ADS

click to open

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

Sto Prothalamo Tis Efivias

....Ο χρόνος στη γειτονιά και στο σπιτικό τους κυλούσε όπως κυλά για όλο τον κόσμο. Ιδιαίτερα γεγονότα έλαβαν χώρα την χρονιά εκείνη. Η νεαρή σπουδάστρια μετακόμισε τη νέα σχολική περίοδο δεν ξανά-ενοικίασε τη μικρή κάμαρα για  αδιευκρίνιστους λόγους. Χάθηκε κάθε επαφή με την οικογένεια τους, έκτοτε ο Αλκιβιάδης ποτέ δεν άκουσε κάποιο νέο από εκείνη.
 Η Ιόλη την τελευταία τους χρονιά στο δημοτικό δεν έδωσε παρουσία στο σχολείο τους. Η Μερόπη τους πληροφόρησε πως η οικογένεια της Ιόλης είχε μετακομίσει σε ένα κεφαλοχώρι στο κάμπο του Σπερχειού. Ο Αλκιβιαδης αργότερα έμαθε ότι η Ιόλη τελειώνοντας το δημοτικό πολύ σύντομα παντρεύτηκε! Παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία ακόμη, ούτε την εφηβική της ηλικία δεν γεύτηκε ελεύθερη.
Η οικογένεια του Αλκιβιάδη μετακόμισε, ενοικίασε κι αυτή ένα σπίτι λίγο ψηλότερα από το ρέμα, μια μικρή αυτόνομη μονοκατοικία με πολύ μεγάλη αυλή που ένα μέρος της ο Κλέαρχος την μετέτρεψε σε καταπράσινο λαχανόκηπο.
Η Μερόπη τελειώνοντας το δημοτικό, μεγάλωσε απότομα, σοβάρεψε, έχασε εκείνη την σκερτσόζικη παιδική ανεμελιά της, έπιασε εργασία σ' μια βιοτεχνία ενδυμάτων.
Η Ιοκάστη μετά την δουλειά έπρεπε να πλένει ως αργά το βράδυ σε μια σκάφη, γιατί ήταν τρία παιδιά, τι να προλάβει; Ο Κλέαρχος τα είπαμε.
Μάνα, μητέρα, μαμά, όπως και να την φωνάξεις, η μάνα είναι το σύμβολο ... να πλένει, να σιδερώνει, να φροντίζει, να ελέγχει, να καθαρίζει.
Είναι αργά η ώρα περασμένη! Δίνες αστεριών στο νυχτερινό ουρανό του καλοκαιριού, ένα φωτεινό κίτρινο μισοφέγγαρο, οι λόφοι του στρατοπέδου στο βάθος και μία φεγγαρόλουστη πόλη, ενώ η σκούρες σιλουέτες από τις ασημοπράσινες λεύκες της ρεματιάς βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Η μητέρα του έχει βάλει το καζάνι να βράζει με φύλλα από την λεμονιά και την πορτοκάλια ώστε τα ρούχα να μοσχοβολάνε με το σπιτικό σαπούνι και έχει ξεκινήσει τη μπουγάδα της οικογένειας στη ξύλινη σκάφη που την τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι στην αυλή. Ο Αλκιβιάδης κάθισε δίπλα της να της κάνει παρέα έχοντας για θρόνο μια ταπεινή καρεκλίτσα και συνεχώς διάβαζε. «Τα σχολικά του.» Διάβαζε το βιβλίο του στο λιγοστό κιτρινωπό φως μιας λάμπας πετρελαίου.
Χαμένος στις φαντασιώσεις του, διάβαζε προσηλωμένος το θέμα γιατί είχε πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Δεν αντιλήφθηκε την μητέρα του που απρόβλεπτα, απροειδοποίητα, του άρπαξε το βιβλίο που «διάβαζε» από τα χέρια του.
Το εσωτερικό περιεχόμενο του βιβλίου έπεσε στο δάπεδο.
«Τι είναι αυτό;»
Ο Αλκιβιάδης ανήμπορος να αρθρωσει λόγο κοιτάζει τη μητέρα του με αμηχανία και με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας. Γκαούρ -Ταρζάν ήταν το κρυφό ανάγνωσμα στο εσωτερικό του σχολικού βιβλίου.
Στο μύχιο, βαθύ και άγουρο παρελθόν του, οι πρώτες ηδονές να μυρμηγκιάζουν το κορμί του. Γκαούρ ήταν μελαχρινός γίγας, γενναίος, με ελληνικό φιλότιμο και λεβεντιά, κάτι που ο Άγγλος ξανθός, λίγο αφελής Ταρζάν δεν μπορούσε να συγκριθεί. Η ωραία Ταταμπού, η μελαχρινή έλληνο-αφρικάνα κοπέλα του Γκαούρ με το χυμώδες σώμα και το υπέροχο μπικίνι της. Αλλά ακόμα έφτιαχνε ιστορίες με τη Τζέιν, την ξανθιά καλλονή του Ταρζάν, Αγγλίδα, πανούργα και κρυφά ερωτευμένη με τον καλό Γκαούρ. Τι συνδυασμός! Τζέιν, ξανθή, σκύλα και επικίνδυνη! Ταταμπού, μελαχρινή, γλυκιά  και καλή! Και οι δυο θεές όλο χυμούς αντίζηλες και ερωμένες! Ποιο πιτσιρίκι δεν θα άρπαζε φωτιά.
Ήταν δώδεκα χρονών τώρα τελείωνε σε λίγο το δημοτικό.
Η Ιοκάστη μια φόρα την εβδομάδα καθάριζε το σπίτι του διευθυντή του σχολείου τους. Της παραπονέθηκε ότι ενώ ήταν καλός μαθητής τελευταία έδειχνε αδιάφορος στα σχολικά του.
Είχαν συμφωνήσει ότι θα γίνει επιμελής, και συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις….
Διάβαζε βέβαια αλλά αυτά που άρεσαν σ' εκείνον και τελικά η μητέρα του τον συνέλαβε αδιάβαστο και του έδειξε την δυσαρέσκεια και την απογοήτευση της.
Με την πρόθεση να του δείξει ότι «πρέπει να το πάρει στα σοβαρά» τον τιμώρησε τον ελεύθερο χρόνο του θα πηγαίνει μαζί της στη νέα της εργασία για να καταλάβει πως βγαίνει το ψωμί και να στρώσει τον πισινό του να μάθει γράμματα εάν αναζητεί μια καλύτερη ζωή.
Αχ καλή μητέρα πόσο θα θελε να καταλάβει ότι πραγματικά καλός μαθητής είναι μόνο αυτός που είναι καλά και στην υπόλοιπη ζωή του.
Εκείνη την εποχή η Ιοκάστη δούλευε σκληρά ... Εργαζόταν περιστασιακά ως καθαρίστρια σε κάποια σπίτια πολλές ώρες για να βγάλει επιπλέον χρήματα.. Ένας εργοδότης της στην περιστασιακή αυτή εργασία της ήταν ένας τριαντάρης εργένης Έλληνας γεννημένος στον Καναδά με την όμορφη ελληνική κατατομή.
Πρώτη φορά τον είδε να εμφανίζεται μπροστά του εκείνο το μαγιάτικο πρωινό που μύριζε καλοκαίρι. Ψηλός, καστανός, με κατατομή αρχαίου ελληνικού αγάλματος, ψηλό μέτωπο, σκέφτηκε, να ο αγαπημένος του ήρωας ο Γκαούρ σε πιο ανοιχτόχρωμη έκδοση. Τα ωραία χαρακτηριστικά του, το βαθιά μελαγχολικό του βλέμμα, με το ωραίο μελανό των ματιών του, που μέσα τους σπινθηροβολούσαν και ο γοητευτικός τόνος της φωνής του σε μαγνήτιζε άθελά του. Μια γοητευτική παρουσία που γύρισε στην πατρίδα των γονιών του και ασχολήθηκε με την γεωργία δυναμικά. Είχε σπουδάσει μηχανολόγος μα πήρε απόφαση ζωής να γίνει γεωργός. Ήταν κάτοχος ενός αμερικανικού τζιπ, ενός μεγάλου τρακτέρ και μιας πλατφόρμας που έσερνε το τρακτέρ και είχε στην κατοχή του ένα πλήθος γεωργικά μηχανήματα, πολύτιμα εργαλεία στην επιχείρηση του..
Κοντράστ η Ιοκάστη στα τριάντα τρία της χρόνια πλέον. Η Ταταμπού σε καστανή ανοιχτή χροιά. Γεροδεμένη, μια γνήσια Σπαρτιάτισσα. Και η Σπάρτη αναφέρεται από τον Όμηρο ως καλλιγύναικα. Την εποχή του Ομήρου θα 'ταν η Περίβοια, η κόρη του Ευρυμέδοντα. Λέγεται ότι ήταν η πιο όμορφη μέσα στις γυναίκες.
Η Ιοκάστη λοιπόν εργαζόταν περιστασιακά στη δούλεψη του. Συνήθως τις Κυριακές και πολλές φορές όταν την χρειαζόταν επικουρικά στα κτήματα του. Τακτοποιούσε το σπίτι και τις κτιριακές εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Τελευταία εκτός από την συντήρηση των οικημάτων και κυρίως τις εποχές που δεν υπήρχε εποχικό προσωπικό, η απουσίαζε και ο εργοδότης τότε αναλάμβανε και τις καλλιέργειες. Ενεργοποιούσε τα συστήματα ύδρευσης τις πότιζε και γενικά τις πρόσεχε. Την ικανοποιούσε βαθιά αυτή η ασχολία, τσαλαβουτούσε στα νερά χαρούμενη και αμέριμνη σαν παιδούλα. Ο εργοδότης είχε αντιληφθεί ότι αυτές οι ασχολίες την γέμιζαν ικανοποίηση. Έβλεπε ότι η Ιοκάστη είχε γνώσεις, εμπειρίες και αίσθημα ευθύνης απέναντι στη δουλειά και στη φύση και συχνά ζητούσε την βοήθεια της.
Το μαγιάτικο λοιπόν πρωινό ήταν ένα γλυκό ξημέρωμα και προμήνυε μια όμορφη μέρα. Το Τζιπ περίμενε την Ιοκάστη στο πλάτωμα της γειτονιάς για να την μεταφέρει στις εγκαταστάσεις του κτήματος .
Η Ιοκάστη τους σύστησε. Του χαμογέλασε πλατιά. «Όμορφη μέρα κοίτα να την απολαύσεις νεαρέ μου». Του είπε με φιλικό τόνο στη φωνή του.
Ξεκινήσανε . «Μάλλον το κυριακάτικο πρωινό προμηνύει μια δύσκολη μέρα για τον λεβέντη μου». Δήλωσε η μητέρα του με έμφαση.
Ο Λέανδρος (το όνομα του) την κοίταξε ερωτηματικά…
Η Ιοκάστη του εξήγησε για το επεισόδιο και την τιμωρία του.
Ένα πλατύ χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό του δείχνοντας και τα λευκά όμορφα δόντια  του.
«Έχουν δίκιο λοιπόν αυτά που λένε για τις Σπαρτιάτισσες . Τίμιες και αυστηρές! Εσύ τι λες αγόρι μου;» Τον ρώτησε.
«Μάλλον έτσι θα ‘ναι».  απάντησε
«Λιγομίλητος… Λακεδαιμόνιος μου φαίνεται;» Ξαναρώτησε.
«Μπα απλώς είναι λιγάκι ντροπαλός.» Τον ενημέρωσε η Ιοκάστη.
Το κτήμα είναι τετρακόσια στρέμματα επίπεδης γης καλλιεργήσιμης. Κάμπος. Αυτή η πράσινη θάλασσα ανθρώπινης καλλιέργειας.  Ευλογημένη Μητέρα γη.
Στα βόρεια στέκεται ένα πάρκινγκ στρωμένο με χαλίκια, μπροστά σε ένα δίπατο σπίτι με αετώματα που διατηρεί την ομορφιά του παρελθόντος, και διπλά του δυο τεράστιες αποθήκες. Μπροστά από τις αποθήκες σε κάποια απόσταση είναι το πηγάδι με το αρτεσιανό νερό ανάμεσα σε δυο υπέρ αιωνόβια σκιερά πλατάνια. Τριγύρω από το σπίτι μπαξές με λεμονόδεντρα. Μια σκηνή από την ονειρική Εδέμ. Μια εικόνα παραδείσου όλες τις εποχές του χρόνου.
Ανατολικά ένα μικρό δάσος από βυσσινιές και ένας αμπελώνας.
Δυτικά αρδευτικό κανάλι εξοργιστικά καταπράσινο χαμένο ανάμεσα σε μια απέραντη διπλό-σειρά τεραστίων κυπαρισσιών στην όχθη του.
