ADS

click to open

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ta Prota Chronia Sto "Araporema"

....Έχουν περάσει πλέον δύο ολόκληρα χρόνια από τότε που η οικογένεια του Αλκιβιάδη αποφάσισε να μετοικήσει στο νέο τόπο διαμονής της στη πόλη της Λαμίας. Ζούσαν σε μια λαϊκή φτωχογειτονιά, το «Άραπόρεμα,» κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν οι συνθήκες διαμονής τους εκεί. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια μέσα από πολλές μεταπτώσεις να βρουν τον βηματισμό τους και την προσαρμογή τους στις δύσκολες νέες συνθήκες στα νέα δεδομένα.
«Υπάρχουν μερικά πρόσωπα που σημαδεύουν την ύπαρξή σου, που αυξάνουν την αγωνιστικότητά σου, που αποτελούν πρότυπα. Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους που με το παράδειγμά τους σιωπηλά χωρίς επίδειξη, χαράσσουν πορεία για τη ζωή τους επηρεάζοντας και τη δική σου ζωή.»
Ένα τέτοιο πρόσωπο υπήρξε η μητέρα τους η Ιοκάστη που ως πραγματικός μαχητής της ζωής με μεγάλη δύναμη ψυχής αναζητά με κάθε τρόπο από τον Κλέαρχο να βρουν ένα κοινό βηματισμό και πυξίδα προκειμένου να έχει επιτυχία αυτή η προσαρμογή στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της οικογένειας τους. Τι να πει κανείς γι' αυτή τη γυναίκα, μια μαχητής η οποία δίδαξε θάρρος, και έδωσε αγάπη στα παιδιά της. Ένας μαχητής της καθημερινής ζωής που παρέδωσε μαθήματα δύναμης και δεν το έβαζε κάτω παρά τις όποιες δυσκολίες και που ποτέ της δεν παραπονέθηκε. Γυναίκα «λέαινα» που ριχνόταν στη μάχη, διεκδικώντας για τα παιδιά τους αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Ένας φάρος για τα παιδιά της που τόσο πολύ την αγάπησαν.
Η Ιοκάστη μια  ηρωίδα εργαζόμενη μητέρα ήταν το κέντρο της ζωής τους, μια γυναίκα δυναμική, έξυπνη, γενναία, σκληρή, εργατική, ακούραστη....
Χαλκέντερη, είχε ανάστημα.. Λένε «Το ύψος του ανθρώπου ξεκινά από τα πόδια και φτάνει μέχρι το κεφάλι. Απ’ εκεί και πάνω, ξεκινάει το ανάστημα». Το ανάστημα της Ιοκάστης ήταν πιο ψηλό από το μπόι της. Μέσα από την εργατικότητα και τις πράξεις της εισέπραττε την αναγνώριση και την αποδοχή.
Δυστυχώς ωριμάζοντας οι συνθήκες τα δείγματα του Κλέαρχου δεν έχουν να κάνουν με πολύ μεγάλη προσπάθεια ... τουναντίον αυτή την επίπονη διαδικασία την υπονομεύει συχνά με την αδράνεια του. Ακόμη και όταν οι πρώτες αχτίδες μιας νέας ανατολής αρκετά ενδιαφέρουσας για την οικογένεια έχουν ήδη φανεί δεν είναι αρκούντως παρών σ’ αυτή τη δύσκολη προσπάθεια.!
Ο Κλέαρχος από τα πρώτα χρόνια στη μεγάλη πόλη έδειξε δείγματα λειτουργικής αντιφατικότητας. Αποζητούσε να είναι φίλος με όλους  δεν ανεχόταν τη μικρότητα, ή την κακία και την ατιμία…. είχε εγωισμό και εκεί που είχε ενδιαφέροντα ήταν τολμηρός και δραστήριος. Ταυτόχρονα δεν ήταν αρκούντως ευσυνείδητος και αφοσιωμένος στην οικογένεια του. Εν κατακλείδι, σκιά ήταν τα ελαττώματα του που δεν ήταν δυνατό να εξαλειφθούν. Δεν ήταν αυτό που ορίζουμε φιλόπονος. Δηλαδή δεν ήταν λάτρης της σκληρής δουλειάς. Δεν ήταν αρκούντως εργατικός..
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ακαμάτηδες στο καφενείο στο χωριό του έλεγαν.  «Αν ήταν η δουλειά καλό θα δούλευε κι ο δεσπότης.»
Επιπλέον του άρεσε ο γυναικείος ποδόγυρος. Σε ποιον δεν αρέσει άλλωστε; Το μάτι του έπεφτε σε κάθε γυναικείο ποδόγυρο λες και ήταν πεινασμένος. Λες και είχε να δει γυναίκα από την εποχή που η μάνα του τον βύζαινε.
Εργάζεται περιστασιακά φορτοεκφορτωτής και σε όποιον τον ρωτά με τι ασχολείται, απαντά τόσο γενικόλογα όπως θα έκανε οποιοσδήποτε τη βγάζει με δουλειές του ποδαριού και θέλει να το κρύψει.
Τα πρώτα τους χρόνια έμειναν σ’ μια περιοχή από τις παλαιότερες και φτωχότερες γειτονιές της Λαμίας που βρίσκεται σε μια ρεματιά γεμάτη ανηφόρες, καθώς χαρακτηριστικά ήταν τα σκαλοπάτια που υπήρχαν για να προσεγγίζουν οι κάτοικοι τα σπίτια τους.. Οι περισσότεροι που κατοικούσαν στην γειτονιά αποτελούσαν φθηνό εργατικό δυναμικό που πήγαιναν στη δουλειά τους με τα πόδια, δεν είχε λεωφορείο η γειτονιά και οι πιο πολλοί ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Τούτη η πινακοθήκη ανθρώπων και χαρακτήρων εκπροσωπούσε την αληθινή ζωή της συνοικίας και καταλαβαίνουμε την τεράστια δυσκολία να είσαι φτωχός, όπως η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, που ζούσε εκεί.
Φτωχικά σπίτια κατά μήκος του ρέματος, τα περισσότερα αν όχι όλα χτισμένα με λάσπη και τούβλα και µε θέα στο ρέμα. Μια γειτονιά με αναμνήσεις αλλοτινών εποχών, που παιδιά έπαιζαν ανέμελα κρυφτό, κυνηγητό, ανεβοκατέβαιναν τα σκαλάκια, με τις φωνές τους να αντηχούν στα γύρω στενά και οι μανάδες να μαζεύονται στα πεζούλια για κουβέντα μετά τη λάτρα του σπιτιού. Χαμηλά σπίτια, με μια τουαλέτα στον εξωτερικό χώρο. Αρκετά μεγάλες οι αυλές τότες, πλακοστρωμένες ή όχι, ήτανε καθεμιά κι ένας παράδεισος. Περιβολάκια και παρτέρια ολόγυρα με λογής-λογής λουλούδια, από γιασεμί και σκυλάκια, μέχρι χρυσάνθεμα, μέχρι γαζίες και ξέχωρα αυτά που είναι φυτεμένα στις γλάστρες. Η ύδρευση ήταν ένα από τα βασικότερα προβλήματα. Τα χρόνια εκείνα οι κάτοικοι της γειτονιάς έπαιρναν το νερό από μια δημοτική  βρύση, από όπου το μετέφεραν με δοχεία. Ο ευπρεπισμός των σπιτιών και η φροντίδα της αυλής ήταν βασικό μέλημα των κατοίκων του φτωχού συνοικισμού. Στα πλινθόκτιστα σπίτια ζούσε ένας ολόκληρος κόσμος με μεγάλες στερήσεις, αναζητώντας συνεχώς τρόπους να ομορφαίνει την δύσκολη καθημερινότητά του. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, βοηθούσαν ο ένας τον άλλο στις δυσκολίες και τις γιορτές έστηναν γλέντια στις αυλές. Η δύσκολη πρόσβαση λόγω της μορφολογίας του εδάφους με τις ανηφόρες και τις κατηφόρες δεν ενοχλούσε κανέναν.
Το σπίτι παλιό στενόμακρο με τεράστιο κήπο, Μπροστά από την πόρτα της κύριας κατοικίας υπήρχε μια μεγάλη κληματαριά, για να τους προστατεύει από τον ήλιο και τη βροχή ανάλογα µε την εποχή. Λίγο πέρα από την κύρια κατοικία, υπήρχε κήπος µε τριανταφυλλιές, γαριφαλιές, ντάλιες, ζουμπούλια, γιασεμιά, κυκλάμινα και πανσέδες και  πολλά δένδρα. Ένας καταπράσινος κήπος περιφραγμένος με λυγαριές, σκίνα και βάτα. Ακριβώς δίπλα στον χωμάτινο κακοτράχαλο δρόμο αμέσως μετά τη κοίτη του ρέματος όπου τα νερά του απ' άκρη σ' άκρη, στέρευαν το καλοκαίρι.
Οι χειμωνιάτικες λίμνες που στα παιδικά του μάτια έμοιαζαν τεράστιες, μεταμορφώνονται σε γούρνες χάνοντας το πολύ νερό τους και ο ποταμός αυτό το θηρίο του χειμώνα γίνεται ένα καχεκτικό ρυάκι τα καλοκαίρια. Η οικογένεια μένει σε δυο συνεχόμενα ισόγεια δωμάτια. Ένα οι γονείς και το άλλο τα παιδιά. Το υπόλοιπο σπίτι έχει ακόμη δυο συνεχόμενα στη σειρά ισόγεια δωμάτια με τζάκι όπου έμεναν οι ιδιοκτήτες. Τους χωρίζει μια απλή μεσοτοιχία. Η κουζίνα και  τουαλέτα είναι εξωτερικές και κοινές. Στον κήπο υπάρχουν δυο ακόμη κτίσματα που χρησιμεύουν για αποθήκες. Ανατολικά στο σύνορο του κήπου υπάρχει μια μικρή οικία πρόσφατα ανακαινισμένη. Η ιδιοκτήτης  μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας είχε αποβιώσει πρόσφατα και οι κληρονόμοι ευρισκόμενοι στην Αμερική είχαν παραχωρήσει την διαχείριση στους γείτονες τους που συγχώνευσαν τις αυλές και την μικρή οικία την έχουν ενοικιάσει σε μια έφηβη σπουδάστρια.
Μόλις είχε περάσει ένας χρόνος από την μετακόμιση της οικογένειας στο οίκημα και οι ιδιοκτήτες της οικίας αναχώρησαν στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση και ταυτόχρονα  ενοικίασαν τα δωμάτια τους σ’ ένα ζευγάρι λίγο μεγαλύτεροι από στην ηλικία των γονιών του που ήρθαν στη Λαμία από τα μέρη της Θεσσαλίας. Όταν τους πρωτοείδε, με το πλάι του ματιού του ο Αλκιβιάδης τους έκανε τριανταπεντάρηδες την εποχή εκείνη που αντάλλαξαν γνωριμία με τους γονείς του μέσα από τα ευχάριστα και πλατιά χαμόγελα τους. Ο άνδρας ψηλός, λιγνός, καλοντυμένος κι ευγενής, ήταν όμως στεγνός με λευκή επιδερμίδα και ξανθά μαλλιά. Φορούσε καινούργια ρούχα, το κοστούμι του, από φτηνό γκρίζο ύφασμα, ήταν τόσο καινούργιο, πού διατηρούσε ακόμα την τσάκιση του πανταλονιού και το σακάκι του ερχόταν πολύ φαρδύ. Ο Αλκιβιαδης τον θυμάται ότι συνήθως φορούσε γυαλιά ηλίου, εκινείτο νωχελικά και τόσο αργά που έδειχνε ανίκανος να κάνει οτιδήποτε βιαστικά. Τον φαντάστηκε να καίγεται το σπίτι του και αυτός να κινείται με την ταχύτητα που μεγαλώνει το γρασίδι, για να το σώσει. Η γυναίκα αντιθέτως ήταν μια μπριόζα και, πληθωρική γυναίκα με πλούσιες καμπύλες και μπούστο, κέρδιζε πάντα τις εντυπώσεις. Μια αυθόρμητη παρουσία που με τα πλούσια προσόντα της άφησε κάγκελο τον Κλέαρχο, ο οποίος παριστάνοντας τον αδιάφορο και ντροπαλό στους γύρω του, την κοίταξε με όση λαγνεία χωρούσε το βλέμμα του. 
Εκείνη δεν φάνηκε να ενοχλείται, απεναντίας το λάγνο βλέμμα του Κλέαρχου δεν την άφησε εντελώς ανεπηρέαστη. Τον κοίταξε μ' ένα γυναικείο νάζι και ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Η πληθωρική γυναίκα γνωρίζει πολύ καλά πως να ανάβει φωτιές και να ανεβάζει τη θερμοκρασία στα ύψη με το πληθωρικό κορμί και τα πλούσια προσόντα της και να κερδίζει την εκτίμηση του αρσενικού πληθυσμού.
Ο Κλέαρχος από εκείνη την ημέρα την είχε μέσα στο μυαλό του συνέχεια και δεν μπορούσε να την βγάλει. Ένιωθε κάτι μέσα του να φτερουγίζει. Ένα πρωτόγνωρο ηδονικό αναρρίγισμα διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Εκείνη ήξερε ότι του άρεσε. Κάθε φορά που την συναντούσε η φωνή του λιγώνονταν και όλο του το παρουσιαστικό άλλαζε όψη. Προσπαθούσε να δείχνει ευγενικός και εξυπηρετικός μα καταλάβαινε την έξαψη του, τον ήξερε καλά. Ήξερε ότι έριχνε κλεφτές ματιές στο στήθος της, ακόμη πιο κλεφτές ματιές στον πισινό της και πως από το πρόσωπο επικεντρώνοταν με ηδονική λαχτάρα, στα χείλη της.. Του έριχνε ικανοποιημένη, χαμόγελα όλο υπονοούμενα γνωρίζοντας καλά τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του και τα λαγγεμένα μάτια της μαρτυρούσαν και την δική της ηδονή.
Ο Κλέαρχος αυτά έβλεπε και ηδονικές ανατριχίλες δονούσαν το κορμί του. Την φανταζόταν σαν ερωμένη του που τον ερέθιζε περισσότερο από την τρυφερότητα και τους ήσυχους, δακρύβρεχτους οργασμούς της Ιοκάστης του.
Ο Αλκιβιάδης το θυμάται που ένα βράδυ του φθινοπώρου τους χαιρέτησε ο σύζυγός γιατί αναχωρούσε. Θα επέστρεφε στη Θεσσαλία όπου είχε κάποιες οικογενειακές υποθέσεις να τελειώσει, πήρε άδεια από την νέα του εργασία και θα έλειπε ίσως δυο με τρεις εβδομάδες. Και κάπου εκεί άνοιξε η συζήτηση για το αν θα μπορούσαν οι γονείς του μέχρι να επιστρέψει να νοιάζονται και να προσέχουν την σύζυγο του και αν χρειαστεί κάποια βοήθεια να της συμπαρασταθούν.
Μεγάλο λάθος του.
Η Νεφέλη. Είναι το όνομα της. Τα μάτια του Κλέαρχου ήταν αυτά που τη χάιδευαν, τόσο τολμηρά. Το απολάμβανε να τον βλέπει να ανάβει να κοκκινίζει και να ζορίζεται, ξέροντας ότι έφτανε να κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι για να τον έχει δικό της όποτε ήθελε.
Στην ουσία αγαπούσε τον άνδρα της. Είναι παντρεμένη με ένα καλό άνθρωπο αλλά δυστυχώς η τύχη τους έφερε να είναι φτωχοί. Οι δυσκολίες πολύ μεγάλες ο σύζυγος λείπει τακτικά στις δουλειές του και αυτή έχοντας καταλάβει πως κάτι της έλειπε σεξουαλικά, θα ήταν το ιδανικό να κερατώσει τον σύζυγό της απλώς με κάποιον καλύτερό στο κρεβάτι. Θύμα, ο Κλέαρχος στο μυαλό της. Υποτίθεται ότι θα τη βοηθούσε να σώσει τον γάμο της. Τη βόλευε να τον έχει. Ο Κλέαρχος ήταν γι' αυτήν κάτι σαν δίχτυ ασφαλείας ή κάτι που το συντηρείς, όχι για καθημερινή χρήση, αλλά για να το έχεις πρόχειρο όταν το χρειαστείς.
Μια σειρά από σαθρά τούβλα χωρίζει τις κρεβατοκάμαρες τους και δεν χρειάζεται να ψάχνουν για ερωτική φωλιά φτάνει να απουσιάζουν τα έτερα τους ήμισυ. Ούτε ο Κλέαρχος αντιστάθηκε στον πειρασμό, ακριβώς λόγω της νέας φιλίας τους. Δεν είχε αντιστάσεις να τη φέρει πισώπλατα στην Ιοκάστη, αλλά και στον καινούργιο του φίλο. Δεν είχε κανένα πρόβλημα, και φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία να πέσει στο ερωτικό κρεβάτι με τη νέα γειτόνισσα κι όπως ήτανε φυσικό, καθόλου δεν δίστασε να ταράξει τα νερά της σεμνότυφης και συντηρητικής εποχής του, στη φτωχική συνοικία. 
Ήταν ένα φθινοπωρινό σκηνικό του καιρού.  Ηλιοφάνεια με λίγες νεφώσεις. Στο σχολείο του Αλκιβιάδη έγινε απολύμανση από την υγειονομική υπηρεσία σχολικών κτηρίων και έδιωξαν τους μαθητές πολύ ενωρίς. Η Ιοκάστη είναι στη δουλειά, ο Κλέαρχος εάν δεν έχει βρει μεροκάματο σίγουρα, σκέπτεται ο Αλκιβιάδης θα ‘ναι στο καφενείο να παίζει χαρτιά. Τα μικρά αδέλφια του συνήθως είναι στη θεία τους που είναι άνεργη αυτή την εποχή.
Ο Αλκιβιάδης φθάνοντας στην είσοδο της αυλής  βλέπει τρία κοριτσόπουλα, ασάλευτα-αμίλητα να στέκονται στριμωγμένες πίσω από τις γρίλιες στο κλειστό παράθυρο του σπιτιού που μένει η Νεφέλη και να έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον και την προσοχή τους στα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του δωματίου. Είναι η  δωδεκάχρονη εξαδέλφη του η Μερόπη, η εντεκάχρονη Ιόλη από την απάνω γειτονιά και η δεκάχρονη Μυρσίνη, γειτονόπουλα που μένει τρία σπίτια παρακάτω στην όχθη του ρέματος. Ταυτόχρονα, έριχναν κλεφτές ματιές γύρω τους μην τύχει και φανεί κάποιος  απρόοπτος επισκέπτης. Ο τεράστιος κήπος γύρω τους τις προφυλάσσει από τα αδιάκριτα  βλέμματα των γειτόνων και από τυχαίους περαστικούς στο χωματόδρομο.
Με τα κεφάλια σκυφτά στήνουν τ' αυτί, αφουγκράζονται με έξαψη και ενδιαφέρον τη γλυκιά ευωδιά της ερωτικής διέγερσης που σαν αχτίνα ξεπηδά μέσα από τις χαραμάδες στις γρίλιες του παραθύρου. Το ηδονικό σμίξιμο δυο σωμάτων. Ανυπόμονα και σε απόλυτη σιωπή, περιμέναν τη συνεχεια της ερωτικης πραξης που διαδραματιζοταν εντος του δωματίου. Τα κοριτσόπουλα παρακολουθούν τον έρωτα που είναι χωμένος στο πετσί του ανθρώπου, υποδόρια, εσώψυχα. Προίκα του για να ’χει ο άνθρωπος μαγιά να αναπλάθεται.
