλι. Ο καπετάνιος πήρε στροφή στη στερνή μανούβρα, να καβατζάρει, για να φέρει το καΐκι στα δίπλα στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου με ασφάλεια στο κύμα.  Μπήκανε στην απανεμιά.  «Στις Θέσεις σας παρακαλώ!» φώναξε ο καπετάνιος. «Ένας- ένας στη σκάλα, οι γυναίκες και τα παιδιά πρώτα.» Αυτό έκανε ένα σωρό δειλά πρόσωπα να στραφούν προς το μέρος του. Οι επιβάτες έσπευσαν να τον υπακούσουν. 
....Τρία κοφτά κι ένα παρατεταμένο σφύριγμα, σκόρπισαν γύρωθε τη χαρά και τον αποχαιρετισμό του καραβιού. Οι προπέλες αναδεύτηκαν μαντίλια ανέμισαν  ψηλά στο κατάστρωμα, στη γέφυρα και στην αποβάθρα. Σφύριζε το καράβι την αναχώρηση και χύθηκε λεύτερο μπροστά, μαζί σφύριζαν και τα καΐκια. Σφύριζαν το φευγιό στους ταξιδιάρηδες. Για όσους ήτανε να φεύγουνε. Να πάνε μακριά σε άλλους τόπους. Σε τόπους που τους περιμένανε, και καθώς το πλοίο αύξανε ταχύτητα οι επιβάτες κουνούσαν τα μαντίλια όσο περισσότερο μπορούσαν, συντηρώντας τον δεσμό με τα πρόσωπα που χάνονταν στην ακτή. 
Ο ήλιος τραβά δυτικά πίσω απ’ τα ψηλώματα βασιλεύοντας με τις τελευταίες του αχτίνες, να πορφυροβάφουν στρωτό γυαλί τα νερά, κι οι ίσκιοι πέφτουν βιαστικοί στα κύματα της λακωνικής ακτής. Ανατολικά βρίσκεται το Μυρτώο Πέλαγος και το πλοίο χαράζει πορεία στον ανοικτό ορίζοντα. Η Παλιά Μονεμβάσια, νότια του μεγάλου βράχου, μένει πίσω τους. Ο ουρανός ήταν καθαρός, τα πρώτα άστρα φάνηκαν στο στερέωμα.
Το σούρουπο έδωσε τη σκυτάλη στην νύχτα που μοσχοβολά την υγρή οσμή της θάλασσας και το φεγγάρι ένας χρυσαφένιος δίσκος, αναδύεται πέρα στον μακρινό ορίζοντα έτοιμο κι’ αυτό να αρχίσει το ταξίδι του στον ουρανό, φτάνοντας πέρα, στους μακρινούς ωκεανούς, στις μακρινές θάλασσες, κι αυτός συλλογιέται ακουμπισμένος στην κουπαστή την αναχώρηση, φέρνει στα μάτια του τη γη που γεννήθηκε ν’ απομακρύνεται μέσα στ' απόνερα που αφήνει πίσω της η προπέλα του «Ποσταλιού».
Ή λάμψη της δύσης αναλήφθηκε απ' τις βουνοκορφές, το σούρουπο γέμιζε το Μυρτώο πέλαγος, και άρχισε να σκοτεινιάζει πέρα από την κορυφή της Κουλοχέρας στα χωριά του Ζάρακα. Ένα μεγάλο γλαροπούλι βούτηξε στο νερό. Τα στεφάνια πάνω στην απαλή επιφάνεια της θάλασσας πλάταιναν ολοένα. Μπροστά στον ορίζοντα πρόβαλε η βραχονησίδα Παραπόλα. Στην αρχή ήταν μια μικρή κουκκίδα στο βάθος του αστροφώτιστου ορίζοντα που άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή καθώς την πλησίαζαν.
Και πίσω εκεί μακριά, μια άλλη κουκκίδα, καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ο πελώριος βράχος της Μονεμβασιάς, το πέτρινο καράβι του Ρίτσου, η αγέρωχη καστροπολιτεία ξεμακραίνει.