Το κυπαρίσσι είναι χωρίς αμφιβολία ένα πανέμορφο δέντρο, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την παράδοσή μας.
«Ο Κυπάρισσος από την Κέα μια μέρα, από λάθος του, σκότωσε ένα ιερό ελάφι. Από τη θλίψη του παρακάλεσε τον Απόλλωνα να διατηρήσει τη μνήμη της λύπης του αθάνατη. Ο Απόλλωνας τον άκουσε και τον μετέτρεψε σε κυπαρίσσι. Το δέντρο αφιερώθηκε στον Πλούτωνα, τον θεό των νεκρών, και είναι έμβλημα πένθους.»
Το κυρίως κτήμα απέραντο συνήθως χρησιμοποιείτο για βαμβακοκαλλιέργειες...
Ο Λέανδρος και η Ιοκάστη. «Νιώθουν σαν να γνωρίζονται από χρόνια», κι ας μην έχουν περάσει πάρα μόνο λίγες ημέρες από τότε που πρώτο-ειδώθηκαν.
Το βλέπει στα μάτια τους. Τα μάτια έχουν πάντα τον πρώτο ρόλο. Από την πρώτη τους κιόλας συνάντηση, χωρίς οι ίδιοι να υποψιάζονται τίποτα, τα σώματά τους έχουν ήδη ανταλλάξει πάρα πολλές και σημαντικές πληροφορίες.  Ήταν κάτι που ποτέ δεν ειπώθηκε, αλλά υπήρχε στον αέρα.
Μετά από ώρες και την επαφή του με τον Λέανδρο ένοιωσε και αυτός πώς υπάρχει χημεία μεταξύ τους. Κάτι σαν δάσκαλου μαθητή;.  Αισθάνεται ότι θα 'ταν ο άνθρωπος να υποστηρίζει τα όνειρα του τις φιλοδοξίες του ακόμα κι αν δεν τα καταλαβαίνει. Κάποια στιγμή που ο Αλκιβιάδης εκθείαζε το εξαιρετικά όμορφο σπίτι ο Λέανδρος τον ρώτησε τι θα επιθυμούσε να προσθέσει στο σπίτι. Του είπε ένα γαλλικό μπιλιάρδο στο μεγάλο ισόγειο. Από την επαφή και τη συζήτηση τους ο Αλκιβιάδης το είχε καταλάβει ότι ο Λέανδρος είχε μια αγάπη σ' αυτό το άθλημα. Αυτός τον κοίταξε έκπληκτος και τον αγκάλιασε πατρικά με στοργή. Αυτή η επαφή εκείνης της υπέροχης μέρας ήταν το έναυσμα για τον Αλκιβιάδη να προσπαθήσει να μάθει μπιλιάρδο και σκάκι. Η γλυκιά του μανούλα του επέβαλλε τη γλυκύτερη τιμωρία και μάλλον το ήξερε εκ των προτέρων. Πως να μην την λάτρευε.
......... Ήδη είναι  μεσημέρι. Ο Λέανδρος κάτω από τη σκιά του μεγάλου πλάτανου παιδευόταν με την επισκευή ενός ενδιάμεσου κρουνού στο αρτεσιανό δίκτυο παροχής του νερού άρδευσης. Ο καύσωνας, αν και εξασθενημένος, καλά κρατούσε! Η Ιοκάστη κάτω από το βλέμμα ενός οργισμένου ήλιου, τον προσέγγισε λουσμένη στον ιδρώτα να τον ρωτήσει εάν έχει προτίμηση να μαγειρέψει κάτι ιδιαίτερο γιατί απομένουν αρκετές εργασίες και θα τους πάρει αργά στο τέλος της ημέρας να τις τελειώσουν. Αυτός απορροφήθηκε να κοιτάζει την όμορφη σιλουέτα της Ιοκάστης, και ξεχάστηκε για λίγο με τον κρουνό που επισκεύαζε μ' αποτέλεσμα ένας πίδακας αρτεσιανό νερό διέφυγε ξαφνικά από τον ενδιάμεσο κρουνό κατά βρέχοντας τόσο τον Λέανδρο όσο και την Ιοκάστη.
Της Ιοκάστης το λεπτό λινό φόρεμα, καλά εφαρμοσμένο επάνω της αντί να κρύβει, αναδείχνει τις απαλές καμπύλες του κορμιού της. Το είχε μαζεμένο ψηλά από την δεξιά πλευρά και αγκιστρωμένο πάνω από τις γάμπες της που γυάλιζαν αφήνοντας τα όμορφα πόδια της στη θέα μέχρι ψηλά. Το βρεγμένο φόρεμα κόλλησε κατάσαρκα πάνω της τονίζοντας το όρθιο γεροδεμένο κορμί της. Το πλούσιο στήθος διαγράφηκε σαν από καλούπι στητό κι ελαστικό, ως τους μελαχρινούς κύκλους με τις ορθωμένες θηλές, και η βρεγμένη κιλότα της τονίζει ηδονικά τους πανέμορφους γλουτούς της. Ένα όμορφο μαντήλι πειθαρχούσε τα σγουρά κι ατίθασα πλούσια μαλλιά της.... και τα αμυγδαλωτά της μάτια υγρά σ’ ένα πρόσωπο γεμάτο υγεία με χρώμα ροδαλό, σαν παλιό μηλόξιδο. Η Ιοκάστη ήταν πάντα όμορφη, με το σταρένιο δέρμα στο στιβαρό, μα αρμονικό κορμί της. Ο Λέανδρος έβγαλε το βρεγμένο πουκάμισο του έμεινε γυμνός από τη μέση και επάνω ένας όμορφος γεροδεμένος άνδρας με ευρύ στέρνο και φαρδιές πλάτες. Ήταν ακουμπισμένος στο πλάι του αρτεσιανού συγκροτήματος, ξυπόλυτος και γυμνός από τη μέση και πάνω, με το τζιν του χαμηλά, φαίνεται το λάστιχο του εσωρούχου και οι γραμμωμένοι κοιλιακοί του. Τα σκούρα καστανά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα σε ένα πολύ σέξι στιλ και τα σμαραγδένια μάτια του άστραφταν με μια πονηρή λάμψη. Ακτινοβολούσε σεξουαλική ενέργεια. 
Ένα στιγμιαίο χαρούμενο και απελευθερωτικό γέλιο ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη τους. Κι ήταν τόσο γοητευτικό το γέλιο τους! Ένας γάργαρος καταρράχτης από κρύσταλλα, που γέμιζε τον ίσκιο των δέντρων με ήχους επουράνιας γλυκύτητας.
Περνώντας η πρώτη αντίδραση και κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο ξαφνικά σοβάρεψαν. Εάν παρατηρήσει κανείς τα βλέμματα τους είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να καταλάβει ότι κάτι πολύ έντονα τους συμβαίνει. Τα μάτια τους, είναι ο καθρέφτης της ψυχής και των συναισθημάτων τους εκείνες τις στιγμές. Ποτέ της δεν φανταζόταν μέχρι σήμερα ότι θα μπορούσε να της συμβεί κάτι τέτοιο μ' έναν άλλο άνδρα.
Ο σοφός παππούς του έλεγε. «Oι ποιητές τα καταφέρνουν καλύτερα να μας κάνουν να νιώσουμε τι σημαίνει ερωτικό πάθος, γιατί έχουν τις λέξεις να το πουν, χωρίς να προσπαθούν να το εξηγήσουν.»
......... Ο Αλκιβιάδης μετά από εξήντα χρόνια από τις ημέρες εκείνες, έχοντας εσωτερικεύσει τις επιταγές μιας χριστιανικού τύπου ηθικής, που του την εμφύσησε κυρίως η μητέρα του, που η πορεία της ζωής της ήταν δύσκολη και επίπονα κουραστική, μια πορεία που περιόριζε τα όνειρα της και την έκανε να ζει υπό δύσκολες συνθήκες το παρόν και με περισσή αγωνία για το μέλλον. Ένιωθε πως έπρεπε να είναι καλά, να φροντίζει εκτός από τους γιους της και τον ίδιο της τον εαυτό, αφού το μητρικό της φίλτρο της έλεγε πως χρειαζόταν να είναι και αυτή καλά για να είναι σίγουρη πως και τα παιδιά της θα ήταν ευτυχισμένα
....... Με τόλμη λοιπόν σήμερα προσεγγίζει περιοχές αχαρτογράφητες με τρόπο βέβηλο, και βλάσφημη ομορφιά, για το φανέρωμα της δύναμης του ερωτικού πόθου που ασφυκτιά μέσα στις παραδοχές του κοινωνικού στάτους και υπερβαίνει συνειδητά τα όριά του, προσπαθώντας να δώσει έναν πιο ελεύθερο προσωπικό κόσμο της μητέρας του που ανάγεται στη σφαίρα του ονείρου και της μυθοπλαστικής φαντασίας υπερβαίνοντας τα όρια της καθημερινής τους αλήθειας. Έναν κόσμο όπως πιθανόν τον ονειρευόταν η κοκκινομάλλα με τα βιολετιά μάτια φίλη της, και πολύ-πολύ δύσκολα αν όχι τελείως αρνητικά η μητέρα του. Είναι γι αυτόν σήμερα ένα νοσταλγικό φλας-μπακ σε μια εποχή που έρωτας, ενοχές, τύψεις, φιλία, όλα δοκιμάζονται μέσα στο χρόνο.
Ζήσε τη χαρά του πνεύματος και τη σοφία των αισθήσεων. Ζήσε κείνο που είσαι μέσα στη φαντασία σου. Γιατί, στον φανταστικό μας κόσμο, υπάρχουν γνωστά συναισθήματα. Τι είναι λοιπόν αυτά τα συναισθήματα που λίγο πολύ όλοι φοβόμαστε να εκφράσουμε; H μυθοπλασία μπορεί και να καταφέρει να πει στον κόσμο για την αλήθεια των συναισθημάτων μας. Για την ελευθερία,για την αίσθηση ότι μπορείς να πετάξεις μακριά από ηθικές αναστολές, θρησκευτικούς συντηρητισμούς, σεξουαλικά κρατήματα.
Στην Ιοκάστη, υποσχέθηκε ότι θα στρώσει τον πισινό του κάτω να μάθει γράμματα. Όπως συνεχώς τον παρότρυνε μ' ένα σωρό ενθαρρυντικά λόγια για την χρησιμότητα τους. Στο Λέανδρο υποσχέθηκε ότι δεν θα ασχοληθεί πλέον στο μέλλον με την πυγμαχία, που ήταν το χόμπι του. Ο Λέανδρος το θεωρούσε παρεξηγημένο άθλημα. Δεν το ενέκρινε. Θα προσπαθήσει να μάθει καλό σκάκι και γαλλικό μπιλιάρδο όπως τον προέτρεψε. Σ' όλα αυτά απλώς τα μισό-κατάφερε.. Δεν δικαιολογείται ούτε κλαίγεται σήμερα. Νομίζει ότι η μισή αλήθεια είναι ότι προσπαθησε δεν παραιτήθηκε. Απλώς δεν επέμενε και δεν προσπάθησε τόσο όσο θα έπρεπε. Ίσως γιατί ποτέ δεν είχε βάλει ορόσημα και ιδιαιτερους στοχους στη ζωή του. Ούτε ιδιαίτερες προκλήσεις και δοκιμασίες, που θα τον ανάγκαζαν να μετρήσει τον εαυτό του. Να ζυγίσει τις δυνάμεις του και να προχωρήσει τη ζωή του. Όπως πολύ αργότερα ενήλικας έμαθε για τη μικρή χαριτωμένη συμμαθήτρια του στο δημοτικό σχολείο με τα φωτεινά μελένια μάτια τη Στέλλα πως πρόσφατα είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από τη Γαλλία μετά από μια υποτροφία σπουδών που είχε κερδίσει στη διακονία της μουσικής, αποδεικνύοντας πως αγωνίστηκε σκληρά να πραγματοποιήσει το όνειρο της. 
....Ο ήλιος πλέον είχε χαθεί πίσω από τις ψηλές κορυφές του Παρνασσού η ατμόσφαιρα άλλαζε χρώματα και τα πουλιά είχαν κουρνιάσει στα δέντρα όταν τους άφησε εκεί στο πλάτωμα της γειτονιάς. Μετά από μια απίστευτα όμορφη Κυριακή για όλους, επέστρεψαν στην γειτονιά τους. Χαμογελαστά πρόσωπα.  Από την πρώτη στιγμή, ήταν ξεκάθαρο ότι υπήρξε χημεία μεταξύ τους καθώς την έκανε να νιώθει πολύ ιδιαίτερη, που όμως δεν είχε κανένα νόημα να περιμένει κάτι περισσότερο. Τον Κλέαρχο τον αγαπούσε και τoν τιμούσε.