Πρώτη τον είδε η ξαδέλφη του. Τινάχτηκε σαν να την χτύπησε ρεύμα. Κάτι ψιθύρισε στα αλλά κορίτσια.  «Σςςςςς»... έβαλε το δάχτυλο της μπροστά στα χείλη της. Του ζητούσε να μην μιλήσει.
Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε πίσω του μιας και ήταν σίγουρος πως ήταν μονάχος του. Απορημένος δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει.
Ξαφνικά η Μερόπη πετιέται όρθια, επικρατεί μια μικρή αναστάτωση, τράβηξε τις φίλες της από τα χέρια και του έκανε νόημα να τις ακολουθήσει χωρίς θόρυβο και όλοι μαζί να πιλαλούν αλαφιασμένοι  να κρυφτούν στην αποθήκη, εκεί στην άκρη του μεγάλου κήπου.
........ Στο εσωτερικό του δωματίου εδώ και ώρες ο Κλέαρχος έχει πέσει με τα μούτρα ανάμεσα στα σκέλια της Νεφέλης. Οι ερωτικές φωνές της καλύπτονται από τον ήχο του γραμμοφώνου που έπαιζε το «Diana» του Paul Anka.
Λίγο αργότερα η Νεφέλη, διαπίστωνε πως ο Κλέαρχος ήταν όντως εξαιρετικά προικισμένος από τη φύση. Ακριβώς την ίδια διαπίστωση προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν και τα κοριτσόπουλα κρυφά μέσα απ΄τις γρίλιες του παραθύρου στο δωμάτιό. Προσπαθούν να δουν αυτό που ακούν με τα δικά τους μάτια, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν. Οι γρίλιες επιτρέπουν να περνάει το φως αλλά είναι αδιαπέραστες στο βλέμμα τους.
Το κεφάλι της Νεφέλης ανεβοκατέβαινε πάνω στο προικισμένο πέος του Κλέαρχου.
«Τι 'ναι αυτό, αντράκλα μου, αυτό είναι η πηγή με το αθάνατο νερό» του είπε εντυπωσιασμένη από την ποσότητα και την ορμή του σπέρματος του και έσκυψε ξανά πάνω στην πηγή, για να κατακτήσει την αθανασία.
Αφού ξεδίψασε, ανακάθισε στο κρεβάτι, έφτιαξε τα μαλλιά της, διόρθωσε το μπούστο της, άναψε δυο τσιγάρα και του πρόσφερε το ένα. Καρέλια κασετίνα τα τσιγάρα.
Ο Κλέαρχος δέχτηκε να πάει στο κρεβάτι της Νεφέλης το πρωινό, αφού πρώτα τον διαβεβαίωσε πως ο άντρας της και δεν θα επέστρεφε πριν από τον επόμενο μήνα. Και η Ιοκάστη έφυγε πρωί-πρωί στη δουλειά στο καμίνι. Η Ιοκάστη για να τους θρέψει και να  τους μεγαλώσει. Τα παιδιά της. Δουλεύει σκληρά τα πρώτα χρόνια  σ' ένα εργοστάσιο παραγωγής κεραμοποιίας, σε σκληρές συνθήκες εργασίας ακόμη και για τους άνδρες.
Η Νεφέλη φρόντισε ακόμα να ενημερώσει τον Κλέαρχο πως ο σύζυγός της είχε πρόβλημα και ανικανότητα να διατηρήσει μια στύση που να είναι αρκετή και ικανοποιητική για την σεξουαλική επαφή τους. Έτσι λοιπόν θεωρεί να είναι κατανοητό πώς αναζητεί τρόπους για να ημερέψει τις ατίθασες σεξουαλικές ορμές της.Για την ακρίβεια, του είπε. «Είμαι σίγουρη πως στους φίλους του θα έχει υπερηφανευτεί πολλές φορές ότι μου πετάει τα μάτια έξω. Πως με πηδάει πρωί και βράδυ και ας έχει να με πηδήξει κάτι μήνες.  Ειλικρινά δεν ενθυμούμε πότε του σηκώθηκε για τελευταία φορά.».
Από την άλλη ο Κλέαρχος σκοπεύει να της αποδείξει πως είναι ακμαίος, ντούρος και βαρβάτος, χαρίζοντας της μια πρωτόγνωρη σεξουαλική εμπειρία.
Τα δωμάτιο είναι άνω κάτω. Οι δυο εραστές κυνηγιούνται παρασύροντας στο πέρασμά τους έπιπλα και αντικείμενα. Η σεξουαλική επιθυμία της Νεφέλης δεν προβληματίζει τον Κλέαρχο που είναι ένας ερωτικά ακούραστος επιβήτορας. Πού και πού σταματούν για λίγο τις ερωτικές περιπτύξεις για να βάλουν ξανά από την αρχή στο πικ απ τον δίσκο του Paul Anka που καλύπτει τους ερωτικούς τους στεναγμούς.
«Πού έμαθες να τα κάνεις όλα αυτά γαμιά μου;» Του λέει κάθε λίγο και λιγάκι η Νεφέλη.
Την ώρα που η Νεφέλη λέει... «είσαι θεός γαμιά μου, θεός!!» και αυτός μπαίνει για μια ακόμα φορά μέσα της φωνάζοντας. «Τι καύλα είσαι εσύ!!», ο Κλέαρχος συνειδητοποιεί πως ίσως έχουν κι άλλη παρέα εκτός από τον Paul Anka. Κάτι σκιές του φάνηκαν σαν τρεμούλιασμα  στο παράθυρο...
Σηκώθηκε πήγε στο παράθυρο το άνοιξε αμυδρά, κοίταξε ερευνητικά έξω για μερικά δευτερόλεπτα με το ένα μάτι πίσω από τις γρίλιες των κλειστών παραθυρόφυλλων... Κοιτάζοντας είδε την αχνή φιγούρα, όπως σχηματιζόταν μέσα από το κλειστό παράθυρο σηκώνοντας τα φρύδια του. Ακριβώς απέναντι στεκόταν η νεαρή ψηλή μελαχρινή κοπέλα, σπουδάστρια. Στεκόταν μπροστά στην είσοδο που οδηγούσε στη μικρή κάμαρα της, μόλις αφιχθείσα στην αυλή, την ώρα που τα κοριτσόπουλα και ο Αλκιβιάδης πιλαλούσαν από το παράθυρο να κρυφτούν στην αποθήκη. Η νεαρή κοπέλα κοίταζε ερευνητικά με τα μάτια γεμάτα καχυποψία προς το μέρος του παραθύρου ψάχνοντας την αιτία που θα μπορούσε να λύσει τις απορίες και τα ερωτηματικά που είχαν γεννηθεί μέσα της γιατί τα παιδιά αλαφιασμένα τρέξανε να κρυφτούνε. Ίσως να αναρωτιέται ποια είναι η σκανταλιά που έχουν κάνει και έτρεξαν πανικόβλητα..
Ο Κλέαρχος έμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτικός χαζεύοντας με τη μορφή της όμορφης νεαρής κοπέλας στη συνέχεια αποφάσισε να χειριστεί την κατάσταση επιθετικά. Άνοιξε ελάχιστα το παραθυρόφυλλο κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Την κοίταξε έντονα κι επίμονα και κι εκεί οι ματιές τους κόλλησαν θαρρείς και μαγνητίστηκαν. Ένα ανεξήγητο συναίσθημα με μια ματιά χωρίς λέξεις νιώθουν σ' όλο τους το είναι. Αυτή κατάφερε να διαβάσει στο βλέμμα του το ερωτικό κάλεσμα πριν ο Κλέαρχος ξανακλείσει τα παραθυρόφυλλα. «Μ’αρέσουν οι σαραντάρες αλλά εσύ νεαρή μου έχεις άλλη χάρη, άλλη καύλα.» Έλεγε το βλέμμα του. Η σκέψη ότι η δεκαοκτάχρονη κοπελιά που ήταν εκεί έξω πιθανώς αφουγκραζόταν το ερωτικό τους παραλήρημα τον ικανοποιούσε και τον ξεσήκωνε ταυτόχρονα. Ιδέες τρύπωσαν στο μυαλό του. Στη συνέχεια γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε ερευνητικά το προφίλ της Νεφέλης. «Έχεις δίκιο. Ο αέρας ήταν που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων και έριχνε σκιές στο παράθυρο. Δεν υπάρχει ψυχή έξω.» της λέει καθησυχαστικά, και δεν έκλεισε πάλι το παράθυρο.
«Πάντα αναμμένη», σκέφτηκε για την Νεφέλη. «Πάντα πρόθυμη».
Αλλά τώρα είχε τρυπώσει καλά στο μυαλό του η μορφή της όμορφης δεκαοκτάχρονης .. Χαμογέλασε πλατιά με τη σκέψη αυτή, η όμορφη μελαχρινή νεαρή γυναίκα τον καύλωνε τόσο πολύ. Τούμπανο πάλι το πέος του..
Τον βλέπει η Νεφέλη και του ψιθύρισε. «Τι είναι αυτό με σένα.»
Ο Κλέαρχος έκλεισε το πικ απ κι άφησε τις ερωτικές κραυγές τους να φτάσουν εκεί έξω στη νεαρή κοπέλα που τώρα ήταν σίγουρος ότι τους αφουγκραζόταν...
Στην αποθήκη η Μερόπη στάθηκε να πάρει ανάσα, σήκωσε το φουστάνι της και με την άκρη του σκούπισε το κατακόκκινο και ξαναμμένο κάτω από τις σκούρες αφέλειες πρόσωπο της.
Μετά το ξάφνιασμα, του χαμογέλασε και τον κοίταξε τρυφερά.. «Ντροπαλό και συνεσταλμένο το ξαδερφάκι μου;» Ο Αλκιβιάδης ήταν μόλις δέκα χρονών. Κατέβασε τα μάτια. Τα μάγουλά του κοκκίνισαν, ένιωσε αμήχανα. Την κοίταξε ανέκφραστος, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει μια ξένη γλώσσα. Έσφιξε και ξέσφιξε πάνω στα γόνατά του τα λεπτά δάχτυλά του.
Η Μερόπη άπλωσε αργά το χέρι της και έπιασε το χέρι του Αλκιβιάδη. «Νόμιζα ότι συμπαθούσες τα κορίτσια.»
Ο Αλκιβιάδης σάστισε. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ανασήκωσε το κεφάλι του κοιτάζοντας την ερωτηματικά με ακαθόριστο συναίσθημα. «Τα συμπαθώ. Ή τουλάχιστον... προσπαθώ!» Ψέλλισε.
«Έλα από δω. Έλα κοντά μου.» Του ψιθύριζε συνωμοτικά και το χέρι της σφίχτηκε. Έμειναν και οι δύο για λίγο σιωπηλοί, ενώ ένας δροσερός άνεμος έκανε τα δέντρα του κήπου γλυκά να θροΐζουν.
Έκατσε όσο το δυνατόν πιο κοντά του περνώντας απαλά το μπράτσο της γύρω από τους ώμους του, κι άρχισε να τον χαϊδεύει απαλά. Τον χάιδευε στοργικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
«Εμείς σου αρέσουμε σαν κορίτσια;» Τον ρώτησε μ' ένα ιδιαίτερα χαρούμενο ύφος και ένα μείγμα παιχνιδιάρικης διάθεσης. Πρέπει να πέρασε ένα λεπτό μέχρι ν' αρχίσει ο εγκέφαλός του να επεξεργάζεται τα λόγια της, τον τόνο της και τη σκαμπρόζικη έκφρασή της. 
Ένιωθε εντελώς ανήμπορος, τα έχει χαμένα, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Απλά κατάφερε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του αλλά δεν απάντησε.
«Είσαι πολύ γλυκό παιδί, ξαδερφάκι μου.»
Ο Αλκιβιάδης χαμογέλασε.«Ευχαριστώ.» 
Η Μερόπη πρόσθεσε: «Ξέρεις ότι σ’ αγαπάμε.» 
«Κι εγώ σας αγαπώ.» Σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω του σαν να περίμενε να περάσει κάποιος. Το να ζητάει απ' την ξαδέρφη του τη Μερόπη την εποχή εκείνη να μην τον μπλέκει με τις σκανδαλιές της ήταν σαν να ζητάει από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο να πάψει να αναπνέει για δέκα ολόκληρα λεπτά.
Έκλεισε τα μάτια του κοιτώντας το ταβάνι της αποθήκης. Εκείνη τη στιγμή κάτι φάνηκε να του περνάει απ' το μυαλό. Όταν κοίταξε ξανά τη ξαδέρφη του, την είδε που είχε σηκώσει τα φρύδια της και το βλέμμα της ήταν γεμάτο με μια ακαταμάχητη αδερφική τρυφερότητα αναμειγμένη μ' ένα διαβολικά, σκανταλιάρικο χαμόγελο και οι βόστρυχοι από τα μαλλιά της που, ως συνήθως, έπεφταν πάνω απ' το δεξί της μάτι. Τώρα το βλέμμα του Αλκιβιάδη ήταν υπομονετικό, γεμάτο κατανόηση. Τα χέρια του που δεν ήταν ποτέ νευρικά, αμήχανα τα έχωσε βαθιά στις τσέπες του και ένιωσε μια γλυκιά ζέστη στα μάγουλά του και κοίταξε την Μερόπη ζητώντας σιωπηρά την καθοδήγησή της. 
Η Μερόπη έγειρε πάνω του. Με ανάλαφρες κινήσεις έβαλε το χέρι της μέσα στο κοντό παντελόνι του. Είδε τα μάτια της να λάμπουν, τη μύτη της να ζαρώνει και τα λακκάκια στα μάγουλά της να βαθαίνουν. Ο Αλκιβιάδης επιφυλακτικός και συνεσταλμένος την κοίταζε απορημένος και γεμάτος αμφιβολία δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει. Έχει μια ανησυχία, κάπως νιώθει περίεργα. Ένα κύμα ρίγους, είχε διαπεράσει το κορμί του και ήταν κάτι που του άρεσε!  Στο πρόσωπο του το κοκκίνισμα απλώθηκε σαν κρασί χυμένο πάνω σε λινό ύφασμα.
Στη θηλυκή παρέα τους ήταν το μοναδικό αγόρι. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε παράξενα, νιώθει πως το μυαλό του έχει μένει κολλημένο στο κενό και να μην τον βοηθά να βρει έναν τρόπο να διαχειριστεί την ευχάριστη επαφή με τα κορίτσια.
«Μυρσίνη! η σειρά σου να γνωρίσει το κατοικίδιο σου.» Πρόσταξε την Μυρσίνη μετά από μια εύθραυστη παύση η Μερόπη και της ανασήκωσε το φόρεμα ψηλά. Η κίνηση αυτή του αποκάλυψε το λευκό κιλοτάκι της Μυρσίνης. Η Μυρσίνη χαμογέλασε λοξά, και στη συνέχεια το χαμόγελο της έγινε πιο πλατύ. Χαμόγελο ανέμελου νεαρού κοριτσόπουλου. «Πω πω! Ανυπόμονη είσαι σήμερα. Θέλεις να το δείξω αυτή τη στιγμή;»
«Ναι!» και τη βοήθησε να παραμερίσει το εσώρουχο. Στη θέα του τρυφερού αιδοίου η καρδιά του Αλκιβιάδη άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα.
 Η Μερόπη ήταν ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός της παρέας. Από πολύ μικρή είχε έμφυτη εξυπνάδα αλλά και στις πάρλες τέτοια ευφράδεια που όλους τους είχε χαζέψει με τις χάρες της, γρήγορα λοιπόν έγινε η βασίλισσα της παρέας, και τους είχε όλους του χεριού της. 
Ένας θόρυβος που ακούστηκε από το δωμάτιο της  σπουδάστριας,, τους επανέφερε στην τάξη… κι έβαλε τέλος στη γλυκιά αυτή εμπειρία του Αλκιβιάδη. Αυτή ήταν η πρώτη του «ερωτική επαφή» με το άλλο φύλλο. Της  μικρής του ξαδερφούλας την ώρα εκείνη τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα, η αναπνοή της λαχανιασμένη και σίγουρα κάτι άλλο πιο εντυπωσιακό είναι αυτό που ζητούσε και όχι το δικό του αυτό που είχε μέσα από το παντελόνι. 
Η Μερόπη συνέχισε να κρατάει το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Υπήρχαν, άραγε, κάποια ίχνη περιέργειας εκεί μέσα; «Ξέρεις ποιος είναι μέσα στο δωμάτιο;» Τον ρώτησε.
Κοιτάχτηκαν μέσα στην απόλυτη σιωπή. 
Τελικά είπε: «Δεν ξέρω ποιος είναι, αλλά εσείς πιθανότατα ξέρετε.»
«Χαμογελούν» τα μάτια της, και το χαμόγελό της απλώνεται σε όλο της το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι ήξερε. Με κάποιο τρόπο, η Μερόπη συνέχισε να χαμογελάει και να συζητάει ήρεμα με την Μυρσίνη, ενώ μέσα της σίγουρα επικρατούσε καταιγίδα.
Η δωδεκάχρονη εξαδέλφη του η Μερόπη: Μέτριο ανάστημα, γεμάτο σώμα, ωραίο πρόσωπο, μαλλιά καστανά προς το ξανθό, με αφέλειες ανακατεμένες και αφοπλιστικά ατημέλητες και μάτια με σκανταλιάρικο βλέμμα. Μια αεικίνητη παρουσία απίστευτα τρυφερή, παιχνιδιάρα. Ήταν σκέτο πειραχτήρι δίνοντας μια φρέσκια αύρα στην παρέα, η γλώσσα της έκοβε κι έραβε μ' αφάνταστη ευκολία.
Η εντεκάχρονη Ιόλη: Πολύ ψηλή για την ηλικία της, επιβλητική, παχουλή και άχαρη. Σύντομα η οικογένεια της μετακόμισε σ' άλλη γειτονιά. Μάθανε ωστόσο ότι οι ζουμερές καμπύλες είχαν εξελιχτεί σε μια γοητευτική μελαχρινή ψηλή κοπέλα. Παντρεύτηκε σύντομα, ούτε καν έφηβη ακόμη.
Η εντεκάχρονη Μυρσίνη: Κανονικό ανάστημα, αδύνατο σωματάκι, μελαχρινή, τα πυκνά, μαύρα μαλλιά της ήταν συνήθως πιασμένα σε έναν μικρό κότσο στον αυχένα της.
Υπήρχαν εποχές, που Αλκιβιάδης όταν δεν έτρεχε ανέμελα στις αλάνες της γειτονιάς με τα άλλα αγόρια να παίζουν κυρίως το πάθος μας που ήταν το ποδόσφαιρο, αναζητούσε τη χαρούμενη παρέα σ΄ αυτά τα μυστηριακά διαφορετικά πλάσματα που τον έλκυαν σαν μαγνήτες όταν τον πείραζαν. Τον πείραζαν και αυτός ένιωθε ευχάριστα χάρη στα πειράγματα τους. Αα! τα όμορφα τα κοριτσόπουλα. Ήταν πολύ σκανταλιάρικα. Πολύ φασαριόζικα κοριτσόπουλα. Τα ολόγλυκα πειραχτήρια του Αλκιβιάδη που στο παιχνίδι μαζί τους θυμάται πως είχε τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα. Ταυτόχρονα πολλές φόρες μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, κρυφτοκυνηγητό, μακριά γαϊδούρα, κλέφτες και αστυνόμους, αγαλματάκια, μήλα και τέτοια σπουδαία πράγματα που είναι αναπόφευκτα συνυφασμένα με τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα.