«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για τον τόπο του, τη Μονεμβασιά. Για τον άγριο βράχο, την Άκρα Μινώα -όπως  ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα- που αποκόπηκε από την Πελοπόννησο με έναν σεισμό το 375 μ.X. και πήρε τη μορφή που πήρε σήμερα.
Είχε πια σχεδόν νυχτώσει.

Click to Open
Άφιξη στο Λιμάνη του Πειραιά!
.....

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

H Mera Ths Anachorisis

...1958.. Η αναχώρηση από τα Μπουμπουτσέλια....
Η Ιοκάστη ήταν βυθισμένη σε ακαθόριστες και αφηρημένες σκέψεις το διάστημα εκείνο. Αυτό που ονειρεύεται είναι να αλλάξει τη μοίρα τους, και να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Το τελευταίο βράδυ ήταν ορθή μπρος στο παράθυρο τους, με κουφωμένα τα σκούρα-μελιά της μάτια, και κοίταζε. Κοίταζε  ασάλευτη, ενώ το φεγγαρόφωτο έπεφτε πάνω της, κάνοντάς τη να μοιάζει με απαστράπτουσα. Τα αστέρια έλαμπαν με το ψυχρό τους φως, ενώ η ημισέληνος έλουζε τα πάντα, η Ιοκάστη έμενε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω ένας καινούργιος κόσμος και πάσχιζε να τον μάθει. Σε ξένα μέρη, που πάμε πρόσφυγες, τι άραγες μας περιμένει; Τι μέρες είναι ν' ανατείλουν;
«Μανούλα, τι κοιτάζεις;!»
«Τίποτα αγάπη μου.! Απλά κάτι σκέφτομαι.»
Η φωνή της ήταν κάπως αλλιώτικη, αλλαγμένη, κάπως βραχνή, το πρόσωπο σφιγμένο, συννεφιασμένο ακίνητο και βουβό. Τα μάτια της βυθίστηκαν πάλι εκεί έξω στην απεραντοσύνη τ' ουρανού σαν κάτι να γρικούσε μέσα της και πάλευε να το ξεκαθαρίσει.
Ύστερα στράφηκε προς το μέρος τους, γλύκαινε το πρόσωπο της χαμογέλασε και τους κάλεσε κοντά της ...τα παιδιά της... τα φίλησε στα μάγουλα και άρχισε να τους μιλά για τον κόσμο. Να τους μιλά για τον κόσμο αυτόν που υπάρχει εκεί έξω πέρα απ’ τη θάλασσα και για τα παιδιά που έχουν ευκαιρίες να κάνουν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους. Να τους μιλά για τους ανθρώπους που δημιουργούν καινούργιους κόσμους. Να τους εξηγεί πως κάθε στιγμή της ζωής είναι μια μάχη, μια απόφαση, μια γεμάτη νόημα επιλογή που σε κάνει να νιώθεις πως μπορείς να ονειρευτείς τη ζωή σου όπως την θέλεις.
Έπειτα τους είπε για την αναχώρηση.
Τώρα τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Τα κοιτούσε τόσο στοργικά. Γέμισαν δάκρυα και τα δικά τους. Σύρθηκαν μέσα στα απλωμένα χέρια της, μαζεύτηκαν πάνω της κουρνιάζοντας στην αγκαλιά της, εκείνη τα έσφιξε όσο πιο κοντά της μπορούσε.
«Μανούλα μην κλαις...» Της είπε λυπημένα, με μια φωνή παράξενα συρτή ο Αλκιβιάδης.
«Σιώπα, μην κλαις… μη φοβάσαι εμείς είμαστε εδώ..»
Η Ιοκάστη δε μίλησε ξανά, τους κράτησε στην αγκαλιά της σιωπηλή, συνεχίζοντας να τους χαϊδεύει μέχρι που σιγά σιγά τα δάκρυα της αραίωσαν, δίνοντας τη θέση τους σε αναστεναγμούς. Κρατώντας σφιχτά τα παιδιά της, ότι γλυκό και ιερό έχει στη ζωή της αναστενάζει γιατί ’ναι όλα πίκρα και καημός. Σταδιακά πλάκωσε μια σιωπή, όπως η πίσσα που ρίχνεται και σκεπάζει το χώμα. Μια σιωπή βαθιά γεμάτη νόημα, ελπίδα, δύναμη, και αυθεντικότητα. 