Click to Open
Τα Πρώτα Χρόνια της Εφηβίας!
.....

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Oi Geitones Mas Sto Rema

........... Νότιο-ανατολικό σύνορο κατά μήκος του ρέματος ήταν ένα πέτρινο οικοδόμημα, περιτριγυρισμένο από έναν μεγάλο κήπο όπου έμενε ένας μεσήλικας εργένης, ράπτης το επάγγελμα. Σε αυτό το σπίτι υπήρχε πάντα ησυχία. Την ησυχία και την γαλήνη του την χαλούσαν τα πιτσιρίκια και του έβγαζαν το λάδι διότι ακριβώς στο δυτικό σύνορο του υπήρχε χωμάτινη αλάνα που ξεφάντωναν παίζοντας ποδόσφαιρο, στέλνοντας το τόπι πολλές φορές στη αυλή του. Άντε να πείσεις τα παιδιά να κάνουν ησυχία.
Βόρειο δυτικά πάλι κατά μήκος του ρέματος μετά από δυο ακόμη σπίτια με κήπους που τα διαχωρίζουν στενά σοκάκια όρθιο στέκονταν ένα τρίτο σπίτι λίγο ψηλότερα από την κοίτη του ρέματος  μια όμορφη κατοικία με αποθήκες και εξωτερικά ουρητήρια όπως σχεδόν όλα τα σπίτια χαμηλά στο ρέμα. Είχε επίσης πολύ μεγάλο κήπο γεμάτο τζανεριές,  κόκκινες με τραγανό καρπό. Όταν ήταν άγουρα τα έτρωγαν και ξίνιζαν το μούτρο τους. Είχε κάνα δυο λεμονιές και μηλιές και αχλαδιές. Ήταν ιδιοκτησία μιας ευγενικής και όμορφης χήρας, της Ασπασίας. Με λίγα κιλά παραπανίσια, πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα πέντε της χρόνια περίπου. Τον σύζυγο τον είχε χάσει πρόσφατα από ατύχημα σε οικοδομή. Ο γιος της είχε παντρευτεί στην Αθήνα ερχόταν τις γιορτές. Είχε και κάποιο εισόδημα από τα αδέλφια της στην Αμερική ζούσε με αξιοπρέπεια.
Τον Αλκιβιάδη τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Το καλοκαίρι της πήγαινε νερό με το σταμνί, σκάλιζε τον κήπο της με τον ενθουσιασμό ενός προσκυνητή που βαδίζει σε ιερά χώματα, το χειμώνα έκοβε τα ξύλα για το τζάκι και καθάριζε το χιόνι στην αυλή της. Αυτές τις δουλειές τις θεωρούσε δικές του. Η χήρα το είχε καταλάβει και δεχόταν τη βοήθεια του πάντα με τρυφερό χαμόγελο. Το σπίτι της μοσχοβολούσε, έψηνε τακτικά φρέσκο ψωμί, έφτιαχνε γλυκά και νόστιμα φαγητά. Και πάντα κάτι θα είχε να τον φιλέψει.  Το έθιμο του ποδαρικού την πρωτοχρονιά που σχετίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την τύχη, ήταν που «χρωμάτιζε» τις γιορτινές αυτές μέρες την επαφή του με την ευγενική αυτή γυναίκα και αποτελούσε μια όαση χαράς. Ήταν ιδιαίτερα προσεκτική ποιος θα της κάνει ποδαρικό στο σπίτι της, πίστευε ότι σαν παιδί είχε αθώα καρδιά, τον θεωρούσε καλότυχο και γουρλή. Έτσι από την παραμονή τον είχε επιφορτίσει να τελεί  ευλαβικά το έθιμο να της κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου.
Ακόμη στη συνέχεια μετά από δυο σπίτια με κήπους, βόρειο δυτικότερα έστεκε ένα σπίτι ψηλό δίπατο, έμοιαζε με αρχοντικό. Εκεί έμενε επίσης μια χήρα με δυο παιδιά. Αγόρια. Ο μεγάλος είχε μείνει  μόνιμος στο στρατό, ο μικρότερος είχε τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο τότε, ανέμενε να πάει φαντάρος σύντομα. Εκείνη έκανε ότι μπορούσε να τα ζήσει. Ήταν μια πενηντάρα στεγνή γυναίκα. Πότε καθαρίστρια, πότε μαμή. Κάτω από το σπίτι στην αυλή δυο τεράστιες καρυδιές λες και αιώνες πολλούς ζούσαν εκεί και έκρυβαν στη σιωπή της την ιστορία της γειτονιάς. Ψηλές, με κορμούς θεόρατους, λες και ήταν από τους χρόνους του άρχοντα Παλαιολόγου και στη βάση τους είχε πηγάδι με τουλούμπα νερού.
Πάνω από τα σπίτια αυτά ήταν μια πολύ μεγάλη ανηφόρα και στο πλάτωμα έστεκε σαν αετό φωλιά το σπίτι της Ιόλης με τη μεγάλη αυλή του με μια τεράστια συκιά και δυο όμορφες αμυγδαλιές. Εκεί στα τέλη του Φλεβάρη αρχές Μάρτη κιτρίνιζε το πλάι της αυλής από τα κίτρινα κρινάκια και το λεπτό άρωμα τους.
Η Ιόλη στα ένδεκα της χρόνια ήταν αρκετά ψηλό κορίτσι ήδη. Αντίθετα η μητέρα της είναι μια κοκέτα περιωπής μετρίου αναστήματος. Μια φατσούλα σπιρτόζα με καστανόξανθα σγουρά μαλλιά. Το περιβάλλον της ζωηρής μαμάς της, έχει να λέει πάντως ότι είναι σέξι και κοκέτα.  Μια γυναίκα που μπορείς να την πάρεις στα χέρια σου, να την σηκώσεις στην αγκαλιά σου, να την στριφογυρίσεις και όταν πέσετε στο κρεβάτι θα ταιριάξετε καλύτερα στα σεξουαλικά παιγνίδια.
«Οι ψηλές είναι για την παρέλαση και οι κοντές για το κρεβάτι.» Του έλεγε ο σοφός παππούς του.
Είναι τριάντα χρονών, παντρεύτηκε στα δέκα οκτώ της χρόνια λόγω ότι ήταν έγκυος στην Ιόλη και δυστυχώς έχει πλέον παγιδευτεί σε έναν γάμο χωρίς να την ικανοποιεί το σεξ. Δεδομένου ότι δεν δουλεύει και μένει συνέχεια στο σπίτι έχει δικό της πολύ ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό της. Ακόμα και όταν γυρίζει ο σύζυγος από τα ταξίδια του ασχολείται πολύ ελάχιστα μαζί της με αποτέλεσμα η ερωτική της διάθεση δεν ικανοποιείται όσο θα ήθελε..
Ο πατέρας της Ιόλη ένας σαραντάρης κατσαρομάλλης και αυτός μετρίου αναστήματος. Συνήθως εργαζόταν στις περιοχές της βορείου Ελλάδας και απουσίαζε πολύ συχνά από την οικογένεια του.
Η Ιόλη εκμυστηρεύεται στην Μερόπη ότι εδώ και λίγο καιρό έχει καταλάβει ότι η μαμά της απατάει τον πατέρα της με έναν πολύ νεότερο άνδρα. Τι να κάνει;
Η ιστορία ξεκινά μόλις είχε φύγει ο πατέρας της Ιόλη για ένα από τα ταξίδια του και η μητέρα της αποφάσισε μια μικρή ανακαίνιση στο σπιτικό τους. Όχι ιδιαίτερα πράγματα ένα φρεσκάρισμα. Επειδή είχε δυσκολίες να μετακομίσει μερικά έπιπλα σκέφτηκε να ζητήσει από την γειτόνισσα την μαμή που έμενε ποιο κάτω στο ρέμα αν μπορούσε να την βοηθήσει. Η μαμή της είπε ότι αν δεν την πείραζε να ερχόταν στο σπίτι της για βοήθεια ο εικοσάχρονος γιος της που σύντομα θα παρουσιαζόταν για την στρατιωτική του θητεία και ήταν αργόσχολος αυτή την εποχή. Η μητέρα της Ιόλης την βρήκε ενδιαφέρουσα την πρόταση και την ευχαρίστησε προκαταβολικά. Όταν άνοιξε την πόρτα, έπαθε πλάκα όπως τον είδε να στέκεται εκεί, είχε πολύ καιρό να τον δει και για μια στιγμή αιφνιδιάστηκε που είδε πόσο όμορφο παλικάρι είχε γίνει.
Σήμερα λοιπόν αποφασίζει μέσα από την εργασία να παίξει και λίγο ερωτικά με το παλικάρι. Τον αφήνει να περιμένει και πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Εμφανίστηκε σε λίγο μ' ένα λινό κοντό φλοράλ τιραντέ φόρεμα με βολάν στο στήθος, μεγάλο ντεκολτέ που τόνιζε τα βυζιά της και άφηνε ακάλυπτα το όμορφα πόδια της, για να φαίνεται αέρινη και αυθόρμητη. Ένα αέρινο φουστανάκι το οποίο πολύ λίγα άφηνε στην φαντασία του νεαρού. Έβαλε και μια μικροσκοπική κιλότα που μόλις καλύπτει το αιδοίο της, ένοιωθε όντως αέρινη. Στη διάρκεια των εργασιών δεν είναι λίγες οι φορές που έχει τσακώσει με την άκρη του ματιού της, το νεαρό, να «παίρνει μάτι» κάτω από το ανάλαφρο φόρεμα κάθε φορά που έσκυβε για κάποια εργασία και του πρόσφερε σέξι πλάνα αφειδώς.  Το ματάκι του ταξίδευε κάτω από το φουστάνι της, το οποίο… «κατά λάθος»,  είχε σηκωθεί πολλές φορές μέχρι πάνω, κάνοντας το νεανικό του πέος να πάλλεται.Ήταν πλέον και η ίδια σε μια τέτοια κατάσταση, που άρχισε να υγραίνει.
Έτσι, ήρθε η στιγμή που πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξελογιάσει ερωτικά τον νεαρό άντρα. Μετέφερε στον εσωτερικό διάδρομο του σπιτιού την ξύλινη σκάφη που χρησημοποιούσε για να πλένει τα ρούχα τους, τη γέμισε χλιαρό νερό και του ζήτησε να την βοηθήσει να πλυθεί γιατί νοιώθει άσχημα μετά από τόση δουλειά και ιδρώτα. Η ίδια, τον ρώτησε εάν έχει κανένα πρόβλημα να μείνει γυμνή μπροστά του και να κάνει το  μπάνιο της....
Γδύθηκε και μπήκε στη σκάφη γυμνή, ο νεαρός την κοιτούσε με τα μελαγχολικά του μάτια χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση δεν αισθανόταν και πολύ άνετα. Τον λυπήθηκε λίγο για να είναι ειλικρινής. Του ζήτησε εάν έχει την καλοσύνη να της τρίψει την πλάτη. Είναι έμπειρη το ξέρει η επαφή με το γυμνό δέρμα ενισχύει την αίσθηση δεσίματος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Δίχως αντίρρηση ο νεαρός μας άρχισε να τρίβει την πλάτη της με το σφουγγάρι στην αρχή. Αργότερα πέταξε το σφουγγάρι και τα χέρια του ταξίδευαν στη γυμνή πλάτη της κι αυτή αναστέναξε. Της ξέφυγε ένα τρεμάμενο βογκητό, η τριβή της κίνησης θέριεψε μέσα της. Τα χείλη της γλιστρούν πάνω στα δικά του και η γλώσσα της στο στόμα να του δίνει ένα παθιασμένο φιλί. Με τα χέρια της του κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού. «Θέλεις να σταματήσω;» Του λέει. Αυτός δεν μίλησε καθόλου. Είχε αφεθεί στα χάδια της και δεν θα ήθελε να τελειώσουν. Ήταν πρωτόγνωρο το συναίσθημα!
Της είπε ότι δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό που ονειρευόταν τα βράδια του, έγινε πραγματικότητα. Ένα πλατύ χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της. Τον ρώτησε αν λέει αλήθεια ότι πραγματικά είχε φαντασιώσεις με εκείνη και του είπε ότι αισθανόταν ιδιαίτερα κολακευμένη από αυτό που μόλις είχε πει και πως της άρεσε ιδιαίτερα που ένας άντρα και μάλιστα νεαρός να αυνανίζεται για χάρη της.
Βγαίνει από τη σκάφη, σκουπίζεται, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στο κρεβάτι. Εκεί αφέθηκε στα χάδια της με μια τρυφερότητα και ένα πάθος ταυτόχρονα. Στη συνέχεια είχαν επανωτά σμιξίματα και οργασμούς που δεν ήθελαν να σταματήσουν ποτέ. Την επισκέπτεται από τότε τακτικά, με πολύ προσοχή βέβαια, μην καταλάβει κανένας κάτι.
....... Η παμπόνηρη και αθυρόστομη ξαδερφούλα η Μερόπη λες και διάβασε τις σκέψεις της Ιόλης, της βρήκε τη λύση στο ερώτημα που την προσγειώνει.
«Τι να κάνεις;. Κάνε συμφωνία με την μαμά σου μόλις αποκτήσεις περίοδο και ωρίμανση να σου τον δώσει εσένα τον νεαρό. Που και που της τον δανείζεις και εσύ». Της λέει  χαμογελώντας. «Τη βρίσκω δίκαιη συμφωνία» συμπλήρωσε με πονηριά και χάρη. «Τι έχεις πάθει Ιόλη μου κι είσαι έτσι αλαφιασμένη;! H αλόγα η αψηλιά και άχαρη, γουστάρει την ιδέα μου... γουστάρει και τον νεαρό..... ψάχνεται από τώρα για επιβήτορα;!» Αυτά δεν τα είπε βέβαια η Μερόπη άλλα τα σκέφτηκε.
Σήμερα ο Αλκιβιάδης αποστασιοποιημένος από τα γεγονότα εκείνης της προ εφηβικής τους ηλικίας... σκέπτεται ότι η Μερόπη από τα δώδεκα της χρόνια είχε προχωρημένες σκέψεις και ανησυχίες για την σεξουαλική ωρίμανση.
......... Στο βόρειο μέρος της αυλής ξεκινούσαν σκαλοπάτια που κατέληγαν σ’ ένα ανηφορικό σοκάκι και από εκεί στον εξωτερικό  δρόμο. Τα σκαλοπάτια κατέληγαν στη κυρία είσοδο στην αυλή τους. Διπλά στα σκαλοπάτια επάνω σ’ ένα τραπέζι έχει τοποθετήσει ο Κλέαρχος την Μηχανή Ρελιάσματος Πάγκου που γέμιζε τα κυνηγετικά του φυσίγγια.
Ο Κλέαρχος είναι ένας μανιώδης κυνηγός και ένας πραγματικός φυσιολάτρης. Από την νεαρή του ηλικία, εδώ και χρόνια γεμίζει τα κυνηγετικά του φυσίγγια στο χέρι, με άριστη ποιότητα υλικών. Το να φτιάξει κανείς ένα καλό φυσίγγιο δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο.
Έχουν περάσει πολλές εβδομάδες ήδη που μετακόμισε η Νεφέλη με τον σύζυγο της. Είναι περασμένο μεσημέρι το σκηνικό γύρω είναι ένας μουντός βροχερός καιρός αλλά με υψηλή θερμοκρασία και ο Κλέαρχος παλεύει στο τραπέζι με τα φυσίγγια του όταν μέσα από το σοκάκι στο πλατύσκαλο εμφανίζεται η Νιόβη ντυμένη με φούστα midi και κοντό ανοιξιάτικο σακάκι.  ... …(Νιόβη είναι η έφηβη δέκα-οκτάχρονη)… κι είχε τόση τσαχπινιά και χάρη.
Η Νιόβη κοντοστέκεται στο μεγάλο πλατύσκαλο σκύβει ότι τάχα μου της έπεσε κάτι και κάνει πως δεν τον έχει δει.. Σκύβοντας, τα πόδια της είναι ενωμένα και δεν έχει λυγίσει τα γόνατα. Ψάχνοντας στριφογυρίζει στη θέση της με τον Κλέαρχο να βρίσκεται ακριβώς πίσω της χαμηλά στην αυλή και σε κάποια σχετική απόσταση.. Εκείνος την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Κοίτα το καυλιάρικο μωρό! Μου δείχνει το 'μύδι' της! Μωρρρροοό μου!!!!» Μονολόγησε ο Κλέαρχος ερεθισμένος από τη θέα που του προσέφερε η έφηβη γυναίκα . Τα βλέμματα τους συναντούνται και  αναμετράει ο ένας τον άλλο.  Τα μαύρα μάτια του ακτινοβόλησαν όπως το σπασμένο γυαλί. Στα τριάντα δυο του χρόνια είναι στα ντουζένια του σα γάτος που γυρνοβολάει στα κεραμίδια. Και δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να τον περιορίσει. Η Νιόβη σηκώθηκε όρθια του χαμογέλασε ικανοποιημένη πονηρά και όλο νόημα. Τον Κλέαρχο στεγνός πυρετός τον έπιασε. Αχ αυτό το κορίτσι με τα μάτια φωτιά. Τον κοίταζε και άναβε. Κατέβαινε τα σκαλοπάτια και χόρευαν οι ρώγες της. Το κορίτσι βιώνει κι αυτό το ερωτικό σκίρτημα σαν γαργαλητό στο στομάχι. Έχει κι αυτό ερωτικά σκιρτήματα που δεν την αφήνουν ήρεμα να κοιμηθεί τα βράδυα. Η Νιόβη, ένιωθε μια ευχάριστη περιέργεια για το ενδιαφέρον που της έδειχνε ο άνδρας. Άκουσε τη φωνή της μητέρας της να ψιθυρίζει στο μυαλό της. Ε, λοιπόν, αυτός είναι ένας άντρας που δε θα είχα πρόβλημα να του κατεβάσω το παντελόνι. Η ανάρμοστη σκέψη την έκανε να νιώσει ντροπή κι έδιωξε τα μη λογοκριμένα σχόλια της μητέρας της απ’ το μυαλό της.  Τον κοιτούσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, καθώς σκέψεις ρίζωναν μέσα της. Η ιδέα να της κάνει έρωτα αυτός ο άντρας ήταν ιδιαίτερα ερεθιστική και ήταν και κάτι που δρα ως διεγερτικό της σεξουαλικής επιθυμίας πάνω της. Το μυαλό της ήταν ήδη γεμάτο με τρυφερές περιπτύξεις και λάγνες φαντασιώσεις, παρορμήσεις που επιθυμούσε για να τις δοκιμάσει..
Η βροχή είχε σταματήσει όταν έφτασε και ο Αλκιβιάδης στο σπίτι. Άνοιξε την πόρτα. Τους είδε. Κοιτούσε ο ένας τον άλλο. Το δεξί του χέρι χάιδευε τρυφερά τους μηρούς της. Ήταν σίγουρος στο σάλιο του είχε τη γεύση της ανάμεικτη με του φαγητού που έβραζε και δοκίμαζε εάν είναι έτοιμο.  Ο Κλέαρχος όπως είχε τον τρόπο του στην κρεβατοκάμαρα έτσι είχε τον τρόπο του και στην κουζίνα.  Μαγείρευε για την οικογένεια αρκετές φορές γιατί η Ιοκάστη δουλεύει πολλές ώρες.. Ναι δεν μαγείρευε κάτι ιδιαίτερα πέρα από τα συνηθισμένα και τα κατάφερνε πολύ καλά..
Η Νιόβη, πρέπει πριν μπει ο Αλκιβιάδης μέσα να είχε αφεθεί στο χάδι του. Να ένιωθε το χέρι του αργά να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, να είχε κλείσει τα μάτια και το εσώρουχό της να είχε υγρανθεί. Το ραδιόφωνο έπαιζε ένα άσμα απ’ τα παλιά. Ελαφρό-λαϊκό. Του απομάκρυνε το χέρι. Κάθισε σεμνότερα.
Ο Αλκιβιάδης τους κοιτούσε. Αυτή ήταν δεκαοχτώ χρονών περίπου κι ο Κλέαρχος τριάντα δυο, τόσο νέα! Φαινόταν κοριτσάκι μπροστά του. Η ζωή της ανήκε.
Ο Κλέαρχος φώναξε τον Αλκιβιάδη εκεί έξω στην αυλή. Μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό, του έδωσε χρήματα να τρέξει να αγοράσει μια σαμπρέλα ποδηλάτου για το ποδήλατο που τους είχε δανείσει ο φύλακας του ορυζόμυλου. Το κατάστημα ήταν μακριά στο κέντρο της πόλις. Ο Αλκιβιάδης έφερε αντιρρήσεις, αρνήθηκε, δεν του άρεσε να τους αφήσει μόνους. Του αγρίεψε αλλά τελικά το ξανασκέφτηκε έβαλε πάλι τα χρήματα στην τσέπη του μουρμουρίζοντας. Ο Αλκιβιάδης μουρμούρισε και αυτός στον εαυτό του. «Κάνε υπομονή μέχρι τα δέκα οκτώ σου και τότε εάν σου αγριέψει ξανά τον πατάς στο λαιμό.» Είπαμε ήταν μόνο δέκα χρόνων..  Έτσι ήταν από παιδί. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου φαίνεται εκεί γύρω στα δέκα του.