Click to Open
Η Ιοκάστη τον Κλέαρχο τον Αγαπούσε!
.....

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Mathitis Sto 3o Dimotiko Sxoleio Lamias

............Οι καλοκαιρινές διακοπές έφτασαν στο τέλος τους!  Σεπτέμβριος πια, φθινοπωράκι δεν το λες αλλά το «Καλή σχολική χρονιά» είναι στα χείλη όλων! Σε λίγες ημέρες θα επιστρέψουν όλοι οι μαθητές στο σχολείο! Μία ακόμη σχολική χρονιά ξεκινά με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς, προσμονής αλλά και αβεβαιότητας και άγχους που προκαλεί η επιστροφή των μαθητών στα θρανία μετά από δύο και πλέον μήνες ξεγνοιασιάς. Κάθε νέα σχολική χρονιά, είναι η αρχή  μιας ακόμη συναρπαστικής διαδρομής. Μιας διαδρομής που είναι γεμάτη με χαμόγελα, χαρές, αγωνίες, δυνατές φιλίες και στα σχολικά θρανία θα συναντήσουν ξανά, τους συμμαθητές και τους δασκάλους τους. Ο Αλκιβιάδης, ακόμη μέχρι και σήμερα θυμάται την πρώτη ημέρα που πήγε στο νέο του σχολείο στη μεγάλη πολιτεία. Στη Λαμία! Ο ήλιος, ψηλώνοντας, χρύσιζε τις γυμνές κορυφές της Όθρυς και στο νότο απλώνονταν ως πέρα, πράσινος ο κάμπος του Σπερχειού.  Σκέψεις μπλεγμένες με ήχους και εικόνες κι αυτός κάπου εκεί ανάμεσα σε αυτές τις εικόνες, εκείνο το πρωινό στις αρχές του φθινοπώρου με τις πρώτες ελαφρές ψυχρές πνοές του άνεμου, τότε που με τη λαχτάρα στα μάτια και ένα κόμπο στην ψυχή είχε ανέβει με τα λιγνά του πόδια τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στο Τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας. Τι ανησυχία Θεέ μου, τι αγωνία και τι ανασφάλεια που ένιωθε. Αντίο ξενοιασιά. Πρόκειται για την πρώτη του σχολική χρονιά στο μεγάλο σχολικό συγκρότημα της πόλις, έχοντας μόλις πρόσφατα η οικογένεια του μετακομίσει από το μικρό πτωχικό χωριό από της νότιο-δυτικές πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα. Ένα νεοφερμένο άγνωστο μαθητούδι της τρίτης τάξης ανάμεσα στο μεγάλο πλήθος των μικρών μαθητών του σχολείου και αυτό του προκαλούσε μια  συναισθηματική κατάσταση προβληματισμού και αμηχανίας. Χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο που άλλαξε αμέσως τα μελαγχολικά και σκληρά χαρακτηριστικά του. Τα μαλάκωσε. Παρόλα αυτά η έκφραση του έκρυβε μία δόση νοσταλγίας. Ήρθε στο νου, έτσι αναπάντεχα, πλημμυρίδα από νοσταλγία για το σχολείο του μικρού χωριού του. Έστρεψε το βλέμμα του προς το νοτιά. Ένα κύμα νοσταλγίας από αναμνήσεις για τους φίλους που άφησε πίσω του ήρθαν στο μυαλό του. Όμορφες αναμνήσεις που ανήκαν στο παρελθόν, εκεί όπου και έμειναν. Παίρνει μία βαθιά ανάσα σήκωσε το κεφάλι, έριξε μια διαπεραστική ματιά ολόγυρα μια τελευταία ματιά πίσω του στο δρόμο και μετά από μια στιγμή δισταγμού και νευρικότητας, σιωπηλά καρτερικά ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου διέσχισε τη μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα κ’ εισήλθε στο προαύλιο που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή του τεράστιου κτηρίου. Τη βοή μες στ’ αυτιά του, την σκέπασε μια ασυνήθιστη για το νεαρό αγόρι βαβούρα! 'Ένα ατελείωτο κουβάρι από φωνές ξεχύνονταν απ’ το βάθος της τεράστιας αυλής του σχολίου. Τα παιδιά Φώναζαν, γελούσαν, ζούσαν. Τόσο ξένοιαστα, τόσο αθώα. Τόσο απλά! Χαμένος μέσα στο πλήθος κοίταξε γύρω του κ’ αναγνωρίζοντας μια παρέα παιδιών από τη νέα του γειτονιά γουργούρισε με ευχαρίστηση νιώθοντας ικανοποίηση, ήταν αυτό που χρειαζόταν η διάθεση του να επηρεαστεί ευχάριστα και να σβήσει κάθε δυσφορία του. Όλα γύρω του έδειχναν ιδιαίτερα θορυβώδη, χαρούμενα, τα παιδιά γελούσαν και τριγύριζαν από συντροφιά σε συντροφιά. Θυμάται με νοσταλγία να του έρχονται στο μυαλό οι πρωινές διαδρομές το καθημερινό μοτίβο. Το συνήθισε και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του. Αναλογίστηκε ότι κι’ αυτός πια θ’ αποτελούσε μέλος αυτής της μεγάλης συντροφιάς. Αερικό έγινε ο χρόνος και γρήγορα αφομοιώθηκε στο νέο του περιβάλλον αρχικά με την ιδιόμορφη λακωνική προφορά του, άλλα πολύ γρήγορα δημιούργησε νέες φιλίες και ποτέ του δεν ένοιωσε ξένος από τους συμμαθητές του με τους οποίους ζούσε τις κοινές πηγές ανησυχίας, τις ίδιες αγωνίες τις ίδιες φιλοδοξίες και στόχους μαζί τους για την επιθυμία στο όνειρο και στην αναζήτηση της γνώσης.
Δεν ήταν βέβαια καμία ξεχωριστή μεγαλοφυΐα ούτε ως άτομο καμία ξεχωριστή περίπτωση, αλλά «υπηρετούσε» τo σχολικό του καθήκον για μάθηση με σχετική υπακοή. Ανακαλεί στη μνήμη του εκείνη την πρώτη του σχολική χρονιά στο νέο του σχολείο στη τρίτη τάξη που την τελείωσε με άριστα δέκα. Η επίδοση αυτή οφειλόταν ως συνέπεια στο διαχρονικό δάνειο της γνώσης που του είχε εμφυσήσει η Ιωάννα. Η Ιωάννα μια όμορφη και ευγενική κοπελιά, κατείχε μια ξεχωριστή θέση στη έναρξη της μαθητικής του ζωής. Ηταν άτομο ξεχωριστό, η βασίλισσα της έκτης τάξης του μονοτάξιου σχολείου του χωριού τους εκεί στα μακρινά Κουλέντια. Πρωτάκι για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχε πάρει την πρωτοβουλία να τον υιοθετήσει ως είθισται στα μονοτάξια σχολεία της εποχής εκείνης και είχε βάλει στόχο και την υιοθεσία της να την κάνει άτομο ξεχωριστό. Της χρωστάει πολλά για τα θεμέλια της γνώσης που του καλούπωσε, γιατί οι γονείς του ήταν αγράμματοι. Με την καθοδήγηση της αισθανόταν απόλαυση να ασχολείται με μεγάλη επιθυμία και όρεξη για μάθηση. Ως καθοδηγητής, του εντρύφησε την αγάπη για το βιβλίο. Υπήρξε καλός μαθητής, χωρίς να είναι ιδιαίτερα επιμελής και συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις, δεν δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο, στους δασκάλους και στους συμμαθητές του. Κι επειδή ήθελε να τα έχει καλά και με τους γονείς του, έκανε ότι χρειαζόταν να κάνει, πήγαινε στο σχολείο καταβάλλοντας τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια στα μαθήματα του επιδιώκοντας να πάρει ίσα ίσα έναν αξιοπρεπή βαθμό. Τον υπόλοιπο χρόνο έπαιζε ποδόσφαιρο και, όταν γύριζε στο σπίτι, περνούσε αρκετές ώρες στο κρεβάτι διαβάζοντας το ένα μυθιστόρημα μετά το άλλο. Καμία σχέση με το τυπικό ωράριο των άλλων μαθητών ούτε φροντιστήρια ούτε ιδιαίτερα. Αλλά ακόμη κι έτσι, οι βαθμοί του δεν ήταν ιδιαίτερα άσχημοι. Τα κατάφερνε λοιπόν όχι κι άσχημα στο σχολείο και στα μαθήματα, αλλά όχι σε βάρος της προσωπικής ευχαρίστησης, είχε ισορροπία ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις και στο παιχνίδι, στην παρέα με συνομηλίκους, στην τεμπελιά και στο χασομέρι της παιδικής ηλικίας. Με τον καιρό μεγαλώνοντας του άρεσε να διαβάζει μυθιστορήματα και να χάνεται μέσα τους, προσφέροντας του καθαρά προσωπική απόλαυση!
Σήμερα στην θύμηση του ποια παιδιά εκείνης της τρίτης τάξης στο τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας κατέχουν ξεχωριστή θέση στη μνήμη του, η απάντηση του βγήκε αβίαστα.
Την πρώτη του χρονιά στο νέο του σχολείο δυο συμμαθήτριες και ένας συμμαθητής του ξεχώριζαν τόσο για το ήθος τους όσο και για την άρτια επιμέλεια που έδειχναν στην εκπαίδευσή τους. Ποτέ του δεν ένοιωσε την ανάγκη να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, να τους συναγωνιστεί στις διακρίσεις. Τώρα, καλόβολα γυρεύει να τους φέρει μπροστά του, η εικόνα τους να ξαναζωντανέψει στα μάτια του, να θυμηθεί όλες τις ωραίες αναμνήσεις τους, τα πρόσωπα τους, τα σουσούμια τους. Μα δε του έρχονται στο νου παρά θολές οι εικόνες τους, σαν χαμένες σε χαμηλό φωτισμό λες και είναι βγαλμένες σε αργές ταχύτητες κλείστρου και κουνημένα καρέ.
Η Στέλλα Ένα λιγνό κορίτσι με μπούκλες στα ξανθό-καστανά της μαλλιά, μελιά μάτια και ένα πρόσωπο με τέλειες, (τουλάχιστον έτσι το έβλεπε αυτός) αναλογίες, γαλλική μυτούλα και σώμα που παρέπεμπε σε αθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής. Η φήμη της μεσουρανούσε στη μαθητική τους τη τάξη. Μάζευε τον κόσμο γύρω της όπως το φως τις πεταλούδες. Αυτός το έβρισκε απίθανο να είναι μόνη της, διότι σύμφωνα με το παλιό απόφθεγμα, οι ωραίες δεν μένουν ποτέ μόνες. Η Στέλλα ήταν ξεχωριστή μαθήτρια, αυτή που ξεχώριζε με τη θετική έννοια, η διαλεχτή, η διακεκριμένη. Χαρισματικό παιδί που έδειχνε πως μπορεί να τα καταφέρει από μόνη της στη ζωή. Άσπρη και καστανόξανθη, εκείνο που τη ξεχώριζε περισσότερο ήταν τα μεγάλα φωτεινά, μάτια της, που βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα λες και ονειρευόταν τον μεγάλο έρωτα μέσα στην παιδιάστικη παρουσία της. Δεν ήταν ακόμη έφηβη, που κέρδισε τα πρώτα βραβεία σε αρκετούς διαγωνισμούς για νέους μουσικούς. Παρακολούθησε μαθήματα σε ωδείο, έκανε ιδιαίτερα μαθήματα με φημισμένους σολίστες. Ο Αλκιβιαδης έμαθε πως η Στέλλα πήγε να συνεχίσει τις σπουδές της σ’ ένα μουσικό πανεπιστήμιο στη Γαλλία με υποτροφία. Μερικά χρόνια αργότερα είδε το πρόσωπο της να  φιγουράρει σε εξώφυλλα περιοδικών μ΄ένα νοσταλγικό, οικείο χαμόγελο, σαν παλιό αναμνηστικό που αναδύθηκε ξαφνικά μετά από χρόνια απ’ τα βάθη μιας παλιάς ξεχασμένης φωτογραφίας. Τα μάτια της έλαμπαν με απίστευτη χάρη, μια μπούκλα ξεχώριζε στα ήδη ανακατεμένα μαλλιά της και τα λιτά και απέριττα κείμενα τους ν’ αναφέρονται στην πλούσια και αξιόλογη  καλλιτεχνική της δραστηριότητα. Επιτυχημένη μουσικός, πολυτάλαντη καλλιτέχνιδα με μακρά και εντυπωσιακή καριέρα η Στέλλα ήταν όμορφη σαν πάντα που είχε τη ζωή μπροστά της!
Η Μαρία: Ένα κοριτσόπουλο με τη λευκή λάμψη του δέρματος, ιδανικό μοντέλο για να ζωγραφίσεις το  πορτρέτο μιας νεαρής κοπέλας. Ο Αλκιβιαδης τη θεωρούσε πως είχε τα σημάδια μιας πολύ ευαίσθητης ψυχής που στην αγκαλιά της χωρούσε όλη τη νεανική τους τάξη και το πλατύ της χαμόγελο εξέπεμπε αισιοδοξία και θετική ενέργεια. Διέθετε το ευλογημένο προνόμιο του προικισμένου ατόμου με δημιουργικότητα και ικανότητα μάθησης. Ένα φυσικό ταλέντο στο γράψιμο και πολύ της άρεσε να διαβάζει. Πριν από κάποιο καιρό είχε βρει αυτό το κείμενο της «Rosemarie Urquico» στο οποίο εξηγούσε γιατί ένα κορίτσι που διαβάζει είναι η κατάλληλη σύντροφος. Μεταξύ άλλων, έγραψε ότι: «Βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί το αξίζεις. Αξίζεις ένα κορίτσι που μπορεί να σου δώσει τον πιο πολύχρωμο κόσμο. Αν θέλεις όλον τον κόσμο και τους κόσμους πίσω από αυτόν, βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει. Ακόμα καλύτερα, βγες με ένα κορίτσι που γράφει.»
Η Μαρία ξεχώριζε για τους ευγενικούς της τρόπους και την καλοσύνη της. Ήταν ήσυχο, πρόσχαρο κοριτσόπουλο και γλυκόλογο. Θυμάται τα μεγάλα μελαχρινά της μάτια που κάποιες φορές κοιτάζανε τόσο παράξενα και πετούσαν τόσο αστραφτερές αναλαμπές που δε βαστούσες να τα βλέπεις. Εκείνο που την ξεχώριζε περισσότερο μέσα σε όλη την παρέα ήταν πως βαστιόταν πάντα καθαρή, και δε φαινότανε ποτέ αχτένιστη. Ίσιωνε με τις παλάμες τα σγουρά μαλλιά της, με τη φανταχτερή τους λάμψη, το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε συχνά ακόμη και μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού, στεκόταν άξαφνα κι  έσιαζε τα μαλλιά της, την έβλεπες που κοίταζε γύρω της με την αστραφτερή μελαχρινή ματιά της και μ' ένα γέλιο γλυκό ευαίσθητο, που έδειχνε τα αστραφτερά λευκά της δόντια.
Ο Δημήτρης. Ευαίσθητη, εξευγενισμένη, χαρούμενη ψυχή, έσφυζε από υγεία η παρουσία του. Αν και από μεγαλοαστική οικογένεια είχε αμοιβαία φιλική σχέση μ’ όλους στην τάξη και έχαιρε εκτίμησης στις καθημερινές συντροφιές. Στο γαλήνιο πρόσωπο του τα φωτεινά μελιά μάτια γίνονταν πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν από την αγωνία, όπως ο ήλιος από τα σύννεφα όταν κάτι του πήγαινε στραβά, γέμιζαν σύννεφα, ένιωθε παγιδευμένος.
Ο Αλκιβιάδης σήμερα χαράζοντας μονοπάτια στην κατσιφάρα της μνήμης, του έρχονται εκείνες οι στιγμές που συνειδητοποιεί πως έχει περάσει μια ακόμη πίστα ενηλικίωσης. Με άλλα λόγια, «το τώρα είναι τώρα, το αύριο είναι αύριο», βολτάροντας τη ζωή με συνοδοιπόρο το χρόνο. Φυλλομετρώντας τα παιδικά του χρόνια η θύμηση τους, βγήκε πάλι μπροστά σα νοσταλγία που κραδαίνει γιρλάντα χαράς κι αυτός ενήλικας πια νιώθει πως βουτά δάχτυλα και ψυχή σε τόνους ζάχαρη άχνη και σε τεράστια δοχεία με μελοκάρυδο… Ναι, έτσι ακριβώς!

Click to Open
Τα Πρώτα Χρόνια στο Αραπόρεμα!
.....

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Telikos Proorismos "Lamia"