Ήταν που ονειρευόταν για λόγου τους μια καλύτερη τύχη: Να σηκωθούν και να πετάξουν σαν τους νεοσσούς αετούς που έβγαλαν φτερά. Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία της τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα γίνονται φως, μια γλύκα και όλα τριγύρω της φαίνονται πως ξανανθίζουν όπως η κοιλάδα την άνοιξη.
Της Ιοκάστης τότε ένας τελευταίος βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος που έλυσε την σιωπή της. Ξέσπασε και τότε ένα τραγούδι αντήχησε. Νοσταλγικό και πονεμένο τραγούδι του νόστου και της προσφυγιάς. Μια υπόκωφη μελωδία, σε παράπονο, σε λυγμό, γυμνή χωρίς μουσική, που είχε μόνο λίγες νότες σε ρυθμό κι ωστόσο ατέλειωτες παραλλαγές.
Στο μυαλό του Αλκιβιάδη για χρόνια τώρα αντηχεί αυτό το τραγούδι, γλυκόλαλα και τόσο απαλά, κι αν μπορούσε να το εκφράσει, θα το έλεγε το Τραγούδι της οικογένειας τους. Έκλεινε τα μάτια του για ν' ακούσει την πλούσια, ζεστή και γλυκιά φωνή της μητέρας του, και οι σκέψεις του γέμιζαν με τα σκούρα μελιά μάτια της, που έλαμπαν σαν αστέρια.
Τη μέρα του φευγιού από τα ξημερώματα ακόμα ο Αλκιβιαδης σηκώθηκε και βγήκε έξω, κατέβηκε στο διάσελο με τη στέρνα των περιβολιών, πέρασε στο περιβόλι τους, έκανε ένα γύρο τις πεζούλες  αποχαιρέτησε στα πεταχτά  το νερό, το χώμα, τον αγέρα του τόπου του, μάζεψε μυριστικά αγριόχορτα κι οι παλάμες του μύρισαν θρούμπα, φασκόμηλο και θυμάρι. Ανέβηκε στο  ψήλωμα, στ' αλώνι κοίταξε τον τόπο τους ολόγυρα να τον χορτάσει, να τον πάρει μαζί του. Αυστηρό, σοβαρό τοπίο από σκούρα δέντρα και χρωματιστά λουλούδια που έλαμπαν στο πρωινό ήλιο. Μακριά, κατά το νότο, πέρα από τα Φούτια η παραλία της Καστέλας μ΄ένα μικρο νησάκι, αμμουδερό, λαμποκοπούσε τριανταφυλλένια και κοκκίνιζε στις πρώτες αχτίδες η φύση. Και πέρα δυτικά στο Μεγάλο Ρέμα, ελιές, συκιές, λίγα αμπέλια εδώ και εκεί και στα απάνεμα γούπατα ανάμεσα σε βουναλάκια, στέκονται πλατωσιές γυρμένες προς το νότο, με ξινόδεντρα και μουριές και μερικά μποστάνια. Ώρα πολλή χαιρόταν από το ψήλωμα τους απαλούς κυματισμούς της γης ζώνες-ζώνες οι βαθύσκιωτες συκιές, οι ασημόφυλλες ελιές, οι ηλιοκαμένες αμυγδαλιές, οι σκουροπράσινες σκαμνιές και χαρουπιές που απλώνονταν μπροστά του. Και πέρα, κατά νότου, στραφτάλιζε η θάλασσα, απέραντη, έρημη, έφτανε ως τα Κύθηρα και τη Κρήτη. Έμοιαζε ετούτο τοπίο του χωριού του, λιγόλογο, λυτρωμένο από περιττά πλούτη, δυνατό και συγκρατημένο ξεχώριζε και μοσχοβολούσαν οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές, από το περιβόλι τους.
«Το χωριό μου!» Μουρμούριζε και η καρδιά του αναπετάριζε.