Click to Open
Έναρξη της Εφηβίας!
.....

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Ton Agapoyse Pragmatika! Ypotaktika!

....Ο Κλέαρχος τα πρώτα εκείνα χρόνια στη Λαμία είχε δυσανάλογα πολύ μικρή θα έλεγες συμμετοχή στα οικογενειακά βάρη της οικογένειας εν συγκρίσει με την Ιοκάστη. Δηλαδή πενιχρά ή τουλάχιστον όχι τα αναμενόμενα. Η Ιοκάστη ήταν η εργατική μέλισσα, που ακούραστη σαν το μυρμήγκι δουλεύει πολλές φορές σε δυο δουλειές και έχει αναλάβει τα βάρη και τις ευθύνες της οικογένειας. Η συνεισφορά της στην οικογένεια είναι σαν το τρεχούμενο νερό που γεννιέται από μια τρύπα στον βράχο, κατρακυλάει από το βουνό, και ποτίζει τον αγρό. 
«Αξίζει να μένει σ’ αυτό το γάμο;» Αναρωτιόταν ο Αλκιβιάδης έφηβος πλέον όταν εκνευριζόταν, με την παθητική στάση μητέρας του ακόμη και σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας. Ν’ αποδέχεται ότι αυτός είναι ο αρχηγός και μπορεί να συμπεριφέρεται και να πράττει όπως ο ίδιος επιθυμεί χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα. Να του συγχωρεί εύκολα τις μορφές βίας που της εξασκούσε στον πρώιμο έγγαμο βίο τους. Ακόμη και την αρχική της απόφαση να μπλέξει μαζί του δυσκολευόταν να την κατανοήσει. Τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει για σύντροφο σχεδόν οποιονδήποτε επιθυμούσε από τα χωριά του Ζάρακα, αυτή απλά σήκωσε το βλέμμα και διάλεξε τον Κλέαρχο. Αυτής της τόσο όμορφης και ενεργητικής γυναίκας στο μυαλό της είχε ριζώσει η πατροπαράδοτη ηθικοπλαστική θεωρία ότι η κοινωνία είναι πατριαρχική καθώς το κυρίαρχο φύλο είναι το αρσενικό και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα δεν είναι σχέσεις οι οποίες στηρίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και στην συντροφικότητα, αλλά είναι κατά βάση σχέσεις εξουσίας και υποταγής. Η Ιοκάστη αν και ισχυρή γυναίκα, είχε υποτάξει τον εαυτό της σεξουαλικά σε έναν κυριαρχικό άντρα. Αυτά σκεφτόταν ο Αλκιβιάδης και με μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας παραδέχεται ότι και ο Κλέαρχος πάρα τα σοβαρά ελαττώματα του χαρακτήρα του φαίνεται ότι για την Ιοκάστη είναι ένας πολύ ενδιαφέρον άνδρας. Ένας άνδρας υψηλής αξίας για εκείνη, και δεν υπάρχει ντροπή στο να υποτάσσεται, υπό την αιγίδα της «Αληθινής Αγάπης» ή της «Χημείας», και που αξίζει να μείνει σε αυτή τη σχέση! Ότι έκανε καλή επιλογή να ακολουθήσει αυτόν τον άνδρα! και ότι τελικά είναι καλά μαζί του!
Ο Αλκιβιάδης δεν γνωρίζει ακόμη και σήμερα αν σκεφτόταν λάθος αλλά από πάντα είχε την εντύπωση ότι η Ιοκάστη δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς τον Κλέαρχο. Είχε συνδέσει κάθε της βήμα στη ζωή της μαζί του. Είχε αποφασίσει να κάνει οικογένεια με αυτόν. Και εκείνη δεν θα τον απογοήτευε ποτέ. Τον αγαπούσε πραγματικά και υποτακτικά. Ποιος θα μπορούσε να το πει.
...Τις ημέρες εκείνες ο Κλέαρχος παίζοντας τον ρόλο του περιστασιακού εραστή, η Νεφέλη τον αναζητούσε όλο και πιο συχνά και ο Κλέαρχος άρχισε να δυσφορεί. Μέχρι το μοιραίο βράδυ.
Περασμένα μεσάνυχτα ο Αλκιβιάδης με τα αδέλφια του κοιμόταν βαθιά. Ξαπλωμένος στον μαλακό κρεβάτι, κολλητά στον τοίχο του παιδικού δωματίου τους, βυθισμένος στη λήθη. Στην ησυχία της νύχτας, ξαφνικά ακούστηκε ένας σαματάς πίσω από τον τοίχο. Σαν ξύπνησε, αφουγκράζεται κι ακούει την έξαλλη φωνή της Ιοκάστης. Η φωνή της είναι ραγισμένη, θυμωμένη, γεμάτη πόνο. Φωνή  που αντανακλά το πρόσωπο μιας γυναίκας βαθιά τραυματισμένης.
«Πουτάνα!  Δεν ντρέπεσαι μωρή ξεφτιλισμένη, τόσοι άντρες με τον άντρα μου βρήκες να!»
Από την χαμηλή ένταση στη φωνή του Κλέαρχου, καταλαβαίνει πως αυτή η κουβέντα έχει ξεκινήσει από νωρίτερα. Ο Κλέαρχος βγάζει έναν βαθύ τρεμουλιαστό αναστεναγμό σαν να παλεύει να περισώσει την κατάσταση.
Στην αρχή αναρωτήθηκε μισό-κοιμισμένος και μισό-νυσταγμένος, τι συμβαίνει μέχρι που κατάλαβε πως η μητέρα του ήταν αρκετά θυμωμένη.  Κατάλαβε και τους λόγους και πέρναγαν από το μυαλό του κάποιες εικόνες.
Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γνωρίζει πλήρως τις ιστορίες τους. Θα προσπαθήσει να μιλήσει γι' αυτές, όπως αποτυπώθηκαν στο δικό του μυαλό.
Πολύ σύντομα η Ιοκάστη πρέπει ν' άρχισε να υποψιάζεται. Άλλωστε τα σημάδια ήταν ολοφάνερα και η απάντηση μπροστά στα μάτια της, απλώς δυσκολευόταν να αντικρίσει την αλήθεια.
Ταυτόχρονα σίγουρα όλο και κάποιος «καλοθελητής» στον στενό φιλικό περίγυρο θα της ψιθύρισε.. να ξυπνήσει από το λήθαργο. Μέσα στη νύχτα της Νεφέλης ο ερωτικός οίστρος την αναστάτωνε και της προκαλούσε την αφύπνιση της σεξουαλικής της ορμής. Έχοντας υπολογίσει ότι η Ιοκάστη κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από τον κάματο της δουλειάς θα κοιμάται κάνει σήματα από τη μεσοτοιχία στον Κλέαρχο. Είναι ξαναμμένη, τον χρειάζεται.
Η Ιοκάστη δείχνει ότι κοιμάται αλλά δεν βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου απλά «πνίγεται» από επαναλαμβανόμενες σκέψεις και προσπαθεί να τις ελέγξει. Μπερδεμένη και αμήχανη να ελέγξει τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τη συμπεριφορά της, να θέσει υπό τον έλεγχό το μυαλό της. Ε ναι, δεν έπεσε κι απ' τα σύννεφα. Συχνά φθάνανε στ’ αυτιά της ψίθυροι πως η νέα γειτόνισσα του κουνούσε την ουρά της.
Πάλι του έριξε κι ένα δίκιο, χωρίς να του το πει. Πώς θα πάρει στα σοβαρά αυτή τη γυναίκα. Ήταν εμφανίσιμη μεν μα και λιγάκι σουρλουλού και γι’ αυτό οι άνδρες  την γλυκοκοίταζαν, παντρεμένοι και μη!. Ίσως όμως κι αυτή η γυναίκα να ‘χει τα δίκια της. Η στέρηση που βιώνει ότι της λείπει το σεξ να ‘ναι υπεύθυνη για τις πράξεις της. Με αυτά τα ερωτήματα στο μυαλό, βρήκε το θάρρος να κάνει κάτι που το ήθελε η καρδιά της. Να τον συγχωρήσει με τον δικό της τρόπο.
Ο Κλέαρχος της ρίχνει μια μάτια τη βλέπει ότι κοιμάται σηκώνεται αθόρυβα ξεπορτίζει. Η Ιοκάστη σαν αίλουρος σηκώνεται τον βλέπει που πηγαίνει αρχικά στην εξωτερική τουαλέτα. Σαν αστραπή κλίνει την πόρτα των παιδιών βγάζει το νυχτικό της, την κιλότα της και μένει μ’ ένα κοντό κομπινεζόν. Βγαίνει στην εξώπορτα και στήνεται κάτω από την κάσα της πόρτας με τα πόδια προκλητικά ανοιχτά μέσα στο σκοτάδι και το κρύο. Το φρέσκο αεράκι έχει κολλήσει το κομπινεζόν στο κορμί της.
Η Ιοκάστη ήταν στα ερωτικά σαν παιδί. Ήταν αθώα κι αυτή ήταν η γοητεία της. Λειτουργούσε με το ένστικτο. Δεν ήταν μια διανοούμενη, δεν ήξερε καν να διαβάζει. Δεν υποκρινόταν αλλά αντιδρούσε όταν χρειαζόταν. Και στα τριάντα δυο της χρόνια τότε ήταν μια καλλίπυγος καστανή και ερωτευμένη με τον άνδρα της γυναίκα.
Βγαίνοντας ο Κλέαρχος από την τουαλέτα, του έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι. Σίγουρα ποτέ του δεν θα ξεχάσει  την έκπληξη. Κατάλαβε.
«Δεν κοιμάσαι;» Τη ρωτάει.
«Προσπάθησα αλλά δεν το βλέπεις;  Ανησύχησα που σηκώθηκες. Όλα καλά;»
«Ννναιιι!!! Όλα καλά.»
«Έχεις να πεις κάτι; Σε ξέρω πολύ καλά.»
Σιωπή! Ο Κλέαρχος μένει αμίλητος περιμένοντας την αντίδραση της.
«Τι έπαθες και δεν μιλάς;» Τον ξαναρωτάει η Ιοκάστη και αυτός μπερδεύεται ακόμα περισσότερο.
Αρχίζει να ψελλίζει διάφορα 
«Ξέρεις....εγώ....» απαντάει ηλίθια μη ξέροντας τι να πει.
«Εσύ βέβαια.... μαζί δε μιλάμε;»
Δύσκολη ώρα και ο κόμπος στο λαιμό. Ένιωθε ότι τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Ζύγωσε κοντά της σιγά-σιγά, σαν να αποκάλυπτε ένα παράνομο μυστικό, ταραγμένος και στάθηκε απέναντί της. Κοιταχτήκανε, σαν να αναγνωρίζανε ο ένας στην όψη του άλλου για πρώτη φορά. Οι θολές αναλαμπές που μισοκαιγόταν στα μάτια της τώρα, άναψαν και γίνανε πυρκαγιά. Τον άρπαξε από το σβέρκο τον κόλλησε επάνω της και άρχισε να τον φιλάει παθιασμένα. Πρώτα άγγιξε τα δόντια του, μετά αισθάνθηκε το σάλιο του. Τον τράβηξε από το χέρι και ανήμπορος να αντιδράσει τον παρέσυρε σαν αιχμάλωτο στο κρεβάτι. Συμπεριφέρονται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε, σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα. Ξαναφιληθήκανε. Κι αυτή τη φορά το φιλί τους ήταν μακρόσυρτο και πεινασμένο και σκληρό κι οι μύες στην πλάτη της κινούνταν με έναν ζωώδη τρόπο. 
Το φιλί του τώρα ήταν μανιασμένο, συναρπαστικό και την έκανε να νιώσει μια δόση τρέλας ν' απλώνεται ανάμεσά τους σαν πυρακτωμένο σίδερο. Έψαξε και βρήκε το θηρίο του όρθιο, είχε φουσκώσει και σκληρύνει υπερβολικά. Ενθουσιάστηκε!  Ο κόλπος της ήταν πολύ υγρός και ανοιχτόχρωμος, ζεστός και φιλόξενος, αλλά κυρίως η κλειτορίδα της στεκόταν όρθια και σκληρή. Τον γέμισε φιλιά. Ήταν τόσο καυλωμένη που ήταν ένα πυροτέχνημα! αναστέναζε και βογκούσε. Πριν καλά καλά τον πάρει όλο μέσα της, ήρθε ο πρώτος της οργασμός. Αναστέναξε και βόγκηξε λες και ήταν μόνοι τους μέσα σε μια ερημιά και όχι στον κοιτώνα τους. Ο Κλέαρχος είχε μείνει άφωνος, γιατί σίγουρα ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Τη νιώθει πως είχε χάσει τον έλεγχο εντελώς. Μοιάζει με λέαινα που συμπεριφέρεται σαν αρσενικό λιοντάρι αν πρόκειται για την κυριαρχία της. .
Εδώ είναι το κρεσέντο και οι φωνές της Ιοκάστης που τον ξύπνησαν τον Αλκιβιάδη. Επάνω στην κορύφωση ξεσπάει. Η φωνή της είχε αλλάξει, λες και είχε σκληρύνει, έμοιαζε πολύ αποφασιστική.
«Αρκετά ως εδώ πουτάνα!  Απ' αύριο ετοίμασε τα μπογαλάκια σου και ψάξε να βρεις αλλού σπίτι. Μη σε ξαναδώ μπροστά μου! Θα σε ξεσκίσω»….
Και όταν η Ιοκάστη λέει κάτι το εννοεί, έτσι γεροδεμένη από φυσικού της.
Του Κλέαρχου του φαίνεται σαν ψέμα αλλά ταυτόχρονα τον ανακούφιζε αυτή η έκρηξη της Ιοκάστης και την ευγνωμονούσε μ' όλη του την καρδιά. Της φίλησε τα χέρια δεν τολμούσε να την φιλήσει στο πρόσωπο....
Ήξερες;
Ναι. Μην συνεχίζεις.
Έψαξε μέσα στα μάτια του, όπως το έκανε παλιά, όταν τον ήθελε....
Τότε είναι που ο Κλέαρχος λες και δεν είχε συμβεί τίποτα τη φίλησε με θέρμη, με δύναμη, με μια αγάπη και ένα σεβασμό. Και πολλή, πολλή ώρα, τόσο, που όταν απομάκρυνε τα χείλη του απ' τα δικά της, η πιο αγνή τρυφερότητα είχε έρθει να φωλιάσει μέσα του. Η Ιοκάστη σηκώνεται ανοίγει με προσοχή την πόρτα του δωματίου των παιδιών τους. Σιγουρεύεται ότι κοιμούνται.  Την ξανακλείνει χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα στην αγκαλιά και πάλι του Κλέαρχου.
Την αμέσως επόμενη ημέρα επέστρεψε ο σύζυγος της Νεφέλης. Εσπευσμένως;
Μαλλιά κουβάρια έγιναν  o «φίλος» με τον Κλέαρχο.
Η Νεφέλη, του παραπονέθηκε πως ο Κλέαρχος την παρενοχλούσε.
........ Στις μέρες μας ακούμε συχνά για παρενόχληση και πολλοί νομίζουν ότι το φαινόμενο αυτό είναι πρόσφατο. Η ελληνική μυθολογία, όμως, μας μεταφέρει πολύ πίσω, ίσως στη μυκηναϊκή εποχή, με πρωταγωνιστή τον Λαπίθη Ιξίωνα, βασιλιά της Λάρισας.
Σύμφωνα με τον μύθο, είναι ο πρώτος άνθρωπος που διέπραξε φόνο σε συγγενή του. Για το έγκλημά του αυτό δεν δεχόταν να τον εξαγνίσει κανείς. Μόνο ο ύπατος των θεών, ο Δίας, αποφάσισε να τον εξαγνίσει. Τον έφερε στον Όλυμπο και τον έκανε ομοτράπεζο του. Αυτός, όμως, αντί να ευγνωμονεί τον Δία, άρχισε να παρενοχλεί την Ήρα, τη γυναίκα του ευεργέτη του.
Μιλώντας στον Δία, η Ήρα λέει: «Μου ρίχνεται εδώ και πολύν καιρό. Στην αρχή παραξενευόμουν που είχε τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Αυτός αναστέναζε και δάκρυζα κρυφά. Αν έπινα και έδινα το ποτήρι μου πίσω στον Γανυμήδη, τότε γύρευε να πιει από το ίδιο και σαν το έπαιρνε στα χέρια του το φιλούσε».
.......... Ήταν λίγο πριν το μεσημέρι που σημειώθηκε το περιστατικό. Ο Κλέαρχος βρισκόταν σε μια μεγάλη αποθήκη σιτηρών μαζί με άλλους δυο συναδέλφους εργάτες και δούλευαν εντατικά. Ξεφόρτωναν σακιά με σιτηρά από ένα μεγάλο φορτηγό και τα στοίβαζαν στο εσωτερικό της αποθήκης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο σύζυγος καλοντυμένος μπήκε στην αποθήκη απαιτώντας από τον Κλέαρχο εξηγήσεις.
«Ξέρεις εσύ.» Του λέει.
«Και γιατί να ξέρω εγώ; Και τι ακριβώς είναι αυτό που πρέπει να ξέρω;»
«Ε, λοιπόν άκουσε.» Και του ζητά το λόγο γιατί παρενοχλεί την συμβία του..
Τον Κλέαρχο τον ενοχλούσε αυτή η συζήτηση! Έβλεπε ότι δεν έβγαζε άκρη με τα λόγια...
«Δεν έχω να δώσω τίποτα εξηγήσεις, και σε κανέναν.»
Θέλησε να δώσει τόπο στην οργή γιατί ήξερε το χαρακτήρα του.
«Λοιπόν άκου με καλά φίλε μου. Καλύτερα να μην πούμε τίποτα άλλο. Η Νεφέλη είναι γυναίκα σου. Καλά κάνει και είναι. Εμένα τι με νοιάζει;»
Δυστυχώς ο τύπος έμοιαζε να γυρεύει καυγά.
«Ξέρεις τι λέω εγώ;»
«Τι;»
«Αν μάθω ξανά πως την παρενοχλείς, θα σε........» του είπε χωριά να αποτελειώσει την απειλή του.
Του Κλέαρχου του φάνηκε περίεργο που του μιλούσαν έτσι. Εκεί στο χωριό του πριν μερικά χρόνια δεν θα τολμούσε κανείς να του πει έστω τα μισά. Μα σήμερα δεν είχε καμιά διάθεση ν’ αρπαχτεί. Αλλά ο τύπος επέμενε. Με ύφος ενοχλημένου κόκορα, μιλούσε µε μια άχρωμη, καμπανιστή φωνή και ζητούσε κάτι σαν καυγά επίμονα.. 
«Πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου έχεις.. Αυτό πάει πολύ! Άντε στο διάβολο!» τον διαολόστειλε ο Κλέαρχος.
«Πρόσεξε Κλέαρχε! Πρόσεξε καλά.»
«Λοιπόν ξέρεις τι λέω κι εγώ; Δεν είναι άνδρας όποιος φοβερίζει με απειλές.»
Το επεισόδιο έλαβε τέλος χάρη στην καταλυτική παρέμβαση των άλλων εργατών που επενέβησαν για να χωρίσουν τον καυγά πριν η κατάσταση ξεφύγει από κάθε έλεγχο...
Ο Κλέαρχος είναι κάτι που ποτέ του δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί δεν τον άρπαξε εκείνη τη στιγμή. Είναι αλήθεια πως ευέξαπτος δεν είναι αλλά τέτοιου είδους προσβολές δεν μπορείς να τις αφήσεις να περάσουν έτσι, δίχως να σου ανεβάσουν το αίμα στο κεφάλι, να σηκωθεί η τρίχα σου και να μην ορμίσεις.
Στο τέλος αυτού του εντόνου φραστικού επεισοδίου αναχωρώντας ο φίλος, ακούει τον Κλέαρχο ήρεμα και νηφάλια να του λέει. « Άκου φίλε μου! Εγώ πάντως έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Εσύ μάζεψε την κυρα σου. Αυτή είναι η συμβουλή μου...»
......... Η συνέχεια είναι όπως όλες οι συνέχειες που δεν καταλήγουν σε ρήξη. Κοιτάζοντας η Ιοκάστη τον Κλέαρχο μια χλομάδα πέρασε στο πρόσωπό της κι αυτός άνοιξε την αγκαλιά του σαν φτερά αετού και την ακούμπησε απαλά απαλά στο στέρνο του… και με μάτια που γυάλιζαν από ευγνωμοσύνη ο Κλέαρχος της έσφιξε τα χέρια της περνώντας τα δάχτυλά της μέσα στα δικά του. Ήταν τόση η σιγουριά και η δύναμη που του ενέπνεε η Ιοκάστη που ακόμη και μετά από χρόνια του άρεσε να κουλουριάζεται δίπλα της, ν' αναπνέει τ' άρωμα της και να της χαϊδεύει τα τόσο απαλά μάγουλα της. Σίγουρα σιγά σιγά όλα διορθώνονται οι ρήξεις, ο θυμός, ο πόνος, μόνο ο θάνατος δεν διορθώνεται!
Λίαν συντόμως οι νέοι γείτονες αθόρυβα και ταπεινά μετακόμισαν σε παρακείμενη γειτονιά...

Click to Open
Η Γειτονιά τους στο Αραπόρεμα!
.....

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ta Prota Chronia Sto "Araporema"