....Λαμία... Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά, μεσάνυχτα που έφτασαν στη Λαμία...
Τον πρώτο καιρό την οικογένεια η ζωή στη Λαμία τους βρήκε ταλαιπωρημένους, παραζαλισμένους και σε μια καινούρια πραγματικότητα μα οπωσδήποτε με καλή διάθεση σαν πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο για ένα καινούργιο ξεκίνημα, με διάθεση να ξεπεραστούν οι πρώτες πρακτικές δυσκολίες και να εξοικειωθούν με το νέο τους περιβάλλον. Ξεκίνησαν λοιπόν μια καινούργια ζωή πολύ φτωχικά, απλά και δύσκολα, σε μια πολύ φτωχική περιοχή στα περίχωρα της πόλης, μένοντας αρχικά σε ένα πολύ μικρό φτωχικό σπιτάκι, ένα κοινότυπο τούβλινο κτίσμα, μόλις μια κάμαρα δίπλα στο ρέμα που αποτελούσε τον φιλόξενο χώρο διαμονής για όλη την οικογένεια. Ήταν σε μια εργατική φτωχογειτονιά «το Αραπόρεμα» στης δυτικές παρυφές της πόλης, κάτω απ' το λόφο του Αγίου Λουκά και περνώντας τους  «Μύλους Κρόκου - Μουζέλη», μια χέρσα περιοχή που σταδιακά διαμορφώθηκε σε αστικό περιβάλλον στη μεταπολεμική περίοδο. Κατέφθαναν τριγύρω στην ανατολική πλευρά του ρέματος πολλοί από τα γύρω  χωριά, μεταναστεύοντας, χτίζοντας τις χαμηλές κατοικίες τους και ξεκινώντας μια νέα ζωή. Λαϊκή γειτονιά, φτωχολογιά, χαμηλά σπίτια, μπακάλικα, καφενεία και ρεμπέτικα. Από εκείνες τις γειτονιές που οι γιαγιάδες βγάζουν τις καρεκλίτσες τους μπροστά από το σπίτι το απόγευμα και περιμένουν τις γειτόνισσες για λίγο κουτσομπολιό και οι άντρες συχνάζουν στα καφενεία, μετά τη δουλειά, για ένα ουζάκι και μια γρήγορη παρτίδα τάβλι.
Εκεί σ΄αυτή την συνοικία και σε αυτό το φιλόξενο περιβάλλον της λαϊκής γειτονιάς ο Αλκιβιάδης έζησε το τελείωμα της παιδικής του ζωής, και ανοίγοντας ένα καινούργιο κεφάλαιο έζησε το ξεκίνημα της εφηβείας του, με συναισθήματα ανάμικτα, με χαρά αλλά και με φόβο περισσότερο σαν δυσκολία στην προσαρμογή στην καινούργια πραγματικότητα  που καλείται να διαχειριστεί. Ταυτόχρονα έζησε και τις πρώτες μεγάλες αλλαγές που άλλαξε τον κόσμο τους και βελτίωσε τη ζωή τους ριζικά.  Απ’ το λυχνάρι και τις λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν τις νύχτες στο χωριό γνώρισε το ηλεκτρικό ρεύμα που δεν υπήρχε βέβαια τότε στο χωριό. Άντε ποιος να πιστέψει σήμερα ότι οι πιο πολλοί χωριανοί ούτε πού 'ξέραν τι είναι αυτό.
Η Πυροστιά που τοποθετούσαν τα μαγειρικά σκεύη και μαγείρευαν μέσα στο τζάκι ήταν παρελθόν, τα αντικατέστησαν το γκάζι οι ξυλόσομπες και δειλά-δειλία έκαναν την εμφάνιση τους και τα ηλεκτρικά σκεύη του νοικοκυριού.
Και αυτό που σημαντικά άλλαξε προς το καλύτερο ήταν το ότι το σχολείο ήταν πολύ κοντά τους και ο Αλκιβιάδης απ' το μονοτάξιο σχολείο βρέθηκε σε κανονικό εξατάξιο.
Ένοιωσε ότι αν παλέψουν πολύ όλη η οικογένεια θα τους δοθεί ο δρόμος και ο ορίζοντας της προοπτικής. να λάμψουν και να ξεφύγουν από το διαρκές άγχος και την αβεβαιότητα που τους προσέφερε ο φτωχικός οικισμός τους..
Κι όμως ανεξάρτητα από τις ελπίδες και τα όνειρα του για μια καλύτερη ζωή, εικόνες και μια νοσταλγική ανάμνηση από τους παιδικούς του τόπους του θυμίζουν πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι μνήμες στο μυαλό και την ψυχή του που ανακαλούν το χτες, και γίνονται μπάλσαμο παρηγοριάς στις δύσκολες ώρες του.
Στα βορειοδυτικά της γειτονιάς υπήρχαν βοσκοτόπια, μεγάλοι χέρσοι λόφοι και φαράγγια που του θύμιζαν το χωριό. Σε μια ρεματιά υπήρχε και τεχνητή λίμνη όμοια με τι μικρή λιμνούλα στα περιβόλια του χωριού του, της έλειπε ο αιωνόβιος πλάτανος και οι πολλές μοβ περικοκλάδες αλλά είχε άφθονες καλαμιώνες. Σε τούτη τη μικρή τη λίμνη, είχε φτιάξει το δικό του καταφύγιο. Το έδαφος εκτεινόταν με ελαφρούς κυματισμούς προς όλες τις κατευθύνσεις και όπου κι αν έστρεφε τη ματιά του, οι επιφάνειες τρεμόπαιζαν από την κάψα του εδάφους. Μουντάδα στα υψώματα, στον ορίζοντα, στη χέρσα γη, όταν πλάκωνε η καταχνιά και η κατσιφάρα η βουβή. Εκεί ήταν ο δικός του μικρός κόσμος όπου του άρεσε τα καλοκαίρια να απομονώνεται και με τα μάτια κλειστά, άφηνε τις αναμνήσεις από τον τόπο του να τον παρασύρουν. Ονειροπολούσε. Με τον καιρό, άρχισε να νοσταλγεί το χωριό του, θυμόταν τις ηλιόλουστες πλαγιές στο Μεγάλο Ρέμα κι αναστέναζε. Ζωντανεύει όταν του ‘ρχεται η θύμηση του ποτισμένου χώματος με την ιδιαίτερη μυρουδιά της γης που αναστάτωνε το μέσα του λες και συναντούσε κάτι δικό του. Ας ήταν μπορετό να κάθιζε, δέκα λεφτά μονάχα, κάτω απ’ το δροσό της αλαφροΐσκιωτης μουριάς στην καλοκαιρινή την κάψα, να νιώθει μια αίσθηση δροσιάς στο πλάτωμα με το μικρό μποστάνι τους πίσω στο Μεγάλο Ρέμα με την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με τα καθάρια νερά, που ξεπρόβαλαν πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τριγύρω πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν το τοπίο με τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια τους, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια του.
Στοιβαγμένες εικόνες στα θολά διαμερίσματα της μνήμης, αβίαστα προβάλλουν εμπρός του.
«Τα σφεντάμια και οι φτέρες είναι ακόμα αδιάφθορα,
Αλλά χωρίς αμφιβολία, όταν αποκτήσουν συνείδηση
Θ’ αρχίσουν κι αυτά να καταριούνται και να βρίζουν.»
Εικόνες της εκείνης της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν καθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι.
Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά  με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας.
Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Οι τόποι του χωριού του είναι ένα κομμάτι του εαυτού του, και οι μνήμες ομφάλιος λώρος να τον συνδέει με τα μέρη των παιδικών του χρόνων.
Χωριό του στη γειρτή πλαγιά, σημείωμα της άδολης πρώτης αγάπης, κυπαρίσσια κι αγριολούλουδα, θάμνοι που πτερυγίζουν οι μέλισσες και άνεμο-δαρμένοι βράχοι, θεόρατοι με ένα λευκό στις βαθιές ρυτίδες τους που άφησε ο χρόνος στην περιφορά του οργισμένου βοριά. Και πέρα μακριά στο διάφανο σαν ακουαρέλα, μια γραμμή στο χάραγμα, στο βάθος του ορίζοντα εκεί που η θάλασσα τον ουρανό φιλούσε. Στις πλαγιές θυμάρια, φασκομηλιές και ρίγανες, μυρουδιές ευλογημένες κατρακυλούν μες στα σπαρτά σαν σκέψεις ανεκπλήρωτες, όπως ο άνεμος που σμίλευε στις πέτρες τα σχήματα των άγονων περιπλανήσεων του. Και αυτός, «κουτσούβελο» με κοντό παντελονάκι και γρατζουνισμένα γόνατα τρέχει στις αλάνες και τους δρόμους του χωριού, με σφεντόνα και λερωμένα δάκρυα, όταν ο ήλιος στέγνωνε την αλμύρα τους. Τρεχαλητά και φωνές. Κυνηγητά και παιχνίδια. Όλα της φύσης τα χρώματα είναι ζεστά. Δένονται με τους απανωτούς ήχους των ανέμων στους βράχους. Κι όταν ο θόρυβος κοπάσει, και ο ήλιος σαν μεστωμένο πορτοκάλι, βουτάει στου Κούνου την πλάτη  μαζί του χάνονται και τα χρώματα, πέφτει το σούρουπο με ασημένιες σκιές και τα παιδιά πασχίζουν να μαντέψουν από πού θα ξεπροβάλει η σελήνη. Ανέμελη ζωή, με δίχως πάθη, με πολλά οράματα.
Είναι μια ηδονή που δεν ξεχνιέται εύκολα απ' όσους την ένιωσαν. Όλα αυτά μνήμες και γεύσεις, μυρωδιές, ακοές, οράματα και αφές των παιδικών μας χρόνων που μας δυναστεύουν μιαν ολάκερη ζωή. Δεν το γνώρισε ολότελα το καημένο του το χωριό, που του γελούσε πάντα στον ύπνο του και στα όνειρα του.
«Με της σκέψης τα πλάνα φτερά
στο χωριό του τρέχει να φτάσει.
Στης λιμνούλας τ’ ασημένια νερά».....

Click to Open
Μαθητής στο Τρίτο Δημοτικό Σχολείο Λαμίας!
.....

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Afixis Sto Limani Tou Pirea

......... Είχανε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες του πλοίου προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαν. Κάποια στιγμή ο Τηλέμαχος γλίστρησε έξω στο κατάστρωμα διασχίζοντας την εξωτερική πόρτα του ακκομοδεσίου του πλοίου στη δροσιά της υγρασίας που ερχόταν από τη θάλασσα.
Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και κοίταζε σαστισμένος τις εικόνες από το λιμάνι του Πειραιά την ώρα που ξημερώνει.
Έχει καρφώσει τα μάτια του στη στεριά, και ο μικρούλης προσπαθεί να πιαστεί από πολλά πράγματα για να αισθανθεί ότι μπορεί απ' τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω που μόλις τον αντικρίζει και είναι τεράστιος και δαιδαλώδης.. Οι αισθήσεις του λαίμαργα αποτύπωναν τη θέα από το πολύβουο και ανήσυχο λιμάνι του Πειραιά, ένας γρήγορα αναπτυσσόμενος χώρος που εκτείνονταν εμπρός του, ένα περιβάλλον μιας πραγματικής μεγαλούπολης.
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα χωρίς δυσκολία από τα χείλη του.
«Μαμά! Μαμά, έλα, έλα να δεις.! Πω-πω! Κοίτα σπίτια! Κοίτα πλοία!»
««Κοίτα, κοίτα, Μαμά! Να-να και αυτοκίνητα! »
Πώς να περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη την ώρα ο μικρός αδελφός του που ξαφνικά από το μικρό απομονωμένο οικισμό βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μια κοσμοπολίτικη πολιτεία γεμάτη ζωή και κίνηση. Η παραλία φωτόλουστη, πλοία να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι, ρίχνοντας ή τραβώντας την άγκυρα, να λύνονται ή να δένονται στις προβλήτες.
Το φως του ήλιου ξεχύνεται γύρω στο σκληρό γαλάζιο χρώμα του ουρανού εκτυφλωτικό, επιθετικό, σαν να θέλουν οι αχτίδες να κυνηγήσουν ότι κρύβει τον πρωτόγνωρο νέο κόσμο στα φτωχά και ανίδεα χωριατόπουλα.
Η μητέρα τους στην αρχή νόμισε πως την γελούν τα μάτια της αντικρίζοντας να ξεδιπλώνεται μπροστά της μία πολύβουη πολιτεία, ζωντανή που σφύζει από ζωή, μέσα από τους πολυσύχναστους κεντρικούς της δρόμους δημιουργώντας μια ζωντανή ατμόσφαιρα.
Όταν συνήλθε από την έκπληξη τον κοίταξε τρυφερά πήρε τα χέρια του μες στα δικά της χέρια, του χαμογέλασε και τον έσφιξε στο στήθος της.
Ο μικρός Τηλέμαχος κούρνιασε πάνω της και ένιωσε την αγκαλιά της σαν ο φρέσκος δροσερός αέρας που μπήκε στα πνευμόνια του.
Το χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπο της μητέρας του, του Αλκιβιάδη του θύμισε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γιαλού την ώρα που δεν φυσάει.
Αυτή ήταν η μητέρα τους.
Ήταν το δροσερό ποτήρι που εναπόθεταν την κάθε ελπίδα τους, τα βάσανα, τις χαρές τους και τους καημούς τους... 
Ήταν ένα τριαντάφυλλο, που μύριζε τόσο γλυκά.
Είναι πάντα δίπλα τους, σιωπηλά, διακριτικά, γεμάτη καταλυτική αγάπη, νιάξιμο, φροντίδα, δύναμη και προσμονή.
Είναι η γλυκιά τους μάνα. 
Αμίλητη τώρα ατένιζε την θέα απ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο εκεί έξω και αναρωτιόταν αν αυτή η περιπέτεια, θα αποτελούσε μια νέα καλύτερη σελίδα στη ζωή τους. Σκέφτεται  πως μια καινούργια αυγή τους είχε ξημερώσει και προσδοκούσε να καταφέρουν να κάνουν όσα αυτή είχε ονειρευτεί στην εφηβεία της σήμερα τα παιδιά της.
Ακόμα αναρωτιόταν αν η απόφαση να πάρουν τους δρόμους της ξενιτιάς με στόχο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την μίζερη ζωή του φτωχικού χωριού ήταν η σωστή απόφαση.
Με τα μάτια μισόκλειστα φαντάζεται, ήταν ωραίο να φαντάζεται διάφορα μα δεν έβρισκε άκρη στις σκέψεις της. Ηθελε να ρωτήσει τον εαυτό της εκατομμύρια πράγματα και δεν είχε απαντήσεις να του δώσει. Πού πήγαιναν, τι έπρεπε να περιμένουν. Χιλιάδες «κι αν...», «ίσως» και τι θα γινόταν στο τέλος.
Τόσο την είχαν απορροφήσει οι σκέψεις της που δεν πήρε είδηση πότε το πλοίο πρόσδεσε στην προβλήτα και ήδη ξεκινούσε η αποβίβαση.
........Στην έναρξη της εφηβείας του ο Αλκιβιάδης μπαίνοντας στον αθέατο κόσμο της μνήμης του ανακαλύπτει τοπία ανέγγιχτα, διαβάζει στο τετράδιο του μυαλού του ιστορίες γοητευτικές, αισθάνεται να βρίσκονται τα πάντα μέσα εκεί σε μι’ αρμονική ισορροπία. Κι όμως μια γκρίζα κουκκίδα, κάτι σαν βαθιά ομίχλη, του σκεπάζει την πρόσβαση να ανακαλύψει το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Λίγα χρόνια αργότερα έφηβος πλέον έκανε το ίδιο ταξίδι δυο-τρία καλοκαίρια.
Τα ταξίδια ήταν πανέμορφα μια και το πλοίο παρέπλεε συνεχώς τις ακτές της Πελοποννήσου εκεί όπου οι νότιες παρυφές του Πάρνωνα βουτάνε στο Μυρτώο Πέλαγος και τα αρώματα του βουνού σμίγουν με την αύρα της θάλασσας.
Η άγρια ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, αυτής της γεωγραφικής ορεινής περιοχής του Ζάρακα με τα πέντε χωριά του. Ομορφότερο όλων το παράκτιο Κυπαρίσσι, με μια φυσιογνωμία στεριανή και νησιώτικη μαζί, κτισμένο αμφιθεατρικά, κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και σκοτεινιάζει νωρίς λόγω των κορυφών του Ζάρακα, που εμποδίζουν τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει τον τόπο. Όταν κοιτάζεις την περιοχή από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς το Μυρτώο Πέλαγος.
Θυμάται το Γέρακα. Από τις πιο εντυπωσιακές γωνιές της Λακωνίας, ένα μικρό λιμάνι που αναδύεται μέσα από ένα επιβλητικό τοπίο. Άφωνος θα μείνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης πλησιάζοντας το Λιμάνι του Γέρακα. Ένα σπανιότατο φιόρδ μοναδικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται μπροστά του. «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία, στο έργο του «Λακωνικά».
Μια ματιά είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς πόσο συναρπαστικά πολυσχιδές είναι το τοπίο και να υποπτευθεί πόσο θεαματικά πολυτάραχη είναι η γεωλογική του ιστορία.
Η γαλήνη του τοπίου και η γραφικότητα του οικισμού συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό.
 Ο ακύμαντος κόλπος του, ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Το πλοίο έμπαινε με την πλώρη στον αρκετά στενό όρμο και φουντάριζε αρόδο, επικίνδυνα κοντά στα βράχια και τα αβαθή. Η αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων γινόταν με καΐκια. Αναχώρηση με ανάποδα, διότι ούτε λόγος για χώρο να γυρίσει εκεί μέσα. Μετά το Γέρακα, στέκει καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ένας πελώριος βράχος, η Μονεμβασιά. Το πέτρινο καράβι του Ρίτσου. Η αγέρωχη καστροπολιτεία.
 «Όταν η θάλασσα σμίλεψε την πέτρα... Όταν ο ήλιος γέμισε χρώματα τον ουρανό... Όταν η ακρογιαλιά καλύφθηκε από την ξανθιά άμμο... Γεννήθηκε ένα μέρος για τις πιο όμορφες και έντονες στιγμές μας.» Ατμόσφαιρα ερωτική, γεμάτη μυστήριο και μαγεία, είναι η ώρα που κυνηγούσε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του κάστρου.
....Ανασκαλεύοντας τη μνήμη ο Αλκιβιάδης νιώθει μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση, ότι όλο αυτό το ταξίδι της μετανάστευσης το έζησε ακουμπισμένος στις κουπαστές του θρυλικού επιβατικού πλοίου της ακτοπλοΐας το περίφημο «Μυρτιδιώτισα.»
Η σιλουέτα του πλοίου είναι χαραγμένη στη μνήμη των ταξιδιωτών ανεξίτηλα! Ήταν το καράβι της άγονης γραμμής, που μετέφερε τις χαρές τους, τις λύπες τους, τα όνειρά τους. Είναι το καράβι που έφερε μεγάλη αλλαγή στη θαλάσσια συγκοινωνία και δεν σκιάχτηκε τις φουρτούνες του Κάβο Μαλιά, γιατί είχε στο τιμόνι του την ίδια τη Παναγία τη Μυρτιδιώτισα.
Το Μυρτιδιώτισα είχε ναυπηγηθεί στη Σκωτία το 1929 ως Lochness για την παραδοσιακή ακτοπλοϊκή εταιρία MacBrayne. Στην Ελλάδα το έφερε το 1958 ο Σ. Μπιλίνης και έγραψε την ιστορία του στη λεγόμενη «μαύρη γραμμή» (Πειραιάς- ανατολικά παράλια Πελοποννήσου, Κύθηρα) ώσπου διαλύθηκε το 1973 στο Πέραμα.
Η αφίσα εποχής ξεκινά την αναφορά της στο «νεοαγορασθέν πολυτελέστατον ατμόπλοιον Μυρτιδιώτισσα», παραθέτοντας τα βασικά του χαρακτηριστικά και την εσωτερική διαμόρφωση, προτού δημοσιεύσει το πρόγραμμα δρομολογίων του. Για το Μυρτιδιώτισα, έλεγαν πως του ήταν γραφτό να ταξιδεύει σε μυστικιστικές γραμμές, από τα ανεμοδαρμένα νησιά των Εβρίδων στις κακοτράχαλες ακρογιαλιές της Λακωνίας, από την ομίχλη των Σκωτσέζικων φιόρδ στις σφηκοφωλιές των όρμων στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα, στο Πόρτο Κάγιο, στο Σολοτέρι.
Το Μυρτιδιώτισσα πραγματοποίησε το παρθενικό του δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της ανατολικής Πελοποννήσου το καλοκαίρι 1958.
Ήταν ένα πλοίο ιστορία. Μια όαση, σε μία άγονη γραμμή. Καράβι μιας άλλης εποχής, κουβαλώντας πάντα περήφανες ράτσες ανθρώπων.
Ήταν το πλοίο που η οικογένεια του ξεκίνησε το μακρινό της ταξίδι.
.....Στον Πειραιά η οικογένεια επιβιβάστηκε στην επιβατική αμαξοστοιχία του ΟΣΕ με προορισμό τη Λαμία, κουβαλώντας μαζί τους και τα λιγοστά υπάρχοντα τους, μόλις δυο μπόγους που ήταν όλη κι όλη η κινητή τους περιουσία τυλιγμένη σε σεντόνια.

Click to Open
Τελικός Προορισμός Λαμία!
.....