Κατέβηκε από το αλώνι, πήρε το μονοπάτι του Άγιου Παντελεήμονα. Ήταν Κυριακή, μα ο παππάς λειτουργούσε στα Λυρά αυτή τη βδομάδα και η εκκλησία ήταν έρημη. Στάθηκε! Ευθύς ως πήρε το μάτι του, η καρδιά του σκίρτησε οι σκέψεις του κόπηκαν. Ήταν τα παιδιά του οικισμού. Τα κορίτσια του Πολυζώη του Μάρκου, αγόρια και κορίτσια του Καραστατήρη, του Κατσουλώτου, των Αρώνη. Όταν τον συνάντησαν τα πρόσωπά τους άνοιξαν, πύκνωσε η αραιωμένη παράταξη κι όλες και όλοι μαζί τον καλημέρισαν με γάργαρες φωνές. Την ίδια στιγμή ο Παναγιώτης του Πολυζώη Αρώνη κτύπησε τη καμπάνα του Άγιου, χαρούμενος, παιχνιδιάρικος ο ήχος της, γέμισε τον αέρα ευδαιμονία.
Ο ήλιος είχε ψηλώσει, ο ουρανός ήταν κατακάθαρος. Στριμώχτηκε στις αγκαλιές τους, κοίταξε δυστυχισμένος το Μυρτώο πέλαγος. Ένιωθε το σώμα του να πλέει σε μια θάλασσα κι ο νους του, ακολουθώντας το κύμα, γίνονταν κύμα κι υποτάσσονταν κι αυτός, χωρίς αντίσταση, στο χορευτικό ρυθμό της θάλασσας. Κάτι σάλευε μέσα του κυριευμένος από επιθυμίες, και ελπίδες και προσδοκούσε τη λύτρωση. Άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του, σα να θελε να τους πάρει μέσα όλους. Τους αγκάλιασε έναν-έναν σταυρωτά τους φίλησε και τους χαιρέτησε όλους με περίσσια εγκάρδια λόγια. Καλή τύχη σε ότι κι αν κάνεις του ευχήθηκαν..
..... Το μονοπάτι από το σπιτάκι τους στον  οικισμό μέχρι τη δημόσιο χωματόδρομο ανηφορικό σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο από τοιχία ξερολιθιάς. Κατσιασμένοι πρίνοι, πικραμυγδαλιές και γκορτσιές ορθώνονταν χωρίς τάξη κατά μήκος του στενού, ελικοειδούς και σπαρμένου με λιθάρια δρόμου κι ο Αλκιβιάδης περπατούσε αργά λες και τα πόδια του αρνούνταν να τον υπακούσουν πια. Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το σπιτάκι τους που ήταν χωμένο ανάμεσα στις δυο αιωνόβιες ελιές και την μυγδαλιά στο νοτιά της αυλής τους πάνω από το τοίχος από τις ξερολιθιές και πιο κάτω το χαντάκι με τις φραγκοσυκιές, το σύνορο που τους χώριζε με την ιδιοκτησία του μπάρμπα Παναγιώτη. Του φαινόταν να μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από τον οικισμό για το σχολείο στο χωριό το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά. Σήμερα ένιωθε σαν ένα πουλί που μεταναστεύει και αφήνει εκεί πίσω το ένα κομμάτι του εαυτού του, τη δύναμη που δίνει η πατρώα γη, το ξεμονάχιασμα από τον κόσμο του, και ανηφορίζοντας προς τη δημοσιά περνώντας ανάμεσα από ρείκια, και χαμηλά πουρνάρια, του φαινόταν πως είναι προσκυνητής, που κατευθύνεται σ’ έναν τόπο  μετάνοιας: στον μακρινό τον κόσμο. Και ενώ δούλευαν στο μυαλό του αυτά τα ονειροπολήματα, έκανε στροφή προς τα πίσω να δει τη μητέρα του που είχε μείνει ακίνητη και κοιτούσε προς το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού του που υψωνόταν κόντρα στην ανατολική πλευρά του ουρανού. Η μητέρα του για λίγες στιγμές, στάθηκε ακίνητη να αποθαυμάσει το χρώμα του ουρανού, να αναλογιστεί τον καθημερινό μόχθο τους για την επιβίωση και να κάνει το σταυρό της. «Καλέ μου Θεέ, βοήθησε μας, προσευχήθηκε σιωπηλά. Ο Αλκιβιαδης αναρίγησε. Αγαπούσε το χωριό του. Ήταν ένας ιδιαίτερος τόπος γι’ αυτόν: Είχε γεννηθεί εκεί. Εκεί γνώρισε τη ζωή. Εκεί βρισκόταν όλη η ευτυχία που είχε γευτεί στον κόσμο. Αλλά τώρα—τώρα ήταν ανάγκη να φύγουν. «Μπροστά στην ανάγκη, σκύβουν το κεφάλι και οι θεοί,» έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όπως τους είχε πει ο δάσκαλός του μια μέρα στην τάξη. «Ανάγκα και θεοί πείθονται.» 