....Έχουν περάσει πλέον δύο ολόκληρα χρόνια από τότε που η οικογένεια του Αλκιβιάδη αποφάσισε να μετοικήσει στο νέο τόπο διαμονής της στη πόλη της Λαμίας. Ζούσαν σε μια λαϊκή φτωχογειτονιά, το «Άραπόρεμα,» κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν οι συνθήκες διαμονής τους εκεί. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια μέσα από πολλές μεταπτώσεις να βρουν τον βηματισμό τους και την προσαρμογή τους στις δύσκολες νέες συνθήκες στα νέα δεδομένα.
«Υπάρχουν μερικά πρόσωπα που σημαδεύουν την ύπαρξή σου, που αυξάνουν την αγωνιστικότητά σου, που αποτελούν πρότυπα. Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους που με το παράδειγμά τους σιωπηλά χωρίς επίδειξη, χαράσσουν πορεία για τη ζωή τους επηρεάζοντας και τη δική σου ζωή.»
Ένα τέτοιο πρόσωπο υπήρξε η μητέρα τους η Ιοκάστη που ως πραγματικός μαχητής της ζωής με μεγάλη δύναμη ψυχής αναζητά με κάθε τρόπο από τον Κλέαρχο να βρουν ένα κοινό βηματισμό και πυξίδα προκειμένου να έχει επιτυχία αυτή η προσαρμογή στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της οικογένειας τους. Τι να πει κανείς γι' αυτή τη γυναίκα, μια μαχητής η οποία δίδαξε θάρρος, και έδωσε αγάπη στα παιδιά της. Ένας μαχητής της καθημερινής ζωής που παρέδωσε μαθήματα δύναμης και δεν το έβαζε κάτω παρά τις όποιες δυσκολίες και που ποτέ της δεν παραπονέθηκε. Γυναίκα «λέαινα» που ριχνόταν στη μάχη, διεκδικώντας για τα παιδιά τους αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Ένας φάρος για τα παιδιά της που τόσο πολύ την αγάπησαν.
Η Ιοκάστη μια  ηρωίδα εργαζόμενη μητέρα ήταν το κέντρο της ζωής τους, μια γυναίκα δυναμική, έξυπνη, γενναία, σκληρή, εργατική, ακούραστη....
Χαλκέντερη, είχε ανάστημα.. Λένε «Το ύψος του ανθρώπου ξεκινά από τα πόδια και φτάνει μέχρι το κεφάλι. Απ’ εκεί και πάνω, ξεκινάει το ανάστημα». Το ανάστημα της Ιοκάστης ήταν πιο ψηλό από το μπόι της. Μέσα από την εργατικότητα και τις πράξεις της εισέπραττε την αναγνώριση και την αποδοχή.
Δυστυχώς ωριμάζοντας οι συνθήκες τα δείγματα του Κλέαρχου δεν έχουν να κάνουν με πολύ μεγάλη προσπάθεια ... τουναντίον αυτή την επίπονη διαδικασία την υπονομεύει συχνά με την αδράνεια του. Ακόμη και όταν οι πρώτες αχτίδες μιας νέας ανατολής αρκετά ενδιαφέρουσας για την οικογένεια έχουν ήδη φανεί δεν είναι αρκούντως παρών σ’ αυτή τη δύσκολη προσπάθεια.!
Ο Κλέαρχος από τα πρώτα χρόνια στη μεγάλη πόλη έδειξε δείγματα λειτουργικής αντιφατικότητας. Αποζητούσε να είναι φίλος με όλους  δεν ανεχόταν τη μικρότητα, ή την κακία και την ατιμία…. είχε εγωισμό και εκεί που είχε ενδιαφέροντα ήταν τολμηρός και δραστήριος. Ταυτόχρονα δεν ήταν αρκούντως ευσυνείδητος και αφοσιωμένος στην οικογένεια του. Εν κατακλείδι, σκιά ήταν τα ελαττώματα του που δεν ήταν δυνατό να εξαλειφθούν. Δεν ήταν αυτό που ορίζουμε φιλόπονος. Δηλαδή δεν ήταν λάτρης της σκληρής δουλειάς. Δεν ήταν αρκούντως εργατικός..
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ακαμάτηδες στο καφενείο στο χωριό του έλεγαν.  «Αν ήταν η δουλειά καλό θα δούλευε κι ο δεσπότης.»
Επιπλέον του άρεσε ο γυναικείος ποδόγυρος. Σε ποιον δεν αρέσει άλλωστε; Το μάτι του έπεφτε σε κάθε γυναικείο ποδόγυρο λες και ήταν πεινασμένος. Λες και είχε να δει γυναίκα από την εποχή που η μάνα του τον βύζαινε.
Εργάζεται περιστασιακά φορτοεκφορτωτής και σε όποιον τον ρωτά με τι ασχολείται, απαντά τόσο γενικόλογα όπως θα έκανε οποιοσδήποτε τη βγάζει με δουλειές του ποδαριού και θέλει να το κρύψει.
Τα πρώτα τους χρόνια έμειναν σ’ μια περιοχή από τις παλαιότερες και φτωχότερες γειτονιές της Λαμίας που βρίσκεται σε μια ρεματιά γεμάτη ανηφόρες, καθώς χαρακτηριστικά ήταν τα σκαλοπάτια που υπήρχαν για να προσεγγίζουν οι κάτοικοι τα σπίτια τους.. Οι περισσότεροι που κατοικούσαν στην γειτονιά αποτελούσαν φθηνό εργατικό δυναμικό που πήγαιναν στη δουλειά τους με τα πόδια, δεν είχε λεωφορείο η γειτονιά και οι πιο πολλοί ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Τούτη η πινακοθήκη ανθρώπων και χαρακτήρων εκπροσωπούσε την αληθινή ζωή της συνοικίας και καταλαβαίνουμε την τεράστια δυσκολία να είσαι φτωχός, όπως η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, που ζούσε εκεί.
Φτωχικά σπίτια κατά μήκος του ρέματος, τα περισσότερα αν όχι όλα χτισμένα με λάσπη και τούβλα και µε θέα στο ρέμα. Μια γειτονιά με αναμνήσεις αλλοτινών εποχών, που παιδιά έπαιζαν ανέμελα κρυφτό, κυνηγητό, ανεβοκατέβαιναν τα σκαλάκια, με τις φωνές τους να αντηχούν στα γύρω στενά και οι μανάδες να μαζεύονται στα πεζούλια για κουβέντα μετά τη λάτρα του σπιτιού. Χαμηλά σπίτια, με μια τουαλέτα στον εξωτερικό χώρο. Αρκετά μεγάλες οι αυλές τότες, πλακοστρωμένες ή όχι, ήτανε καθεμιά κι ένας παράδεισος. Περιβολάκια και παρτέρια ολόγυρα με λογής-λογής λουλούδια, από γιασεμί και σκυλάκια, μέχρι χρυσάνθεμα, μέχρι γαζίες και ξέχωρα αυτά που είναι φυτεμένα στις γλάστρες. Η ύδρευση ήταν ένα από τα βασικότερα προβλήματα. Τα χρόνια εκείνα οι κάτοικοι της γειτονιάς έπαιρναν το νερό από μια δημοτική  βρύση, από όπου το μετέφεραν με δοχεία. Ο ευπρεπισμός των σπιτιών και η φροντίδα της αυλής ήταν βασικό μέλημα των κατοίκων του φτωχού συνοικισμού. Στα πλινθόκτιστα σπίτια ζούσε ένας ολόκληρος κόσμος με μεγάλες στερήσεις, αναζητώντας συνεχώς τρόπους να ομορφαίνει την δύσκολη καθημερινότητά του. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, βοηθούσαν ο ένας τον άλλο στις δυσκολίες και τις γιορτές έστηναν γλέντια στις αυλές. Η δύσκολη πρόσβαση λόγω της μορφολογίας του εδάφους με τις ανηφόρες και τις κατηφόρες δεν ενοχλούσε κανέναν.
Το σπίτι παλιό στενόμακρο με τεράστιο κήπο, Μπροστά από την πόρτα της κύριας κατοικίας υπήρχε μια μεγάλη κληματαριά, για να τους προστατεύει από τον ήλιο και τη βροχή ανάλογα µε την εποχή. Λίγο πέρα από την κύρια κατοικία, υπήρχε κήπος µε τριανταφυλλιές, γαριφαλιές, ντάλιες, ζουμπούλια, γιασεμιά, κυκλάμινα και πανσέδες και  πολλά δένδρα. Ένας καταπράσινος κήπος περιφραγμένος με λυγαριές, σκίνα και βάτα. Ακριβώς δίπλα στον χωμάτινο κακοτράχαλο δρόμο αμέσως μετά τη κοίτη του ρέματος όπου τα νερά του απ' άκρη σ' άκρη, στέρευαν το καλοκαίρι.
Οι χειμωνιάτικες λίμνες που στα παιδικά του μάτια έμοιαζαν τεράστιες, μεταμορφώνονται σε γούρνες χάνοντας το πολύ νερό τους και ο ποταμός αυτό το θηρίο του χειμώνα γίνεται ένα καχεκτικό ρυάκι τα καλοκαίρια. Η οικογένεια μένει σε δυο συνεχόμενα ισόγεια δωμάτια. Ένα οι γονείς και το άλλο τα παιδιά. Το υπόλοιπο σπίτι έχει ακόμη δυο συνεχόμενα στη σειρά ισόγεια δωμάτια με τζάκι όπου έμεναν οι ιδιοκτήτες. Τους χωρίζει μια απλή μεσοτοιχία. Η κουζίνα και  τουαλέτα είναι εξωτερικές και κοινές. Στον κήπο υπάρχουν δυο ακόμη κτίσματα που χρησιμεύουν για αποθήκες. Ανατολικά στο σύνορο του κήπου υπάρχει μια μικρή οικία πρόσφατα ανακαινισμένη. Η ιδιοκτήτης  μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας είχε αποβιώσει πρόσφατα και οι κληρονόμοι ευρισκόμενοι στην Αμερική είχαν παραχωρήσει την διαχείριση στους γείτονες τους που συγχώνευσαν τις αυλές και την μικρή οικία την έχουν ενοικιάσει σε μια έφηβη σπουδάστρια.
Μόλις είχε περάσει ένας χρόνος από την μετακόμιση της οικογένειας στο οίκημα και οι ιδιοκτήτες της οικίας αναχώρησαν στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση και ταυτόχρονα  ενοικίασαν τα δωμάτια τους σ’ ένα ζευγάρι λίγο μεγαλύτεροι από στην ηλικία των γονιών του που ήρθαν στη Λαμία από τα μέρη της Θεσσαλίας. Όταν τους πρωτοείδε, με το πλάι του ματιού του ο Αλκιβιάδης τους έκανε τριανταπεντάρηδες την εποχή εκείνη που αντάλλαξαν γνωριμία με τους γονείς του μέσα από τα ευχάριστα και πλατιά χαμόγελα τους. Ο άνδρας ψηλός, λιγνός, καλοντυμένος κι ευγενής, ήταν όμως στεγνός με λευκή επιδερμίδα και ξανθά μαλλιά. Φορούσε καινούργια ρούχα, το κοστούμι του, από φτηνό γκρίζο ύφασμα, ήταν τόσο καινούργιο, πού διατηρούσε ακόμα την τσάκιση του πανταλονιού και το σακάκι του ερχόταν πολύ φαρδύ. Ο Αλκιβιαδης τον θυμάται ότι συνήθως φορούσε γυαλιά ηλίου, εκινείτο νωχελικά και τόσο αργά που έδειχνε ανίκανος να κάνει οτιδήποτε βιαστικά. Τον φαντάστηκε να καίγεται το σπίτι του και αυτός να κινείται με την ταχύτητα που μεγαλώνει το γρασίδι, για να το σώσει. Η γυναίκα αντιθέτως ήταν μια μπριόζα και, πληθωρική γυναίκα με πλούσιες καμπύλες και μπούστο, κέρδιζε πάντα τις εντυπώσεις. Μια αυθόρμητη παρουσία που με τα πλούσια προσόντα της άφησε κάγκελο τον Κλέαρχο, ο οποίος παριστάνοντας τον αδιάφορο και ντροπαλό στους γύρω του, την κοίταξε με όση λαγνεία χωρούσε το βλέμμα του. 
Εκείνη δεν φάνηκε να ενοχλείται, απεναντίας το λάγνο βλέμμα του Κλέαρχου δεν την άφησε εντελώς ανεπηρέαστη. Τον κοίταξε μ' ένα γυναικείο νάζι και ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Η πληθωρική γυναίκα γνωρίζει πολύ καλά πως να ανάβει φωτιές και να ανεβάζει τη θερμοκρασία στα ύψη με το πληθωρικό κορμί και τα πλούσια προσόντα της και να κερδίζει την εκτίμηση του αρσενικού πληθυσμού.
Ο Κλέαρχος από εκείνη την ημέρα την είχε μέσα στο μυαλό του συνέχεια και δεν μπορούσε να την βγάλει. Ένιωθε κάτι μέσα του να φτερουγίζει. Ένα πρωτόγνωρο ηδονικό αναρρίγισμα διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Εκείνη ήξερε ότι του άρεσε. Κάθε φορά που την συναντούσε η φωνή του λιγώνονταν και όλο του το παρουσιαστικό άλλαζε όψη. Προσπαθούσε να δείχνει ευγενικός και εξυπηρετικός μα καταλάβαινε την έξαψη του, τον ήξερε καλά. Ήξερε ότι έριχνε κλεφτές ματιές στο στήθος της, ακόμη πιο κλεφτές ματιές στον πισινό της και πως από το πρόσωπο επικεντρώνοταν με ηδονική λαχτάρα, στα χείλη της.. Του έριχνε ικανοποιημένη, χαμόγελα όλο υπονοούμενα γνωρίζοντας καλά τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του και τα λαγγεμένα μάτια της μαρτυρούσαν και την δική της ηδονή.
Ο Κλέαρχος αυτά έβλεπε και ηδονικές ανατριχίλες δονούσαν το κορμί του. Την φανταζόταν σαν ερωμένη του που τον ερέθιζε περισσότερο από την τρυφερότητα και τους ήσυχους, δακρύβρεχτους οργασμούς της Ιοκάστης του.
Ο Αλκιβιάδης το θυμάται που ένα βράδυ του φθινοπώρου τους χαιρέτησε ο σύζυγός γιατί αναχωρούσε. Θα επέστρεφε στη Θεσσαλία όπου είχε κάποιες οικογενειακές υποθέσεις να τελειώσει, πήρε άδεια από την νέα του εργασία και θα έλειπε ίσως δυο με τρεις εβδομάδες. Και κάπου εκεί άνοιξε η συζήτηση για το αν θα μπορούσαν οι γονείς του μέχρι να επιστρέψει να νοιάζονται και να προσέχουν την σύζυγο του και αν χρειαστεί κάποια βοήθεια να της συμπαρασταθούν.
Μεγάλο λάθος του.
Η Νεφέλη. Είναι το όνομα της. Τα μάτια του Κλέαρχου ήταν αυτά που τη χάιδευαν, τόσο τολμηρά. Το απολάμβανε να τον βλέπει να ανάβει να κοκκινίζει και να ζορίζεται, ξέροντας ότι έφτανε να κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι για να τον έχει δικό της όποτε ήθελε.
Στην ουσία αγαπούσε τον άνδρα της. Είναι παντρεμένη με ένα καλό άνθρωπο αλλά δυστυχώς η τύχη τους έφερε να είναι φτωχοί. Οι δυσκολίες πολύ μεγάλες ο σύζυγος λείπει τακτικά στις δουλειές του και αυτή έχοντας καταλάβει πως κάτι της έλειπε σεξουαλικά, θα ήταν το ιδανικό να κερατώσει τον σύζυγό της απλώς με κάποιον καλύτερό στο κρεβάτι. Θύμα, ο Κλέαρχος στο μυαλό της. Υποτίθεται ότι θα τη βοηθούσε να σώσει τον γάμο της. Τη βόλευε να τον έχει. Ο Κλέαρχος ήταν γι' αυτήν κάτι σαν δίχτυ ασφαλείας ή κάτι που το συντηρείς, όχι για καθημερινή χρήση, αλλά για να το έχεις πρόχειρο όταν το χρειαστείς.
Μια σειρά από σαθρά τούβλα χωρίζει τις κρεβατοκάμαρες τους και δεν χρειάζεται να ψάχνουν για ερωτική φωλιά φτάνει να απουσιάζουν τα έτερα τους ήμισυ. Ούτε ο Κλέαρχος αντιστάθηκε στον πειρασμό, ακριβώς λόγω της νέας φιλίας τους. Δεν είχε αντιστάσεις να τη φέρει πισώπλατα στην Ιοκάστη, αλλά και στον καινούργιο του φίλο. Δεν είχε κανένα πρόβλημα, και φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία να πέσει στο ερωτικό κρεβάτι με τη νέα γειτόνισσα κι όπως ήτανε φυσικό, καθόλου δεν δίστασε να ταράξει τα νερά της σεμνότυφης και συντηρητικής εποχής του, στη φτωχική συνοικία. 
Ήταν ένα φθινοπωρινό σκηνικό του καιρού.  Ηλιοφάνεια με λίγες νεφώσεις. Στο σχολείο του Αλκιβιάδη έγινε απολύμανση από την υγειονομική υπηρεσία σχολικών κτηρίων και έδιωξαν τους μαθητές πολύ ενωρίς. Η Ιοκάστη είναι στη δουλειά, ο Κλέαρχος εάν δεν έχει βρει μεροκάματο σίγουρα, σκέπτεται ο Αλκιβιάδης θα ‘ναι στο καφενείο να παίζει χαρτιά. Τα μικρά αδέλφια του συνήθως είναι στη θεία τους που είναι άνεργη αυτή την εποχή.
Ο Αλκιβιάδης φθάνοντας στην είσοδο της αυλής  βλέπει τρία κοριτσόπουλα, ασάλευτα-αμίλητα να στέκονται στριμωγμένες πίσω από τις γρίλιες στο κλειστό παράθυρο του σπιτιού που μένει η Νεφέλη και να έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον και την προσοχή τους στα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του δωματίου. Είναι η  δωδεκάχρονη εξαδέλφη του η Μερόπη, η εντεκάχρονη Ιόλη από την απάνω γειτονιά και η δεκάχρονη Μυρσίνη, γειτονόπουλα που μένει τρία σπίτια παρακάτω στην όχθη του ρέματος. Ταυτόχρονα, έριχναν κλεφτές ματιές γύρω τους μην τύχει και φανεί κάποιος  απρόοπτος επισκέπτης. Ο τεράστιος κήπος γύρω τους τις προφυλάσσει από τα αδιάκριτα  βλέμματα των γειτόνων και από τυχαίους περαστικούς στο χωματόδρομο.
Με τα κεφάλια σκυφτά στήνουν τ' αυτί, αφουγκράζονται με έξαψη και ενδιαφέρον τη γλυκιά ευωδιά της ερωτικής διέγερσης που σαν αχτίνα ξεπηδά μέσα από τις χαραμάδες στις γρίλιες του παραθύρου. Το ηδονικό σμίξιμο δυο σωμάτων. Ανυπόμονα και σε απόλυτη σιωπή, περιμέναν τη συνεχεια της ερωτικης πραξης που διαδραματιζοταν εντος του δωματίου. Τα κοριτσόπουλα παρακολουθούν τον έρωτα που είναι χωμένος στο πετσί του ανθρώπου, υποδόρια, εσώψυχα. Προίκα του για να ’χει ο άνθρωπος μαγιά να αναπλάθεται.