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Tria Kofta Ki Ena Paratetameno Sfirigma Toy Apoxeretismou

........... Το απομεσήμερο έφτασαν στη Μονεμβασιά, μόλις λίγα μέτρα μπροστά τους εκτείνεται μια  θάλασσα με γαλαζοπράσινες αποχρώσεις. Ο ήλιος στα δεξιά πάνω από το Φοινίκη ετοιμάζεται να δύσει πίσω στο Λακωνικό κόλπο. Μπροστά τα μεσαιωνικά τείχη της Μονεμβασιάς και πίσω τους κρύβεται η μαγευτική καστροπολιτεία που φιλοξενεί βυζαντινές εκκλησίες, επιβλητικά αρχοντικά, γραφικά καλντερίμια και μία σειρά από ξενώνες, εστιατόρια, μπαρ και καταστήματα που βρίσκονται σε αρμονία με το αρχιτεκτονικό προφίλ της πόλης. Στον «Βράχο της Μονεμβασιάς» συνδιαλλέγεται η άγρια ομορφιά της πέτρας με το μπλε της θάλασσας και το σήμερα με την ατμόσφαιρα των μεσαιωνικών χρόνων.
Ήταν κοντά στο Ηλιοβασίλεμα τέλη του Ιούλη και έκανε μια διαβολεμένη ζέστη, αλλά εκεί στην ακροθαλασσιά που ξεκινούσε η τσιμεντένια προβλήτα του λιμένα το φρέσκο θαλασσινό αεράκι κρατούσε την θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά είχαν λουστεί στον ιδρώτα καθώς περίμεναν να επιβιβαστούν στο μικρό επιβατικό καΐκι που θα τους μετέφερε στο μεγάλο καράβι, που φάνταζε σαν μαύρο-άσπρο κάστρο, πάμφωτο, επιβλητικό και περήφανο και είχε φουντάρει αρόδο στο αγκυροβόλιο στον ανοικτό κόρφο σε μια θάλασσα γεμάτη ρυτίδες. Κατάμαυρο το σκαρί. Άσπρη η γέφυρα. Και το όνομα του γραμμένο με άσπρη λαδομπογιά μαζί με το νηολόγιο. 
Στο τέλος της τσιμεντένιας προβλήτας της μικρής μαρίνας του λιμένα είχε πλαγιοδετήσει η «Αρτεμισία»  ένα παραδοσιακό ξύλινο καλοδιατηρημένο επιβατικό καΐκι που μόλις είχε βγει από τον ταρσανά του Γυθείου και ήταν ολόφρεσκα βαμμένη. Ένα γερό σκαρί με ευκολίες, και καθίσματα για επιβάτες.  Τα πλευρά της, φρεσκοβαμμένα, άστραφταν, λειασμένα και ξασπρισμένα. Ο καπετάνιος της, γαλήνιος στο απογευματινό μελτεμάκι καθοδηγούσε τους επιβάτες να πάρουν ασφαλείς θέσεις.
Ήταν ώρα του ηλιογέρματος, όταν ο καπετάνιος του καϊκιού με την ήρεμη φωνή του έγνεψε στον άντρα στην αποβάθρα και αυτός του έλυσε τα σχοινιά! Έβαλε εμπρός τη μηχανή, και κράτησε την τιμονιέρα σταθερά στα χέρια του, η Αρτεμισία σκαμπανέβασε ελαφρά όταν ο καπετάνιος έβαλε όπισθεν για να απομακρυνθεί από την προβλήτα, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, με μια επιδέξια μανούβρα. Θα μπορούσε να οδηγήσει το καΐκι και με κλειστά μάτια. Ο ίδιος είχε κάνει αυτή τη διαδρομή τόσες φορές, που είχε χάσει το λογαριασμό. Μπορεί να του είχε γίνει ρουτίνα, αλλά δεν ήταν ποτέ μονότονη. Ένιωθε ως συνήθως, την ελευθερία της θάλασσας και του γαλανού ουρανού, ενώ κρατούσε το τιμόνι και αφουγκραζόταν το βόμβο της μηχανής.
Η «Αρτεμισία» ταρακουνήθηκε καθώς αναχωρούσε από τη προβλήτα του μικρού λιμένα για να γλιστρήσει στα βαθιά νερά. 
Ο καιρός μαλακός καλοκαιρινός, πουνέντες, και το καΐκι στην απογευματινή παλίρροια γύριζε κι έπιανε να μποτζάρει απ’ τ’ αντιμάμαλο που γεννιόνταν καθώς η θάλασσα χτυπούσε στην προβλήτα και πισωγύριζε. Ο καπετάνιος τιμόνευε με μαεστρία, κάνοντας οχτάρια πάνω στα κύματα. Σιγοτραγουδούσε κιόλας.
Το απαλό αεράκι τους χάιδευε το πρόσωπο. Ήταν ζεστό και ας ήταν ήδη σούρουπο. Λευκά, ακίνδυνα σύννεφα φαίνονταν διάσπαρτα στον ορίζοντα. Τα νερά που έσκιζε το καΐκι ήταν καταγάλανα.
Όταν η «Αρτεμισία» έβαλε πλώρη το ανοικτό πέλαγος και απομακρυνόταν από την ακτή μαζί της απομακρυνόταν και αυτός και ίσως έφευγε για πάντα, αφήνοντας πίσω του το μικρό φτωχό οικισμό τους, το πετρόκτιστο ασβεστοβαμμένο σχολείο του στα Κουλέντια, τη μικρούλα καταπράσινη λίμνη στου «Μειμέτ αγά», με το λιγοστό τρεχούμενο νερό που άρδευε τα περιβόλια του οικισμού.
Πριν γνωρίσει την απέραντη θάλασσα γνώρισε τη μικρή τεχνητή λίμνη στα δυτικά όρια του οικισμού τους, κάτω από τη σκιά ενός γιγάντιου αιωνόβιου πλατάνου. Πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν τριγύρω την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με καθάρια νερά, που ξεπρόβαλε πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια σου.
Το μακρινό τους ταξίδι του ξενιτεμού μόλις είχε ξεκινήσει με το ασπρογάλανο καΐκι την «Αρτεμισία.» Ήταν το πρώτο τους βήμα.
Η φαμίλια  ....η μητέρα πρωτίστως..... είχε γυρίσει την πλάτη της στον τόπο της και σ’ αυτό που της ήταν οικείο, αλλά και αυτό το τίμημα ήταν μικρό, προκειμένου να παλέψει ώστε να μπορέσει να προσφέρει στα παιδιά της όλα όσα ονειρευόταν πως δικαιούνταν.
Ο Τηλέμαχος ο τετράχρονος αδελφός του άκουσε τον υπόκωφο παφλασμό των κυμάτων καθώς σκάνε στον καθρέφτη του καϊκιού, λικνίζοντας το, τρόμαξε. Δε σάλευε, το πρόσωπο του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, μια παράξενη ταραχή.. Τα χέρια του τρέμανε, άρπαξε το παντελόνι του συνεπιβάτη εμπρός του και το κρατούσε σφικτά φοβισμένα, δάκρυα ξεχείλισαν απ' τα μάτια του. Ο κύριος στοργικά ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του μικρού αγοριού και του μίλησε καθησυχαστικά.
Ο Τηλέμαχος αναστέναξε άφησε το παντελόνι σήκωσε τα μάτια και τα χαμήλωσε πάλι, νιώθοντας ανίσχυρος και φοβισμένος, ...
Κάθισε χάμω στο κατάστρωμα αγκάλιασε τα γόνατα του, ακούμπησε πάνω τους, το πηγούνι του κι άρχισε να κλαίει με ένα νευρικό, καταπιεσμένο κλάμα. 
Η μητέρα τους τον πλησίασε τρομαγμένη, τον σήκωσε όρθιο, είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα..... δάκρυα άφθονα. Έδωσε το μικρό δίχρονο αδελφό τους που κρατούσε στην αγκαλιά, στον άνδρα της, έβγαλε τη ζακέτα της και σκέπασε το αγόρι της, κι αυτό κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της μάνας του γραπώνοντας τα δάχτυλά της. 
«Ψυχή μου!» Του ψιθύριζε με τρυφερότητα. «Εδώ είμαι εγώ, δεν θα σ' αφήσω πότε!» Και τον κρατάει στο στήθος της όπως όταν ήταν μωρό να μην της κλαίει.
«Εδώ είναι η μανούλα σου», του λέει γλυκά, αποθέτοντας ένα τελευταίο χάδι στο μέτωπό του πριν σηκωθεί. Ο Τηλέμαχος αναστενάζει και τα μάτια του λάμπανε ζωηρά τώρα, μπορούσες να δεις στα μάτια του την ανακούφιση καθώς κοίταζε την μητέρα τους.
Η «Αρτεμισία» έπλεε χρησιμοποιώντας τη μισή ταχύτητά της, σκαμπανέβαζε, υστέρα από πάλεμα με την παλίρροια, κάποτε έφτασε μπροστά στο έμπα του λιμανιού δίπλα στο μεγάλο ποστάλι. Ο καπετάνιος πήρε στροφή στη στερνή μανούβρα, να καβατζάρει, για να φέρει το καΐκι στα δίπλα στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου με ασφάλεια στο κύμα.  Μπήκανε στην απανεμιά.  «Στις Θέσεις σας παρακαλώ!» φώναξε ο καπετάνιος. «Ένας- ένας στη σκάλα, οι γυναίκες και τα παιδιά πρώτα.» Αυτό έκανε ένα σωρό δειλά πρόσωπα να στραφούν προς το μέρος του. Οι επιβάτες έσπευσαν να τον υπακούσουν. 
....Τρία κοφτά κι ένα παρατεταμένο σφύριγμα, σκόρπισαν γύρωθε τη χαρά και τον αποχαιρετισμό του καραβιού. Οι προπέλες αναδεύτηκαν μαντίλια ανέμισαν  ψηλά στο κατάστρωμα, στη γέφυρα και στην αποβάθρα. Σφύριζε το καράβι την αναχώρηση και χύθηκε λεύτερο μπροστά, μαζί σφύριζαν και τα καΐκια. Σφύριζαν το φευγιό στους ταξιδιάρηδες. Για όσους ήτανε να φεύγουνε. Να πάνε μακριά σε άλλους τόπους. Σε τόπους που τους περιμένανε, και καθώς το πλοίο αύξανε ταχύτητα οι επιβάτες κουνούσαν τα μαντίλια όσο περισσότερο μπορούσαν, συντηρώντας τον δεσμό με τα πρόσωπα που χάνονταν στην ακτή. 
Ο ήλιος τραβά δυτικά πίσω απ’ τα ψηλώματα βασιλεύοντας με τις τελευταίες του αχτίνες, να πορφυροβάφουν στρωτό γυαλί τα νερά, κι οι ίσκιοι πέφτουν βιαστικοί στα κύματα της λακωνικής ακτής. Ανατολικά βρίσκεται το Μυρτώο Πέλαγος και το πλοίο χαράζει πορεία στον ανοικτό ορίζοντα. Η Παλιά Μονεμβάσια, νότια του μεγάλου βράχου, μένει πίσω τους. Ο ουρανός ήταν καθαρός, τα πρώτα άστρα φάνηκαν στο στερέωμα.
Το σούρουπο έδωσε τη σκυτάλη στην νύχτα που μοσχοβολά την υγρή οσμή της θάλασσας και το φεγγάρι ένας χρυσαφένιος δίσκος, αναδύεται πέρα στον μακρινό ορίζοντα έτοιμο κι’ αυτό να αρχίσει το ταξίδι του στον ουρανό, φτάνοντας πέρα, στους μακρινούς ωκεανούς, στις μακρινές θάλασσες, κι αυτός συλλογιέται ακουμπισμένος στην κουπαστή την αναχώρηση, φέρνει στα μάτια του τη γη που γεννήθηκε ν’ απομακρύνεται μέσα στ' απόνερα που αφήνει πίσω της η προπέλα του «Ποσταλιού».
Ή λάμψη της δύσης αναλήφθηκε απ' τις βουνοκορφές, το σούρουπο γέμιζε το Μυρτώο πέλαγος, και άρχισε να σκοτεινιάζει πέρα από την κορυφή της Κουλοχέρας στα χωριά του Ζάρακα. Ένα μεγάλο γλαροπούλι βούτηξε στο νερό. Τα στεφάνια πάνω στην απαλή επιφάνεια της θάλασσας πλάταιναν ολοένα. Μπροστά στον ορίζοντα πρόβαλε η βραχονησίδα Παραπόλα. Στην αρχή ήταν μια μικρή κουκκίδα στο βάθος του αστροφώτιστου ορίζοντα που άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή καθώς την πλησίαζαν.
Και πίσω εκεί μακριά, μια άλλη κουκκίδα, καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ο πελώριος βράχος της Μονεμβασιάς, το πέτρινο καράβι του Ρίτσου, η αγέρωχη καστροπολιτεία ξεμακραίνει.
«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για τον τόπο του, τη Μονεμβασιά. Για τον άγριο βράχο, την Άκρα Μινώα -όπως  ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα- που αποκόπηκε από την Πελοπόννησο με έναν σεισμό το 375 μ.X. και πήρε τη μορφή που πήρε σήμερα.
Είχε πια σχεδόν νυχτώσει.

Click to Open
Άφιξη στο Λιμάνη του Πειραιά!
.....

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

H Mera Ths Anachorisis

...1958.. Η αναχώρηση από τα Μπουμπουτσέλια....
Η Ιοκάστη ήταν βυθισμένη σε ακαθόριστες και αφηρημένες σκέψεις το διάστημα εκείνο. Αυτό που ονειρεύεται είναι να αλλάξει τη μοίρα τους, και να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Το τελευταίο βράδυ ήταν ορθή μπρος στο παράθυρο τους, με κουφωμένα τα σκούρα-μελιά της μάτια, και κοίταζε. Κοίταζε  ασάλευτη, ενώ το φεγγαρόφωτο έπεφτε πάνω της, κάνοντάς τη να μοιάζει με απαστράπτουσα. Τα αστέρια έλαμπαν με το ψυχρό τους φως, ενώ η ημισέληνος έλουζε τα πάντα, η Ιοκάστη έμενε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω ένας καινούργιος κόσμος και πάσχιζε να τον μάθει. Σε ξένα μέρη, που πάμε πρόσφυγες, τι άραγες μας περιμένει; Τι μέρες είναι ν' ανατείλουν;
«Μανούλα, τι κοιτάζεις;!»
«Τίποτα αγάπη μου.! Απλά κάτι σκέφτομαι.»
Η φωνή της ήταν κάπως αλλιώτικη, αλλαγμένη, κάπως βραχνή, το πρόσωπο σφιγμένο, συννεφιασμένο ακίνητο και βουβό. Τα μάτια της βυθίστηκαν πάλι εκεί έξω στην απεραντοσύνη τ' ουρανού σαν κάτι να γρικούσε μέσα της και πάλευε να το ξεκαθαρίσει.
Ύστερα στράφηκε προς το μέρος τους, γλύκαινε το πρόσωπο της χαμογέλασε και τους κάλεσε κοντά της ...τα παιδιά της... τα φίλησε στα μάγουλα και άρχισε να τους μιλά για τον κόσμο. Να τους μιλά για τον κόσμο αυτόν που υπάρχει εκεί έξω πέρα απ’ τη θάλασσα και για τα παιδιά που έχουν ευκαιρίες να κάνουν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους. Να τους μιλά για τους ανθρώπους που δημιουργούν καινούργιους κόσμους. Να τους εξηγεί πως κάθε στιγμή της ζωής είναι μια μάχη, μια απόφαση, μια γεμάτη νόημα επιλογή που σε κάνει να νιώθεις πως μπορείς να ονειρευτείς τη ζωή σου όπως την θέλεις.
Έπειτα τους είπε για την αναχώρηση.
Τώρα τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Τα κοιτούσε τόσο στοργικά. Γέμισαν δάκρυα και τα δικά τους. Σύρθηκαν μέσα στα απλωμένα χέρια της, μαζεύτηκαν πάνω της κουρνιάζοντας στην αγκαλιά της, εκείνη τα έσφιξε όσο πιο κοντά της μπορούσε.
«Μανούλα μην κλαις...» Της είπε λυπημένα, με μια φωνή παράξενα συρτή ο Αλκιβιάδης.
«Σιώπα, μην κλαις… μη φοβάσαι εμείς είμαστε εδώ..»
Η Ιοκάστη δε μίλησε ξανά, τους κράτησε στην αγκαλιά της σιωπηλή, συνεχίζοντας να τους χαϊδεύει μέχρι που σιγά σιγά τα δάκρυα της αραίωσαν, δίνοντας τη θέση τους σε αναστεναγμούς. Κρατώντας σφιχτά τα παιδιά της, ότι γλυκό και ιερό έχει στη ζωή της αναστενάζει γιατί ’ναι όλα πίκρα και καημός. Σταδιακά πλάκωσε μια σιωπή, όπως η πίσσα που ρίχνεται και σκεπάζει το χώμα. Μια σιωπή βαθιά γεμάτη νόημα, ελπίδα, δύναμη, και αυθεντικότητα. 
Ήταν που ονειρευόταν για λόγου τους μια καλύτερη τύχη: Να σηκωθούν και να πετάξουν σαν τους νεοσσούς αετούς που έβγαλαν φτερά. Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία της τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα γίνονται φως, μια γλύκα και όλα τριγύρω της φαίνονται πως ξανανθίζουν όπως η κοιλάδα την άνοιξη.
Της Ιοκάστης τότε ένας τελευταίος βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος που έλυσε την σιωπή της. Ξέσπασε και τότε ένα τραγούδι αντήχησε. Νοσταλγικό και πονεμένο τραγούδι του νόστου και της προσφυγιάς. Μια υπόκωφη μελωδία, σε παράπονο, σε λυγμό, γυμνή χωρίς μουσική, που είχε μόνο λίγες νότες σε ρυθμό κι ωστόσο ατέλειωτες παραλλαγές.
Στο μυαλό του Αλκιβιάδη για χρόνια τώρα αντηχεί αυτό το τραγούδι, γλυκόλαλα και τόσο απαλά, κι αν μπορούσε να το εκφράσει, θα το έλεγε το Τραγούδι της οικογένειας τους. Έκλεινε τα μάτια του για ν' ακούσει την πλούσια, ζεστή και γλυκιά φωνή της μητέρας του, και οι σκέψεις του γέμιζαν με τα σκούρα μελιά μάτια της, που έλαμπαν σαν αστέρια.
Τη μέρα του φευγιού από τα ξημερώματα ακόμα ο Αλκιβιαδης σηκώθηκε και βγήκε έξω, κατέβηκε στο διάσελο με τη στέρνα των περιβολιών, πέρασε στο περιβόλι τους, έκανε ένα γύρο τις πεζούλες  αποχαιρέτησε στα πεταχτά  το νερό, το χώμα, τον αγέρα του τόπου του, μάζεψε μυριστικά αγριόχορτα κι οι παλάμες του μύρισαν θρούμπα, φασκόμηλο και θυμάρι. Ανέβηκε στο  ψήλωμα, στ' αλώνι κοίταξε τον τόπο τους ολόγυρα να τον χορτάσει, να τον πάρει μαζί του. Αυστηρό, σοβαρό τοπίο από σκούρα δέντρα και χρωματιστά λουλούδια που έλαμπαν στο πρωινό ήλιο. Μακριά, κατά το νότο, πέρα από τα Φούτια η παραλία της Καστέλας μ΄ένα μικρο νησάκι, αμμουδερό, λαμποκοπούσε τριανταφυλλένια και κοκκίνιζε στις πρώτες αχτίδες η φύση. Και πέρα δυτικά στο Μεγάλο Ρέμα, ελιές, συκιές, λίγα αμπέλια εδώ και εκεί και στα απάνεμα γούπατα ανάμεσα σε βουναλάκια, στέκονται πλατωσιές γυρμένες προς το νότο, με ξινόδεντρα και μουριές και μερικά μποστάνια. Ώρα πολλή χαιρόταν από το ψήλωμα τους απαλούς κυματισμούς της γης ζώνες-ζώνες οι βαθύσκιωτες συκιές, οι ασημόφυλλες ελιές, οι ηλιοκαμένες αμυγδαλιές, οι σκουροπράσινες σκαμνιές και χαρουπιές που απλώνονταν μπροστά του. Και πέρα, κατά νότου, στραφτάλιζε η θάλασσα, απέραντη, έρημη, έφτανε ως τα Κύθηρα και τη Κρήτη. Έμοιαζε ετούτο τοπίο του χωριού του, λιγόλογο, λυτρωμένο από περιττά πλούτη, δυνατό και συγκρατημένο ξεχώριζε και μοσχοβολούσαν οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές, από το περιβόλι τους.
«Το χωριό μου!» Μουρμούριζε και η καρδιά του αναπετάριζε.
Κατέβηκε από το αλώνι, πήρε το μονοπάτι του Άγιου Παντελεήμονα. Ήταν Κυριακή, μα ο παππάς λειτουργούσε στα Λυρά αυτή τη βδομάδα και η εκκλησία ήταν έρημη. Στάθηκε! Ευθύς ως πήρε το μάτι του, η καρδιά του σκίρτησε οι σκέψεις του κόπηκαν. Ήταν τα παιδιά του οικισμού. Τα κορίτσια του Πολυζώη του Μάρκου, αγόρια και κορίτσια του Καραστατήρη, του Κατσουλώτου, των Αρώνη. Όταν τον συνάντησαν τα πρόσωπά τους άνοιξαν, πύκνωσε η αραιωμένη παράταξη κι όλες και όλοι μαζί τον καλημέρισαν με γάργαρες φωνές. Την ίδια στιγμή ο Παναγιώτης του Πολυζώη Αρώνη κτύπησε τη καμπάνα του Άγιου, χαρούμενος, παιχνιδιάρικος ο ήχος της, γέμισε τον αέρα ευδαιμονία.
Ο ήλιος είχε ψηλώσει, ο ουρανός ήταν κατακάθαρος. Στριμώχτηκε στις αγκαλιές τους, κοίταξε δυστυχισμένος το Μυρτώο πέλαγος. Ένιωθε το σώμα του να πλέει σε μια θάλασσα κι ο νους του, ακολουθώντας το κύμα, γίνονταν κύμα κι υποτάσσονταν κι αυτός, χωρίς αντίσταση, στο χορευτικό ρυθμό της θάλασσας. Κάτι σάλευε μέσα του κυριευμένος από επιθυμίες, και ελπίδες και προσδοκούσε τη λύτρωση. Άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του, σα να θελε να τους πάρει μέσα όλους. Τους αγκάλιασε έναν-έναν σταυρωτά τους φίλησε και τους χαιρέτησε όλους με περίσσια εγκάρδια λόγια. Καλή τύχη σε ότι κι αν κάνεις του ευχήθηκαν..
..... Το μονοπάτι από το σπιτάκι τους στον  οικισμό μέχρι τη δημόσιο χωματόδρομο ανηφορικό σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο από τοιχία ξερολιθιάς. Κατσιασμένοι πρίνοι, πικραμυγδαλιές και γκορτσιές ορθώνονταν χωρίς τάξη κατά μήκος του στενού, ελικοειδούς και σπαρμένου με λιθάρια δρόμου κι ο Αλκιβιάδης περπατούσε αργά λες και τα πόδια του αρνούνταν να τον υπακούσουν πια. Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το σπιτάκι τους που ήταν χωμένο ανάμεσα στις δυο αιωνόβιες ελιές και την μυγδαλιά στο νοτιά της αυλής τους πάνω από το τοίχος από τις ξερολιθιές και πιο κάτω το χαντάκι με τις φραγκοσυκιές, το σύνορο που τους χώριζε με την ιδιοκτησία του μπάρμπα Παναγιώτη. Του φαινόταν να μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από τον οικισμό για το σχολείο στο χωριό το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά. Σήμερα ένιωθε σαν ένα πουλί που μεταναστεύει και αφήνει εκεί πίσω το ένα κομμάτι του εαυτού του, τη δύναμη που δίνει η πατρώα γη, το ξεμονάχιασμα από τον κόσμο του, και ανηφορίζοντας προς τη δημοσιά περνώντας ανάμεσα από ρείκια, και χαμηλά πουρνάρια, του φαινόταν πως είναι προσκυνητής, που κατευθύνεται σ’ έναν τόπο  μετάνοιας: στον μακρινό τον κόσμο. Και ενώ δούλευαν στο μυαλό του αυτά τα ονειροπολήματα, έκανε στροφή προς τα πίσω να δει τη μητέρα του που είχε μείνει ακίνητη και κοιτούσε προς το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού του που υψωνόταν κόντρα στην ανατολική πλευρά του ουρανού. Η μητέρα του για λίγες στιγμές, στάθηκε ακίνητη να αποθαυμάσει το χρώμα του ουρανού, να αναλογιστεί τον καθημερινό μόχθο τους για την επιβίωση και να κάνει το σταυρό της. «Καλέ μου Θεέ, βοήθησε μας, προσευχήθηκε σιωπηλά. Ο Αλκιβιαδης αναρίγησε. Αγαπούσε το χωριό του. Ήταν ένας ιδιαίτερος τόπος γι’ αυτόν: Είχε γεννηθεί εκεί. Εκεί γνώρισε τη ζωή. Εκεί βρισκόταν όλη η ευτυχία που είχε γευτεί στον κόσμο. Αλλά τώρα—τώρα ήταν ανάγκη να φύγουν. «Μπροστά στην ανάγκη, σκύβουν το κεφάλι και οι θεοί,» έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όπως τους είχε πει ο δάσκαλός του μια μέρα στην τάξη. «Ανάγκα και θεοί πείθονται.» 
Βουβοί οι χωρικοί έβλεπαν έναν άντρα, ο πατέρας τους να πηγαίνει μπροστά με ένα μπόγο στον ώμο του. Και στο κατόπι του μια νεαρή γυναίκα η μητέρα τους με δυο μικρά αγόρια δίπλα της και ένα μικρότερο στην αγκαλιά της. Προχώρησαν προς τα εκεί που άρχιζε ο πλατύς ανηφορικός δρόμος που οδηγούσε για την πολιτεία της Μονεμβασιάς.