Βουβοί οι χωρικοί έβλεπαν έναν άντρα, ο πατέρας τους να πηγαίνει μπροστά με ένα μπόγο στον ώμο του. Και στο κατόπι του μια νεαρή γυναίκα η μητέρα τους με δυο μικρά αγόρια δίπλα της και ένα μικρότερο στην αγκαλιά της. Προχώρησαν προς τα εκεί που άρχιζε ο πλατύς ανηφορικός δρόμος που οδηγούσε για την πολιτεία της Μονεμβασιάς.

Click to Open
Τρια Κοφτά Σφυρίγματα Ένα Παρατεταμένο!
.....

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

Etimasies Anachorisis

.....Από την αρχή της άνοιξης του 1958 ο Αλκιβιάδης σαν μεγαλύτερος από τα παιδιά κάτι είχε καταλάβει ότι οι γονείς του ετοιμάζουν κάτι ξεχωριστό, ότι ετοιμάζουν την οικογένεια για ταξίδι χωρίς επιστροφή. Σαφείς οι προθέσεις του πατέρα που παρουσίαζαν τα σημάδια! Τα σημάδια του φευγιού! Μια βιασύνη, όπως γίνεται όταν ετοιμάζεσαι για ταξίδι. Ένα ασταμάτητο πήγαιν' έλα. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Τα κτηματάκια τους, οι κόποι και ο ιδρώτας του, επάνω που άρχισαν ν' αποδίδουν καρπούς, για την εξασφάλιση των αναγκαίων ώστε η φαμίλια τους να μη στερείται τα αναγκαία δεν τα καλλιέργησε. Χρειάστηκε πολύς κόπος, προσωπική δουλειά και ένα μικρό αγροτικό δάνειο, που ακόμη το χρωστούσε  στην αγροτική - ληστρική - τράπεζα, για να τ' αποκτήσει. Δέκα χρόνια κατοχής και εργασίας στα κτηματάκια τα είχαν κάνει δικά τους. Μα οι ελάχιστες σοδειές ήταν εποχιακές και τα λίγα ζωντανά που είχαν δεν μπορούσαν να ταΐζουν ολόκληρο το σπιτικό, σε τακτική βάση, περισσότερο απ' ό,τι το έκαναν ήδη. Και μία μικρή επένδυση στο ελαιοτριβείο του οικισμού που εξακολουθούσε να φέρνει κάποια κέρδη κάθε χρόνο είχε και αυτή πάρει το κατήφορο. Και ο πατέρας ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από απέναντι, καθισμένος μπροστά  από τον  Άγιο Παντελεήμονα και τα αγνάντευε πέρα για το λόγο ότι τα χωράφια βρίσκονταν από την άλλη μεριά και τους ανήκαν και η φύση γύρω τους του φαινόταν πολύ θλιμμένη. Οι αιμασιές από φραγκοσυκιές τα κλείνουν από πάνω προς τα κάτω σαν γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, και από από το λόφο μέχρι τη ρεματιά, του φαίνονταν να είναι τα σύνορα του κόσμου τους. Το καμίνι για τα ξυλοκάρβουνα ένα έργο υπομονής, που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο, κάτω στη τούμπα του μικρού κτήματος, στη γερτή πλαγιά της «Πάνω Λάκας» είχε ήδη διαβεί ο Μάρτης και ούτε που το έστησε για να ενισχύσει το λιγοστό εισόδημα τους.