Πρώτη τον είδε η ξαδέλφη του. Τινάχτηκε σαν να την χτύπησε ρεύμα. Κάτι ψιθύρισε στα αλλά κορίτσια.  «Σςςςςς»... έβαλε το δάχτυλο της μπροστά στα χείλη της. Του ζητούσε να μην μιλήσει.
Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε πίσω του μιας και ήταν σίγουρος πως ήταν μονάχος του. Απορημένος δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει.
Ξαφνικά η Μερόπη πετιέται όρθια, επικρατεί μια μικρή αναστάτωση, τράβηξε τις φίλες της από τα χέρια και του έκανε νόημα να τις ακολουθήσει χωρίς θόρυβο και όλοι μαζί να πιλαλούν αλαφιασμένοι  να κρυφτούν στην αποθήκη, εκεί στην άκρη του μεγάλου κήπου.
........ Στο εσωτερικό του δωματίου εδώ και ώρες ο Κλέαρχος έχει πέσει με τα μούτρα ανάμεσα στα σκέλια της Νεφέλης. Οι ερωτικές φωνές της καλύπτονται από τον ήχο του γραμμοφώνου που έπαιζε το «Diana» του Paul Anka.
Λίγο αργότερα η Νεφέλη, διαπίστωνε πως ο Κλέαρχος ήταν όντως εξαιρετικά προικισμένος από τη φύση. Ακριβώς την ίδια διαπίστωση προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν και τα κοριτσόπουλα κρυφά μέσα απ΄τις γρίλιες του παραθύρου στο δωμάτιό. Προσπαθούν να δουν αυτό που ακούν με τα δικά τους μάτια, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν. Οι γρίλιες επιτρέπουν να περνάει το φως αλλά είναι αδιαπέραστες στο βλέμμα τους.
Το κεφάλι της Νεφέλης ανεβοκατέβαινε πάνω στο προικισμένο πέος του Κλέαρχου.
«Τι 'ναι αυτό, αντράκλα μου, αυτό είναι η πηγή με το αθάνατο νερό» του είπε εντυπωσιασμένη από την ποσότητα και την ορμή του σπέρματος του και έσκυψε ξανά πάνω στην πηγή, για να κατακτήσει την αθανασία.
Αφού ξεδίψασε, ανακάθισε στο κρεβάτι, έφτιαξε τα μαλλιά της, διόρθωσε το μπούστο της, άναψε δυο τσιγάρα και του πρόσφερε το ένα. Καρέλια κασετίνα τα τσιγάρα.
Ο Κλέαρχος δέχτηκε να πάει στο κρεβάτι της Νεφέλης το πρωινό, αφού πρώτα τον διαβεβαίωσε πως ο άντρας της και δεν θα επέστρεφε πριν από τον επόμενο μήνα. Και η Ιοκάστη έφυγε πρωί-πρωί στη δουλειά στο καμίνι. Η Ιοκάστη για να τους θρέψει και να  τους μεγαλώσει. Τα παιδιά της. Δουλεύει σκληρά τα πρώτα χρόνια  σ' ένα εργοστάσιο παραγωγής κεραμοποιίας, σε σκληρές συνθήκες εργασίας ακόμη και για τους άνδρες.
Η Νεφέλη φρόντισε ακόμα να ενημερώσει τον Κλέαρχο πως ο σύζυγός της είχε πρόβλημα και ανικανότητα να διατηρήσει μια στύση που να είναι αρκετή και ικανοποιητική για την σεξουαλική επαφή τους. Έτσι λοιπόν θεωρεί να είναι κατανοητό πώς αναζητεί τρόπους για να ημερέψει τις ατίθασες σεξουαλικές ορμές της.Για την ακρίβεια, του είπε. «Είμαι σίγουρη πως στους φίλους του θα έχει υπερηφανευτεί πολλές φορές ότι μου πετάει τα μάτια έξω. Πως με πηδάει πρωί και βράδυ και ας έχει να με πηδήξει κάτι μήνες.  Ειλικρινά δεν ενθυμούμε πότε του σηκώθηκε για τελευταία φορά.».
Από την άλλη ο Κλέαρχος σκοπεύει να της αποδείξει πως είναι ακμαίος, ντούρος και βαρβάτος, χαρίζοντας της μια πρωτόγνωρη σεξουαλική εμπειρία.
Τα δωμάτιο είναι άνω κάτω. Οι δυο εραστές κυνηγιούνται παρασύροντας στο πέρασμά τους έπιπλα και αντικείμενα. Η σεξουαλική επιθυμία της Νεφέλης δεν προβληματίζει τον Κλέαρχο που είναι ένας ερωτικά ακούραστος επιβήτορας. Πού και πού σταματούν για λίγο τις ερωτικές περιπτύξεις για να βάλουν ξανά από την αρχή στο πικ απ τον δίσκο του Paul Anka που καλύπτει τους ερωτικούς τους στεναγμούς.
«Πού έμαθες να τα κάνεις όλα αυτά γαμιά μου;» Του λέει κάθε λίγο και λιγάκι η Νεφέλη.
Την ώρα που η Νεφέλη λέει... «είσαι θεός γαμιά μου, θεός!!» και αυτός μπαίνει για μια ακόμα φορά μέσα της φωνάζοντας. «Τι καύλα είσαι εσύ!!», ο Κλέαρχος συνειδητοποιεί πως ίσως έχουν κι άλλη παρέα εκτός από τον Paul Anka. Κάτι σκιές του φάνηκαν σαν τρεμούλιασμα  στο παράθυρο...
Σηκώθηκε πήγε στο παράθυρο το άνοιξε αμυδρά, κοίταξε ερευνητικά έξω για μερικά δευτερόλεπτα με το ένα μάτι πίσω από τις γρίλιες των κλειστών παραθυρόφυλλων... Κοιτάζοντας είδε την αχνή φιγούρα, όπως σχηματιζόταν μέσα από το κλειστό παράθυρο σηκώνοντας τα φρύδια του. Ακριβώς απέναντι στεκόταν η νεαρή ψηλή μελαχρινή κοπέλα, σπουδάστρια. Στεκόταν μπροστά στην είσοδο που οδηγούσε στη μικρή κάμαρα της, μόλις αφιχθείσα στην αυλή, την ώρα που τα κοριτσόπουλα και ο Αλκιβιάδης πιλαλούσαν από το παράθυρο να κρυφτούν στην αποθήκη. Η νεαρή κοπέλα κοίταζε ερευνητικά με τα μάτια γεμάτα καχυποψία προς το μέρος του παραθύρου ψάχνοντας την αιτία που θα μπορούσε να λύσει τις απορίες και τα ερωτηματικά που είχαν γεννηθεί μέσα της γιατί τα παιδιά αλαφιασμένα τρέξανε να κρυφτούνε. Ίσως να αναρωτιέται ποια είναι η σκανταλιά που έχουν κάνει και έτρεξαν πανικόβλητα..
Ο Κλέαρχος έμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτικός χαζεύοντας με τη μορφή της όμορφης νεαρής κοπέλας στη συνέχεια αποφάσισε να χειριστεί την κατάσταση επιθετικά. Άνοιξε ελάχιστα το παραθυρόφυλλο κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Την κοίταξε έντονα κι επίμονα και κι εκεί οι ματιές τους κόλλησαν θαρρείς και μαγνητίστηκαν. Ένα ανεξήγητο συναίσθημα με μια ματιά χωρίς λέξεις νιώθουν σ' όλο τους το είναι. Αυτή κατάφερε να διαβάσει στο βλέμμα του το ερωτικό κάλεσμα πριν ο Κλέαρχος ξανακλείσει τα παραθυρόφυλλα. «Μ’αρέσουν οι σαραντάρες αλλά εσύ νεαρή μου έχεις άλλη χάρη, άλλη καύλα.» Έλεγε το βλέμμα του. Η σκέψη ότι η δεκαοκτάχρονη κοπελιά που ήταν εκεί έξω πιθανώς αφουγκραζόταν το ερωτικό τους παραλήρημα τον ικανοποιούσε και τον ξεσήκωνε ταυτόχρονα. Ιδέες τρύπωσαν στο μυαλό του. Στη συνέχεια γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε ερευνητικά το προφίλ της Νεφέλης. «Έχεις δίκιο. Ο αέρας ήταν που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων και έριχνε σκιές στο παράθυρο. Δεν υπάρχει ψυχή έξω.» της λέει καθησυχαστικά, και δεν έκλεισε πάλι το παράθυρο.
«Πάντα αναμμένη», σκέφτηκε για την Νεφέλη. «Πάντα πρόθυμη».
Αλλά τώρα είχε τρυπώσει καλά στο μυαλό του η μορφή της όμορφης δεκαοκτάχρονης .. Χαμογέλασε πλατιά με τη σκέψη αυτή, η όμορφη μελαχρινή νεαρή γυναίκα τον καύλωνε τόσο πολύ. Τούμπανο πάλι το πέος του..
Τον βλέπει η Νεφέλη και του ψιθύρισε. «Τι είναι αυτό με σένα.»
Ο Κλέαρχος έκλεισε το πικ απ κι άφησε τις ερωτικές κραυγές τους να φτάσουν εκεί έξω στη νεαρή κοπέλα που τώρα ήταν σίγουρος ότι τους αφουγκραζόταν...
Στην αποθήκη η Μερόπη στάθηκε να πάρει ανάσα, σήκωσε το φουστάνι της και με την άκρη του σκούπισε το κατακόκκινο και ξαναμμένο κάτω από τις σκούρες αφέλειες πρόσωπο της.
Μετά το ξάφνιασμα, του χαμογέλασε και τον κοίταξε τρυφερά.. «Ντροπαλό και συνεσταλμένο το ξαδερφάκι μου;» Ο Αλκιβιάδης ήταν μόλις δέκα χρονών. Κατέβασε τα μάτια. Τα μάγουλά του κοκκίνισαν, ένιωσε αμήχανα. Την κοίταξε ανέκφραστος, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει μια ξένη γλώσσα. Έσφιξε και ξέσφιξε πάνω στα γόνατά του τα λεπτά δάχτυλά του.
Η Μερόπη άπλωσε αργά το χέρι της και έπιασε το χέρι του Αλκιβιάδη. «Νόμιζα ότι συμπαθούσες τα κορίτσια.»
Ο Αλκιβιάδης σάστισε. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ανασήκωσε το κεφάλι του κοιτάζοντας την ερωτηματικά με ακαθόριστο συναίσθημα. «Τα συμπαθώ. Ή τουλάχιστον... προσπαθώ!» Ψέλλισε.
«Έλα από δω. Έλα κοντά μου.» Του ψιθύριζε συνωμοτικά και το χέρι της σφίχτηκε. Έμειναν και οι δύο για λίγο σιωπηλοί, ενώ ένας δροσερός άνεμος έκανε τα δέντρα του κήπου γλυκά να θροΐζουν.
Έκατσε όσο το δυνατόν πιο κοντά του περνώντας απαλά το μπράτσο της γύρω από τους ώμους του, κι άρχισε να τον χαϊδεύει απαλά. Τον χάιδευε στοργικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
«Εμείς σου αρέσουμε σαν κορίτσια;» Τον ρώτησε μ' ένα ιδιαίτερα χαρούμενο ύφος και ένα μείγμα παιχνιδιάρικης διάθεσης. Πρέπει να πέρασε ένα λεπτό μέχρι ν' αρχίσει ο εγκέφαλός του να επεξεργάζεται τα λόγια της, τον τόνο της και τη σκαμπρόζικη έκφρασή της. 
Ένιωθε εντελώς ανήμπορος, τα έχει χαμένα, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Απλά κατάφερε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του αλλά δεν απάντησε.
«Είσαι πολύ γλυκό παιδί, ξαδερφάκι μου.»
Ο Αλκιβιάδης χαμογέλασε.«Ευχαριστώ.» 
Η Μερόπη πρόσθεσε: «Ξέρεις ότι σ’ αγαπάμε.» 
«Κι εγώ σας αγαπώ.» Σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω του σαν να περίμενε να περάσει κάποιος. Το να ζητάει απ' την ξαδέρφη του τη Μερόπη την εποχή εκείνη να μην τον μπλέκει με τις σκανδαλιές της ήταν σαν να ζητάει από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο να πάψει να αναπνέει για δέκα ολόκληρα λεπτά.
Έκλεισε τα μάτια του κοιτώντας το ταβάνι της αποθήκης. Εκείνη τη στιγμή κάτι φάνηκε να του περνάει απ' το μυαλό. Όταν κοίταξε ξανά τη ξαδέρφη του, την είδε που είχε σηκώσει τα φρύδια της και το βλέμμα της ήταν γεμάτο με μια ακαταμάχητη αδερφική τρυφερότητα αναμειγμένη μ' ένα διαβολικά, σκανταλιάρικο χαμόγελο και οι βόστρυχοι από τα μαλλιά της που, ως συνήθως, έπεφταν πάνω απ' το δεξί της μάτι. Τώρα το βλέμμα του Αλκιβιάδη ήταν υπομονετικό, γεμάτο κατανόηση. Τα χέρια του που δεν ήταν ποτέ νευρικά, αμήχανα τα έχωσε βαθιά στις τσέπες του και ένιωσε μια γλυκιά ζέστη στα μάγουλά του και κοίταξε την Μερόπη ζητώντας σιωπηρά την καθοδήγησή της. 
Η Μερόπη έγειρε πάνω του. Με ανάλαφρες κινήσεις έβαλε το χέρι της μέσα στο κοντό παντελόνι του. Είδε τα μάτια της να λάμπουν, τη μύτη της να ζαρώνει και τα λακκάκια στα μάγουλά της να βαθαίνουν. Ο Αλκιβιάδης επιφυλακτικός και συνεσταλμένος την κοίταζε απορημένος και γεμάτος αμφιβολία δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει. Έχει μια ανησυχία, κάπως νιώθει περίεργα. Ένα κύμα ρίγους, είχε διαπεράσει το κορμί του και ήταν κάτι που του άρεσε!  Στο πρόσωπο του το κοκκίνισμα απλώθηκε σαν κρασί χυμένο πάνω σε λινό ύφασμα.
Στη θηλυκή παρέα τους ήταν το μοναδικό αγόρι. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε παράξενα, νιώθει πως το μυαλό του έχει μένει κολλημένο στο κενό και να μην τον βοηθά να βρει έναν τρόπο να διαχειριστεί την ευχάριστη επαφή με τα κορίτσια.
«Μυρσίνη! η σειρά σου να γνωρίσει το κατοικίδιο σου.» Πρόσταξε την Μυρσίνη μετά από μια εύθραυστη παύση η Μερόπη και της ανασήκωσε το φόρεμα ψηλά. Η κίνηση αυτή του αποκάλυψε το λευκό κιλοτάκι της Μυρσίνης. Η Μυρσίνη χαμογέλασε λοξά, και στη συνέχεια το χαμόγελο της έγινε πιο πλατύ. Χαμόγελο ανέμελου νεαρού κοριτσόπουλου. «Πω πω! Ανυπόμονη είσαι σήμερα. Θέλεις να το δείξω αυτή τη στιγμή;»
«Ναι!» και τη βοήθησε να παραμερίσει το εσώρουχο. Στη θέα του τρυφερού αιδοίου η καρδιά του Αλκιβιάδη άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα.
 Η Μερόπη ήταν ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός της παρέας. Από πολύ μικρή είχε έμφυτη εξυπνάδα αλλά και στις πάρλες τέτοια ευφράδεια που όλους τους είχε χαζέψει με τις χάρες της, γρήγορα λοιπόν έγινε η βασίλισσα της παρέας, και τους είχε όλους του χεριού της. 
Ένας θόρυβος που ακούστηκε από το δωμάτιο της  σπουδάστριας,, τους επανέφερε στην τάξη… κι έβαλε τέλος στη γλυκιά αυτή εμπειρία του Αλκιβιάδη. Αυτή ήταν η πρώτη του «ερωτική επαφή» με το άλλο φύλλο. Της  μικρής του ξαδερφούλας την ώρα εκείνη τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα, η αναπνοή της λαχανιασμένη και σίγουρα κάτι άλλο πιο εντυπωσιακό είναι αυτό που ζητούσε και όχι το δικό του αυτό που είχε μέσα από το παντελόνι. 
Η Μερόπη συνέχισε να κρατάει το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Υπήρχαν, άραγε, κάποια ίχνη περιέργειας εκεί μέσα; «Ξέρεις ποιος είναι μέσα στο δωμάτιο;» Τον ρώτησε.
Κοιτάχτηκαν μέσα στην απόλυτη σιωπή. 
Τελικά είπε: «Δεν ξέρω ποιος είναι, αλλά εσείς πιθανότατα ξέρετε.»
«Χαμογελούν» τα μάτια της, και το χαμόγελό της απλώνεται σε όλο της το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι ήξερε. Με κάποιο τρόπο, η Μερόπη συνέχισε να χαμογελάει και να συζητάει ήρεμα με την Μυρσίνη, ενώ μέσα της σίγουρα επικρατούσε καταιγίδα.
Η δωδεκάχρονη εξαδέλφη του η Μερόπη: Μέτριο ανάστημα, γεμάτο σώμα, ωραίο πρόσωπο, μαλλιά καστανά προς το ξανθό, με αφέλειες ανακατεμένες και αφοπλιστικά ατημέλητες και μάτια με σκανταλιάρικο βλέμμα. Μια αεικίνητη παρουσία απίστευτα τρυφερή, παιχνιδιάρα. Ήταν σκέτο πειραχτήρι δίνοντας μια φρέσκια αύρα στην παρέα, η γλώσσα της έκοβε κι έραβε μ' αφάνταστη ευκολία.
Η εντεκάχρονη Ιόλη: Πολύ ψηλή για την ηλικία της, επιβλητική, παχουλή και άχαρη. Σύντομα η οικογένεια της μετακόμισε σ' άλλη γειτονιά. Μάθανε ωστόσο ότι οι ζουμερές καμπύλες είχαν εξελιχτεί σε μια γοητευτική μελαχρινή ψηλή κοπέλα. Παντρεύτηκε σύντομα, ούτε καν έφηβη ακόμη.
Η εντεκάχρονη Μυρσίνη: Κανονικό ανάστημα, αδύνατο σωματάκι, μελαχρινή, τα πυκνά, μαύρα μαλλιά της ήταν συνήθως πιασμένα σε έναν μικρό κότσο στον αυχένα της.
Υπήρχαν εποχές, που Αλκιβιάδης όταν δεν έτρεχε ανέμελα στις αλάνες της γειτονιάς με τα άλλα αγόρια να παίζουν κυρίως το πάθος μας που ήταν το ποδόσφαιρο, αναζητούσε τη χαρούμενη παρέα σ΄ αυτά τα μυστηριακά διαφορετικά πλάσματα που τον έλκυαν σαν μαγνήτες όταν τον πείραζαν. Τον πείραζαν και αυτός ένιωθε ευχάριστα χάρη στα πειράγματα τους. Αα! τα όμορφα τα κοριτσόπουλα. Ήταν πολύ σκανταλιάρικα. Πολύ φασαριόζικα κοριτσόπουλα. Τα ολόγλυκα πειραχτήρια του Αλκιβιάδη που στο παιχνίδι μαζί τους θυμάται πως είχε τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα. Ταυτόχρονα πολλές φόρες μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, κρυφτοκυνηγητό, μακριά γαϊδούρα, κλέφτες και αστυνόμους, αγαλματάκια, μήλα και τέτοια σπουδαία πράγματα που είναι αναπόφευκτα συνυφασμένα με τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα.