Click to Open
Τρια Κοφτά Σφυρίγματα Ένα Παρατεταμένο!
.....

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

Etimasies Anachorisis

.....Από την αρχή της άνοιξης του 1958 ο Αλκιβιάδης σαν μεγαλύτερος από τα παιδιά κάτι είχε καταλάβει ότι οι γονείς του ετοιμάζουν κάτι ξεχωριστό, ότι ετοιμάζουν την οικογένεια για ταξίδι χωρίς επιστροφή. Σαφείς οι προθέσεις του πατέρα που παρουσίαζαν τα σημάδια! Τα σημάδια του φευγιού! Μια βιασύνη, όπως γίνεται όταν ετοιμάζεσαι για ταξίδι. Ένα ασταμάτητο πήγαιν' έλα. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Τα κτηματάκια τους, οι κόποι και ο ιδρώτας του, επάνω που άρχισαν ν' αποδίδουν καρπούς, για την εξασφάλιση των αναγκαίων ώστε η φαμίλια τους να μη στερείται τα αναγκαία δεν τα καλλιέργησε. Χρειάστηκε πολύς κόπος, προσωπική δουλειά και ένα μικρό αγροτικό δάνειο, που ακόμη το χρωστούσε  στην αγροτική - ληστρική - τράπεζα, για να τ' αποκτήσει. Δέκα χρόνια κατοχής και εργασίας στα κτηματάκια τα είχαν κάνει δικά τους. Μα οι ελάχιστες σοδειές ήταν εποχιακές και τα λίγα ζωντανά που είχαν δεν μπορούσαν να ταΐζουν ολόκληρο το σπιτικό, σε τακτική βάση, περισσότερο απ' ό,τι το έκαναν ήδη. Και μία μικρή επένδυση στο ελαιοτριβείο του οικισμού που εξακολουθούσε να φέρνει κάποια κέρδη κάθε χρόνο είχε και αυτή πάρει το κατήφορο. Και ο πατέρας ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από απέναντι, καθισμένος μπροστά  από τον  Άγιο Παντελεήμονα και τα αγνάντευε πέρα για το λόγο ότι τα χωράφια βρίσκονταν από την άλλη μεριά και τους ανήκαν και η φύση γύρω τους του φαινόταν πολύ θλιμμένη. Οι αιμασιές από φραγκοσυκιές τα κλείνουν από πάνω προς τα κάτω σαν γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, και από από το λόφο μέχρι τη ρεματιά, του φαίνονταν να είναι τα σύνορα του κόσμου τους. Το καμίνι για τα ξυλοκάρβουνα ένα έργο υπομονής, που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο, κάτω στη τούμπα του μικρού κτήματος, στη γερτή πλαγιά της «Πάνω Λάκας» είχε ήδη διαβεί ο Μάρτης και ούτε που το έστησε για να ενισχύσει το λιγοστό εισόδημα τους.
Έρημη γη φτωχή και λίγη στο μερτικό τους, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα τους. Εκεί στην απομόνωση της επαρχίας, εκεί που έλειπαν τα απαραίτητα που κάνουν την ζωή του ανθρώπου ποιο ανεκτή, εκεί που ο μονός δρόμος που είχε άσφαλτο ήταν αυτός που περνούσε έξω από το χωριό, εκεί που η άνθρωποι δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι που θα τους αναβάθμιση την ζωή τους, εκεί λοιπόν στην εγκατάλειψη του κράτους που μόνο οι γόνιμες περιοχές είχαν την αίγλη της ζωτικής επαρχίας, εκεί που τους είχαν ξεχασμένους, εκεί που οι άντρες ζούσαν σε μια αφιλόξενη γη και για να ζήσουν οι οικογένειες τους  έφευγαν εργάτες στις πολιτείες και στα καράβια, τα φορτηγά και τα πετρελαιοφόρα, εκεί λοιπόν 
που ο κόσμος έφευγε και πήγαινε μακριά, στην ξενιτιά, να βρει την τύχη του, σκέφτεται κι αυτός το μέλλον τους και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού για καλύτερες μέρες.
.. Καθώς τα πρώτα χρόνια πέρασαν η Ιοκάστη και ο Κλέαρχος άρχισαν να το συζητούν και όσο περισσότερο το συζητούσαν, τόσο περισσότερο συμφωνούσαν ότι το χωριουδάκι τους δεν μπορούσε να θρέψει ούτε εκείνους που είχαν γεννηθεί εκεί από παλιά ούτε τα παιδιά τους. Η ιδέα του Κλέαρχου να μεταναστεύσουν στριφογύριζε καιρό στο μυαλό του, όμως όλο και το ανέβαλε, το ανέβαλε, ποιος ξέρει αν από φόβο για το άγνωστο η από αναποφασιστικότητα. Πέρασε άγρυπνες νύχτες να το σκέπτεται, να δώσει κουράγιο στον εαυτό του να μην δειλιάσει όταν ορίσει τη μέρα της αναχώρησης. 
Είδε κι απόειδε ο πατέρας πως προκοπή στο χωριό δεν υπήρχε ούτε γι' αυτόν, ούτε για την φαμιλιά τους και πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Αργά η γρήγορα όλα φτάνουν σε τούτη τη ζωή.» Σκέφτηκε.  
Στο τέλος εξέφρασε την επιθυμία στον αδελφό του, εάν έβρισκε δουλειά στην πολιτεία. Η απασχόλησή του στη χέρσα και άνυδρη γη δεν του άρεσε ήταν μια ταπεινή και  κοπιαστική δουλειά, του έτρωγε τα νιάτα χωρίς αντίκρυσμα. Όχι ότι αγαπούσε ιδιαίτερα και με ζήλο τη φιλόπονη ζωή βέβαια, μα δεν έπαυε όμως να είναι άντρας και αρκούσε η σκιά του για να προστατεύει ακόμη την οικογένεια του. 
Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε τους φόβους του και τις αμφιβολίες του για το αν αυτή η κίνηση ήταν η καλύτερη, μα αυτούς τους φόβους τους περιόριζε η ανέχεια, οι λιγοστοί πόροι, η έλλειψη επιλογών και εργασίας στον τόπο τους. Υπήρχαν και οι φήμες που διαδίδονταν. «Οι Πολιτείες έχουν ευκαιρίες. Εκεί βρίσκεις εύκολα δουλειά. Εκεί που τρως το ψωμί σου με βούτυρο.» Και επήρε την απόφαση να ξενιτευτούν για ένα καλύτερο μέλλον που έμοιαζε δεδομένο. Υπήρχε και ο αδερφός του, πού 'ταν παντρεμένος εκεί, κάπως μια γωνία θα 'βρίσκε να τους βοηθήσει στο ξεκίνημα. Είχε ακούσει βέβαια κι από άλλους συγχωριανούς, πως στην πολιτεία χαμένος δεν έμενε κανείς. Ρώτησε o πατέρας του για περισσότερες λεπτομέρειες, ξαναρώτησε τα ζύγισε, τ' αποφάσισε. Και όταν το απεφάσισε γρήγορα σαν αστραπή έγιναν όλα.. Ξεκίνησαν ετοιμασίες για την αναχώρηση στη Λαμία. Με το όνειρο να γευτούν κι αυτοί τα αγαθά της μεγαλούπολης. Χρήματα βέβαια δεν υπήρχαν, ούτε τα χρήματα του εισιτηρίου. Αλλά αφού το αποφάσισε για όλα υπήρχε λύση. Κάποιοι θα του έδιναν το ποσό που χρειαζόταν αν τους υπέγραφε την παραχώρηση τής όποιας περιουσίας ή του σπιτιού τους στο χωριό. 
Πούλησε και την μικρή οικία τους με τον όμορφο φούρνο, κι από κοντά και το κτηματάκι δίπλα στο φούρνο με τις αγκινάρες πούλησε και το μικρό περιβολάκι πίσω από την μικρή λιμνούλα. Μιαν αγάπη βαθιά, πλατιά και απέραντη ήταν εκείνη που ένιωθε στα στήθια του ο Αλκιβιάδης γι’ αυτό το μικρό περιβόλι, με τα λίγα δέντρα στα σύνορα του. Όλα για ένα κομμάτι ψωμί βέβαια, για τα ναύλα της φαμίλιας με προορισμό τη Λαμία. Χαλάλι ας του γίνονταν του φίλου του, τ' αδερφικού, που τα παρέλαβε.
Η μέρα αναχώρησης τους έφτασε. Είχε φτάσει η στιγμή! Όλα ήταν έτοιμα. Τελικά με πόνο ψυχής πούλησαν και το τελευταίο απομεινάρι της περιουσίας τους το κτήμα με τις ελιές, εκεί στο μάτι της ρεματιάς στου Μεϊμέτ-αγά ίδιο με την καρδιά που χτυπούσε στο στήθος τους. Ζούσαν από αυτό.
...... Ακόμη και το πιο μακρινό ταξίδι αναγκαστικά αρχίζει με ένα απλό πρώτο βήμα. Είμαστε στο καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πενήντα οκτώ και το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης στην Ελλάδα την περίοδο αυτή είναι στο ζενίθ. Ο ξεριζωμός από την ύπαιθρο από τα γονικά εδάφη, η αστυφιλία, εξακολουθεί να πιέζει την καρδιά κάθε Λάκωνα, αδιάφορο αν κατοικούσε σε πλούσιους κάμπους και δασωμένα βουνά, η σε πτωχή και χέρσα γη.  
Και έφευγαν με τα καράβια τα γεμάτα νέους και νέες που είχε σαν αποτέλεσμα την ερήμωση των χωριών και την υπερδιόγκωση των μεγάλων αστικών κέντρων προς αναζήτηση σταθερής και μόνιμης εργασίας καθώς και η υπόσχεση των πόλεων για μια καλύτερη ζωή.
........Σήμερα οι μνήμες των πρώτων παιδικών του χρόνων ξυπνούν, έρχονται σαν κύματα και πλημμυρίζουν τις σκέψεις του. Δεν μπορεί εύκολα να ξεχάσει, ξαναγυρίζει πάλι και πάλι o τόπος του μέσα στα όνειρά του και νοσταλγεί μελαγχολικά εκεί που περπάτησε τα πρώτα βήματα του. Ταυτόχρονα μετρά τα πεπραγμένα της ζωής του, που ακολουθούσε το δρόμο της ξενιτιάς και άνοιξε νέους ορίζοντες. 
Ο σοφός παππούς του όπως πάντα με το χαμόγελο στα χείλια, συγκαταβατικός και γαλήνιος έλεγε. «Γιε μου τα στάσιμα νερά βρομίζουν».

Click to Open
Η Ημέρα της Αναχώρησης
.....

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Teleutaios chronos sta Koylentia...