Έρημη γη φτωχή και λίγη στο μερτικό τους, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα τους. Εκεί στην απομόνωση της επαρχίας, εκεί που έλειπαν τα απαραίτητα που κάνουν την ζωή του ανθρώπου ποιο ανεκτή, εκεί που ο μονός δρόμος που είχε άσφαλτο ήταν αυτός που περνούσε έξω από το χωριό, εκεί που η άνθρωποι δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι που θα τους αναβάθμιση την ζωή τους, εκεί λοιπόν στην εγκατάλειψη του κράτους που μόνο οι γόνιμες περιοχές είχαν την αίγλη της ζωτικής επαρχίας, εκεί που τους είχαν ξεχασμένους, εκεί που οι άντρες ζούσαν σε μια αφιλόξενη γη και για να ζήσουν οι οικογένειες τους  έφευγαν εργάτες στις πολιτείες και στα καράβια, τα φορτηγά και τα πετρελαιοφόρα, εκεί λοιπόν 
που ο κόσμος έφευγε και πήγαινε μακριά, στην ξενιτιά, να βρει την τύχη του, σκέφτεται κι αυτός το μέλλον τους και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού για καλύτερες μέρες.
.. Καθώς τα πρώτα χρόνια πέρασαν η Ιοκάστη και ο Κλέαρχος άρχισαν να το συζητούν και όσο περισσότερο το συζητούσαν, τόσο περισσότερο συμφωνούσαν ότι το χωριουδάκι τους δεν μπορούσε να θρέψει ούτε εκείνους που είχαν γεννηθεί εκεί από παλιά ούτε τα παιδιά τους. Η ιδέα του Κλέαρχου να μεταναστεύσουν στριφογύριζε καιρό στο μυαλό του, όμως όλο και το ανέβαλε, το ανέβαλε, ποιος ξέρει αν από φόβο για το άγνωστο η από αναποφασιστικότητα. Πέρασε άγρυπνες νύχτες να το σκέπτεται, να δώσει κουράγιο στον εαυτό του να μην δειλιάσει όταν ορίσει τη μέρα της αναχώρησης. 
Είδε κι απόειδε ο πατέρας πως προκοπή στο χωριό δεν υπήρχε ούτε γι' αυτόν, ούτε για την φαμιλιά τους και πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Αργά η γρήγορα όλα φτάνουν σε τούτη τη ζωή.» Σκέφτηκε.  
Στο τέλος εξέφρασε την επιθυμία στον αδελφό του, εάν έβρισκε δουλειά στην πολιτεία. Η απασχόλησή του στη χέρσα και άνυδρη γη δεν του άρεσε ήταν μια ταπεινή και  κοπιαστική δουλειά, του έτρωγε τα νιάτα χωρίς αντίκρυσμα. Όχι ότι αγαπούσε ιδιαίτερα και με ζήλο τη φιλόπονη ζωή βέβαια, μα δεν έπαυε όμως να είναι άντρας και αρκούσε η σκιά του για να προστατεύει ακόμη την οικογένεια του. 
Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε τους φόβους του και τις αμφιβολίες του για το αν αυτή η κίνηση ήταν η καλύτερη, μα αυτούς τους φόβους τους περιόριζε η ανέχεια, οι λιγοστοί πόροι, η έλλειψη επιλογών και εργασίας στον τόπο τους. Υπήρχαν και οι φήμες που διαδίδονταν. «Οι Πολιτείες έχουν ευκαιρίες. Εκεί βρίσκεις εύκολα δουλειά. Εκεί που τρως το ψωμί σου με βούτυρο.» Και επήρε την απόφαση να ξενιτευτούν για ένα καλύτερο μέλλον που έμοιαζε δεδομένο. Υπήρχε και ο αδερφός του, πού 'ταν παντρεμένος εκεί, κάπως μια γωνία θα 'βρίσκε να τους βοηθήσει στο ξεκίνημα. Είχε ακούσει βέβαια κι από άλλους συγχωριανούς, πως στην πολιτεία χαμένος δεν έμενε κανείς. Ρώτησε o πατέρας του για περισσότερες λεπτομέρειες, ξαναρώτησε τα ζύγισε, τ' αποφάσισε. Και όταν το απεφάσισε γρήγορα σαν αστραπή έγιναν όλα.. Ξεκίνησαν ετοιμασίες για την αναχώρηση στη Λαμία. Με το όνειρο να γευτούν κι αυτοί τα αγαθά της μεγαλούπολης. Χρήματα βέβαια δεν υπήρχαν, ούτε τα χρήματα του εισιτηρίου. Αλλά αφού το αποφάσισε για όλα υπήρχε λύση. Κάποιοι θα του έδιναν το ποσό που χρειαζόταν αν τους υπέγραφε την παραχώρηση τής όποιας περιουσίας ή του σπιτιού τους στο χωριό. 
Πούλησε και την μικρή οικία τους με τον όμορφο φούρνο, κι από κοντά και το κτηματάκι δίπλα στο φούρνο με τις αγκινάρες πούλησε και το μικρό περιβολάκι πίσω από την μικρή λιμνούλα. Μιαν αγάπη βαθιά, πλατιά και απέραντη ήταν εκείνη που ένιωθε στα στήθια του ο Αλκιβιάδης γι’ αυτό το μικρό περιβόλι, με τα λίγα δέντρα στα σύνορα του. Όλα για ένα κομμάτι ψωμί βέβαια, για τα ναύλα της φαμίλιας με προορισμό τη Λαμία. Χαλάλι ας του γίνονταν του φίλου του, τ' αδερφικού, που τα παρέλαβε.
Η μέρα αναχώρησης τους έφτασε. Είχε φτάσει η στιγμή! Όλα ήταν έτοιμα. Τελικά με πόνο ψυχής πούλησαν και το τελευταίο απομεινάρι της περιουσίας τους το κτήμα με τις ελιές, εκεί στο μάτι της ρεματιάς στου Μεϊμέτ-αγά ίδιο με την καρδιά που χτυπούσε στο στήθος τους. Ζούσαν από αυτό.
...... Ακόμη και το πιο μακρινό ταξίδι αναγκαστικά αρχίζει με ένα απλό πρώτο βήμα. Είμαστε στο καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πενήντα οκτώ και το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης στην Ελλάδα την περίοδο αυτή είναι στο ζενίθ. Ο ξεριζωμός από την ύπαιθρο από τα γονικά εδάφη, η αστυφιλία, εξακολουθεί να πιέζει την καρδιά κάθε Λάκωνα, αδιάφορο αν κατοικούσε σε πλούσιους κάμπους και δασωμένα βουνά, η σε πτωχή και χέρσα γη.  
Και έφευγαν με τα καράβια τα γεμάτα νέους και νέες που είχε σαν αποτέλεσμα την ερήμωση των χωριών και την υπερδιόγκωση των μεγάλων αστικών κέντρων προς αναζήτηση σταθερής και μόνιμης εργασίας καθώς και η υπόσχεση των πόλεων για μια καλύτερη ζωή.
........Σήμερα οι μνήμες των πρώτων παιδικών του χρόνων ξυπνούν, έρχονται σαν κύματα και πλημμυρίζουν τις σκέψεις του. Δεν μπορεί εύκολα να ξεχάσει, ξαναγυρίζει πάλι και πάλι o τόπος του μέσα στα όνειρά του και νοσταλγεί μελαγχολικά εκεί που περπάτησε τα πρώτα βήματα του. Ταυτόχρονα μετρά τα πεπραγμένα της ζωής του, που ακολουθούσε το δρόμο της ξενιτιάς και άνοιξε νέους ορίζοντες. 
Ο σοφός παππούς του όπως πάντα με το χαμόγελο στα χείλια, συγκαταβατικός και γαλήνιος έλεγε. «Γιε μου τα στάσιμα νερά βρομίζουν».

Click to Open
Η Ημέρα της Αναχώρησης
.....

 
Web Informer Button