Click to Open
Η Ιοκάστη τον Κλέαρχο τον Αγαπούσε!
.....

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Mathitis Sto 3o Dimotiko Sxoleio Lamias

............Οι καλοκαιρινές διακοπές έφτασαν στο τέλος τους!  Σεπτέμβριος πια, φθινοπωράκι δεν το λες αλλά το «Καλή σχολική χρονιά» είναι στα χείλη όλων! Σε λίγες ημέρες θα επιστρέψουν όλοι οι μαθητές στο σχολείο! Μία ακόμη σχολική χρονιά ξεκινά με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς, προσμονής αλλά και αβεβαιότητας και άγχους που προκαλεί η επιστροφή των μαθητών στα θρανία μετά από δύο και πλέον μήνες ξεγνοιασιάς. Κάθε νέα σχολική χρονιά, είναι η αρχή  μιας ακόμη συναρπαστικής διαδρομής. Μιας διαδρομής που είναι γεμάτη με χαμόγελα, χαρές, αγωνίες, δυνατές φιλίες και στα σχολικά θρανία θα συναντήσουν ξανά, τους συμμαθητές και τους δασκάλους τους. Ο Αλκιβιάδης, ακόμη μέχρι και σήμερα θυμάται την πρώτη ημέρα που πήγε στο νέο του σχολείο στη μεγάλη πολιτεία. Στη Λαμία! Ο ήλιος, ψηλώνοντας, χρύσιζε τις γυμνές κορυφές της Όθρυς και στο νότο απλώνονταν ως πέρα, πράσινος ο κάμπος του Σπερχειού.  Σκέψεις μπλεγμένες με ήχους και εικόνες κι αυτός κάπου εκεί ανάμεσα σε αυτές τις εικόνες, εκείνο το πρωινό στις αρχές του φθινοπώρου με τις πρώτες ελαφρές ψυχρές πνοές του άνεμου, τότε που με τη λαχτάρα στα μάτια και ένα κόμπο στην ψυχή είχε ανέβει με τα λιγνά του πόδια τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στο Τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας. Τι ανησυχία Θεέ μου, τι αγωνία και τι ανασφάλεια που ένιωθε. Αντίο ξενοιασιά. Πρόκειται για την πρώτη του σχολική χρονιά στο μεγάλο σχολικό συγκρότημα της πόλις, έχοντας μόλις πρόσφατα η οικογένεια του μετακομίσει από το μικρό πτωχικό χωριό από της νότιο-δυτικές πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα. Ένα νεοφερμένο άγνωστο μαθητούδι της τρίτης τάξης ανάμεσα στο μεγάλο πλήθος των μικρών μαθητών του σχολείου και αυτό του προκαλούσε μια  συναισθηματική κατάσταση προβληματισμού και αμηχανίας. Χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο που άλλαξε αμέσως τα μελαγχολικά και σκληρά χαρακτηριστικά του. Τα μαλάκωσε. Παρόλα αυτά η έκφραση του έκρυβε μία δόση νοσταλγίας. Ήρθε στο νου, έτσι αναπάντεχα, πλημμυρίδα από νοσταλγία για το σχολείο του μικρού χωριού του. Έστρεψε το βλέμμα του προς το νοτιά. Ένα κύμα νοσταλγίας από αναμνήσεις για τους φίλους που άφησε πίσω του ήρθαν στο μυαλό του. Όμορφες αναμνήσεις που ανήκαν στο παρελθόν, εκεί όπου και έμειναν. Παίρνει μία βαθιά ανάσα σήκωσε το κεφάλι, έριξε μια διαπεραστική ματιά ολόγυρα μια τελευταία ματιά πίσω του στο δρόμο και μετά από μια στιγμή δισταγμού και νευρικότητας, σιωπηλά καρτερικά ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου διέσχισε τη μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα κ’ εισήλθε στο προαύλιο που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή του τεράστιου κτηρίου. Τη βοή μες στ’ αυτιά του, την σκέπασε μια ασυνήθιστη για το νεαρό αγόρι βαβούρα! 'Ένα ατελείωτο κουβάρι από φωνές ξεχύνονταν απ’ το βάθος της τεράστιας αυλής του σχολίου. Τα παιδιά Φώναζαν, γελούσαν, ζούσαν. Τόσο ξένοιαστα, τόσο αθώα. Τόσο απλά! Χαμένος μέσα στο πλήθος κοίταξε γύρω του κ’ αναγνωρίζοντας μια παρέα παιδιών από τη νέα του γειτονιά γουργούρισε με ευχαρίστηση νιώθοντας ικανοποίηση, ήταν αυτό που χρειαζόταν η διάθεση του να επηρεαστεί ευχάριστα και να σβήσει κάθε δυσφορία του. Όλα γύρω του έδειχναν ιδιαίτερα θορυβώδη, χαρούμενα, τα παιδιά γελούσαν και τριγύριζαν από συντροφιά σε συντροφιά. Θυμάται με νοσταλγία να του έρχονται στο μυαλό οι πρωινές διαδρομές το καθημερινό μοτίβο. Το συνήθισε και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του. Αναλογίστηκε ότι κι’ αυτός πια θ’ αποτελούσε μέλος αυτής της μεγάλης συντροφιάς. Αερικό έγινε ο χρόνος και γρήγορα αφομοιώθηκε στο νέο του περιβάλλον αρχικά με την ιδιόμορφη λακωνική προφορά του, άλλα πολύ γρήγορα δημιούργησε νέες φιλίες και ποτέ του δεν ένοιωσε ξένος από τους συμμαθητές του με τους οποίους ζούσε τις κοινές πηγές ανησυχίας, τις ίδιες αγωνίες τις ίδιες φιλοδοξίες και στόχους μαζί τους για την επιθυμία στο όνειρο και στην αναζήτηση της γνώσης.
Δεν ήταν βέβαια καμία ξεχωριστή μεγαλοφυΐα ούτε ως άτομο καμία ξεχωριστή περίπτωση, αλλά «υπηρετούσε» τo σχολικό του καθήκον για μάθηση με σχετική υπακοή. Ανακαλεί στη μνήμη του εκείνη την πρώτη του σχολική χρονιά στο νέο του σχολείο στη τρίτη τάξη που την τελείωσε με άριστα δέκα. Η επίδοση αυτή οφειλόταν ως συνέπεια στο διαχρονικό δάνειο της γνώσης που του είχε εμφυσήσει η Ιωάννα. Η Ιωάννα μια όμορφη και ευγενική κοπελιά, κατείχε μια ξεχωριστή θέση στη έναρξη της μαθητικής του ζωής. Ηταν άτομο ξεχωριστό, η βασίλισσα της έκτης τάξης του μονοτάξιου σχολείου του χωριού τους εκεί στα μακρινά Κουλέντια. Πρωτάκι για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχε πάρει την πρωτοβουλία να τον υιοθετήσει ως είθισται στα μονοτάξια σχολεία της εποχής εκείνης και είχε βάλει στόχο και την υιοθεσία της να την κάνει άτομο ξεχωριστό. Της χρωστάει πολλά για τα θεμέλια της γνώσης που του καλούπωσε, γιατί οι γονείς του ήταν αγράμματοι. Με την καθοδήγηση της αισθανόταν απόλαυση να ασχολείται με μεγάλη επιθυμία και όρεξη για μάθηση. Ως καθοδηγητής, του εντρύφησε την αγάπη για το βιβλίο. Υπήρξε καλός μαθητής, χωρίς να είναι ιδιαίτερα επιμελής και συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις, δεν δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο, στους δασκάλους και στους συμμαθητές του. Κι επειδή ήθελε να τα έχει καλά και με τους γονείς του, έκανε ότι χρειαζόταν να κάνει, πήγαινε στο σχολείο καταβάλλοντας τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια στα μαθήματα του επιδιώκοντας να πάρει ίσα ίσα έναν αξιοπρεπή βαθμό. Τον υπόλοιπο χρόνο έπαιζε ποδόσφαιρο και, όταν γύριζε στο σπίτι, περνούσε αρκετές ώρες στο κρεβάτι διαβάζοντας το ένα μυθιστόρημα μετά το άλλο. Καμία σχέση με το τυπικό ωράριο των άλλων μαθητών ούτε φροντιστήρια ούτε ιδιαίτερα. Αλλά ακόμη κι έτσι, οι βαθμοί του δεν ήταν ιδιαίτερα άσχημοι. Τα κατάφερνε λοιπόν όχι κι άσχημα στο σχολείο και στα μαθήματα, αλλά όχι σε βάρος της προσωπικής ευχαρίστησης, είχε ισορροπία ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις και στο παιχνίδι, στην παρέα με συνομηλίκους, στην τεμπελιά και στο χασομέρι της παιδικής ηλικίας. Με τον καιρό μεγαλώνοντας του άρεσε να διαβάζει μυθιστορήματα και να χάνεται μέσα τους, προσφέροντας του καθαρά προσωπική απόλαυση!
Σήμερα στην θύμηση του ποια παιδιά εκείνης της τρίτης τάξης στο τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας κατέχουν ξεχωριστή θέση στη μνήμη του, η απάντηση του βγήκε αβίαστα.
Την πρώτη του χρονιά στο νέο του σχολείο δυο συμμαθήτριες και ένας συμμαθητής του ξεχώριζαν τόσο για το ήθος τους όσο και για την άρτια επιμέλεια που έδειχναν στην εκπαίδευσή τους. Ποτέ του δεν ένοιωσε την ανάγκη να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, να τους συναγωνιστεί στις διακρίσεις. Τώρα, καλόβολα γυρεύει να τους φέρει μπροστά του, η εικόνα τους να ξαναζωντανέψει στα μάτια του, να θυμηθεί όλες τις ωραίες αναμνήσεις τους, τα πρόσωπα τους, τα σουσούμια τους. Μα δε του έρχονται στο νου παρά θολές οι εικόνες τους, σαν χαμένες σε χαμηλό φωτισμό λες και είναι βγαλμένες σε αργές ταχύτητες κλείστρου και κουνημένα καρέ.
Η Στέλλα Ένα λιγνό κορίτσι με μπούκλες στα ξανθό-καστανά της μαλλιά, μελιά μάτια και ένα πρόσωπο με τέλειες, (τουλάχιστον έτσι το έβλεπε αυτός) αναλογίες, γαλλική μυτούλα και σώμα που παρέπεμπε σε αθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής. Η φήμη της μεσουρανούσε στη μαθητική τους τη τάξη. Μάζευε τον κόσμο γύρω της όπως το φως τις πεταλούδες. Αυτός το έβρισκε απίθανο να είναι μόνη της, διότι σύμφωνα με το παλιό απόφθεγμα, οι ωραίες δεν μένουν ποτέ μόνες. Η Στέλλα ήταν ξεχωριστή μαθήτρια, αυτή που ξεχώριζε με τη θετική έννοια, η διαλεχτή, η διακεκριμένη. Χαρισματικό παιδί που έδειχνε πως μπορεί να τα καταφέρει από μόνη της στη ζωή. Άσπρη και καστανόξανθη, εκείνο που τη ξεχώριζε περισσότερο ήταν τα μεγάλα φωτεινά, μάτια της, που βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα λες και ονειρευόταν τον μεγάλο έρωτα μέσα στην παιδιάστικη παρουσία της. Δεν ήταν ακόμη έφηβη, που κέρδισε τα πρώτα βραβεία σε αρκετούς διαγωνισμούς για νέους μουσικούς. Παρακολούθησε μαθήματα σε ωδείο, έκανε ιδιαίτερα μαθήματα με φημισμένους σολίστες. Ο Αλκιβιαδης έμαθε πως η Στέλλα πήγε να συνεχίσει τις σπουδές της σ’ ένα μουσικό πανεπιστήμιο στη Γαλλία με υποτροφία. Μερικά χρόνια αργότερα είδε το πρόσωπο της να  φιγουράρει σε εξώφυλλα περιοδικών μ΄ένα νοσταλγικό, οικείο χαμόγελο, σαν παλιό αναμνηστικό που αναδύθηκε ξαφνικά μετά από χρόνια απ’ τα βάθη μιας παλιάς ξεχασμένης φωτογραφίας. Τα μάτια της έλαμπαν με απίστευτη χάρη, μια μπούκλα ξεχώριζε στα ήδη ανακατεμένα μαλλιά της και τα λιτά και απέριττα κείμενα τους ν’ αναφέρονται στην πλούσια και αξιόλογη  καλλιτεχνική της δραστηριότητα. Επιτυχημένη μουσικός, πολυτάλαντη καλλιτέχνιδα με μακρά και εντυπωσιακή καριέρα η Στέλλα ήταν όμορφη σαν πάντα που είχε τη ζωή μπροστά της!
Η Μαρία: Ένα κοριτσόπουλο με τη λευκή λάμψη του δέρματος, ιδανικό μοντέλο για να ζωγραφίσεις το  πορτρέτο μιας νεαρής κοπέλας. Ο Αλκιβιαδης τη θεωρούσε πως είχε τα σημάδια μιας πολύ ευαίσθητης ψυχής που στην αγκαλιά της χωρούσε όλη τη νεανική τους τάξη και το πλατύ της χαμόγελο εξέπεμπε αισιοδοξία και θετική ενέργεια. Διέθετε το ευλογημένο προνόμιο του προικισμένου ατόμου με δημιουργικότητα και ικανότητα μάθησης. Ένα φυσικό ταλέντο στο γράψιμο και πολύ της άρεσε να διαβάζει. Πριν από κάποιο καιρό είχε βρει αυτό το κείμενο της «Rosemarie Urquico» στο οποίο εξηγούσε γιατί ένα κορίτσι που διαβάζει είναι η κατάλληλη σύντροφος. Μεταξύ άλλων, έγραψε ότι: «Βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί το αξίζεις. Αξίζεις ένα κορίτσι που μπορεί να σου δώσει τον πιο πολύχρωμο κόσμο. Αν θέλεις όλον τον κόσμο και τους κόσμους πίσω από αυτόν, βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει. Ακόμα καλύτερα, βγες με ένα κορίτσι που γράφει.»
Η Μαρία ξεχώριζε για τους ευγενικούς της τρόπους και την καλοσύνη της. Ήταν ήσυχο, πρόσχαρο κοριτσόπουλο και γλυκόλογο. Θυμάται τα μεγάλα μελαχρινά της μάτια που κάποιες φορές κοιτάζανε τόσο παράξενα και πετούσαν τόσο αστραφτερές αναλαμπές που δε βαστούσες να τα βλέπεις. Εκείνο που την ξεχώριζε περισσότερο μέσα σε όλη την παρέα ήταν πως βαστιόταν πάντα καθαρή, και δε φαινότανε ποτέ αχτένιστη. Ίσιωνε με τις παλάμες τα σγουρά μαλλιά της, με τη φανταχτερή τους λάμψη, το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε συχνά ακόμη και μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού, στεκόταν άξαφνα κι  έσιαζε τα μαλλιά της, την έβλεπες που κοίταζε γύρω της με την αστραφτερή μελαχρινή ματιά της και μ' ένα γέλιο γλυκό ευαίσθητο, που έδειχνε τα αστραφτερά λευκά της δόντια.
Ο Δημήτρης. Ευαίσθητη, εξευγενισμένη, χαρούμενη ψυχή, έσφυζε από υγεία η παρουσία του. Αν και από μεγαλοαστική οικογένεια είχε αμοιβαία φιλική σχέση μ’ όλους στην τάξη και έχαιρε εκτίμησης στις καθημερινές συντροφιές. Στο γαλήνιο πρόσωπο του τα φωτεινά μελιά μάτια γίνονταν πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν από την αγωνία, όπως ο ήλιος από τα σύννεφα όταν κάτι του πήγαινε στραβά, γέμιζαν σύννεφα, ένιωθε παγιδευμένος.
Ο Αλκιβιάδης σήμερα χαράζοντας μονοπάτια στην κατσιφάρα της μνήμης, του έρχονται εκείνες οι στιγμές που συνειδητοποιεί πως έχει περάσει μια ακόμη πίστα ενηλικίωσης. Με άλλα λόγια, «το τώρα είναι τώρα, το αύριο είναι αύριο», βολτάροντας τη ζωή με συνοδοιπόρο το χρόνο. Φυλλομετρώντας τα παιδικά του χρόνια η θύμηση τους, βγήκε πάλι μπροστά σα νοσταλγία που κραδαίνει γιρλάντα χαράς κι αυτός ενήλικας πια νιώθει πως βουτά δάχτυλα και ψυχή σε τόνους ζάχαρη άχνη και σε τεράστια δοχεία με μελοκάρυδο… Ναι, έτσι ακριβώς!

Click to Open
Τα Πρώτα Χρόνια στο Αραπόρεμα!
.....

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Telikos Proorismos "Lamia"