..... Ένας βαθύς κι ατέλειωτος χειμώνας, βασανιστικής μοναξιάς μέχρι να ‘ρθει η Άνοιξη του 1958 ήταν για τον μικρό Αλκιβιάδη.
..... Ήταν μια πολύ δύσκολη σχολική χρονιά!  Το  δημοτικό σχολείο του χωριού τη χρονιά αυτή παράμεινε και πάλι μονοθέσιο αλλά αποφασίστηκε συγχρόνως να γίνει διτάξιο, μ’ ένα δάσκαλο δυστυχώς. Οι τρεις μεγάλες τάξεις το πρωί, και οι τρεις μικρές το απόγευμα. Από τον οικισμό τα Μπουμπουτσέλια ο Αλκιβιάδης ήταν ο μοναδικός μαθητής που φοιτούσε στις τρεις μικρές τάξεις.
Ο δάσκαλος του συνήθως τον έδιωχνε νωρίτερα και ξεκινούσε βιαστικά να μην τον προφτάσει η νύχτα, στου γυρισμού τη στράτα στο Μεγάλο Ρέμα. Ήταν μια ήσυχη μέρα που έχει αφήσει πίσω του τη νότια ανατολική είσοδο του χωριού στον παρακαμπτήριο χωματόδρομο που οδηγεί προς τον μικρό τους οικισμό τους, αφού είχε διασχίσει τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο στο γραφικό κατάλευκο σπίτι του νουνού του. Του «Τσαχλαμπούρη» με τους λευκοβαμμένους τοίχους και με τα γαλάζια φωτεινά παραθυρόφυλλα και πόρτες που του προσθέτουν αρχοντιά στην εμφάνιση. 
Ήταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος! Το ρολόι του Ήλιου με το απόσκιο του για δείκτη όταν δεν ήταν κρυμμένος πίσω από παχιά μπλαβιά σύννεφα μετακινείται με γοργό ρυθμό από την κάτω στράτα του Μεγάλου Ρέματος προς την επάνω στράτα, σημάδι πως πρέπει να βιαστεί τη στράτα να μαζέψει αν δεν θέλει η αφέγγαρη νύχτα που γινόταν πιο σκοτεινή να τον προλάβει. 
Αμέσως μετά το τελευταίο  σπίτι του χωριού «της νονάς του», στην αρχή της στράτας που κατηφορίζει στο μονοπάτι που οδηγεί στο Μεγάλο Ρέμα κάνει την εμφάνιση της η δωδεκάχρονη κόρη του κουμπάρου τους του Πολυζώη του Μάρκου, μ' ένα λευκό άλογο φορτωμένο με σακιά καρπό. 
Η νεαρή κοπέλα με το ένα χέρι κρατούσε το χαλινάρι, με το άλλο κάπου-κάπου  χάιδευε το λαιμό του αλόγου. «Περίμενε-με πάω γρήγορα στο χωριό να ξεφορτώσω το ζώο και γυρίζω σύντομα να πάμε παρέα πίσω στον οικισμό. Η μέρα μεγαλώνει, φέγγει ως αργά» του είχε πει. Το κοριτσόπουλο έμενε με το γέροντα παππού της από την μητέρα της, τον γείτονα τους τον Λουκά τον Καραστατήρη, τον πρόσεχε και τον περιποιόταν που παρέμενε κλινήρης στο πατρικό τους σπίτι στο μικρό τους οικισμό.
Ο Ήλιος έπεσε στο ίδιο σημείο όπως κάθε μέρα και την ίδια εκείνη την ώρα, που ο ήλιος γεμίζει το δυτικό ουρανό με πορφυρά, χρυσά, κόκκινα, μοβ, κίτρινα, ρόδινα χρώματα. Αυτό το χρωματικό θαύμα που κάνει τον ήλιο, βασιλιά του κόσμου. Μια τελευταία αναλαμπή του χάθηκε και τ’ άστρα έλαμψαν ασημώνοντας τον ουράνιο θόλο πρόσκαιρα όταν ένα στρώμα από σύννεφα γκρίζα σαν σβησμένα κάρβουνα, πήγαινε μια εδώ και μια εκεί και έκρυβαν τα άστρα. Τότε, το σκοτάδι άρχισε να απλώνεται παντού γύρω, η νύχτα σιγά σιγά διώχνει το μπλε, το άσπρο, το ροζ και το πράσινο. Ο χρόνος περνάει αθόρυβα! Νύχτωσε και η νύχτα μοιάζει πελώρια όπως έχει απλωθεί και τυλίξει σχεδόν τα πάντα γύρω της. Που και που ένα θαμπό φως των αστεριών και η κοπέλα που του είχε υποσχεθεί ότι θα γύριζε ακόμη να φανεί. 
Ο Αλκιβιάδης καθόταν αμίλητος στο πεζούλι στο πλάι του χωματόδρομου. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται, τον έπνιγε η αγωνία καθώς αρχίζει να αφουγκράζεται τους ήχους της νύχτας και προσπαθεί να καθησυχάσει τον εαυτό του. Για κάμποσο χρόνο δεν ακουγόταν τίποτα. Έπρεπε να κάνει την καρδιά του πέτρα και να το αποφασίσει όσο το δυνατό γρηγορότερα ότι έπρεπε να περπατήσει το φαράγγι μέσα στη νύχτα για να βρεθεί στον οικισμό τους, μα δεν το αποφάσιζε. Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε πάντα εκεί περιμένοντας. Η αγωνία είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του, καθώς το Μεγάλο ρέμα του έμοιαζε τώρα μαύρο κι ατέλειωτο.. Κανένα φως δε φαινόταν απέναντι. Τo βράδυ έπεσε κι ορίζοντα δεν έβλεπε πια.  Δεν ξεχώριζε, ούτε καν τους σκούρους όγκους στις πλαγιές. Όψη απογοήτευσης σκίασε το πρόσωπο του. Μια πικρία, μια βουβή στεναχώρια ανάμεικτη με μια προσωπική απογοήτευση, όσο περνούσε η ώρα και περίμενε μήπως και φανεί το άλογο με την γειτονοπούλα του. Προσπάθησε να βρει δυνάμεις να υπερνικήσει τους φόβους να ξεκινήσει τρέχοντας για τον προορισμό του. Το να διαβεί επτάχρονος μάλιστα νύχτα, το Μεγάλο Ρέμα, έπρεπε να το λέει η καρδιά του! Δεν τολμούσε! Η καρδιά του δεν χτυπούσε, σφυροκοπούσε. Την ένιωθε να πηγαινοέρχεται σα να ήταν λίμνη, που είχε συνεχώς κύματα. Στα ψηλώματα της βουνοπλαγιάς εκεί που στέκονταν τα γέρικα δέντρα, ο άνεμος φυσούσε μέσα στα κλαριά κι έκανε τα φύλλα να θροΐζουν. Μια σύντομη στιγμή απόλυτης σιγής, έμοιαζε λες κι ακόμα και ο άνεμος είχε πέσει ξαφνικά από τη μια στιγμή στην άλλη. Άξαφνα πέρα μακριά στο βάθος απ' τη λαγκαδιά με την πυκνή βλάστηση και μες στη σιγαλιά της νύχτας της δροσάτης, τσακάλια ακούστηκαν με τ' άγρια ουρλιαχτά τους. Τρεμούλιασε αναποφάσιστος, διστακτικός όταν οι πνεύμονες του προσπαθούν να γεμίσουν µε αέρα λες και ο αέρας έπρεπε να ανασυρθεί µε κουβά από ένα πολύ βαθύ πηγάδι. Όπου και να κοιτάζει γύρω του είναι σκοτεινά, κι  ερημιά. Τα μάτια του θολωμένα απόστασαν στη σκοτεινιά. Τώρα ποια δεν υπήρχε άλλη λύση. Έκανε στροφή και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του νονού του αποκαμωμένος. Τα πυκνά γκριζόμαυρα σύννεφα είχαν σκεπάσει τ’ άστρα, που μια αναλαμπή τέλος πάντων θ’ άφηναν για να του δείχνουν το δρόμο του. Το σπίτι δεν ήτανε κοντά κι έπρεπε να διανύσει κάποια απόσταση και ούτε φακό είχε ούτε φανάρι. Περπατούσε περισσότερο με το νου του, δίχως να ξεχωρίζει καλά το μονοπάτι, γιατί από συνήθεια γνώριζε να περπατά το δρόμο και που  έπρεπε να στρίψει. Μόλις έφτασε στην κορυφή του μονοπατιού ένα φως έφεγγε μπρος του.  Ήτανε το φως του λουξ στο σπιτικό του Θεόδωρου Καραστατήρη του νουνού του. Ο ηλεκτρισμός αργούσε πολύ να έρθει ακόμη στην περιοχή. Και όποιος είχε λουξ, είχε πολυτέλεια στο φως. Τα σπίτια τότε φωτίζονταν με λυχνάρια και οι πιο ευκατάστατοι, ας πούμε, είχαν λάμπες πετρελαίου. Αγάλιασε η ψυχή του συνήλθε το κορμί του που βρήκε και πάλι εύκολα το γνώριμο δρόμο. Η γλυκιά του η νονά η Αλεξάνδρα παρηγοριά του δίνει, και το δακρυσμένο πρόσωπο του στην αγκαλιά της κρύβει.
Ο Αλκιβιάδης νιώθει βαριά τα βλέφαρα και πέφτει ν’ αποκοιμηθεί στο απαλό κρεβάτι με τη νονά του φύλακα. Ακόμη μια φορά έσκυψε τον φίλησε, τον σκέπασε να μην κρυώνει.
…Έσβησε το φανάρι της, στο μισοσκόταδο του σπιτιού, μπήκε στην κάμαρα πατώντας ελαφρά, πλησίασε η μάνα στο λιτό κρεββάτι του κοιμώμενου παιδιού της, χάιδεψε το μέτωπο και το πρόσωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' την αγωνία πρόσωπο της. 
..... Στον ύπνο του τον βαθύ, του φάνηκε πως ένοιωσε το χέρι της στο μέτωπο του, πως τα μαλάκια του χάιδεψε και στο προσκέφαλο του έγειρε κι μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στο μάγουλο απαλά τόνε φίλησε. Τον σταύρωσε τρεις φορές και την Παναγιά παρακάλεσε. «Παναγία Δέσποινα! προφύλαξε τον, σκέπασε τον με το γλυκό σου μάτι.» Και έφυγε σαν άστρο, σαν αχτίδα. «Καληνύχτα γιε μου! Καληνύχτα γλυκό μου αγοράκι. Καληνύχτα.» Ναι! ήταν η μάνα του! Η χρυσή του η μάνα του!  Άναψε πάλι το φανάρι της, τρύπησε το σκοτάδι και γύρισε πίσω στον οικισμό απελευθερωμένη από την αγωνία και την λαχτάρα της. Ήρθε το χρώμα στα μάγουλα της, η λάμψη στα μάτια και το χαμόγελο στα χείλη της, και ξανάγινε όμορφη κι ευδιάθετη μετά την κατσιφάρα που τρύπωσε στην καρδιά της.

Click to Open
Προετοιμασίες Αναχώρησης!
.....

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

Diskoli Sxoliki Xronia

.... Ένας βαθύς κι ατέλειωτος χειμώνας, βασανιστικής μοναξιάς μέχρι να ‘ρθει η Άνοιξη του 1958 ήταν για τον μικρό Αλκιβιάδη.
..... Ήταν μια πολύ δύσκολη σχολική χρονιά!  Το  δημοτικό σχολείο του χωριού τη χρονιά αυτή παράμεινε και πάλι μονοθέσιο αλλά αποφασίστηκε συγχρόνως να γίνει διτάξιο, μ’ ένα δάσκαλο δυστυχώς. Οι τρεις μεγάλες τάξεις το πρωί, και οι τρεις μικρές το απόγευμα. Από τον οικισμό τα Μπουμπουτσέλια ο Αλκιβιάδης ήταν ο μοναδικός μαθητής που φοιτούσε στις τρεις μικρές τάξεις.
Ο δάσκαλος του συνήθως τον έδιωχνε νωρίτερα και ξεκινούσε βιαστικά να μην τον προφτάσει η νύχτα, στου γυρισμού τη στράτα στο Μεγάλο Ρέμα. Ήταν μια ήσυχη μέρα που έχει αφήσει πίσω του τη νότια ανατολική είσοδο του χωριού στον παρακαμπτήριο χωματόδρομο που οδηγεί προς τον μικρό τους οικισμό τους, αφού είχε διασχίσει τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο στο γραφικό κατάλευκο σπίτι του νουνού του. Του «Τσαχλαμπούρη» με τους λευκοβαμμένους τοίχους και με τα γαλάζια φωτεινά παραθυρόφυλλα και πόρτες που του προσθέτουν αρχοντιά στην εμφάνιση. 
Ήταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος! Το ρολόι του Ήλιου με το απόσκιο του για δείκτη όταν δεν ήταν κρυμμένος πίσω από παχιά μπλαβιά σύννεφα μετακινείται με γοργό ρυθμό από την κάτω στράτα του Μεγάλου Ρέματος προς την επάνω στράτα, σημάδι πως πρέπει να βιαστεί τη στράτα να μαζέψει αν δεν θέλει η αφέγγαρη νύχτα που γινόταν πιο σκοτεινή να τον προλάβει. 
Αμέσως μετά το τελευταίο  σπίτι του χωριού «της νονάς του», στην αρχή της στράτας που κατηφορίζει στο μονοπάτι που οδηγεί στο Μεγάλο Ρέμα κάνει την εμφάνιση της η δωδεκάχρονη κόρη του κουμπάρου τους του Πολυζώη του Μάρκου, μ' ένα λευκό άλογο φορτωμένο με σακιά καρπό. 
Η νεαρή κοπέλα με το ένα χέρι κρατούσε το χαλινάρι, με το άλλο κάπου-κάπου  χάιδευε το λαιμό του αλόγου. «Περίμενε-με πάω γρήγορα στο χωριό να ξεφορτώσω το ζώο και γυρίζω σύντομα να πάμε παρέα πίσω στον οικισμό. Η μέρα μεγαλώνει, φέγγει ως αργά» του είχε πει. Το κοριτσόπουλο έμενε με το γέροντα παππού της από την μητέρα της, τον γείτονα τους τον Λουκά τον Καραστατήρη, τον πρόσεχε και τον περιποιόταν που παρέμενε κλινήρης στο πατρικό τους σπίτι στο μικρό τους οικισμό.
Ο Ήλιος έπεσε στο ίδιο σημείο όπως κάθε μέρα και την ίδια εκείνη την ώρα, που ο ήλιος γεμίζει το δυτικό ουρανό με πορφυρά, χρυσά, κόκκινα, μοβ, κίτρινα, ρόδινα χρώματα. Αυτό το χρωματικό θαύμα που κάνει τον ήλιο, βασιλιά του κόσμου.
Ένα σμήνος από ψαρόνια, πετούσε πάνω από το λόφο με κατεύθυνση προς το νοτιά και τα Βάτικα.  Το φως της μέρας έσβηνε σιγά-σιγά, όχι μόνο γιατί ήταν απόβραδο αλλά κι από ένα βαρύ μολυβί ουρανό. Εκτός από το παράξενο τιτίβισμα των πουλιών δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο.
 Μια τελευταία αναλαμπή του χάθηκε και τ’ άστρα έλαμψαν ασημώνοντας τον ουράνιο θόλο πρόσκαιρα όταν ένα στρώμα από σύννεφα γκρίζα σαν σβησμένα κάρβουνα, πήγαινε μια εδώ και μια εκεί και έκρυβαν τα άστρα. Τότε, το σκοτάδι άρχισε να απλώνεται παντού γύρω, η νύχτα σιγά σιγά διώχνει το μπλε, το άσπρο, το ροζ και το πράσινο. Νύχτωσε! Η νύχτα μοιάζει πελώρια και έχει απλωθεί και τυλίξει σχεδόν τα πάντα γύρω της. Και η ώρα περνούσε. Που και που ένα θαμπό φως των αστεριών και η κοπέλα που είχε υποσχεθεί ότι θα γύριζε ακόμη να φανεί.
Ο Αλκιβιαδης κουράστηκε να περιμένει. Καθόταν αμίλητος στο πεζούλι στο πλάι του χωματόδρομου. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται, τον έπνιγε η αγωνία καθώς αρχίζει να αφουγκράζεται τους ήχους της νύχτας και προσπαθεί να καθησυχάσει τον εαυτό του. Για κάμποσο χρόνο δεν ακουγόταν τίποτα. 
Έχει καρφωμένα τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ' τη φιγούρα της κοπέλας. Μα πια δεν φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της σχήματα και όγκους. Έπρεπε να κάνει την καρδιά του πέτρα και να το αποφασίσει όσο το δυνατό γρηγορότερα ότι έπρεπε να περπατήσει το φαράγγι μέσα στη νύχτα για να βρεθεί στον οικισμό τους, μα δεν το αποφάσιζε. Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε πάντα εκεί περιμένοντας. Η αγωνία είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του, καθώς το Μεγάλο ρέμα του έμοιαζε τώρα μαύρο κι ατέλειωτο.. Κανένα φως δε φαινόταν απέναντι. Δεν ξεχώριζε, ούτε καν τους σκούρους όγκους στις πλαγιές. Όψη απογοήτευσης σκίασε το πρόσωπο του. Μια πικρία, μια βουβή στεναχώρια ανάμεικτη με μια προσωπική απογοήτευση, όσο περνούσε η ώρα και περίμενε μήπως και φανεί το άλογο με την γειτονοπούλα του. Προσπάθησε να βρει δυνάμεις να υπερνικήσει τους φόβους να ξεκινήσει τρέχοντας. Το να διαβεί επτάχρονος το Μεγάλο Ρέμα και μάλιστα νύχτα, έπρεπε να το λέει η Περδικούλα του! Δεν τολμούσε.
Άξαφνα πέρα μακριά στο βάθος απ' τη λαγκαδιά με την πυκνή βλάστηση και μες στη σιγαλιά της νύχτας της δροσάτης, τσακάλια ακούστηκαν με τ' άγρια ουρλιαχτά τους. Τρεμούλιασε αναποφάσιστος, διστακτικός. Απόστασαν τα μάτια του, τα γόνατά του τρέμουν. Τώρα ποια δεν υπήρχε άλλη λύση. Έκανε στροφή και γύρισε στο σπίτι του νονού του αποκαμωμένος. Η γλυκιά του η νονά η Αλεξάνδρα παρηγοριά του δίνει, και το δακρυσμένο πρόσωπο του στην αγκαλιά της κρύβει. 
Ο Αλκιβιάδης νιώθει βαριά τα βλέφαρα και πέφτει ν’ αποκοιμηθεί στο απαλό κρεβάτι με τη νονά του φύλακα. Ακόμη μια φορά έσκυψε τον φίλησε, τον σκέπασε να μην κρυώνει.
…Έσβησε το φανάρι της, στο μισοσκόταδο του σπιτιού, μπήκε στην κάμαρα πατώντας ελαφρά, πλησίασε η μάνα στο λιτό κρεββάτι του κοιμώμενου παιδιού της, χάιδεψε το μέτωπο και το πρόσωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' την αγωνία πρόσωπο της. 
..... Στον ύπνο του τον βαθύ, του φάνηκε πως ένοιωσε το χέρι της στο μέτωπο του, πως τα μαλάκια του χάιδεψε και στο προσκέφαλο του έγειρε κι μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στο μάγουλο απαλά τόνε φίλησε. Τον σταύρωσε τρεις φορές και την Παναγιά παρακάλεσε. «Παναγία Δέσποινα! προφύλαξε τον, σκέπασε τον με το γλυκό σου μάτι.» Και έφυγε σαν άστρο, σαν αχτίδα. «Καληνύχτα γιε μου! Καληνύχτα γλυκό μου αγοράκι. Καληνύχτα.» Ναι! ήταν η μάνα του! Η χρυσή του η μάνα του!  Άναψε πάλι το φανάρι της, τρύπησε το σκοτάδι και γύρισε πίσω στον οικισμό απελευθερωμένη από την αγωνία και την λαχτάρα της. Ήρθε το χρώμα στα μάγουλα της, η λάμψη στα μάτια και το χαμόγελο στα χείλη της, και ξανάγινε όμορφη κι ευδιάθετη μετά την κατσιφάρα που τρύπωσε στην καρδιά της.

Click to Open
Τελευταίος Χρόνος στο Χωριό!
.....

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Enas Skilos Xarismatikos

Bouboutselia (Panagitsa) 1957

Υπάρχουν κάτι στιγμές στη ζωή λες και είναι ταγμένες από τη μοίρα να του υπενθυμίζουν έντονα περασμένα γεγονότα. Είναι οι στιγμές που διαλύουν την ομίχλη της λήθης και τον υποχρεώνουν να κάνει μια ανασκόπηση της ζωής του, μέσα απ' ένα χείμαρρο αναμνήσεων! Με νοσταλγία και ηχηρό χτυποκάρδι θυμάται εκείνο το θλιμμένο καλοκαιρινό του απόγευμα. Ακόμη κι αν πέρασαν τόσα χρόνια, η νοσταλγία και η θλίψη κάνουν εμφάνιση στην αναπόληση του γεγονότος.
Ήταν καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πενήντα επτά, και αυτός ήταν μόλις επτά χρονών. Το τοπίο στις αναμνήσεις του είναι τόσο γνώριμο. Στη βορειοανατολική πλευρά της αυλής του σπιτιού τους υπήρχαν δυο αιωνόβιες ελιές με πολύ μεγάλο κορμό. Τα εντυπωσιακά αυτά δένδρα στη βάση τους ήταν αγριελιές πράγμα που επιβεβαίωνε την αρχέγονη φύση του δέντρου που στη συνέχεια εξημερώθηκε από τον άνθρωπο. Ο κορμός της μιας ελιάς είχε  εντυπωσιακή εξωτερική όψη και ήταν κούφιος στο εσωτερικό του. Το καρδιόξυλο έχει σαπίσει από τα εκατοντάδες χρόνια της ηλικίας του. Είχε αποσαθρωθεί στο σύνολο σχεδόν του εγκάρσιου ξύλου κι έτσι ο κορμός ήταν ανάγλυφος και κούφιος στο εσωτερικό του. Μέσα εκεί λοιπόν σ' αυτό το χώρο ήταν η κατοικία του άγρυπνου φύλακα του σπιτιού ένα θαυμάσιο θηλυκό κυνηγόσκυλο ένα λευκό και κόκκινο Σέτερ. Η Μπέτη.
Απ’ όταν μικρό παιδί και θυμάται τον εαυτό του, τον θυμάται να αναπτύσσεται και να μεγαλώνει μαζί με το σκύλο τους, μαθαίνοντας να του εκφράζει την αγάπη του, και να δένεται με αφοσίωση συναισθηματικά μαζί του. Υπήρχαν όλα εκείνα τα συστατικά της αληθινής σχέσης και φιλίας.
Οποιοσδήποτε έχει μεγαλώσει με την συντροφιά ενός σκύλου ξέρει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να συγκριθεί μια τέτοια φιλία. Μερικοί ψυχίατροι υποστηρίζουν πως ο τετράποδος σύντροφος αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη μας, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας. Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν μέσα μας την αρμονία.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αναφέρεται στον Άργος το πιστό σκύλο τού Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριο του ύστερα από είκοσι χρόνια. Αυτό έγινε παρά το γεγονός ότι ο Οδυσσέας ήταν μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Αμέσως μετά, ο Άργος πέθανε. Η αφοσίωση, του σκύλου σαν έννοια είναι τόσο αξιομνημόνευτη που βρίσκει τη θέση της μέσα στο έπος. Η αφοσίωση αυτή φαίνεται κι από τον τρόπο που περιγράφεται το γεγονός. Δεν αναγνώρισε μόνο ο Οδυσσέας τον Άργο και συγκινήθηκε, ούτε μόνο το ανάποδο... Και οι δύο αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο παρ' όλη την διαφορά στην εμφάνισή και των δύο.
Στο χωρίο από την Οδύσσεια [17 (Ρ).290-327]
Αυτά καθώς λαλούσανε κι ανάμεσό τους λέγαν,
σκυλί που κοίτουνταν, τ' αυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει,
όμως δεν τόνε χάρηκε, γιατ' είχε φύγει εκείνος
............................................
Αυτά σαν είπε, στα λαμπρά παλάτια μέσα μπήκε,
και πήγε τους καμαρωτούς μνηστήρες ν' ανταμώση.
Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε,
σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια απάνω.