....Λαμία... Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά, μεσάνυχτα που έφτασαν στη Λαμία...
Τον πρώτο καιρό την οικογένεια η ζωή στη Λαμία τους βρήκε ταλαιπωρημένους, παραζαλισμένους και σε μια καινούρια πραγματικότητα μα οπωσδήποτε με καλή διάθεση σαν πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο για ένα καινούργιο ξεκίνημα, με διάθεση να ξεπεραστούν οι πρώτες πρακτικές δυσκολίες και να εξοικειωθούν με το νέο τους περιβάλλον. Ξεκίνησαν λοιπόν μια καινούργια ζωή πολύ φτωχικά, απλά και δύσκολα, σε μια πολύ φτωχική περιοχή στα περίχωρα της πόλης, μένοντας αρχικά σε ένα πολύ μικρό φτωχικό σπιτάκι, ένα κοινότυπο τούβλινο κτίσμα, μόλις μια κάμαρα δίπλα στο ρέμα που αποτελούσε τον φιλόξενο χώρο διαμονής για όλη την οικογένεια. Ήταν σε μια εργατική φτωχογειτονιά «το Αραπόρεμα» στης δυτικές παρυφές της πόλης, κάτω απ' το λόφο του Αγίου Λουκά και περνώντας τους  «Μύλους Κρόκου - Μουζέλη», μια χέρσα περιοχή που σταδιακά διαμορφώθηκε σε αστικό περιβάλλον στη μεταπολεμική περίοδο. Κατέφθαναν τριγύρω στην ανατολική πλευρά του ρέματος πολλοί από τα γύρω  χωριά, μεταναστεύοντας, χτίζοντας τις χαμηλές κατοικίες τους και ξεκινώντας μια νέα ζωή. Λαϊκή γειτονιά, φτωχολογιά, χαμηλά σπίτια, μπακάλικα, καφενεία και ρεμπέτικα. Από εκείνες τις γειτονιές που οι γιαγιάδες βγάζουν τις καρεκλίτσες τους μπροστά από το σπίτι το απόγευμα και περιμένουν τις γειτόνισσες για λίγο κουτσομπολιό και οι άντρες συχνάζουν στα καφενεία, μετά τη δουλειά, για ένα ουζάκι και μια γρήγορη παρτίδα τάβλι.
Εκεί σ΄αυτή την συνοικία και σε αυτό το φιλόξενο περιβάλλον της λαϊκής γειτονιάς ο Αλκιβιάδης έζησε το τελείωμα της παιδικής του ζωής, και ανοίγοντας ένα καινούργιο κεφάλαιο έζησε το ξεκίνημα της εφηβείας του, με συναισθήματα ανάμικτα, με χαρά αλλά και με φόβο περισσότερο σαν δυσκολία στην προσαρμογή στην καινούργια πραγματικότητα  που καλείται να διαχειριστεί. Ταυτόχρονα έζησε και τις πρώτες μεγάλες αλλαγές που άλλαξε τον κόσμο τους και βελτίωσε τη ζωή τους ριζικά.  Απ’ το λυχνάρι και τις λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν τις νύχτες στο χωριό γνώρισε το ηλεκτρικό ρεύμα που δεν υπήρχε βέβαια τότε στο χωριό. Άντε ποιος να πιστέψει σήμερα ότι οι πιο πολλοί χωριανοί ούτε πού 'ξέραν τι είναι αυτό.
Η Πυροστιά που τοποθετούσαν τα μαγειρικά σκεύη και μαγείρευαν μέσα στο τζάκι ήταν παρελθόν, τα αντικατέστησαν το γκάζι οι ξυλόσομπες και δειλά-δειλία έκαναν την εμφάνιση τους και τα ηλεκτρικά σκεύη του νοικοκυριού.
Και αυτό που σημαντικά άλλαξε προς το καλύτερο ήταν το ότι το σχολείο ήταν πολύ κοντά τους και ο Αλκιβιάδης απ' το μονοτάξιο σχολείο βρέθηκε σε κανονικό εξατάξιο.
Ένοιωσε ότι αν παλέψουν πολύ όλη η οικογένεια θα τους δοθεί ο δρόμος και ο ορίζοντας της προοπτικής. να λάμψουν και να ξεφύγουν από το διαρκές άγχος και την αβεβαιότητα που τους προσέφερε ο φτωχικός οικισμός τους..
Κι όμως ανεξάρτητα από τις ελπίδες και τα όνειρα του για μια καλύτερη ζωή, εικόνες και μια νοσταλγική ανάμνηση από τους παιδικούς του τόπους του θυμίζουν πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι μνήμες στο μυαλό και την ψυχή του που ανακαλούν το χτες, και γίνονται μπάλσαμο παρηγοριάς στις δύσκολες ώρες του.
Στα βορειοδυτικά της γειτονιάς υπήρχαν βοσκοτόπια, μεγάλοι χέρσοι λόφοι και φαράγγια που του θύμιζαν το χωριό. Σε μια ρεματιά υπήρχε και τεχνητή λίμνη όμοια με τι μικρή λιμνούλα στα περιβόλια του χωριού του, της έλειπε ο αιωνόβιος πλάτανος και οι πολλές μοβ περικοκλάδες αλλά είχε άφθονες καλαμιώνες. Σε τούτη τη μικρή τη λίμνη, είχε φτιάξει το δικό του καταφύγιο. Το έδαφος εκτεινόταν με ελαφρούς κυματισμούς προς όλες τις κατευθύνσεις και όπου κι αν έστρεφε τη ματιά του, οι επιφάνειες τρεμόπαιζαν από την κάψα του εδάφους. Μουντάδα στα υψώματα, στον ορίζοντα, στη χέρσα γη, όταν πλάκωνε η καταχνιά και η κατσιφάρα η βουβή. Εκεί ήταν ο δικός του μικρός κόσμος όπου του άρεσε τα καλοκαίρια να απομονώνεται και με τα μάτια κλειστά, άφηνε τις αναμνήσεις από τον τόπο του να τον παρασύρουν. Ονειροπολούσε. Με τον καιρό, άρχισε να νοσταλγεί το χωριό του, θυμόταν τις ηλιόλουστες πλαγιές στο Μεγάλο Ρέμα κι αναστέναζε. Ζωντανεύει όταν του ‘ρχεται η θύμηση του ποτισμένου χώματος με την ιδιαίτερη μυρουδιά της γης που αναστάτωνε το μέσα του λες και συναντούσε κάτι δικό του. Ας ήταν μπορετό να κάθιζε, δέκα λεφτά μονάχα, κάτω απ’ το δροσό της αλαφροΐσκιωτης μουριάς στην καλοκαιρινή την κάψα, να νιώθει μια αίσθηση δροσιάς στο πλάτωμα με το μικρό μποστάνι τους πίσω στο Μεγάλο Ρέμα με την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με τα καθάρια νερά, που ξεπρόβαλαν πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τριγύρω πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν το τοπίο με τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια τους, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια του.
Στοιβαγμένες εικόνες στα θολά διαμερίσματα της μνήμης, αβίαστα προβάλλουν εμπρός του.
«Τα σφεντάμια και οι φτέρες είναι ακόμα αδιάφθορα,
Αλλά χωρίς αμφιβολία, όταν αποκτήσουν συνείδηση
Θ’ αρχίσουν κι αυτά να καταριούνται και να βρίζουν.»
Εικόνες της εκείνης της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν καθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι.
Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά  με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας.
Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Οι τόποι του χωριού του είναι ένα κομμάτι του εαυτού του, και οι μνήμες ομφάλιος λώρος να τον συνδέει με τα μέρη των παιδικών του χρόνων.
Χωριό του στη γειρτή πλαγιά, σημείωμα της άδολης πρώτης αγάπης, κυπαρίσσια κι αγριολούλουδα, θάμνοι που πτερυγίζουν οι μέλισσες και άνεμο-δαρμένοι βράχοι, θεόρατοι με ένα λευκό στις βαθιές ρυτίδες τους που άφησε ο χρόνος στην περιφορά του οργισμένου βοριά. Και πέρα μακριά στο διάφανο σαν ακουαρέλα, μια γραμμή στο χάραγμα, στο βάθος του ορίζοντα εκεί που η θάλασσα τον ουρανό φιλούσε. Στις πλαγιές θυμάρια, φασκομηλιές και ρίγανες, μυρουδιές ευλογημένες κατρακυλούν μες στα σπαρτά σαν σκέψεις ανεκπλήρωτες, όπως ο άνεμος που σμίλευε στις πέτρες τα σχήματα των άγονων περιπλανήσεων του. Και αυτός, «κουτσούβελο» με κοντό παντελονάκι και γρατζουνισμένα γόνατα τρέχει στις αλάνες και τους δρόμους του χωριού, με σφεντόνα και λερωμένα δάκρυα, όταν ο ήλιος στέγνωνε την αλμύρα τους. Τρεχαλητά και φωνές. Κυνηγητά και παιχνίδια. Όλα της φύσης τα χρώματα είναι ζεστά. Δένονται με τους απανωτούς ήχους των ανέμων στους βράχους. Κι όταν ο θόρυβος κοπάσει, και ο ήλιος σαν μεστωμένο πορτοκάλι, βουτάει στου Κούνου την πλάτη  μαζί του χάνονται και τα χρώματα, πέφτει το σούρουπο με ασημένιες σκιές και τα παιδιά πασχίζουν να μαντέψουν από πού θα ξεπροβάλει η σελήνη. Ανέμελη ζωή, με δίχως πάθη, με πολλά οράματα.
Είναι μια ηδονή που δεν ξεχνιέται εύκολα απ' όσους την ένιωσαν. Όλα αυτά μνήμες και γεύσεις, μυρωδιές, ακοές, οράματα και αφές των παιδικών μας χρόνων που μας δυναστεύουν μιαν ολάκερη ζωή. Δεν το γνώρισε ολότελα το καημένο του το χωριό, που του γελούσε πάντα στον ύπνο του και στα όνειρα του.
«Με της σκέψης τα πλάνα φτερά
στο χωριό του τρέχει να φτάσει.
Στης λιμνούλας τ’ ασημένια νερά».....

Click to Open
Μαθητής στο Τρίτο Δημοτικό Σχολείο Λαμίας!
.....

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Afixis Sto Limani Tou Pirea

......... Είχανε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες του πλοίου προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαν. Κάποια στιγμή ο Τηλέμαχος γλίστρησε έξω στο κατάστρωμα διασχίζοντας την εξωτερική πόρτα του ακκομοδεσίου του πλοίου στη δροσιά της υγρασίας που ερχόταν από τη θάλασσα.
Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και κοίταζε σαστισμένος τις εικόνες από το λιμάνι του Πειραιά την ώρα που ξημερώνει.
Έχει καρφώσει τα μάτια του στη στεριά, και ο μικρούλης προσπαθεί να πιαστεί από πολλά πράγματα για να αισθανθεί ότι μπορεί απ' τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω που μόλις τον αντικρίζει και είναι τεράστιος και δαιδαλώδης.. Οι αισθήσεις του λαίμαργα αποτύπωναν τη θέα από το πολύβουο και ανήσυχο λιμάνι του Πειραιά, ένας γρήγορα αναπτυσσόμενος χώρος που εκτείνονταν εμπρός του, ένα περιβάλλον μιας πραγματικής μεγαλούπολης.
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα χωρίς δυσκολία από τα χείλη του.
«Μαμά! Μαμά, έλα, έλα να δεις.! Πω-πω! Κοίτα σπίτια! Κοίτα πλοία!»
««Κοίτα, κοίτα, Μαμά! Να-να και αυτοκίνητα! »
Πώς να περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη την ώρα ο μικρός αδελφός του που ξαφνικά από το μικρό απομονωμένο οικισμό βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μια κοσμοπολίτικη πολιτεία γεμάτη ζωή και κίνηση. Η παραλία φωτόλουστη, πλοία να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι, ρίχνοντας ή τραβώντας την άγκυρα, να λύνονται ή να δένονται στις προβλήτες.
Το φως του ήλιου ξεχύνεται γύρω στο σκληρό γαλάζιο χρώμα του ουρανού εκτυφλωτικό, επιθετικό, σαν να θέλουν οι αχτίδες να κυνηγήσουν ότι κρύβει τον πρωτόγνωρο νέο κόσμο στα φτωχά και ανίδεα χωριατόπουλα.
Η μητέρα τους στην αρχή νόμισε πως την γελούν τα μάτια της αντικρίζοντας να ξεδιπλώνεται μπροστά της μία πολύβουη πολιτεία, ζωντανή που σφύζει από ζωή, μέσα από τους πολυσύχναστους κεντρικούς της δρόμους δημιουργώντας μια ζωντανή ατμόσφαιρα.
Όταν συνήλθε από την έκπληξη τον κοίταξε τρυφερά πήρε τα χέρια του μες στα δικά της χέρια, του χαμογέλασε και τον έσφιξε στο στήθος της.
Ο μικρός Τηλέμαχος κούρνιασε πάνω της και ένιωσε την αγκαλιά της σαν ο φρέσκος δροσερός αέρας που μπήκε στα πνευμόνια του.
Το χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπο της μητέρας του, του Αλκιβιάδη του θύμισε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γιαλού την ώρα που δεν φυσάει.
Αυτή ήταν η μητέρα τους.
Ήταν το δροσερό ποτήρι που εναπόθεταν την κάθε ελπίδα τους, τα βάσανα, τις χαρές τους και τους καημούς τους... 
Ήταν ένα τριαντάφυλλο, που μύριζε τόσο γλυκά.
Είναι πάντα δίπλα τους, σιωπηλά, διακριτικά, γεμάτη καταλυτική αγάπη, νιάξιμο, φροντίδα, δύναμη και προσμονή.
Είναι η γλυκιά τους μάνα. 
Αμίλητη τώρα ατένιζε την θέα απ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο εκεί έξω και αναρωτιόταν αν αυτή η περιπέτεια, θα αποτελούσε μια νέα καλύτερη σελίδα στη ζωή τους. Σκέφτεται  πως μια καινούργια αυγή τους είχε ξημερώσει και προσδοκούσε να καταφέρουν να κάνουν όσα αυτή είχε ονειρευτεί στην εφηβεία της σήμερα τα παιδιά της.
Ακόμα αναρωτιόταν αν η απόφαση να πάρουν τους δρόμους της ξενιτιάς με στόχο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την μίζερη ζωή του φτωχικού χωριού ήταν η σωστή απόφαση.
Με τα μάτια μισόκλειστα φαντάζεται, ήταν ωραίο να φαντάζεται διάφορα μα δεν έβρισκε άκρη στις σκέψεις της. Ηθελε να ρωτήσει τον εαυτό της εκατομμύρια πράγματα και δεν είχε απαντήσεις να του δώσει. Πού πήγαιναν, τι έπρεπε να περιμένουν. Χιλιάδες «κι αν...», «ίσως» και τι θα γινόταν στο τέλος.
Τόσο την είχαν απορροφήσει οι σκέψεις της που δεν πήρε είδηση πότε το πλοίο πρόσδεσε στην προβλήτα και ήδη ξεκινούσε η αποβίβαση.
........Στην έναρξη της εφηβείας του ο Αλκιβιάδης μπαίνοντας στον αθέατο κόσμο της μνήμης του ανακαλύπτει τοπία ανέγγιχτα, διαβάζει στο τετράδιο του μυαλού του ιστορίες γοητευτικές, αισθάνεται να βρίσκονται τα πάντα μέσα εκεί σε μι’ αρμονική ισορροπία. Κι όμως μια γκρίζα κουκκίδα, κάτι σαν βαθιά ομίχλη, του σκεπάζει την πρόσβαση να ανακαλύψει το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Λίγα χρόνια αργότερα έφηβος πλέον έκανε το ίδιο ταξίδι δυο-τρία καλοκαίρια.
Τα ταξίδια ήταν πανέμορφα μια και το πλοίο παρέπλεε συνεχώς τις ακτές της Πελοποννήσου εκεί όπου οι νότιες παρυφές του Πάρνωνα βουτάνε στο Μυρτώο Πέλαγος και τα αρώματα του βουνού σμίγουν με την αύρα της θάλασσας.
Η άγρια ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, αυτής της γεωγραφικής ορεινής περιοχής του Ζάρακα με τα πέντε χωριά του. Ομορφότερο όλων το παράκτιο Κυπαρίσσι, με μια φυσιογνωμία στεριανή και νησιώτικη μαζί, κτισμένο αμφιθεατρικά, κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και σκοτεινιάζει νωρίς λόγω των κορυφών του Ζάρακα, που εμποδίζουν τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει τον τόπο. Όταν κοιτάζεις την περιοχή από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς το Μυρτώο Πέλαγος.
Θυμάται το Γέρακα. Από τις πιο εντυπωσιακές γωνιές της Λακωνίας, ένα μικρό λιμάνι που αναδύεται μέσα από ένα επιβλητικό τοπίο. Άφωνος θα μείνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης πλησιάζοντας το Λιμάνι του Γέρακα. Ένα σπανιότατο φιόρδ μοναδικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται μπροστά του. «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία, στο έργο του «Λακωνικά».
Μια ματιά είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς πόσο συναρπαστικά πολυσχιδές είναι το τοπίο και να υποπτευθεί πόσο θεαματικά πολυτάραχη είναι η γεωλογική του ιστορία.
Η γαλήνη του τοπίου και η γραφικότητα του οικισμού συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό.
 Ο ακύμαντος κόλπος του, ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Το πλοίο έμπαινε με την πλώρη στον αρκετά στενό όρμο και φουντάριζε αρόδο, επικίνδυνα κοντά στα βράχια και τα αβαθή. Η αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων γινόταν με καΐκια. Αναχώρηση με ανάποδα, διότι ούτε λόγος για χώρο να γυρίσει εκεί μέσα. Μετά το Γέρακα, στέκει καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ένας πελώριος βράχος, η Μονεμβασιά. Το πέτρινο καράβι του Ρίτσου. Η αγέρωχη καστροπολιτεία.
 «Όταν η θάλασσα σμίλεψε την πέτρα... Όταν ο ήλιος γέμισε χρώματα τον ουρανό... Όταν η ακρογιαλιά καλύφθηκε από την ξανθιά άμμο... Γεννήθηκε ένα μέρος για τις πιο όμορφες και έντονες στιγμές μας.» Ατμόσφαιρα ερωτική, γεμάτη μυστήριο και μαγεία, είναι η ώρα που κυνηγούσε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του κάστρου.
....Ανασκαλεύοντας τη μνήμη ο Αλκιβιάδης νιώθει μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση, ότι όλο αυτό το ταξίδι της μετανάστευσης το έζησε ακουμπισμένος στις κουπαστές του θρυλικού επιβατικού πλοίου της ακτοπλοΐας το περίφημο «Μυρτιδιώτισα.»
Η σιλουέτα του πλοίου είναι χαραγμένη στη μνήμη των ταξιδιωτών ανεξίτηλα! Ήταν το καράβι της άγονης γραμμής, που μετέφερε τις χαρές τους, τις λύπες τους, τα όνειρά τους. Είναι το καράβι που έφερε μεγάλη αλλαγή στη θαλάσσια συγκοινωνία και δεν σκιάχτηκε τις φουρτούνες του Κάβο Μαλιά, γιατί είχε στο τιμόνι του την ίδια τη Παναγία τη Μυρτιδιώτισα.
Το Μυρτιδιώτισα είχε ναυπηγηθεί στη Σκωτία το 1929 ως Lochness για την παραδοσιακή ακτοπλοϊκή εταιρία MacBrayne. Στην Ελλάδα το έφερε το 1958 ο Σ. Μπιλίνης και έγραψε την ιστορία του στη λεγόμενη «μαύρη γραμμή» (Πειραιάς- ανατολικά παράλια Πελοποννήσου, Κύθηρα) ώσπου διαλύθηκε το 1973 στο Πέραμα.
Η αφίσα εποχής ξεκινά την αναφορά της στο «νεοαγορασθέν πολυτελέστατον ατμόπλοιον Μυρτιδιώτισσα», παραθέτοντας τα βασικά του χαρακτηριστικά και την εσωτερική διαμόρφωση, προτού δημοσιεύσει το πρόγραμμα δρομολογίων του. Για το Μυρτιδιώτισα, έλεγαν πως του ήταν γραφτό να ταξιδεύει σε μυστικιστικές γραμμές, από τα ανεμοδαρμένα νησιά των Εβρίδων στις κακοτράχαλες ακρογιαλιές της Λακωνίας, από την ομίχλη των Σκωτσέζικων φιόρδ στις σφηκοφωλιές των όρμων στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα, στο Πόρτο Κάγιο, στο Σολοτέρι.
Το Μυρτιδιώτισσα πραγματοποίησε το παρθενικό του δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της ανατολικής Πελοποννήσου το καλοκαίρι 1958.
Ήταν ένα πλοίο ιστορία. Μια όαση, σε μία άγονη γραμμή. Καράβι μιας άλλης εποχής, κουβαλώντας πάντα περήφανες ράτσες ανθρώπων.
Ήταν το πλοίο που η οικογένεια του ξεκίνησε το μακρινό της ταξίδι.
.....Στον Πειραιά η οικογένεια επιβιβάστηκε στην επιβατική αμαξοστοιχία του ΟΣΕ με προορισμό τη Λαμία, κουβαλώντας μαζί τους και τα λιγοστά υπάρχοντα τους, μόλις δυο μπόγους που ήταν όλη κι όλη η κινητή τους περιουσία τυλιγμένη σε σεντόνια.

Click to Open
Τελικός Προορισμός Λαμία!
.....

 
Web Informer Button