Η Μπέτη τους ήταν ένας σκύλος με αξιαγάπητο χαρακτήρα. Πανέξυπνη, σε σημείο να μπορείς να τη χαρακτηρίσεις πανούργα, γενναία, ζωηρή, αξιόπιστη και τρυφερή. Ένας θαυμάσιος σκύλος για τους κατοίκους της εξοχής, άριστο κυνηγόσκυλο, και τέλος ένας υπέροχος σύντροφος για την οικογένεια του. Ένα αψύ, σκληροτράχηλο, γνήσιο τέκνο της Ιρλανδίας, άγρυπνη σκοπός του σπιτιού, γάβγιζε σε κάθε ύποπτο πλησίασμα στην περίμετρο του χώρου της, αμείλικτος κυνηγός.
Αυτό το υπέροχο σκυλί γεννούσε θετικά συναισθήματα στην ψυχή του! Εκτός από τη συντροφιά της θυμάται την ασφάλεια που ένοιωθε δίπλα της. Μοιραζόταν μαζί της την επαφή με τη φύση, περιδιαβαίνοντας οι δυο τους μες στ' άγρια χόρτα της Άνοιξης όταν γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, και φορούσε τη φορεσιά της γιορτής με τις μυρουδιές των άγριων λουλουδιών, να γεμίζουν τον αγέρα. Γύρω τους τα χελιδόνια πετούσαν στο γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, μέλισσες, σφήκες, μύγες χρυσές, τριγύριζαν μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, πάνω στα λουλούδια τα πολύχρωμα, στις παπαρούνες, που πλήθος, φύτρωναν, ανάμεσα στο μονότονο πράσινο των χωραφιών και κουνιόνταν απαλά στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε. Ανέμελα έτρεχαν οι δυο τους πλάι- πλάι στους διάσπαρτους μικρούς αγρούς, τους χαμένους σ’ εκείνο το περίπλοκο ανάγλυφο στις πλαγιές, μακριά από το θόρυβο του κόσμου. Χαρούμενοι και ελεύθεροι περιδιάβαιναν το ρουμάνι στο Μεγάλο Ρέμα, μέσα από τα σκίνα και τις πουρναριές με το βαθυπράσινο χρώμα, που τα φύλλα τους ποτέ δε θρόιζαν, τις κουμαριές, τις καταπράσινες χειμώνα, καλοκαίρι, και το φθινόπωρο τα κούμαρα τους να λάμπουν κόκκινα, έντονα ερωτικά. Κι όλη αυτή η νοητική επαφή σήμερα μ΄αυτές τις μυρωδιές και την ανοιχτωσιά του τοπίου του έδειχναν σαν γεννήματα της φαντασίας, σαν σκιές, που τον αγκάλιαζαν και του ανέβαζαν  το συναίσθημα στους ουρανούς.
Ο χρόνος κυλούσε, η νύχτα προχωρούσε, ξημέρωνε το φως της ημέρας έπαιρνε τη θέση του στους λόφους και τα ρέματα. Τ’ άστρα και η σελήνη είχαν κρυφτεί όταν τα πρωινό ξεκινούσαν παρέα για το σχολειό παίρνοντας το μονοπάτι που φιδογυρίζοντας ανάμεσα στα πλατώματα της ανατολικής πλαγιάς του οικισμού κατέληγε στο Μεγάλο ρέμα, σε μια επίπεδη αμμουδιά που τα μανιασμένα νερά των εποχικών βροχών είχαν ξεπλύνει το έδαφος και είχαν βγάλει στην επιφάνεια τα κάτασπρα χαλίκια. Η επίπεδη αυτή αμμουδιά στις όχθες του ρέματος χρησίμευε ως πέρασμα του δρόμου προς τις ανηφόρες της δυτικής πλαγιάς με προορισμό το χωριό και το σχολείο του. Το σκυλί σταματούσε καθόταν στα δυο πισινά του πόδια πάντα εκεί στην ανατολική πλευρά ακριβώς πριν το πέρασμα της ρεματιάς. Δεν το κουνούσε από εκεί, απλώς κοιτούσε το σύντροφο του τρυφερά, τον κατευόδωνε με το βλέμμα της μέχρι αυτός να χάνεται πίσω από την κορυφή της βουνοπλαγιάς και τότε ο σκύλος γυρνούσε στην αυλή τους. Είχε προσδιορίσει το σημείο αποχαιρετισμού, και το είχε αποτυπώσει με ευλαβική ακρίβεια. Τι ομορφιά. Τι μαγική ατμόσφαιρα.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό συνέβη κάτι πολύ ασυνήθιστο. Η Μπέτη δεν ήταν εκεί έξω στην αυλή τους, να τον συνοδέψει στο δρόμο για το σχολείο. Ήταν κάτι πολύ παράξενο, περίεργα ασυνήθιστο. 
Η νύκτα που πέρασε ήταν μια νύχτα βαθιά σκοτεινή, με μια καταιγίδα που γινόταν ολοένα χειρότερη και δυνατότερη προς τα μεσάνυχτα. Ο άνεμος φυσούσε αγριεμένος στους γύρω λόφους. Το πρωί που ξημέρωσε  η μέρα ήταν μια γκρίζα παγωμένη, ο άνεμος είχε φέρει μαζί του έναν ουρανό καλυμμένο από μολυβένια σύννεφα κι ένα αδιάκοπο ψιλόβροχο,. Δεν είχε καλά-καλά ξημερώσει και το θαμπό χειμωνιάτικο πρωινό στους γύρω λόφους, ήταν τυλιγμένο στη καταχνιά. Ο αέρας ήταν υγρός και παγωμένος, και παρά τα σφαλισμένα παράθυρα, τρύπωνε από τις χαραμάδες μέσα στο σπίτι. 
Μόλις έφεξε κουκουλωμένος με το αδιάβροχο ως τ’ αυτιά, σαρώνει το βλέμμα μέχρι απέναντι στο μονοπάτι που οδηγεί σου μπάρμπα Παναγιώτη του Καραστατήρη. Σμίγει τα φρύδια του μήπως διακρίνει το σκύλο τους, μα ο σκύλος δεν φαίνεται πουθενά. Βάζει τα χέρια στις τσέπες να τα προστατεύσει στην πρωινή ψύχρα και ψάχνει τα αίτια της απουσίας της. Βηματίζοντας νευρικά διασχίζει το μονοπάτι και βρίσκει τον μπάρμπα Παναγιώτη μπροστά στην πόρτα του αχερώνα του. Ο σεβάσμιος γέροντας είναι ψηλός και γεροδεμένος ακόμη παρά την ηλικία του, με τ’ άσπρα του μαλλιά πυκνά και χτενισμένα και τα γένια του δασιά και περιποιημένα. Τον ρωτά μήπως είδε την Μπέτη. 
«Αγόρι μου», του λέει «Όχι δεν την είδα.» 
Όταν παίρνει την αρνητική απάντηση τον ευχαριστεί μ’ ένα νεύμα, το πρόσωπο του σκυθρωπιάζει, ανήσυχος κουνάει το κεφάλι του με απογοήτευση και υποχρεωτικά ξεκινά το ταξίδι για το σχολείο..
Στο σχολειό φανερά αναστατωμένος, δεν περνούσαν οι ώρες. Η σχολική μέρα του έμοιαζε αιώνας. Κι όσο η ώρα περνούσε, η αγωνία του κορυφωνόταν, αγριεύεται μέσα του περισσότερο, την νοιώθει να περνά στα μέλη, στο αίμα, στα νεύρα του. Στο γυρισμό, όταν δεν είδε την αγαπημένη του σκυλίτσα να τον περιμένει στη γνώριμη θέση της, στο πέρασμα τη ρεματιάς στο Μεγάλο Ρέμα φοβόταν ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Τον τρομάζει περισσότερο η σκέψη. Και οι φόβοι δεν άργησαν να επαληθευτούν μ' αυτό που αντίκρισε, όταν τη βρήκε στο σπιτάκι της στην ρίζα της ελιάς, πληγωμένη θανάσιμα, με τις πληγές που αιμορραγούσαν στο κορμί της. Στέκεται αντιμέτωπος με το θέαμα του σκύλου, και τον τρομάζει η σκέψη ότι ψυχορραγεί. Κάνει μερικά διστακτικά βήματα προς το μέρος του και μένει να το κοιτάζει. Το γυαλιστερό του τρίχωμα, τα λαμπερά του μάτια, τα κλειστά του σαγόνια, το κορμί του το αναδεύεται με ένταση. Όσο περισσότερο το παρατηρεί, τόσο περισσότερο φοβάται για το τι μπορεί να συμβεί. Το πλησιάζει, νιώθει το δικό του σφυγμό να ταχύνει, να συγκεντρώνεται σάλιο του στο στόμα και δεν μπορεί να το καταπιεί. Γονατίζει κοντά της και πιάνει μαλακά το κεφάλι της. Εκείνη δεν αντιδρά. Από την μια το κεφάλι του φαίνεται ζεστό κάτω από την μαλακή γούνα, κι από την άλλη ακούει ένα αχνό ρουθούνισμα, ένα υπόκωφο γρύλισμα. Την περιεργάζεται με αγωνία, και κάπως ησυχάζει όταν βλέπει ν’ αναδεύεται το στήθος της από τις εύθραυστες αναπνοές της.
«Μπέτη μου;» της ψιθυρίζει, και χαϊδεύει τρυφερά τα αυτιά της. «Μπέτη μου;» Η Μπέτη του ανοίγει τα μάτια της, όμως εκείνος ταράζεται που τα βλέπει. Δεν είναι σαν της Μπέτη που γνωρίζει. Είναι θολά, έχουν θαμπώσει, και το βλέμμα της είναι μακρινό τον κοιτάζει σαν να μην τον αναγνωρίζει.
Νιώθει το στομάχι του να βουλιάζει. «Εγώ είμαι.» Της ψιθυρίζει μαλακά. «Εγώ είμαι».
Μοιάζει σιγά σιγά να δείχνει πως συνέρχεται, ασθμαίνει, και προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά δεν μπορεί. 
«Εδώ είμαι αγάπη μου», της λέει γλυκά, αποθέτοντας ένα τελευταίο χάδι στο κεφάλι της πριν σηκωθεί. 
Το τι ακριβώς είχε συμβεί;
Ανατολικά της αυλής τους μετά τις αιωνόβιες ελιές ήταν ένα ρηχό χαντάκι και στη συνέχεια ο στάβλος με τον αχερώνα του μπάρμπα Παναγιώτη,  δίπλα ακριβώς προς το νοτιά η κατοικία του κατασκευασμένη από γκρίζα πέτρα και με κεραμίδια κόκκινου χρώματος η σκεπή της. Η πρόσοψη ήταν όλη σκεπασμένη από μια μεγάλη πορφυρή μπιγκόνια και αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, τόσο πυκνά μπερδεμένες η μια με την άλλη, που οι μπροστινοί τοίχοι του σπιτιού ούτε που φαίνονταν. Νοτιότερα είχε ένα νοικοκυρεμένο κήπο, όπου κάθε καλοκαίρι φύτρωναν φράουλες, κι ένα σωρό φρούτα και λαχανικά. Σε μια γωνιά του κήπου βρίσκεται ένα μεγάλο ευρύχωρο κοτέτσι, από τοιχία ξερολιθιάς. Τη νύχτα που ο άνεμος μανιασμένα φυσούσε μια μεγαλόσωμη κόκκινη αλεπού επιτέθηκε στο κοτέτσι. Όσοι στα παιδικά τους χρόνια σε χωριό ζήσανε, γνωρίζουν την εξυπνάδα, την πονηριά και τη λαιμαργία της αλεπούς. Οι επιθέσεις της στα κοτέτσια, γίνονται αιφνιδιαστικά τη νύκτα, και είναι σωστό ξεκλήρισμα. Τα σημάδια έδειξαν ότι έγινε μάχη και τραυματισμένη η αλεπού προσπαθούσε να ξεφύγει, αντιστάθηκε με το σκύλο να την καταδιώκει αλύπητα και έμοιαζε η καταδίωξη να μην είχε τέλος, τελικά η αλεπού δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα δόντια της Μπέτη που την αποτελείωσε πέρα στους λόφους και σ’ εκείνη τη γωνιά την περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές και τα σκίνα σαν από τείχος βλάστησης, γιατί το πεπρωμένο αυτού του σκύλου ήταν να πιάνει ότι κυνηγούσε. 
Το αποτέλεσμα της σκληρής αυτής μάχης ήταν οι οδυνηρές πληγές που απέκτησε από την ετοιμοθάνατη αλεπού πριν και αυτή αφήσει την τελευταία της πνοή. Απαιτείτο άμεση ιατρική βοήθεια, η αιμορραγία ήταν σοβαρή, και δέσιμο των πληγών για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η περίθαλψη. Ίσως κάποιες πληγές να θελαν ράψιμο, και ειδική περιποίηση σε μια εποχή που η λέξη κτηνίατρος στο χωριό παρέπεμπε τη σκέψη σε ανύπαρκτο κενό.
Η ανάρρωση της ήλθε με το πέρασμα του χρόνου αλλά ταυτόχρονα παρουσίασε απώλεια ενέργειας, ποτέ της δεν επανέκτησε την αρχική της υγεία. Η εξάντληση και η ιδιαίτερη δυσκολία στην επούλωση των πληγών την κατέστησε ιδιαίτερα ευαίσθητη στις συχνές λοιμώξεις.
Ήταν ένα μακρόσυρτο, φωτεινό απομεσήμερο, και όπως το συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι κάτω από την δροσερή σκιά της ελιάς. Απέναντι στεκόταν ο Άγιος Παντελεήμονας η κατάλευκη και παραλληλόγραμμη εκκλησούλα όμοια με μεγάλη αναποδογυρισμένη φωλιά στη μέση της άπλετης αυλής της με μια συστάδα από πεδινά πεύκα γύρω της. Ήσυχα που ήταν στην αυλή τους, μόνο που φύσηξε μια ιδέα αγέρι και έπεσε πάλι. Θυμάται που έτριβε στις χούφτες του τα πράσινα τρυφερά φύλλα και εκείνα του γέμιζαν τα ακροδάχτυλα με ένα άρωμα. Σαν από γη και σαν από υγρασία ευχάριστη. Την παρακολουθούσε να έρχεται κοντά του με αργές νωχελικές κινήσεις, με τη μύτη της χαμηλά στη γη και την ουρά μαζεμένη να κάθεται ήσυχα μπροστά του. Τακτοποίησε την ουρά της πάνω από τα πόδια της και ακούμπησε το σαγόνι της με προσοχή πάνω στα απλωμένα πόδια του. Αυτός νιώθει πως θαμποφέγγει μια αδιόρατη απειλή. Σιγά- σιγά άρχισε να γίνεται συγκεκριμένη, η ακανόνιστη πνοή της προειδοποιούσε για τον ερχομό. Στο φως του απογευματινού Ήλιου τρεμούλιαζε σαν να πάλευε να ζήσει πάνω στο στεγνό το χώμα. Το στήθος της δυσκολευόταν να πάρει αναπνοή, τα μάτια της ορθάνοιχτα βουβά με μαύρους κύκλους τον κοιτούσαν κατάματα, χλωμά, θλιμμένα. Η μάτια τους συνομίλησε, κι εκεί στα κατάβαθα της ψυχής του αισθάνθηκε μια τρεμούλα ν’ απλώνεται σ’ όλο του το σώμα. Του φάνηκε πως ο χρόνος στάθηκε ακίνητος για λίγο εκείνο το απόγευμα, λίγο πριν από την ώρα δύσης τον ηλίου ήταν. Και αυτός στεκόταν ακίνητος μαρμαρωμένος, ανείπωτη φρίκη τον κυρίευσε και μυρωδιά θανάτου τον τύλιξε, διαπεραστικά, επίμονα. Αφουγκράστηκε και όλα έδειχναν σιωπή. Έτσι πάντα γίνεται σε τέτοιες ώρες. Είναι, που ο Θάνατος έρχεται, χωρίς να φαίνεται. Μόνο το φευγάτο πέρασμά του ακούγεται και μετά χάνεται κι αυτό, χωρίς κανείς να θέλει να μάθει πού πάει. Έρχεται απρόσμενος και μετά φεύγει με τον άνεμο άφαντος γι' αλλού.
Δυο δάκρυα έτρεξαν πάνω απ’ την ανοιχτή μουσούδα της, μέχρι που ξαφνικά το κουρασμένο στήθος σταμάτησε ν’ ανεβοκατεβαίνει και στη λευκή μουσούδα της απλώθηκε το κίτρινο του θανάτου.
Πλημμυρισμένος θλίψη τούτο το καλοκαιρινό απόγευμα, είναι βουρκωμένος απ’ αυτή την απρόοπτη βουβή λύπη που ήρθε να ταράξει την ερημιά του. Στο μυαλό του ένιωσε πως και τα κλαδιά της ελιάς κύρτωσαν θλιμμένα σα να τα λύγιζε ισχυρός άνεμος και πως σιωπή μεγάλη απλώθηκε σαν διαμαρτυρία για τον πρόωρο χαμό της. Σουρουπώνει. Ο ήλιος πέρα από τον Κούνο έχει κατεβεί χαμηλά και χάνει σιγά σιγά τα τελευταία χρυσά του χρώματα και την κόκκινη πορφύρα του. Το τοπίο ολόγυρα αλλάζει χρώματα γίνονταν σκούρο. Αυτός καθισμένος στο πεζούλι, κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει. Μαύρα πέπλα περνούσαν συνέχεια εμπρός από τα μάτια του κι ανοιγόκλεινε το βλέφαρα για να τα διώξει. Ήταν η μόνη κίνηση που είχε κάνει εδώ και αρκετή ώρα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο άψυχο κορμί που κείτονταν στη ξερή γη. 
Η κατοικία του άγρυπνου φύλακα του σπιτιού ερήμωσε, και μόνον η θλίψη πιο βαριά έπεφτε μαζί μ’ ένα κενό, ένα κενό όμως, που μέσα βρισκόταν η μορφή η αγαπητή που ’φυγε, που χάθηκε. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από την βουνοκορφή όπως κάθε μέρα, αυστηρά και αναπόφευκτα όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα μας, ο θάνατος.

Click to Open
Τελευταίος Χρόνος στα Κουλέντα!
.....

 
Web Informer Button